Το κλειδί του παραδείσου (Κεφάλαιο 14) - "Ή θα σε τρελάνω ή θα με τρελάνεις"

Για τις επόμενες δύο μέρες είχε κρατήσει τον λόγο της. Δεν πήγαινε να τον δει αλλά στο σχόλασμα περνούσε από το νοσοκομείο για να μαθαίνει την πρόοδό του. Δεν υπήρχε καμία πρόοδος. Η άρνηση του να φάει ή να πιει κάτι έφερε τους φροντιστές του σε αδιέξοδο. Τον κρατούσαν δεμένο όλη μέρα, για να μπορούν να ελέγχουν τα ξεσπάσματά του όταν τον πλησίαζαν ώστε να τον φροντίσουν και του βάλανε ξανά σωληνάκι στην μύτη για να μπορούν να τον ταΐζουν παρόλο τις αντιρρήσεις τους. Η Έλσα και ο δόκτωρ Φρανς από τη μεριά τους έκαναν ό,τι μπορούσαν αλλά δεν μπορούσαν να είναι όλη μέρα κοντά του, οπότε την υπόλοιπη μέρα δεν ασχολιόταν ιδιαίτερα κανένας μαζί του. Οι εξετάσεις αίματος ήταν ίδιες, όσο το σώμα του τροφοδοτούταν από τον ορό δεν υπήρχε πιθανότητα να ανακάμψει.
Η κυρία Ελεονόρα ήταν έξαλλη με αυτήν την εξέλιξη αλλά η Εύα την παρακάλεσε να του δώσουν λίγο χρόνο για να πάρει τις αποφάσεις του. Και οι δύο τους ήξεραν τι αγύριστο κεφάλι ήταν και πώς μπορούσε να πραγματοποιήσει την απειλή του. Αν η Εύα κλεινόταν τώρα στη φυλακή, τότε όλα θα πήγαιναν στράφι και η οικογένεια της κυρίας Ελεονόρας θα καταστρεφόταν. Οπότε, δεν είχε άλλη επιλογή από το να ακούσει και να εμπιστευτεί την Εύα, που έμοιαζε να είναι πια η μόνη που ήταν με το μέρος της.

Από την ημέρα που είχε γυρίσει ο διευθυντής του τμήματός της, όλα είχαν γυρίσει στο φυσιολογικό και η Μάρθα απολάμβανε και πάλι όλες τις ανέσεις που της πρόσφερε ο προϊστάμενός της. Η Εύα από την άλλη, παρ’ όλη την εξάντληση δεν είχε άλλη επιλογή από το να κάνει τη δουλειά της όπως και πριν. Όταν άκουσε το νέο της κινητό, αυτό που είχε πάρει για να μπορεί να επικοινωνεί με το νοσοκομείο για έκτακτες περιπτώσεις να χτυπά η καρδιά της αυτόματα άρχισε να χτυπάει ξέφρενα.
“Μην μου πεθάνεις τώρα… Μην μου πεθάνεις τώρα…” παρακαλούσε μέσα της ενώ απαντούσε στην κλήση.
«Έλσα;» είπε κατευθείαν και η Έλσα απάντησε διστακτικά.
«Ο παππούς σε ζητάει» της είπε αμέσως και παρόλο που ήθελε να πάρει μια ανακουφιστική ανάσα, η καρδιά της έγινε κομμάτια.
«Έρχομαι αμέσως» την πληροφόρησε και κλείνοντας το κινητό τερμάτισε τον υπολογιστή από το κεντρικό κουμπί χωρίς να την ενδιαφέρει για τα αρχεία που δεν είχε προλάβει να σώσει.
«Πας κάπου;» ρώτησε με απάθεια η Μάρθα ενώ την έβλεπε να σηκώνεται όρθια.
«Αν χρειαστείτε κάτι, μην κάνετε τον κόπο να με καλέσετε» της απάντησε με την ίδια απάθεια και η Εύα και κλείνοντας τελείως το κινητό της, το πέταξε μέσα στην τσάντα της, άρπαξε τα πράγματά της και έφυγε χωρίς να δώσει εξηγήσεις.
Όταν έφτασε στο νοσοκομείο, χωρίς να κάνει τον κόπο να αλλάξει, μπήκε σαν σίφουνας μέσα στο δωμάτιο όπου ήταν ο παππούς και αφού έριξε μια κλεφτή ματιά προς το αφεντικό της, που έμοιαζε να κοιμάται, πήγε κατευθείαν στον παππού.
«Παππού;» είπε με τρεμάμενη φωνή ενώ πάλευε να μην δακρύσει.
«Κόρη μου;» ρώτησε εκείνος καθώς άνοιξε τα θολωμένα του μάτια με μια ξεψυχισμένη φωνή που έμοιαζε να βγαίνει από τα βάθη της ψυχής του.
«Είμαι εδώ παππού… είμαι εδώ» του είπε κρατώντας το χέρι του μέσα στα δύο δικά της, ενώ δεν κατάφερε να κρατήσει άλλο την απελπισία της μέσα της.
«Ήξερα ότι θα έρθεις» είπε ενώ της χάιδευε με τα ακροδάχτυλα του το χέρι της που τον κρατούσε.
«Δεν έπρεπε να σε αφήσω…» έλεγε ενώ του φίλαγε το χέρι κλαίγοντας απαρηγόρητη.
«Δεν με άφησες ποτέ. Ήσουν πάντα εδώ…» της έλεγε εκείνος χτυπώντας την καρδιά του αδύναμα με το ελεύθερο του χέρι. «Και εδώ…» συνέχισε ενώ χτυπούσε το κεφάλι του με τον δείκτη του.
«Όχι, έπρεπε να είμαι εδώ… η κόρη σου…» δεν την άφησε να συνεχίσει.
«Θα έρθει, το ξέρω ότι θα έρθει αλλά θα είναι αργά» της είπε εκείνος με την φωνή του να χάνεται όλο και πιο πολύ.
«Μην το λες αυτό, παππού…» τον ικέτεψε σπαρακτικά ενώ του χάιδευε το κεφάλι.
«Δεν έχω άλλο χρόνο κόρη μου, γι’ αυτό ήθελα να σε δω, ήθελα να σιγουρευτώ ότι είσαι καλά» της είπε και πριν καταφέρει να βρει την φωνή της ξανά για να μιλήσει, μάσησε τα χείλια της.
«Είμαι καλά…» τον διαβεβαίωσε.
«Και οι δύο;» τη ρώτησε αιφνιδιάζοντας την τελείως.
«Πώς…;» ρώτησε ξαφνιασμένη.
«Σε έβλεπα τα βράδια να το χαϊδεύεις και να του μιλάς» εξήγησε εκείνος και ξεφύσησε κατάκοπη.
«Δεν υπάρχει πια, παππού» του είπε πνιγμένα.
«Το παλικάρι…;» ρώτησε αλλά πριν ολοκληρώσει την φράση του, άρχισε να κουνάει το κεφάλι της αρνητικά ενώ ρουφούσε τη μύτη της για να καταφέρει να πάρει μια ανάσα.
«Το έχασα πριν τις γιορτές αλλά καμία φορά… ακόμα…» αναστέναξε. «Ακόμα αρνούμαι να το πιστέψω» παραδέχτηκε την αλήθεια.
«Πονάει πολύ» είπε αυτό που έβλεπε στα μάτια της χτυπώντας της παρηγορητικά το χέρι και εκείνη ένευσε θετικά χωρίς να μπορεί να τον αντικρίσει στα μάτια.
«Αρκετά να μου θυμίζει το πόσο ηλίθια και αφελής είμαι…» ακούγοντας τα ίδια της τα λόγια σήκωσε τη ματιά της ψηλά και άρχισε να κουνάει το κεφάλι της αρνητικά. «Μάλλον έχετε δίκιο. Εκείνος ξέρει καλύτερα» έκφρασε το παράπονο της και ο παππούς δάκρυσε ενώ ανάσαινε με δυσκολία.
«Ούτε ο θεός δεν το θέλει αυτό, παιδί μου» της είπε με παράπονο.
«Δεν έχει σημασία, δεν ήταν γραφτό» του είπε εκείνη ενώ του φιλούσε ξανά το χέρι που κρατούσε.
«Η συγχωρεμένη η γυναίκα μου είχε χάσει τέσσερα πριν κάνει την Αντζέλικ μας και παρόλο που την κρατούσε στην αγκαλιά της, εξακολουθούσε να πενθεί γι’ αυτά που είχε χάσει. Μην κάνεις το ίδιο λάθος και εσύ, παιδί μου. Άσε του πεθαμένους με τους πεθαμένους και ζήσε τη ζωή σου με τους ζωντανούς» τη συμβούλευσε, και η Εύα μασώντας τα χείλια της έμεινε για λίγο να τον κοιτά χωρίς να μπορεί να εκφράσει όλα όσα ήθελε να του πει.
«Η ζωή είναι μπροστά παιδί μου, όχι πίσω» συνέχισε με περισσότερο πείσμα ενώ τα μάτια του έκλειναν χωρίς να μπορεί να τα ελέγξει.
«Όχι, παππού, όχι και εσύ… όχι ακόμα» τον ικέτευε ενώ του χάιδευε το μέτωπο του.
«Να της πεις ότι την περίμενα…» την παρακάλεσε και αφήνοντας το χέρι του σκούπισε γρήγορα τα δάκρυα της με το μανική της και έπιασε το κινητό της.
«Θα της το πεις εσύ… μείνε μαζί μου και θα της το πεις εσύ» του είπε με πείσμα αλλά μέχρι να βρει την συσκευή η πράσινη γραμμή που ανεβοκατέβαινε έγινε μια ευθεία.
«Παππού… παππού» φώναξε ενώ τον ταρακούνησε και μόλις συνειδητοποίησε ότι είχε πια φύγει πέταξε τον χαρτοφύλακα στο πάτωμα και άρχισε να τρέχει.
Βρίσκοντας τον δόκτωρα Φρανς, του εξήγησε τι έγινε και εκείνος της έκανε την χάρη να κάνει μια προσπάθεια να τον επαναφέρει αν και της εξήγησε από την αρχή ότι ήταν μια μάταιη προσπάθεια.
«Πρέπει να τον επαναφέρεις, δεν μπορεί να φύγει τώρα… Σε δύο μέρες έρχεται η κόρη του» ούρλιαζε ενώ τον ταρακουνούσε κρατώντας τον από την ιατρική του μπλούζα μόλις εκείνος τα παράτησε και ετοιμάστηκε να πιάσει το ντοσιέ του για να σημειώσει την ώρα θανάτου.
«Εύα, αρκετά…» της φώναξε και εκείνος μέσα στα μούτρα, πιάνοντας την από τους ώμους για να τη σταματήσει. «Πρέπει να ξέρεις πότε να τα παρατάς. Δεν έχει επιστροφή, ήταν τελειωμένη υπόθεση από πριν έρθεις. Αν έζησε τόσο, το οφείλει σε σένα. Για σένα έκανε κουράγιο και το ξέρεις» της είπε και την έκανε κομμάτια.
«Δεν έπρεπε να τον αφήσω» μουρμούρισε τελείως διαλυμένη κοιτώντας τα κλειστά μάτια του παππού.
«Δεν είχε άλλη ζωή» επέμενε ο γιατρός αλλά η Εύα δεν άκουγε κουβέντα.
«Δύο μέρες…» σπάραξε. «Ήθελε μόνο δύο μέρες για να τη δει, να την αποχαιρετήσει» έλεγε απελπισμένη.
«Της μίλησε σήμερα το πρωί, την αποχαιρέτησε, της είπε ότι την αγαπάει και όλα αυτά χάρη σε εσένα. Τι παραπάνω μπορούσες να κάνεις;» τη ρώτησε ο γιατρός.
«Δεν ξέρω» παραδέχτηκε ηττημένα σκουπίζοντας τα μάτια της με το μανίκι της, ενώ έκανε ένα βήμα για να απομακρυνθεί από κοντά του. «Κάτι έπρεπε να κάνω» συνέχισε ενώ ένιωθε να χάνει το μυαλό της αποφεύγοντας το βλέμμα του.
«Δεν είναι όλα στο χέρι μας, όταν ο ασθενής αποφασίζει μόνος του την μοίρα του ακόμα και οι γιατροί δεν μπορούν να κάνουν τίποτα παραπάνω» της είπε με νόημα και μόλις άκουσε τα λόγια του σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε στα μάτια.
«Όχι…» είπε κοιτώντας το αφεντικό της ενώ κουνούσε το κεφάλι της με πείσμα αρνητικά. «Όχι όσο περνάει ακόμα από τα χέρια μου» του δήλωσε και έσκυψε να πιάσει τον χαρτοφύλακα της με μια απότομη κίνηση.
«Τι έχεις σκοπό να κάνεις;» τη ρώτησε ψυλλιασμένος.
«Αυτό που κατάλαβες. Μόλις γυρίσω να είναι όλα έτοιμα» τον διέταξε χωρίς να του αφήνει περιθώριο για διαπραγμάτευση και έφυγε αφήνοντας τον δόκτωρα Φρανς πίσω της να τρέμει ολόκληρος χωρίς να ξέρει τι να κάνει.

Όταν η Εύα γύρισε, το αφεντικό της με τα μάτια κλειστά εξακολουθούσε να κάνει τον κοιμισμένο αλλά ήξερε ότι δεν κοιμόταν, όπως ήξερε και ότι είχε αισθανθεί ήδη την παρουσία της. Οι χτύποι της καρδιάς του τον πρόδιδαν. Πετώντας τις σακούλες που κρατούσε στα χέρια της πάνω στα πόδια του εκείνος αναπήδησε αλλά δεν του έδωσε σημασία. Κλείνοντας την πεταλούδα, έβγαλε τον ορό από το χέρι του και κάνοντας τον γύρο του κρεβατιού έβγαλε και το μανταλάκι από το χέρι του πριν του λύσει τα χέρια. Εκείνος παρακολουθώντας τις κινήσεις της έμενε αμέτοχος αλλά η Εύα δεν θα τον άφηνε να παραμένει αμέτοχος για πολύ ακόμα.
«Σήκω» τον διέταξε μόλις του έλυσε και τα πόδια αλλά εκείνος παρέμενε στην θέση του.
«Μην με αναγκάσεις να το επαναλάβω, γιατί δεν θα σου αρέσει και πολύ ο τρόπος που θα το κάνω» τον απείλησε με μια σκληρή ματιά που έκανε το κεφάλι του να πάει υποσυνείδητα πιο πίσω, ενώ την κοίταζε ξαφνιασμένος.
«Τώρα ποιος είναι ο πιο τρομαχτικός άνθρωπος που υπάρχει;» την ειρωνεύτηκε.  
«Μάλλον θα έπρεπε να σε ευχαριστήσω για τα εντατικά μαθήματα που μου έκανες άλλα δεν θα το κάνω. Τώρα σήκω, γιατί εκτός από το να είμαι τρομαχτική μου έμαθες να μην δέχομαι και το “όχι” για απάντηση» του χτύπησε στα μούτρα και ξεσκεπάζοντας τον πλησίασε τις σακούλες και άρχισε να βγάζει από μέσα τους τα ρούχα που είχε αγοράσει, πετώντας πρώτα τις παντόφλες του στο πάτωμα.
Ο κύριος Γουέρλες τελείως αδύναμος προσπάθησε να ανασηκωθεί αλλά τα χέρια του δεν τον βαστούσαν.
«Τς, τς, τς, όλα μάταια…» σχολίασε απογοητευμένη και εκείνος της έριξε μια ματιά.
«Έλα γεράκο… Σου έχω πάρει και ένα πι, σίγουρα θα σου χρειαστεί» τον δούλεψε ενώ τον βοηθούσε να καθίσει στο κρεβάτι και χωρίς να περιμένει βοήθεια, του έβγαλε το νοσοκομειακό ρομπάκι και άρχισε να τον ντύνει μέχρι που ήρθε κοντά της ο δόκτωρ Φρανς.
«Είναι μεγάλη τρέλα αυτό που πας να κάνεις» της είπε με αγωνία.
«Μαζί μου έχει περισσότερες πιθανότητες να ζήσει από το να τον αφήσω στα χέρια σου» του χτύπησε σκληρά ενώ πλησιάζοντας τον έπιανε τη σακούλα με τα έγγραφα που της είχε φέρει αγνοώντας το θιγμένο του ύφος.
«Εγώ…» Δεν τον άφησε να συνεχίσει.
«Είναι όλα όσα σου ζήτησα;» τον ρώτησε ενώ έριχνε μια γρήγορη ματιά.
«Δεν κράτησα αντίγραφα» τη διαβεβαίωσε.
«Ωραία, δώσε μου το κινητό σου» συνέχισε εκείνη με αυστηρό ύφος, ενώ αφήνοντας τη σακούλα πάνω στο κρεβάτι άπλωνε το χέρι της περιμένοντας. Εκείνος την κοίταξε διστακτικά.
«Μην με κάνεις να περιμένω. Η υπομονή μου έχει ήδη εξαντληθεί» τον προειδοποίησε και εκείνος με τρεμάμενο χέρι το έπιασε μέσα από την τσέπη του και το έτεινε προς το μέρος της.
«Ποιος ασθενής είπαμε ότι ήταν στο Γ12 από τις 25 Δεκεμβρίου μέχρι σήμερα;» ρώτησε ενώ έμπαινε στην εφαρμογή που είχε εγκατεστημένη στο κινητό του χωρίς να τον κοιτά.
«Το κρεβάτι ήταν τελείως άδειο» επανέλαβε τα λόγια της ενώ η ανάσα του επιταχυνόταν επικίνδυνα.
«Μην ανακαλύψω το αντίθετο» τον προειδοποίησε απειλητικά, ενώ έβαζε τον πλασματικό του χαρακτήρα να αυτοκτονήσει.
«Εύα…»
«Λυπάμαι πολύ αλλά δεν θα χρειαστούμε άλλο τις υπηρεσίες σας…» τον διέκοψε ενώ βγαίνοντας από το πλασματικό κόσμο διέγραφε την εφαρμογή πριν απενεργοποιήσει το τηλέφωνο του.
«Ωστόσο, σας γνωστοποιώ ότι είσαστε ακόμα υπό την εποπτεία μας…» συνέχιζε ενώ ανοίγοντας το πίσω καπάκι έβγαζε την μπαταρία και ξεκόλλαγε το μαγνητικό αυτοκόλλητο.
«Αν διαπιστώσω ότι δεν ακολουθείτε κατά γράμμα τη συμφωνία μας, τότε λυπάμαι αλλά αυτό θα σας επιστραφεί και με καινούργιους όρους αυτήν την φορά» του δήλωσε δείχνοντας του το μαγνητικό αυτοκόλλητο που είχε κολλημένο πάνω στο δάχτυλο της.
«Το κινητό μπορείτε να το κρατήσετε άφοβα, σαν δώρο για την καλή σας συνεργασία μαζί μας. Καλή σας ημέρα» κατέληξε ενώ του έτεινε το κινητό και εκείνος παίρνοντας το στα χέρια του ζάρωσε τα φρύδια του πονηρεμένος.
«Το ήξερα ότι εσύ ήσουν πίσω από όλα αυτά» σχολίασε χωρίς να είναι ικανός να το κρατήσει για τον εαυτό του.
«Είσαστε σίγουρος ότι δεν θέλετε να το ξεφορτωθείτε;» τον ρώτησε δύσπιστα ενώ κουνούσε επιδεικτικά το δάχτυλο που είχε κολλημένο επάνω το μαγνητικό αυτοκόλλητο.
Ο δόκτωρ Φρανς, καταπίνοντας κυριολεκτικά την γλώσσα του, έριξε μια φευγαλέα ματιά προς τον κύριο Γουέρλες πριν την κοιτάξει ξανά.
«Καλή τύχη» είπε τελικά περισσότερο στον κύριο Γουέρλες παρά σε εκείνη και έφυγε.
Η Εύα, μέχρι εκείνος να εξαφανιστεί από το οπτικό της πεδίο, δεν κουνήθηκε από τη θέση της όμως μόλις ο δόκτωρ Φρανς έκλεισε την πόρτα πίσω του, γύρισε προς τη σακούλα που είχε αφήσει πάνω στο κρεβάτι και χωρίς να κοιτάει τα γουρλωμένα μάτια του αφεντικού της, κόλλησε το αυτοκόλλητο πάνω στον φάκελο του.
«Το ευχαριστιέσαι;» τη ρώτησε ανασαίνοντας γρήγορα.
«Αντιθέτως, το σιχαίνομαι όταν αναγκάζομαι να το κάνω» παραδέχτηκε την αλήθεια και μόλις τον πλησίασε συνέχισε να τον ντύνει χωρίς να τον κοιτά στα μάτια.
Όταν με την βοήθεια της Έλσας βρήκανε ένα καρότσι και τον φορτώσανε επάνω για να τον πάνε μέχρι το ταξί που τους περίμενε, η Εύα πήρε στην αγκαλιά της την κούτα με τις ενδοφλέβιες αντιβιώσεις και τους ορούς που είχε φροντίσει να της ετοιμάσει ο δόκτωρ Φρανς για να την εξυπηρετήσει μέχρι να πάρει δεύτερη γνώμη από δικό της γιατρό, ώστε να ορίσουν την τελική του αγωγή και ξεκίνησαν για την έξοδο. Η Έλσα ήταν κομμάτια αλλά προσπαθούσε να φαίνεται άνετη.
«Θα μου λείψεις, φιλενάδα» της είπε η Εύα ειλικρινά αγκαλιάζοντας την ζεστά μόλις τακτοποιήσανε το αφεντικό της στο ταξί και η Έλσα, χωρίς να μπορεί να μιλήσει από τη συγκίνηση, κατένευσε εκφράζοντας με αυτό τον τρόπο ότι τα αισθήματα είναι αμοιβαία.
«Να μου προσέχεις την πτέρυγά μας» την πείραξε τρίβοντας της το μπράτσο και πριν προλάβει να απαντήσει η Έλσα, άκουσαν τη σειρήνα ενός περιπολικού να ηχεί για μια φορά πριν σωπάσει ξανά και αυτόματα γυρίσανε παραξενεμένες για να κοιτάξουν τι συνέβαινε.
«Αυτός δεν είναι ο αρραβωνιαστικός σου;» ρώτησε η Έλσα την Εύα και εκείνη προσπάθησε να καταπιεί τον πανικό της.
«Ναι, το όργιο» της επιβεβαίωσε και πριν πάει προς το μέρος του της ζήτησε παρακλητικά να πει στον ταξιτζή να περιμένει.
«Πάλι εδώ είσαι; Αυτή την φορά πραγματικά θα σε συλλάβω» τη μάλωσε ο Μάρβεϊν τη στιγμή που έβγαινε από το περιπολικό μαζί με τον συνάδελφό του.
«Είμαι ένοχη. Παραδίνομαι» του είπε πειραχτικά, ενώ ένωνε τους καρπούς της περιμένοντας τον να της περάσει χειροπέδες.
«Αν σε ξαναδώ να τριγυρνάς εδώ γύρω, πραγματικά θα το κάνω» την απείλησε ενώ την τραβούσε στην αγκαλιά του και την φιλούσε στα χείλια.
«Τόση δουλειά πάτησα εδώ μέσα, δεν μπορώ να τα παρατήσω όλα έτσι χωρίς να βεβαιωθώ ότι δεν ήταν μάταιη η προσπάθειά μου» του είπε κάνοντας του παραπονιάρικα μουτράκια.
«Τώρα ήρθες;» τη ρώτησε με ενδιαφέρον ενώ προχωρούσε μαζί της προς την είσοδο ακολουθώντας τον συνάδελφό του, που προπορευόταν.
«Όχι, τώρα φεύγω. Πέθανε ο παππούς και με φώναξαν να τον αποχαιρετήσω» του είπε την αλήθεια και καθώς ο Μάρβεϊν σταμάτησε το βήμα του, γύρισε να την κοιτάξει.
«Λυπάμαι. Πώς είσαι;» ρώτησε με πραγματικό ενδιαφέρον και εκείνη έκανε μια πονεμένη γκριμάτσα για απάντηση.
«Μωρό μου» της είπε εκείνος ενώ την έκλεινε στην αγκαλιά του για να την παρηγορήσει καθώς άφηνε ένα τρυφερό φιλί στην κορυφή του κεφαλιού της.
«Σταμάτα να το κάνεις αυτό, με κάνεις να νιώθω σαν νάνος» διαμαρτυρήθηκε η Εύα σπρώχνοντας τον για να σπάσει λίγο τη βαριά ατμόσφαιρα. 
«Αφού είσαι ένα μέτρο και ένα μίλκο, εγώ σου φταίω;» της γύρισε το πείραγμα σπρώχνοντας την και εκείνος πειραχτικά.
«Ει! Μάρβεϊν» τον φώναξε ο συνάδελφος του και αφού του έκανε σήμα να τον περιμένει, γύρισε ξανά προς το μέρος της.
«Σόρυ μωρό αλλά το καθήκον με καλεί. Θα είσαι καλά;» τη ρώτησε διχασμένος.
«Πήγαινε, θα τα πούμε το βράδυ» τον προέτρεψε και εκείνος αναστέναξε μετανιωμένος που έπρεπε να την αφήσει μια τέτοια στιγμή.
«Να περάσω να σε δω όταν τελειώσει η βάρδια μου;» τη ρώτησε με ελπίδα και η Εύα κούνησε το κεφάλι της αρνητικά.
«Θα είμαι καλά. Άσε που δεν ξέρω τι ώρα θα τελειώσω πάλι, μιας που την έκανα σκαστή» του είπε απολογητικά.
«Καταλαβαίνω» είπε με κατανόηση ενώ της έδινε ένα πεταχτό φιλί στα χείλια.
«Θα σε πάρω τηλέφωνο» της φώναξε ενώ έτρεξε να προλάβει τον συνάδελφό του, που είχε αρχίσει να βγάζει αφρούς από τα αφτιά.
«Θα περιμένω» του ανταπέδωσε με τον ίδιο τρόπο και μόλις τον είδε να εξαφανίζεται στο εσωτερικό του νοσοκομείου, πήγε ξανά προς το ταξί που την περίμενε.
“Παρά τρίχα…” σκέφτηκε με ανακούφιση και μόλις έφτασε κοντά στην Έλσα, εκείνη της χαμογέλασε πονηρά.
«Με τη στολή είναι σκέτη κόλαση» της είπε η Έλσα ανοιχτά τη σκέψη της ενώ κοκκίνιζε και η Εύα γέλασε με την παρατήρησή της.
«Είναι ο σκασμένος» παραδέχτηκε και εκείνη ενώ κοίταζε προς την είσοδο του νοσοκομείου για να σιγουρευτεί ότι δεν θα γύριζε.
«Πότε με το καλό;» τη ρώτησε ενώ την σκούνταγε.
«Μια μέρα» είπε αδιάφορα ανασηκώνοντας τους ώμους της.
«Μωρή…» τη μάλωσε η Έλσα. «Τέτοια παλικάρια δεν τα χάνουνε» συνέχισε και η Εύα χωρίς να μπορεί να το κρατήσει γέλασε.
«Σίγουρα, τέτοια παλικάρια…!» επανέλαβε και η Έλσα την κοίταξε μπερδεμένη.
«Μην ανησυχείς και δεν τον χάνω» τη διαβεβαίωσε χτυπώντας της την πλάτη φιλικά.
«Πώς και δεν ήρθε να χαιρετήσει τον αδελφό σου;» ρώτησε παραξενεμένη.
«Δεν είδες πώς τον κοίταζε ο συνάδελφός του;» τη ρώτησε και η Έλσα κατένευσε.
«Μάλλον έχεις δίκιο» συμφώνησε μόλις θυμήθηκε το ύφος του.
«Λοιπόν φιλενάδα, καλή η παρέα σου αλλά πρέπει να νταντέψω και το μωρό πριν γυρίσω στη δουλειά» της είπε απολογητικά ενώ την έκλεινε και πάλι στην αγκαλιά της.
«Καλή υπομονή και ελπίζω να συνέλθει πριν σε αποτρελάνει» της είπε παρηγορητικά και η Εύα της χαμογέλασε.
«Το καλό που του θέλω, αλλιώς θα πέσει παντόφλα» της είπε πειραχτικά ενώ ταυτόχρονα το εννοούσε και η Έλσα της χαμογέλασε ενθαρρυντικά.
«Μην μας ξεχάσεις» της φώναξε καθώς έμπαινε στο ταξί.
«Δεν υπάρχει περίπτωση» τη διαβεβαίωσε και αφού της έστειλε ένα φιλί στον αέρα, έκλεισε την πόρτα.
«Άντε κοπελιά, δεν θα φάμε όλη τη μέρα μαζί σου» της είπε ο ταξιτζής εριστικά και τον αγριοκοίταξε.
«Η ταρίφα πέφτει από την ώρα που πάρκαρες εδώ, ναι ή όχι;» τον ρώτησε εκείνη και ξεφυσώντας ο οδηγός του ταξί, έβαλε πρώτη και ξεκίνησε.
Μέχρι τη στιγμή που βγήκανε από το ταξί, εκείνος όχι μόνο δεν έβγαλε μιλιά αλλά δεν γύρισε καν να την κοιτάξει. Κοιτώντας επίμονα έξω από το παράθυρό του, αδιαφορούσε παντελώς για την ύπαρξή της αλλά το ίδιο έκανε και εκείνη. Φτάνοντας έξω από το σπίτι της, κατέβηκε πρώτη για να ξεφορτώσει τα πράγματα και μόλις άνοιξε την εξώπορτα, έβαλε την κούτα με τη σακούλα μέσα και γύρισε να βοηθήσει το αφεντικό της να βγει. Τη στιγμή που ο ταξιτζής πήρε τα λεφτά του, χωρίς καν να τους ρωτήσει αν θέλανε βοήθεια, περίμενε μέχρι η Εύα να κλείσει την πόρτα και έφυγε.
«Μηδέν ανθρωπιά» μουρμούρισε σχεδόν από μέσα της απογοητευμένα και κρατώντας τον από τη μέση τον περίμενε υπομονετικά μέχρι να φτάσει κοντά στα σκαλιά με τη βοήθεια του πι.
Μόλις τους πήρε μυρωδιά η σκυλίτσα της, που την είχε χαρίσει στη γειτόνισσά της, βγήκε από το χαλασμένο σημείο του ξύλινου φράχτη και ήρθε τρέχοντας κοντά τους.
«Μπέμπα, όχι… γύρνα πίσω» πήγε να την προλάβει αλλά εκείνη κουνώντας την ουρίτσα της χαρούμενα πήγε κατευθείαν κοντά στο αφεντικό της για τον μυρίσει.
«Μάζεψε το κοπρόσκυλο πριν το λιώσω με το πι» είπε μέσα από τα δόντια του εκείνος απειλητικά και η Εύα ρίχνοντας του πρώτα μια σοκαρισμένη ματιά, άρπαξε την Μπέμπα στα χέρια της και άρχισε να τη χαϊδεύει.
«Μην τον ακούς, Μπέμπα μου, εσύ είσαι καλό σκυλάκι» της είπε παρηγορητικά ενώ χαϊδεύοντας την πίσω από τα αυτιά, η Μπέμπα ευχαριστημένη από τα χάδια της άρχισε να της γλείφει το πρόσωπο.
«Ναι... Είναι πολύ καλό σκυλάκι η Μπέμπα μου» συνέχιζε να τη ζουζουνίζει αγνοώντας το άγριο ύφος του αφεντικού της καθώς πήγε να κάνει τον γύρο για να τη γυρίσει στην γειτόνισσά της.
«Πώς την είδες; Θα με αφήσεις έξω στο κρύο για να κάνεις βόλτες το ηλίθιο το σκυλί σου;» γρύλισε εξοργισμένος.
«Εκεί είναι η πόρτα» του γύρισε εκείνη αδιάφορα και συνέχισε την πορεία της.
  Όταν η Εύα μπήκε στο σπίτι και έκλεισε την πόρτα πίσω της, τον βρήκε να κάθεται στα πρώτα σκαλοπάτια της εσωτερικής της σκάλας έχοντας βγάλει από το πρόσωπο του το μικρό οξυγόνο που του είχε πάρει για τη μετακίνησή τους.
«Τελείωσε κιόλας η βόλτα σας;» ειρωνεύτηκε την στιγμή που κρέμασε το παλτό της και έπιασε τη βούρτσα για να το καθαρίσει από τις τρίχες της Μπέμπας.
«Προτιμάς να σε δέσω στο λουρί της, να σε αφήσω να κοιμηθείς στο σκυλόσπιτό της στην αυλή και να βάλω στο κρεβάτι που προόριζα για σένα εκείνη;» του γύρισε την ειρωνεία και καθώς εκείνος για απάντηση της έριξε ένα άγριο βλέμμα, εκείνη συνέχισε. «Τότε κομμένες οι ειρωνείες για την Μπέμπα μου» του το ξέκοψε με τη μία αλλά εκείνος δεν έδωσε σημασία στα λόγια της.
«Λυπάμαι που πρέπει να την κρατήσεις έξω στο κρύο εξαιτίας μου».
«Ποιο διάολο είναι επιτέλους το πρόβλημα σου με τα σκυλιά;» του επιτέθηκε λεκτικά ενώ τον κοίταζε εξαγριωμένη.
«Δεν ξέρω…» είπε πιο ήπια ανασηκώνοντας τους ώμους του. «Ίσως έχει να κάνει με το ότι ήμουν κάποτε εκπαιδευτής σκύλων;» αναρωτήθηκε φωναχτά ενώ την κοίταξε στα μάτια για να του το επιβεβαιώσει.
«Εσύ! Εκπαιδευτής σκύλων;» τον ρώτησε αλλά μόλις το σκέφτηκε καλύτερα ανασήκωσε τους ώμους της. «Απορώ γιατί μου κάνει εντύπωση» μουρμούρισε ενώ βγάζοντας τα παπούτσια της γονάτιζε πάνω στις εφημερίδες που είχε στρωμένες στο πάτωμα και άνοιγε το συρόμενο ντουλάπι που φύλαγε τα απαραίτητα για να καθαρίσει τα παπούτσια της από τις λάσπες.
«Αναρωτιέμαι. Πώς σου ήρθε αυτό;» συνέχισε παραξενεμένη ενώ βγάζοντας τη σπάτουλα άρχισε να ξύνει τον πάτο του παπουτσιού της.
«Ποιο;» τη ρώτησε μπερδεμένος.
«Πώς ξέρεις ότι ήσουν εκπαιδευτής σκύλων» διευκρίνισε χωρίς να σταματάει αυτό που έκανε.
«Την πρώτη φορά που με πλησίασε σκύλος μου ήρθε κάτι σαν αναλαμπή; Ανάμνηση; Θα σε γελάσω» της είπε με ειλικρίνεια.
«Δηλαδή;» τον προέτρεψε να συνεχίσει. 
«Δεν ξέρω, ήταν λίγο παράξενο. Δεν πρέπει να ήμουν παραπάνω από δεκατέσσερα με δεκαπέντε χρονών -νομίζω- και φορούσα στο χέρι ένα από εκείνα τα τεράστια δέρματα που φοράνε οι εκπαιδευτές. Θυμάμαι καθαρά ένα ντόπερμαν να μου δαγκώνει το χέρι αλλά εγώ δεν φοβόμουν, αντίθετα ένιωθα να το ευχαριστιέμαι πάρα πολύ…» συνέχιζε την αφήγηση του χαμένος τελείως στον κόσμο του, χωρίς πράγματι να την κοιτά, ενώ τα μάτια του ζάρωναν σαν να έβλεπε μπροστά του τη σκηνή ξανά από την αρχή.
«Αλλά περισσότερο το ευχαριστιόμουν τη στιγμή που τον έκανα να γίνεται ένα με το έδαφος ενώ έκλαιγε προσπαθώντας να αποφύγει τη ματιά μου. Εκείνο το κλάμα…»
«Είσαι πραγματικά άρρωστος» τον διέκοψε τελείως σοκαρισμένη και αηδιασμένη ταυτόχρονα από το ύφος του χωρίς να μπορεί να το κρατήσει για τον εαυτό της.
«Για να έχω ακόμα πυρετό και να παίρνω αντιβίωση, μάλλον έχεις δίκιο» της γύρισε το σχόλιο και η Εύα κουνώντας το κεφάλι της για να ξεκαθαρίσει τις σκέψεις της, τελείωσε γρήγορα με τα παπούτσια της και αφού τα έβαψε τα έβαλε δίπλα της στην καθαρή εφημερίδα άρχισε να κοιτάει γύρω της.
Σταματώντας τη ματιά της πάνω στις παντόφλες που φορούσε ακόμα, άνοιξε τα μάτια της διάπλατα.
«Πάτησες που πάτησες μέσα με τις λερωμένες παντόφλες, ήταν ανάγκη να πατήσεις και το χαλί;» ρώτησε απελπισμένη βλέποντας τις λάσπες πάνω στο ταλαιπωρημένο της χαλί. «Τις εφημερίδες δεν τις πρόσεξες;» ρώτησε ρητορικά ενώ αφήνοντας μια αγανακτισμένη ανάσα σηκώθηκε να πάει να τις βγάλει από τα πόδια του.
«Νόμιζα ότι τις είχες για να χέζει το κοπρόσκυλό σου» είπε καυστικά και η Εύα μόλις έφτασε σε απόσταση αναπνοής από το πρόσωπό του, κράτησε την ανάσα της πριν τον ξεχέσει κανονικότατα.
«Τώρα θα φταίω εγώ να σε στήσω στα τέσσερα και να σε βάλω να γλείψεις το χαλί με τη γλώσσα σου μέχρι να το καθαρίσεις τελείως;» του είπε με μια αμείλικτη ματιά μέσα από τα δόντια της ανασαίνοντας νευριασμένα.
«Δεν πρόκειται να παίξω το παιχνίδι σου» της δήλωσε κατηγορηματικά.
«Ούτε εγώ το δικό σου, γι’ αυτό μάζεψε το μυαλό σου πριν σου το μαζέψω εγώ. Έγινα κατανοητή;» πριν απαντήσει συνέχισε με πιο αυστηρό ύφος από πριν.
«Στην περίπτωση που δεν το κατάλαβες, τώρα πραγματικά σε έχω απαγάγει ώστε οι κατηγορίες σου -όταν ποτέ καταφέρεις να βρεθείς ξανά στον έξω κόσμο- να έχουν κάποια βάση. Γι’ αυτό, όσο θα είσαι εδώ, σου αρέσει δεν σου αρέσει, θα ακούς τους δικούς μου κανόνες. Και για αρχή, αν ξαναδώ κάτι λερωμένο από εσένα εδώ μέσα, τότε να είσαι σίγουρος ότι θα πέσεις στα τέσσερα και θα το καθαρίσεις. Δεν είμαι υπηρέτρια σας, κύριε Γουέρλες, και ούτε έχω χρόνο για τις ανοησίες σας…
»Στην περίπτωση πάλι που σας έχει διαφύγει τελείως, εγώ συνεχίζω να είμαι υπάλληλος στην εταιρεία σας, πράγμα που σημαίνει ότι για να μπορείτε αυτή τη στιγμή να ανασαίνετε εσείς, εγώ τρέχω από το πρωί μέχρι το άλλο πρωί να σας εξυπηρετώ και στο γραφείο και κατ’ ιδίαν. Αν νομίζετε ότι τα νεύρα μου αυτή τη στιγμή είναι αδικαιολόγητα, τότε μπορείτε να γράψετε τα παράπονά σας σε ένα χαρτί και να τα στείλετε στον διάολο, γιατί εδώ μέσα κανένας άλλος δεν πρόκειται να σας ακούσει, ούτε καν ο θεός σας».
«Γιατί…» δεν τον άφησε να συνεχίσει.
«Αν επιμένετε ακόμα να θέλετε να φτάσετε κοντά του… εννοώ φυσικά τον διάολο… τότε λυπάμαι αλλά το αίτημά σας απορρίπτεται. Αν και μετά που θα επανέλθει η μνήμη σας εξακολουθείτε να θέλετε να δώσετε ένα τέλος στη μίζερη ζωή σας, τότε ανεβείτε στην ταράτσα της εταιρίας σας στο Μπρονξ, πάρτε φόρα και πηδήξτε. Σας εγγυώμαι εγώ προσωπικά ότι όχι μόνο δεν θα βρεθεί κανείς να σας σταματήσει αλλά αντιθέτως θα υπάρχουν αρκετοί καλοθελητές να σας δώσουν το τελειωτικό σπρώξιμο».
«Γιατί στο διάολο σε νοιάζει τόσο πολύ η ζωή μου;» δεν άντεξε και τη ρώτησε.
«Γιατί δεν θα πεθάνεις στα χέρια μου. Όταν γυρίσεις στη γυναίκα σου, κάνε ό,τι καταλαβαίνεις αλλά εδώ θα περάσεις πάνω από το πτώμα μου για να το καταφέρεις» του δήλωσε κατηγορηματικά και εκείνος χωρίς να μπορεί να κάνει μια λογική σκέψη ξεφύσησε απηυδισμένος περνώντας το χέρι του μέσα από τα κοντοκουρεμένα του μαλλιά.  
«Δεν καταλαβαίνω τίποτα» παραδέχτηκε ανοιχτά και η Εύα γονάτισε μπροστά του για να μπορεί να είναι στο ίδιο ύψος με εκείνον.
«Δεν ξέρω τι πέρασες αυτούς τους τέσσερις μήνες αλλά τα σημάδια που μου δίνεις και με τη λίγη εμπειρία που έχω, με κάνουν να φαντάζομαι τα χειρότερα. Ελπίζω να κάνω λάθος…» τον πρόλαβε πριν μιλήσει. «…και δεν πρόκειται να σε πιέσω να μου πεις κάτι αν δεν το θες αλλά ξέχασε το, τελείωσε… δεν ξέρω τι πλύση εγκεφάλου σου έκαναν με τις ουσίες και όλα αυτά που σου δίνανε αλλά δεν είσαι κανένα κακόμοιρο ανθρωπάκι που βάζει το κεφάλι κάτω και κλαίει όλη την ώρα. Για να πω την αλήθεια, πριν σε δω να κλαις, θα ορκιζόμουν ότι δεν έχεις χύσει ούτε ένα δάκρυ στη ζωή σου. Δεν έχω τρόπο να σε βοηθήσω να το θυμηθείς αυτό, γιατί πραγματικά δεν ξέρω τίποτα για σένα, όμως όταν θυμηθείς…» καθώς πήγε να διαμαρτυρηθεί του έπιασε τα χέρια για να τον σταματήσει. «…όταν θυμηθείς…» επέμενε κοιτώντας τον στα μάτια πιο έντονα. «…θα καταλάβεις ότι δεν έχεις λόγο να φοβάσαι κανέναν. Αυτοί σε φοβούνται, κύριε Γουέρλες, σε τρέμουν, όχι το αντίθετο. Σκεφτείτε το αυτό».
«Αποφάσισε… Ή θα μου μιλάς στον πληθυντικό ή στον ενικό, με μπερδεύεις» της είπε χαμογελώντας της πειραχτικά λες και δεν είχε ακούσει λέξη από όσα του είχε πει.
«Οκ…» είπε ενώ σήκωνε τα χέρια της ψηλά σαν να παραδινόταν. «Είναι δύσκολο να σε λέω Ντίλαν, αλλά αν το προτιμάς θα το συνηθίσω» του είπε απολογητικά περιμένοντας τη δική του ανταπόκριση.
«Είμαι απλά ο Άνταμ, το ξέχασες;» τη ρώτησε παρακλητικά και εκείνη αναστέναξε.
«Και εξακολουθείς να είσαι ο αδελφός μου, μην το ξεχάσεις ούτε και εσύ» του χτύπησε πίσω και σηκώθηκε από το πάτωμα για να πάει να μαζέψει τις εφημερίδες παίρνοντας μαζί της και τις παντόφλες του.
«Υπόσχομαι να σταματήσω να σου κάνω την ζωή κόλαση αλλά πρέπει να μου υποσχεθείς και εσύ ότι θα κρατήσεις την υπόσχεση σου και δεν θα ψάξεις να βρεις την γυναίκα μου» της ζήτησε εκείνος καθώς την έβλεπε να βάζει ανάποδα τις παντόφλες του πάνω σε μια καθαρή εφημερίδα πριν αρχίσει να μαζεύει όσες είχαν λερωθεί.
«Λίγο αργά γι’ αυτό. Ξέρει ότι είσαι εδώ» τον ενημέρωσε και έμεινε να την κοιτά σοκαρισμένος. «Αν θες να μην έρθει να σε πάρει, πες της το μόνος σου» συνέχισε ανενόχλητη και μόλις έπιασε και την τελευταία εφημερίδα, τις έκανε ένα κουβάρι και τράβηξε προς την κουζίνα για να τις πετάξει.
Πριν γυρίσει, το κινητό της που ήταν μέσα στο παλτό της, άρχισε να χτυπάει. Η Εύα ακούγοντας το άρχισε να τρέχει βρίζοντας.
«Γαμώτο, γαμώτο, γαμώτο…» είπε μέσα από τα δόντια της και μόλις το έπιασε και κοίταξε το καντράν γύρισε και τον κοίταξε. «Κάτσε εκεί και μην βγάλεις άχνα» τον διέταξε και καθώς απάντησε στην κλήση άρπαξε τον χαρτοφύλακα της και έτρεξε προς τον πάνω όροφο.
Ο Άνταμ αποφάσισε ότι μάλλον δεν ήταν στη φύση του να ακολουθεί διαταγές και έτσι αφού απαλλάχτηκε από το παλτό του, σηκώθηκε με δυσκολία και άρχισε με μεγάλο κόπο να ανεβαίνει τα σκαλιά, περίεργος να ακούσει τι είχε συμβεί.
«Ποια είναι τώρα η σκύλα μου, τσουλάκι;» άκουσε την τελευταία της κουβέντα καθώς την είδε να έχει το κινητό της μπροστά στο πρόσωπο της και τελείως σοκαρισμένος έμεινε να την κοιτά να πετά την συσκευή της πάνω στο κρεβάτι.
Μόλις γύρισε και τον είδε να στέκει στον τοίχο απέναντι από την πόρτα του δωματίου της, αναπήδησε και έπιασε την καρδιά της.
«Έλεος… με κοψοχόλιασες» εξέφρασε πνιχτά παίρνοντας μια ανάσα για να καλμάρει και όταν άνοιξε τα μάτια της και τον είδε να συνεχίζει να την κοιτάει σοκαρισμένος έσμιξε τα φρύδια της με απορία. «Γιατί με κοιτάς έτσι; Πρώτη φορά ακούς γυναίκα να βρίζει;» τον πείραξε αλλά εκείνος δεν άλλαζε στάση. «Χελόου ακούει κανείς;» τον ρώτησε ενώ πλησιάζοντας τον κούνησε το χέρι της μπροστά στο πρόσωπο του.
«Τι είπες;» την ρώτησε ενώ έκανε το σώμα του πιο πίσω για να την αποφύγει.
«Είπα πολλά, πιο από όλα σε σόκαρε;» τον ρώτησε ανασηκώνοντας τους ώμους της χωρίς τύψεις.
«Το τελευταίο» είπε επιφυλακτικά και η Εύα τον κοίταξε πονηρεμένη.
«Ποια είναι τώρα η σκύλα μου, τσουλάκι;» τον ρώτησε ενώ επανέλαβε τα λόγια της. «Γιατί, σου θυμίζει κάτι;» ρώτησε ακόμα πιο πονηρεμένη.
«Πού το άκουσες αυτό;» θέλησε να μάθει και άρχισε να κουνάει το κεφάλι της καταλαβαίνοντας ακριβώς γιατί τον ενοχλούσε.
«Λυπάμαι αλλά αυτή είναι καθαρά δικιά σου ατάκα. Αν εσύ το άκουσες από κάπου και δεν είναι μια ανάμνηση που σου ήρθε ξαφνικά στο μυαλό, τότε πρέπει να αρχίσεις να μιλάς» του είπε κοιτώντας τον με προσμονή στα μάτια. Εκείνος κουνώντας το κεφάλι του αρνητικά έκανε το σώμα του ακόμα πιο πίσω.
«Άνταμ, δεν θα σε πειράξω» προσπάθησε να τον πλησιάσει και πάλι αλλά εκείνος δεν ήταν σίγουρος ακόμα για τα λόγια της.
«Οκ… δεν θες να σε αγγίξω. Θα σου ετοιμάσω το νερό για να κάνεις ένα μπάνιο μόνος σου αλλά θα μου υποσχεθείς ότι δεν θα βρέξεις τα μαλλιά σου ή τον αυχένα σου. Εντάξει;» τον ρώτησε ήρεμα και εκείνος έμεινε αναποφάσιστος να την κοιτά.
«Δεν βγάζουμε άκρη έτσι. Εγώ πρέπει να γυρίσω στην δουλειά και εσύ πρέπει οπωσδήποτε να αρχίσει να συνεργάζεσαι πριν καταλήξουμε πάλι στην λύση να σε δέσω στο κρεβάτι. Πραγματικά δεν το θέλω αλλά αν δεν μου δώσεις άλλη επιλογή…»
«Θα κάνω ό,τι θες» την πρόλαβε πριν ολοκληρώσει την φράση της σηκώνοντας τα χέρια του μέχρι το ύψος τους στήθους της, αποφεύγοντας να την αγγίξει. «Αλλά μην με δέσεις» την ικέτεψε πιο χαμηλόφωνα.
«Σου δίνω τον λόγο μου» του είπε εκείνη σοβαρά και μόλις εκείνος πήρε μια ανάσα η Εύα γύρισε στο δωμάτιο της για να του φέρει την καρέκλα του γραφείου της να κάτσει μέχρι να γεμίσει την μπανιέρα.
Πριν προλάβει να βγει από το δωμάτιο, το κινητό της άρχισε να χτυπάει και γύρισε για να το πάρει. Κοιτώντας το όνομα στο καντράν, στριφογύρισε τα μάτια της απηυδισμένα.
«Πίτερ, αν μου πεις ότι καίγεται αυτήν την στιγμή η εταιρεία, θα σου απαντήσω πάρε ένα μπιτόνι βενζίνη και αποτελείωσε την» του είπε αμέσως ενώ έκλεινε το μάτι στο αφεντικό της καθώς του έκανε νόημα να κάτσει χτυπώντας την καρέκλα. Βάζοντας το δάχτυλο της πάνω στα χείλια της, τον παρακάλεσε με το ύφος της να μην μιλήσει και εκείνος κατένευσε για απάντηση.
«Μια απλή καταγραφή σου ζήτησα να κάνεις, πού διάολο είναι πάλι το πρόβλημα;» ρώτησε απελπισμένη και ρυθμίζοντας τις βρύσες άφησε το νερό να τρέχει ενώ γυρίζοντας προς το ντουλάπι έπιασε το αντισηπτικό για να το προσθέσει στο νερό.
«Αποκλείεται να τα αποθήκευσες στον κεντρικό υπολογιστή και να μην είναι εκεί, κάτι λάθος έκανες, πάλι…»
«…»
«Στην επιφάνεια εργασίας σου κοίταξες;» τον ρώτησε ενώ προσθέτοντας μια αρκετή ποσότητα από το αντισηπτικό στο νερό έκλεισε το καπάκι και το έβαλε στη θέση του.
«Τα ίδια έλεγες και την άλλη φορά και ήταν σε κάποιον άσχετο φάκελο στον υπολογιστή σου. Ψάξε ξανά και μόλις τα βρεις μετάφερέ τα στον κεντρικό υπολογιστή, βεβαιώσου ότι έχει γίνει σωστά η μεταφορά και στείλ’ τα για εκτύπωση» τον καθοδήγησε αλλά εκείνος ήταν ανένδοτος.
«Ψάξε πρώτα…» προσπάθησε να τον μεταπείσει αλλά εκείνος επέμενε ότι τα αρχεία του είχαν διαγραφεί.
«Και πώς διάολο θα τα βρω εγώ ρε Πίτερ από το σπίτι; Εσύ είσαι μπροστά στον υπολογιστή σου…»
«…»
«Καλά, καλά, σταμάτα τις κλάψες και ψάξε, είμαι σίγουρη ότι κάπου αλλού τα έσωσες και σου παίζουν κρυφτούλι. Μόλις τα βρεις και τα εκτυπώσεις, πάρε με τηλέφωνο» του είπε και μόλις άκουσε την αγωνία στη φωνή του, γέλασε για λίγο.
«Αν δεν τα βρεις, καλή καταγραφή από την αρχή» του είπε και ο Πίτερ μόνο που δεν ούρλιαξε.
«Λυπάμαι, φιλαράκι, έτσι πάει, τώρα ψάχνε και μην μου σπαταλάς τον χρόνο τσάμπα…»
«…»
«Ναι, θα κάνω ένα χαλαρωτικό μπανάκι και θα πιω μια τεκίλα στην υγεία σου. Ξεφορτώσου με τώρα και μέχρι να γυρίσω να έχεις έτοιμα τα έντυπα. Δεν θα καθίσω εξαιτίας σου να φάω όλο το απόγευμά μου γιατί δεν προσέχεις πού αποθηκεύεις τα αρχεία σου…»
«…»
«Σε μιάμιση ώρα το πολύ θα είμαι εκεί, κανόνισε» του είπε απειλητικά και αμέσως μετά άρχισε να γελάει.
«Καλά, θα αφήσω το μαστίγιο στο σπίτι, μην με πρήζεις άλλο, ψάχνε» απαίτησε και του έκλεισε το κινητό στην μούρη.
«Θες βοήθεια;» τον ρώτησε ενώ γύριζε προς το μέρος του και εκείνος το σκέφτηκε για λίγο.
«Θες!» πήρε την απόφαση για εκείνον και πηγαίνοντας πίσω από την πλάτη του άρχισε να σπρώχνει την καρέκλα με τα ροδάκια προς το εσωτερικό του μπάνιου.
«Λυπάμαι που δεν σε χωράει η μπανιέρα ολόκληρο αλλά μάλλον όταν έφτιαχνε το μπάνιο ο παππούς μου δεν φαντάστηκε ότι θα μπει εδώ μέσα ένας γίγαντας» τον πείραξε ενώ τον σταμάτησε μπροστά από την μπανιέρα και εκείνος χαλαρώνοντας αφέθηκε και χαμογέλασε.  
«Βγάλε ό,τι μπορείς και έρχομαι για τα υπόλοιπα» του είπε και χωρίς να περιμένει απάντηση βγήκε από το μπάνιο και πήγε προς το δωμάτιο της.
Αφού πήρε μαζί της μια καθαρή πετσέτα, ένα μποξεράκι -το πιο σεμνό που βρήκε- και μια φόρμα του Μάρβεϊν, γύρισε στο μπάνιο και τα άφησε πάνω στην ράβδο που κρεμόταν η κουρτίνα της μπανιέρας.
«Λοιπόν, πώς λειτουργεί το μπάνιο» του είπε ενώ πηγαίνοντας μπροστά του άρχισε να του βγάζει το πουλόβερ μαζί με το φανελάκι μιας και που δεν είχε καταφέρει μέχρι στιγμής να το βγάλει μόνος του.
«Όλες οι μπάρες εδώ δεν είναι διακοσμητικές. Είναι ασφαλείς και μπορείς να κρεμιέσαι άφοβα αλλά επειδή μετράνε και μια δωδεκαετία, καλό είναι να τις δοκιμάζεις πριν αφήνεις το βάρος σου τελείως επάνω τους. Οκ μέχρι εδώ;» τον ρώτησε και μόλις εκείνος κατένευσε πήγε στο πλάι του.
«Σύρε με τα πόδια σου την καρέκλα μέχρι την άκρη της μπανιέρας, κρατήσου από τις μπάρες που είναι στον τοίχο και προσπάθησε να σηκωθείς. Δεν θα σε βοηθήσω γιατί πρέπει να δοκιμάσεις τα χέρια σου ώστε να δω τι πρέπει να κάνω μετά» τον ενημέρωσε και εκείνος υπακούοντας το έκανε.
Αφού κατάφερε να σταθεί όρθιος χωρίς τη βοήθειά της, εκείνη άρχισε να του ξεκουμπώνει το παντελόνι και αφού το έβγαλε τελείως μαζί και τις κάλτσες του, έκανε πιο πίσω.
«Μιας που είσαι εδώ, θες να χρησιμοποιήσεις την τουαλέτα ή θες να κάνεις μόνο μπάνιο;» τον ρώτησε πριν του βγάλει την πάνα.
«Όχι, θέλω να κάνω μπάνιο» της είπε αυτόματα και εκείνη πριν ξεκολλήσει τις ταινίες από τα πλαϊνά της πάνας, κοίταξε να δει αν ήταν λερωμένος.
Εφόσον ήταν καθαρή από ακαθαρσίες, την έβγαλε γρήγορα και πετώντας την στο πλάι έβαλε το ένα της χέρι στην μέση του και το άλλο πάνω στο αριστερό του χέρι.
«Τώρα θέλει προσοχή. Έχω ειδικό αντιολισθητικό χαλάκι στο πάτωμα αλλά ποτέ δεν ξέρεις» τον συμβούλευσε και καθοδηγώντας τον του έδειξε που αλλά περισσότερο πώς να στηρίζεται στις ράβδους ώστε να μπαίνει στην μπανιέρα χωρίς να χρειάζεται τη βοήθειά της.
Μόλις εκείνος κάθισε στο νερό, η Εύα έκλεισε τις βάνες, έβγαλε ένα καινούργιο σφουγγάρι από το ντουλάπι, του αφαίρεσε το νάιλον και το έτεινε προς το μέρος του.
«Έχω βάλει αρκετό αντισηπτικό στο νερό, δεν χρειάζεσαι παραπάνω. Απλά τρίψε καλά όλα τα σημεία του σώματος σου αποφεύγοντας όμως την πληγή που έχεις στον αυχένα» του έδωσε οδηγίες και μόλις ξεκρέμασε τα ρούχα και την πετσέτα που είχε αφήσει πάνω στον σωλήνα, κρέμασε την πετσέτα σε σημείο που να την φτάνει και άφησε τα υπόλοιπα ρούχα πάνω στην καρέκλα για αργότερα.
«Αν κρυώσεις, βγάλε την τάπα να φύγουν τα νερά, σήκω όρθιος και αν θες βοήθεια στο ξέβγαλμα, βάλε μια φωνή, κάπου εδώ γύρω θα βρίσκομαι. Αν δεν ξαπλώσεις στο κρεβάτι, δεν φεύγω, οπότε πλατσούρισε όση ώρα γουστάρεις» του είπε χαριτολογώντας και πιάνοντας την πάνα από το πάτωμα τον άφησε μόνο.
Ο Άνταμ τα είχε τελείως χαμένα, δεν μπορούσε να καταλάβει αυτήν την ξαφνική αλλαγή στην συμπεριφορά της· από την άλλη, ακόμα ένιωθε σοκαρισμένος από τα λόγια της και όσο αφορούσε τη γυναίκα του αλλά και για την ατάκα που ισχυρίζεται ότι είναι δικιά του. Ποια ήταν τέλος πάντων; Και η γυναίκα του πώς τα δεχόταν όλα αυτά; Εκείνος αν ήταν στην θέση της και ήξερε ότι ήταν εδώ τώρα, θα είχε ήδη έρθει να τον πάρει, εκείνη γιατί όχι;

Όχι, δεν έβγαζε άκρη και έτσι όπως το πήγαινε την έβλεπε την δουλειά, ό,τι δεν κατάφεραν να κάνουν οι άλλοι όλους αυτούς τους μήνες, σίγουρα θα το κατάφερνε το πανέμορφο μικρό ξωτικό, η Εύα. Σίγουρα θα τρελαινόταν.  

Χρυσάνθη Καλαφάτη