Η Ωρόρα ξύπνησε (Μετά το Happy End) της Ράνιας Ταλαδιανού

    Η Ωρόρα Ξύπνησε
«Λένε πως, αν ονειρευτείς κάτι περισσότερες από μία φορές, είναι σίγουρο πως θα πραγματοποιηθεί» ψιθύρισε η Ωρόρα στον Φίλιπ, καθώς κινούνταν μελωδικά και συγχρονισμένα. «Σε ονειρεύτηκα πολύ περισσότερες φορές από μία, Φίλιπ».
Η Ωρόρα χόρευε με τον Φίλιπ. Η ζωή της ήταν επιτέλους όμορφη και ολοκληρωμένη. Η οικογένειά της δεν κινδύνευε πια, από τη Μαλέφισεντ και εκείνη είχε παντρευτεί τον πιο όμορφο άντρα του κόσμου. Χόρευαν τόσο αρμονικά, όσο άρμοζε σε κάποιους που είναι φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλο. Τα καστανά του μαλλιά κυμάτιζαν ομαλά, καθώς στριφογυρνούσαν. Ο κόσμος απολάμβανε το πανέμορφο θέαμα. Το φόρεμα της Ωρόρας άλλαζε συνεχώς χρώματα. Το γαλάζιο ήταν το αγαπημένο της, μα το ροζ ταίριαζε περισσότερο στη περίσταση. Το χαμόγελό της πλάτυνε ακόμη περισσότερο. Ο συνδυασμός τους ήταν ακόμη καλύτερος.
 Όσο το χρώμα του φορέματος άλλαζε, τα χέρια της Ωρόρας ξεκίνησαν να τρεμουλιάζουν. Δεν είχε νιώσει αυτό το είδος της έντασης ποτέ ξανά. Μια πύρινη σφαίρα είχε σχηματιστεί στο στομάχι της και έκαιγε τα σωθικά της. Ολόκληρο το κορμί της άρχισε να τρέμει. Η ένταση που ξεκινούσε από το εσωτερικό της έψαχνε τρόπο να αποδράσει. Ήταν ευτυχισμένη; Όχι. Ήταν παντρεμένη με τον πιο όμορφο άντρα του κόσμου; Ναι. Ήταν ασφαλής η οικογένειά της; Ίσως. Φωνές ξεκινούσαν να ψιθυρίζουν στο κεφάλι της. Της αποκάλυπταν ένα μυστικό, το οποίο αρνούταν να αποδεχτεί. Μα τρύπωναν μέσα στη καρδιά της και την σκοτείνιαζαν. Μαύρο αίμα, σαν μελάνι, έρρεε στις φλέβες της. Μίσος. Μπορούσε να γευτεί το μίσος στο στόμα της. Ήταν πικρό και εθιστικό.
Ο Φίλιπ την κοιτούσε με περιέργεια και ανησυχία ενώ εκείνη αποτράβηξε το βλέμμα της ντροπιασμένη. Τα μάτια της κατέληξαν να παρατηρούν ξανά την εναλλαγή των χρωμάτων του υφάσματος. Τινάχτηκε μακριά από τον Φίλιπ και όλοι έμειναν ακίνητοι. Ο όμορφος κόσμος της πάγωσε, ίσως ακόμη και να θρυμματίστηκε. Μα δεν άντεχε άλλο. Δεν μπορούσε να μείνει άπραγη ενώ τρεις μικροσκοπικές και κακοντυμένες νεράιδες έπαιζαν με το πανέμορφο φόρεμά της. Και ποιος τους είχε πει ότι τους πήγαιναν αυτά τα τρίγωνα καπέλα; Δεν θα τις έκαναν πιο ψηλές. Όσο για τα απαίσια χρώματα που φορούσαν, μπλε, κόκκινο και πράσινο…  Φαινόταν πως όλοι οι παρευρισκόμενοι είχαν πιο εκλεπτυσμένο γούστο από αυτά τα τρία ανθρωπάκια. Δεν μπορούσε να διανοηθεί να τους επιτρέψει να της καταστρέψουν την πιο όμορφη μέρα της ζωής της.
«Φτάνει!» τσίριξε προς το μέρος τους. Εκείνες έπεσαν προς τα πίσω τρομαγμένες.
Μόνο τότε κατάλαβε πόσο πολύ είχε επιτρέψει στις άσχημες σκέψεις της να την παρασύρουν. Έπιασε το φόρεμά της με τρεμάμενα χέρια. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα, καθώς παρατηρούσε κάτι ανεξήγητο. Το απαλό ύφασμα που γαργαλούσε τα χέρια της δεν ήταν ροζ ή μπλε. Είχε ένα χρώμα, το οποίο ανακαλούσε φρικτές μνήμες. Ανακαλούσε κατάρες, δράκους και ξερά, ξεγυμνωμένα, ακάνθινα κλαδιά. Το φόρεμά της ήταν μαύρο.
Οι τρεις νεράιδες δε θα είχαν θελήσει ποτέ να το χρωματίσουν με μια τόσο απόκοσμη και αταίριαστη απόχρωση. Αν η Μαλέφισεντ ήταν ακόμη ζωντανή, θα εξηγούνταν όλα. Μα ο Φίλιπ δεν έλεγε ψέματα. Την είχε σκοτώσει με το ξίφος του και οι τρεις κοντούλες και χοντρούλες νεράιδες ήταν αυτόπτες μάρτυρες. Όχι, κάτι άλλο συνέβαινε, που η Ωρόρα δεν ήταν έτοιμη να αποδεχτεί.
Έτρεξε μακριά από την πιο ευτυχισμένη στιγμή της ζωής της, τρομοκρατημένη. Στα σκαλιά σκόνταφτε, πατούσε το μαύρο φόρεμα και ρίγη διαπερνούσαν το κορμί της. Μαύρο; Έπρεπε να το ξεφορτωθεί. Όλη η ομορφιά της διαστρεβλωνόταν. Δεν μπορούσε να αφήσει τον κόσμο να το προσέξει. Οι τοίχοι που την περιτριγύριζαν έγιναν γκρίζοι και πέτρινοι μα, εκείνη συνέχιζε να ανεβαίνει προς το ανώτατο επίπεδο του κάστρου. Άσθμαινε και ξανθιές μπούκλες έπεφταν μπροστά από το αψεγάδιαστο πρόσωπό της.
Όμως, τα χαρακτηριστικά της είχαν ξεκινήσει να στρεβλώνονται. Τα γαλάζια μάτια της ήταν γουρλωμένα, περισσότερο από όσο θα έπρεπε. Τα χείλη της ήταν κυρτωμένα δημιουργώντας ένα αμυδρό χαμόγελο. Και την ίδια στιγμή τα φρύδια της καμπύλωναν τρομαγμένα. Αν την έβλεπε ο Φίλιπ, θα την αποστρεφόταν για πάντα. Δεν μπορούσε να σταματήσει ούτε τον φόβο της, ούτε τις κακές σκέψεις, που σάπιζαν τον εσωτερικό της κόσμο. Έφτασε στην κάμαρά της και πίεσε την πόρτα για να μπει μέσα.
    Την βρόντηξε πίσω της και κρύφτηκε κάτω από τα σκεπάσματά. Αμέσως μετά ξεκίνησε να παλεύει με το μαύρο της φόρεμα. Το τσαλάκωσε και το έσκισε πάνω στην μανία της να απαλλαγεί από αυτό. Μόλις τα κατάφερε, το πέταξε μακριά της και σκέπασε το κεφάλι της με την μεταξένια κουβέρτα, που συνδύαζε τα χρώματα του ουρανού και των ηλιαχτίδων. Το σκοτάδι την ανακούφιζε, πράγμα περίεργο. Όλη της την ζωή σιχαινόταν αυτό το απόλυτο μαύρο, το οποίο ρουφούσε κάθε ίχνος φωτός και χρώματος. Όμως τώρα, κάλυπτε το γυμνό της σώμα. Την έκρυβε από όλους και από τον ίδιο της τον εαυτό. Βαριανάσαινε ακόμη αλλά όσο περνούσε η ώρα, ανακτούσε όλο και περισσότερο την αυτοκυριαρχία της.
Το τρίξιμο της πόρτας την ανάγκασε να κρατήσει την ανάσα της. Ήταν τσιριχτό και της τρυπούσε τα αυτιά. «Π-ποιος είναι;» τραύλισε. «Θέλω να μείνω μόνη».
    Δεν έλαβε καμία απάντηση και η πόρτα δεν σταμάτησε να στριγκλίζει. Η Ωρόρα ξεκίνησε να τρομάζει πραγματικά. Κανένας σε ολόκληρο το παλάτι δε θα παράκουγε τις εντολές της, ούτε καν ο πατέρας κι η μητέρα της. Ο Φίλιπ θα της είχε μιλήσει με την σαγηνευτική του χροιά, για να την ηρεμήσει, από τη πρώτη στιγμή. Όχι, δεν θα μπορούσε να είναι κανείς. Ίσως κάποιο κύμα αέρα να ανάγκαζε την πόρτα να μισανοίξει. Αμέσως μετά ακούστηκαν βήματα πάνω στο σκληρό, μαρμάρινο πάτωμα. Κάθε ήχος βηματισμού έκανε την καρδιά της να φτερουγήσει γρηγορότερα. Τα βήματα αντηχούσαν στο δωμάτιο αρκετά δυνατά, για να μπορεί να καταλάβει πως την πλησίαζαν.
    Το ξεγυμνωμένο της κορμί είχε παγώσει από το φόβο και το αίμα είχε στερέψει από το πρόσωπό της. Αιχμηρά νύχια έξυσαν το σώμα της πάνω από την κουβέρτα απειλώντας να ξεσκίσουν το ύφασμα. Η κοπέλα έκλεισε τα μάτια της και προσπάθησε να σκεφτεί πως είναι μόνη. Δεν είναι αληθινό, δεν είναι αληθινό, επαναλάμβανε μέσα στο κεφάλι της.
«Σε ξέρω, περπάτησα μαζί σου μια φορά κι ένα όνειρο». Η φωνή που τραγουδούσε ήταν λεπτή και μικρή. Μια φωνή παιδιού, το οποίο δεν είχε διδαχθεί ακόμη πώς να τραγουδά μελωδικά και αρμονικά. «Σε ξέρω, αυτό το βλέμμα των ματιών σου είναι μια τόσο γνώριμη λάμψη» συνέχισε να τραγουδάει και ολόκληρο το σώμα της Ωρόρας ανατρίχιασε.
    Άρχισε να ανακατεύεται. Η φωνή αυτή ήταν πραγματικά οικεία. Ήταν η δική της παιδική φωνή. Ένα σώμα βολεύτηκε δίπλα της πάνω στη κουβέρτα. Η καρδιά της σφυροκοπούσε τόσο δυνατά, που έμοιαζε να είναι η μουσική υπόκρουση του τραγουδιού του κοριτσιού. Στο έρημο, σκοτεινό δωμάτιο βρισκόταν μόνο εκείνη και ο παλιός της εαυτός. Τις χώριζε η κουβέρτα. Το πρόσωπο σχεδόν άγγιζε το δικό της και η ανάσα του τύλιξε τις αισθήσεις της. Αίμα. Μεταλλικό, απαίσιο αίμα. Αυτό ακριβώς μύριζε. Η Ωρόρα αισθανόταν πως η καρδιά της σάλευε άρρυθμα, ζαλισμένη από την απόκοσμη δυσωδία.
«Και ξέρω πως είναι αλήθεια, ότι τα οράματα είναι όσο σπάνια φαίνονται». Ξεκινούσε να πνίγεται αμυδρά. «Μα αν ξέρω εσένα, ξέρω τι θα κάνεις». Η φωνή της γινόταν πιο υστερική με κάθε στίχο. Τώρα σχεδόν τσίριζε στα αυτιά της Ωρόρας. «Θα με σκοτώσεις με τη μία, όπως έκανες κάποτε σε ένα όνειρο». Με αυτά τα λόγια ξεκίνησε να τινάζεται.
    Η κοπέλα έδιωξε τη κουβέρτα από το πρόσωπό της και τα χέρια της βράχηκαν. Κοίταξε το μικρό κορίτσι. Αίματα εκτοξεύονταν από το στόμα του. Ήταν ξαπλωμένο ανάσκελα, δίπλα της. Το κορμί του έκανε σπασμούς και τα γαλάζια του μάτια κοίταζαν τα δικά της τρομοκρατημένα. Εκείνη το είχε κάνει αυτό; Παρατήρησε πως υπήρχε ένα μαχαίρι καρφωμένο στο στέρνο του κοριτσιού. Το μαχαίρι ήταν του Φίλιπ. Της το είχε δώσει για να είναι ασφαλής, για να σκοτώσει τη Μαλέφισεντ, αν τολμούσε να τη πλησιάσει. Το είχε πάντοτε στο κομοδίνο δίπλα από το κρεβάτι της. Τι έκανε όμως καρφωμένο πάνω στο παιδικό της σώμα;
Από την πληγή ξεχείλιζε κι άλλο αίμα και έσταζε πάνω στη κουβέρτα. Η Ωρόρα κράτησε το παιδί και άρχισε να κλαίει. Δεν την ένοιαζε που έχανε το μυαλό της. Το παιδί ήταν εκείνη και εκείνη ήταν το παιδί. Το σώμα του συνέχισε να τινάζεται και το στόμα της να πλημμυρίζει με αίματα. Ο πνιχτός ήχος που έκανε ο λαιμός της, καθώς εκτίνασσε κι άλλο αίμα, ανακάτευε τα σωθικά της Ωρόρας. Έσφιξε το παιδί στα χέρια της και τοποθέτησε το κεφάλι της πάνω στο αιματοβαμμένο του κορμί. Δεν την πείραζε που το πρόσωπό της βάφτηκε κόκκινο, ούτε που το γυμνό της κορμί κολυμπούσε στα αίματα του παρελθοντικού εαυτού της. Απλώς δεν καταλάβαινε. Το παιδί την είχε κατηγορήσει πως το είχε σκοτώσει. Πώς ήταν δυνατό κάτι τέτοιο; Άφησε τη θλίψη της να βρέξει τα μάτια της και να κυλήσει στα μάγουλά της.
    Όταν τελικά μπόρεσε να ανασάνει –όχι τέλεια, επειδή η δυσωδία του αίματος δεν έλεγε να φύγει– τραβήχτηκε προς τα πίσω και το στόμα της μισάνοιξε. Τα χείλη της τρεμούλιασαν από τη φρίκη. Το πρόσωπο της μητέρας της βρισκόταν στη θέση του παιδικού δικού της. Τα μαύρα μάτια της ήταν γουρλωμένα και απλανή. Την ταρακούνησε και το κεφάλι της έγειρε αλλόκοσμα πολύ. Δεν το έλεγχε πια. Η χρυσαφένια κορώνα της κατρακύλησε στο κρεβάτι και έπεσε στο πάτωμα με έναν γδούπο. Ύστερα σύρθηκε, επιμηκύνοντας τον μεταλλικό ήχο που επιβεβαίωνε την Ωρόρα ότι δεν ονειρευόταν. Τα δάχτυλά της ξεκίνησαν να ταρακουνιούνται έντρομα.
«Γλυκιά μου, είναι καλά η υπέροχη κόρη μας;» Η βαθιά φωνή του πατέρα της έκανε την καρδιά της να σταματήσει.
    Βρισκόταν ήδη πίσω από τη πόρτα. Η Ωρόρα πετάχτηκε μακριά από το κρεβάτι. Ήταν γυμνή και έσταζε αίματα. Ευχόταν τα αίματα να ήταν δικά της και όχι εκείνης. Κοίταξε το πρόσωπο της νεκρής της μητέρας και βημάτισε μακριά του. Η πλάτη της συγκρούστηκε με τις παγερές πέτρες που δομούσαν το δωμάτιο. Η πόρτα ξεκίνησε να ανοίγει για δεύτερη φορά. Το τρίξιμο, της προκάλεσε ταχυπαλμία. Δεν είχε ιδέα τι είχε συμβεί, αλλά η μητέρα της ήταν νεκρή στο κρεβάτι της. Δεν την είχε δει ποτέ και δεν την είχε ακούσει να της μιλάει. Όλα ήταν τόσο παράλογα, ώστε έμπλεκαν τις σκέψεις της.
Έχεις χάσει το μυαλό σου.
 Να τη πάλι. Η παιδική φωνή της. Αυτή τη φορά είχε τρυπώσει στο κεφάλι της Ωρόρας. Η κοπέλα κατέρρευσε και κουλουριάστηκε σε μια προσπάθεια να αισθανθεί ασφαλής. Αν και μάλλον όσοι αγαπούσε, εκείνοι, θα έπρεπε να μην αισθάνονται ασφαλείς. Ο πατέρας της άνοιξε τη πόρτα και τα μάτια του έπεσαν πάνω στην πολυαγαπημένη του γυναίκα.
«Ω, όχι…» ψέλλισε έντρομος. «Λία!» ούρλιαξε και έτρεξε προς το μέρος της.
    Το στέμμα του αναπήδησε στο κεφάλι του και ιδρώτας ξεκίνησε να στάζει από το πρόσωπό του. Κάθισε κοντά της και κράτησε το χέρι της. Τα μάτια του υγράνθηκαν και την τράβηξε στην αγκαλιά του. Το σώμα της κατέρρεε, ανίκανο να κρατηθεί κοντά στο δικό του. Η κόρη του ήταν τυλιγμένη γύρω από τον ίδιο της τον εαυτό στη μια άκρη του δωματίου. Για αρκετά λεπτά παρέμειναν και οι δύο σκυμμένοι. Εκείνος κρατώντας τη νεκρή του γυναίκα και η Ωρόρα κλαίγοντας με αναφιλητά, καλυμμένη με αίματα. Το κλάμα της έγινε πιο γοερό και ανάγκασε τον πατέρα της να στρέψει τη ματιά του προς το μέρος της.
«Ωρόρα; Τι έγινε κόρη μου;» τη ρώτησε με φωνή, που έσπαγε από την οδύνη.
«Δεν ξέρω» απάντησε, γνωρίζοντας πως ήταν ανεπίτρεπτο να μην γνωρίζει τι είχε συμβεί στην ίδια της τη μητέρα ενώ ήταν λουσμένη με το αίμα της.
«Η Μαλέφισεντ; Είναι ζωντανή;» ρώτησε εκείνος επιμένοντας να μάθει τι της είχε συμβεί.
«Όχι, δεν νομίζω» ψιθύρισε το κορίτσι. «Μάλλον εγώ ήμουν πατέρα». Τα λόγια της έφεραν άλλο ένα κύμα δακρύων στα μάτια της.
«Αποκλείεται». Ο πατέρας της ακούμπησε το σώμα της γυναίκας του απαλά στο κρεβάτι και την πλησίασε. Έσκυψε μορφάζοντας –δεν ήταν στην κατάλληλη ηλικία για να σκύβει. Τοποθέτησε τις παλάμες του στο πρόσωπο του παιδιού του και το τράβηξε προς τα πάνω. Ήθελε να τη φωτίσει λίγο το αμυδρό φως του διαδρόμου. «Παιδί μου, άκουσέ με». Η φωνή του ήταν πιο βαθιά και βαριά. Ξεφυσούσε έντονα. «Δεν θα έκανες ποτέ κάτι τέτοιο. Ό,τι και αν συνέβη, το έκανε εκείνη». Η Ωρόρα προσπάθησε να απαντήσει μα το αυστηρό και εξουθενωμένο βλέμμα του την σταμάτησε. «Ακόμη και αν χρησιμοποίησε τα χέρια σου».
«Τότε κλείδωσέ με!» Η φωνή της αντήχησε δυνατή και τσιριχτή. Η ένταση που είχε εγκλωβίσει μέσα της ξεκινούσε να απελευθερώνεται με τη δική της θέληση.
«Δε θα κάνω κάτι τέτοιο. Η Λία δε θα το ήθελε». Ψιθύρισε εκείνος ραγίζοντας την καρδιά της Ωρόρας. Η Λία, η μητέρα της… Που είχε πεθάνει. «Θα μείνεις με τον Φίλιπ στη κάμαρά του. Εκείνος θα σε κρατήσει ασφαλή». Μιλούσε σαν ηγέτης. Δεν άφηνε περιθώρια στη κόρη του να απορρίψει την πρότασή του.
«Μα θα κινδυνεύει εκείνος» παραπονέθηκε η Ωρόρα ηττημένα. Ο βασιλιάς σηκώθηκε όρθιος και επέστρεψε στη γυναίκα του.
«Πες του να είναι σε επιφυλακή». Τράβηξε ξανά το άψυχο σώμα της Λίας κοντά του και άρχισε να ανασαίνει τρεμουλιαστά, όπως κάνει κάποιος όταν θρηνεί βαθιά μέσα του.
«Μα…» Δεν ήξερε τι να πει. Ήθελε απλώς να την κλειδώσουν σε ένα μπουντρούμι, τόσο δύσκολο ήταν;
«Φύγε Ωρόρα» απάντησε με σκληρή φωνή εκείνος. Ήθελε μια στιγμή με την γυναίκα του. Η κοπέλα γράπωσε ένα λευκό νυχτικό και το φόρεσε βιαστικά.
«Ήσουν μια γυναίκα, που μπορούσε να αλλάξει τον κόσμο. Η δυναμικότητά σου, τα υπέροχα λόγια σου, που κινούσαν τα νήματα των ψυχών των ανθρ...»
Η Ωρόρα έφυγε από το δωμάτιο ακροβατώντας στις μύτες των ποδιών της, αποφεύγοντας να τον ενοχλήσει ή να τον διακόψει. Προσπέρασε τους στρατιώτες με σκυφτό κεφάλι. Δεν πρόσεξε καν τις σκιές που τύλιγαν τους λαιμούς τους και τους κρατούσαν ακινητοποιημένους, κολλημένους στους τοίχους. Κατέβηκε μερικά σκαλοπάτια και προχώρησε στον διάδρομο με το πολυτελές κόκκινο χαλί. Εκεί βρίσκονταν οι ξενώνες. Αν και εκείνη με τον Φίλιπ ήταν νιόπαντροι, δεν είχαν το δικό τους δωμάτιο. Μάλλον επειδή η ίδια έφυγε τρέχοντας, διακόπτοντας τον γαμήλιο χορό τους. Ή επειδή πλέον δεν ήταν άλλο παρά ένας σχιζοφρενής δολοφόνος, ο οποίος δε θυμόταν να κάνει τίποτα αλλά έβρισκε πτώματα δίπλα του. Η Ωρόρα αναρρίγησε και έτριψε τα χέρια της. Το αίμα είχε ξεκινήσει να στεγνώνει και να κολλάει πάνω της. Μέχρι να αγγίξει το κολλώδες υγρό, είχε ξεχάσει πως έμοιαζε με καταραμένη πριγκίπισσα.
    Ήταν έτοιμη να χτυπήσει την πόρτα του υπνοδωματίου του Φίλιπ, όταν άκουσε κάτι περίεργο. Αγκομαχητά. Έσκυψε προς τα μπροστά και κόλλησε το αυτί τις στη ξύλινη πόρτα. Μια γυναίκα ούρλιαζε αισθησιακά. Η Ωρόρα ανατρίχιασε και χωρίς προειδοποίηση, δίπλα της άρχισε να φυτρώνει ένα ξυλώδες φυτό από το μαρμάρινο πάτωμα. Το παρακολούθησε αναίσθητα, καθώς επεκτεινόταν και αναρριχούταν πάνω στον διάδρομο. Ύστερα ξεκίνησε να παλεύει να τρυπώσει μέσα από την πόρτα. Τα κλαδιά είχαν σκούρα καφέ απόχρωση, πολλά αιχμηρά αγκάθια και έμοιαζαν με χέρια, δάχτυλα και πρόσωπα. Η Ωρόρα μπορούσε να διακρίνει ακόμη και τις εκφράσεις αυτών των προσώπων. Με λίγη προσπάθεια πρόσεξε πως τα πρόσωπα είχαν και σώματα, με στάσεις που πρόδιδαν πόνο και απόγνωση. Η κοπέλα ούρλιαζε πίσω από την πόρτα και η Ωρόρα στήριξε τη πλάτη της πάνω στο μυστηριώδες φυτό και περίμενε. Ήθελε να ακούσει τη φωνή κάποιου άλλου άντρα, όχι του Φίλιπ.
    Μέσα της χτιζόταν ένα σκοτεινό κάστρο και εκείνη αρνούταν να εισχωρήσει σε αυτό μέχρι τώρα. Ξεκινούσε να καταλαβαίνει τι της συνέβαινε. Η κατάρα της Μαλέφισεντ της είχε φυτέψει άσβεστο μίσος στο μυαλό. Όμως, δεν ήταν μόνο αυτό. Όσο χόρευε με τον Φίλιπ, είχε διαισθανθεί πως δεν ήταν ολοκληρωτικά δικός της. Για εκείνα τα ελάχιστα λεπτά είχε νιώσει ασύμμετρη οργή και δυστυχία. Από εκείνη τη μικρή στιγμή και έπειτα, η ζωή της κατέρρεε. Ήταν σαν η απάτη του να είχε αποτελέσει την σκανδάλη, η οποία πυροδότησε ένα σκοτάδι μέσα της. Μαύρες φλόγες τύλιγαν την καρδιά της κι εκείνη λικνιζόταν στους ρυθμούς τους, παρά τη θέλησή της.
Ή μήπως ήθελε; Κάτι είχε ραγίσει μέσα της. Όσο άκουγε τα ουρλιαχτά της γυναίκας, το ράγισμα γινόταν βαθύτερο και κατέληγε σε μια ανεπανόρθωτη ρωγμή. Όσο πιο πολύ πονούσε, τόσο πιο πολύ ξεχνούσε ποια ήταν. Δεν την ένοιαζε που η μητέρα της ήταν νεκρή. Το μυαλό της χανόταν και μαζί με αυτό, η ωραία κοιμωμένη. Η Ωρόρα είχε ξυπνήσει και είχε αλλάξει μια για πάντα.
    Ένας απαλός αντρικός αναστεναγμός έκανε τις τρίχες του αυχένα της να υψωθούν στον αέρα. Αναστέναξε και χαμογέλασε άψυχα. Η ίδια του η φωνή ήταν εκείνη, η οποία  έριξε κάθε άμυνα της Ωρόρας απέναντι στο σκοτάδι της Μαλέφισεντ. Οι κακές σκέψεις πήραν την θέση των χαρούμενων. Οι αναμνήσεις της διαστρεβλώθηκαν. Όλοι ήταν απαίσιοι στα μάτια της. Ήταν υποκριτές, σαν τον Φίλιπ. Μιλούσαν για πραγματική αγάπη ενώ δεν υπήρχε. Ίσως να είχε ξυπνήσει, επειδή ήταν αληθινή για μια στιγμή. Όλα όμως χάνονταν, ξέφτιζαν. Η αγάπη ήταν ακόμη πιο εύθραυστη. Σε μια μέρα είχε καταφέρει να της ραγίσει τη καρδιά και να την αφήσει απροστάτευτη.
Όμως τώρα, που το σκοτάδι την είχε καταβροχθίσει, δεν ένιωθε πως είχε συμβεί κάτι κακό. Ίσα ίσα, τα χέρια της έτρεμαν αλλά όχι από οργή ή θλίψη. Δεν μπορούσε να συγκρατήσει τον ενθουσιασμό της. Τα μάτια της έγιναν κίτρινα. Ούτε ίχνος λευκού δεν απέμεινε μέσα τους. Οι κόρες τις παρέμειναν μαύρες αλλά στένεψαν. Έσκυψε το κεφάλι της σκεπτικά και μειδίασε. Τα δάχτυλά της κινήθηκαν αρμονικά και το ξυλώδες φυτό άρχισε να παλεύει εντατικότερα να τρυπώσει στο δωμάτιο.
    Δεν κατάφερε να συγκρατήσει το υστερικό γέλιο που ξέφυγε από το λαρύγγι της, όταν τα αγκαθωτά κλαδιά διαπέρασαν την πόρτα. Δεν χρειαζόταν να μπει στο δωμάτιο για να δει τι συνέβαινε. Η κοπέλα είχε μακριά κόκκινα μαλλιά και ήταν μικροκαμωμένη. Πετάχτηκε μακριά από τον Φίλιπ τρομαγμένη, παρακολουθώντας τα θανάσιμα κλαδιά που την πλησίαζαν επικίνδυνα. Ο Φίλιπ ήταν πιο ήρεμος. Την τράβηξε κοντά του και την φίλησε παθιασμένα. Αυτό ανάγκασε την Ωρώρα να πάρει μια βαθιά ανάσα.
«Τι κάνεις τώρα; Δεν τελειώσαμε ακόμα εμείς οι δύο» της είπε ενώ την ανέβαζε επάνω του.
    Εκείνη έδειχνε αγχωμένη στην αρχή, μα μετά ξεκίνησε να ανεβοκατεβαίνει πάνω από το κορμί του. Κοιτάζονταν κατάματα με ένα πρωτόγνωρο πάθος. Την Ωρόρα, δεν την είχε κοιτάξει ποτέ έτσι. Το σαγόνι της σφίχτηκε. Μα μόλις μερικές σταγόνες έπεσαν στο πρόσωπο του Φίλιπ, η διάθεσή της έφτιαξε. Ο άντρας παρατήρησε με φρίκη την κοπέλα που βρισκόταν από πάνω του. Το κρανίο της είχε μια τεράστια τρύπα. Ένα χοντρό κλαδί το είχε διαπεράσει και είχε ξεπροβάλει από το μέτωπό της. Το αίμα συσσωρευόταν στην αιχμηρή άκρη του κλαδιού και έσταζε πάνω στον Φίλιπ. Η Ωρόρα, όσο πιο πολύ παρατηρούσε την αντίδρασή του, τόσο πιο πλατιά χαμογελούσε. Βασικά, βρισκόταν ακόμη στον διάδρομο. Στην πραγματικότητα δεν τους έβλεπε. Μα από τη στιγμή που το δέντρο είχε τρυπώσει στο δωμάτιο γνώριζε και έβλεπε τα πάντα, μέσα στο κεφάλι της.
«Μαλέφισεντ;» Ο Φίλιπ σύρθηκε στο πάτωμα, παλεύοντας να απομακρυνθεί από τις αγκαθωτές διακλαδώσεις, οι οποίες συνέχιζαν να αναρριχώνται στο δωμάτιο. Όταν είχαν τυλίξει Κάθε τοίχο και επιφάνεια, ο Φίλιπ άσθμαινε τρομαγμένος.
«Θυμάσαι τι σου είπα, όταν χορεύαμε, Φίλιπ;» ρώτησε η Ωρόρα τραβώντας τη προσοχή του. Ακόμη ακουμπούσε αναπαυτικά πάνω στο αναρριχητικό, δολοφονικό φυτό.
«Ωρόρα; Φύγε από εδώ τώρα!» ούρλιαξε ο Φίλιπ.
    Φαινόταν πιο τρομοκρατημένος, από ό,τι νωρίτερα. Πίστευε πως η γλυκιά του Ωρόρα βρισκόταν σε κίνδυνο; Ή πως θα ανακάλυπτε πόσο μεγάλος υποκριτής ήταν; Η κοπέλα μπήκε μέσα στην κάμαρα του άντρα της και η ματιά της προσπέρασε την απάνθρωπα σφαγμένη κοπέλα. Ανάσανε αργά και βαθιά, απολαμβάνοντας την μεταλλική ευωδία του φρέσκου αίματος. Η ματιά της ενώθηκε με τη δική του και του κόπηκε η ανάσα. Ναι, ναι, είχε τα ίδια μάτια με τη Μαλέφισεντ. Και λοιπόν; Τώρα ήταν ισχυρή και δυνατή. Δεν χρειαζόταν κανέναν πρίγκιπα για να τη προστατεύσει. Όσο για την αληθινή αγάπη… Ο Φίλιπ είχε φροντίσει να της αποδείξει πως ήταν άλλη μια απάτη.
«Λογικό να μην θυμάσαι» απάντησε, όσο εκείνος προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει τι συνέβαινε. «Σε έκανε να τα ξεχάσεις όλα, έτσι δεν είναι;» Ο Φίλιπ προσπάθησε να την πλησιάσει και ένα κλαδί τον πλησίασε επικίνδυνα. Σταμάτησε ένα λεπτό πριν η μυτερή του άκρη διαπεράσει τον κερατοειδή του ματιού του. Τινάχτηκε προς τα πίσω και την παρακολούθησε δύσπιστα.
«Ωρόρα, φτάνει».  
Χμ, χρησιμοποιούσε την βελούδινη φωνή του. Όμως η Ωρόρα που ήξερε, εκείνη που έλιωνε στην όψη του και στην απαλή χροιά της φωνής του, είχε πεθάνει.
«Σου είπα πως λένε ότι, αν ονειρευτείς κάτι περισσότερες από μία φορές, είναι σίγουρο πως θα πραγματοποιηθεί  και πως εγώ σε ονειρεύτηκα πολύ περισσότερες φορές». Ο Φίλιπ απέστρεψε τη ματιά του αηδιασμένος από την σατανική της έκφραση. «Αυτό που θέλω να πω, είναι ότι κανείς δεν είπε τι συμβαίνει άμα ονειρευτείς κάτι πάρα πολλές φορές».
 Ο Φίλιπ έκανε μια προσπάθεια τεντώσει το χέρι του προς το μέρος της. Μόλις έκανε αυτή τη κίνηση μαύρος καπνός τύλιξε το χέρι του και τον έκαψε. Κούνησε το χέρι του πανικόβλητος μα ο καπνός δεν κουνήθηκε ούτε ελάχιστα.
«Όλα θα πάνε καλά. Οι γονείς σου και εγώ θα βρούμε μια λύση…» ψέλλισε ενώ το πρόσωπό του παραμορφωνόταν από τον πόνο.
Η Ωρόρα γέλασε υστερικά και έγειρε το κεφάλι της προς τα δεξιά. «Η Λία πέθανε, Φίλιπ».
Τα μάτια του γούρλωσαν.
«Ωρόρα, τι έχεις κάνει;» Γονάτισε μπροστά της και τα μάτια του βούρκωσαν. Όσο κι αν τον παρατηρούσε η κοπέλα δεν καταλάβαινε σε τι οφειλόταν η συναισθηματική του φόρτιση. «Δεν πειράζει. Θα βρούμε λύση» ψιθύρισε και άφησε το σώμα του να καταρρεύσει, στηριγμένο ανεπαίσθητα στην ντουλάπα. Το χέρι του ακόμη καιγόταν, μα είχε πάψει να δίνει σημασία στον πόνο που έρρεε στις φλέβες του.
«Αδυνατείς να με καταλάβεις» επέμεινε η Ωρόρα. «Αν ονειρευτείς κάτι πάρα πολλές φορές, τότε αυτό είναι που σε καταστρέφει, Φίλιπ. Εσύ την σκότωσες!» Τσίριξε ενώ μερικά δάκρυα ξεπρόβαλαν από τα μάτια της.
«Ποια; Τη μητέρα σου; Δεν καταλαβαίνω». Έκρυψε το πρόσωπό του με τις παλάμες του και έβγαλε μια σιγανή ιαχή.
«Την Ωρόρα». Τα λόγια της τον ανάγκασαν να την κοιτάξει. Μιλούσε για τον εαυτό της σε τρίτο πρόσωπο. Και τον είχε ενημερώσει πως εκείνος ευθυνόταν για τους φόνους. Και κυρίως για την ραγισμένη καρδιά της αγαπημένης του. Κοπάνησε το φύλο της ντουλάπας εξοργισμένος με τον εαυτό του.
«Έχεις δίκιο. Είμαι αχάριστος. Σε απάτησα με πολλές γυναίκες. Από τη στιγμή που συνήλθες και έπειτα, θεώρησα πως έπρεπε να φερθώ σαν πρίγκιπας. Και αυτό κάνουν οι πρίγκιπες. Δε δίνουν σημασία στα συναισθήματα. Κοιτάζουν την ικανοποίηση και την εικόνα τους. Αλλά πέρα από όλα αυτά τα απαίσια πράγματα, είμαι ακόμη ο Φίλιπ. Σε αγαπάω Ωρόρα».
«Τρέξε» ψιθύρισε εκείνη και ξεκίνησε να τραγουδάει το φρικιαστικό τραγούδι που κάποτε τραγουδούσε χαρούμενα, ελάχιστα διαφοροποιημένο.

«Σε ξέρω, περπάτησα μαζί σου μια φορά κι ένα όνειρο. Σε ξέρω, αυτό το βλέμμα των ματιών σου είναι μια τόσο γνώριμη λάμψη. Και ξέρω πως είναι αλήθεια, ότι τα οράματα είναι όσο σπάνια φαίνονται. Μα αν ξέρω εσένα, ξέρω τι θα κάνεις. Θα με σκοτώσεις με τη μία, όπως έκανες κάποτε σε ένα όνειρο.»

    Όσο εκείνη τραγουδούσε τους φρικιαστικούς –τώρα πια– στίχους, κάτι κατευθυνόταν προς τον Φίλιπ. Δεν χρειαζόταν να τον κοιτάζει για να ξέρει πώς ανεβοκατέβαινε το στέρνο του. Τα πάντα βρίσκονταν στο κεφάλι της. Έτσι, κράτησε τα βλέφαρά της ερμητικά κλειστά και συνέχισε να τραγουδά. Στο μυαλό της εκτυλίσσονταν όλα τα γεγονότα, όπως εκείνη ήθελε.
 Η φωνή της ήταν λεπτή και αρμονική. Πλέον είχε μάθει πόσο σημαντική είναι η μελωδία της μουσικής. Αν κάποιος την άκουγε, θα νόμιζε πως ήταν η Ωραία Κοιμωμένη. Αν όμως την έβλεπε, θα καταλάβαινε πως ήταν ένα κουφάρι χωρίς ψυχή. Πιο κενή από τη Μαλέφισεντ και με πολύ πιο πολλές δολοφονικές διαθέσεις.
    Κάτι που βρισκόταν κάτω από το χαλί ξεκίνησε να πλησιάζει τον άντρα. Εκείνος παρέμεινε ακίνητος μέχρι που, ό,τι και αν ήταν αυτό που τον πλησίαζε, άρχισε να διογκώνεται. Το χαλί απειλούσε να τον τυλίξει. Τότε αναγκάστηκε να τρέξει. Κατευθύνθηκε προς τη μεγάλη αίθουσα του θρόνου. Εκεί υπήρχε μια μεγάλη πύλη που θα τον οδηγούσε μακριά από το παλάτι. Ο καπνός, που έκαιγε το χέρι του, τον απελευθέρωσε και ο Φίλιπ πρόσεξε πως το δέρμα του είχε λιώσει. Κοίταξε μπροστά του μόνο και μόνο, για να δει πέντε διακλαδώσεις να τον περιμένουν, για να καρφωθεί πάνω τους. Τα κλαδιά περίμεναν καρτερικά να τρυπώσουν στο κορμί του, όπως είχαν κάνει με το κρανίο εκείνης της κοπέλας. Τις προσπέρασε με ελιγμούς και ξεφύσησε. Αν είχε συνεχίσει να κοιτάει το λιωμένο δέρμα του χεριού του για ένα ακόμη δευτερόλεπτο, θα ήταν νεκρός.
    Μαύρες σκιές που είχαν το σχήμα αλυσίδων ξεκίνησαν να τον κυνηγούν. Ήθελαν να τον  τυλίξουν και να τον κρατήσουν δέσμιό τους. Τα πέλματά του συγκρούονταν βάναυσα με το πάτωμα και αντηχούσαν στους έρημους διαδρόμους. Οι αλυσίδες βρίσκονταν όλο και πιο κοντά του. Ξαφνικά κοκάλωσε. Έμεινε ακίνητος και παρακολούθησε τις αλυσίδες να τον πλησιάζουν από τη μια πλευρά, και τη νεκρή μητέρα από την άλλη. Η γυναίκα ήταν χλωμή και είχε ένα μαχαίρι καρφωμένο στο στέρνο της. Αίματα έσταζαν από το πολυτελές της φόρεμα που ήταν αιματοβαμμένο.
«Φίλιπ;» τον ρώτησε αδύναμα και κατέρρευσε. Ο άντρας έσκυψε και την κράτησε πριν να συγκρουστεί με το έδαφος. Η Λία τον φίλησε, πριν να προλάβει να αντιδράσει, και ο Φίλιπ τραβήχτηκε μακριά της. Τα σωθικά του ανακατεύτηκαν από την φρικτή γεύση του αίματος. «Έλα τώρα, δε με θες; Η Ωρόρα δεν χρειάζεται να ξέρει τίποτα» του είπε πονηρά και αμέσως μετά ξεκίνησε να βήχει και να πνίγεται στο ίδιο της το αίμα. Ένα ρίγος διαπέρασε τη ραχοκοκαλιά του και την απελευθέρωσε από την αγκαλιά του.
«Συγνώμη, Λία» ψέλλισε ενώ περνούσε πάνω από το νεκρό σώμα της μητέρας της Ωρόρας. Τα χέρια της γράπωσαν το πόδι του και το σώμα της ξεκίνησε να σέρνεται στο χαλί αφήνοντας πίσω της κόκκινες κηλίδες.
«Βοήθεια. Φίλιπ!» τσίριξε η γυναίκα ενώ το αίμα συνέχιζε να αναβλύζει από τον λαιμό της.
«Είναι νεκρή»  υπενθύμισε στον εαυτό του. Τελικά τον απελευθέρωσε, μόνο για να βρεθεί μπροστά του η Ωρόρα. Θα έτρεχε, αν δεν ήταν τόσο φυσιολογικά τα μάτια της ή τόσο τρομαγμένο το βλέμμα της.
«Φίλιπ; Τι συμβαίνει;» Η θέρμη στην φωνή της τον ζάλισε. Τον έκανε να ξεχάσει τον εφιάλτη μέσα στον οποίο βρισκόταν. Την πλησίασε και την έσφιξε στην αγκαλιά του.
«Όλα είναι καλά» την διαβεβαίωσε με βελούδινη φωνή.
    Αυτή ήταν και η τελευταία του ανάσα. Το χέρι της κοπέλας είχε ξεριζώσει τη καρδιά του. Η μορφή της Ωρόρας μετατράπηκε σε σκιά, η οποία γλίστρησε μέσα στον τοίχο και εξαφανίστηκε. Η καρδιά του άντρα έπεσε στο χαλί με έναν γλιστερό γδούπο και εκείνος γονάτισε. Τα μάτια του ατένιζαν το άπειρο, όμως είχαν ακόμη αυτό το τρυφερό βλέμμα. Τελικά, το σώμα του κατέρρευσε ολοκληρωτικά, δίπλα στην πεσμένη του καρδιά.
    Η Ωρόρα διπλώθηκε στα γέλια με τον ποιητικό του θάνατο. Δεν καθόταν πια στην κάμαρα του πρώην συζύγου της. Αντιθέτως περπατούσε στον διάδρομο, αφήνοντας κόκκινες πατημασιές στο πέρασμά της. Έφτασε στον θρόνο και πρόσεξε πρόσχαρα πως είχαν παρέα. Η δεξίωση δεν είχε λάβει τέλος ακόμη. Υπέροχα, σκέφτηκε πανούργα.
Το ακανθώδες φυτό ξεκίνησε να φυτρώνει κάτω από τους δύο θρόνους. Τους εκτόπισε, σαν να ήταν φτιαγμένοι από φελλό και ύστερα άρχισε να ελίσσεται περίεργα. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν ένας τερατώδης θρόνος φτιαγμένος από κλαδιά χωρίς πράσινο φύλλωμα. Η Ωρόρα πλησίασε τον θρόνο της αδιαφορώντας για τα βλέμματα του κόσμου, ή το σούσουρο που επικρατούσε. Η μαύρη σκιά πήρε τη μορφή σκαλιών κι εκείνη πάτησε με σιγουριά επάνω της. Μόλις σκαρφάλωσε στον υπερμεγέθη θρόνο χαμογέλασε σε όλους μεγαλόπρεπα. Η σκιά απλώθηκε πάνω από τα κεφάλια τους και τύλιξε το ταβάνι. Το φυτό ξεκίνησε να αναρριχάται σε κάθε τοίχο. Ο Καπνός τυλίχτηκε γύρω της.
«Σκοτώστε τους όλους» διέταξε η κοπέλα, καθώς τα κλαδιά εκτοξεύονταν στο πλήθος και η σκιά το ακινητοποιούσε. Ο καπνός όρμησε κατά πάνω τους και τα ουρλιαχτά τους προκάλεσαν έπαρση στην Ωρόρα. Μόλις το έδαφος ξεκίνησε να λιώνει και τα πόδια του κόσμου βυθίστηκαν μέσα του, ο θάνατός τους ήταν σίγουρος.
«Η Ωρόρα ξύπνησε!» ανακοίνωσε τη στιγμή που ένα γάργαρο γέλιο δραπέτευε από τον λαιμό της.

Τέλος

Ράνια Ταλαδιανού