Το γεράκι του Νότου (Κεφάλαιο 2) Και είδεν ο Θεός το φως

Λίγο πιο έξω από την Πάτρα, Ιούλιος του 1428
Ο Κωνσταντίνος ξερόβηξε, προσπαθώντας να καθαρίσει τη φωνή του· δεν ήθελε να το παραδεχτεί αλλά είχε άγχος. Και μάλιστα πολύ.
Το άνοιγμα της πριγκιπικής σκηνής μετατοπίστηκε ελαφρά και μια περήφανη, δυναμική μορφή μπήκε μέσα και ήρθε να σταθεί πίσω από τον νεαρό πρίγκιπα.
«Είσαι νευρικός;» ρώτησε ο νεοφερμένος, ακουμπώντας το χέρι του στον ώμο του Κωνσταντίνου.
«Νευρικός; Όχι, καθόλου» προσπάθησε να απαντήσει σταθερά εκείνος, αλλά η φωνή του έτρεμε.
Ο άντρας χαμογέλασε με κατανόηση.
Ήταν λίγο πιο κοντός από τον Κωνσταντίνο, μα σίγουρα μεγαλύτερος. Φαινόταν να έχει φτάσει στα χρόνια της ωριμότητάς του: το πρόδιδαν το έμπειρο γκριζοπράσινο βλέμμα του και οι πρώτες γκρίζες τρίχες που είχαν αρχίσει να ξεπηδούν ανάμεσα στα μακριά, καστανόξανθα μαλλιά του.
«Ψεύτη. Για αυτό τρέμεις;» του έριξε μία παιχνιδιάρικη γροθιά στο μπράτσο και προχώρησε ένα βήμα ακόμα για να βρεθεί στο πλευρό του.
«Ιωάννη…» ψέλλισε ο Κωνσταντίνος και στράφηκε απότομα προς τον μεγάλο του αδερφό.
Ήταν χλωμός, ιδρωμένος.
«Τι συμβαίνει, μικρέ;» ο αυτοκράτορας Ιωάννης τον έπιασε σφιχτά από τα χέρια.
«Πρώτη φορά στη ζωή μου φοβάμαι».
Ο αυτοκράτορας έβαλε τα γέλια.
«Είναι δύσκολο να το παραδεχτώ, Κωνσταντίνε, αλλά για όλους μας, η πρώτη φορά που νιώθουμε πραγματικό φόβο στη ζωή μας είναι σίγουρα η μέρα του γάμου μας» σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος και κούνησε το κεφάλι γελώντας ακόμα. «Στην πραγματικότητα, όμως, μικρέ μου αδερφέ, δεν υπάρχει τίποτε το τρομακτικό. Άκου κάποιον που το έχει πάθει ήδη τρεις φορές!»
Παρόλο που ο Ιωάννης προσπάθησε να αστειευθεί, η στενοχώρια χρωμάτισε άθελά του τη φωνή του. Είχε παντρευτεί δύο φορές σε πολύ νεαρή ηλικία, αλλά και τις δυο του γυναίκες τις είχαν πάρει επιδημίες πολύ σύντομα, πριν καν να καταφέρουν να του χαρίσουν έναν απόγονο. Ένα χρόνο πριν, μετά από πολλές πιέσεις της μητέρας του αλλά και την επιτακτική ανάγκη απόκτησης διαδόχου, είχε παντρευτεί για τρίτη φορά τη Μαρία Μεγάλη-Κομνηνή. Ήταν πια 36 χρονών, τα περιθώρια στένευαν. Δεν το μετάνιωνε. Στην πορεία την είχε ερωτευτεί, την είχε αγαπήσει. Απλά φοβόταν ότι θα τη χάσει και αυτήν.
«Δεν είναι μόνο ο γάμος, Ιωάννη… Σκέφτομαι την πολιορκία. Και… και το κατά πόσο θα είναι επιτυχής»
«Έλα τώρα, Κωνσταντίνε! Πριν πέντε χρόνια ήσουνα μονάχα δεκαοκτώ και δε σε είδα να δειλιάζεις ούτε στιγμή όταν σε όρισα στα ξαφνικά αντιβασιλέα στην Πόλη για να πάω στο Βορρά. Τώρα είμαστε εδώ, στα γνώριμα μέρη μας, στο Μοριά. Είμαστε όλοι όσοι χρειαζόμαστε: εγώ, εσύ και ο Θεόδωρος. Στο Μυστρά είναι τα υπόλοιπα αδέρφια μας. Το σχέδιο το έχουμε συζητήσει αμέτρητες φορές και όλα τα αδέρφια μαζί και ο ένας με τον άλλον ξεχωριστά. Δεν υπάρχει κάτι για να σε ανησυχεί.»
«Σκέφτομαι διάφορες προεκτάσεις. Και με αγχώνουν» έσκυψε το κεφάλι ο νεαρός και έφτιαξε κάπως αμήχανα το διάδημα στο μέτωπό του.
Ο Ιωάννης ανασήκωσε το πηγούνι του αδερφού του και τον κοίταξε καθησυχαστικά στα μάτια.
«Ο καλός και άξιος ηγέτης πρέπει να σκέφτεται τα πάντα. Πρόσεξέ με όμως: να τα σκέφτεται. Όχι να ανησυχεί για αυτά. Ειδικά όταν έχει δουλέψει και έχει φροντίσει ώστε όλα να πάνε όσο καλύτερα γίνεται. Μου αποδεικνύεις ανελλιπώς το πόσο καλός ηγέτης θα γίνεις μία μέρα, Κωνσταντίνε. Γιατί η ψυχή μου το ξέρει ότι κάποτε, κάπως, θα γίνεις ηγέτης. Μην αφήσεις κανέναν και τίποτα να σε τρομάξει ποτέ, αδερφέ μου. Οι προκλήσεις της ζωής πρέπει να σε βρίσκουν ψύχραιμο και δυνατό… Οι βράχοι δε λυγίζουν ούτε μπρος στα ουρλιαχτά των πιο τρομακτικών ανέμων. Αν έχεις θάρρος και γνώση, θα αποφασίζεις κάθε φορά το σωστό, όσο δύσκολο κι αν θα είναι. Και αυτό θα είναι το μυστικό της επιτυχίας σου, μικρέ» του χαμογέλασε τρυφερά και του έκλεισε το μάτι.
Ο Κωνσταντίνος, συγκινημένος, δε μίλησε. Έπεσε απλά- σα μικρό παιδί- στην αγκαλιά του αδερφού του. Ο Ιωάννης τον έσφιξε κοντά του. Πάντα του είχε αδυναμία.
«Έλα, έλα. Ας τα αφήσουμε αυτά τώρα. Σήμερα είναι ημέρα χαράς και ανεμελιάς! Σήμερα είμαστε άντρες απλοί, ελεύθεροι να γιορτάσουν. Από αύριο θα είμαστε στρατηγοί πάλι. Πάμε να σε παντρέψουμε, τι λες;» τον χτύπησε στην πλάτη και ο Κωνσταντίνος κούνησε θετικά το κεφάλι.
Με μια βαθιά ανάσα, τα δύο αδέρφια βγήκαν από την πριγκιπική σκηνή και κατευθύνθηκαν προς την μεγάλη αυτοκρατορική σκηνή, έξω από την οποία μεγάλη ομάδα στρατιωτών και μισθοφόρων ήταν παρατεταγμένη. Οι πορφυροί μανδύες της βασιλικής οικογένειας ανέμιζαν επιβλητικά με τον αέρα. Όλοι τους χαιρέτησαν στρατιωτικά τον αυτοκράτορα και το νεαρό πρίγκιπα, ενώ από τα τραβηγμένα παραπετάσματα της σκηνής βγήκε φουριόζος ο Θεόδωρος, με τα κατσαρά καστανά του μαλλιά ανακατωμένα.
«Τι θα γίνει με εσάς τους δύο; Ούτε στο γάμο δε θα είστε συνεπείς;» τους ψιθύρισε έντονα, πλησιάζοντάς τους.
«Ουφ, σταμάτα την γκρίνια πια!» τον σκούντησε ο Ιωάννης. «Σαν γέρος κάνεις συνέχεια, Θεόδωρε»
Ο δεσπότης έτριψε κουρασμένα τους κροτάφους του.
«Άσε τις υποδείξεις τώρα, μεγαλειότατε, και πάμε μέσα γιατί ο Τόκκο έχει αρχίσει να εκνευρίζεται»
«Μόλις δει τον αυτοκράτορα θα ηρεμήσει, πίστεψέ με» είπε με μία δόση ειρωνείας ο Ιωάννης και προχώρησε μέσα με το κεφάλι ψηλά, με τον Θεόδωρο να τον ακολουθεί βιαστικά.


Ο Κωνσταντίνος αναστέναξε και ανατρίχιασε κάπως, μένοντας μόνος.
Θάρρος, είχε πει ο Ιωάννης.
Πώς να ήταν άραγε η Μανταλένα;
«Υποθέτω πως περιμένετε εμένα, όχι;»
Η σίγουρη, κάπως προκλητική φωνή που ακούστηκε πίσω του τον έκανε να πεταχτεί.
Ο Κωνσταντίνος στράφηκε σε μία μικροκαμωμένη, κομψή φιγούρα, ντυμένη με ένα λευκόχρυσο φόρεμα και το κεφάλι καλυμμένο με ένα λευκό βέλο.
«Αν είστε η Μανταλένα Τόκκο τότε σίγουρα εσάς περιμένω» προσπάθησε να χαμογελάσει για να κρύψει – ανεπιτυχώς- την αμηχανία του.
«Θεέ μου, ευτυχώς! Είστε ακόμα πιο όμορφος από ό,τι μου περιέγραφαν» του απάντησε η λευκή φιγούρα και τον πλησίασε θαρρετά.
Ο Κωνσταντίνος κοκκίνισε και έστρεψε στιγμιαία το βλέμμα αλλού.


«Υπερβάλλετε, δέσποινά μου»


«Δεν είστε, λοιπόν, μόνο όσο όμορφος λένε, αλλά και όσο ταπεινός;»


Ο πρίγκιπας γέλασε.


«Είμαι ένας απλός άνθρωπος, Μανταλένα» της είπε πιο χαμηλόφωνα και -απλώνοντας τα χέρια του- σήκωσε απαλά το βέλο από το πρόσωπό της.


Δυο πεισματάρικα καστανά μάτια τον κοίταζαν με κάποια επιφύλαξη, αλλά και περιέργεια. Το ρόδινο στόμα μπροστά του χαμογέλασε και οι φακίδες στη μύτη της φάνηκαν εκατοντάδες έτσι όπως τη ζάρωσε.
Ήταν πολύ όμορφη, με το δικό της, μοναδικό τρόπο.


«Τι σκέφτεσαι, Κωνσταντίνε;» τον ρώτησε, προφέροντας το όνομά του με τον ίδιο τρόπο που πρόφερε κι εκείνος το δικό της πριν.


«Ότι τελικά ήρθε η ώρα να σε παντρευτώ. Τι λες κι εσύ;»


«Τώρα πια; Μα φυσικά» του έκλεισε το μάτι και- ξανακατεβάζοντας το βέλο- έπιασε απαλά το χέρι του και τον τράβηξε κατά την αυτοκρατορική σκηνή.


--






Ο γέροντας Γρηγόριος στριφογύρισε ανήσυχα στο αχυρένιο στρώμα του: ένα χέρι τον ενοχλούσε πάλι στον ύπνο του. Άλλαξε πλευρό και προσπάθησε να διακρίνει κάποια μορφή μέσα στο απόλυτο σκοτάδι του κελιού του. Δεν μπόρεσε να διακρίνει τίποτε αλλά το ρούφηγμα μιας παιδικής μύτης τον έκανε να αναστενάξει λυπημένα.


«Παπούλη, ξύπνησες;» ρώτησε μια ραγισμένη, παιδική φωνή.


«Χριστόφορε, με τρόμαξες, παιδί μου» απάντησε βραχνά και ανασηκώθηκε τελικά, ψάχνοντας στα τυφλά το χέρι του παιδιού. «Τι συμβαίνει;»


«Είδα πάλι το κακό όνειρο» προσπάθησε να πει ο Χριστόφορος, αλλά άρχισε να κλαίει.






Ο μοναχός κούνησε το κεφάλι του λυπημένα: εδώ και ένα χρόνο που είχε το παιδί κοντά του, λίγα ήσυχα βράδια είχαν περάσει. Ο μικρός Χριστόφορος έβλεπε συνέχεια εφιάλτες τις νύχτες και τις μέρες ήταν συχνά σιωπηλός και απομονωμένος από τα άλλα αγόρια του μοναστηριού. Ο γέροντας δεν μπορούσε να σκεφτεί πώς να απαλύνει τον πόνο του παιδιού και το να ψάξει να βρει τον πατέρα του δεν ήταν σίγουρα ανάμεσα στις επιλογές του. Ήξερε, μέσες- άκρες, τους λόγους που τον είχαν οδηγήσει στο να εγκαταλείψει το Χριστόφορο σε εκείνους. Και- έτσι- ήξερε ότι το να επιστρέψει το παιδί στα κοσμικά δεν ήταν επίσης ανάμεσα στις επιλογές του.


Άπλωσε τα χέρια και αγκάλιασε την μικρή, εύθραυστη μορφή.


Ο χρόνος και η λήθη είναι οι μεγαλύτεροι και καλύτεροι γιατροί, σκέφτηκε, κανακεύοντας το παιδί στα χέρια του.


«Να θυμάσαι πάντα, Χριστόφορε: τα όνειρα, καλά ή κακά, είναι όνειρα και όχι πραγματικότητα. Πέρα από το να σε στενοχωρήσουν στιγμιαία, δεν μπορούν να σε βλάψουν με κανέναν τρόπο.»


«Μα βλέπω εκείνο τον άντρα... Να φεύγει» κλαψούρισε κι άλλο το αγόρι.


«Το ξέρω. Αλλά, να, φαντάσου ότι... ότι έχει φύγει και τελείωσε. Δεν μπορεί να σε ταράξει ούτε να σε ενοχλήσει στην πραγματικότητα. Εμείς όλοι, η οικογένειά σου και οι φίλοι σου εδώ, στο μοναστήρι, είμαστε εδώ και σε προσέχουμε και θέλουμε να σε βλέπουμε να γελάς και να παίζεις χαρούμενος. Ξέρεις πόσες δουλειές θέλω να κάνω με τη βοήθειά σου και δε σε βρίσκω ποτέ για να με βοηθήσεις; Ξέρεις πόσες φορές σε ψάχνουν τα άλλα παιδιά για να παίξετε και εσύ κάθεσαι κλεισμένος μέσα; Δεν είναι ωραία πράγματα αυτά που κάνεις, Χριστόφορε. Ένας ολόκληρος υπέροχος κόσμος είναι έξω και σε περιμένει. Εμείς όλοι σε περιμένουμε»






Ο Χριστόφορος είχε σταματήσει να κλαίει και άκουγε προσεκτικά. Τα ξανθά, μακριά μπουκλάκια του είχαν κρύψει τελείως το πρόσωπό του, αλλά δεν έμπαινε στον κόπο να τα διώξει.


«Πάμε έξω;» ρώτησε αναπάντεχα, κάνοντας τον μοναχό να βάλει τα γέλια.


«Τέτοια ώρα βρε; Αξημέρωτα είναι ακόμα!»


«Έλα, παπούλη μου, σε παρακαλώ»


«Καλά, καλά. Αλλά θα μου υποσχεθείς ότι από αύριο θα κοιμάσαι σαν πουλάκι και θα ονειρεύεσαι μονάχα αγγέλους και λευκά σύννεφα, εντάξει;»


«Υπόσχομαι!» φώναξε δυναμικά ο μικρός και πετάχτηκε από την αγκαλιά του γέροντα για να προπορευθεί.


Γελώντας με συμπάθεια, ο αδελφός Γρηγόριος σηκώθηκε και φόρεσε το πανοφώρι του, ψάχνοντας για το λυχναράκι που ήταν κρεμασμένο έξω από την πόρτα του δωματίου του.






Δύο λεπτά αργότερα, μοναχός και παιδί έβγαιναν στα χωράφια του μοναστηριού, με μόνους τους οδηγούς το μισοφέγγαρο και το λυχναράκι στο χέρι του μικρού. Κατέβηκαν χαμηλά στην ιδιοκτησία της μονής, δίχως να φοβούνται μήτε την ησυχία και την ερημιά, μήτε το απόλυτο σκοτάδι γύρω τους. Σε ένα σημείο με βραχάκια, ο γέροντας σταμάτησε και κάθισε αναπαυτικά σε μια φαρδιά, πλακουτσωτή πέτρα. Ο Χριστόφορος τον μιμήθηκε σύντομα, αφότου έκανε δυο- τρεις διερευνητικούς γύρους με το λυχνάρι του, και κάθισε ακριβώς δίπλα του.


«Είπες ότι θα μου πεις ένα παραμύθι»


«Ναι, ναι, σωστά. Δεν είναι, όμως, ακριβώς παραμύθι. Είναι μια αληθινή ιστορία, που συνέβη πολλά, πάρα πολλά χρόνια πριν»


«Πόσα πολλά;» γούρλωσε τα μάτια με δέος ο Χριστόφορος.


«Φαντάσου τόσα πολλά που δεν μπορώ να τα μετρήσω!» γούρλωσε τα μάτια και ο μοναχός, κουνώντας θεατρικά τα χέρια του.


«Και τι υπήρχε τόσα πολλά χρόνια πριν;»


«Να σου πω την αλήθεια; Τίποτα. Σκέψου πώς είναι ένα δωμάτιο χωρίς παράθυρο και λυχνάρι τη νύχτα: κάπως έτσι ήταν και ο κόσμος»


«Αυτό θα ήταν πολύ τρομακτικό» ανατρίχιασε ο μικρός.


«Ακριβώς. Και το ίδιο με εσένα σκέφτηκε και ο Θεός μια μέρα. Έτσι, αποφάσισε να τον αλλάξει τον κόσμο»


«Και τι έκανε;» κράτησε την ανάσα του ο Χριστόφορος.


«Εν αρχή εποίησε ο Θεός τον ουρανόν και τη γην» είπε σαν ποίημα ο μοναχός. «Η γη όμως ήταν αόρατη και ασχημάτιστη· ήταν σκοτάδι πάνω από την άβυσσο και πάνω στα νερά της έπνεε το Πνεύμα Του. Το σκοτάδι, όμως, δεν άρεσε ποτέ στο Θεό. Για αυτό και είπε: ‘Να γίνει φως’ και έτσι έγινε φως» συνέχισε ήρεμα την αφήγησή του και τέντωσε το χέρι του κατά την Ανατολή.


Η αυγή είχε μόλις αρχίσει να γλυκοχαράζει.


Ο μικρός έβγαλε ένα επιφώνημα θαυμασμού και στράφηκε με ανυπομονησία στον γέροντα.


«Ο Θεός είδε ότι το φως ήταν καλό και το χώρισε από το σκοτάδι. Το φως το ονόμασε ‘ημέρα’ και το σκοτάδι ‘νύχτα’. Ήρθε το βράδυ, ήρθε το πρωί· αυτή ήταν η πρώτη ημέρα που δούλεψε ο Θεός. Αμέσως μετά είπε: ‘Στερέωμα να γίνει στα νερά ανάμεσα, για να χωρίζει νερά από νερά’ Έτσι κι έγινε. Δημιούργησε ο Θεός το στερέωμα και χώρισε τα νερά που ήταν κάτω απ' αυτό, από κείνα που ήταν πάνω απ' αυτό. Κι ονόμασε ο Θεός το στερέωμα ‘ουρανό’ » άνοιξε τα χέρια του διάπλατα και κοίταξε ψηλά τον μαβί ουρανό με συγκίνηση ο καλόγερος.


Ο Χριστόφορος τον μιμήθηκε με το στόμα ανοιγμένο σαν ψάρι. Μα γιατί δεν του είχαν πει αυτά τα συγκλονιστικά πράγματα νωρίτερα;


«Ήρθε η επόμενη μέρα και τότε είπε ο Θεός: ‘Να συναχθούν σε έναν τόπο τα νερά που είναι κάτω από τον ουρανό, και να φανεί η στεριά’. Έτσι κι έγινε. Τα νερά που ήταν κάτω από τον ουρανό συνάχθηκαν στον τόπο τους, και φάνηκε η στεριά. Κι ονόμασε ο Θεός ‘γη’ τη στεριά και το σύναγμα των υδάτων το είπε ‘θάλασσες’. Και είδε ο Θεός ότι ήταν καλό» συνέχισε, παίρνοντας μια χούφτα χώμα που την έβαλε στο χέρι του παιδιού και ρίχνοντας λίγο νερό στο άλλο του χέρι από το φλασκί του. «Μετά είπε ο Θεός: ‘Να πρασινίσει η γη. Να βλαστήσουν πάνω σ' αυτήν χορτάρια που να βγάζουν σπόρους, και καρποφόρα δέντρα που ανάλογα με το είδος τους να κάνουν καρπούς, οι οποίοι να περιέχουν τους σπόρους τους’. Έτσι κι έγινε» έκοψε ένα από τα φασόλια που ήταν φυτεμένα παραδίπλα τους και το ακούμπησε στα γόνατα του παιδιού. «Πρασίνισε η γη. Βλάστησε χορτάρια που έβγαζαν σπόρους ανάλογα με το είδος τους, και καρποφόρα δέντρα, που οι καρποί τους περιείχαν τους σπόρους τους, ανάλογα με το είδος τους. Και είδε ο Θεός ότι ήταν καλό»


«Αν και θα προτιμούσα να μην είχε κάνει τα φασόλια» ζάρωσε τη μύτη του ο Χριστόφορος, κάνοντας τον μοναχό να τον κοιτάξει δήθεν αυστηρά, έτοιμος να γελάσει στην πραγματικότητα.


«Ήρθε κι άλλη μέρα και είπε ο Θεός: ‘Να γίνουν φωτεινά σώματα στο στερέωμα του ουρανού, για να χωρίζουν την ημέρα από τη νύχτα, για να είναι σημάδια για τις εποχές, τις ημέρες και τα έτη, ώστε από το στερέωμα του ουρανού να φωτίζουν τη γη’. Έτσι κι έγινε. Δημιούργησε ο Θεός τα δύο μεγάλα φωτεινά σώματα το μεγαλύτερο για να κυριαρχεί την ημέρα, και το μικρότερο για να κυριαρχεί τη νύχτα· δημιούργησε και τ' αστέρια. Και τα έβαλε όλα στο στερέωμα του ουρανού για να φωτίζουν τη γη, για να κυριαρχούν την ημέρα και τη νύχτα και να χωρίζουν το φως απ' το σκοτάδι. Και είδε ο Θεός ότι ήταν καλό» είπε με δέος ο αδελφός Γρηγόριος, το ένα του τεντωμένο χέρι να δείχνει τον ήλιο που ανέτελλε σιγά- σιγά, το άλλο το φεγγάρι που έδυε και με τα μάτια στυλωμένα στα πιο γενναία αστέρια που ακόμα τρεμόπαιζαν στον ουρανό.


Ο μικρός δεν ήξερε πού να πρωτοκοιτάξει από τον ενθουσιασμό του.


«Την τέταρτη μέρα είπε ο Θεός: ‘Να γεμίσουν τα νερά με ζωντανές υπάρξεις πλήθος, και να πετάνε πτηνά πάνω από τη γη προς το στερέωμα του ουρανού’. Έτσι δημιούργησε ο Θεός τα μεγάλα κήτη και όλα τα είδη των ζωντανών οργανισμών, που κολυμπούν και γεμίζουν τα νερά. Επίσης δημιούργησε όλα τα είδη των πτηνών. Και είδε ο Θεός ότι ήταν καλό. Τα ευλόγησε λοιπόν όλα ο θεός και τους είπε: ‘Να πολλαπλασιάζεστε και να γεμίσετε τα νερά των θαλασσών και τα πτηνά ας πληθαίνουν πάνω στη γη’ ».


«Πώς πολλαπλασιάζονται;» ρώτησε το παιδί με ειλικρινή περιέργεια.


«Όλα τα ζώα δεν γεννάνε;»


«Σωστά».


«Την πέμπτη μέρα είπε ο Θεός: ‘Να βγάλει η γη κάθε είδος ζωντανού οργανισμού: Όλα τα είδη των ζώων, των ερπετών και των θηρίων’. Έτσι κι έγινε. Δημιούργησε ο Θεός όλα τα είδη των αγρίων ζώων, των ήμερων ζώων και των ερπετών της γης. Και είδε ο Θεός ότι ήταν καλό» είπε και έδειξε στον Χριστόφορο τις δεκαοχτούρες που πετούσαν από τα χωράφια προς το μοναστήρι τους, ύστερα τη γάτα τους που κυνηγούσε μια πράσινη σαυρίτσα. «Και ξέρεις τι είπε μετά ο Θεός, Χριστόφορε;»


«Τι;»


«Είπε ότι θα φτιάξει τον άνθρωπο κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσή του. Και αυτός ας εξουσιάζει στης θάλασσας τα ψάρια, στου ουρανού τα πτηνά, στα ζώα και γενικά σ' όλη τη γη και στα ερπετά που σέρνονται πάνω σ'αυτήν. Δημιούργησε, λοιπόν, ο Θεός τον άνθρωπο σύμφωνα με τη δική του την εικόνα, ‘κατ' εικόνα Θεού’. Και έκανε τον άντρα και τη γυναίκα. Ο Θεός είδε τα δημιουργήματα του και ήταν όλα πάρα πολύ καλά»


«Υπάρχουν ακόμα γυναίκες;»


«Φυσικά Χριστόφορε. Όλοι από αυτές γεννιόμαστε»


«Και πού είναι; Δεν βλέπω καμία»


«Υπάρχουν πολλές. Έξω από το μοναστήρι»


«Γιατί;»


«Θα σου εξηγήσω όταν μεγαλώσεις»


«Καλά... Θα τελειώσεις την ιστορία»


«Έτσι ολοκληρώθηκαν ο ουρανός και η γη και ότι υπάρχει σ' αυτά. Μέχρι την έκτη μέρα ο Θεός είχε τελειώσει το έργο του και την έβδομη μέρα σταμάτησε να δημιουργεί. Την έβδομη ημέρα την ευλόγησε και την καθαγίασε, γιατί αυτή την ημέρα ολοκλήρωσε τη δημιουργία του και αναπαύθηκε. Τώρα ξέρεις γιατί κάθε Κυριακή είναι ευλογημένη, Χριστόφορε»


«Δηλαδή ο Θεός δεν έφτιαξε τίποτε τρομακτικό; Αφού όλα του άρεσαν!» σταύρωσε τα χεράκια του στο στήθος σκεπτικά το παιδί.


«Ακριβώς έτσι. Και είναι στο χέρι μας να μην το ξεχάσουμε ποτέ αυτό. Μην αφήσεις ποτέ κανέναν να σου πει ότι ο κόσμος δεν είναι τόσο όμορφος όσο τον είδε ο Θεός την έβδομη μέρα, Χριστόφορε. Αν θυμάσαι αυτό, θα είσαι πάντα χαρούμενος και θα νιώθεις πάντα ευλογημένος» του χαμογέλασε τρυφερά και τον αγκάλιασε με το δεξί του χέρι.






--






Γλαρέντζα, Απρίλιος 1429






Μια γκρίζα ακολουθία, πένθιμη και βαριά έφτανε με αργά βήματα στην πριγκιπική κατοικία. Οι πόρτες άνοιξαν αμέσως μόλις οι ιππείς μπήκαν στην καταπράσινη αυλή, λες και οι από μέσα παρακολουθούσαν όλα τα βήματα των απ' έξω με προσοχή.


Ένας γκριζομάλλης άντρας έτρεξε να προϋπαντήσει τον πρώτο των ιππέων, αφού έκανε μια βαθιά υπόκλιση.


«Άρχοντά μου, καλώς όρισες» είπε με ειλικρίνεια, αλλά κάπως σφιγμένα.


Ο Κωνσταντίνος κατέβηκε με δυσκολία από το λευκό άλογό του: το ένα του χέρι ήταν δεμένο σφιχτά, κοντά στο στήθος του. Με λίγη προσοχή θα παρατηρούσε κανείς και άλλες γάζες στον ώμο του, που προφανώς τον τύλιγαν εσωτερικά στο στήθος. Ο άντρας έσπευσε να τον βοηθήσει, αλλά ο πρίγκιπας κούνησε το σώο χέρι του με δυσαρέσκεια.


«Καλώς σας βρήκαμε, Ισίδωρε» απάντησε συγκρατημένα, ο πόνος από τις πηγές του να τον σουβλίζει.


«Πάμε μέσα να ξαποστάσεις. Είσαι χλωμός»


Ο Κωνσταντίνος δε μίλησε αλλά προπορεύτηκε. Μαύρη ήταν η ψυχή του, πιότερο και από το ταλαιπωρημένο του κορμί.


«Τι πήγες να πάθεις πρίγκιπά μου;» μίλησε ξανά ο Ισίδωρος σαν βρέθηκαν σε ένα μικρό, απόμερο τρικλίνιο.


Είχε βάλει τον Κωνσταντίνο να κάτσει κοντά στη φωτιά και ο ίδιος περιφερόταν ανήσυχα.


«Θες την αλήθεια, Ισίδωρε;»


«Φυσικά. Είμαι το δεξί σου χέρι. Πρέπει να μου τα λες όλα»


«Πήγα να σκοτωθώ» μουρμούρισε ο Κωνσταντίνος, κοιτάζοντας το κενό μπρος του. «Δεν ξέρω ποιος άγιος με έσωσε, αλλά αν δεν έβαζε εκείνον το στρατιώτη να σταθεί δίπλα μου τώρα θα ήμουν νεκρός»


«Για όνομα του Θεού! Το άκουσα ότι τα πράγματα πήγαν άσχημα, αλλά... όχι ότι κόντεψες να σκοτωθείς. Τι συνέβη;»


«Άλλη μία αποτυχημένη πολιορκία της Πάτρας, αυτό συνέβη!» έσφιξε τη γροθιά του οργισμένα ο Κωνσταντίνος, κλείνοντας τα μάτια ντροπιασμένα. «Πέρυσι συμφωνήσαμε για το φόρο υποτέλειας και τους αφήσαμε. Φέτος, όμως, έπρεπε πραγματικά να το τελειώσουμε, Ισίδωρε. Αν ο Θεόδωρος δεν ήταν τόσο... στενοκέφαλος! Αυτός ο άνθρωπος δεν ακούει τίποτα και κανέναν, ποτέ δεν άκουγε. Πάντα μου δημιουργεί προβλήματα! Και αν αυτά τα προβλήματα έχουν να κάνουν μόνο με εμένα δεν με νοιάζει τόσο, αλλά όταν μιλάμε για το Δεσποτάτο, για ολόκληρο το Μοριά, με νοιάζει και με το παραπάνω. Αλλά, βλέπεις, δεν είναι ο Ιωάννης εδώ, να τον βάλει στη θέση του. Ξέρεις πώς αποφασίσαμε να κάνουμε έφοδο; Το σκέφτηκε μόνος του ο Θεόδωρος και το διέταξε χωρίς να με ρωτήσει καν! Φυσικά το στράτευμα ήταν ανάστατο και ανοργάνωτο και με την πρώτη αντεπίθεση είχαμε τρομερές απώλειες. Έσπευσα να συμμαζέψω τους δικούς μας, αλλά ήταν αργά: είχε επικρατήσει πανικός ήδη. Βγήκα μπροστά... Χωρίς κάλυψη. Ήμουν ανόητος, Ισίδωρε, αλλά με έσπρωχνε η ανάγκη να τους βάλω σε τάξη, να τους ηρεμήσω»


«Σου επιτέθηκαν;» έκλεισε τα μάτια του τρομαγμένα ο ακόλουθος του πρίγκιπα.


«Ναι. Ήταν τουλάχιστον 3 από τους αντιπάλους. Η πρώτη σπαθιά με βρήκε στο μπράτσο. Παραλίγο να μου κόψει τον τένοντα είπε ο γιατρός... Έπεσα από το φαρί και δεν μπορούσα να κάνω βήμα. Η δεύτερη σπαθιά με βρήκε στα πλευρά, στη δεξιά μεριά. Δε φαντάζεσαι πόσο τρομερό είναι να ξερνάς το αίμα σου... Άλλη μία να μου είχαν ρίξει κατάστηθα και θα είχα αποδημήσει εις Κύριον. Ένας στρατιώτης με είδε ευτυχώς και φώναξε τους Βαράγγους. Στο λέω, Ισίδωρε, ή μακαρίτης ή αιχμάλωτος θα ήμουν»


«Δόξα τω Θεώ, δεν είσαι τίποτα από τα δύο, υψηλότατε!» σταυροκοπήθηκε ο Ισίδωρος. «Με τον αδερφό σου τι έγινε;»


Ο Κωνσταντίνος κάγχασε με πικρία.


«Τι να γίνει; Ήρθε να μου πει πόσο λυπήθηκε με τον τραυματισμό μου, ότι το στράτευμα είναι σε κακή κατάσταση και ότι θα πρέπει να αποσυρθούμε και να ξαναέρθουμε άλλη, καλύτερη στιγμή. Στην πραγματικότητα σίγουρα αναθεμάτιζε που είμαι ακόμα ζωντανός!»


«Έλα, έλα... Μην υπερβάλλεις. Τα αδέρφια σου είναι αδέρφια σου...» έμπλεξε τα δάχτυλα αμήχανα ο Ισίδωρος.


«Και άλλη στιγμή! Ανοησίες! Δεν υπάρχει καλύτερη στιγμή από αυτήν που ορίζουμε εμείς οι ίδιοι! Μόνος μου θέλει ο Θεός να καταφέρω την Πάτρα, Ισίδωρε. Δεν μπορώ να περιμένω τίποτε πια από τα αδέρφια μου, τουλάχιστον από τα αδέρφια μου στο Μοριά. Μου πήρε καιρό να το καταλάβω, αλλά τώρα πια, που κινδύνεψε κι η ζωή μου ακόμα, το βλέπω καθαρά. Είμαι μόνος μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου!» σηκώθηκε εκνευρισμένα όρθιος ο Κωνσταντίνος και γύρισε προς το τζάκι απότομα.


Του ερχόταν να βάλει τα κλάματα. Αλλά, όχι, τέρμα αυτά. Έπρεπε να δυναμώσει, έστω και λίγο, όσο μπορούσε.


«Ευτυχώς που έχω τη Μανταλένα... Εκείνη πάντα θα με ακούει» μουρμούρισε και ένα χαμόγελο ελπίδας χαράχθηκε στα χείλη του. «Πάω να τη δω. Θα την έχω ανησυχήσει και δεν κάνει να ανησυχεί στην κατάστασή της» στράφηκε πάλι στον Ισίδωρο, που είχε χλωμιάσει.


«Δεν πρόλαβα να σου πω, άρχοντά μου...»


«Τι πράγμα;» συνοφρυώθηκε ο Κωνσταντίνος.


«Ξέρεις πως η κυρά είναι πιο αδύναμη τώρα, με την εγκυμοσύνη...»


«Ε και λοιπόν;»


«Εδώ και πέντε μέρες έχει υψηλό πυρετό, πρίγκιπά μου. Και δεν πάει καθόλου καλύτερα... Ο γιατρός δεν... δεν έχει ελπίδες»






Εμβρόντητος, ο Κωνσταντίνος κοίταξε γύρω του σαν χαμένος. Ύστερα, άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω βιαστικά, με μάτια θολά.



Ακούμπησε στον τοίχο πίσω του και άφησε τα δάκρυά του να κυλήσουν ελεύθερα. Το σώμα του γλίστρησε σιγά- σιγά στο πάτωμα και μόνο το παραπονεμένο του κλάμα μπορούσε να ακουστεί στο μεγάλο διάδρομο.


Vittoria Mantegna