Ιστορίες από τις Αστρικές Αυτοκρατορίες - Ιστορία 4: Ένα συνηθισμένο ταξίδι (Κεφάλαιο 3) - "Ένα ύποπτο φορτίο"


             Προσπάθησε να επικοινωνήσει με το αφεντικό, αλλά μέσα του ήξερε πως ήταν μάταιο. Και όταν από τα κεντρικά τον πληροφόρησαν πως ο πρόεδρος δεν ήταν καν στην εταιρεία, αλλά σε διακοπές ήξερε ότι δεν είχε πια κανένα νόημα. Με βαριά καρδιά βγήκε από τον θάλαμο και κατευθύνθηκε προς τη γέφυρα. Προηγουμένως είχε καταστρέψει τα πάντα, φάκελο, σημειώσεις, αρχεία στον υπολογιστή, οτιδήποτε είχε σχέση με το καταραμένο το μήνυμα. Πρώτη φορά θα ρίσκαρε το σκάφος και κυρίως το πλήρωμά του και μάλιστα χωρίς να μπορεί να τους πει γιατί. Ούτε ο ίδιος ήξερε για τι ακριβώς θα ρίσκαραν, αλλά το ένστικτό του του έλεγε πως, αν κάτι πήγαινε στραβά, θα κατέληγαν όλοι για πολύ καιρό στη φυλακή ή και χειρότερα. Ήταν πλέον βέβαιος πως όλη η κινητοποίηση της ασφάλειας στον σταθμό τους αφορούσε άμεσα. Βέβαια δεν είχε κάνει ακόμα κάτι παράνομο και θα μπορούσε να αγνοήσει το μήνυμα και να συνεχίσουν σαν να μη τρέχει τίποτα. Αλλά μέσα του το ήξερε πως δεν μπορούσε.

Φτάνοντας στη γέφυρα βρήκε ότι τον περίμεναν.
«Καπετάνιε, μόλις θα σε ειδοποιούσα ότι το φορτίο είναι έτοιμο. Ελπίζω να μη μας καθυστερήσουν πολύ με τους εξτρά ελέγχους».
«Καπετάνιε, το πλήρωμα είναι όλο στο σκάφος και περιμένουν τον έλεγχο».
«Καπετάνιε, να ειδοποιήσω την ασφάλεια του σταθμού να έρθουν;»
«Σταματήστε όλοι!» φώναξε με οργή. Όλες οι φωνές σταμάτησαν μεμιάς. Τώρα περιστοιχιζόταν από απορημένα πρόσωπα. Δεν το συνήθιζε να ξεσπάει έτσι. Έσκυψε το κεφάλι. «Λυπάμαι» είπε με ήρεμη φωνή. «Δε φταίτε εσείς. Υπάρχει μια μικρή αλλαγή στα σχέδιά μας και θα χρειαστεί να περιμένουμε λίγο. Θα επιστρέψω σε λίγο, θέλω το σκάφος να είναι έτοιμο για άμεση αναχώρηση, αν χρειαστεί, εντάξει;»
Γύρισε και έφυγε ενώ κεφάλια κουνιόνταν καταφατικά. Κανείς δε μίλησε, όλοι είχαν καταλάβει πως κάτι σοβαρό είχε συμβεί.
Βγήκε από το σκάφος και με γρήγορο βηματισμό κατευθύνθηκε στο μέρος που του είχαν υποδείξει. Προσπαθούσε να δείχνει ήρεμος αλλά η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή. Κάθε περίπολος που συναντούσε του φαινόταν πως τον κοίταζε περίεργα. Δεν ήταν η πρώτη φορά που θα έκανε κάτι όχι τελείως νόμιμο, αλλά είχαν περάσει τόσα χρόνια από την τελευταία φορά. Και τότε δεν είχε υπ’ ευθύνη του ένα ολόκληρο πλήρωμα που δεν ήξερε τίποτα και που κινδύνευε να βρει τον μπελά του. Σε λίγο ήταν στον προορισμό του. Ένα μικρό, φτηνό ξενοδοχείο. Η υποδοχή, ένα μικρό δωμάτιο χωρίς προσωπικό, με αυτοματοποιημένο σύστημα εξυπηρέτησης. Πληκτρολόγησε στα γρήγορα τον αριθμό δωματίου που ζητούσε και χωρίς άλλες διατυπώσεις άνοιξε η πόρτα του, μοναδικού μάλλον, διαδρόμου που οδηγούσε στα λιγοστά δωμάτια. Φτάνοντας στο δωμάτιο διαπίστωσε ότι η πόρτα ήταν ανοιχτή. Το δωμάτιο φαινόταν έρημο. Μπήκε μέσα διστακτικά. Η πόρτα του μπάνιου ήταν κλειστή.
«Είναι κανείς εδώ;» ρώτησε δυνατά. Ξαφνικά η πόρτα έκλεισε και τα φώτα έσβησαν, βυθίζοντας το δωμάτιο στο απόλυτο σκοτάδι. Μέχρι να συνέλθει από την έκπληξη και να προσαρμοστεί στο σκοτάδι, άκουσε έναν ήχο, ένιωσε ένα χτύπημα και έχασε την ισορροπία του. Δεν χτύπησε πολύ στο πάτωμα, αλλά αμέσως χέρια τον έπιασαν και πριν το καταλάβει βρέθηκε μπρούμυτα με κάποιον καθισμένο στην πλάτη του και την αδιαμφισβήτητη αίσθηση ενός αιχμηρού αντικειμένου στον λαιμό του. Προσπάθησε να μείνει τελείως ακίνητος, ενώ η καρδιά του χτυπούσε τρελά. Ήταν απίστευτα νευριασμένος με την εξέλιξη αυτή, αλλά δεν ήθελε να δώσει στον άγνωστο που του επιτέθηκε την παραμικρή αφορμή να τον τραυματίσει ή ακόμα χειρότερα να τον σκοτώσει.
«Ποιος είσαι;» άκουσε μια γυναικεία φωνή να τον ρωτάει. Η φωνή ήταν σκληρή και αποφασιστική. Ήθελε τόσο πολύ να ουρλιάξει και να της πει να τον αφήσουν ήσυχο αυτόν και το πλοίο του, αλλά θα ήταν ένα αχρείαστο ρίσκο. Το είδος του ρίσκου που στο εμπόριο μάθαινες με σκληρό τρόπο να μην παίρνεις.
«Είμαι ο καπετάνιος του...» ξεκίνησε να λέει όσο πιο ήρεμα μπορούσε.
«Σκάσε!» τον διέκοψε αγριεμένη η φωνή. «Απόδειξέ το! Το σύνθημα! Τώρα!»
Καταράστηκε σιωπηλά. Μέσα στην ταραχή του είχε ξεχάσει τις οδηγίες. «Άλως! Άλως, εντάξει;»
Ένιωσε το αιχμηρό αντικείμενο να φεύγει από τον λαιμό του και το βάρος από την πλάτη του. Τα φώτα του δωμάτιο άναψαν ξανά.
«Σήκω» του είπε, πολύ πιο ήρεμα τώρα, η φωνή. Πετάχτηκε όρθιος και γύρισε προς την άγνωστη, έτοιμος να ξεσπάσει και να την στολίσει με ό,τι «κοσμητικό» επίθετο είχε μάθει τόσα χρόνια στις αποβάθρες, αλλά μόλις γύρισε και τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν, τα ξέχασε όλα. Η άγνωστη ήταν μικροκαμωμένη, αλλά κάθε εκατοστό του σώματός της μαρτυρούσε δύναμη και ένταση. Το πρόσωπό της ήταν σοβαρό με μια έκφραση που σου έκοβε κάθε διάθεση για αντίρρηση. Είχε μαλλιά στο χρώμα του πιο σκοτεινού διαστήματος και τα μάτια της ήταν... απλά υπέροχα. Τον μαγνήτισαν και βυθίστηκε μέσα τους ανίκανος να σκεφτεί.
«Τι θα γίνει; Θα με κοιτάς πολλή ώρα; Ο χρόνος μας πιέζει!» τον επανέφερε άκομψα στην πραγματικότητα. Κοκκίνισε.
«Εγώ...» ξεκίνησε να λέει. Σταμάτησε και συγκεντρώθηκε πάλι. Δε γινόταν να προχωρήσουν έτσι. «Όχι!» είπε αποφασιστικά. Η άγνωστη τον κοίταξε με απορία. «Δε θα κάνω ούτε βήμα, ούτε θα συνεχίσω να παίζω το παιχνίδι σας με το πλοίο και το πλήρωμά μου, αν δε μου πεις τι γίνεται εδώ!» είπε με μια ανάσα, όσο πιο αυστηρά μπορούσε χωρίς να βάλει τις φωνές. Τα νεύρα του ήταν επικίνδυνα τεντωμένα. Η άγνωστη χαμογέλασε ειρωνικά.
«Είσαι σίγουρος ότι θες να ξέρεις;» Το χαμόγελο έσβησε γρήγορα από τα χείλη της βλέποντας ότι ήταν έτοιμος να εκραγεί από θυμό. «Καλά λοιπόν αλλά θυμήσου ότι εσύ το ζήτησες!» Και χωρίς να περιμένει απάντηση, συνέχισε. «Θα φυγαδεύσουμε με το πλοίο σου κάποιον. Κάποιον που, όπως θα έχεις ήδη καταλάβει, ψάχνουν εναγωνίως σε όλο τον σταθμό, για την ακρίβεια σε όλη τη Ραδόνια. Και δεν πρόκειται για μένα. Εντάξει τώρα;»
«Καθόλου εντάξει!» της απάντησε. «Αν εσύ και η εταιρεία νομίζετε ότι θα βάλω στο πλοίο μου έναν επικίνδυνο εγκληματία, είστε γελασμένοι! Επικοινώνησε και πες τους ότι παραιτούμαι εδώ και τώρα!»
Αντίκρισε πάλι το χαμόγελό της, αν και θα έπαιρνε όρκο πως δεν ήταν ειρωνικό αυτή τη φορά.
«Ποιος μίλησε για εγκληματία;» είπε ήρεμα.
«Μα εσύ...» πήγε να πει αλλά τον διέκοψε.
«Το ότι τον ψάχνουν δε σημαίνει ότι είναι εγκληματίας. Εκτός και αν είσαι από αυτούς που θεωρούν έγκλημα ό,τι δεν αρέσει στην εξουσία». Την κοίταξε μπερδεμένος. «Άκου, το πλήρωμά σου κι εσύ δεν κινδυνεύετε. Όχι από αυτόν τον άνθρωπο, πάντως. Τον κυνηγάει από μίσος και μόνο ο κυβερνήτης της Ραδόνια. Αυτά πρέπει να σου είναι αρκετά για τώρα. Ο χρόνος μας τελειώνει». Την κοίταζε ακίνητος και αναποφάσιστος. Και τότε το αυστηρό της πρόσωπο ήταν λες και έλιωσε. «Σε παρακαλώ...» είπε σιγανά. Χίλιες κατάρες, σκέφτηκε μέσα του. Τι έχω πάθει; Φωναχτά μπόρεσε μόνο να πει:
«Εντάξει, πάμε».
Φανερά ανακουφισμένη η άγνωστη είπε:
«Στείλε κάποιους από το πλήρωμα στην αποθήκη Β15Ε224, πρέπει να πάρουμε δυο κιβώτια. Θα τους συναντήσουμε εκεί». Χωρίς άλλη κουβέντα πήρε ένα μικρό σακίδιο το έβαλε στην πλάτη και ξεκίνησε. Την ακολούθησε προσπαθώντας ακόμα να συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί.


Μιχάλης Κοτσαρίνης