Ο Κυνηγός των Ευχών (Κεφάλαιο 9 - Μέρος 1o)


Η Ζαμπρίνα έκανε νόημα στον Κίαν να κάνουν ησυχία. Έβαλε το κλειδί στην πόρτα και οι δυο τους γλίστρησαν αθόρυβα στο διάδρομο. Το φωτιστικό του σαλονιού άναψε απότομα, αποκαλύπτοντας ένα στυφό γυναικείο προσωπείο μέσα στο ημίφως.

«Πού ήσασταν μέχρι αυτή την ώρα;» ακούστηκε απόκοσμη η φωνή του προσωπείου.
Η Ζαμπρίνα και ο Κίαν πετάχτηκαν τρομαγμένοι. Η κυρία Έμχαϊρ είχε σταυρωμένα τα χέρια της στο στήθος και είχε μία έκφραση λες και είχε μόλις γευτεί κάτι ξινό.
«Μητέρα!» έκανε η Ζαμπρίνα με το χέρι στην καρδιά. «Μας τρόμαξες!»
«Ρώτησα κάτι, Ζαμπρίνα.» απάντησε εκείνη αυστηρά.
«Ήμασταν στο Σπράοϊ, κάναμε πατινάζ στο χιόνι.» απάντησε η κοπέλα βγάζοντας το καπέλο και τα γάντια της.
«Είναι περασμένα μεσάνυχτα, Ζαμπρίνα. Δεν γίνεται κάθε βδομάδα να συμβαίνουν τα ίδια και τα ίδια!»
«Είναι Σάββατο, μητέρα. Και σκέφτηκα ότι θα ήταν καλό να διασκεδάσουμε λίγο με τον Κίαν.» απολογήθηκε εκείνη.
«Ο Κίαν έχει υποχρεώσεις! Το μόνο που πρέπει να τον νοιάζει είναι να μορφωθεί και να γίνει χρήσιμο μέλος της κοινωνίας! Δεν του χρειάζονται διασκεδάσεις!» είπε  σηκώνοντας το δάχτυλο ψηλά.
«Είναι παιδί, μητέρα! Όλα τα παιδιά χρειάζονται και λίγη διασκέδαση!» διαμαρτυρήθηκε η κοπέλα.
«Είναι ένας Κέριγκαν, πλέον. Και δεν γίνεται ένας Κέριγκαν να είναι αμελής!»
«Μα δεν είναι καθόλου αμελής! Ίσα ίσα! Ο κύριος Βινς λέει τα καλύτερα!»
«Αρκετά!» φώναξε η κυρία Έμχαϊρ. «Μίλησα! Από σήμερα τέρμα οι διασκεδάσεις και οι έξοδοι!»
«Γίνεσαι άδικη!» απάντησε η Ζαμπρίνα. Η κυρία Έμχαϊρ ύψωσε το πηγούνι της θυμωμένη.
«Έχετε δίκιο, κυρία.» μίλησε ο Κίαν προτού προλάβει να απαντήσει κάτι σκληρό. «Δεν φταίει η Ζαμπρίνα, εγώ ήθελα να πάμε για πατινάζ. Δεν είχα κάνει ποτέ μου και ήθελα να διαπιστώσω αν είναι πράγματι τόσο διασκεδαστικό όσο μου έλεγε. Δεν θα επαναληφθεί, σας το υπόσχομαι.»
Η κυρία Έμχαϊρ κούνησε το κεφάλι της ικανοποιημένη. Χαμήλωσε το πηγούνι της και χαλάρωσε τους σφιγμένους της μύες.
«Πολύ καλά.» είπε απλά. «Τώρα πηγαίνετε στα δωμάτιά σας.»
Η Ζαμπρίνα και ο Κίαν ανέβηκαν χωρίς να πουν λέξη.
«Δεν έπρεπε να το κάνεις αυτό, Κίαν.» είπε η Ζαμπρίνα μόλις βρέθηκαν στο δωμάτιο του αγοριού. «Δεν πρέπει να σκύβεις το κεφάλι… Ήταν άδικη και το ξέρεις.»
«Ναι, αλλά δεν θα μπορούσα να την αφήσω να ξεσπάσει πάνω σου εξαιτίας μου. Εγώ φταίω, έτσι είναι. Εγώ σου ζήτησα να πάμε στο Σπράοϊ. Θα ήταν άδικο να τιμωρηθείς.»
Η Ζαμπρίνα χαμογέλασε και του χάιδεψε τα μαλλιά. «Τουλάχιστον περάσαμε όμορφα. Ελπίζω να ανακαλέσει η μητέρα και να μπορέσουμε να πάμε μαζί την επόμενη Κυριακή στο Ρίογκα.»
«Θα πας στο Ρίογκα;» γύρισε απότομα σε εκείνη.
«Σκέφτομαι να πάω, ναι.»
«Μακάρι να μπορούσα να έρθω και εγώ μαζί σου!» παραπονέθηκε. «Αλλά δεν νομίζω να τα καταφέρω.»
«Μέχρι τότε μπορεί να έχει αλλάξει γνώμη. Θα το δεις.»
«Μπορεί, αλλά εγώ έδωσα τη υπόσχεσή μου…» απάντησε ο μικρός.
«Θα δούμε μέχρι τότε… Αν η μητέρα αλλάξει γνώμη, θα είναι κρίμα να μείνεις εδώ μόνο και μόνο για να κρατήσεις μια υπόσχεση. Δε νομίζεις;»
Την κοίταξε σκεπτικός. Έβγαλε τις πιτζάμες του από την ντουλάπα και τις άφησε στο κρεβάτι. Κάθισε δίπλα στα καλοσιδερωμένα ρούχα και κοίταξε τα χέρια του.
«Δεν ξέρω…» απάντησε.
«Σκέφτεσαι υπερβολικά, Κίαν. Μπορεί να έχεις υποχρεώσεις, αλλά έχεις και δικαιώματα! Και είναι δικαίωμά σου να ζεις σαν παιδί και να διασκεδάζεις. Έλα μαζί μου στο Ρίογκα. Θα περάσουμε υπέροχα. Μέχρι τότε θα πείσω και την μητέρα. Εντάξει;» είπε τρυφερά, φίλησε το μέτωπό του και βγήκε έξω.
Κατέβηκε στην κουζίνα, έβαλε ένα ποτήρι νερό και πήρε πάλι τις σκάλες για να ανεβεί στο δωμάτιό της. Έξω από την πόρτα της Έιπριλ, ωστόσο, άκουσε φωνές. Πήγε να χτυπήσει για να της ευχηθεί καληνύχτα, αλλά τότε άκουσε κάτι που την έκανε να ανησυχήσει.
«Την κυρία την είδες;» έλεγε η Έιπριλ. «Όλον αυτόν τον καιρό αγνοούσε το αγόρι, λέγοντας πως οι Κέριγκαν δεν πρέπει να έχουν καμία σχέση με ζητιάνους!»
«Τι θα πουν οι όμοιοί μας;» είπε ο Σκοτ μιμούμενος τέλεια την φωνή της κυρίας Έμχαϊρ.
Γέλια ακούστηκαν μέσα από το δωμάτιο, και ύστερα η φωνή της Έιπριλ ακούστηκε και πάλι.
«Η καημένη η Τρέα απολύθηκε και αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω στους  δικούς της, απλά και μόνο επειδή τόλμησε να φερθεί σαν άνθρωπος και να δώσει στο κακόμοιρο αγόρι λίγο φαγητό!» είπε σοβαρεύοντας. «Και τώρα θέλει να μας πείσει η κυρία Λεμόνι πως υιοθέτησε το παιδί από την καλή της την καρδιά;»
«Θα μπορούσε… Αν είχε καρδιά!» ακούστηκε πάλι ο Σκοτ.
«Στοίχημα πως έχει βάλει στο μάτι την περιουσία του κύριου Κράμερ!» μίλησε μια άλλη υπηρέτρια.
«Αυτό είναι σίγουρο!» συμφώνησε η Έιπριλ. «Πού να ήξερε η γλυκιά μου Ζαμπρίνα τι σχέδια έχει η μητέρα της για εκείνη!»
«Τι εννοείς;» ρώτησε ο Σκοτ.
«Μα δεν είσαι καθόλου παρατηρητικός, Σκοτ!» τον επέπληξε εκείνη. «Δεν πήρες τίποτα χαμπάρι; Η κυρία βλέπει με πολύ καλό μάτι την ιδιαίτερη σχέση που έχει η κόρη της με τον γιο του άρχοντα! Έχει πολλά να κερδίσει αν τυχόν κάποτε παντρευτούν!»
«Φήμη, δόξα, και πάνω από όλα: χρήματα!» ακούστηκε πάλι η άλλη υπηρέτρια.
«Μα τα έχει ήδη όλα αυτά!» παρατήρησε ο Σκοτ.
«Δεν ξέρεις καλά την κυρία σου!» είπε η Έιπριλ. «Αν η Ζαμπρίνα παντρευτεί τον γιο του άρχοντα, θα έχει περισσότερα! Όσο πιο πολλά, τόσο πιο καλά!»
«Και πώς σχετίζεται αυτό με το γεγονός ότι υιοθέτησε το αγόρι;» αναρωτήθηκε ο Σκοτ.
«Μα είσαι τόσο χαζός;» γέλασε η Έιπριλ. «Ο κύριος Κράμερ είναι άνθρωπος με όλη τη σημασία της λέξης! Έχει καρδιά μάλαμα. Έχει οργανώσει συσσίτια και έχει φτιάξει κέντρα για την ενίσχυση των απόρων! Έχει χαρίσει ο ίδιος προσωπικά, χρήματα σε ανθρώπους που τα χρειάζονται. Είναι γνωστές οι φιλανθρωπικές δράσεις του.»
«Ε και;»
«Άμα λέω ότι είσαι χαζός! Ένας τρόπος υπήρχε για να πλησιάσει μια ψιλομύτα σαν την κυρία Έμχαϊρ κάποιον σαν τον κύριο Κράμερ. Να φερθεί όπως και αυτός. Νά λοιπόν κάτι που κέρδισε από την υιοθεσία του μικρού Κίαν: Κατάφερε να πείσει τον άρχοντα να την δει με άλλο μάτι. Δεν είναι τώρα πιο εύκολο να τον πείσει για έναν γάμο;»
Η Ζαμπρίνα ένιωσε τον κόσμο να χάνεται κάτω από τα πόδια της. Ξέχασε τους τρόπους της και μπήκε στο δωμάτιο χωρίς να χτυπήσει. Τους κοίταξε όλους, έναν έναν.
«Έιπριλ…» είπε ζαλισμένη.
«Ζαμπρίνα!» είπε εκείνη και τινάχτηκε πάνω. Βρέθηκε δίπλα της και την ταρακούνησε. «Αισθάνεσαι καλά;» ρώτησε ανήσυχη. «Είσαι χλωμή!»
«Πες μου πως παράκουσα…» είπε εκείνη κλείνοντας τα μάτια της, στηριζόμενη στην κάσα της πόρτας. «Πες μου ότι είναι όλα μια φάρσα!»
«Τι άκουσες;» ρώτησε η Έιπριλ κοιτώντας ανήσυχη τους υπόλοιπους υπηρέτες.
«Όσα έπρεπε να ακούσω!»
«Λυπάμαι πολύ, Ζαμπρίνα μου…» απάντησε εκείνη, χαϊδεύοντας τα μαλλιά της. «Πέρνα μέσα.» είπε και οι υπόλοιποι έκαναν χώρο για να καθίσει στο κρεβάτι.
Η Έιπριλ έκλεισε την πόρτα και κάθισε δίπλα της, τρίβοντας τα χέρια της για να συνέλθει.
«Λυπάμαι που τα έμαθες με αυτόν τον τρόπο, κορίτσι μου!» της είπε με ειλικρίνεια.
«Ήξερα πως η μητέρα είναι σκληρή, αλλά δεν φανταζόμουν πως είναι τόσο ψεύτικη και ποταπή!» μουρμούρισε.
«Η μητέρα σου σε αγαπάει, Ζαμπρίνα. Απλά το κάνει με τον τρόπο της.»
«Δεν με αγαπά, Έιπριλ! Κανέναν δεν αγαπά! Μόνο τον εαυτό της! Έχεις δίκιο! Έχετε όλοι δίκιο! Πώς δεν μπόρεσα να το δω;»
«Συγνώμη, Ζαμπρίνα μου…» είπε η Έιπριλ μετανιωμένη. «Εγώ φταίω για όλα! Δεν έπρεπε να το είχα ανοίξει το ρημάδι το στόμα μου! Καλά να πάθω για να μιλάω τόσο! Συγνώμη κορίτσι μου…» είπε. Η Ζαμπρίνα την κοίταξε με τα κόκκινα, κλαμμένα της μάτια. «Αν θέλεις να μιλήσεις στην μητέρα σου για να βρείτε άλλο προσωπικό, θα το καταλάβουμε…»
«Γιατί να κάνω κάτι τέτοιο;» αναρωτήθηκε θιγμένη η Ζαμπρίνα.
«Γιατί ο τρόπος που μιλήσαμε για την μητέρα σας ήταν κάπως… όχι ευγενικός.» απάντησε ο Σκοτ στη θέση της Έιπριλ.
«Σκοτ, σε ξέρω όσα χρόνια ζω. Και απόψε ξαφνικά αποφάσισες να μου μιλήσεις στον πληθυντικό; Τόσα χρόνια, όταν δεν είναι παρούσα η μητέρα, αφήνουμε στην άκρη τους τύπους. Θέλετε να γίνουμε ξένοι τώρα;» ρώτησε πληγωμένη, κοιτώντας όλους τους υπηρέτες με τη σειρά.
«Σκέφτηκα πως ίσως άλλαξες γνώμη έπειτα από όσα άκουσες…» απάντησε ντροπιασμένος ο Σκοτ, χαμηλώνοντας το κεφάλι.
«Τίποτα δεν θα με έκανε να αλλάξω γνώμη. Ακούτε; Τίποτα.» απάντησε η κοπέλα. «Όλα αυτά τα χρόνια σταθήκατε αληθινοί φίλοι για μένα. Ακόμα και γονείς, τώρα που το σκέφτομαι. Ναι. Εσείς σταθήκατε περισσότερο γονείς από τον πατέρα και την μητέρα μου. Μην σκεφτείτε λοιπόν ποτέ ξανά κάτι τέτοιο. Και να ξέρετε ότι καταλαβαίνω…» είπε και στράφηκε στην Έιπριλ. «Καταλαβαίνω γιατί δεν μου μιλήσατε. Γιατί δεν μου ανοίξατε τα μάτια. Η θέση σας είναι δύσκολη… Μην ανησυχείτε. Δεν θα πω τίποτε στην μητέρα μου. Δεν θα καταλάβει ότι τα έμαθα όλα από εσάς. Αλλά θα πάω αυτή τη στιγμή στην κάμαρά της να της πω δύο λόγια.» αποφάσισε και σηκώθηκε.
«Περίμενε, κορίτσι μου!» την σταμάτησε η Έιπριλ. «Καλύτερα να της μιλήσεις αύριο, που θα είσαι πιο ήρεμη! Θα σκέφτεσαι πιο λογικά!»
«Μια χαρά λογικά σκέφτομαι και τώρα, Έιπριλ. Καληνύχτα σε όλους σας.»
Χτύπησε την πόρτα της κάμαρας των γονιών της δύο φορές. Η κυρία Έμχαϊρ φάνηκε στην πόρτα, φορώντας την μεταξωτή ρόμπα της.
«Τι τρέχει; Γιατί δεν κοιμάσαι;» ρώτησε.
«Έλα σε παρακαλώ στο δωμάτιό μου, μητέρα. Πρέπει να μιλήσουμε.»
Όταν η κυρία Έμχαϊρ μπήκε στο δωμάτιό της και κάθισε στην κουνιστή πολυθρόνα, η Ζαμπρίνα κοιτούσε από το παράθυρο την παγερή νύχτα.
«Για τι ήθελες να μιλήσουμε; Σε ακούω.»
Η Ζαμπρίνα στράφηκε προς το μέρος της με παγωμένη έκφραση. Την κοίταξε λες και την έβλεπε για πρώτη φορά.
«Πού είναι η Τρέα, μητέρα;» ρώτησε.
«Με ξύπνησες ξημερώματα για να με ρωτήσεις πού βρίσκεται μία υπηρέτρια;» θύμωσε η κυρία Έμχαϊρ.
«Απάντησέ μου, σε παρακαλώ.»
«Σου είπα και τις προάλλες. Ζήτησε άδεια για να δει την οικογένειά της. Δεν ξέρει πότε θα γυρίσει.»
«Μάλιστα. Σου ζητούσε έναν ολόκληρο χρόνο άδεια για δύο μέρες και εσύ της αρνιόσουν κατηγορηματικά, και τώρα την άφησες να φύγει και δεν ξέρεις καν πότε θα γυρίσει;»
«Δεν μου αρέσει ο τόνος σου!» την μάλωσε.
«Μητέρα, γιατί υιοθετήσατε τον Κίαν;»
«Μα γιατί τον λυπήθηκα, φυσικά! Ήθελα να του προσφέρω όσα του στέρησε η μοίρα!» υπερασπίστηκε τον εαυτό της εκείνη.
«Περίεργο πόσο μπορεί να αλλάξει ο άνθρωπος μέσα σε λίγους μήνες! Συμφωνείς, μητέρα;»
«Τι εννοείς; Και δεν καταλαβαίνω γιατί αυτό το ανακριτικό ύφος!»
«Τα ξέρω όλα, μητέρα. Ξέρω για τα σχέδιά σου και για τον λόγο που υιοθέτησες τον Κίαν.» απάντησε παγερά η Ζαμπρίνα.
«Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς.»
«Σταμάτα το θέατρο, μητέρα!»
«Χαμήλωσε τον τόνο της φωνής σου!» απάντησε σκληρά η κυρία Έμχαϊρ. «Δεν είναι τρόπος αυτός να φέρεσαι στην γυναίκα που σε έφερε στον κόσμο!»
«Μητέρα, καταλαβαίνεις τι σου λέω; Τα ξέρω όλα!» απάντησε εκείνη με δάκρυα στα μάτια.
«Πέσε για ύπνο, Ζαμπρίνα. Δεν ξέρεις τι λες από την κούραση!»
«Δεν είμαι κουρασμένη και ξέρω πολύ καλά τι λέω!» είπε και διέσχισε την απόσταση μεταξύ τους, μέχρι που έφτασε να την κοιτάει κατά πρόσωπο, λίγα εκατοστά μακριά της. «Υιοθέτησες τον Κίαν για να σε συμπαθήσει ο κύριος Κράμερ! Γιατί όλοι ξέρουμε τι σκεφτόταν κατά βάθος για σένα και τους ομοίους σου! Και μόλις κέρδισες την συμπάθειά του, σκέφτηκες πως θα συμφωνήσει όταν του προτείνεις να ενώσετε τις περιουσίες και τους τίτλους σας, παντρεύοντας εμένα με τον μικρότερο γιο του!»
«Ζαμπρίνα! Σε επαναφέρω στην τάξη!» φώναξε η κυρία Έμχαϊρ.
«Στην αρχή δεν μπορούσα να πιστέψω ότι σκέφτεσαι έτσι! Έκανα πως δεν έβλεπα! Υποκρινόμουν πως μπορεί τελικά και να άλλαξες! Να απέκτησες καρδιά, στην θέση του κενού που έχεις στο στήθος σου!» συνέχισε εκείνη. «Αλλά φυσικά έκανα λάθος! Τόσα χρόνια, υποκρινόμουν πως με αγαπούσες! Πως ήθελες το καλύτερο για εμένα! Πως ήσουν περήφανη! Αλλά όχι! Ποτέ σου δεν με αγάπησες! Πάντα ήμουν λίγη για σένα! Και τώρα πια το βλέπω καθαρά!»
«Παραλογίζεσαι!» φώναξε η κυρία Έμχαϊρ. «Λες ασυναρτησίες!»
«Λέω αλήθειες και το ξέρεις, μητέρα! Ας είναι ειλικρινής κάποιος εδώ μέσα για μία έστω φορά!» είπε κλαίγοντας και γονάτισε μπροστά της. «Δεν μπορώ να πιστέψω ότι βάζεις το συμφέρον σου πάνω από την δική μου ευτυχία!» είπε μέσα από τα αναφιλητά της.
«Σήκω πάνω, Ζαμπρίνα.» την διέταξε κοφτά η κυρία Έμχαϊρ.
Η Ζαμπρίνα σήκωσε το κεφάλι της και την κοίταξε.
«Κάνεις μεγάλο λάθος. Όχι μόνο σε αγαπώ, αλλά θέλω και το καλύτερο για σένα.»
«Και ποιο είναι το καλύτερο για μένα;»
«Θέλω να έχεις τον μεγαλύτερο τίτλο σε όλη την Γιουβέρνα. Να έχεις όσα πλούτη δεν είχε ποτέ κανένας άρχοντας όσους αιώνες υπάρχει αυτή η χώρα. Να σε σέβονται όλοι. Να είσαι παντοδύναμη. Και αυτά δεν θα γίνουν με το να σπουδάσεις βοτανολογία στο Τάλαμ Ούισκε. Πρέπει να ενώσεις την δύναμή σου με κάποιον ισχυρότερο.»
«Σκέφτηκες ποτέ ότι μπορεί να μην είναι αυτό το καλύτερο για μένα;»
«Αυτό είναι. Το ξέρω καλά.» απάντησε η κυρία Έμχαϊρ και σήκωσε την Ζαμπρίνα από τους ώμους. «Αυτό είναι το όνειρό κάθε κοπέλας της καλής κοινωνίας. Σύνελθε και κάνε αυτό που πρέπει.»
«Λυπάμαι, μητέρα. Αλλά αυτό είναι το δικό σου όνειρο. Όχι το δικό μου. Και γελιέσαι αν νομίζεις ότι θα ζήσω όπως θέλεις εσύ.» απάντησε η Ζαμπρίνα σκουπίζοντας τα μάτια της.
«Τι;» έκανε έκπληκτη η κυρία Έμχαϊρ.
«Αυτό που άκουσες, μητέρα. Θα γυρίσω στο Τάλαμ Ούισκε και θα συνεχίσω τις σπουδές μου. Και ο Κίαν θα έρθει μαζί μου. Και πιθανώς θα μείνουμε εκεί για πάντα.»
«Λες τρελά πράγματα! Πέσε για ύπνο, Ζαμπρίνα! Και μην τολμήσεις να μου μιλήσεις αν δεν είναι για να μου ζητήσεις συγνώμη!»
«Εγώ να ζητήσω συγνώμη;» θύμωσε ξανά η Ζαμπρίνα. «Εγώ; Όχι εσύ;»
«Κάνε αυτό που σου είπα!» ύψωσε τη φωνή της η κυρία Έμχαϊρ.
«Όχι!»
«Άκου με, Ζαμπρίνα! Θα ξαπλώσεις και θα σκεφτείς καλά όσα έγιναν απόψε σε αυτήν την κάμαρα. Και αύριο το πρωί, θα μου ζητήσεις συγνώμη. Έπειτα θα σταματήσεις να κάνεις άσκοπες ανοησίες…»
«Άσκοπες ανοησίες; Όπως;»
«Όπως να γυρίσεις στο Τάλαμ Ούισκε και να συνεχίσεις τις σπουδές σου, ή να συνεχίσεις να τριγυρνάς με αυτό το μικρό αγόρι, ή…»
«Αυτή είναι η ζωή μου, μητέρα!»
«Αφού σταματήσεις να φέρεσαι σαν μικρό και ξεροκέφαλο κορίτσι, θα αρχίσεις να ετοιμάζεσαι για τη γιορτή των γενεθλίων του Τίσον, όπου θα αναγγελθούν οι αρραβώνες σας.»
«Γελιέσαι αν νομίζεις ότι θα παντρευτώ κατ’ αυτόν τον τρόπο, μητέρα! Με προσβάλλει και μόνο που το σκέφτηκες! Δεν είμαι κτήμα σου να με κάνεις ότι θέλεις!»
«Φαίνεται πως δεν είμαι η μόνη που ξέρει να παίζει θέατρο σε αυτό το σπίτι, κόρη μου!» απάντησε η κυρία Έμχαϊρ, σηκώνοντας το φρύδι ειρωνικά.
«Δεν παίζω θέατρο!» θίχτηκε η Ζαμπρίνα.
«Σε είδα πώς τον κοίταζες… Έχεις αισθήματα για εκείνον, Ζαμπρίνα! Σταμάτα λοιπόν να παίζεις την δύσκολη και δέξου την μοίρα σου!»
«Τα αισθήματά μου δεν έχουν καμία σχέση, μητέρα! Άλλωστε, μπορεί εκείνος να μην ανταποκρίνεται σε αυτά!»
«Ανταποκρίνεται!» απάντησε η κυρία Έμχαϊρ σίγουρη. «Όλοι μπορούν να στο επιβεβαιώσουν αυτό.»
Η Ζαμπρίνα ανοιγόκλεισε τα μάτια της μπερδεμένη. Ύστερα κοίταξε ξανά την μητέρα της.
«Όπως και να έχει, μητέρα, σε διαβεβαιώ ότι αν παντρευτώ, θα είναι από έρωτα. Και όχι από συμφέρον.»
«Είσαι τυχερή, Ζαμπρίνα. Δεν το βλέπεις; Στην περίπτωσή σου αυτά τα δύο πάνε μαζί…»
«Όχι, μητέρα. Δεν καταλαβαίνεις. Δεν πρόκεται να παντρευτώ τον Τίσον. Όχι τώρα, γιατί δεν είμαι έτοιμη, και άλλωστε μπορεί και εκείνος να μην θέλει. Και σίγουρα όχι από συμφέρον.»
«Όταν παντρευτείτε, θα πάρεις αναγκαστικά τους τίτλους του και την μισή του περιουσία. Και μάθε ότι ο κύριος Κράμερ σε συμπαθεί πολύ, Ζαμπρίνα. Του αρέσει η ιδέα να σε δει πλάι στον γιο του. Σκέψου: Ζαμπρίνα Κέριγκαν - Κράμερ, αρχόντισσα του Κάρικ!»
«Μητέρα, υπάρχει μόνο μία περίπτωση να γίνω γυναίκα του Τίσον. Μόνο αν δεχτεί να εγκαταλείψει όλους του τους τίτλους και τα προνόμια.» είπε η Ζαμπρίνα ήρεμα και αποφασιστικά.
Η κυρία Έμχαϊρ έσμιξε τα φρύδια συγχυσμένη. «Θα μιλήσουμε αύριο, Ζαμπρίνα. Όπως είπα και πριν, είσαι κουρασμένη. Γι’ αυτό σου συγχωρώ και την αυθάδειά σου και το γεγονός ότι δεν σκέφτεσαι καθαρά.»
«Και αύριο να μιλήσουμε, πάλι την ίδια απάντηση θα σου δώσω, μητέρα. Δεν θέλω να γίνω αρχόντισσα. Αν το θέλεις τόσο πολύ, μπορείς εσύ να παντρευτείς τον Τίσον!»

Άπλωσε το χέρι της και την χαστούκισε με όλη της την δύναμη. Η Ζαμπρίνα γύρισε και την κοίταξε κατάματα. Έπιασε το πονεμένο της μάγουλο, νιώθοντας τον θυμό να κοχλάζει μέσα της. Η κυρία Έμχαϊρ έφυγε αμίλητη.

Ιωάννα Τσιάκαλου