Ο Κυνηγός των Ευχών (Κεφάλαιο 10 - Μέρος 4ο)

Η Τόρθαϊ είχε βαφτεί κόκκινη από τις φωτιές των ακροβατών. Τα ρόδινα πέπλα των χορευτριών συμπλήρωναν το μωσαϊκό της γιορτινής ατμόσφαιρας με χάρη. Η Φιντέλμα και ο Όντραν γύρισαν πίσω και ανακατεύτηκαν στον κόσμο. Ο Γουάφ, ο Νιλς και η Ντέιλφ τους βρήκαν να περπατούν δίπλα ο ένας στον άλλον, με μια πρωτοφανή οικειότητα. Ο Όντραν χαμογελούσε, ενώ για πρώτη φορά μετά από χρόνια, τα μάτια του φαινόταν φωτεινά και ζωντανά.

Ο Νιλς τον άρπαξε απότομα από τον ώμο.
«Τι τρέχει;» τον ρώτησε.
«Τίποτα.» απάντησε εύθυμα ο Όντραν.
«Κάτι έχει αλλάξει.» παρατήρησε κοιτώντας τον καχύποπτα.
Ο Όντραν έπιασε τον ξάδελφό του από τους ώμους γελώντας. Άρπαξε ένα ποτήρι με φίον και το έφερε κάτω από τη μύτη του. Πήρε μια βαθιά ανάσα, αφήνοντας την μυρωδιά του κρασιού να γεμίσει τα ρουθούνια του.
«Γελάς!» παρατήρησε ο  Νιλς παραξενεμένος. «Όντως κάτι άλλαξε. Επέστρεψες!»
«Επέστρεψα.» απάντησε ο Όντραν και τσούγκρισε το ποτήρι του με το δικό του.
Ο Γουάφ κοίταζε μία τον Όντραν, μία την Φιντέλμα και μία την Ντέιλφ. Στο πρόσωπό του διαγραφόταν καθαρά η απορία.
«Έχασα κάτι;» ρώτησε τη Φιντέλμα.
Εκείνη χαμογέλασε ένοχα. Αντάλλαξε μια ματιά με την Ντέιλφ.
«Φαίνεται πως η Ευχή της αγάπης έκανε ένα μικρό μαγικό απόψε!» είπε εκείνη.
«Τι είδους μαγικό;»
«Ένα μαγικό που δε χρειάζεται ρίμες και φίλτρα.»
Ο Γουάφ κοίταξε και πάλι τον Όντραν χωρίς να καταλαβαίνει. Η Ντέιλφ προσφέρθηκε να του εξηγήσει. Τον πήρε αγκαζέ και περπατήσαν μέσα στους πολύβοους δρόμους, για αρκετή ώρα.
Η Φιντέλμα έμεινε μόνη της στη γιορτή. Χόρεψε ανάμεσα στους χαρούμενους ανθρώπους της Τόρθαϊ, με το πέπλο της για συντροφιά. Σε λίγο είδε τον Νιλς να περπατά συζητώντας με τον Γουάφ και την Ντέιλφ. Αναζήτησε με το βλέμμα της τον Όντραν. Τον είδε να παρακολουθεί τον μοναχικό χορό της ακουμπισμένος στον τοίχο ενός αρχοντικού. Πήγε χορεύοντας προς το μέρος του και τον έσυρε στο χορό.
«Έχω πολύ καιρό να χορέψω.» δίστασε εκείνος.
«Το μυαλό σου θυμάται, ακολούθα με και θα θυμηθεί και το σώμα σου. Αφέσου ελεύθερος!» είπε εκείνη τραγουδιστά.
Ήταν η πρώτη φορά, μετά από δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια, που ο Όντραν διασκέδαζε σαν οποιοσδήποτε φυσιολογικός άνθρωπος. Η Φιντέλμα ήταν ικανή χορεύτρια, όπως κάθε νεράιδα. Χρησιμοποιούσε το πέπλο της όπως και οι χορεύτριες της Τόρθαϊ, κάνοντας σχέδια σε κάθε στροβιλισμό. Εκείνος παρακολουθούσε μαγεμένος, προσπαθώντας ταυτόχρονα να βρει τα βήματα.
Η Φιντέλμα τον έπιασε από τον ώμο και έκανε στροφή γύρω του, μιμούμενη τις χορεύτριες, ενώ εκείνος την ακολούθησε με το βλέμμα του. Ύστερα εκείνη στάθηκε μπροστά του και όσο η μουσική άλλαζε ρυθμό και τέμπο, τα βήματα γίνονταν πιο γρήγορα και εύθυμα. Ο Όντραν αδυνατούσε να συγχρονίσει τις κινήσεις του.
«Μην σκέφτεσαι!» του είπε η Φιντέλμα. «Απλά νιώσε το ρυθμό.»
Τότε χαμογέλασε και αφέθηκε. Σταμάτησε να σκέφτεται και άφησε την μουσική να παρασύρει τα βήματά του. Η ταχύτητα αυξήθηκε και τα βήματα την ακολούθησαν. Οι στροφές έγιναν ακόμα πιο γρήγορες, τα χαμόγελα πιο δυνατά και ένιωθε την καρδιά του να χτυπά πιο γρήγορα και πιο δυνατά από ότι τα πόδια του στο πλακόστρωτο.
Η Φιντέλμα γελούσε, και ο Όντραν ακολουθούσε το γέλιο της τυφλά. Μέχρι το ξημέρωμα να δώσει τέλος στη γιορτή, οι δυο τους χόρευαν και γελούσαν. Μέχρι να αδειάσουν οι πλατείες και να σταματήσει η μουσική, εκείνοι απλά χόρευαν ακατάπαυστα.
Μόνο όταν ανέβηκε για τα καλά ο ήλιος στον ουρανό και ο Νιλς τους διέκοψε λέγοντας πως ήταν κουρασμένος και πήγαινε να αποσυρθεί, εκείνοι συνειδητοποίησαν πως ήταν οι τελευταίοι που είχαν μείνει στους δρόμους. Η Ντέιλφ πήγε και εκείνη σπίτι της. Μόνο ο Γουάφ είχε μείνει να τους κοιτάει μπερδεμένος και ζαλισμένος από τους πολύωρους εορτασμούς.
«Λέω και εγώ να πηγαίνω… Χρειάζομαι ξεκούραση.» ανακοίνωσε. «Εσύ δεν θα έρθεις;» αποκρίθηκε στην Φιντέλμα.
«Δεν έχω ύπνο. Δεν νιώθω κουρασμένη.»
Κούνησε το κεφάλι και κατευθύνθηκε προς τον πύργο. Η Φιντέλμα τον πρόφτασε και του ψιθύρισε συνομωτικά στο αυτί.
«Καταλαβαίνεις γιατί το έκανα, έτσι; Το μαγικό χωρίς λόγια εννοώ.»
«Φυσικά και καταλαβαίνω. Γιατί έχεις καρδιά.» είπε και χτύπησε δυο φορές το χέρι του στο στήθος του.
Η Φιντέλμα τον αγκάλιασε και τον φίλησε στο μάγουλο.
«Ελπίζω να ξέρεις όμως πως αυτό δεν αρκεί για να σταματήσεις τον πόλεμο, γλυκιά μου.»
«Δυστυχώς το ξέρω.» αποκρίθηκε εκείνη.
Χτύπησε ελαφρά το χέρι της με το δικό του ενθαρρυντικά. Ύστερα αποσύρθηκε στον πύργο.
«Θα ήθελα να πάω μια βόλτα στην πόλη.» ανακοίνωσε κατόπιν η Φιντέλμα στον Όντραν.
«Σε πειράζει να σε συνοδεύσω;» ρώτησε ο Όντραν.
Εκείνη το γύρισε στο μυαλό της για μια στιγμή.
«Όχι, καθόλου.»
Αφήσανε πίσω τους την κεντρική πλατεία και γύρισαν τα σοκάκια της Τόρθαϊ με τη σειρά. Πέρασαν κάτω από τις αψίδες των κοχυλόμορφων απολήξεων των πύργων, τους φανοστάτες και τα αγάλματα γλάρων που στόλιζαν τις πολεμίστρες και τις γύψινες ζώνες κάτω από τα παράθυρά τους. Η Φιντέλμα απολάμβανε τον ήλιο στο δέρμα της και ο Όντραν την κοιτούσε κρυφά με θαυμασμό.
«Ποιος είναι αυτός;» ρώτησε η Φιντέλμα δείχνοντας την επίχρυση στολή του αγάλματος ενός πολεμιστή, έξω από ένα κτίριο με βιτρό παράθυρα.
«Κανείς.» απάντησε ο Όντραν, σταματώντας μπροστά από το άγαλμα. «Το στήσαν οι κάτοικοι της Τόρθαϊ προς τιμήν των προγόνων τους, που πολέμησαν γενναία στον πόλεμο με το Σκαθ.»
Η Φιντέλμα κοίταξε το άγαλμα με θαυμασμό. Δεν ήταν μόνο η επίχρυση στολή του πολεμιστή που τραβούσε το βλέμμα. Ήταν και το αποφασισμένο βλέμμα του, πίσω από το κράνος του. Και ο τρόπος που ακουμπούσε πάνω στο σπαθί του, που ήταν μπηγμένο στο μάρμαρο. Και ο μικρός λευκός κύκνος με το βασιλικό στέμμα στο κεφάλι του, που κρατούσε εκείνος μέσα στο ελεύθερο χέρι του.
«Γιατί κρατάει τον κύκνο στο χέρι του;» ρώτησε αργότερα.
Ο Όντραν πλησίασε περισσότερο και κοίταξε το μικρό πτηνό.
«Είναι ο μυθικός προστάτης της Γιουβέρνα. Ο Λευκός Εάλα.»
«Έχει και το Σκαθ προστάτη;»
«Ναι.» απάντησε εκείνος. «Τον Μαύρο Εάλα.»
«Είναι και αυτός κύκνος;»
«Ναι.»
Ύστερα γύρισε στη Φιντέλμα. Εκείνη χάιδευε με την όρασή της κάθε λεπτομέρεια του αγάλματος του μυθικού πολεμιστή με τον κύκνο.
«Πες μου κι άλλα για την Γιουβέρνα!» τον παρακάλεσε όσο περπατούσαν στα σοκάκια της πόλης.
«Θα σου πω αν μου πεις πρώτα για το μέρος από όπου έρχεσαι.» υποσχέθηκε ο Όντραν.
Η Φιντέλμα έδειξε με το χέρι της τις παρυφές ενός δάσους από σημύδες. Εκείνος συμφώνησε σιωπηλά και εκείνη έτρεξε σαν αέρας. Την ακολούθησε αργά, αφήνοντας τα μάτια του να περιπλανηθούν στην μορφή της. Το πέπλο της ανέμιζε αποκαλύπτοντας τα μακριά μαλλιά της, τα οποία μαστίγωναν τον αέρα σαν σπαθιά φτιαγμένα από έβενο.
Ξάπλωσε στο χορτάρι, κάτω από την διχτυωτή σκιά που άφηνε στο χώμα μία ημίγυμνη συμήδα. Κάθισε δίπλα της και την κοίταξε που λουζόταν με το φως του ήλιου. Ύστερα εκείνη έστρεψε τα μάτια της πάνω του.
«Είναι υπέροχη η αίσθηση του ήλιου…» είπε. «Αλλά εξίσου όμορφη είναι και η αίσθηση της αγκαλιάς του φεγγαριού.»
«Μου έδωσες μια υπόσχεση.» της υπενθύμισε ο Όντραν.
«Σωστά.» συμφώνησε εκείνη και ανασηκώθηκε. «Η χώρα από όπου έρχομαι λέγεται Άισλιγκ. Εκεί μένουν όλα τα αγαθά μαγικά πλάσματα. Κάθε ένα από αυτά βέβαια έχει την δικιά του πόλη. Στο Μπροντανάις, για παράδειγμα, που είναι η πόλη των δώρων, ζούνε οι νάνοι και τα ξωτικά που φτιάχνουν τα δώρα. Εκεί ζει βεβαίως και η Τούγκαν, η καλή μάγισσα που μοιράζει τα δώρα στους ανθρώπους στις γιορτές.
Το Σέαμαϊρ, πάλι, είναι η πόλη των πλασμάτων που φέρνουν τύχη. Είναι γεμάτη, από άκρη σε άκρη, με λιβάδια όλο τετράφυλλα τριφύλλια. Εκεί κατοικούν τα λέπρικον - οι τσαγκάρηδες των ξωτικών με τους θησαυρούς, και οι Αδ Μορ, οι νεράιδες που φέρνουν καλή τύχη.
Αντίστοιχα υπάρχει η πόλη των Γαλάζιων Νεράιδων, των Αγγελικών Μητέρων, των μονόκερων, και ούτω καθεξής.
Η πόλη των Ευχών ονομάζεται Ντεζιντέριο. Εκεί ζούνε όλες οι Ευχές μαζί, αρμονικά και χαρούμενα. Χορεύουν όλη μέρα και τραγουδούν ασταμάτητα. Οι Ευχές είναι κατά κάποιον τρόπο νεράιδες, το ήξερες;» ρώτησε αλλά δεν περίμενε απάντηση. «Έτσι κυλάει ο καιρός μέχρι που ένας άνθρωπος κάνει μια ευχή, και η αντίστοιχη νεράιδα αφήνει το Άισλιγκ για να τον βρει. Πριν φύγει, οι αδερφές της τής δίνουν την ευλογία τους, όσες συμβουλές μπορεί να χρειαστεί και την αποχαιρετούν με χαρά.
Το Ντεζιντέριο είναι θαρρώ η ομορφότερη πόλη του Άισλιγκ… Εκεί ακούς πάντα γέλια και εύθυμες φωνές και τραγούδια… Και η κίνηση δεν σταματάει ποτέ. Όλα είναι ένας ατελείωτος χορός, μια ασταμάτητη γιορτή. Και κάτι που ίσως σου φανεί περίεργο… Αλλά εκεί ποτέ δεν πέφτει η νύχτα. Ο ήλιος του Άισλιγκ λάμπει παντοτινά. Και είναι όμορφη η νύχτα…» ψέλλισε κλείνοντας τα μάτια.
«Πώς γεννιούνται οι Ευχές;» ρώτησε ξαφνικά ο Όντραν. «Θέλω να πω, υπάρχουν ιστορίες αλλά κανένας δεν ξέρει την αλήθεια.»
«Όταν μια Ευχή αφήνει το Άισλιγκ, μία άλλη γεννιέται εκεί όπου η πιο λαμπερή ηλιαχτίδα πέφτει στο χορτάρι. Κανείς δεν ξέρει πώς γεννήθηκε η πρώτη Ευχή. Αυτό δεν το ξέρω ούτε καν εγώ.»
Ο Όντραν κοίταξε αυθόρμητα το φάινε που στόλιζε το χέρι του θλιμμένος. Πήγε να πει κάτι, αλλά η Φιντέλμα τον διέκοψε.
«Σειρά σου τώρα!» είπε.
Ξέχασε την θλίψη του αμέσως. Σηκώθηκε και της πρότεινε να περπατήσουν στο δάσος.
«Λέγεται πως η Γιουβέρνα και το Σκαθ ήταν κάποτε ένα ενωμένο μεγάλο βασίλειο, που λεγόταν Άονταχτ. Το κυβερνούσαν ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα, και ο τόπος ήταν ονειρεμένος και γαλήνιος. Οι βασιλιάδες είχαν έναν μεγάλο κήπο με λίμνες και ρυάκια, όπου έμεναν δύο όμορφοι κύκνοι. Ο ένας, ήταν λευκός και ο άλλος μαύρος.»
«Ο Λευκός και ο Μαύρος Εάλα!» διαπίστωσε η Φιντέλμα.
«Σωστά. Ο λευκός ήταν της βασίλισσας και ο μαύρος του βασιλιά. Κάποτε όμως, οι βασιλιάδες θέλησαν να αποκτήσουν περισσότερη δύναμη και εξουσία· προσπάθησαν να κατακτήσουν τον κόσμο για να εξαπλώσουν το βασίλειό τους. Τότε όμως, μέθυσαν τόσο από την επιθυμία τους για δύναμη, που σταμάτησαν να αγαπιούνται. Στράφηκαν ο ένας εναντίον του άλλου, θέλοντας ο καθένας την εξουσία για τον εαυτό του και μόνο. Έτσι μίσησε ο ένας τον άλλον τόσο πολύ, που ξεκίνησε μία μεγάλη μάχη μεταξύ τους, από την οποία δεν νίκησε κανείς. Σκοτώθηκαν και οι δύο.
Ο μύθος λέει ότι τη στιγμή που έπεφταν νεκρά τα σώματά τους, ένας μεγάλος σεισμός έσχισε τη γη στα δύο, και έτσι το βασίλειο χωρίστηκε σε δύο τμήματα. Τότε οι δύο κύκνοι ούρλιαξαν και πέταξαν, ο καθένας προς διαφορετική κατεύθυνση. Ο Μαύρος Εάλα κατευθύνθηκε προς την μεριά του παλιού βασιλείου που σήμερα είναι το Σκαθ, και ο Λευκός Εάλα προς την μεριά που σήμερα ονομάζουμε Γιουβέρνα. Και τα δύο πτηνά δεν ξαναβρέθηκαν ποτέ.»
«Τρομερό…» ψέλλισε η Φιντέλμα χαϊδεύοντας τα γυμνά της μπράτσα, καθώς ένα ρίγος διέτρεξε το δέρμα της.
«Αυτό λέει ο μύθος. Από τότε η μεγάλη θάλασσα του  Μπι χωρίζει την Γιουβέρνα από το Σκαθ και οι δύο κύκνοι προστατεύουν ο καθένας την δική του μεριά με κάθε τίμημα. Στη διάρκεια των αιώνων έχουν γίνει πολλοί πόλεμοι ανάμεσα στις δύο χώρες. Αλλά κανείς ποτέ δεν βγαίνει νικητής.»
«Πού είναι οι βασιλιάδες της Γιουβέρνα; Τόσο καιρό δεν έχω ακούσει κανέναν να τους αναφέρει.»
«Ούτε η Γιουβέρνα ούτε το Σκαθ έχουν βασιλιάδες. Μόνο τοπικούς άρχοντες, που συναποφασίζουν στις συνελεύσεις.» απάντησε ο Όντραν. «Κανείς δεν θέλει τον βασιλικό θρόνο εδώ και πολλούς αιώνες. Ίσως φοβούνται πως είναι καταραμένος.»
«Και ο Μπόα;» ρώτησε η Φιντέλμα, φέρνοντας στο μυαλό της τις αναμνήσεις που είχε αποσπάσει την προηγούμενη νύχτα από τον Όντραν.
«Πιστεύω πως είναι ο πρώτος, μετά από πολλούς αιώνες, που ονειρεύεται βασιλικό στέμμα στο κεφάλι του.»
«Το στέμμα της Γιουβέρνα; Ή του Σκαθ;»
«Και τα δύο.» αποκρίθηκε εκείνος.
Η σιωπή που έπεσε έλεγε περισσότερα από όσα θα μπορούσε να πει ένα ανθρώπινο στόμα. Και όσα είπε, είχαν την αίσθηση που άφηναν τα επικίνδυνα πικρόμουρα, λίγο πριν το δηλητήριο γεμίσει τις φλέβες εκείνου που τολμούσε να τα γευτεί. Στυφή και δυσάρεστη. Μία αίσθηση κινδύνου.

***

Η Ρόντα χλιμίντρισε χαρούμενα μόλις είδε τον αφέντη της. Ο Όντραν χάιδεψε τη χαίτη της και την οδήγησε στον στάβλο όπου την περίμενε άφθονο φαγητό και καθαρό νερό στην ποτίστρα.
«Ευχαριστώ, Πρίομ.» είπε στον άντρα που είχε πάει μέχρι το Μπλούμπερι υπακούοντας πιστά στις εντολές του άρχοντά του.
Ο Πρίομ υποκλίθηκε με μία ανεπαίσθητη κίνηση του κεφαλιού και έφυγε.
Η Φιντέλμα μπήκε στον στάβλο γρήγορα και έτρεξε κοντά στη Ρόντα. Το άλογο χλιμίντρισε ξανά και αφέθηκε στα χάδια της.
«Πόσο μου έλειψες, Ρόντα!» είπε και την αγκάλιασε.
Αργότερα η Ντέιλφ ήρθε και ανακοίνωσε στην Φιντέλμα ότι θα πήγαιναν να επισκεφτούν τους θείους της. Εκείνη δεν είχε άλλη επιλογή από το να δεχτεί την πρόσκληση, άλλωστε όλοι τους ήξεραν πως η συγκεκριμένη μάγισσα – Ευχή μπορούσε να γίνει ιδιαίτερα επίμονη, όταν ήθελε κάτι.
Χτύπησε το ρόπτρο σε σχήμα γυαλιστερού κοχυλιού και περίμενε ανυπόμονα δαγκώνοντας τα χείλη της, χωρίς να αποχωρίζεται στιγμή το πλατύ χαμόγελό της.
«Θεία Λούιγ, θείε Εντ! Ανοίξτε μου, εγώ είμαι!» φώναξε.
Μία μεσόκοπη γυναίκα φάνηκε πίσω από την πόρτα. Έκλεισε την Ντέιλφ στην αγκαλιά της και την φίλησε σταυρωτά.
«Πού τριγυρνάς από το πρωί; Δεν σε είδαμε καθόλου σήμερα!» την μάλωσε.
«Ήμουν με τον Νιλς.» αποκρίθηκε εκείνη.
Τότε η γυναίκα γύρισε στην Φιντέλμα. Την περιεργάστηκε από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Ύστερα χαμογέλασε, άνοιξε τα χέρια της και την έσφιξε στην αγκαλιά της.
«Εσύ πρέπει να είσαι η Φιντέλμα!» είπε όταν την άφησε.
«Μάλιστα. Χαίρομαι πολύ που σας γνωρίζω, κυρία…»
«Ανοησίες! Λέγε με Λούιγ!» την διέκοψε και κατόπιν τις έμπασε στο σπίτι με βιάση, φωνάζοντας ευχές για το καλωσόρισμα.
«Εντ! Εεεεεντ!» φώναξε μόλις μπήκαν στο καθιστικό. «Έχουμε επισκέψεις!»
Ένας γκριζομάλλης άντρας κατέβηκε τις ξύλινες σκάλες και προτού προλάβει η Φιντέλμα να μιλήσει, την έσφιξε και αυτός στην αγκαλιά του.
«Καλωσόρισες κορίτσι μου!» είπε καλοσυνάτα.
«Χαίρω πολύ, κύρ… Εντ!» διόρθωσε, αφού ο άντρας την μάλωσε με ένα βλέμμα.
«Η Ντέιλφ μας έχει πει τόσα πολλά για σένα!» είπε η Λούιγ, όταν κάθισαν όλοι γύρω από το ξύλινο κυκλικό τραπέζι με τις φαγωμένες άκρες.
«Ναι, είχε ενθουσιαστεί που συνάντησε κάποια σαν και εκείνη!» συμπλήρωσε ο Εντ. «Ξέρεις, δεν συναντά εύκολα κανείς κάποια του είδους σας!»
«Αλήθεια, κορίτσι μου, πώς και είσαι ακόμη εδώ; Δεν θα έπρεπε να είσαι στο δρόμο για τον άνθρωπό σου;» ρώτησε η Λούιγ, σερβίροντας ζεστό τσάι στα φλιτζάνια.
«Ναι. Είναι μεγάλη ιστορία…» απάντησε η Φιντέλμα παίρνοντας το φλιτζάνι που της έδωσε η θεία της Ντέιλφ.
Η Λούιγ κούνησε το κεφάλι σιωπώντας, λαμβάνοντας την απάντησή της σαν ευγενική υπεκφυγή.
«Και είσαι Ευχή της Αγάπης, όπως μας είπε η Ντέιλφ.» είπε ο Εντ.
Η Φιντέλμα ένευσε καταφατικά, πασχίζοντας να καταπιεί την μεγάλη μπουκιά που είχε κόψει από τα μυρωδάτα κουλούρια της Λούιγ.
«Σωστά.» απάντησε όταν κατάφερε να καταπιεί το κομμάτι με δύο γουλιές ζεστό τσάι.
«Η Ντέιλφ είναι Ευχή της Γαλήνης.» είπε η Λούιγ. «Όπως φυσικά ήδη ξέρεις. Το ίδιο και η μητέρα της…» είπε και μία χοντρή συστάδα δακρύων γέμισε τα ευγενικά, καστανά της μάτια. Σκούπισε τη μύτη της με την άκρη της ποδιάς της και καθάρισε το λαιμό της. «Λοιπόν, πώς σου φαίνεται η Τόρθαϊ;»
«Είναι από τις ομορφότερες πόλεις που έχω δει! Θα μπορούσα να μείνω εδώ… Εννοώ… Θέλω να πω, αν δεν έπρεπε να φύγω.» απάντησε και αντάλλαξε μια ματιά με την Ντέιλφ.
Ένας δυνατός κουδουνιστός ήχος ακούστηκε και η Λούιγ πετάχτηκε πάνω.
«Ωπ! Κάποιος πελάτης χτυπάει! Με συγχωρείτε.» είπε και έστρωσε τον κότσο της, βγαίνοντας από μία μικρότερη ξύλινη πόρτα στο βάθος του δωματίου.
Η Φιντέλμα έριξε μια ματιά γύρω. Το σπίτι λιγότερο φανταχτερό από τα δωμάτια του πύργου του άρχοντα Νιλς, όπως ήταν φυσικό. Αλλά αυτό δεν το έκανε λιγότερο όμορφο. Οι τοίχοι ήταν ντυμένοι με μερικές στρώσεις από κοχύλια, σχηματίζοντας μαιάνδρους και σπείρες. Αυτή ήταν και η μοναδική διακόσμηση του δωματίου. Κατά τα άλλα ήταν απλό, με λίγα έπιπλα, τα περισσότερα από τα οποία ήταν παλιά.
«Λοιπόν, πώς περνάτε τις μέρες σας εδώ στην Τόρθαϊ;» ρώτησε άσκοπα, αφού ήδη είχε περάσει αρκετό καιρό εκεί ώστε να ξέρει. Ωστόσο άκουσε με προσοχή και ενδιαφέρον την απάντηση του Εντ.
«Ήσυχα τα πρωϊνά και γιορτινά τα βράδια!» απάντησε εκείνος εύθυμα. «Όπως ήδη θα είδες, τα βράδια μας είναι κάθε άλλο παρά ανιαρά! Κάθε νύχτα στην Τόρθαϊ είναι γιορτή! Τα πρωϊνά πάλι, είναι περισσότερο ήρεμα. Κάνουμε τις δουλειές που μας αντιστοιχούν στο σπίτι και έπειτα πηγαίνω εγώ στο εργαστήριο ή στο δάσος για ξύλα, και η Λούιγ στο δωμάτιο όπου υποδέχεται τους πελάτες της. Όχι να το παινευτώ, αλλά είναι η καλύτερη ράφτρα σε ολόκληρη την Τόρθαϊ!» είπε περήφανα και έστρωσε τις λίγες τούφες των μαλλιών του.
«Είμαι σίγουρη. Θα πρέπει να είστε περήφανος και για την Ντέιλφ. Είναι θαυμάσια κοπέλα.» είπε, ξεχνώντας ότι εκείνη ήταν παρούσα.
«Είναι το διαμάντι μας!» είπε και πλησίασε τον καναπέ όπου καθόταν οι δυο τους. Κάθισε στο μπράτσο του και φίλησε την Ντέιλφ στα μαλλιά. «Να μου την προσέχεις, κορίτσι μου!» συνέχισε, απευθυνόμενος στην Φιντέλμα.
«Μην ανησυχείτε. Στο κάτω κάτω, είναι αδερφή μου. Όλες οι Ευχές είναι.» αποκρίθηκε εκείνη σοβαρά.
Η Ντέιλφ την κοίταξε με μάτια υγρά. Της έπιασε το χέρι χαμογελώντας. Ύστερα ο Εντ σηκώθηκε, ήπιε μια γουλιά από το τσάι του.
«Δυστυχώς πρέπει να γυρίσω στη δουλειά μου… Χάρηκα που σε γνώρισα, κοπέλα μου.» είπε και η Φιντέλμα σηκώθηκε για να τον χαιρετήσει.
«Η χαρά είναι δική μου.» αποκρίθηκε και τον αγκάλιασε εκείνη αυτή την φορά.
«Σε ακούω!» είπε η Ντέιλφ όταν μείναν μόνες τους, διπλώνοντας τα πόδια πάνω στον καναπέ, στρεφόμενη ολότελα προς εκείνη.
«Ορίστε;» ρώτησε η Φιντέλμα, προσφέροντας στον εαυτό της ένα ακόμη κουλούρι με μυρωδικά.
«Τώρα ξέρεις, δεν με γελάς.»
«Τι ξέρω, Ντέιλφ; Βοήθησέ με λίγο, δεν καταλαβαίνω.»
«Ξέρεις όλη την αλήθεια. Για την ταυτότητα του Όντραν, για τον λόγο που κρυβόταν τόσα χρόνια, για τον Μπόα… Και για τα αισθήματά του για σένα.» συμπλήρωσε και η Φιντέλμα άφησε το κουλούρι πίσω στο δίσκο.
Κοίταξε την Ντέιλφ αβέβαιη για το τι έπρεπε να πει.
«Είναι αδύνατον να κάνεις το ξόρκι χωρίς λόγια σε κάποιον άνθρωπο, χωρίς να δεις μέσα από τα μάτια του.»
«Έχεις δίκιο. Τα είδα όλα.» παραδέχτηκε.
Η Ντέιλφ χαμογέλασε και άπλωσε τα χέρια της στα δικά της.
«Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο χάρηκα με αυτήν την εξέλιξη! Ο Όντραν είναι σαν αδελφός μου, εφόσον είναι τόσο κοντά στον Νιλς. Αυτό που έκανες ήταν μεγαλόψυχο, Φιντέλμα.»
«Ποιο;»
«Να θεραπεύσεις την καρδιά εκείνου που σε κράτησε μακριά από τον άνθρωπό σου. Τώρα μπορείς να φύγεις. Θα σε αφήσει ελεύθερη και θα μπορέσεις να πας στον προορισμό σου.»
«Δεν μπορώ να φύγω…» απάντησε εκείνη κλείνοντας τα μάτια της, ενώ από τις κλειστές γρίλιες των βλεφαρίδων της χύθηκαν μερικά δάκρυα.
«Τι λες, Φιντέλμα; Τώρα δεν σε κρατάει τίποτα εδώ. Αν του το ζητήσεις…»
«Δεν μπορώ να φύγω.» την διέκοψε. Πήρε μια βαθιά ανάσα, συγκράτησε τα δάκρυά της και την κοίταξε αποφασισμένη. «Αυτός ο πόλεμος θα φέρει την καταστροφή. Καταλαβαίνω πολύ καλά τον λόγο που πρέπει να γίνει, αλλά δεν μπορώ να σας αφήσω και να φύγω. Εσύ ξέρεις πολύ καλά ότι όταν φτάσω στον Κίαν, μετά δεν θα μπορώ να γυρίσω πίσω.»
Η Ντέιλφ έγειρε το κεφάλι θλιμμένα στο πλάι.
«Όσο τραγικό και αν ήταν το συμβάν της αιχμαλωσίας μου, πρέπει να παραδεχτώ πως χαίρομαι που σας γνώρισα… Όλους. Και ξέρεις πόσο χώρο έχει η καρδιά μιας Ευχής, Ντέιλφ μου. Χωράει όλη την αγάπη του κόσμου. Έχετε έρθει τόσο κοντά στην καρδιά μου, που δεν μπορώ να φύγω και να σας ξεχάσω, να σας αφήσω στην μοίρα σας… Μπορώ να σας βοηθήσω.»
«Φιντέλμα μου…» είπε απλά και την αγκάλιασε. «Καταλαβαίνω.» συμπλήρωσε και έπειτα της χαμογέλασε θλιμμένα.
«Σε ευχαριστώ…» ψέλλισε εκείνη.
«Η μητέρα έλεγε ότι οι Ευχές δεν παύουν να σκέφτονται τους ανθρώπους τους ούτε λεπτό.» είπε αργότερα. «Αλήθεια είναι;»
Η Φιντέλμα έγνεψε καταφατικά. «Ούτε λεπτό. Όπως το είπες. Ξέρεις, είναι παράξενο, αλλά νιώθω ότι μου λείπει, παρόλο που δεν τον γνώρισα ποτέ στα αλήθεια. Εύχομαι να τελειώσει γρήγορα ο πόλεμος και να μπορέσω να τρέξω κοντά του. Τότε θα είμαι πραγματικά ελεύθερη.»
«Έχεις σκεφτεί τι θα γίνει αν... Θέλω να πω, ποτέ κανείς δεν έχει κερδίσει τον πόλεμο, πάντα έληγε με ισοπαλία και πολλές… απώλειες.» Καθάρισε τον λαιμό της. «Αλλά αν… λέω αν…»
«Το Σκαθ κερδίσει τον πόλεμο;» συμπλήρωσε η Φιντέλμα. Η Ντέιλφ απάντησε με ένα νεύμα. Εκείνη αποκρίθηκε με ένα αρνητικό κούνημα του κεφαλιού. «Ας ελπίσουμε ότι με την βοήθεια του Γουάφ και την δική μου, θα πάνε όλα κατ’ ευχήν.» είπε και έπειτα γέλασαν και οι δυο τους στο άκουσμα της φράσης.
«Πες μου κάτι…» είπε η Ντέιλφ παίρνοντας το φλιτζάνι της στα χέρια της, «δεν το συζητήσαμε καθόλου… Αλλά… Εσύ πώς νιώθεις για τον Όντραν;» ρώτησε πίνοντας μια γουλιά από το τσάι της, κοιτώντας την ωστόσο μεσ’ τα μάτια.
Η Φιντέλμα έσμιξε τα φρύδια, κοίταξε την κοπέλα ερωτηματικά. Πήγε να πει κάτι, αλλά εκείνη τη στιγμή άνοιξε την πόρτα η Λούιγ.
«Να ‘μαι πάλι πίσω!» είπε και κάθισε στην φθαρμένη μπλε πολυθρόνα της.
«Πώς σου φανήκαν οι θείοι μου;» ρώτησε η Ντέιλφ μόλις μαζεύτηκαν όλοι στην κεντρική πλατεία.
 «Είναι τόσο ζεστοί άνθρωποι! Τους συμπάθησα αμέσως.»
«Το ήξερα ότι θα τους συμπαθήσεις. Και εκείνοι μου είπαν τα καλύτερα για σένα.» χαμογέλασε και άφησε το κεφάλι της στον ώμο της. «Άλλωστε πώς γίνεται να μην συμπαθούν την αδερφή μου;» ρώτησε και έπειτα γέλασε καλύπτοντας το στόμα της. «Δεν περίμενα ότι θα ακουγόταν τόσο ωραία!» ενθουσιάστηκε. «Πάντα ήθελα να έχω αδερφή!» εξήγησε εύθυμα.
Το απόγευμα είχε έρθει ψυχρό και μελαγχολικό, με μεγάλα γκρίζα σύννεφα να καλύπτουν τον ορίζοντα. Οι δυο τους μιλούσαν μεταξύ τους επί ώρες, μοιράζοντας τις αναμνήσεις τους. Όσο η Ντέιλφ μιλούσε στην Φιντέλμα για τα παιδικά της χρόνια στην Τόρθαϊ, δύο χέρια τυλίχτηκαν γύρω από την μέση της.
«Συγνώμη που σας διακόπτω, αλλά μου λείψατε, μέλλουσα κυρία Μακ Λερ!» είπε ο Νιλς και την φίλησε τρυφερά στο μάγουλο.
«Νιλς…» είπε εκείνη αγκαλιάζοντας τα χέρια του. «Είμαι τόσο χαρούμενη! Τίποτα δεν μπορεί να μου χαλάσει την διάθεση αυτή τη στιγμή! Μιλάμε με την Φιντέλμα. Μοιάζουμε τόσο πολύ! Θέλω να καλύψουμε όλο τον χρόνο που ήμασταν χώρια! Να μάθω τα πάντα για εκείνη και το Άισλιγκ! Τις Ευχές, το Ντεζιντέριο!» έλεγε ενθουσιασμένη χωρίς ανάσα.
«Εντάξει, ψυχή μου. Τότε θα σας αφήσω μόνες. Για λίγο όμως ακόμα! Σε λίγο θα πέσει η νύχτα και θα ανάψει η γιορτή!» είπε, την φίλησε και έφυγε.
Οι ώρες πέρασαν γρήγορα, σαν να ταξίδευαν πάνω στα άρματα του ανέμου. Κύλησαν σαν νερό στον μύλο, με την Ντέιλφ και τη Φιντέλμα να μιλούν και να γελούν σαν δύο παλιές φίλες. Ο Όντραν και ο Νιλς περνούσαν τον χρόνο τους με τον Γουάφ, ο οποίος έδειχνε τώρα περισσότερο φιλικός απέναντί τους. Η Φιντέλμα είχε χαμογελάσει μόλις τους είδε να γελούν σαν καρδιακοί φίλοι. Σκέφτηκε πως αυτό το μαγικό χωρίς λόγια, είχε κάνει περισσότερο καλό από ότι περίμενε.
Οι πρώτες χορεύτριες άρχισαν να συρρέουν στους δρόμους, καθώς έπεφτε η νύχτα. Τα αστέρια φάνηκαν στον ουρανό διάσπαρτα, ανάμεσα από τα σύννεφα που είχαν πάρει να αραιώνουν. Οι πυρσοί και τα φανάρια άναβαν ένα ένα, οι φωνές και οι μουσικές άρχισαν να ζωντανεύουν, και σε λίγες στιγμές η Τόρθαϊ έγινε και πάλι μια μεγάλη γιορτή.
Ο Νιλς πήρε την Ντέιλφ από το χέρι και την έσυρε στον χορό. Ο Γουάφ πλησίασε την Φιντέλμα μόλις έμεινε μόνη της.
«Δεσποινίς μου, θα θέλατε να χορέψετε με έναν γέρο μάγο;» είπε εύθυμα και μπήκαν και οι δυο τους στο χορό.
«Τα καταφέρνεις μια χαρά!» του είπε γελαστή. «Φαίνεται πως τα μαθήματα χορού τις προάλλες πιάσανε τόπο!»
Μόλις άλλαξε το τραγούδι, η Φιντέλμα είδε τον Όντραν να χορεύει με μία γυναίκα με ξανθά μαλλιά, γύρω στα τριάντα. Φαινόταν άλλος άνθρωπος. Ξαφνικά φάνηκε να αντιλαμβάνεται την παρουσία της και της χαμογέλασε. Ανταπέδωσε το χαμόγελο το ίδιο θερμά, προτού την κρύψει από το οπτικό του πεδίο το αταίριαστο χορευτικό ζεύγος μίας ηλικιωμένης γυναίκας και ενός δεκάχρονου αγοριού.
Τότε ήταν που ο ανατριχιαστικός ήχος μιας κραυγής έσχισε τη νύχτα. Το αταίριαστο ζευγάρι παραμέρισε, και τότε οι ματιές της Φιντέλμα και του Όντραν συναντήθηκαν ξανά. Εκείνος είχε σταματήσει να χορεύει, ενώ η ξανθιά γυναίκα τον άφησε για έναν περισσότερο εύθυμο καβαλιέρο. Το βλέμμα του ήταν σοβαρό και ανήσυχο. Ύστερα στράφηκε στον ουρανό. Η Φιντέλμα πάγωσε στη θέση της και μιμήθηκε την ανήσυχη ματιά του.
Τον ουρανό διέσχιζε ένα μαύρο, σαν την νύχτα που απλωνόταν τριγύρω, σώμα. Η κραυγή ακούστηκε ξανά και αυτή τη φορά ο χορός σταμάτησε σταδιακά. Για πρώτη φορά, η γιορτή στην Τόρθαϊ σταμάτησε προτού ξημερώσει. Ο μυθικός Μαύρος Εάλα διέσχισε με ένα φτερούγισμα την απόσταση μέχρι την κεντρική πλατεία και προσγειώθηκε με κομψότητα στο πλακόστρωτο, λίγα μέτρα μακριά από τη γιορτή.
Ο Όντραν διέσχισε την απόσταση με βήμα σταθερό. Ο Νιλς τον ακολούθησε. Η Φιντέλμα, η Ντέιλφ και ο Γουάφ έμειναν λίγα βήματα πίσω τους. Ο Μαύρος Εάλα χαμήλωσε το κεφάλι στο έδαφος. Ο γιος του άρχοντα της Χάνταπ μιμήθηκε τον χαιρετισμό από σεβασμό. Ύστερα έκανε λίγα βήματα ακόμη, άπλωσε το χέρι του και πήρε απαλά τον πάπυρο που κρατούσε στο ράμφος του. Ύστερα ο κύκνος άνοιξε τα φτερά του και πέταξε προς την κατεύθυνση από όπου είχε έρθει.
Ξεροκατάπιε και με την καρδιά του να χτυπά σαν κύμβαλο στο στήθος του, ξετύλιξε την περγαμηνή. Ο Νιλς πλησίασε περισσότερο και στάθηκε ακριβώς δίπλα του.
«Τι λέει;» ήταν το μόνο που ρώτησε.
Ο Όντραν διάβασε δυνατά, καθώς ο κόσμος πλησίαζε ανήσυχος και στριμωχνόταν γύρω του.
«Αγαπημένε μου ανιψιέ… Σε περιμένω με ανοιχτές αγκάλες, στην πεδιάδα έξω από το κάστρο μου. Θα είναι μεγάλη η χαρά να ειδωθούμε ξανά, Όντραν. Με εκτίμηση, ο θείος σου Μπόα.»
Έσφιξε την περγαμηνή στο χέρι του. Ο Νιλς έσφιξε τον ώμο του.
«Πόσο χρόνο έχουμε;» ρώτησε άχρωμα.
«Όσο χρειαζόμαστε.» απάντησε με επισημότητα ο Νιλς. «Τα εφόδια έχουν ήδη συγκεντρωθεί και οι πολεμιστές έχουν ήδη ενημερωθεί για την ημέρα αναχώρησης από το λιμάνι.»
«Ωραία. Αρκετά καθυστερήσαμε, Νιλς. Πρέπει και εμείς να ξεκινήσουμε σύντομα, αν θέλουμε να φτάσουμε στην ώρα μας.»
«Πόσο σύντομα;»
«Αύριο το πρωί.»
«Πολύ καλά.» απάντησε. Ύστερα του είπε εμπιστευτικά στο αυτί. «Έχεις σκεφτεί να χρησιμοποιήσεις το φάινε για…;»
«Όχι.» απάντησε κατηγορηματικά ο Όντραν. «Δεν θα υποτάξω την θέληση κανενός άλλου, μαγικού όντος ή μη. Θα πολεμήσουν στο πλευρό μου μόνο όσοι το θέλουν.»
«Θα έρθω και εγώ.» ακούστηκε μια γυναικεία φωνή.
Γύρισε και κοίταξε τη Φιντέλμα σαν να την έβλεπε για πρώτη φορά.
«Τι δουλειά έχει μια Ευχή σε ένα πεδίο μάχης;» ρώτησε.
«Μπορώ να κάνω περισσότερα από όσα φαντάζεσαι. Η βοήθειά μου θα σας είναι πολύτιμη.»
«Έχει δίκιο. Χρειάζεστε την δύναμη μιας Ευχής. Ίσως και δύο.» συμφώνησε η Ντέιλφ.
«Αποκλείεται!» φώναξε προστατευτικά ο Νιλς. «Δεν θα το δεχτώ να έρθεις στο Σκαθ. Θα μείνεις εδώ, ακόμα και αν χρειαστεί να σε κλειδώσω στον πύργο!»
«Θα έρθω με κάθε τίμημα.» απάντησε, κουνώντας το κεφάλι κατηγορηματικά, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος.
Το πρόσωπό του συσπάστηκε από την ανησυχία. Χαλάρωσε τη στάση της και πλησίασε. Έφερε τα χέρια της στο πρόσωπό του.
«Κοίτα με, καρδιά μου.» του είπε. «Δεν θα πάθω τίποτα. Σταμάτα να φοβάσαι. Η Φιντέλμα και εγώ είμαστε αρκετά δυνατές για να προστατεύσουμε τους εαυτούς μας, και όχι μόνο. Θα χρειαστείτε την βοήθειά μας.»
Ο Νιλς την άκουγε χωρίς να μιλά, με πρόσωπο ρυτιδωμένο από αγωνία. Ο Όντραν τους παρατηρούσε με τον πάπυρο σφιχτά μέσα στις παλάμες του. Ο Γουάφ μπήκε ανάμεσά τους.
«Οφείλω να πω ότι δεν συμφωνώ με την ιδέα μια Ευχή και μία μισή μάγισσα – μισή Ευχή να βρεθούν στα εχθρικά εδάφη του Σκαθ, αλλά η αλήθεια είναι ότι ίσως η βοήθειά τους αποδειχτεί πολύτιμη.» είπε, κοιτώντας με νόημα την Φιντέλμα.
Εκείνη του χαμογέλασε με τα χέρια στην καρδιά. Ωστόσο, οι δυο τους φαινόταν άκαμπτοι. Τότε πήρε τον λόγο η Φιντέλμα.
«Ξέρετε πως σκοπός της ζωής μου είναι να βρω τον άνθρωπό μου.» είπε αναφερόμενη τρυφερά στον Κίαν. «Παρόλα αυτά, θα πέθαινα αν κάποιος από εσάς πάθαινε κάτι κακό.» συμπλήρωσε κοιτώντας τους όλους με τη σειρά. Και θα νιώθω εξίσου ένοχη με τους εχθρούς σας, αν δεν κάνω έστω την παραμικρή προσπάθεια για να σας βοηθήσω.»
Ο Όντραν αντάλλαξε μια ματιά με τον ξάδερφό του. Δεν χρειάστηκαν λόγια για να καταλάβουν ο ένας τον άλλον. Έπειτα ο Νιλς πήρε τον λόγο.
«Λυπούμαστε, Φιντέλμα, αλλά δεν μπορούμε να σας βάλουμε σε κίνδυνο. Μπορείτε αν θέλετε, να έρθετε μέχρι το Τάλαμ Ούισκε. Αλλά μόνο μέχρι εκεί.»
Η Ντέιλφ κούνησε απογοητευμένη το κεφάλι και βρέθηκε δίπλα της. Ο Νιλς έφυγε φωνάζοντας διαταγές για τις προετοιμασίες στο ανήσυχο πλήθος, ενώ ο Όντραν έμεινε να κοιτάει τον πάπυρο, σαν να μην πίστευε ότι τον κρατούσε.
Το χέρι της Ευχής πιάστηκε από τον αγκώνα του.
«Είσαι εντάξει;» ρώτησε σιγανά, ίσα που ακουγόταν. Της απάντησε με ένα νεύμα. «Εντάξει τότε, σε αφήνω να κάνετε τις ετοιμασίες για το ταξίδι.» είπε, αλλά την κράτησε απαλά από το χέρι.
«Θα με συγχωρέσεις άραγε ποτέ;» ρώτησε.
Η Φιντέλμα μειδίασε ελαφρώς. Ο Όντραν πήγε να εξηγήσει, αλλά εκείνη τον διέκοψε.
«Σε έχω ήδη συγχωρέσει.»
Το χέρι του έσφιξε περισσότερο το δικό της.
«Θα σε αφήσω ελεύθερη, Φιντέλμα. Δεν ξέρω γιατί το καθυστέρησα τόσο… Μπορείς να φύγεις, να πας στον…»
Η Ευχή χαμογέλασε πλατιά, διακόπτωντάς τον και πάλι.
«Θα πάω στον Κίαν αμέσως μόλις τελειώσει αυτός ο πόλεμος. Σε ευχαριστώ, Όντραν. Το εκτιμώ πολύ.» αποκρίθηκε και ύστερα έκανε να φύγει.
«Φιντέλμα;» την σταμάτησε ξανά. «Χαίρομαι που θα έρθεις αύριο μαζί μας.» είπε. Το πρόσωπό του ήταν ασυννέφιαστο, μα σοβαρό.
 Αργότερα, το ίδιο βράδυ, στο δωμάτιό του στον πύργο του Νιλς, μέσα σε όλη την αναταραχή και τον θόρυβο, ο Όντραν στάθηκε στο περβάζι του παραθύρου του στριφογυρίζοντας το φάινε στο χέρι του, και την μορφή της Φιντέλμα στο μυαλό του. Άνοιξε τα συρτάρια του και έβγαλε από το πρώτο ένα μικρό εγχειρίδιο. Το κράτησε σφιχτά από τη λαβή και ύστερα το γύμνωσε από τη θήκη του και έφερε την ατσάλινη λεπίδα να αγγίξει την παλάμη του. Μια λεπτή γραμμή άλικου αίματος χρωμάτισε το δέρμα του.
Άφησε την παλάμη του ανοιχτή, πάνω από το φάινε. Η άλικη γραμμή κύλησε απευθείας πάνω στην μαύρη πέτρα του σφραγιδόλιθου. Τρεις σταγόνες ήταν αρκετές.
«Atá leagtha mé leat go léir saor in aisce… Σας αφήνω όλους ελεύθερους.» ψιθύρισε όταν οι άλικες κηλίδες απορροφήθηκαν από τον λίθο και αυτός χρωματίστηκε προς στιγμήν πορφυρός.
Η κατάρα που κρατούσε δέσμια την Φιντέλμα, ανίκανη να κάνει βήμα χωρίς να την κυνηγήσει το λιντόιρ, είχε πια σπάσει. Ήταν πια ελεύθερη.
Ο Νάτχαϊρ, ο πιστός του ακόλουθος και υπηρέτης που κάποτε είχε αιχμαλωτίσει χάρη στο φάινε, δεν υπάκουγε πια στις εντολές του. Το πιθανότερο ήταν ότι έφευγε μακριά εκείνη τη στιγμή, γυρνώντας στην μαγική χώρα από όπου είχε έρθει.

Κανένας δεν ήταν πια δέσμιός του.

Ιωάννα Τσιάκαλου