Η καρδιά σε θυμάται(Κεφάλαιο 6) – "ΠΕΤΡΟΣ"

Όποιος κοιτάζει προς τα έξω ονειρεύεται. Όποιος κοιτάζει μέσα του ξυπνάει - Karl Jung
Ο Ιάσονας και η Μελίνα απολάμβαναν το φιλί τους. Και οι δύο είχαν χαθεί σε αυτό το φιλί... Δάγκωσε το κάτω χείλος της και την ανάγκασε να ανοίξει περισσότερο το στόμα της, ενώ η γλώσσα του αγκάλιασε με προσμονή την δική της. Την φιλούσε λες και ήθελε να πάρει οξυγόνο. Το δικό του οξυγόνο... Το χέρι του, σφιχτά τυλιγμένο γύρω από τη λεπτεπίλεπτη μέση της, την πίεζε απαλά για να την φέρει κοντά του. Τα σώματα τους παρέμεναν ενωμένα, σαν ένα.
Διέκοψαν την επαφή τους γιατί είχαν ανάγκη να πάρουν μια ανάσα. Την χρειάζονταν και οι δύο τους. Έκλεισε τα μάτια του, με τα χέρια του στο πρόσωπο της ένωσε τα μέτωπα τους και φίλησε πεταχτά το πάνω χείλος της μ’ ένα χαμόγελο να σχηματίζεται στα χείλη του. Ονειρευόταν την στιγμή που θα είχε ξανά την ευκαιρία να το κάνει. Να μπορέσει να τη φιλήσει χωρίς να νοιάζεται για τίποτα...
Κανείς δεν μιλούσε. Σιωπή... Η απόλυτη σιωπή επικρατούσε, μέχρι που ο ήχος από το κουδούνι ακούστηκε σε όλο το σπίτι. Η Μελίνα απομακρύνθηκε από κοντά του και με μάτια δακρυσμένα από πριν τον κοίταξε.
«Ο...Ο Πέτρος θα είναι. Πάω... Πάω λίγο επάνω. Άνοιξε εσύ, αν μπορείς.» του είπε, ενώ πείραζε ταυτόχρονα αμήχανα τα χέρια της.
«Μελίνα, εγώ...» άγγιξε το χέρι της και την κράτησε. Την έφερε κοντά του και σκούπισε μερικά δάκρυα που έπεφταν άθελα του στο όμορφο πρόσωπο της. Θέλησε να την σταματήσει, να την αποτρέψει από το να φύγει, αλλά η σιγανή της φωνή τον διέκοψε.
«Πήγαινε να ανοίξεις και θα έρθω κι εγώ!» Του χαμογέλασε γλυκά, δεν τον άφησε να συνεχίσει, κι ανέβηκε γρήγορα τις σκάλες.
Δεν περίμενε να γίνει κάτι τέτοιο. Αυτό το φιλί της έδωσε πνοή. Την πνοή που χρειαζόταν για να ξανά νιώσει ζωντανή!
«Είσαι βλάκας!» μουρμούρισε εκείνος και πήγε στην πόρτα...


Ο Πέτρος μπήκε μέσα χαμογελαστός, κρατώντας μια τσάντα με λαχταριστά ταρτάκια, το αγαπημένο γλυκό της παιδικής του φίλης. Ο Πέτρος γνώριζε από μωρό παιδί την Μελίνα. Ήταν, σαν μεγάλος αδελφός, πάντα κοντά της. Ενώ για τον Ιάσονα, ήταν ο καλύτερος φίλος από το Πανεπιστήμιο. Αυτός που τους έφερε κοντά και τους γνώρισε. Χάρη στον Πέτρο συναντήθηκαν πρώτη φορά. Ίσως χάρη σε αυτόν να έρθουν ξανά κοντά... Ο πραγματικός φίλος θέλει την ευτυχία των ανθρώπων που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της ζωής τους. Έτσι και ο Πέτρος, είναι φίλος πραγματικός και θα το αποδείξει. Θα παλέψει για την αγάπη αυτών των δύο...
«Τι έγινε, αδελφέ;» τον ρώτησε προβληματισμένος. «Ιάσονα, εδώ θα την βγάλουμε;» τον πείραξε γελώντας και μπήκε μέσα στο σπίτι.
Άφησε το μπουφάν του και βολεύτηκε στον καναπέ ενώ ο Ιάσονας στεκόταν σαν μαγεμένος, μιας και ακόμα δεν είχε συνέλθει από το φιλί που είχε προηγηθεί σε αυτό εδώ το σαλόνι. Ένιωθε ακόμα τα χείλη του να χαϊδεύουν απαλά τα δικά τη, το σώμα της να αγγίζει το δικό του...
«Ρε φίλε, τι έγινε τώρα; Ήρθα εδώ για να είσαι στον κόσμο σου; Πες μου αν είναι να φύγω...» παραπονέθηκε μια ακόμα φορά ο Πέτρος, αλλά ο Ιάσονας συνέχιζε να μην του δίνει σημασία.
Δεν το έκανε επίτηδες. Φαίνεται πως, αυτό το φιλί τον είχε επηρεάσει στο έπακρο. Ίσως να ήταν το ξεκίνημα για μια νέα αρχή με την Μελίνα. Τόση ώρα διάφορες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό του. Τα χείλη της πάνω στα δικά του ακόμα τα αισθανόταν έντονα. Η σκηνή του φιλιού έπαιζε και ξανά έπαιζε σαν μικρή ταινία όλη την ώρα στο μυαλό του.
Ο Πέτρος, καταλαβαίνοντας πως κάτι είχε γίνει, ξεφύσηξε αποφασισμένος να μην μιλήσει ξανά. Γνώριζε πώς είχαν τα πράγματα. Ήταν από τους λίγους ανθρώπους που γνώριζαν την ψυχρή ατμόσφαιρα που επικρατούσε ανάμεσα τους και ήταν από εκείνους, τους ακόμα πιο λίγους, που δεν θα σταματούσε να προσπαθεί μέχρι να γίνουν όπως πρώτα. Κάθε φορά που έβλεπε την Μελίνα να κλαίει και να είναι χάλια, η καρδιά του πόναγε και του ήταν αδύνατον να το αφήσει να περάσει έτσι. Από την πρώτη στιγμή που τα πράγματα ήρθαν σε τέτοια κατάσταση δεν σταμάτησε να προσπαθεί και θα συνέχιζε μέχρι το τέλος. Τους αγαπούσε και τους δύο για να τους αφήσει χωριστά.
«Πέτρο μου...» η γλυκιά φωνή της έσπασε την ησυχία που τόση ώρα επικρατούσε. Είχε μόλις αλλάξει, φορώντας ένα πιο καλό παντελόνι και μια άνετη δική της μπλούζα. Πλησίασε με αργά βήματα και έφτασε κοντά του. Εκείνος σηκώθηκε χαρούμενα και την έκλεισε στην ζέστη του αγκαλιά. «Μου έλειψες...» του ψιθύρισε και χώθηκε καλύτερα στην αγκαλιά του.
«Έλα, μικρή... Δεν είχα πάει και στον πόλεμο. Μέχρι τη Θεσσαλονίκη πετάχτηκα!» αποκρίθηκε γελώντας.
Κάθισαν πίσω στον καναπέ. Ο Πέτρος τύλιξε τα χέρια του γύρω της και την έφερε κοντά του, καθώς εκείνη κούρνιαζε στην αγκαλιά του. Ο Ιάσονας όλη αυτήν την ώρα τους παρατηρούσε. Μέσα του ζήλευε... Όχι από κακία, αλλά γιατί εκείνος τόσα χρόνια είχε στερηθεί την αγκαλιά της. Έβλεπε τον Πέτρο να την αγκαλιάζει και εκείνη να του χαμογελάει και ένα κύμα ζήλιας τον διαπερνούσε. Οι στιγμές που περνούσαν μαζί τα πρώτα χρόνια της σχέσης τους έκαναν την εμφάνιση τους και τον χτύπησαν σαν κεραυνός. Η πρώτη φορά που της κράτησε το χέρι, η πρώτη φορά που την αγκάλιασε γιατί φοβόταν την βροχή και άλλες τόσες που ήταν ευτυχισμένοι μαζί...


«Τι θέλεις να δούμε;» την ρώτησε καθώς καθόντουσαν μαζί στον καναπέ του σπιτιού του. Ήταν μαζί μόλις δύο εβδομάδες και για τον Ιάσονα όλο αυτό ήταν κάτι πρωτόγνωρο. Δεν φημιζόταν για τον άντρα που έκανε σχέσεις... Μέχρι τα είκοσι επτά του, δεν είχε βρεθεί η κατάλληλη γυναίκα, αυτή που θα τον έκανε να την ερωτευτεί και να θελήσει να προχωρήσει. Μέχρι τότε απλά περνούσε τον χρόνο του με διάφορες γυναίκες που του άρεσαν κατά καιρούς, χωρίς αισθήματα, χωρίς καμία αίσθηση δέσμευσης, τίποτα.
Όμως, έμελλε μια συνάντηση με τον φίλο του να αλλάξει εντελώς τα μέχρι τότε δεδομένα. Εκείνη την φορά γνώρισε την Μελίνα... Ντροπαλή κι αθώα όπως ήταν, τον έκανε να αισθανθεί διαφορετικά όταν σήκωσε τον βλέμμα της και του χαμογέλασε. Ο κόσμος του φωτίστηκε και η καρδιά του άρχισε να χτυπά ακανόνιστα. Νόμισε πως αρρώστησε, πρώτη φορά ένιωθε έτσι... Αισθανόταν παράξενα κι η αλήθεια είναι πως δεν καταλάβαινε γιατί. Όταν γύρισε στο σπίτι μετά την έξοδο τους, το πρόσωπο της, τα μάτια της λες και είχαν αποτυπωθεί στο μυαλό του και δεν έλεγαν να βγουν. Μέρες την σκεφτόταν... Μέχρι που αποφάσισε να κάνει το βήμα και να της ζητήσει ραντεβού. Δεν χρειάστηκε πολύς χρόνος για να είναι μαζί σαν ζευγάρι. Βλέποντας τους κανείς θα έλεγε πως βιάστηκαν. Ότι δεν γνωρίζονταν αρκετά και θα έπρεπε να αφήσουν λίγο χρόνο να περάσει. Αλλά στην αγάπη και τον έρωτα δεν μπορείς να πας κόντρα!
«Ότι θέλεις! Δεν έχω πρόβλημα...» απάντησε χαμογελαστή και συνάμα φοβισμένη. Έξω έβρεχε και δεν της άρεσε καθόλου η βροχή. Της θύμιζε το ατύχημα που είχε με την αδερφή της στα δεκαεννιά... Πραγματικά μισούσε την βροχή. Μια βροντή ακούστηκε απέξω και μια δυνατή τσιρίδα βγήκε από το στόμα της.
«Ηρέμησε, μωρό μου! Εγώ είμαι εδώ...» κρυφογέλασε και χωρίς δισταγμό τύλιξε τα χέρια του γύρω της. «Πάντα θα είμαι, μωρό μου. Κάθε φορά που φοβάσαι, εγώ θα είμαι εδώ να σε αγκαλιάζω... Πάντα!» είπε ξανά και την αγκάλιασε ενώ τα χείλη του χάιδεψαν σαν απαλό πέπλο τα δικά της. Τα μάτια του δήλωναν σιγουριά και η Μελίνα αφέθηκε στο χάδι του.


Εκείνος όμως είχε επιλέξει να την διώξει και να απομακρυνθεί, τώρα το μετάνιωνε... Είχε έρθει πλέον η ώρα να αλλάξει αυτήν την κατάσταση, την τόσο βασανιστική και για του δύο τους! Δεν θα την άφηνε ξανά μόνη της. Ποτέ! Ήταν αποφασισμένος να κάνει τα πάντα, ώστε να μην μπορέσει κανένα εμπόδιο να μπει ανάμεσα τους πια...
Το χαμόγελο της τεράστιο, αληθινό κάθε φορά που ο Πέτρος της έλεγε ένα αστείο. Γέλαγε πραγματικά με την ψυχή της. Την έβλεπε να χαμογελάει και μέσα του χαιρόταν! Είχε καιρό να την δει έτσι... Του είχε λείψει η γυναίκα του. Του είχε λείψει η Μελίνα του!
Μετά από αυτό το φιλί θα άλλαζαν πολλά. Θα ήταν έτοιμοι, άραγε, και οι δύο; Πλέον, υπήρχε μόνο η Μελίνα του! Από εδώ και στο εξής το μόνο που μετράει είναι να την βλέπει χαρούμενη. Θα κάνει τα πάντα για να το πετύχει... Ότι κι αν χρειαστεί! Είχε φτάσει επιτέλους η ώρα να μπει μία τελεία στο παρελθόν και να γυρίσουν σελίδα ατενίζοντας με ελπίδα το μέλλον...


Αναστασία Αλεξίου