Μιμόζα (Μετά το Happy End) της Έμιλυ Γερολατσίτη

Το μικρό καφέ στο Μανχάταν έσφυζε από ζωή τα Κυριακάτικα πρωινά. Παρέες Νεοϋορκέζων μαζεύονταν για το καθιερωμένο μπραντς και το κουτσομπολιό για την εβδομάδα που πέρασε κι  εκείνη που άρχιζε. Σερβιτόροι και βοηθοί γλιστρούσαν έντεχνα ανάμεσα στα γεμάτα τραπέζια, κουβαλώντας γεμάτους δίσκους με φρέσκους χυμούς, κρέπες και κλασικά  κοκτέιλ Μιμόζα, προσέχοντας να μην ρίχνουν κάτω τις ντιζάινερ τσάντες που κρέμονταν σε σχεδόν όλες τις καρέκλες.
Σε ένα από τα κεντρικά τραπέζια, η πιστή θαμώνας με την αυστηρή μαύρη πλεξούδα και το μπεζ ταγέρ άναψε ένα ακόμα τσιγάρο ενώ διάβαζε τα νέα του χρηματιστηρίου στο αιφόουν της. Η πανέμορφη δικηγόρος, που καταγόταν από την φυλή ιθαγενών Αλγκόνκουιν, έριξε λίγη ακόμα άπαχη κρέμα στον σκέτο καφέ φίλτρου της και μια ματιά στις κενές καρέκλες απέναντί της∙ πάλι πρώτη είχε έρθει στο καθιερωμένο μπραντς.
«Πόκι!» φώναξε μακρόσυρτα από την μέση του μαγαζιού περνώντας σαν σίφουνας ανάμεσα από τα τραπέζια η Μπελ.
Η νεαρή καστανομάλλα, με το φωτεινό πρόσωπο και τον ανέμελο κότσο, κράταγε μια τεράστια ξεχειλισμένη τσάντα με την οποία σκούντηξε τους μισούς θαμώνες στο διάβα της. Όπως πάντα, φόραγε το διαφημιστικό μακό από την σχολή εκπαίδευσης σκύλων που είχε ανοίξει με τον άντρα της σε κάποιο ακριβό προάστιο. Οι λεκέδες από φρουτόκρεμα ήταν εμφανείς από μακριά, το οποίο δεν ξάφνιασε βέβαια την Ποκαχόντας αφού η Μπελ και το Τέρας, κατά κόσμον Μπέντζαμιν, είχαν πλέον αποκτήσει έντεκα γιους. Ή και δώδεκα ίσως. Η Ποκαχόντας είχε χάσει το μέτρημα από ένα σημείο και μετά. Μόνο τον Μπεν, τον τέταρτο, είχε πάντα κατά νου αφού ήταν και ο βαφτισιμιός της.
«Μπελ! Λάμπεις όπως πάντα!» σηκώθηκε από την καρέκλα της η μελαμψή δικηγόρος για να ανταλλάξουν φιλιά στον αέρα.
«Συγγνώμη, συγγνώμη που άργησα αλλά δεν θα πιστέψεις τον πανικό που είχαμε σήμερα το πρωί στο σπίτι! Ο Μπεν ο ένατος βγάζει δόντια και είναι σκέτο αγρίμι! Πού να στα λέω, Πόκι μου! Και την Παρασκευή το βράδυ έβρεξε κάτω στο εξοχικό στο Χάμπτονς και πλημμύρισε το υπόγειο και τρέχαμε… Δηλαδή όχι εγώ, ο Λουμιέρ και ο Γκαστόν! Αλλά, ξέρεις πως είναι…»
Η Ποκαχόντας χαμογέλασε ευγενικά και περίμενε την φίλη της να τελειώσει την τεράστια εισαγωγή για το πώς οι δύο μπάτλερ, όταν έφτασαν στο πλημμυρισμένο εξοχικό, αντί να φωνάξουν κάποιο αρμόδιο συνεργείο καθαρισμού και μάστορες, κάλεσαν την Μπελ στο σκάιπ και παρουσίασαν ένα χορευτικό της στιγμής για την μεγάλη καταστροφή που τους βρήκε.
«Εμ, εσείς θέλατε Μπελ μου να τους κρατήσετε για μπάτλερ αυτούς τους δύο! Ενώ επανειλημμένα σου έχω πει ότι στο πρόγραμμα επανένταξης πρώην καταδίκων που τρέχω υπάρχουν νέα παιδιά που έχουν πλήρως συμμορφωθεί και…»
«Αχ, βρε Πόκι μου το ξέρω, έχεις δίκιο! Αλλά τον ξέρεις τώρα τον Μπέντζαμιν και πόσο παλαιών αρχών είναι! Αγύριστο κεφάλι!» τεντώθηκε και της έπιασε το χέρι η Μπελ χαμογελώντας απολογητικά. «Υπόσχομαι να τον ξαναρωτήσω… Απλά ξέρεις, μερικές φορές απλά μου μουγκρίζει και γυρνάει πλευρό! Τέλος πάντων, τα νέα σου! Πού είναι ο σερβιτόρος να παραγγείλω; Μόνο καφέ θα πάρεις; Αχ, κι εγώ προσέχω, ναι, θα πάρω κι εγώ καφέ… Ή μήπως θέλω βάφλα;»
«Τι ξενέρωτα πράγματα είναι αυτά!» ακούστηκε από πάνω τους η χαρωπή φωνή της Άριελ.
Η εκρηκτική κοκκινομάλλα, με το καυτό μίνι και τα τεράστια αξεσουάρ, ήταν πάντα μπροστά στιλιστικά αφού είχε πρόσβαση σε όλα τα ατελιέ μόδας μέσω της στήλης που έγραφε στη Νιου Γιορκ Τάιμς.
«Θα πάρουμε, τουλάχιστον, πέντε γύρους κοκτέιλ!» συνέχισε και στριφογύρισε για να θαυμάσουν το νέο της σύνολο οι φιλενάδες της.
«Δεν το πιστεύω ότι δεν σε ακούσαμε τουλάχιστον να πλησιάζεις!» σχολίασε γελώντας η Ποκαχόντας, δείχνοντας τις φούξια δωδεκάποντες γόβες της Άριελ.
«Αγάπη μου, όταν έχεις τέτοια πόδια, ή γενικά όταν έχεις πόδια, οφείλεις να τα δείχνεις!» γέλασε η Άριελ και οι τρεις φίλες αντάλλαξαν φιλιά στον αέρα ώστε να μην χαλάσουν το μακιγιάζ τους.
Ο σερβιτόρος έφτασε σχεδόν αμέσως στο τραπέζι τους, μην μπορώντας να πάρει τα μάτια του από τις εξαίσιες γάμπες της Άριελ, που είχε κάτσει πλάγια ώστε να μπορούν να θαυμάζουν οι υπόλοιποι θαμώνες τα κάλλη της.
«Ω, είσαι τόσο άτακτη!» χαχάνισε η Μπελ και σκούντηξε την φίλη της. «Τα ‘χασε ο σερβιτόρος! Για πες! Πώς πήγε το τυφλό ραντεβού χθες βράδυ! Καλός;»
«Αχ, τι να σας λέω κορίτσια! Με πήγε στο πιο ιν καινούργιο κλαμπάκι στο κέντρο, το Φέρι Λαντ, και είχε καταπληκτική διακόσμηση! Ωραία κοκτέιλ και ατμόσφαιρα! Σκέφτομαι να το αναφέρω στην στήλη μου την επόμενη εβδομάδα.»
«Ο τύπος σου άρεσε; Πώς τον λένε; Τι κάνει; Λεφτά έχει;» ρώτησε η Μπελ ελέγχοντας παράλληλα το κινητό της τηλέφωνο για μηνύματα από το Τέρας.
«Το θέμα δεν είναι με τι ασχολείται. Το θέμα είναι τι άνθρωπος είναι και εάν σου αρέσει σαν χαρακτήρας,» πρόσθεσε η Ποκαχόντας διπλώνοντας την εφημερίδα που είχε ανοιχτή στα πόδια της.
«Κορίτσια, τι να σας πω… Δε νομίζω ότι είναι ο ένας! Ήταν αρκετά… Ξύλινος θα έλεγα! Και δεν τον λες και μορφονιό, γιατί έχει πολύ έντονα χαρακτηριστικά… Πώς να το εξηγήσω; Να... Σε κάποια φάση νόμιζα ότι όλο και μεγαλύτερη γινόταν η μύτη του όταν μιλούσαμε για τις προηγούμενες σχέσεις του! Ίσως έφταιγε ο φωτισμός βέβαια. Ή και τα μοχίτο.  Έχει μια εταιρεία με έπιπλα με τον πατέρα του. Οικογενειακή επιχείρηση από ό,τι κατάλαβα. Δεν ξέρω. Ήταν περίεργο που όλο το βράδυ τον έπαιρνε τηλέφωνο ο μπαμπάς του να ελέγξει πού ήταν.»
«Α, είναι μπαμπάκιας τότε! Ε, όχι! Μην μπλέκεις με τέτοιους.» αναφώνησε η Μπελ.
« Τον είχες τον έναν, όπως λες, και τον άφησες να φύγει!» της υπενθύμισε η Ποκαχόντας.
«Ναι, καλά! Σιγά! Είδα και τα χάλια της Χιονάτης που τον παντρεύτηκε τον έναν της και που τραβιέται τώρα στα δικαστήρια!» απάντησε η Άριελ κάνοντας στην άκρη για να ακουμπήσει ο σερβιτόρος τα κοκτέιλ με σαμπάνια και πορτοκαλάδα.
«Αχ, ναι…» αναστέναξε συμπονετικά η Μπελ. «Σωστά. Μεγάλο μπέρδεμα με αυτούς! Έχουμε καθόλου νέα;»
«Μακάρι να μπορούσα να χειριστώ την υπόθεσή της.» απάντησε η Ποκαχόντας. «Αλλά δεν αναλαμβάνω διαζύγια. Μιλήσαμε βέβαια χθες το βράδυ. Αφήστε να πάνε κορίτσια! Σπρώχνει για την κηδεμονία των νάνων ο αλητάμπουρας!»
«Ωχ, όχι! Σοβαρά;»
«Ναι, ναι! Δε φτάνει που σχεδόν τον έπιασε στα πράσα στο φέισμπουκ να στέλνει γυμνές φωτογραφίες στην μητριά της, πάει να βγει και από πάνω ο άτιμος! Υποστηρίζει ακόμα ότι η Χιονάτη τον απάτησε με τον ξυλοκόπο που δούλευε στο πατρικό της. Σας λέω, χάλια πάει το πράγμα. Έβαλε και ντετέκτιβ να την παρακολουθούν και έχει αποδεικτικά στοιχεία ότι συναντήθηκαν αρκετές φορές.»
«Βρε, λες η φιλενάδα μας να του τα φόραγε του ακατανόμαστου;» γούρλωσε τα μάτια η Μπελ μπουκωμένη με βάφλα σοκολάτα.
«Όχι μωρέ!» πετάχτηκε αμέσως η Άριελ. «Θα μας το είχε πει! Αφού ξέρεις πόσο αγαθιάρα είναι η κακομοίρα! Εδώ την πάτησε τόσες φορές με την μητριά της! Δεν θυμάστε που παραλίγο να καταλήξει σε πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων; Αχ, αυτό το κορίτσι! Ποτέ δε θα μάθει…»
«Ποιαν θάβετε πάλι;» πλησίασε το τραπέζι η Σταχτοπούτα χαμογελαστή.
«Καλώς την κι ας άργησε!»
Οι τέσσερις φιλενάδες αντάλλαξαν φιλιά στον αέρα πάλι. Η ξανθιά με τα τατουάζ και το σκουλαρίκι στο φρύδι τράβηξε μια άδεια καρέκλα και ακούμπησε στο πάτωμα το σακίδιο πλάτης της.
«Τι έγινε; Αργήσαμε να κοιμηθούμε χθες; Ξενυχτήσαμε; Τι έκανες χθες βράδυ πουλάκι μου;» άρχισε τις ακατάπαυστες ερωτήσεις της η Μπελ.
«Μακάρι να είχα κανένα καυτό κουτσομπολιό να σας πω, αλλά διάβαζα μέχρι αργά για το διαγώνισμα της Δευτέρας.» γέλασε η Σταχτοπούτα και έκλεψε μια γουλιά από το ποτό της Μπελ.
Η Άριελ σήκωσε το χέρι για να παραγγείλει και ο σερβιτόρος ήρθε τρέχοντας.
«Α! Μπράβο, Σταχτοπούτα μου.» είπε η Ποκαχόντας. «Πώς πάει η σχολή;»
«Καλά, καλά. Πολύ διάβασμα βέβαια. Πήξιμο τώρα που πλησιάζουν οι εξετάσεις.»
«Θέλω να ξέρεις πόσο περήφανη είμαι για σένα!» της χάιδεψε το μπράτσο η μελαχρινή δικηγόρος. «Δεν υπάρχει πιο σημαντικό πράγμα από την εκπαίδευση! Από το να είσαι αυτόνομη! Πρέπει όλες οι γυναίκες σήμερα να στεκόμαστε μόνες μας στα δυο μας πόδια.»
«Είχες καθόλου νέα από τον βλάκα;» διέκοψε η Μπελ που είχε ακολουθήσει ένα τελείως διαφορετικό μονοπάτι στην ζωή της.
«Όχι μωρέ, άσε με. Με τον ανώμαλο που πήγα κι έμπλεξα...». Ευχαρίστησε το γκαρσόνι που της έφερε το κοκτέιλ Μιμόζα η Σταχτοπούτα και συνέχισε. «Δεν τα λέμε καθόλου πια. Τον μπλόκαρα και τον αφαίρεσα από τους φίλους μου στο φέισμπουκ.»
«Α, ήταν συνδεδεμένος σήμερα το πρωί,» πετάχτηκε η Άριελ σηκώνοντας την συσκευή της. «Το ξέρω γιατί ακολουθούμε τις ίδιες σελίδες και έκανε λάικ στη νέα συλλογή με γόβες του Μανόλο Μπλάνικ…»
«Ε, πού αλλού θα έκανε λάικ ο ανώμαλος! Ρε σας λέω ότι μέχρι να καταλάβω ότι φόραγε τις γόβες μου κρυφά και περιφερόταν εδώ κι εκεί, τις ξεχείλωσε όλες! Μιλάμε για σοβαρό φετίχ!»
«Αχ, βρε Σταχτοπούτα μου...» είπε συμπονετικά η Μπελ. «Τα λέγαμε χθες με τον Μπέντζαμιν και το αποφασίσαμε. Δηλαδή εγώ το αποφάσισα. Αλλά κι ο Μπέντζαμιν μούγκρισε οπότε συμφωνεί. Θα σου βρούμε άντρα! Να, θα σου δείξω τους ελεύθερους φίλους του στο κινητό μου. Μισό λεπτό να συνδεθώ. Μισό να βρω το γουάι φάι…»
«Δεν ψάχνω για σύντροφο…»
«Λοιπόν, έχουμε και λέμε… Ο Ηρακλής! Να, δες φωτό! Εδώ είναι σε μια σπηλιά με ένα λιοντάρι. Πρέπει να ήταν όταν είχε πάει σαφάρι. Να ξέρεις ότι είναι πολυταξιδεμένος. Να, εδώ είναι πάλι και ποζάρει σε ένα στάβλο! Πολύ καλό παιδί! Έχει κάτι θεματάκια με το σπίτι του, αλλά μωρέ ποιος δεν έχει!»
«Δε σας φαίνεται λίγο ψωνισμένος με τα μπράτσα του;» σχολίασε η Ποκαχόντας καθώς έσκυβαν να δουν με την  Άριελ τις φωτογραφίες που έδειχνε η Μπελ.
«Δεν ενδιαφέρομαι.» απάντησε κοφτά η Σταχτοπούτα τελειώνοντας μονορούφι το πρώτο κοκτέιλ της.
«Α, ενδιαφέρομαι όμως εγώ! Στείλε μετά πληροφορίες.» χαμογέλασε πονηρά η Άριελ.
«Δεν πειράζει.» συνέχισε απτόητη η Μπελ. «Να, αυτός είναι ο Σρεκ! Πάρα, μα πάρα πολύ καλός χαρακτήρας!»
«Δηλαδή είναι άσχημος!» γέλασε η Άριελ και έκλεισε το μάτι στην Ποκαχόντας.
«Δεν ενδιαφέρομαι.» επανέλαβε η Σταχτοπούτα. «Σε ευχαριστώ Μπελ μου, αλλά θέλω να μείνω για λίγο μόνη. Να επικεντρωθώ στις σπουδές μου. Να βρω τον εαυτό μου.»
«Ναι, καλά» συνέχισε η Μπελ. «Λοιπόν, το επόμενο Σάββατο θα έρθεις να φάμε στο εξοχικό! Θα έχω σίγουρα κάποιον να σου συστήσω εκεί…»
«Εγώ μωρέ γιατί να μην έρθω; Να φωνάξεις αυτόν τον μορφονιό!» είπε η Άριελ και παρήγγειλε τέσσερα ακόμα κοκτέιλ.
«Κορίτσια, η Ωρόρα δε θα έρθει;» προσπάθησε να αλλάξει το θέμα η Σταχτοπούτα.
«Της έχω ήδη στείλει τρία μηνύματα στο βάιμπερ. Δεν έχουν διαβαστεί ακόμα,» είπε η Μπελ ελέγχοντας το κινητό της.
«Σιγά μην άκουσε το ξυπνητήρι της η Ωραία Κοιμωμένη!» σχολίασε η Άριελ. «Ακόμα θα κοιμάται, κλασικά, και θα εμφανιστεί όταν θα φεύγουμε!»
«Δεν πειράζει» χαμογέλασε η Ποκαχόντας και σήκωσε το ποτήρι της για να τσουγκρίσουν. «Το σημαντικό είναι που καταφέραμε, όσες το καταφέραμε, να βρεθούμε για το καθιερωμένο μπραντς μας. Κορίτσια, να ξέρετε ότι σας αγαπάω όλες πολύ και αυτό είναι το αγαπημένο μου κομμάτι της εβδομάδας! Λοιπόν, ας πιούμε στην υγεία της παλιοπαρέας. Σταχτοπούτα μου, σου ευχόμαστε κάθε επιτυχία στην σχολή. Μπελ μου, ελπίζω να μην είναι μεγάλη η ζημιά στο εξοχικό. Άριελ μου, μην μου στεναχωριέσαι, κάτι θα βρεις. Και μακάρι βρε κορίτσια, να πάνε όλα καλά με το διαζύγιο της Χιονάτης! Στη υγειά μας πάνω απ’ όλα!»
Οι τέσσερις φιλενάδες τσούγκρισαν τα ποτήρια τους χαρωπά και συνέχισαν να απολαμβάνουν το εβδομαδιαίο ραντεβού τους, σύμφωνες με όσα είπε η Ποκαχόντας, γεμάτες ευγνωμοσύνη που είχαν η μια την άλλη. Είχαν αφήσει εδώ και καιρό τον κόσμο του παραμυθιού πίσω τους αλλά η ζωή συνεχιζόταν με όλα τα σκαμπανεβάσματα της και οι κολλητές φίλες την αντιμετώπιζαν στηριζόμενες η μια στην άλλη και στα κυριακάτικα κοκτέιλ Μιμόζα.

Έζησαν αυτές όσο καλά θα μπορούσαν υπό αυτές τις συνθήκες, λαμβάνοντας υπόψη τον πληθωρισμό, την παρούσα πολιτική ένταση στην χώρα τους και τις όποιες καθημερινές αντιξοότητες… κι εμείς καλύτερα!

Τέλος

Έμιλυ Γερολατσίτη