Το γεράκι του Νότου (Κεφάλαιο 13) Φραγκιάδες

Καρύταινα, Μονή της Παναγίας
Ο Θεόφιλος πέταξε ένα ακόμα νόμισμα στο άδειο στρώμα του Χριστόφορου. Επεδίωκε να μην έχει ελεύθερο χρόνο ώστε να μην έχει περιθώριο να σκέφτεται, αλλά αυτό δεν ήταν πάντα εφικτό.
Το σακούλι με τα νομίσματα του φίλου του βρισκόταν δίπλα του, εκεί ακριβώς όπου το είχε αφήσει ο αρχικός του ιδιοκτήτης, κάμποσες μέρες πριν. Τι είχε προσπαθήσει; Να εξαγοράσει την οργή τους; Να απαλύνει τη θλίψη τους με χρήματα;
Ήταν ποτέ δυνατόν τα χρήματα να αντικαταστήσουν τον αδερφό του; Ή, έστω, να κάνουν την απουσία του λιγότερο αισθητή;
Πώς στο καλό διανοήθηκε κάτι τέτοιο ο Χριστόφορος;
Πέταξε κι άλλο νόμισμα, αυτή τη φορά περισσότερο εκνευρισμένα παρά μελαγχολικά.
Η ψυχή του ήταν βαριά και ασήκωτη. Από τότε που μπορούσε να θυμηθεί τον εαυτό του στο μοναστήρι- η πρότερη ζωή του άλλωστε ήταν πολύ θολή και αόριστη- δεν ήταν ποτέ μόνος. Δεν ήταν ποτέ μόνος, γιατί πάντα υπήρχε ο Χριστόφορος δίπλα του. Ο Χριστόφορος, που πάντα έμπαινε μπροστά και για τους δυο τους, που με την ήρεμη δύναμή του κατάφερνε να βάζει τα πάντα και τους πάντες στη θέση τους. Που ήξερε, όμως, και να γελάει και να συμμετέχει στα αστεία και σε όλες τις σκανδαλιές με τον δικό του τρόπο.
Πώς θα περνούσαν οι επόμενες μέρες, εβδομάδες, μήνες… χρόνια; Πώς θα ήταν υποφερτή η απομόνωση από τον έξω κόσμο χωρίς εκείνον σιμά; Αδερφοί ήταν κι ας μην τους είχε γεννήσει μήτε ίδιος πατέρας μήτε ίδια μάνα. Και η καρδιά του πονούσε λες και του είχαν πάρει το ίδιο του το αίμα μακριά.
Μόνη του παρηγοριά, όσο θλιμμένος, θυμωμένος και πληγωμένος και αν ένιωθε, ήταν ότι ο Χριστόφορος μπορεί και να ήταν ευτυχισμένος έτσι. Ίσως και πιο ευτυχισμένος από ό, τι είχε υπάρξει ποτέ στο μοναστήρι.
Ευχόταν μονάχα να μπορέσει να το επιβεβαιώσει κάποτε.
Ο Στέφανος μπήκε μέσα ιδιαίτερα οκνηρά για τα δικά του δεδομένα. Αναστέναξε και κούνησε το κεφάλι μελαγχολικά.
«Άδειο μού φαίνεται το δωμάτιο δίχως το Χριστόφορο, Θεόφιλε… Δεν μπορώ ακόμα να το πιστέψω ότι έτσι, μέσα σε μία νύχτα, έφυγε για πάντα» μουρμούρισε και σωριάστηκε με έναν αναστεναγμό στο στρώμα του.
«Μπορεί και να μην είναι για πάντα…» ανασήκωσε τους ώμους πεισματάρικα ο Θεόφιλος. «Αλλά, το ορκίζομαι, ότι… Ότι μόλις τον δω μπροστά μου θα του ρίξω μια σφαλιάρα που θα είναι όλη δική του!» έσφιξε τη γροθιά του και έσκυψε το κεφάλι ηττημένα.
Ο Στέφανος χαμογέλασε με συμπάθεια και κάποια θλίψη.
«Μωρέ ας ήταν εδώ και ας σού έριχνε εκείνος σφαλιάρες… Κακά τα ψέματα, Θεόφιλε. Ξέρω πόσο πονάς. Κι εγώ πονάω. Δεν έχει νόημα να το κρύβουμε ο ένας από τον άλλον»
«Και να μην το κρύβουμε τι, δηλαδή, Στέφανε; Θα αλλάξει κάτι; Μπορούμε να κάνουμε κάτι για να πονάμε λιγότερο; Μονάχα να βγούμε να τον βρούμε και να του δώσουμε τις σφαλιάρες κατ’ ιδίαν»
«Και γιατί δεν πας να τον βρεις;» αναρωτήθηκε μεταξύ αστείου και σοβαρού ο Στέφανος.
Ο Θεόφιλος σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε το κενό.
«Γιατί εγώ δεν είμαι τόσο γενναίος όσο εκείνος για να αφήσω ό, τι ξέρω όλη μου τη ζωή για το άγνωστο» απάντησε μετά από μια σύντομη σιωπή.
«Επομένως, αφού το βλέπεις έτσι, μην θυμώνεις. Ίσως αυτή η σκέψη να σε βοηθήσει…»
«Μα δεν θυμώνω επειδή έφυγε!» ξέσπασε ο Θεόφιλος. «Θυμώνω για το πώς έφυγε. Για το ότι δεν είπε τίποτα για την τελική του απόφαση και προτίμησε σαν δειλός να μην μας αντιμετωπίσει κατά πρόσωπο! Γιατί εκείνος δεν είναι δειλός και φέρθηκε σαν τέτοιος!» έσφιξε θυμωμένα τα χέρια και πετάχτηκε όρθιος.
«Δείξε κατανόηση, φίλε μου… Όταν έχει να κάνει με τους ανθρώπους που αγαπάμε, Θεόφιλε, όλοι μας τα χάνουμε και γινόμαστε άλλοι από αυτό που είμαστε. Μπορεί να φοβήθηκε ότι αν χρειαζόταν να μας αποχαιρετήσει κανονικά, θα άλλαζε γνώμη. Και άπαξ και το είχε πάρει απόφαση, σίγουρα αυτό δεν το ήθελε» σηκώθηκε και ο Στέφανος και τον χτύπησε παρηγορητικά στην πλάτη, χαμογελώντας. «Έλα, Θεόφιλε, πάμε κάτω, να κόψουμε μερικά ξύλα και να τα σκεπάσουμε. Έχει μειωθεί ο σωρός τις τελευταίες μέρες»
Κατέβηκαν στο ισόγειο και βγήκαν στην αυλή. Καταπιάστηκαν με τη δουλειά αμέσως και δεν μιλούσαν πολύ. Ήταν ο καθένας βουτηγμένος στις σκέψεις του και οι κουβέντες τους- συνεπώς- λίγες. Μόνο μια στιγμή, που το τσεκούρι ξεκόλλησε από τη λαβή του, που την κρατούσε ο Θεόφιλος, και έμεινε κολλημένο στο κούτσουρο, τους έκανε να βάλουν τα γέλια.
«Πάλι καλά που δεν σού έφυγε προς τα πίσω, αδερφέ μου! Θα μού έτρωγες το κεφάλι!» κράτησε την κοιλιά του ο Στέφανος, γελώντας ακόμα.
Καλπασμός αλόγου ακούστηκε έξω από την εξώθυρά τους. Στράφηκαν και οι δύο παραξενεμένοι κατά την είσοδο της αυλής. Τα δευτερόλεπτα τούς φάνηκαν σαν αιώνας, μέχρι τελικά να ανοίξουν τα φύλλα της πόρτας και να μπει ένας καλοστεκούμενος, αρχοντικός άνδρας. Είχε ψαρά μαλλιά και πυκνή, επίσης γκρίζα, γενειάδα και τα ρούχα του ήταν περιποιημένα και καλοφτιαγμένα. Από το άνοιγμα της πόρτας φαίνονταν δύο ένοπλοι καβαλάρηδες, που περίμεναν υπομονετικά τον γκριζομάλλη αριστοκράτη.
Οι δύο νεαροί έμειναν να τον κοιτούν με ανοιχτό το στόμα.
«Ποιος είσαι και ποιον γυρεύεις, κύριέ μου;» ψέλλισε ο Στέφανος, παρατηρώντας ένα- ένα τα κοσμήματα και τα ρούχα του άρχοντα εντυπωσιασμένος.
«Ονομάζομαι Ιωάννης Ρίζος. Και γυρεύω να δω τον αναδεξιμιό μου, το Χριστόφορο Κυριαζή» είπε ο άνδρας σοβαρά, μα ύστερα χαμογέλασε με φανερή αγωνία για την απάντηση που θα λάβει.
«Ο πατέρας του;» ρώτησε κοφτά ο Θεόφιλος.
«Ο πατέρας του δεν γνωρίζει ότι βρίσκομαι εδώ. Θέλω απλά να δω το παιδί, να βεβαιωθώ ότι είναι καλά, να δω πώς είναι!» εξήγησε ο Ρίζος σφίγγοντας το μανδύα του νευρικά στα χέρια του. «Τον γνωρίζετε; Πού είναι;»
«Άργησες, αυθέντη. Ο Χριστόφορος δεν είναι πια εδώ» γέλασε πικρά ο Θεόφιλος και έχωσε τη λαβή ξανά στο τσεκούρι απότομα.
«Τι εννοείς; Πού είναι;» έσκουξε ο άνδρας και φάνηκε η αγωνία στο πρόσωπό του. «Είναι καλά;»
«Προσευχόμαστε να είναι καλά…» έμπλεξε τα δάχτυλα ο Στέφανος.
«Μα… πού βρίσκεται λοιπόν;» ρώτησε τελικά σαστισμένος ο Ιωάννης Ρίζος.
«Ο Θεός μονάχα ξέρει, κύριέ μου!» κάγχασε ο Θεόφιλος και τέντωσε το χέρι του με το τσεκούρι. «Ο Χριστόφορος έχει φύγει εδώ και κάμποσες μέρες και κανείς μας δεν ξέρει πού βρίσκεται πια» συμπλήρωσε και- με μία απότομη κίνηση- χτύπησε το κούτσουρο που είχε προηγουμένως αντισταθεί στην ορμή του.


--


Περίχωρα Γερακίου


Ο Χριστόφορος άνοιξε τα μάτια του με μεγάλο κόπο. Αντίκρισε τέσσερεις ασπρισμένους τοίχους και ένα ξύλινο ταβάνι.
Ένιωθε λες και τον είχε ποδοπατήσει άλογο από την κορυφή μέχρι τα νύχια και- εκτός αυτού- πεινούσε και διψούσε λυσσασμένα.
Έβγαλε μία ξεψυχισμένη φωνή και προσπάθησε να ανασηκωθεί, να στηριχτεί στους αγκώνες του. Ήταν, όμως, λες και τον είχαν στραγγίξει από κάθε σταγόνα δύναμης που είχε.
Πού βρισκόταν; Τι είχε συμβεί;
Ήταν ημίγυμνος από τη μέση και πάνω. Σήκωσε με δυσκολία το χέρι του και έτριψε το μέτωπό του. Μια γρατζουνιά που έτσουξε τον έκανε να βογκήξει. Ακούμπησε και το μάγουλό του και το ένιωσε ελαφρώς πρησμένο.
Ναι! Βέβαια… Οι τρεις κλέφτες, ο καβγάς, η μαχαιριά! Τα πράγματά του!
Ανακάθισε νευρικά, ορμώμενος από την αγωνία του για το τι είχε συμβεί. Μια επίπονη σουβλιά τον διαπέρασε στη μέση του και τον έκανε να φωνάξει πονεμένα. Κοίταξε το σώμα του. Ήταν γεμάτος μελανιές και αμυχές, αλλά η μέση του ήταν δεμένη προσεκτικά με επίδεσμο, που στο σημείο της πληγής άρχισε να κοκκινίζει.
Εκνευρίστηκε με τον εαυτό του: είχε καταφέρει να ανοίξει πάλι το τραύμα του.
Μια γυναίκα μπήκε στο δωμάτιο σχεδόν τρέχοντας. Ήταν η γυναίκα που είχε δει λίγο πριν χάσει τις αισθήσεις του. Και τώρα του φαινόταν ακόμα πιο όμορφη, αν και ακόμα πιο προκλητικά και φανταχτερά ντυμένη.
«Αα! Ιάκωβε! Μηνά! Ελάτε γρήγορα! Ο ξανθούλης ξύπνησε!» φώναξε και έσκασε ένα ενθουσιασμένο χαμόγελο. «Όχι, όχι, καλέ, ξάπλωσε πίσω!» κινήθηκε προς το μέρος του Χριστόφορου, κουνώντας του τα χέρια της για να του δείξει να ξαπλώσει. «Θα ανοίξεις πάλι την πληγή σου!»
«Κατόπιν εορτής η προειδοποίηση…» βγήκε αχνή η φωνή του Χριστόφορου για πρώτη φορά και της έδειξε το χέρι του, που είχε ματώσει από το αίμα που είχε περάσει από τον επίδεσμο.
«Αχ, όχι… Ξάπλωσε πίσω, ξανθούλη!» αναφώνησε θλιμμένα και τον πλησίασε για να τον σπρώξει πίσω στο μαξιλάρι του μαλακά.
Ο Χριστόφορος υπάκουσε κουρασμένα και ξάπλωσε πίσω του, αφού η γυναίκα τού ανασήκωσε ελαφρώς το προσκεφάλι. Όσο αυτή τού έλυνε τη γάζα για να κοιτάξει την πληγή, δύο άντρες μπήκαν στο φτωχικό δωμάτιο. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, ο Χριστόφορος δεν είχε προσέξει το δωμάτιο που τον φιλοξενούσε: ήταν φτωχικό και μικρό, αλλά φιλοξενούσε άλλα δύο στρωμένα, αχυρένια στρώματα και ένα μικρό σκαμνάκι, δίπλα από το προσκεφάλι του. Προς μεγάλη του ανακούφιση, στην απέναντι γωνία του δωματίου, ήταν κουλουριασμένος και κοιμόταν ήσυχα ο Γαβ.
Ο ένας άνδρας ήταν μεσήλικας, με πυκνή γκρίζα γενειάδα και φουντωτά επίσης γκρίζα μαλλιά, κοντός αλλά γεροδεμένος και ντυμένος με φτωχικά ρούχα. Τα καστανά μάτια του είχαν, όμως, μια σπάνια ζωντάνια και το πρόσωπό του έλαμπε από υγεία και ζωηράδα. Δίπλα του, ένας νεαρός- κοντά στην ηλικία του Χριστόφορου έμοιαζε- με καστανόξανθα σπαστά μαλλιά, ανακατεμένα από τον αέρα λες και ήταν καβαλάρης, φρεσκοξυρισμένος, ψηλός και γεροδεμένος, στεκόταν με τα χέρια του κρεμασμένα στο ζωνάρι του. Ήταν ντυμένος καλύτερα από τον γκριζομάλλη και ζωσμένος ένα εντυπωσιακό ξίφος.
«Ξύπνησε ο φίλος μας, Καλλιόπη;» ρώτησε ο νεαρός.
«Ναι, Μηνά. Απλά δεν τον πρόλαβα και μάτωσε την πληγή του» απάντησε η γυναίκα, δίχως να τον κοιτάξει.
Ο Χριστόφορος τούς κοίταξε με φανερή απορία, αλλά και ευγνωμοσύνη.
«Πώς είσαι, μικρέ; Πονάς; Ζαλίζεσαι;» τον πλησίασε και ο γκριζομάλλης.

«Διψάω» είπε σταθερά ο Χριστόφορος, αφού καθάρισε το λαιμό του βήχοντας.
«Βέβαια, βέβαιά, λογικό!» μουρμούρισε η Καλλιόπη και του έδωσε να πιεί από μια πήλινη κούπα.
Ήπιε λαίμαργα: σχεδόν πνίγηκε και αμέσως ζήτησε κι άλλο. Ένιωσε όλο του το εσωτερικό σύστημα να ξαναζωντανεύει και πολύ πιο ζωηρός.
Οι άνδρες, στο μεταξύ, κάθισαν στο πάτωμα μπροστά από το στρώμα του.
«Εντάξει, Καλλιόπη, μπορείς να φύγεις. Μη σε κρατάμε και πιότερο μακριά από το σπίτι σου…» ξερόβηξε ο γκριζομάλλης και η γυναίκα τον κοίταξε ξαφνιασμένα.
«Όχι, ήθελα να βοηθήσω… Θα έρθω να τον κοιτάξω και αύριο το πρωί. Και αν χρειαστείτε κάτι, Ιάκωβε… Βάλτε μια φωνή και έρχομαι» έμπλεξε τα δάχτυλά της και πήρε το πανωφόρι της για να φύγει.
«Ευχαριστώ» της έπιασε τον καρπό ο Χριστόφορος και την κοίταξε στα μάτια.
Εκείνη χαμογέλασε αμυδρά και με το ελεύθερο χέρι της του χάιδεψε τα μαλλιά.
«Δεν κάνει τίποτα» του είπε και έφυγε βιαστική.
Ο Μηνάς σφύριξε παιχνιδιάρικα.
«Σε συμπάθησε η Καλλιόπη, φίλε μου. Είναι χρήσιμη γνωριμία, θα με θυμηθείς!» έκλεισε το μάτι στο Χριστόφορο και γέλασε.
«Άσε τις ανοησίες, Μηνά. Ο άνθρωπος δεν έχει συνέλθει ακόμα και εσύ του λες για τις ακολασίες της Καλλιόπης!» γρύλλισε ο Ιάκωβος, αγριοκοιτάζοντας το νεαρό. «Πώς νιώθεις παιδί μου;»
«Πονάω, αλλά είμαι σίγουρος ότι θα ήμουν πολύ χειρότερα αν δεν ήσασταν εσείς. Πού βρίσκομαι; Ποιοι είστε;» ρώτησε ήσυχα ο Χριστόφορος.
«Βρίσκεσαι στο φτωχικό μου, παιδί μου. Λίγο πιο πέρα από εκεί που σε λήστεψαν, στα περίχωρα του κάστρου του Γερακίου. Ονομάζομαι Ιάκωβος Φραγκιάς. Ένα αγρότης είμαι. Απλά με έφεραν σε εσένα οι φωνές της Καλλιόπης που είδε αυτούς που σού επιτέθηκαν. Αυτός εδώ είναι ο Μηνάς Λιονταρής. Είναι ανεψιός μου από την πλευρά της γυναίκας μου και είναι στρατιώτης στο κάστρο. Ήταν μαζί μου όταν άκουσα την Καλλιόπη να σκούζει» εξήγησε ο Φραγκιάς, κουνώντας αμήχανα τα χέρια του.
«Σας ευχαριστώ όλους. Αν δεν ήσασταν εσείς, θα είχα σίγουρα σκοτωθεί» ένωσε τα χέρια με ευγνωμοσύνη ο Χριστόφορος και τους κοίταξε έναν- έναν στα μάτια.
«Είμαστε πάνω από όλα άνθρωποι, φιλαράκο! Και να είσαι σίγουρος ότι αργά ή γρήγορα θα τους βρούμε αυτούς τους παλιανθρώπους. Τους κυνηγάμε καιρό τώρα!»
«Ποιοι είναι, αλήθεια;» αναρωτήθηκε ο Χριστόφορος.
«Παλιάνθρωποι με όλη τη σημασία της λέξης» βιάστηκε να απαντήσει με ένταση στη φωνή ο Μηνάς. «Έχουν σφάξει κόσμο ακόμα και για χύτρες μαγειρέματος. Τη στήνουν έτσι, λίγο μακρύτερα από τα σπίτια, σε άλλη πλευρά της πολιτείας κάθε φορά, περιμένοντας κυρίως για ταξιδιώτες. Άλλο τέχνασμα κάθε φορά, μη τυχόν και τους καταλάβει και κανένας που μπορεί και να τους συλλάβει εν τέλει… Εσένα πώς σε στρίμωξαν;»
«Ο ένας καθόταν χάμω… Σαν ζητιάνος, με παρακαλούσε να του δώσω κάτι. Φυσικά δεν χρειαζόταν να μού το ζητήσει. Θα του έδινα ό, τι μπορούσα. Μέτα εμφανίστηκαν και οι άλλοι δύο, όταν πια πήγαινα να φύγω γιατί αυτός μού ζητούσε περισσότερα. Το είχα καταλάβει πια ότι υπήρχε κάποιος κίνδυνος. Έβγαλαν μαχαίρια, εγώ πήγα να αντισταθώ και καταλαβαίνετε τι ακολούθησε…»
«Το σταυρό που έχεις στον λαιμό σου τον γλίτωσες, αλλά παραλίγο να το πληρώσεις με τη ζωή σου, φιλαράκο» έδειξε ο Μηνάς μία το σταυρό, μία το τραύμα. «Τι σου πήραν τελικά;»
«Ένα… ένα εγχειρίδιο… Ακριβό, δώρο καρδιάς ενός φίλου… Αυτό δεν μπόρεσα να το κρατήσω…» έσφιξε τη γροθιά θυμωμένα ο Χριστόφορος. «Θα τους βρω μια μέρα… Και θα το πάρω μόνος μου πίσω, σας το ορκίζομαι!»
«Προς το παρόν, πρέπει απλά να συνέλθεις, φιλαράκο. Είσαι σε κακό χάλι. Αλήθεια, έχεις ιδέα πόσο καιρό είσαι εδώ;»
Ο Χριστόφορος ανασήκωσε τους ώμους, δηλώνοντας άγνοια.
«Δυο, τρεις μέρες;»
«Δύο ολάκερες εβδομάδες» χαμογέλασε ο Ιάκωβος.
Ο ξανθός νεαρός κάγχασε ξαφνιασμένα.
«Ξύπναγες, κάτι μουρμούραγες, μας κοιτούσες θολά μέσα στον πυρετό σου και ξανακοιμόσουν. Δεν θυμάσαι τίποτα;» τον ρώτησε ο οικοδεσπότης του.
Ο Χριστόφορος συνοφρυώθηκε. Δεν θυμόταν τίποτα. ‘Η μάλλον… Σχεδόν τίποτα. Η θολή και συννεφιασμένη εικόνα μιας κοπέλας καστανόξανθης, με ένα λευκό μαντήλι στο κεφάλι, να σκύβει από πάνω του και να του σκουπίζει το μέτωπο του ήρθε στο νου. Σκέφτηκε ότι μάλλον ήταν απλά μια παραίσθηση και έτσι απλά κούνησε το κεφάλι του αρνητικά.
«Ο πυρετός θα φταίει. Η πληγή σου παραλίγο να μολυνθεί και για αυτό μάλλον ανέβασες πυρετό σχεδόν αμέσως. Τώρα, όμως, όλα θα πάνε καλά, θα το δεις. Και όπως βλέπεις, ο πιστός σου φίλος δεν σε εγκατέλειψε» έδειξε ο Ιάκωβος τον Γαβ.
«Είναι καλά; Αυτοί οι παλιάνθρωποι τον κλώτσησαν και αυτόν» ρώτησε ο Χριστόφορος.
«Μια χαρά. Κούτσαινε λίγο στην αρχή, αλλά τώρα είναι περδίκι. Και τρώει ίσα με δυο βόδια επίσης» σχολίασε ο Μηνάς και άρχισε να γελάει.
«Η αλήθεια είναι πως τις τελευταίες μέρες πριν το συμβάν δεν είχαμε φάει καλά…» έξυσε το κεφάλι του ο τραυματίας και η κοιλιά του ακούστηκε να γουργουρίζει.
«Κάποιος πεινάει πολύ…» γέλασε ο Μηνάς τρανταχτά και ο Ιάκωβος σηκώθηκε αμέσως όρθιος.
«Έχουμε ζωμό και ψωμί. Θα είναι ό, τι πρέπει για να καρδαμώσεις… Αλήθεια, δεν σε ρωτήσαμε το όνομά σου ακόμα, μικρέ»
«Λέγομαι Δημήτριος… Δημήτριος Αξιώτης» είπε κάπως διστακτικά ο Χριστόφορος και χαμογέλασε. «Από την Καρύταινα»
«Χαίρω πολύ νεαρέ μου, αν και θα χαιρόμουν περισσότερο αν είχαμε γνωριστεί υπό καλύτερες συνθήκες» γέλασε ο Ιάκωβος Φραγκιάς και έγνεψε σε χαιρετισμό. «Πάω να πω στις γυναίκες ότι ξύπνησες και ότι ήρθε η ώρα να σού βάλουν να φας!»
Βγήκε από το δωμάτιο και ο Γαβ ξύπνησε από το θόρυβο της πόρτας. Γύρισε το κεφαλάκι του ξαφνιασμένα προς τον Χριστόφορο και- κουνώντας την ουρά του τρελαμένα- έτρεξε στον ξανθό νεαρό, πηδώντας στα πόδια του.
«Τι έγινε μικρέ; Τι καθαριότητες και κοιλιά τούμπανο είναι αυτή;» γέλασε ο Χριστόφορος αχνά και του χάιδεψε την κοιλιά παιχνιδιάρικα.
«Τον περιποιήθηκε ο γιος του Ιάκωβου, ο μικρός Σίμος. Άλλο που δεν ήθελε να τον πλένει, να τον χτενίζει και να τον ταΐζει κρυφά από το πιάτο του!» εξήγησε ο Μηνάς και σηκώθηκε και εκείνος όρθιος.
Πήρε ένα πήλινο δοχείο που ήταν δίπλα στην πόρτα και ένα λευκό πανί που κρεμόταν από ένα καρφί στον τοίχο και τα πρόσφερε στον Χριστόφορο.
«Φαντάζομαι ότι θες να ρίξεις λίγο νερό στο πρόσωπό σου… Θα σε βοηθήσω να σηκωθείς κιόλας σιγά- σιγά αργότερα. Αλήθεια… Για πού πήγαινες;»
«Είναι μεγάλη ιστορία… Στη Μονεμβασιά πήγαινα»
«Μονεμβασιά; Μάλιστα. Θα τα πούμε και άλλη ώρα, μην σε σκοτίζω, ακόμα δεν συνήλθες καλά- καλά. Πάω να βάλω το άλογό μου στο στάβλο και θα ξανάρθω, αφού φας με την ησυχία σου και ξεκουραστείς. Και αν θελήσεις κάτι, βάλε μια φωνή και κάποιος θα φανεί. Οχτώ νοματαίοι είναι εδώ μέσα, αποκλείεται να μην σε ακούσει κανείς!»
«Έχει μεγάλη οικογένεια ο Φραγκιάς;» ρώτησε ο Χριστόφορος.
«Έχει πέντε κόρες και έναν μοναχογιό, στερνοπούλι. Βάλε και την κυρά του στο λογαριασμό… Κατάλαβες!» γέλασε ο Μηνάς και κατευθύνθηκε κατά την πόρτα.
«Μηνά» είπε ο Χριστόφορος βιαστικά και ο νεαρός τον κοίταξε. «Σε ευχαριστώ και εσένα για όλα»
«Μην το ξαναπείς, Δημήτριε. Η δουλειά μου είναι άλλωστε να βοηθώ όπου και όπως μπορώ» του χαμογέλασε και- αφού τον χαιρέτησε- έφυγε.
Ο Χριστόφορος αναστέναξε και ακούμπησε στο προσκεφάλι του, το οποίο και ανασήκωσε περισσότερο για να στηρίζεται στον τοίχο. Ήταν πολύ ταλαιπωρημένος ακόμα και για να σκεφτεί όσα συνέβησαν και όσα ακόμα συνέβαιναν.
Το σίγουρο ήταν ότι είχε φανεί αδαής και ανέτοιμος για τις πονηριές και τις αντιξοότητες του έξω κόσμου. Το χαστούκι που είχε φάει, παρ’ ολίγον μοιραίο, ήταν σαφής προειδοποίηση ότι έπρεπε κάτι να κάνει, να δυναμώσει και να ανδρωθεί, πριν να προσπαθήσει να πραγματοποιήσει το όνειρό του. Αυτή του η περιπέτεια τού είχε αποδείξει ένα και μόνο πράγμα: άντρας δεν ήταν ακόμα και έπρεπε πρώτα να γίνει, πριν πιάσει τα σιδερικά στο χέρι του και φορέσει το δικέφαλο αετό των Παλαιολόγων στο στήθος.
Τράβηξε το δοχείο με το νερό και κοίταξε την αντανάκλασή του στην επιφάνεια. Ήταν χλωμός και τα αξύριστα μάγουλά του ελαφρώς βαθουλωμένα, τα μάτια του κομμένα. Έπρεπε να φάει και να δυναμώσει. Μετά την επιδημία δεν είχε ξαναδεί τον εαυτό του σε τέτοια κατάσταση.
Έριξε νερό και ένιωσε αμέσως να ξυπνάει για καλά. Σκουπίστηκε με το λευκό πανί και ξάπλωσε πίσω με έναν ακόμα αναστεναγμό. Το παράθυρο απέναντί του ήταν μισάνοιχτο και χλωμό φως έμπαινε. Πρέπει να ήταν συννεφιασμένο μεσημέρι.
Ένα ζευγάρι μάτια ανοιχτόχρωμα έκοψαν το φως του ήλιου από έξω από το παράθυρο και τον έκαναν να κοιτάξει απότομα κατά ‘κει. Μόλις οι ματιές συναντήθηκαν, ο αδιάκριτος, ή μάλλον η αδιάκριτη παρατηρήτρια εξαφανίστηκε μέσα σε δευτερόλεπτα.

Ο Χριστόφορος έσκασε ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο.






Vittoria Mantegna