Το γεράκι του Νότου (Κεφάλαιο 12) Καμία εμπιστοσύνη

Η γυναίκα γονάτισε αργά δίπλα του και μουρμούρισε κάτι σε μία ακαταλαβίστικη γλώσσα, ενώ το κουτάβι συνέχιζε να γυροφέρνει τον τραυματία και να τον μυρίζει. Ο Χριστόφορος την κοίταξε επιφυλακτικά, μα δεν μίλησε.
Είχε μαύρα, κατσαρά μαλλιά και μάτια μελιά, μεγάλα και έντονα. Ήταν όμορφη, αλλά με έναν άγριο, απεριποίητο τρόπο.
Έπιασε το μάγουλό του και τον έκανε να την κοιτάξει. Τα μάτια του συνάντησαν τα δικά της, που έμοιασαν έκπληκτα στο θέαμα. Μηχανικά, του χάιδεψε το μάγουλο, καθαρίζοντάς το από την πολλή λάσπη.
Ο Χριστόφορος έστρεψε το βλέμμα του αλλού αμήχανα. Όλο του το κορμί τον πονούσε και δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτε άλλο.
Η γυναίκα ανασηκώθηκε απότομα και ανασκουμπώθηκε. Έσπρωξε το μοναδικό της δισάκι πίσω από τη μέση της και έβαλε τα χέρια της σκεπτικά στους γοφούς της, χτυπώντας το πόδι της ρυθμικά στο χώμα. Δίχως να πει τίποτα, γύρισε από εκεί που ήρθε και εξαφανίστηκε μέσα στα θάμνα.
«Όχι… Περίμενε! Μην φεύγεις!» ψέλλισε ο Χριστόφρος απελπισμένα, τεντώνοντας το χέρι προς το μέρος της.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και στηρίχτηκε με δυσκολία στα χέρια του, σηκώνοντας τελικά το σώμα του πάνω στα γόνατά του. Ανάσανε βαριά και δύσκολα και κοίταξε γύρω του, μισοκλείνοντας τα μάτια εξ αιτίας της λάσπης που του λέρωνε το πρόσωπο. Η γυναίκα φάνηκε ξανά, αυτή τη φορά κρατώντας και ένα ασκί δερμάτινο. Σαν τον είδε να προσπαθεί να σηκωθεί έτρεξε προς το μέρος του ανήσυχη.
«Σιγά- σιγά!» του φώναξε σε σπαστά ελληνικά και γονάτισε δίπλα του, πιέζοντας με το χέρι της την πλάτη του για να τον καθίσει πάλι κάτω.

Ο Χριστόφορος μόρφασε από τον πόνο, καθώς η γυναίκα τον έσπρωχνε πάνω στο πόδι που είχε γυρίσει, μιας και δεν το είχε δει. Με ένα ξεψυχισμένο βογγητό κατάφερε να τεντώσει μπροστά το πονεμένο του πόδι και να καθίσει κανονικά στο χώμα. Η γυναίκα συνοφρυώθηκε και σύρθηκε σαν ζώο κοντά στο πόδι του. Έλυσε το σανδάλι του και περιεργάστηκε τον αστράγαλό του: είχε πρηστεί άσχημα. Του πίεσε ελάχιστα το πρήξιμο και ο νεαρός πετάχτηκε πονεμένα.

«Συγγνώμη» του είπε, δίχως να τον κοιτάξει και έβαλε να ψαχουλεύει το δισάκι της.

Ύστερα το μετάνιωσε και έπιασε το ασκί, ανοίγοντάς το βιαστικά. Το πρόσφερε στο Χριστόφορο, που το πήρε χωρίς δεύτερη σκέψη και ήπιε νερό λαίμαργα. Εκείνη συνέχισε το ψαχούλεμα στο δισάκι της, μέχρι που τράβηξε από μέσα ένα πανί και ένα μικρό, υφασμάτινο πουγκί. Άνοιξε το πουγκί και έβγαλε από μέσα με τη χούφτα της μία κιτρινωπή σκόνη. Έφτυσε πάνω της και την ανακάτεψε, μέχρι να γίνει σαν αλοιφή και την άπλωσε στο σημείο του πρηξίματος. Τίναξε τα χέρια της και με το πανί έδεσε σφιχτά το στραμπούληγμα. Κοίταξε το Χριστόφορο, που είχε μείνει να παρακολουθεί τις κινήσεις της αποσβολωμένα.

«Ξέρω. Παίρνω τον μεγαλύτερο τίτλο ηλιθιότητας» της είπε κουρασμένα, δίχως να μπει στον κόπο να σκουπίσει κανονικά το πρόσωπό του. «Καλά λένε ότι όποιος βιάζεται σκοντάφτει…»

Η γυναίκα γέλασε, παίρνοντας για πρώτη φορά κάποια έκφραση στο σοβαρό πρόσωπό της.

«Μπορείς να σηκωθείς;» τον ρώτησε με τα ίδια σπαστά ελληνικά.

«Νομίζω πως ναι»

Στηρίχτηκε στα χέρια του και προσπάθησε να ανασηκωθεί πάνω στο καλό του πόδι. Η γυναίκα τον είδε που ζορίστηκε και έσπευσε να τον κρατήσει από την αδύναμη πλευρά του, μέχρι να τον σηκώσει εντελώς όρθιο. Σφύριξε στο σκυλί και άρχισε να περπατά, κρατώντας πάντα το Χριστόφορο, που κούτσαινε, μην μπορώντας να πατήσει καλά το στραμπουλιγμένο του πόδι.

«Εσύ έρθεις μαζί μου» είπε η γυναίκα, κάπως μεταξύ ερώτησης και κατάφασης.

«Πού πάμε;» ρώτησε ο Χριστόφορος.

Η γυναίκα δεν απάντησε.

«Δε νομίζεις ότι χρειάζεται να ξέρω το όνομα της γυναίκας που με βοήθησε;» επέμεινε ο Χριστόφορος, μα η γυναίκα πάλι δεν αντέδρασε.

Παραξενεμένος με την σιωπή της, σιώπησε και εκείνος.

Ευτυχώς δεν χρειάστηκε να περπατήσουν πολλή ώρα. Αφού πέρασαν τα θάμνα και ένα πολύ στενό μονοπάτι ανάμεσα στα βράχια, έφτασαν σε ένα μικρό άνοιγμα μπροστά από έναν τεράστιο βράχο, όπου μία και μοναχική βελανιδιά φύτρωνε σύρριζα στην πέτρα. Μια μικρή φωτιά έκαιγε εκεί, οριοθετημένη από διάφορες πέτρες, ενώ τριγύρω της ήταν παρατημένα μερικά μαγειρικά σκεύη διαφόρων μεγεθών και αρκετά πουγκιά αγνώστου περιεχομένου.

Η γυναίκα τον οδήγησε κοντά στη φωτιά και τον βοήθησε να καθίσει. Ύστερα έσπευσε να πιάσει ένα κατσαρολάκι, στο οποίο έριξε διάφορα φυλλαράκια από τα πουγκιά της και με λίγο νερό από το ασκί της, το έβαλε στη φωτιά να βράζει.

Τον κοίταξε που έτρεμε και με μία κίνηση του έδειξε αυστηρά να βγάλει το πανωφόρι του. Ο Χριστόφορος υπάκουσε πειθήνια, μα δίστασε όταν η γυναίκα του έδειξε και την πουκαμίσα του.

«Είναι κάπως απρεπές να γδυθώ μπροστά σου, δε νομίζεις;» τη ρώτησε ντροπαλά.

Η γυναίκα γέλασε και στριφογύρισε τα μάτια της.

«Είσαι αστείος» είπε και τον πλησίασε. «Δεν θα δω κάτι που δεν έχω ξαναδεί» συμπλήρωσε και έσκυψε, αρχίζοντας να λύνει μόνη της τα κορδόνια της μουσκεμένης πουκαμίσας.

Τρομερά αμήχανος, ο Χριστόφορος τής έπιασε τα χέρια απότομα και τη σταμάτησε.

«Καλύτερα να το βγάλω μόνος μου» ξερόβηξε και η γυναίκα, χαμογελώντας σχεδόν ειρωνικά, τον άφησε και γύρισε στη φωτιά της.

Βγάζοντας την πουκαμίσα του, ένιωσε υπερβολικά εκτεθειμένος και αμέσως έφερε τα γόνατα κοντά στο σώμα του για να κρύψει τη γύμνια του. Η γυναίκα τον κοίταζε απροκάλυπτα, ενώ συγύριζε τα πράγματά της.

«Είσαι δυνατός και όμορφος άντρας. Δεν χρειάζεται να κρύβεσαι» του είπε, χασκογελώντας ακόμα.

«Κρυώνω» της απάντησε ενοχλημένα και κουλουριάστηκε πιο πολύ.

«Αα, ναι, έχεις δίκιο!» αναφώνησε η γυναίκα και έβγαλε το μανδύα της.

Ήρθε να σταθεί πίσω του και τον έριξε στους ώμους του.

«Θα προσφερόμουν να σε ζεστάνω με την αγκαλιά μου, αλλά μάλλον θα έφευγες, αν και κουτσός, τρέχοντας, μόλις θα σε πλησίαζα…» συνέχισε και γέλασε πάλι ειρωνικά.

Ο Χριστόφορος ένιωσε να κοκκινίζει. Αρχικά από ντροπή, μα ύστερα από εκνευρισμό. Για κανέναν δειλό τον πέρναγε;

«Το ότι θέλω να είμαι ευπρεπής μπρος σου, γυναίκα, δεν σημαίνει ότι σε φοβάμαι κιόλας» της είπε ψυχρά και έσφιξε πάνω του τον μανδύα, κοιτώντας τη φωτιά.

«Ίσως και να έπρεπε» του απάντησε, κοιτώντας τον στα μάτια, τα δικά της να αντανακλούν τις σπίθες της φωτιάς της. «Πώς σε λένε;»

«Εσύ δεν μού απάντησες προηγουμένως… Γιατί να σου πω εγώ τώρα;»

Η γυναίκα δυσανασχέτησε, αλλά ύστερα ξεφύσησε.

«Μάλλον έχεις δίκιο. Με λένε Δαλιδά» του χαμογέλασε αινιγματικά και κάθισε απέναντί του στο χώμα, σηκώνοντας ψηλά στα πόδια της το φόρεμά της.

«Δαλιδά; Το όνομα της προδοσίας» κοίταξε κλεφτά τα πόδια της ο Χριστόφορος και ύστερα πάλι τη φωτιά.

«Ξέρω, ξέρω. Εσείς οι χριστιανοί και οι Εβραίοι έτσι λέτε… Το δικό σου όνομα ποιο είναι, λοιπόν;»

Ο Χριστόφορος την κοίταξε επιφυλακτικά. Ένιωθε μια παράξενη αναστάτωση που βρισκόταν κοντά της.

«Με λένε… Δημήτριο. Όπως και να έχει, Δαλιδά, σε ευχαριστώ για τη βοήθεια και… και τη φιλοξενία»

«Δεν κάνει τίποτα, Δημήτριε» αναστέναξε και ακούμπησε στα χέρια πίσω της η όμορφη Δαλιδά. «Είχα πολύ καιρό να δω άνθρωπο, η αλήθεια είναι»

«Τι κάμεις εδώ πέρα μοναχή;»

«Έτσι ζω εγώ. Μοναχή και κρυμμένη» του απάντησε και τον κοίταξε στα μάτια. «Έχεις αλλιώτικο χρώμα μάτια. Είσαι τυχερός, δεν θα σε πιάνει εύκολα η βασκανία»

Ήταν η σειρά του Χριστόφορου να γελάσει ειρωνικά. Η παράξενη αυτή γυναίκα δεν ήταν διόλου αλλιώτικη στις προληπτικές της απόψεις.

«Ναι, ναι, ό, τι πεις…»

«Δεν με πιστεύεις; Η βασκανία είναι αληθινή, όσο και η μαγγανεία… Και όμορφοι άνθρωποι σαν και εσένα πρέπει να φυλάγονται από δαύτες» του είπε με μία φωνή ήσυχη, αλλά απειλητική και άρχισε να ψαχουλεύει τα πράγματά της πάλι.

«Μού αρέσει να βλέπω το καλό σε όλους τους ανθρώπους και να μην σκέφτομαι πάντα το κακό» σχολίασε εκνευρισμένα ο Χριστόφορος.

«Καημένε…» κάγχασε η Δαλιδά. «Ζούμε σε έναν κόσμο που δεν πρέπει να εμπιστεύεσαι κανέναν, μικρέ μου ομορφούλη, ακούς;»

Έβγαλε τελικά από ένα πουγκί ένα μακρύ κορδόνι με μία γαλάζια χάντρα περασμένη πάνω του και του το πέταξε. Ο Χριστόφορος το κοίταξε καχύποπτα.

«Τι είναι πάλι αυτό;»

«Χάντρα για να σε φυλάει από τη βασκανία!» του είπε με δέος η Δαλιδά.

Ο Χριστόφορος έβαλε τα γέλια.

«Έχω το Θεό να με φυλάει. Δεν χρειάζομαι τέτοια ειδωλολατρικά εγώ» της είπε σκληρά και αγνόησε τη χάντρα.

«Σκέψου καλύτερα αυτό που λες, κοιτώντας το πονεμένο σου πόδι και το γρατζουνισμένο σου κορμί!» αγρίεψε η Δαλιδά και σηκώθηκε να βγάλει το κατσαρολάκι από τη φωτιά.

«Είχα απλά μία ατυχία, επειδή είμαι απρόσεχτος και έχει βρέξει! Δεν χρειάζεται να σκεφτώ τίποτε άλλο!» ξεφύσησε ο νεαρός και πήρε στο χέρι του την ξύλινη κούπα με το αχνιστό ρόφημα που του πρόσφερε η γυναίκα. «Άκου. Σε ευχαριστώ για τη φροντίδα. Στο δισάκι μου έχω φαγητό. Πεινάς; Μπορώ να μοιραστώ το φαγητό μου μαζί σου» της είπε, μετανιώνοντας που αγρίεψε.

Η Δαλιδά χαμογέλασε αυτή τη φορά τρυφερά.

«Δεν θα σου πω όχι. Έχω να φάω δύο μέρες»

Μοιράστηκαν λίγο ψωμί και τυρί, μερικά κρεμμύδια και στο τέλος από ένα μήλο. Ο Χριστόφορος άρχισε να πίνει από το αφέψημα που του είχε δώσει η Δαλιδά και εκείνη ήπιε μπόλικο νερό από το ασκί της.

«Μιλάς περίεργα τα ρωμαίικα. Δεν είσαι Ρωμαία, έτσι;» τη ρώτησε ήσυχα.

«Όχι. Είμαι… Δεν έχει σημασία από πού είμαι. Ήμουν δούλη στο σπίτι ενός αρχόντου από παιδί. Τώρα το έχω σκάσει και μένω μακριά για να μην με ξαναπιάσουν. Είμαι πρώτη φορά στη ζωή μου ελεύθερη!» άνοιξε τα χέρια της διάπλατα και γέλασε με τα κάτασπρα δόντια της να αστράφτουν στο φως της φωτιάς.

«Χαίρομαι που είσαι ελεύθερη…» της χαμογέλασε για πρώτη φορά ο Χριστόφορος και ήπιε ακόμα μια γουλιά από το πικρό του ρόφημα.

«Είσαι καλό παιδί, ξανθούλη. Παράξενος, αλλά καλός. Για πού τραβάς;»

«Πάγω στη Μονεμβασιά. Θέλω να γίνω στρατιώτης»

«Όλες οι αρχοντοπούλες της Μονεμβασιάς θα τρελαθούν με τα μάτια σου…» γέλασε πονηρά η Δαλιδά και του έκλεισε το μάτι.

«Αυτό είναι το τελευταίο πράγμα που με απασχολεί…» χασμουρήθηκε ο Χριστόφορος και χάιδεψε το κουτάβι που είχε κουρνιάσει δίπλα στο πόδι του.

«Τώρα λες έτσι… Άμα βρεις την κατάλληλη, δεν θα μπορείς να σταματήσεις να τη σκέφτεσαι!» κούνησε το δάχτυλο η Δαλιδά, μα η φωνή της αντήχησε παράξενη στα αυτιά του νεαρού.

Κοίταξε γύρω του και ο χώρος του φάνηκε να τρέμει, να θολώνει. Χασμουρήθηκε για άλλη μία φορά και κράτησε το κεφάλι του. Ένιωθε ξαφνικά βαρύς και ασήκωτος. Το μάτι του έπεσε στην ξύλινη κούπα και μια ανησυχία τον κατέλαβε.

«Τι μού έδωσες να πιω;» ρώτησε με δυσκολία.

«Ένα μείγμα ειδικό…» σηκώθηκε η Δαλιδά και τον πλησίασε.

Η φωνή της αντηχούσε στο κεφάλι του και χανόταν. Η όρασή του θόλωνε.

«Τι μείγμα;» προσπάθησε να φωνάξει, αλλά ένιωσε ότι λίγο θέλει για να ξαπλωθεί χάμω.

«Μη φοβάσαι» γονάτισε δίπλα του και πέρασε το χέρι της πίσω από το κεφάλι του, σπρώχνοντάς τον μαλακά να ξαπλώσει κάτω. «Είναι βοτάνια χαλαρωτικά, για να μην πονάς… Θα κοιμηθείς τώρα ήσυχα… Και το πρωί δεν θα πονάς πουθενά…» αντήχησε για τελευταία φορά η φωνή της και η εικόνα του προσώπου της, που τον κοιτούσε καθησυχαστικά, ήταν το τελευταίο πράγμα που είδε πριν να αποκοιμηθεί.




--




Άνοιξε τα μάτια του με δυσκολία και αντίκρισε τον ουρανό γαλάζιο μετά από πολλές μέρες. Ο ήλιος είχε ανέβει αρκετά ψηλά.

Προσπάθησε να ανασηκωθεί, μα το κεφάλι του ήταν λες και ζύγιζε διπλάσια από ό, τι συνήθως. Δεν τον πονούσε αλλά ήταν βαρύ. Μισόκλεισε τα μάτια, προσπαθώντας να θυμηθεί τι είχε συμβεί το προηγούμενο βράδυ.

Κατάφερε τελικά να ανασηκωθεί και είδε τα χέρια του που είχαν πάνω τους ξεραμένη λάσπη και γρατζουνιές. Όλη του η τούμπα και ο τραυματισμός του ήρθαν μεμιάς στο μυαλό του. Το ίδιο και η Δαλιδά με τα βοτάνια της. Κούνησε ελαφρά το πόδι του και συνειδητοποίησε ότι όντως τον πονούσε λιγότερο. Και το σώμα του ήταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση.

Το βλέμμα του καθάρισε και τεντώθηκε. Συνειδητοποίησε όμως ότι ο χώρος γύρω του ήταν υπερβολικά άδειος και ότι το μόνο που ακουγόταν ήταν ένα κλαψούρισμα, μαζί με το πρωινό αεράκι. Γούρλωσε τα μάτια.

Όλη η εγκατάσταση της Δαλιδά, μαζί και η ίδια, δεν ήταν πουθενά.

«Δαλιδά! Δαλιδά, πού χάθηκες;» φώναξε με όση δύναμη είχε, μα απάντηση δεν πήρε.

Μόνη απόδειξη ότι υπήρξε πραγματικά η μυστηριώδης γυναίκα ήταν τα αποκαΐδια της φωτιάς της και το μικρό της κουτάβι, που κλαψούριζε δεμένο στη βελανιδιά με ένα σκισμένο ύφασμα. Το πανωφόρι και η πουκαμίσα του κρέμονταν στεγνά από τα κλαδιά του δέντρου.

Μπερδεμένος ο Χριστόφορος, ετοιμάστηκε να σηκωθεί. Δίπλα του ήταν αφημένη μια χοντρή βέργα, η οποία θα μπορούσε να τον βοηθήσει να περπατήσει. Μα, το τρομακτικό ήταν ότι δίπλα του δεν υπήρχε τίποτε άλλο. Το δισάκι του έλειπε. Με όλες του τις προμήθειες και όλα τα νομίσματα που του είχαν περισσέψει.

Άνοιξε το στόμα και ένιωσε τα μάγουλά του να κοκκινίζουν, το κεφάλι του να βράζει από εκνευρισμό. Μούγκρισε σαν πληγωμένο ζώο. Αυτή η γυναίκα τού είχε πάρει τα πάντα!

Τρελαμένος από θυμό, έπιασε με αγωνία το σακούλι στο ζωνάρι του, αλλά το ένιωσε γεμάτο και ανακουφίστηκε κάπως. Το εγχειρίδιο του Ελλαδίτη ήταν ακόμα στη θέση του, το ίδιο και ο σταυρός της μάνας του στο λαιμό του.

Οι σφυγμοί του έπεσαν αμέσως. Έπρεπε να ηρεμήσει. Θα έβρισκε λύση. Θα έβρισκε προμήθειες με κάποιο αντάλλαγμα στο κοντινό χωριό. Κάποιος θα τον βοηθούσε, δεν μπορεί!

Σηκώθηκε όρθιος και- κουτσαίνοντας- πήρε τη βέργα και στηρίχτηκε με ανακούφιση. Αυτή η Δαλιδά τον είχε φροντίσει και τον είχε κάνει να νιώσει καλύτερα, οπότε δεν θα της κρατούσε κακία. Αλλά θα προτιμούσε να μην την ξαναδεί μπροστά του.

Φόρεσε την πουκαμίσα του, πήρε το πανωφόρι του και τον μανδύα της, που τον είχε σκεπάσει το προηγούμενο βράδυ, και κίνησε να φύγει.

Μονάχα, ένα κλαψούρισμα, τον έκανε να κοντοσταθεί και κοιτάξει πίσω. Το κουτάβι τον κοιτούσε παρακλητικά.

«Τι με κοιτάς έτσι;» μουρμούρισε ένοχα στο ζωντανό. «Δεν μού φτάνω εγώ, να κουβαλάω και εσένα;» άνοιξε τα χέρια, απολογούμενος και ήταν έτοιμος να φύγει.

Ξεφύσησε.

«Από την άλλη, δεν μπορώ να σε αφήσω εδώ… Είσαι και εσύ πλάσμα του Θεού» έξυσε το κεφάλι του. «Έλα, έλα, μικρέ κλαψιάρη. Θα σε πάρω μαζί μου…» αναστέναξε και γύρισε πίσω να λύσει το κουτάβι.

Το μικρό σκυλί κούνησε την ουρά του με ευγνωμοσύνη, σαν το έλυσε, και άρχισε να χοροπηδάει πάνω στο Χριστόφορο, που έβαλε τα γέλια.

«Άσε τις αγάπες και προχώρα μπροστά μου. Πρέπει να βρούμε κάτι να φάμε!»




--

Κάπου στο Μοριά




Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό, με εξαίρεση ένα και μοναδικό λυχναράκι που έκαιγε πάνω σε κάποιο τραπέζι. Το μόνο που ακουγόταν στο μυστηριώδες υπόγειο ήταν ο αργός βηματισμός ενός άνδρα, που πηγαινοερχόταν στις σκιές.

Ένα χτύπημα στην πόρτα διέκοψε τον επίμονο βηματισμό του.

«Λεοντάρι» είπε κοφτά και στεγνά η φωνή του άνδρα.

«Αετός» απάντησαν δύο φωνές από έξω και η πόρτα άνοιξε, αφήνοντας ελάχιστο φως από το φεγγάρι, που έμπαινε από το παράθυρο του διαδρόμου, να φωτίσει το υπόγειο.

Ένας νεαρός, μελαχρινός και καλοστεκούμενος άνδρας μπήκε, μαζί με έναν ωριμότερο γενειοφόρο και έναν κακομοίρη κουρελή να τους ακολουθεί από πίσω.

Η πόρτα έκλεισε γρήγορα και το δωμάτιο βυθίστηκε πάλι στο σκοτάδι.

«Καλώς σε βρήκαμε, αυθέντη…» ακούστηκε η φωνή του γενειοφόρου.

«Αφήστε τις χαιρετούρες και πείτε μου γιατί με αναγκάζετε να εκτίθεμαι σε κίνδυνο για να δω τα μούτρα σας» απάντησε κοφτά ο άνδρας που ήταν ήδη στο δωμάτιο.

«Αυτός ο άχρηστος τα έκανε μαντάρα με τη μαγγανεία…» γρύλλισε ο νεαρός και έσπρωξε απότομα τον κουρελή μπροστά.

Ο κουρελής μαζεύτηκε φοβισμένα. Έτρεμε ολόκληρος.

«Εγώ τα έκανα όλα όπως μού είπατε, αυθέντες μου… Δεν έκαμα κανένα λάθος!»

«Πάψε!» φώναξε ο νεαρός.

Ο «αυθέντης» ξεφύσησε απηυδισμένα.

«Περιστοιχίζομαι από άχρηστους!» μούγκρισε και χτύπησε το χέρι στο τραπέζι. «Αυτό είναι το πρόβλημά μου σε όλη μου τη ζωή!»

Ανέπνευσε πιο ήρεμα και έσφιξε τη γροθιά του.

«Ούτως ή άλλως το σχέδιο της μαγγανείας ήταν ανόητο. Θα είχε αξία μόνο για να φοβίσει τον Δεσπότη. Οπότε δεν μας πειράζει που το ανακάλυψαν» είπε τελικά πιο ήσυχα και οι άντρες απέναντί του ανέπνευσαν πιο εύκολα.

«Τι σκέφτεσαι για τη συνέχεια; Είμαστε έτοιμοι για τις προσταγές σου» άνοιξε τα χέρια ο νεαρός.

«Μήπως ήρθε η ώρα να κάνουμε κίνηση;» ρώτησε ανυπόμονα ο γενειοφόρος.

«Φυσικά και όχι, ανόητε. Να πεις στον κύριό σου να συνεχίσει όπως έχουμε συμφωνήσει. Κι εσείς, φροντίστε να ψαρεύετε ανθρώπους έμπιστους, ικανούς. Χρειαζόμαστε ανθρώπους. Αυτός ο αγαθιάρης, ο Δεσπότης (κάγχασε ειρωνικά), έχει κερδίσει τον κόσμο με το μέρος του με τις δήθεν αγαθοεργίες του. Υποσχεθείτε φλουριά και αξιώματα. Όταν καταφέρουμε το στόχο μας θα μπορούμε να τους τα δώσουμε όλα»

«Μάλιστα, αυθέντη!» απάντησαν εν χορώ οι δύο άντρες.

«Και όσο για σένα, άχρηστε κουρελή… Η ύπαρξή σου δεν μου χρησιμεύει σε τίποτα. Κόψτε του το λαρύγγι να τελειώνουμε, ξέρει πολλά» είπε ψυχρά ο «αυθέντης» και το πρόσωπο του κουρελή παραμορφώθηκε από το φόβο.

Έπεσε στα γόνατα, δένοντας τα χέρια παρακλητικά.

«Όχι αυθέντη μου, όχι! Σε παρακαλώ, θα κάνω ό, τι μου ζητήσεις. Θα μαθαίνω ό, τι πληροφορία θες…»

«Κλείσε το αυθάδικο στόμα σου, τιποτένιε!» φώναξε ο νεαρός και με το πόδι του έριξε κάτω τον άμοιρο άνδρα, ενώ τράβηξε το ξίφος του, φέρνοντάς το πάνω από το λαιμό του.

«Σε παρακαλώ αυθέντη, άσε με να ζήσω! Θα κάνω ό, τι μού πεις… Θα σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια αν χρειαστεί!» κλαψούρισε ο κουρελής απελπισμένα.

Ο «αυθέντης» γέλασε σκληρά και ένευσε στο νεαρό να μαζέψει το ξίφος του.

«Να σκοτώσεις, ε; Ενδιαφέρον. Προς το παρόν θα ζήσεις. Αλλά αν τυχόν ανοίξεις το στόμα σου ή τα θαλασσώσεις πάλι… Να είσαι σίγουρος ότι θα σε βρω. Και θα σε σκοτώσω» έφτυσε σχεδόν τις λέξεις του και κλώτσησε τον δούλο στα πλευρά.




--




«Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα γιόρταζε το στομάχι μου για ένα μήλο και δύο φέτες ψωμί…» αναστέναξε με ανακούφιση ο Χριστόφορος, σκουπίζοντας το στόμα του με την αναστροφή της παλάμης του.

Οι άνθρωποι στο χωριό που είχε περάσει του είχαν δώσει- ευτυχώς- λίγο νερό και αυτά τα ελάχιστα φαγώσιμα που αποτέλεσαν το μοναδικό του γεύμα της ημέρας. Το κουτάβι είχε βολευτεί με τα αποφάγια που του πέταξε μία νοικοκυρά και μπόλικο νερό από τους λάκκους του δρόμου. Είχαν απομακρυνθεί ήδη δυο ώρες από το χωριό εκείνο και τώρα κοντοζύγωναν το περιβόητο Γεράκι, ένα από τα μεγάλα προπύργια του Δεσποτάτου στο Μοριά. Το μεγάλο κάστρο του φαινόταν κιόλας στο βάθος του ορίζοντα.

«Βέβαια, ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα άνοιγα και συζήτηση με ένα σκύλο, αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία…» στηρίχτηκε για λίγο στη βέργα του ο Χριστόφορος και χάζεψε το κουτάβι που έτρεχε δεξιά και αριστερά, μυρίζοντας τα χορτάρια.

Το κουτάβι γύρισε να τον κοιτάξει και του γάβγισε, σαν να τον ρωτούσε γιατί δεν προχωράνε παραπέρα, κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια.

«Έρχομαι, έρχομαι! Ανυπόμονε…» μουρμούρισε και προχώρησε κουτσά- στραβά εμπρός. «Πρέπει να σε βαφτίσω. Αλλά τι όνομα να ταιριάζει σε ένα κουτάβι σαν κι εσένα;» έξυσε το κεφάλι του και ύστερα χάιδεψε το ζωντανό, που του γάβγισε πάλι χαρούμενα. «Νομίζω ότι προς το παρόν θα σε φωνάζω «Γαβ». Είναι ούτως ή άλλως το μόνο πράγμα που ακούω από εσένα» χαμογέλασε παιχνιδιάρικα ο Χριστόφορος και τράβηξε το μακρύ αυτί του… νεοφώτιστου Γαβ. «Υπομονή Γαβ. Στο Γεράκι θα βρούμε καλό φαΐ και καμιά ζεστή καλύβα να κοιμηθούμε, ε; Τι λες; Έχε αισιοδοξία, Γαβ! Τα πράγματα θα πάνε καλύτερα, θα το δεις!»

Περπάτησαν για καμιά ώρα ακόμα, δίχως καμία στάση. Οι αντοχές του πονεμένου Χριστόφορου εξαντλούνταν σιγά- σιγά, αλλά το Γεράκι φαινόταν αρκετά κοντά πια. Δεν θα έκανε το ίδιο λάθος να ξεκουραστεί και να χάσει πάλι το χρόνο του μέχρι να τον πάρει η νύχτα.

Είχαν αρχίσει να συναντάνε τα πρώτα καλλιεργημένα χωράφια και μερικά καλυβάκια των χωρικών. Σε κανένα χιλιόμετρο θα έφταναν στα πρώτα σπίτια της πόλης, έξω από τα τείχη. Ο ενθουσιασμός του Χριστόφορου κορυφωνόταν, μπρος στο θέαμα του περήφανου κάστρου των Ρωμαίων.

Προσπάθησε να επιταχύνει το βήμα του και το βλέμμα του δεν κατέβαινε από το ύψος των επάλξεων του κάστρου. Μια βραχνή φωνή τον έβγαλε από το ονειροπόλημά του.

«Βοήθησέ με, γιε μου… Μια βοήθεια για εμένα τον άμοιρο δεν έχεις να προσφέρεις;»

Ξαφνιασμένος, ο Χριστόφορος κοίταξε δίπλα του. Στην άκρη του χωματόδρομου καθόταν ένας άνδρας γεμάτος κουρέλια και χώματα. Τα απλωμένα για επαιτεία χέρια του ήταν γεμάτα γρατζουνιές και ουλές και το σώμα του φαινόταν αδύνατο και κακομοίρικο κάτω από τα κουρέλια του. Τα μάτια του, δυο μισάνοιχτες σχισμές, κοιτούσαν επίμονα και εξεταστικά το νεαρό.

«Φυσικά και θα σε βοηθήσω, άνθρωπέ μου. Δεν… Δεν έχω πολλά να σου δώσω, αλλά… Να! Πάρε τούτο το μανδύα να ζεσταθείς και… Και μία φέτα ψωμί τελευταία που έχω, πάρ’ την δική σου» βιάστηκε ο Χριστόφορος να του προσφέρει το μανδύα και να ανοίξει το σακούλι στο ζωνάρι του για να βγάλει το ψωμί.

«Θαρρώ ότι το πουγκί σου έχει και άλλα πράγματα που με ενδιαφέρουν, ξένε…» χαμογέλασε ξαφνικά ύπουλα ο ζητιάνος, παγώνοντας τον πρόθυμο Χριστόφορο.

«Δεν τα λες καλά… Καλύτερα να φύγω» είπε μουδιασμένα και γύρισε να φύγει.

«Δε νομίζω ότι έχεις να πας πουθενά, μικρέ…» ακούστηκε μια καινούρια φωνή από πίσω του και ο νεαρός γύρισε απότομα προς τα εκεί.

Δύο άντρες, μαυριδεροί και σημαδεμένοι, τον πίεζαν με τα εγχειρίδιά τους. Στην πλάτη του τον πίεσε ένα τρίτο εγχειρίδιο: αυτό που έκρυβε ο «ζητιάνος» στα κουρέλια του.

«Δεν χρειάζονται δυσκολίες μικρέ. Δώσε μας ό, τι έχεις και θα τη γλιτώσεις» γρύλισε ο ένας, που έμοιασε ο αρχηγός.

«Δεν έχω κάτι άλλο να σας δώσω. Δεν βλέπετε την κατάστασή μου;» τους φώναξε, ανοίγοντας τα χέρια διάπλατα.

Η καρδιά του χτυπούσε με φόβο, αλλά προσπαθούσε να φανεί ψύχραιμος. Καμία εμπιστοσύνη του είχε πει η Δαλιδά και είχε απόλυτο δίκιο. Αλλά τώρα ήταν αργά.

«Εγώ βλέπω το πουγκί σου φουσκωμένο… Σέργιε… Άνοιξέ το» διέταξε ο αρχηγός και ο «ζητιάνος» έχωσε το χέρι του άπληστα στο υφασμάτινο πουγκί.

Ο Γαβ γάβγιζε λυσσασμένα, καταλαβαίνοντας ότι κάτι δεν πάει καλά.

«Σκάσε!» ούρλιαξε ο δεύτερος άνδρας και κλώτσησε το σκυλί, που κουτρουβαλιάστηκε παραδίπλα και έμεινε ζαλισμένο να κλαψουρίζει.

Το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι του Χριστόφορου και οι παλάμες του σφίχτηκαν.

«Τι σου φταίει το ζωντανό;» φώναξε όσο άγρια δεν είχε φωνάξει ποτέ.

«Κάτσε ήσυχα και άσε τις παλληκαριές!» τον ζούληξε με το εγχειρίδιο ο Σέργιος, ματώνοντάς του την πλάτη. «Κοίτα εδώ πράγμα, αρχηγέ! Κοίτα εγχειρίδιο καλοφτιαγμένο!» αναφώνησε με άγρια χαρά, κουνώντας το εγχειρίδιο του Ελλαδίτη μπροστά στους άλλους δύο.

«Παλιάνθρωποι!» φώναξε ο Χριστόφορος και ήταν έτοιμος να βάλει ακόμα πιο άγριες φωνές, όταν η γροθιά του αρχηγού τον βρήκε στο μάγουλο.

Βόγκηξε, ζαλίστηκε και το αίμα έτρεξε ζεστό από τα χείλη του.

«Βούλωσέ το επιτέλους μικρέ βρωμιάρη!» γρύλλισε ο δεύτερος και τον κλώτσησε στο πονεμένο του πόδι.

Ο Χριστόφορος διπλώθηκε, πνίγοντας μετά βίας ένα πονεμένο ουρλιαχτό. Το στομάχι του ανακατεύτηκε από τον οξύ πόνο και η όρασή του θόλωσε.

«Μμμ, τέλεια, αυτό το εγχειρίδιο πιάνει πολλά, θα οικονομήσουμε ένα σωρό φλουριά!» γάβγισε με άγριο ενθουσιασμό ο Σέργιος.

«Και βλέπω ότι αυτός έχει κι άλλο πολύτιμο…» χαμογέλασε χαιρέκακα ο αρχηγός και έδειξε με το εγχειρίδιό του τη μισάνοιχτη πουκαμίσα του νεαρού, όπου φαινόταν ο πολύτιμος σταυρός της μάνας του.

«Δώσε εδώ τα πετράδια!» μούγκρισε ο δεύτερος και έχωσε το χέρι στην πουκαμίσα, τραβώντας μανιασμένα την αλυσίδα από το λαιμό του Χριστόφορου, πληγιάζοντάς του το δέρμα.

Η οργή για το πιο ιερό του αντικείμενο, ξύπνησε στο Χριστόφορο μία πλευρά του που δεν τη γνώριζε. Ένιωσε το αίμα να κυλάει στις φλέβες του καυτό και για λίγο ξέχασε τους τρομερούς του πόνους. Έπρεπε να σώσει το σταυρό, το κουτάβι του και τον εαυτό του.

«Κάντε πίσω!» φώναξε τόσο άγρια, που δεν αναγνώρισε ούτε ο ίδιος τη φωνή του και έσφιξε τη βέργα του και στα δυο του χέρια.

Με μία απότομη κίνηση απελευθερώθηκε από το κράτημα του ληστή και κούνησε κυκλικά τη βέργα του, με όση δύναμη είχε, χτυπώντας και τους τρεις άνδρες είτε στα πλευρά, είτε στα χέρια. Αυτοί διπλώθηκαν και απομακρύνθηκαν ξαφνιασμένα, δίνοντας ευκαιρία στο Χριστόφορο να αρχίσει να τους χτυπάει όπου έβρισκε με τη βέργα του. Τα μάτια του είχαν θολώσει από το θυμό και την ένταση, τα χέρια του έτρεμαν, αλλά ένιωθε δυνατός και δικαιωμένος, υπερασπιζόμενος τον εαυτό του.

Έδωσε ένα δυνατό χτύπημα στον αρχηγό και ανέπνευσε με άγρια ανακούφιση, όταν μια σουβλιά στη μέση του έκανε τα αυτιά του να βουίξουν. Έπιασε μηχανικά την πλευρά του και το χέρι γέμισε αίμα. Γύρισε πίσω του με όση δύναμη του απέμενε και είδε τον Σέργιο να κρατά το εγχειρίδιό του ματωμένο.

Προσπάθησε απεγνωσμένα να κρατηθεί όρθιος αλλά ο νέος πόνος ξύπνησε και όλους τους υπόλοιπους. Ξαφνικά ένιωσε τρομερά κουρασμένος και μια ζαλάδα τον ανακάτεψε επικίνδυνα. Έπεσε στα γόνατα και ύστερα στα τέσσερα. Ένιωσε ότι θα κάνει έμετο.

Οι τρεις κακοποιοί χίμηξαν λυσσασμένοι επάνω του και άρχισαν να τον κλωτσάνε και να τον γρονθοκοπούν, όπου έβρισκαν και μπορούσαν. Ο Χριστόφορος σωριάστηκε χάμω και δεχόταν τα χτυπήματά του αδιαμαρτύρητα. Η ακοή του είχε μειωθεί στο μισό, η όρασή του είχε θολώσει· όλα έμοιαζαν με όνειρο. Ένα κακό, επίπονο όνειρο.

Το τελευταίο του γεύμα απείλησε να βγει από το στομάχι του ακόμα πιο έντονα.

Σκέφτηκε ότι δεν ήθελε να πεθάνει.

«Τι κάνετε εκεί γουρούνια;!» ακούστηκε μία γυναικεία στριγκλιά και οι άντρες σταμάτησαν ό, τι έκαναν. «Άντρες! Χριστιανοί! Βοήθεια, κλέφτες! Δολοφόνοι!» ούρλιαζε η ίδια γυναίκα και η φωνή της πλησίαζε.

Αντρικές φωνές ακούστηκαν από πιο μακριά και αυτές να πλησιάζουν. Οι ληστές το έβαλαν στα πόδια.

Η ανάσα του Χριστόφορου έβγαινε βαριά. Ολόκληρο το σώμα του παλλόταν από τον πόνο και έχανε συνέχεια αίμα από τη μαχαιριά στη μέση του. Η ματιά του άρχισε να μαυρίζει.

Άκουσε ένα λαχάνιασμα κοντά του. Από πάνω του εμφανίστηκε μία νεαρή κοπέλα, με βαριά σκουλαρίκια και κοκκινάδι στα χείλη, ντυμένη στα λευκά και τα κόκκινα. Έσκυψε από πάνω του και του έπιασε τρυφερά το πρόσωπο.

«Όχι, όχι… Όχι, παλληκάρι μου, μην κλείνεις τα μάτια… Εδώ, εδώ είμαστε… Θα σε βοηθήσουμε…» ψέλλιζε φανερά ταραγμένη και τα χέρια της έτρεμαν. «Ελάτε γρήγορα!» ούρλιαξε και βήματα πολλών ανθρώπων ακούστηκαν επιτέλους πολύ κοντά.

Ο Χριστόφορος ησύχασε, αν και δεν σταμάτησε να πονάει διόλου.



«Κουράγιο, ομορφούλη… Κουράγιο…» ξεθώριασε η φωνή της στο κεφάλι του και τα πάντα μαύρισαν.





Vittoria Mantegna