Η καρδιά σε θυμάται (Κεφάλαιο 5) - "ΤΟ ΦΙΛΙ"

Φίλησε με και θα δεις πόσο σημαντική είμαι. -Sylvia Plath
Λίγες ώρες αργότερα, η Μελίνα άρχισε να ξυπνάει. Άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε απορρημένη γύρω της, συνειδητοποιώντας ότι ήταν στο δωμάτιο της. «Πώς βρέθηκα εδώ;» αναρωτήθηκε παρατηρώντας πως ήταν ντυμένη με μια απλή μπλούζα. Όχι μια οποιαδήποτε μπλούζα, αλλά μία μπλούζα δική του.
«Θεέ μου!» αναφώνησε και σηκώθηκε αμέσως όρθια, μην πιστεύοντας πως ο Ιάσονας την είχε φέρει στο δωμάτιο. «Τι συνέβη; Πώς με βρήκε; Με είδε γυμνή;» μονολογούσε καθώς φορούσε μια φόρμα. Τα ερωτήματα έπεφταν βροχή... Συμπεραίνοντας ότι, ο Ιάσονας όχι μόνο την έφερε στο δωμάτιο αλλά την είδε και χωρίς ρούχα, αμέσως ένιωσε ντροπή και τα μάγουλα της πήραν ένα κατακόκκινο χρώμα. Η θερμοκρασία του σώματος της έφτανε στα ύψη.
Ένιωθε λες και ήταν ένας άγνωστος που την έβλεπε πρώτη φορά γυμνή. Αλλά ο Ιάσονας ήταν ο άντρας της και την είχε δει πολλές φορές χωρίς ρούχα, τότε που το πάθος τους δεν λογάριαζε τίποτα και ήταν πάντα παρόν. Τότε που τα σώματα και οι ψυχές τους γίνονταν ένα και έμεναν αγκαλιασμένοι όλη την ημέρα χωρίς κανείς να τους εμποδίζει ή να μπορεί να τους χωρίσει.
Έστρωσε λίγο τα μαλλιά της και, αφού πήρε μια βαθιά ανάσα, με γρήγορα βήματα κατέβηκε στο σαλόνι. Τον είδε να κάθεται στον καναπέ μ’ ένα ποτήρι ουίσκι στα χέρια. Φαινόταν ταλαιπωρημένος, με τα μάτια του κόκκινα και το βλέμμα μετέωρο, χαμένος στις σκέψεις του...
«Εμ... Ιάσονα;» Η φωνή της ίσα που έβγαινε... Δειλά, πλησίασε και κάθισε απέναντι του, στον άλλον καναπέ. Φοβόταν να πάει πιο κοντά... Αυτό ήταν; Τον φοβόταν;
«Γιατί;» την ρώτησε ύστερα από την νεκρική σιωπή που πλημμύρισε όλο το σπίτι.
«Τι;» Έσμιξε τα φρύδια της κοιτάζοντας τον με απορία.
Τα μάτια του έπεσαν πάνω στα εκτεθειμένα χέρια της και τα σημάδια που τα κοσμούσαν. Αυτό ήταν... Τώρα τα είχε δει, είχε μάθει ένα από τα μυστικά της. Μυστικά που της έκλεβαν την χαρά και της έκαναν κακό.
Εκείνη δεν μίλησε... Τι να πει, άλλωστε; Έσκυψε το κεφάλι της ντροπιασμένη, παλεύοντας να συγκρατήσει τα δάκρυα που απειλούσαν να ελευθερωθούν. Έπαιζε νευρικά με τα δάχτυλα της, καθώς δάγκωνε το κάτω χείλος της για να μην κλάψει. Ένιωθε ντροπή και ήθελε να εξαφανιστεί
Για ακόμα μια φορά θα της θύμωνε. Έτσι πίστευε. Έκανε λάθος όμως! Ο Ιάσονας δεν θύμωνε μαζί της, αλλά με τον εαυτό του... Αυτός έφταιγε που την οδήγησε σε αυτό το σημείο.
Σηκώθηκε όρθιος και, με ένα βήμα, κάθισε πάνω στο τραπεζάκι, αντικριστά με την Μελίνα. Ξεφύσησε και, με τον αντίχειρα του, σήκωσε το πηγούνι της. Τα καφέ μάτια της συνάντησαν τα δικά του... Τα μάτια της έκρυβαν πόνο κι αυτός δεν το είχε νιώσει από νωρίς. Με τον καιρό να περνάει η Μελίνα πονούσε. Κι εκείνος τι έκανε; Περνούσε χρόνο με την Κατερίνα... «Ηλίθιε... Ηλίθιε!» έβρισε ξανά τον εαυτό του. Με το άλλο του χέρι ακούμπησε τα σημάδια στον καρπό της, το έφερε κοντά στα χείλη του και άρχισε να αφήνει μικρά φιλιά θέλοντας να απαλύνει τον πόνο της.
«Συγνώμη...» ψιθύρισε εκείνη. Ήθελε να πει κι άλλα, μα οι λέξεις δεν έβγαιναν.
«Όχι, μωρό μου!» άρπαξε το πρόσωπο της και ένωσε τα μέτωπα τους. «Εγώ φταίω, εγώ!» έλεγε και ξανά έλεγε, έχοντας κλειστά τα μάτια του. «Μην το ξανά κάνεις, μάτια μου...» της είπε και, τα δάκρυα που τόση ώρα μάταια συγκρατούσε η Μελίνα, ξεχύθηκαν σαν βροχή στο πρόσωπο της.
«Ιάσονα, εγώ...» Δεν πρόλαβε να μιλήσει. Με το χέρι του πίεσε τα χείλη της κι έμειναν απλά να κοιτάει ο ένας τον άλλον βαθιά στα μάτια. Eκεί όπου παίζονταν οι μεγαλύτερες αλήθειες.
Ο Ιάσονας ήταν έτοιμος να πλησιάσει. Ήθελε να γευτεί τα χείλη της, να την νιώσει ξανά, αλλά ο ήχος από το κινητό της τους έκανε να απομακρυνθούν αμέσως. Εκείνη με γρήγορες κινήσεις έτρεξε προς την μεγάλη τραπεζαρία κι έπιασε το κινητό στα χέρια της.
«Μελίνα; Κορίτσι μου; Αδερφή μου, πού είσαι;» Η γλυκιά φωνή της αδερφής της ακούστηκε από την άλλη άκρη της γραμμής. Η Λένα, δύο χρόνια μεγαλύτερη, πάντα δίπλα της αιώνιος φύλακας της και τώρα και τότε... Εκείνη την νύχτα που την σημάδεψε.
«Λένα μου...» Κράτησε τα δάκρυα της, δεν ήθελε να την ακούσει χάλια. Της είχε υποσχεθεί, άλλωστε, πως δεν θα ξανά έκλαιγε ποτέ. Αλλά δεν κράτησε την υπόσχεση της. Ούτε αυτή, ούτε καμία από τις υποσχέσεις που της είχε δώσει. «Είσαι καλά;» την ρώτησε η Μελίνα εισπνέοντας το άρωμα του, ο Ιάσονας στεκόταν ακριβώς πίσω της και το σώμα της έτρεμε.
«Μελίνα, οι αρραβώνες θα γίνουν σε τέσσερις μέρες. Πότε θα έρθεις; Θέλω να είσαι εδώ!» Οι αρραβώνες της αδερφής της... Είχε ξεχάσει τελείως τους αρραβώνες! Περνούσε τις μέρες της μέσα στο σπίτι κλεισμένη. Τόσο που το μυαλό της ξέχασε εντελώς πως η αδερφή της επρόκειτο να αρραβωνιαστεί σε λίγες μέρες...
«Ε, Λένα...» Έχασε τα λόγια της. Τι θα της έλεγε τώρα; Δεν ήταν δυνατόν να πάει... Ο Ιάσονας, άλλωστε, δεν θα μπορούσε να έρθει μαζί της λόγω της εταιρίας.
«Λένα, μην ανησυχείς! Το πρωί θα είμαστε εκεί!» ακούστηκε η βροντερή του φωνή καθώς πήρε το τηλέφωνο από τα χέρια της. «Εγώ φταίω. Άργησα να επιστρέψω, αλλά αύριο νωρίς θα είμαστε εκεί!»
Γύρισε το βλέμμα της για να τον κοιτάξει... Μόλις την είχε σώσει! Ήταν σίγουρο πως δεν θα ξέφευγε εύκολα από την αδερφή της. Έκλεισε το τηλέφωνο και ένα αχνό χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη της. «Σ’ ευχαριστώ...» ψιθύρισε σκύβοντας το κεφάλι της.
«Μελίνα...» Το χέρι του τυλίχτηκε γύρω της, φέρνοντας την πιο κοντά του. «Πήγαινε να ετοιμάσεις τα πράγματα, μάτια μου.» είπε αφήνοντας ένα απαλό φιλί στο μέτωπο της.
«Εντάξει...» συμφώνησε εκείνη και έκανε να φύγει, αλλά ο Ιάσονας δεν την άφησε.
Από ώρα ήθελε να το κάνει. Μετά από τόσον καιρό του είχαν λείψει αυτά τα χείλη. Υπήρχαν φορές που, σαν κλέφτης, την νύχτα έκλεβε ένα φιλί της ενώ εκείνη κοιμόταν ήρεμη. Ήρεμη την θεωρούσε εκείνος... Η Μελίνα έχασε την ηρεμία της από τότε που ξεκίνησε το μαρτύριο της. Ο Ιάσονας έμενε αργά την νύχτα να την παρατηρεί και αναλογιζόταν τις στιγμές τους. Αναρωτιόταν πώς είχαν φτάσει σε αυτό το σημείο. Τι είχε συμβεί και δύο ερωτευμένοι μετατράπηκαν σε δύο ψυχρούς ξένους. Μια ψυχή που χωρίστηκε στα δύο...
Νοσταλγούσε τις πρώτες ημέρες. Τότε που όλα κυλούσαν υπέροχα, με τους δύο τους, να μην ξεκολλάει ο ένας από τον άλλον. Εκείνες τις στιγμές ήθελε, αλλά η ξεροκεφαλιά του και η τυφλή του εμπιστοσύνη σε έναν ύπουλο άνθρωπο τον οδήγησαν εδώ.
Ο Ιάσονας δεν περίμενε ούτε στιγμή. Την έφερε κοντά του. Πέρασε το ένα του χέρι στο λαιμό της, χαϊδεύοντας πρώτα τα μαλλιά της, και το άλλο τυλίχτηκε κτητικά γύρω από την λεπτή μέση της. Ένωσε τα χείλη τους σε ένα φιλί, που και οι δύο τους περίμεναν καιρό. Ένα φιλί δίαυλο.

Χιλιάδες συναισθήματα, ανάμεικτα, κατέκλυσαν και τους δυο. Αυτό το φιλί, μια ένωση πονεμένων ψυχών, που μπροστά στην αλήθεια θα δώσει μάχη σκληρή...

Αναστασία Αλεξίου