Ο Κυνηγός των Ευχών (Κεφάλαιο 10 - Μέρος 3ο)

Ο Γουάφ υποδέχτηκε στην σάλα την Φιντέλμα με ένα χαμόγελο και μια μεγάλη αγκαλιά. Στο χέρι του κρατούσε ένα μικρό διάφανο μπουκάλι.

«Τι είναι αυτό;» ρώτησε η Ευχή.
«Εκχύλισμα κισσού. Απαραίτητο συστατικό για το ξόρκι προστασίας σου. Όταν τελειώσω με αυτό, κανείς δεν θα μπορεί πια να σε αναγνωρίσει. Όλοι θα νομίζουν πως είσαι άνθρωπος. Κανείς δεν θα σκεφτεί πως είσαι Ευχή. Ούτε ο πιο ισχυρός μάγος δεν θα το σκεφτεί.»
Η Φιντέλμα έγνεψε καταφατικά και ύστερα ο Γουάφ της ζήτησε να καθίσει σε μία από τις καρέκλες της αίθουσας. Η Ντέιλφ κάθισε σε μια γωνιά παρακολουθώντας το τελετουργικό. Εκείνος έριξε το εκχύλισμα στην κορυφή του κεφαλιού της, ψέλνοντας κάτι μέσα από τα δόντια του.
«Aithníonn aon duine tú!» είπε στο τέλος τρεις φορές και το εκχύλισμα του κισσού που κυλούσε στα μαλλιά της έλαμψε πράσινο και έπειτα εξατμίστηκε.
«Έτοιμη.» ανακοίνωσε η Ντέιλφ και οι τρεις τους βγήκαν στην γιορτή.
Οι πλακόστρωτοι δρόμοι και οι πολύχρωμες πλατείες είχαν γεμίσει κόσμο. Παιδιά έτρεχαν στα σοκάκια, γελούσαν και φώναζαν. Ένα από αυτά σκόνταψε και έπεσε στα πόδια της Φιντέλμα, η οποία πρόλαβε και το έπιασε πριν χτυπήσει στο δάπεδο. Την κοίταξε με θαυμασμό, είπε ένα ντροπαλό ευχαριστώ και έφυγε τρέχοντας. To παρακολούθησε συγκινημένη να χάνεται στο πλήθος.
Οι γυναίκες χόρευαν με τα ρόδινα πέπλα τους, παρασέρνοντας τους ανθρώπους στο χορό. Οι περισσότεροι χόρευαν υψώνοντας τα ποτήρια τους λέγοντας ευχές για υγεία και καλή τύχη σε όσους συναντούσαν. Οι μουσικοί χτυπούσαν τα πόδια τους ρυθμικά ενώ τραγουδούσαν. Ένας κοντοκουρεμένος καφετής σκύλος έτρεξε δίπλα στη Φιντέλμα. Χοροπήδησε δεξιά και αριστερά, τράβηξε με τα δόντια του το φόρεμά της κουνώντας την ουρά του. Έσκυψε και χάιδεψε το κοντό του τρίχωμα. Εκείνος κυλίστηκε στο δάπεδο αποκαλύπτοντας την κοιλιά του για χάδια.
Ο Νιλς ήρθε και πήρε την Ντέιλφ από το χέρι, και μπήκαν οι δυο τους στο χορό. Η Φιντέλμα τους κοιτούσε λάμποντας από χαρά. Ύστερα εκείνη τράβηξε τον Γουάφ από το χέρι και χαθήκανε στο πλήθος, όπου ακολουθήσαν τα βήματα των χορευτών. Ο χορός της Τόρθαϊ περιοριζόταν σε λίγα βήματα και πολλές στροφές, ενώ τα χέρια είτε χτυπούσαν παλαμάκια ρυθμικά είτε ακουμπούσαν σε γροθιές στην μέση.
Ο Γουάφ έχανε τον ρυθμό και μπέρδευε τα πόδια του, και η Φιντέλμα γελούσε κάθε φορά. Ο μάγος κατέληγε να γελά και εκείνος με την ψυχή του, καθώς παραδεχόταν ότι είχε χάσει κάπως τη φόρμα του.
«Πώς περνάς;» την ρώτησε όταν άλλαξε η μουσική και όλοι πιαστήκαν σε ζευγάρια, με τα χέρια δεμένα χιαστή.
«Υπέροχα!» φώναξε η Φιντέλμα για να ακουστεί. «Είναι πολύ καλύτερο να το ζεις από το να το βλέπεις από ένα παράθυρο!»
«Τι σου αρέσει περισσότερο;»
Κοίταξε τριγύρω χωρίς να σταματάει το χορό. «Η επαφή με τον κόσμο!» είπε μετά από λίγη σκέψη. «Είναι διαφορετικά να σε βλέπουν, να σε αγγίζουν και να σου μιλούν! Το προτιμώ!»
Η μουσική χαμήλωσε και οι μουσικοί διάλεξαν ένα πιο αργό κομμάτι. Οι περισσότεροι σταμάτησαν να χορεύουν και άρχισαν να συζητούν μεταξύ τους, να κάθονται στις πλατείες ή να τρώνε.
«Το χτενάκι που σου έστειλα μέσω του Πρίομ; Το έχεις ακόμα μαζί σου;» ρώτησε ο Γουάφ.
«Ναι.» αποκρίθηκε εκείνη. «Το έχω φυλάξει σε ένα μικρό κασελάκι στην κάμαρά μου.»
«Θα σου πρότεινα να το φορέσεις.» είπε χαμηλόφωνα.
«Γιατί;»
«Φόρεσέ το, ώστε σε περίπτωση που το χρειαστείς να πεις τα μαγικά λόγια και να φύγεις αμέσως.»
«Μου λες δηλαδή να φύγω προτού ξεκινήσει ο πόλεμος;»
«Ακριβώς αυτό λέω.»
«Μα δεν μπορώ, Γουάφ! Θα με προστατεύσει μόνο για λίγες ώρες. Θα πρέπει να το κάνω όταν θα βρίσκομαι πιο κοντά στο Κάρικ.»
«Ναι. Όπως για παράδειγμα στην πορεία για το Τάλαμ Ούισκε.» είπε σε εμπιστευτικό τόνο, γεμίζοντας το ποτήρι του με φίον.
«Δεν θα με αφήσει να έρθω μαζί σας. Μου το απαγόρευσε.»
«Θα τον πείσω εγώ.»
«Άκου με, Γουάφ.» του απέσπασε την προσοχή, όταν εκείνος απορροφήθηκε από μια πιατέλα με τάρτες μήλου. «Αν βρω τον Κίαν, δεν πρόκειται να γυρίσω πίσω…»
Ο Γουάφ την κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει. Έσμιξε τα φρύδια του και στένεψε τα μάτια μπαίνοντας σε σκέψεις. «Δεν καταλαβαίνω που θέλεις να καταλήξεις.» της είπε.
«Αυτό που θέλω να πω, είναι ότι…» δάγκωσε τα χείλη της σκεπτική.
«Τι;»
«Δεν μπορώ να σας αφήσω στην τύχη σας και απλά να φύγω. Επίκειται πόλεμος, και μάλιστα μεγάλος.»
«Σου είπα, δεν χρειάζεται να ανησυχείς γι’ αυτό. Όλα βαίνουν καλώς.»
«Γουάφ, δεν υπάρχει περίπτωση να νικήσουν οι άρχοντες της Γιουβέρνα σε αυτόν τον πόλεμο. Με κανέναν τρόπο.»
«Γι’ αυτό ακριβώς χρειάζονται την βοήθειά μου.»
«Μην πας. Υποσχέσου μου πως αν φύγω, εσύ θα γυρίσεις πίσω στο Μπλούμπερι και θα τα ξεχάσεις όλα αυτά.»
«Δεν μπορώ να σου υποσχεθώ κάτι τέτοιο. Θα πάω στον πόλεμο και θα πολεμήσω μέχρι τέλους.»
«Μα γιατί το κάνεις αυτό; Σε παρακαλώ, δώσε μου την υπόσχεσή σου! Δεν είναι δικός σου αυτός ο πόλεμος!»
«Ο πόλεμος αυτός είναι δικός μου όπως και κάθε άλλου κατοίκου της Γιουβέρνα, Φιντέλμα μου.» αντιγύρισε απαλά ο Γουάφ. «Αλλά δεν μπορώ εγώ να σου πω το γιατί.»
«Κατάλαβα.» αποκρίθηκε εκείνη και έριξε μια πλάγια ματιά προς τον πύργο του άρχοντα Νιλς, στον όροφο όπου βρισκόταν η κάμαρα του Όντραν. «Νομίζω πως ήρθε η ώρα να πάρω κάποιες αληθινές απαντήσεις.»
Βρέθηκε στο εσωτερικό του πύργου, ανέβηκε τις σκάλες ήρεμα. Στάθηκε έξω από την πόρτα του, γύρισε τις σκέψεις της καλά μέσα στο μυαλό της. Έπειτα χτύπησε.
Ο Όντραν άνοιξε την πόρτα μέχρι τη μέση. Την κοίταξε σαν να ήταν το τελευταίο πρόσωπο που περίμενε να δει εκείνη τη στιγμή. Ωστόσο δεν μίλησε.
«Γιατί δεν κατέβηκες στην γιορτή;» τον ρώτησε απαλά.
Ανασήκωσε ελαφρά τους ώμους. «Θέλεις κάτι;»
«Ναι. Θέλω να μιλήσουμε.» απάντησε χωρίς περιστροφές.
Στάθηκε για λίγο ακίνητος στην πόρτα. Έπειτα μπήκε πάλι μέσα στο δωμάτιο και η Φιντέλμα τον είδε να τοποθετεί το ημερολόγιό του κάτω από την θήκη του μαξιλαριού του. Έκλεισε πίσω του την πόρτα και έτεινε το χέρι του προς το διάδρομο, αφήνοντάς την να περάσει μπροστά. Κατέβηκαν μαζί μέχρι την αίθουσα υποδοχής, όπου ο Όντραν σερβιρίστηκε φίον σε ένα ασημένιο κύπελο.
«Γίνεται να μιλήσουμε κάπου έξω; Κατά προτίμηση κάπου που να μην έχει φασαρία.» πρότεινε η Φιντέλμα. «Ούτε φίον.» συμπλήρωσε.
Ο Όντραν κατέβασε μονορούφι το υπόλοιπο ποτό του και άνοιξε την πόρτα αμίλητος. Η Φιντέλμα πέρασε μπροστά και προσπέρασαν το πλήθος που διασκέδαζε, κατευθυνόμενοι προς τα δυτικά. Βάδισαν για αρκετή ώρα αμίλητοι μέχρι που ο θόρυβος της γιορτής άρχισε να κοπάζει. Βρέθηκαν σε μια απόμερη ορθογώνια πλατεία με περιμετρική κιονοστοιχία, από όπου κρέμονταν μικρά φανάρια σε μπλε χρώμα. Στο κέντρο της πλατείας, στο πλακόστρωτο, ήταν σχεδιασμένος ένας κύκλος από γαλάζια πετρώματα. Στο εσωτερικό του ήταν γεμισμένος με χώμα και διάσπαρτα λουλούδια.
Η Φιντέλμα κάθισε σε ένα από τα θρανία από ασβεστόλιθο και έκανε νόημα στον Όντραν να καθίσει δίπλα της. Εκείνος κάθισε σε μια υπολογισμένη απόσταση από εκείνη.
«Τι ήταν αυτό το τόσο σημαντικό που δεν μπορούσες να μου το πεις στον πύργο;» ρώτησε κατόπιν, αποφεύγοντας το βλέμμα της.
«Θα φτάσουμε σε αυτό.» απάντησε ήπια η Φιντέλμα. «Πρώτα από όλα θα ήθελα να μου πεις το πραγματικό σου όνομα.» είπε και ο Όντραν την κοίταξε ξαφνιασμένος.
«Γιατί;» την ρώτησε. «Έχεις ήδη καταλάβει ποιος είμαι. Από την αρχή το ήξερες.»
«Απλά θέλω να μου το πεις εσύ ο ίδιος.»
«Πες μου αυτό που ήθελες να μου πεις. Η ώρα περνάει και έχω σημαντικά πράγματα να κάνω.» είπε σκληρά.
«Θέλω πρώτα να το ακούσω.» επέμεινε εκείνη, παραβλέποντας τα σκληρά του λόγια. «Πες το, σε παρακαλώ.»
Ο Όντραν γύρισε σε εκείνη. Κούνησε το κεφάλι πέρα δώθε, απηυδισμένος. Ύστερα αποφάσισε πως δεν είχε άλλη επιλογή.
«Όντραν. Όντραν Μακ Λερ. Είμαι ο γιος του άρχοντα Ακάιους.» απάντησε τελικά.
Η Φιντέλμα χαμογέλασε. «Δεν νιώθεις καλύτερα τώρα;» ρώτησε. Εκείνος έγειρε μπροστά, έμπλεξε τα δάχτυλά του μεταξύ τους και κοίταξε το πλακόστρωτο.
«Σε ακούω.»
«Δεν μπορώ να σου μιλάω αν δεν με κοιτάς.»
Αναστέναξε, πέρασε τα δάχτυλά του μέσα από τα μαλλιά του και γύρισε προς το μέρος της.
«Τώρα που έχω την προσοχή σου… δεν νομίζεις πως ήρθε η ώρα να μου αποκαλύψεις το μυστικό σου;» ρώτησε κοιτώντας τον στα μάτια.
«Δεν καταλαβαίνω γιατί επιμένεις!» αντιγύρισε ο Όντραν. «Τι σε ενδιαφέρει έτσι κι αλλιώς; Το μόνο που θα έπρεπε να σε νοιάζει είναι η έκβαση της μάχης, ώστε να μπορέσεις να τρέξεις στον άνθρωπό σου!»
«Κίαν.» τον διέκοψε η Φιντέλμα. «Τον λένε Κίαν. Είναι ένα εφτάχρονο αγόρι.»
«Δεν με νοιάζει.» είπε εκείνος με έμφαση.
«Ζει στο Κάρικ και είναι ορφανός.»
«Δεν με αφορά.» τη διέκοψε ξανά ο Όντραν, με περισσότερη έμφαση.
«Έχει καρδιά μαλαματένια, είναι καλόκαρδος σαν άγγελος.»
«Γιατί μου τα λες όλα αυτά;»
«Άσε με να σου δείξω.» είπε εκείνη.
Ο Όντραν έγειρε πίσω, όταν στράφηκε ολότελα προς το μέρος του. Την κοίταζε καχύποπτα, όσο εκείνη έτριβε τα χέρια της μεταξύ τους.
«Taispeáin dom mo daonna!» ψιθύρισε και από τις παλάμες της ξεπήδησε ένα δυνατό λευκό φως, μέσα από το οποίο φάνηκε η μορφή ενός αγοριού. Ήταν καθισμένος στο περβάζι ενός παραθύρου, μέσα στο σκοτάδι, και κοίταζε τον έναστρο ουρανό με μάτια θαμπά και θλιμμένα.
«Τι είναι αυτό;» είπε κοιτώντας το όραμα. «Τι είδους μάγια είναι αυτά;»
«Αυτός είναι ο Κίαν.» είπε η Φιντέλμα με δάκρυα στα μάτια. «Αν κάνεις ησυχία, ίσως μπορέσουμε να τον ακούσουμε.»
Ο Όντραν έμεινε να κοιτάει το αγόρι. Περίμενε αθόρυβα, μέχρι που η γλυκιά φωνή του παιδιού ακούστηκε στο βάθος.
«Μου λείπεις μαμά…» έλεγε κοιτώντας τα αστέρια. «Μου λείπεις πολύ… Θα ήθελα να ήσουν μαζί μου τώρα, να μετράμε μαζί τα αστέρια και να κάνουμε μαζί ευχές...» είπε το αγόρι και σκούπισε τα μάτια του. «Έκανα μια ευχή όπως μου είχες δείξει… Αλλά δεν βγήκε αληθινή…» Σταμάτησε για λίγο και σκούπισε την υγρή, κόκκινη μύτη του. «Καληνύχτα, μαμά.» είπε έπειτα και τράβηξε τις κουρτίνες.
Το όραμα έσβησε μέσα στις παλάμες της, όπως σβήνει η φλόγα ενός κεριού από την δυνατή ανάσα του αέρα.
«Ξέρεις γιατί δεν βγήκε η ευχή του αληθινή; Γιατί εγώ είμαι η Ευχή του. Και εγώ είμαι εδώ…» είπε δακρύζοντας.
Ο Όντραν κοιτούσε ακόμη τα χέρια της, συλλογιζόμενος ακόμη το όραμα του αγοριού που είχε πια χαθεί. Τα ψυχρά μάτια του κοίταξαν τα μουσκεμένα μάτια της Φιντέλμα.
«Δεν ξέρω αν το γνωρίζεις, αλλά είμαι Ευχή της αγάπης.»
«Δεν καταλαβαίνω γιατί μου τα λες όλα αυτά.» απάντησε εκείνος βραχνά.
Η Φιντέλμα τον πλησίασε περισσότερο. «Γιατί θέλω να τα ξέρεις.»
«Δεν σε καταλαβαίνω… Δεν μπορώ να σε καταλάβω.» είπε εκείνος κουνώντας το κεφάλι. «Δεν καταλαβαίνεις ότι κρατάω τη μοίρα μου στα χέρια σου;»
Αγνόησε την ερώτησή του. «Σου έδειξα τον άνθρωπό μου, τον μοναδικό λόγο που αναπνέω. Ξέρεις σχεδόν τα πάντα τώρα για μένα. Και αν το θέλεις, μπορώ να σου πω και τα υπόλοιπα. Τώρα είναι η σειρά σου, Όντραν. Πες μου το μυστικό σου. Δεν έχεις τίποτα να φοβάσαι.»
«Δεν σε αφορά.»
«Με αφορά περισσότερο από ό, τι νομίζεις. Θέλω να ξέρω τον λόγο που γίνεται αυτός ο πόλεμος. Θέλω να μάθω αυτό που κρύβεις πίσω από το ψυχρό σου προσωπείο. Το ξέρω ότι υπάρχει κάτι περισσότερο από όσα δείχνεις. Το έχω δει. Στοsolas sa dorchadas’.»
Ο Όντραν την κοίταξε μπερδεμένος. Μία μικρή σκιά φόβου φάνηκε στο βλέμμα του.
«Δεν έχεις τίποτα να φοβηθείς. Μίλησέ μου για όσα κρατάς κρυμμένα. Θα νιώσεις καλύτερα, σου το υπόσχομαι.»
«Δεν μπορώ…» είπε εκείνος, ενώ η σκιά του φόβου απλωνόταν μέσα στα μάτια του.
«Μην φοβάσαι, Όντραν. Είμαι Ευχή της αγάπης. Μόνο καλό μπορώ να σου κάνω. Μπορείς να με εμπιστευτείς.» είπε μαλακά και χαμογέλασε, ενώ τα μάτια της έλαμπαν σοβαρά και γεμάτα εμπιστοσύνη.
Τα μάτια του γέμισαν αβεβαιότητα για πρώτη φορά. Πήγε να πει κάτι αλλά φάνηκε να το μετανιώνει. Η αβεβαιότητα και ο φόβος μέσα του πανηγύριζαν σθεναρά.
«Μίλα μου. Είμαι εδώ για να σε ακούσω. Έχεις την προσοχή μου.» τον διαβεβαίωσε.
«Δεν μπορώ να μιλήσω…»
«Τότε δείξε μου.» είπε εκείνη, απλώνοντας τα χέρια της προς το μέρος του.
Ο Όντραν κοίταξε τα χέρια της διστακτικά. Κοίταξε αβέβαιος τα λαμπερά, μαύρα μάτια της. Ήταν γεμάτα αγάπη και δύναμη. Τα δευτερόλεπτα κυλούσαν, αλλά εκείνη δεν έπαιρνε τα χέρια της πίσω. Περίμενε υπομονετικά, σταθερά. Ύστερα του χαμογέλασε σαν μικρό παιδί. Τότε κατάλαβε πως αν ήταν να εμπιστευτεί κάποιον, αυτός ο κάποιος θα ήταν η Ευχή της αγάπης που βρισκόταν δίπλα του. Άφησε τα χέρια του μέσα στα δικά της και κοίταξε και πάλι τα εβένινα, παραμυθένια της μάτια.
Τότε η Φιντέλμα μπόρεσε να δει το «solas sa dorchadas» να μεγαλώνει. Το «φως μέσα στο σκοτάδι» απλώθηκε και δυνάμωσε, μέχρι που τα μάτια του κυνηγού έγιναν διάφανα. Μέσα στους άλλοτε σκοτεινούς, σκιερούς βολβούς του Όντραν, η Φιντέλμα έβλεπε τώρα τα κρυμμένα μυστικά του.
Είδε την ζωή του, τα όνειρά του, τους φόβους του. Είδε τον Όντραν σαν μικρό παιδί, τελείως απογυμνωμένο από τα βάρη που τον κάλυπταν τώρα. Ήταν αθώος, γεμάτος αγάπη και χαρά, ζωντανός. Οι εικόνες έρχονταν και έφευγαν γρήγορα.
Είδε τον μικρό Όντραν να παίζει με το ξύλινο σπαθί του, μαζί με κάποιο αγόρι που πιθανότατα ήταν ο Νιλς. Πίσω τους βρισκόταν ένας άντρας που του έμοιαζε καταπληκτικά, κατά πάσα πιθανότητα ο πατέρας του, ο Ακάιους.
Έπειτα τον είδε σε λίγο μεγαλύτερη ηλικία, να τρέχει πάνω σε ένα άλογο στην μορφή του οποίου αναγνώρισε την Ρόντα. Μπροστά του, ο Νιλς έτρεχε με ένα γκρίζο αρσενικό. Ο Όντραν έβαλε τα δυνατά του και τον προσπέρασε, γελώντας και πειράζοντάς τον.
Κατόπιν εμφανίστηκε σε ηλικία περίπου δώδεκα ετών, κολυμπώντας σε ένα ποτάμι. Ήταν ιδιαίτερα επιδέξιος μέσα στο νερό, και φαινόταν να το διασκεδάζει, μετρώντας τα πορτοκαλιά ψάρια που κολυμπούσαν γύρω του σποραδικά. Στις όχθες, ένα νεαρό ξανθό κορίτσι γελούσε με τα καμώματά του.
Η τελευταία εικόνα κύλησε πιο αργά από τις υπόλοιπες. Η Φιντέλμα μπόρεσε να δει αυτή την ανάμνηση του Όντραν τόσο καθαρά, σαν να ήταν και η ίδια εκεί. Μεγάλο πλήθος ήταν μαζεμένο σε έναν κύκλο, σε έναν ανοιχτό χώρο. Οι γυναίκες φορούσαν μαύρα κατεβασμένα βέλη, ενώ οι άντρες κρατούσαν τα καπέλα τους στα χέρια. Όλοι κοιτούσαν το χώμα και έμοιαζαν θλιμμένοι. Στο κέντρο του κύκλου που σχημάτιζαν οι άνθρωποι βρισκόταν ένας άντρας, ξαπλωμένος πάνω σε ένα μαρμάρινο ανάκλιντρο με χρυσοπόρφυρο μαξιλάρι.
Ήταν ο πατέρας του. Τα μάτια του ήταν ερμητικά κλειστά, το πρόσωπό του χλωμό και παγωμένο. Τα χέρια του σταυρωμένα στο στήθος και τα μακριά μαλλιά του χυνόταν γύρω από τους ώμους του θαμπά. Ο Όντραν έκλαιγε σιωπηλά στην αγκαλιά ενός άντρα. Απέναντί του, ένας άντρας με γυμνό κρανίο και μαύρα μάτια, πονηρά και σκοτεινά σαν φιδιού, κοιτούσε τον νεκρό με ψυχρότητα.
Η σωρός του νεκρού μεταφέρθηκε σε ένα μεγάλο μαρμάρινο τάφο, στη βάση ενός μεγάλου ιερού. Ο κόσμος έφυγε, ενώ έξω από τον τάφο έμειναν ο μικρός Όντραν και ο άντρας με τα φιδίσια μάτια. Το αγόρι καθόταν με την πλάτη ακουμπισμένη στο μάρμαρο, στριφογυρίζοντας ένα δαχτυλίδι στα χέρια του. Ο άντρας πλησίασε το αγόρι και κάθισε δίπλα του.
«Λυπάμαι για τον πατέρα σου, Όντραν.» είπε ψεύτικα. «Μην φοβάσαι, μπορείς να έχεις ότι θελήσεις. Αρκεί να μου το ζητήσεις. Εγώ θα είμαι πάντα εδώ για σένα.»
Ο Όντραν δεν μίλησε, μόνο κοιτούσε το δαχτυλίδι. Τα μάτια του άντρα γυάλισαν στη θέα του κοσμήματος.
«Πού το βρήκες αυτό;» ρώτησε χωρίς να παίρνει τα άπληστα μάτια του από πάνω του.
«Ήταν του πατέρα. Το πήρα για να τον θυμάμαι.» απάντησε απρόθυμα το αγόρι.
«Ξέρεις, μου ανήκει. Δικό μου είναι.» είπε ο άντρας, τινάζοντας νευρικά το κεφάλι του.
«Ήταν του πατέρα. Το φορούσε όταν τον βρήκανε. Το πήρα για να τον θυμάμαι. Και τώρα είναι δικό μου.» είπε το αγόρι και πέρασε το δαχτυλίδι στο μεσαίο του δάχτυλο.
Τα μάτια του άντρα άνοιξαν έντρομα. Το δαχτυλίδι λαμπύρισε στο χέρι του αγοριού, αλλά αυτό δεν φάνηκε να το αντιλαμβάνεται. Έγλειψε τα χείλη του νευρικά.
«Δώσε μου το δαχτυλίδι, Όντραν. Είναι δικό μου.» είπε, αλλά ο μικρός τον αγνόησε. «Δώστο μου τώρα!» αναφώνησε.
«Είναι δικό μου τώρα!» αντιγύρισε το αγόρι.
«Δεν καταλαβαίνεις! Είναι δικό μου, σου λέω!»
«Άφησέ με, θείε. Θέλω να μείνω μόνος μου.»
«Μικρέ ανόητε, το φάινε είναι δικό μου! Πρέπει να το πάρω, να το δώσω στην μάγισσα!» φώναξε ο άντρας.
«Λες ασυναρτησίες από την θλίψη σου, θείε.» απάντησε το παιδί.
«Με περιμένει! Πρέπει να εκπληρώσω την προφητεία! Το πεπρωμένο μου! Να γίνω άρχοντας της ζωής και του θανάτου!» μουρμούρισε ο άντρας. «Δώστο μου με το καλό!»
«Θείε, πήγαινε να ξεκουραστείς. Σου έχει σαλέψει μου φαίνεται.»
«Δώστο μου!» ούρλιαξε ο άντρας. «Σε προειδοποιώ. Από ότι φαίνεται είσαι ο καινούριος εκλεκτός του δαχτυλιδιού. Η Ολκ μου είπε ότι πρέπει να σκοτώσω τον καινούριο εκλεκτό! Μην με προκαλείς λοιπόν! Δώσε το μου και φύγε, αν θες τη ζωή σου!» σύριξε ταρακουνώντας τον από τους ώμους.
Το αγόρι σηκώθηκε τρομαγμένο και έτρεξε μακριά, αλλά αυτός εξακολουθούσε να φωνάζει πίσω του.
«Θα σε βρω, μικρέ! Και το δαχτυλίδι θα γίνει δικό μου θες δεν θες!» ούρλιαξε με τη γροθιά του υψωμένη στον αέρα.
Ο μικρός Όντραν έτρεχε για ώρα, μέχρι που έφτασε στο κάστρο του πατέρα του. Μπήκε μέσα και κλείστηκε στο κελάρι, μέχρι που ξημέρωσε και βράδιασε τέσσερις φορές. Το τέταρτο βράδυ, βγήκε εξαντλημένος από το κλάμα και την δίψα, ήπιε λίγο νερό και κάθισε μονάχος στο παράθυρο του δωματίου του, κοιτώντας τα αστέρια. Βρήκε το πιο μεγάλο, και με δάκρυα στα μάτια, του εναπόθεσε μια ευχή.
Ο καιρός περνούσε, και η Ευχή έμοιαζε να έχει χάσει τον δρόμο της. Δεν ήρθε ποτέ, δεν βρήκε ποτέ τον άνθρωπό της. Και το αγόρι μεγάλωσε και άλλαξε, και όσο περνούσε ο καιρός, μέσα του πέτρωνε, μέχρι που δεν έμεινε τίποτα να θυμίζει το μικρό, αθώο αγόρι που άκουγε στο όνομα Όντραν.
Το λευκό φως έσβησε και οι αναμνήσεις του χάθηκαν. Η Φιντέλμα τώρα κοιτούσε μέσα στα καστανά του μάτια, παγωμένη στη θέση της. Εκείνος της απαντούσε με ένα μαρμάρινο βλέμμα, κάπου στο βάθος του όμως διαφαινόταν η υποψία μιας παλιάς, ανοιχτής, πονεμένης πληγής.
Άφησε τα δάκρυα να κυλήσουν ελεύθερα από τα μάτια της. Ελευθέρωσε τα χέρια του.
«Δεν είχα ιδέα…» ψέλλισε.
«Τι είδες;» την ρώτησε αβέβαιος.
«Όλα. Τώρα τα ξέρω όλα.»
Ο Όντραν έκανε ένα βήμα πίσω, αλλά εκείνη άδραξε το χέρι του και πάλι, πριν της γυρίσει την πλάτη.
«Τι ευχή είχες κάνει, Όντραν; Τότε, που ήσουν μικρός… Μετά την κηδεία του πατέρα σου.»
«Δεν θυμάμαι.»
«Ήταν Ευχή της αγάπης…» απάντησε εκείνη στη θέση του. «Και δεν έφτασε ποτέ σε σένα…» διαπίστωσε θλιμμένα. «Έχεις σκεφτεί ποτέ ότι μπορεί να συνάντησε κάποιον κυνηγό στο δρόμο;»
Το σκληρό βλέμμα του ήταν η απάντησή της.
«Ο μοναδικός σκοπός των Ευχών, είναι να φτάσουν στους ανθρώπους τους. Κάτι συνέβη στο δρόμο. Κάτι της έτυχε. Κάτι κακό.» είπε και στα μάτια της αποτυπώθηκε ο φόβος. «Λυπάμαι πολύ…» είπε κατόπιν χαϊδεύοντας φιλικά το μπράτσο του.
Ο Όντραν δεν είπε τίποτα, οι σφιγμένοι μύες του όμως έδειχναν ότι υπήρχαν πράγματα που ήθελε να πει αλλά δεν μπορούσε.
«Άσε με να σε βοηθήσω…» είπε απαλά.
«Δεν χρειάζομαι βοήθεια.»
«Μην είσαι τόσο εγωιστής. Ξέρεις πολύ καλά πως το χρειάζεσαι.»
«Γιατί ασχολείσαι τόσο μαζί μου;»
«Έχεις σκεφτεί πως ίσως ήρθα στο δρόμο σου για κάποιο λόγο; Ίσως οι δρόμοι μας συναντήθηκαν για να καλύψω το κενό που άφησε η ανεκπλήρωτη ευχή σου…»
«Δεν είμαι δική σου ευθύνη, Φιντέλμα.» είπε και εκείνη ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα ξαφνιασμένη στο άκουσμα του ονόματός της. «Έχεις ήδη έναν άνθρωπο. Εξάλλου είναι χαμένος χρόνος. Δεν υπάρχει ελπίδα για μένα πια.» μουρμούρισε κατόπιν και έστρεψε απότομα την πλάτη του για να φύγει, αλλά τον πρόλαβε και πάλι, πιάνοντας το χέρι του.
«Πάντα υπάρχει ελπίδα. Άσε με απλά να προσπαθήσω.»
Ο Όντραν γύρισε προς το μέρος της αβέβαιος, γεμάτος ερωτηματικά. Τα εβένινα μάτια της χαμογέλασαν.
«Έχεις ακούσει για την αγκαλιά μιας Ευχής;» ρώτησε. Εκείνος έγνεψε αρνητικά.
Κάλυψε την απόσταση μεταξύ τους και τον έκλεισε μέσα στην αγκαλιά της προτού το καταλάβει. Τα χέρια της έκλεισαν γύρω του, το ένα πέρασε στην πλάτη του, ενώ το άλλο στο πίσω μέρος του κεφαλιού του. Το σαγόνι της ακούμπησε στους ώμους του, τα μάτια της έκλεισαν με εμπιστοσύνη.
Εκείνος έμεινε παγωμένος, στυλωμένος στο πλακόστρωτο σαν σιδερένιο κιγκλίδωμα. Οι ώμοι του έμειναν σφιγμένοι, τα χέρια του πεσμένα σαν νεκρά, τα μάτια του ανοιχτά και κενά, χωρίς να βλεφαρίζουν.
Για αυτό το ξόρκι των Ευχών, δεν χρειαζόταν μαγικά λόγια. Το μόνο που αρκούσε ήταν μία αληθινή αγκαλιά, και αγάπη. Και οι Ευχές είχαν άφθονη από δαύτη.
Το πέπλο της λαμπύρισε μέσα στη νύχτα, σαν να ήταν φτιαγμένο από αστέρια. Κατόπιν, ολόκληρο το σώμα της έλαμψε και άστραψε μέσα σε μια λαμπερή λευκή αχλή, σαν να ήταν η ίδια το πιο λαμπερό αστέρι του ουρανού. Η πλακόστρωτη πλατεία τυλίχτηκε στο φως.
Ο Όντραν αναγκάστηκε να κλείσει τα μάτια του. Τα σφάλισε σφιχτά, μην αντέχοντας να αντικρίζει τέτοιο δυνατό φως. Ωστόσο δεν απομακρύνθηκε από την αγκαλιά της. Οι ώμοι του χαλάρωσαν, τα σιδερένια κιγκλιδώματα λύθηκαν σαν χαλαρά σκοινιά. Τα χέρια του σηκώθηκαν αυτόνομα και χάιδεψαν τα στιλπνά μαλλιά της. Ήταν περισσότερο απαλά από ότι φανταζόταν. Ύστερα σφάλισαν γύρω από την μέση της. Και αφέθηκε στην αγκαλιά της, ξεχνώντας τα πάντα. Οι ήχοι έσβησαν, οι εικόνες θόλωσαν. Δεν υπήρχε τίποτε άλλο εκείνη τη στιγμή, πέρα από εκείνον, την Ευχή που τον κρατούσε στην αγκαλιά της, και το εκτυφλωτικό φως που τους τριγύριζε.
Το φως έλαμψε τόσο δυνατά, που σίγουρα φαινόταν μέχρι την κεντρική πλατεία της πόλης, όπου γινόταν η γιορτή. Ίσως φαινόταν και από κάθε μεριά της Γιουβέρνα, ακόμα και μέχρι το Σκαθ. Ύστερα λιγόστεψε αργά, γλίστρησε πάλι πίσω από εκεί που είχε έρθει. Το πέπλο της ήταν το τελευταίο που έλαμψε με την αίγλη των αστεριών.
Ο Όντραν άνοιξε τα μάτια του, αλλά δεν την άφησε από την αγκαλιά του. Τα μαλλιά της μύριζαν σαν όλα τα λουλούδια της Γιουβέρνα μαζί. Τα χέρια του γλίστρησαν και πάλι αυτόνομα στα μαλλιά της, και ύστερα γύρισαν πίσω. Η Φιντέλμα άφησε την αγκαλιά του και τον κοίταξε κατάματα. Του χαμογέλασε πλατιά. Της ανταπέδωσε το χαμόγελο, προτού το καταλάβει. Εκείνη γέλασε αυθόρμητα, δυνατά. Ο Όντραν ακολούθησε και γέλασε και εκείνος, χωρίς να καταλαβαίνει τον λόγο.
«Τι συνέβη;» ρώτησε κατόπιν, μπερδεμένος, μα τα μάτια του γελούσαν ακόμη. «Είχα να γελάσω έτσι δεκατέσσερα χρόνια!» συνειδητοποίησε.
«Πώς νιώθεις;» απάντησε με ερώτηση η Φιντέλμα.
Εκείνος βλεφάρισε μπερδεμένος. Την κοίταξε κατάματα, και τότε μπερδεύτηκε πιο πολύ.
«Νιώθω…» ψέλλισε. «Νιώθω!» παρατήρησε. «Τι μου έκανες;» την ρώτησε ύστερα κάπως φοβισμένος. «Τι μάγια μου έκανες;»
«Δεν έκανα τίποτα πέρα από το να ξυπνήσω την καρδιά σου, Όντραν.» απάντησε εκείνη. «Όλα αυτά υπήρχαν ήδη μέσα σου. Απλά είχαν πέσει σε λήθαργο. Το ‘solas sa dorchadas’ δεν λέει ποτέ ψέματα. Σε ευχαριστώ που με εμπιστεύτηκες.»
Ο Όντραν χαμογέλασε. Συνειδητοποίησε πως ήταν η πρώτη φορά που χαμογελούσε αληθινά, μετά από δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια.
«Εγώ ευχαριστώ, Φιντέλμα. Που πίστεψες σε μένα.» είπε και τα καστανά του μάτια φώτισαν. «Τι υποτίθεται πως πρέπει να κάνω τώρα;» ρώτησε κατόπιν, μπερδεμένος και πάλι.
«Να ζήσεις τη ζωή που δεν έζησες.» απάντησε εκείνη.

Ιωάννα Τσιάκαλου