M Ø NS Ŧ ER (Κεφάλαιο 3) - "Wιcked Gaɱes" (μέρος 8ο)

«Περίμενε. Πώς το κάνουμε;», ζητάω να μάθω.
«Πρώτα βάλτε απαλά τον δείκτη του δεξιού σας χεριού επάνω στο πιόνι για να κυκλώσουμε τον πίνακα», μας παρακινεί ο Κάι και όλοι τον μιμούμαστε, τοποθετώντας τους δείκτες μας στην κορυφή του αναποδογυρισμένου ποτηριού. «Κάνουμε έναν κύκλο για τον καθένα από μας».
Προσεκτικά, ασκώντας απειροελάχιστη πίεση κατευθύνουμε το γυάλινο πιόνι γύρω γύρω. Αυτό διαγράφει έναν κύκλο επάνω στο ταμπλό αφήνοντας έναν αμυδρό ήχο καθώς ξύνει το μακετόχαρτο. Το κατευθύνουμε σ' έναν δεύτερο κύκλο, έναν τρίτο κι έναν τέταρτο. Στον πέμπτο σταματάμε ταυτόχρονα.

«ΟΚ», λέει ο Κάι. «Και τώρα τα λόγια. Κάτσε να δεις πως πήγαιναν... Μαγικές δυνάμεις, άσπρ... λευκές και μαύρες, σ' εσάς φτάνουμε από, εεε, του χρονοχώ... όχι, του χωροχρό... άσε να το πω περιφραστικά, απ' του χώρου και του χρόνου τις χαραμάδες... όχι, όχι χαραμάδες. Τι μαλακίες λέω; Με του ξορκιού αυτού τις αράδες... Ναι, έτσι λέει, αράδες».
«Τι 'σαι 'συ, ρε παιδί μου!», αναφωνεί η Τζέηκ και χουφτώνει το σβέρκο του Κάι. «Το πες με τέτοια χάρη που θα έκανες και τον Ντάμπλντορ ακόμα να ξεράσει τη γενειάδα του!»
«Κάτσε ρε», τον κόβει ο Κάι και αποδιώχνει το χέρι του Τζέηκ από πάνω του. «Έχει κι άλλο».
«Ω, Θεούλη μου». Η Νιβ δείχνει τρομοκρατημένη. «Κι άλλο;»
«Κάι, συνέχισε», τον παρακινώ εγώ. Κατά βάθος όμως, συμμερίζομαι την γνώμη των υπόλοιπων. Ο Κάι είναι άθλιος στην επίκληση πνευμάτων, και παρότι προσπαθεί, αμφιβάλλω για το αν τα πνεύματα που υπάρχουν γύρω μας –εάν δεχτούμε ότι υπάρχουν- έχουν σταυρώσει λέξη απ' όσα είπε.
Ο Κάι Γκρίνγουντ καθαρίζει τον λαιμό του και προσπαθεί ξανά. Αυτή την φορά ακούγεται πολύ πιο συγκροτημένος, καθώς απαγγέλει το ξόρκι του. «Κι εσάς πνεύματα του άλλου κόσμου, απόψε εδώ καλούμε, την αλήθεια για να βρούμε».
«Ορίστε», λέω επιδοκιμαστικά. «Είδες; Κανένα σαρδάμ αυτή την φορά».
«Ναι, κανένα σαρδάμ αυτή την φορά», συμφωνεί και μετά γυρνάει και κοιτάζει αυτάρεσκα τον Τζέηκ και την Νιβ. «Φάτε τα ρε».
«Ναι, ναι, τα θερμά μας συγχαρητήρια Κάι», παρεμβαίνει η Εστέλλα, προτού οι άλλοι δύο απαντήσουν. «Και τώρα, εάν αφήσετε πίσω σας το υφάκι του νηπιαγωγείου μπορεί και να επικοινωνήσουμε με την Μία, γιατί σε περίπτωση που το ξεχάσατε, αυτή είναι ο λόγος που κουβαληθήκαμε εδώ νυχτιάτικο».
Ο Κάι ισιώνει την πλάτη του και ανασκουμπώνεται. «'Νταξ'», μουρμουρίζει ντροπιασμένος. «Σόρρυ».
«Παρακάτω», λέω. «Τι κάνουμε παρακάτω;»
«Χωρίς ν' απομακρύνουμε τα χέρια μας από το ποτήρι πρέπει να βεβαιωθούμε ότι το κάλεσμα μας εισακούστηκε», μας εξηγεί ο Κάι επιτακτικά, κι έπειτα η στάση του αλλάζει και μοιάζει ν' απευθύνεται στο ίδιο το ποτήρι. «Πνεύμα από τον άλλο κόσμο, αν είσαι εδώ μαζί μας, κάνε γνωστή την παρουσία σου», προστάζει.
Όπως κάνουν κι οι άλλοι τέσσερεις, έτσι κι εγώ κοιτάζω το μικροκαμωμένο ποτήρι. Δεν ξέρω τι περιμένω να δω ή τι θέλω να δω, το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν τολμώ ν' αποστρέψω το βλέμμα μου.
Περιμένω. Περιμένω. Περιμένω.
Δεν συμβαίνει τίποτα.
«Γιό! Πνεύμα;», πετάγετε ο Τζέηκ. «Πνεύμα είσ' εδώ; Λαμβάνεις;»
Γιο! Πνεύμα, λαμβάνεις; κοιτάζω τον Τζέηκ δυσανασχετώντας. Ποιον νομίζει ότι καλούμε; Τον Tupac;
«Χμμμ...». Η Νιβ υπομειδιά στον Κάι. «Είτε είναι ντροπαλό, είτε δεν του αρέσει η ζάχαρη. Στα 'λεγα 'γω. Κι αν το φαντασματάκι σου είναι διαβητικό;»
Ο Κάι την κοιτάζει με ολοφάνερο εκνευρισμό. «Δεν είσ' αστεία».
Η Νιβ κορδώνεται σαν παγώνι. «Τυχαίνει να έχω αντίθεση ά-»
Να το! Το χέρι μου τινάζεται στα αριστερά, η Νιβ το βουλώνει με μιας, και όλοι κοιτάζουμε χάσκοντας το ποτηράκι που... κουνήθηκε!
«Συ... συνέβη στα αλήθεια;», ψελλίζω. Μέσα μου ζυγίζω τα ενδεχόμενα της επιτυχίας και της αποτυχίας με ίσες ποσότητες τρόμου και έξαψης.
«Νο... νομίζω πως... ναι», απαντά η Εστέλλα, εξίσου φρικαρισμένη. «Μ... Μία; Εσύ είσαι;»
Σιωπή. Αδράνεια. Και έπειτα, άλλο ένα τίναγμα. Το ποτηράκι γυρίζει απότομα και προσγειώνεται στην επάνω δεξιά γωνία του πίνακα.
Όχι.
«Ω», είναι το μόνο πράγμα που μπορώ να αρθρώσω. Θέλω να τραβήξω το χέρι μου μακριά από το κρύο γυαλί και να το βάλω στα πόδια, όπως κάνω συνήθως, μα αισθάνομαι μαρμαρωμένη, τα άκρα μου έχουν παραλύσει. Αλλά και οι άλλοι δεν πάνε πίσω, είναι τόσο σιωπηλοί που υποπτεύομαι ότι κρατάνε τις ανάσες τους.
«Είσαι κάποιος που... που ξέρουμε;» Όλως παραδόξως, η Εστέλλα είναι η μόνη που δεν έχει μείνει στήλη άλατος. Ακόμα και η Νιβ που ήρθε για να σπάσει πλάκα, έχει παγώσει.
Το ποτηράκι μένει σταθερά πάνω στην λέξη: Όχι.
«Δεν το ξέρουμε». Η φωνή του Τζέηκ είναι απίστευτα πνιχτή, αγνώριστη. «Μπορεί να είναι ο οποιοσδήποτε, γαμώτο».
«Θα... μας... πεις το όνομα σου;», του ζητάει η Εστέλλα, όσο πιο απαλά μπορεί.
Ξανά η ίδια απάντηση. Όχι.
«Πώς... τέζαρες τότε;», ρωτάει η Νιβ.
Όχι.
«Δεν θέλεις να μας πεις;», επιμένει η Εστέλλα, στην φωνή της διακρίνω ένα τρέμουλο. «Όμως, για κά-κάποιον λόγο μας απάντησες, σωστά; Κάτι θέλεις, τι;»
Ύστερα από κάμποσες στιγμές αγωνίας το ποτηράκι κινείται αποφασιστικά δημιουργώντας σπείρες και διασταυρώσεις επάνω στο ταμπλό, φευγαλέα στέκεται επάνω σε γράμματα και δίνει μορφή σε μια λέξη. Τι είναι αυτό που θέλει; Βλέπω τα κεφάλια των άλλων να τινάζονται πέρα δώθε σύμφωνα με τις κινήσεις του ποτηριού, σαν να παρακολουθούν έναν αγώνα πινγκ πονγκ, και τους ακούω να συλλαβίζουν χαμηλόφωνα. 
Πιάνω τον εαυτό μου να κάνει το ίδιο. Π-Η-Δ-Η-Μ-Α.
Ε; σκαλώνω. Όχι, δεν γίνεται. Κάτι δεν κατάλαβα καλά. Ρίχνω μιαν εξεταστική ματιά στον Κάι, την Εστέλλα, τον Τζέηκ... εντάξει, όλοι έχουμε την ίδια μπερδεμένη, φουρκισμένη έκφραση. Δεν είμαι μόνο εγώ. Κάνω να κοιτάξω την Νιβ και τότε εκείνη σκάει στα γέλια. Κυριολεκτικά, πέφτει προς τα πίσω, χτυπιέται και χαχανίζει μέχρι που αδειάζουν τα πνευμόνια της. «Ρε κλασομπανιέρες!», λέει υστερικά. «Έπρεπε να δείτε τις μάπες σας ρε! Το καυλωμένο φάντασμα; Είστε τέρμα γελοίοι!»
Παρότι οι άλλοι μπαίνουν στο νόημα ευθύς εξαρχής εμένα μου παίρνει αρκετή ώρα να συνειδητοποιήσω το μέγεθος της αχρειότητάς της Νιβ. Εκείνη ήταν που κουνούσε το καταραμένο το πιόνι, διασκεδάζοντας με το πόσο ευκολόπιστοι είμαστε, με το πόσο απελπισμένα θέλαμε να πιστέψουμε πως επικοινωνούσαμε με... κάτι!
«Πώς τολμάς;», ξεσπάω. «Το ότι μας έδωσες μια πρέζα αλάτι δεν σημαίνει ότι έχεις κανένα δικαίωμα να έρχεσαι εδώ και να καταστρέφεις τον μοναδικό μου τρόπο να επικοινωνήσω με την νεκρή αδερφή μου!»
Η Νιβ δεν απαντά, μονάχα επιδίδεται σε ένα νέο κύμα γέλιου, χαχανίζοντας και σκούζοντας από το πάτωμα. Η Εστέλλα δίπλα της σφίγγεται, ξεσφίγγεται και στο τέλος της χώνει μια δυνατή ξυλιά στο μπράτσο. Τότε και μόνο τότε καταλαγιάζει το γέλιο.
«Δεν θα τα παρατήσουμε εδώ», δηλώνει αποφασιστικά ο Κάι, και ξαναβάζει το δάχτυλό του επάνω στο πιόνι μας. «Αυτή την φορά θα καλέσουμε την Μία. Και θα μας ακούσει. Όσο για σένα». Ο Κάι μιλά στην Νιβ και την κεραυνοβολεί μ' ένα του βλέμμα. Δεν είχα ιδέα ότι μπορεί να δείξει τόσο αυστηρός. «Εάν πρόκειται να μας σαμποτάρεις, κοπάνα την. Αλλιώς μείνε και φρόνημα».
Η Νιβ σηκώνει το χέρι της και σχηματίζει ένα αόρατο φωτοστέφανο γύρω από την άφρο αφάνα της. «Θα 'μια άγια», υπόσχεται. 
Ναι, καλά... Μας έπεισες τώρα...
Επανατοποθετούμε τα δάχτυλά μας στον αναποδογυρισμένο πάτο του ποτηριού και ο Κάι καθαρίζει επιδεικτικά τον λαιμό του. «Μαγικές δυνάμεις, λευκές και μαύ-»
«Όχι», τον κόβει ο Τζέηκ, προτού ακόμα απαγγείλει τον πρώτο στοίχο. «Άσε την Άντριαν να το κάνει. Άφησέ την να μιλήσει στην Μία, το δικαιούται».
«Καμιά αντίρρηση», υποχωρεί ο Κάι. «Αν κάνει κέφι και η ίδια η Άντρι».
Σαν να έδωσε το σύνθημα με αυτό, όλοι τους γυρίζουν και κοιτάζουν εμένα, επιζητώντας μιαν απόκριση.
«Ε... εντάξει», τραυλίζω. Κατά βάθος, είμαι σε άρνηση, δεν θέλω να απαγγείλω το ξόρκι επίκλησης. Φοβάμαι ότι αυτό το πρόχειρο-κομμένο μακετόχαρτο και το πασαλειμμένο ποτήρι από την καφετέρια δεν είναι αρκετά για να βγάλουν τους νεκρούς απ' τους τάφους τους. Και φοβάμαι ότι είναι.
Τι θα γίνει εάν η Μία μας ακούσει; Και τι εάν όχι;
Για άλλη μια φορά, ο μόνος τρόπος να μάθω, είναι να προσπαθήσω.
Ξεροκαταπίνω για να διώξω τον κόμπο που μου φράζει τον λαιμό, και αρχίζω: «Μαγικές δυνάμεις, λευκές και μαύρες, σ' εσάς φτάνουμε με του ξορκιού αυτού τις αράδες. Κι εσάς πνεύματα του άλλου κόσμου, απόψε εδώ καλούμε, την αλήθεια για να βρούμε».
Περιμένω γεμάτη αδημονία, κοιτώντας το ποτήρι τόσο έντονα που νομίζω πως λίγο ακόμα και θα το λιώσω με την ματιά μου. Εντούτοις, το ποτήρι δεν λιώνει, ο πίνακας δεν αναφλέγεται, και καμία απάντηση δεν φτάνει σε εμάς.
«Μ-Μία; Εγώ είμαι, η Ρίνα σου», λέω στο υπερπέραν. «Είμαι μαζί με τον Κάι, τον Τζέηκ και την Εστέλλα και δεν-»
«Είναι και η Νιβ εδώ», παρατηρεί η Νιβ. «Απλώς όλοι σνομπάρουν την Νιβ. Γεια σου Μέι, τι χαμπάρια; Πώς παν' τα θυμαράκια;»
Ο Τζέηκ απλώνει το χέρι του και της κλείνει το στόμα. «Κλείσ' το», την διατάζει.
Τους αγνοώ κι επιστρέφω στον σκοπό μου. «Μία, δεν έχω ιδέα αν μας ακούς -και ειλικρινά;- νιώθω πολύ ανόητη τώρα, επειδή πιθανότατα μιλώ στα ντουβάρια, αλλά εάν -μια στις χίλιες- μας ακούς... θες να μας πεις κάτι;», καταλήγω παρακλητικά.
Της δίνω χρόνο να απαντήσει, μα δεν το κάνει.
Το μυαλό μου ανιχνεύει μονάχα την σιωπή.
«Μία;»
«Είσαι εδώ;», ρωτάει η Εστέλλα.
«Μπορεί να μην είναι αρκετά σκοτεινά», σκέφτεται φωναχτά ο Τζέηκ, και έπειτα προτείνει: «Να σβήσουμε τα κεριά».
«'Ντάξ'», δέχεται ο Κάι. «Δεν χάνουμε και τίποτα δοκιμάζοντάς το».
Γυρίζουμε όλοι ταυτόχρονα την πλάτη μας στον πίνακα των πνευμάτων για να σβήσουμε κάθε ένα από τα πέντε μαύρα κεριά που αχνοφέγγουν στα όρια του κύκλου από αλάτι. Και εκείνη ακριβώς την στιγμή... την στιγμή που κανένας μας δεν κοιτάζει... ακούγεται ένας ήχος από το κέντρο του κύκλου. Είναι ένας ήχος διακριτικός, σχεδόν ανεπαίσθητος μα κατακλύζει με μιας την εγκαταλελειμμένη αίθουσα.
Ακούγεται σαν νύχια που σέρνονται πάνω σε μαυροπίνακα...
Ακούγεται σαν γυαλί που κινείται πάνω σε μακέτα...
Ανατριχιάζω σύγκορμη και επιστρέφω αργά στην προηγούμενη θέση μου, μόνο και μόνο για να διαπιστώσω αυτό που ξέρω από πριν. «Κινήθηκε», ψιθυρίζω ταραγμένη με τα μάτια μου γουρλωμένα απ' την έκπληξη, μεγάλα σαν φεγγάρια.
Κινήθηκε ενώ κανείς μας δεν το άγγιζε, ενώ κανείς μας δεν μπορούσε να το μετακινήσει... και το ακόμα πιο αδιανόητο είναι πως εξακολουθεί να κινείται πότε πότε, αργά, νωχελικά, χαράζει μικρά στριφογυριστά μονοπάτια επάνω στον πίνακα...
«Ελάτε ρε παιδιά, ποιος το κάνει;», φρικάρει ο Τζέηκ.
«Νιβ, κόφ' το», της γαβγίζει ο Κάι απότομα. «Θα πάρεις πόδι».
«Τι;», αρπάζεται εκείνη. «Δεν το σπρώχνω εγώ αυτή την φορά. Τ' ορκίζομαι στην παρθενιά μου».
«Αφού δεν είσαι παρθένα», παρατηρεί η Εστέλλα τελείως πεζά.
Α, ωραία. Τα ξέρει κι αυτή τα χαΐρια της Νιβ...
«Δεν είν' αυτό το θέμα, βλήμα», της εναντιώνεται. Για πειστήριο σηκώνει ψηλά το μανίκι της μπλούζας της και δείχνει στην Εστέλλα και εμάς τους άλλους τις τριχούλες στο μπράτσο της. Έχουν σηκωθεί όλες κάγκελο. «Δες με!», λέει. «Έχω τσουτσουριάσει!»
«Το-τότε... ποιος το κάνει να κουνιέται;», απορώ. Μέσα μου νιώθω να αμφιταλαντεύομαι πάλι. 
Θαρρείς και το ποτηράκι είναι ένα έμψυχο ον, με δική του βούληση, πάει και στέκεται σε εκείνο το σημείο του πίνακα όπου αναγράφεται το γράμμα: M με μαύρο μελάνι.


Σβετλιν