Η Μάγισσα του Αέρα (Κεφάλαιο 20) - "Εφιάλτες" (μέρος 3ο)

«Και τώρα;», ρωτάει η Μίμη και η αλήθεια είναι ότι δεν μπορώ να καταλάβω που αποσκοπεί η ερώτησή της.
«Τώρα τι;», τη ρωτά ο Κρις, προσπαθώντας να καταλάβει και αυτός.
«Τώρα που μάθαμε για τις δυνάμεις του Ματ, τώρα που ξέρετε κι εσείς για τους εφιάλτες του, για την αλλαγή στη συμπεριφορά του... Τώρα τι κάνουμε; Ποιο είναι το πόρισμα μετά από τόσες νέες πληροφορίες;»
Κοιταζόμαστε όλοι για λίγο μεταξύ μας, εγώ, ο Τάι, ο Κρις και ο Τι-Κέι, αποφεύγοντας να κοιτάξουμε φυσικά προς το μέρος της Μίμη και του Ματ.

«Μη μου πείτε ότι μετά από όλα αυτά θέλετε ακόμα να πάτε να καρφώσετε τον Ματ στη διεύθυνση;», συνεχίζει η Μίμη, ανυπόμονη και με μια δόση κρυφής αγανάκτησης στη φωνή της.
«Όχι, όχι, φυσικά και όχι», απαντώ αμέσως χωρίς να το πολυσκεφτώ, από την ανάγκη μου να προσφέρω μια κάποια ανακούφιση στον κατατρεγμένο και ταλαιπωρημένο Ματ Ντι Κάρλο. Δεν ξέρω αν συμφωνούν και οι υπόλοιποι μαζί μου αλλά είμαι έτοιμη να υπερασπιστώ την άποψη μου, αν χρειαστεί.
«Αυτό που έχει προτεραιότητα αυτή τη στιγμή, είναι να βρούμε τι ακριβώς συμβαίνει στον Ματ και γιατί», λέει ο Τάι, ενισχύοντας την άποψή μου να ασχοληθούμε αργότερα με την ‘τιμωρία’ του, για τον ξυλοδαρμό του Ίζι Κάρτερ.
Η Μίμη ανακουφισμένη αγκαλιάζει τον Ματ σφιχτά και ο Ματ ανταποδίδει σφίγγοντας τη δυνατά πάνω στο στήθος του.
«Και αφού αποφασίσαμε πως δεν είσαι τελικά εμ... πώς να το πω ευγενικά...», λέει ο Τι – Κέι, αλλά πετάγεται αμέσως ο Κρις για να τον βοηθήσει να συμπληρώσει την πρότασή του.
«Για το τρελάδικο...»
«Ευχαριστώ Κρις για την υπερπολύτιμη βοήθειά σου», σχολιάζει ψύχραιμα ο Τι-Κέι. «Θέλεις να μας πεις περισσότερα γι’ αυτά τα όνειρα που μας είπε η Μίμη ότι σε στοιχειώνουν; Για τους εφιάλτες σου τέλος πάντων, και τις –όποιες- φωνές λέει ότι ακούς».
«Μικρέ, δεν είναι εύκολο να μιλήσω γι’ αυτό», λέει ο Ματ και μοιάζει να βρίσκεται σε αμηχανία. Βάζει τα χέρια του στη μέση και συνεχίζει: «Πώς να μιλήσω για τη μεγαλύτερη αδυναμία μου μπροστά στον μικρότερο αδερφό μου, που σε εμένα βασίζεται για να τον προστατεύσω;»
Ουάου, ο Ματ με εκπλήσει γι’ άλλη μια φορά. Όχι, μόνο γιατί αποδεικνύεται ικανός να νιώσει τόσο έντονα συναισθήματα αγάπης και προστατευτικότητας, αλλά και για το γεγονός ότι μιλάει για την ανησυχία του να καταστρέψει το στήριγμα του μικρού του αδερφού, τόσο ανοιχτά, μπροστά του και, κυρίως, μπροστά μας.
«Έλα τώρα Ματ, δεν χρειάζομαι και τόση προστασία πια! Μεγάλωσα!», του υπενθυμίζει ο Τι-Κέι με ένα ελαφρύ κοκκίνισμα να θρονιάζεται στα λευκά του μάγουλα.
«Για μένα πάντα θα είσαι ο μικρός μου αδερφός!», λέει γλυκά ο Ματ και τον πλησιάζει για να του ανακατέψει παιχνιδιάρικα τα μαλλιά. Οι ξανθιές, προσεκτικά στρωμένες τούφες του Τι-Κέι, είναι πλέον ατημέλητες και ελεύθερες να κινηθούν παιχνιδιάρικα, ακολουθώντας τις κινήσεις του.
«Να σου θυμήσω ότι έχεις άλλον έναν μικρότερο αδερφό, προστάτεψε εκείνον!»
«Ο Τζέισον είναι ρεμάλι, δεν με έχει ανάγκη», συνεχίζει να πειράζει ο μεγάλος αδερφός, τον μικρό.
«Παρόλα αυτά, καλό θα ήταν να μας πεις λίγα λόγια για τους εφιάλτες σου, φίλε μου. Ίσως μας δώσουν κάποιο στοιχείο για να μπορέσουμε να σε βοηθήσουμε», επαναφέρει το θέμα ο Τάι και τον χτυπά φιλικά στον ώμο.
«Ναι έχεις δίκιο, Τάι», παραδέχεται ο Ματ και σοβαρεύει με τη μία. «Οι εφιάλτες ξεκίνησαν αμέσως. Το ίδιο βράδυ της επίθεσης. Κόκκινα μάτια μέσα στο μαύρο της αβύσσου που με καταδιώκουν σε έναν δρόμο χωρίς τέλος. Πάντα συνοδευόμενα από κραυγές πόνου και τσιρίδες μαρτυρίων, άγνωστων ανθρώπων, που όμως φτάνουν μέχρι το μεδούλι μου και με κάνουν να ανατριχιάζω ολόκληρος. Δεν τις αντέχω αυτές τις φωνές Τάι. Με πονάνε. Πονάει η ψυχή μου».
Ο Τάι βάζει και πάλι το χέρι του απαλά αυτή τη φορά, πάνω στον ώμο του φίλου του.
«Κουράγιο φίλε μου. Θα τις σταματήσουμε αυτές τις κραυγές».
«Το ελπίζω», απαντά με σπασμένη φωνή ο Ματ.
«Και; Τι άλλο;» ρωτά με ανυπομονησία ο Κρίστοφερ και είμαι σίγουρη ότι περιμένει να ακούσει αυτό που είπε η Μίμη σχετικά με ‘’τις φωνές που του είπαν να το κάνει’’.
«Οι εφιάλτες αυτοί δεν με αφήνουν να ησυχάσω. Ποτέ δεν ξεκουράζομαι. Πράγμα που μου προκαλεί εκνευρισμό και ίσως... ίσως παραισθήσεις».
«Τι εννοείς ακριβώς;», ρωτάω αμέσως.
«Να», συνεχίζει ο Ματ και στρέφεται προς το μέρος μου. «Νομίζω πως οι εφιάλτες μου μου μιλάνε ακόμα και όταν είμαι ξύπνιος».
«Ορίστε;», είναι η αντίδραση του Τι-Κέι και φαίνεται τώρα πιο ανήσυχος.
«Ακούω συνεχώς μια ανατριχιαστική φωνή μέσα στο κεφάλι μου... Άλλες φορές μου λέει πόσο άχρηστος είμαι που δεν έχω καταφέρει να κάνω κάποια πράγματα, όπως για παράδειγμα να κάνω περήφανο τον πατέρα μου. Άλλες φορές με συμβουλεύει πώς να συμπεριφερθώ ή ποιον να αποφύγω. Και συνήθως είναι τόσο λάθος αυτές οι συμβουλές».
«Όπως;»
«Όπως... Ω, Θεέ μου, ντρέπομαι πολύ γι’ αυτά που έκανα», λέει ο Ματ και αποστρέφει το βλέμμα του στεναχωρημένος. «Όπως, όταν χτύπησα τη Μίμη... Και τώρα τον Κάρτερ. Δεν το ήθελα. Καμία από τις δυο αυτές φορές δεν το ήθελα φυσικά. Ποτέ δεν θα το έκανα. Πρέπει να με πιστέψετε», λέει και στην τελευταία του πρόταση σηκώνει και πάλι το βλέμμα του και κλειδώνει με το δικό μου. «Έχω ανάγκη να με πιστέψετε».
Η φώνη του τώρα γίνεται ακόμα πιο βραχνή, καθώς τον κυριεύει η απελπισία. Και τα μάτια του... αυτά τα μάτια που είχα συνηθίσει να τα βλέπω φωτεινά και παιχνιδιάρικα, τώρα πια έχουν βυθιστεί στη σκοτεινιά της απόγνωσης και της ενοχής.
«Ηρέμησε Ματ, σε πιστεύουμε», λέει ο Τάι και ο Ματ γυρνάει απότομα προς το μέρος του και τον αγκαλιάζει απροειδοποίητα.
Ο Καθοδηγητής μου παρόλο που ξαφνιάζεται, παραμένει ψύχραιμος και τον αγκαλιάζει και αυτός.
«Κάτι άλλο; Κάτι σχετικό με τις φωνές και τα κόκκινα μάτια;»
«Κρίστοφερ! Έλεος! Δεν μπορείς να είσαι πιο υπομονετικός;», του λέω εκνευρισμένη. Είπαμε να μάθουμε πέντε πράγματα, αλλά με σεβασμό στην κατάσταση του άλλου.
«Όχι, τίποτα. Αυτά είναι όλα».
«Ειλικρινά δεν ξέρω από πού πρέπει να ξεκινήσουμε», λέει ο Τι-Κέι αποκαρδιωμένος και σηκώνει τα χέρια του ψηλά, σε κίνηση παράδοσης.
«Εγώ θα έλεγα να ξεκινήσουμε από τον αυτοέλεχγο του Ματ», προτείνει η Μίμη χωρίς δεύτερη σκέψη και με περισσή σιγουριά. «Να βρούμε τρόπο να την ενισχύσουμε για να γλιτώσουμε από νέες εκρήξεις θυμού».
«Έχεις δίκιο μωρό μου, αυτό θα με βοηθούσε πολύ», συμφωνεί μαζί της ο Ματ και μια σπίθα ελπίδας αστράφτει στην άκρη του ματιού του.
«Εγώ λέω να σε κλειδώσουμε κάπου για ασφάλεια μέχρι να λύσουμε το ξόρκι της Μαρί», προτείνει ο Κρις, μεταξύ σοβαρού και αστείου.
«Έχει δίκιο ο Κρις», πετάγομαι κι εγώ στη συζήτηση.
«Τι; Θέλετε να με κλειδώσετε σε κανά δωμάτιο χωρίς παράθυρα;» ρωτά ο Ματ με νάζι, μη πιστεύοντας φυσικά, ότι θα συμφωνούσα με την πρόταση του Κρις.
«Όχι, όχι, προφανώς και δεν αναφερόμουν σε αυτό», του απαντώ κουνώντας το κεφάλι μου αρνητικά. «Πρέπει να επικεντρωθούμε στο ξόρκι της Μαρί. Αυτό προκαλεί όλα μας τα προβλήματα».
«Σωστά», έρχεται να συμφωνήσει και ο Τάι μαζί μου. «Να μάθουμε τι ακριβώς του έκανε, πώς τον επηρεάζει πέρα από όσα ήδη μας είπε ο Ματ και πώς θα το λύσουμε».
«Νιώθω ότι το τελευταίο κομμάτι θα είναι μια πρόκληση», σχολιάζει ο Τι-Κέι και τρίβει σκεπτικός το ξυρισμένο πιγούνι του.
«Σίγουρα. Έχουμε να κάνουμε με μια Σκοτεινή Ιέρεια», απαντά ο Τάι και συνεχίζει: «Αλλά μη φοβάστε τίποτα. Δεν υπάρχει περίπτωση να μην τη βρούμε την άκρη με τόση βοήθεια που έχουμε».
«Έχουμε;», ρωτά ο Ματ ψάχνοντας την επιβεβαίωση για να συνεχίσει να ελπίζει.
«Μα φυσικά και έχουμε! Είναι στη διάθεση μας η Μάγισσα του Αέρα...»
«Σώθηκες!» Δεν μπόρεσα να συγκρατήσω ένα μικρό καγχασμό.
«...η βιβλιοθήκη της Σχολής Μαγείας και ένας από τους καθηγητές της, και φυσικά να μην ξεχνάμε και την σούπερ μάγισσα μας, τη Ρίκα Χάλιγουελ!», συνέχισε να λέει ο Τάι απτόητος, παρά το σχόλιο μου και στο τέλος το ‘σωσε γιατί δεν το άρχισε καλά. Η Μάγισσα του Αέρα –εγώ δηλαδή- δεν ξέρει που παν τα τέσσερα όσον αφορά ξόρκια και φίλτρα!
«Αν μιλήσω και στον πατέρα μου...»
«ΌΧΙ!», ξεφωνίζω με ασυγκράτητη ένταση όταν φέρνει και πάλι στη συζήτησή μας ο Τι-Κέι τον Ίβο Ντι Κάρλο και ένα ρίγος διατρέχει τη ραχοκοκκαλιά μου.
«Άντε πάλι όχι», λέει ο Τι –Κέι.
«Μα αφού σου εξήγησα και πριν» , προσπαθώ να δικαιολογηθώ και να επαναφέρω τη φωνή μου σε έναν πιο φυσιολογικό τόνο.
«Ναι, αλλά ο πατέρας μας είναι πολύ ικανός μάγος. Σίγουρα θα μπορεί να μας βοηθήσει με τις γνώσεις του».
«Κοίτα, μικρέ, δεν ξέρω τι σου είπε η Μπόνι, αλλά ούτε κι εγώ θα ήθελα να μπλέξεις τον πατέρα μας σε αυτό. Δεν θέλω να ξέρει τι μου συμβαίνει, δεν θέλω να μάθει ότι έμπλεξα», λέει και μοιάζει λίγο πιο σφιγμένος από πριν.
«Ματ, αυτό είναι σοβαρό», επεμβαίνει ο Τάι. «Ό,τι διαφορές και αν έχετε μεταξύ σας, τώρα είναι η ώρα να τις βάλετε στην άκρη».
«Είπα ΟΧΙ, ΤΙ ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΙΣ ΒΛΑΚΑ;», ξεφωνίζει θυμωμένος ο Ματ και μας ξαφνιάζει όλους με την τόσο απότομη αλλαγή στη συμπεριφορά του. Το στέρνο του ανεβοκατεβαίνει με μανία πάνω κάτω κάθε φορά που αναπνέει, μαρτυρώντας πως η ένταση και ο ξαφνικός θυμός δεν είναι ακόμα υπό τον έλεγχό του. «Ο Ίβο δεν θα μάθει τίποτα», συνεχίζει με ύφος προστακτικό και με το ζόρι βγαίνουν οι λέξεις μέσα από τα σφιγμένα δόντια του. Ενστικτωδώς, κάνουμε όλοι ένα βήμα προς τα πίσω. Όλοι εκτός από τον Τάι. «ΤΙ-ΠΟ-ΤΑ!»
«Εντάξει Ματ, ηρέμησε, όλα θα γίνουν όπως τα θέλεις», του λέει ήρεμα, με σταθερή φωνή και τον πλησιάζει με αργές και μαλακές κινήσεις. Και όσο πιο κοντά του πλησιάζει, τόσο πιο γρήγορα νιώθω την καρδιά μου να χτυπάει μέσα στο στήθος μου. Κι αν ο Ματ χάσει και πάλι τον έλεγχο; Αν επιτεθεί τώρα στον Τάι -σε όλους μας- τι θα κάνουμε;
Και μόνο στη σκέψη, με κυριεύει άγχος και προσπαθώ να ρυθμίσω την έξαψη που προκαλεί στο σώμα μου, σφίγγοντας τα χέρια μου σε γροθιές.
«Όχι, σταμάτα, είναι φίλοι μου... όχι, σου λέω, ΟΧΙ, ΣΚΑΣΕ», λέει ο Ματ απευθυνόμενος μάλλον στις φωνές μέσα στο κεφάλι του, κουνώντας το την ίδια στιγμή με ορμή δεξιά και αριστερά. Έπειτα, κάθεται κάτω και παίρνει αγκαλιά τα γόνατά του. Ο θυμός που νιώθει ακόμα, τον αναγκάζει να κινείται νευρικά μπρος πίσω, ενώ συνεχίζει να διαπληκτίζεται με αυτές τις φωνές. «Σκάσε επιτέλους, άσε με ήσυχο».
Κοιτάω, μια τον Ματ και μετά τον Τάι. Η κατάσταση είναι σοβαρή, πολύ σοβαρή. Και είναι πολύ ευκολο να χάσουμε τον έλεγχο. Ο Τάι μου κάνει νόημα να χαλαρώσω και να το αφήσω πάνω του. Μα πώς περιμένει να χαλαρώσω; Του γνέφω αρνητικά και τότε τα σοκολατένια του μάτια παίρνουν ένα ύφος παρακλητικό, που διώχνει αμέσως την όποια διάθεσή μου να τον παρακούσω και να ριχτώ στη μάχη – αν χρειαστεί.
Κάνω ακόμα δυο βήματα πίσω για να του δείξω ότι κατάλαβα και να του αφήσω χώρο να κινηθεί. Με αντιγράφουν και οι υπόλοιποι, και έτσι ανοίγει ακόμα περισσότερο ο κύκλος γύρω από τους δυο φίλους, δίνοντάς το απαραίτητο οξυγόνο για να ηρεμήσουν.
«Ματ, είμαι ο Τάι, ο κολλητός σου. Τώρα θα σε πλησιάσω εντάξει; Θέλω να δω ότι είσαι καλά», του λέει ήρεμα και περιμένει αντίδραση πριν προχωρήσει.
«Ο Τάι; Ο φίλος μου;», λέει ο Ματ και ακούγεται ξαφνιασμένος, αλλά ήρεμος.
«Ναι, Ματ, εγώ είμαι», λέει ανακουφισμένος. «Μπορείς να με κοιτάξεις λίγο σε παρακαλώ;»
Ο Ματ στρέφεται αμέσως προς τον Τάι και το βλέμμα του δείχνει χαμένο, σχεδόν κενό. Δεν μπορώ να μην αναρωτηθώ κατά πόσο έχει επαφή με την πραγματικότητα αυτή τη στιγμή. Τα γαλανά, άλλοτε σπινθηροβόλα, του μάτια, μοιάζουν τώρα με δυο παγωμένες λίμνες δίχως ζωή, και δεν μπορώ παρά να νιώσω οίκτο για την κατάστασή του.
«Τάι; Τάι! Πες μου ότι δεν έκανα τίποτα κακό πάλι!», λέει ο Ματ και τα μάτια του αποκτούν σιγά σιγά τη γνώριμη –συννεφιασμένη όμως- ζωντάνια τους.
«Τίποτα δεν έγινε Ματ, μην ανησυχείς. Δεν θα αφήσω τίποτα κακό να ξανασυμβεί», του υπόσχεται ο φίλος του και τον αγκαλιάζει. «Είναι όμως, ώρα να φύγουμε. Είστε έτοιμοι όλοι;»
«Ναι» απαντάμε όλοι με μια φωνή, εκτός της Μίμη.
«Όχι! Όχι πάλι τηλεμεταφορά!», είναι η δική της απάντηση και δεν μπορώ να μην ανακαλέσω στη μνήμη μου την επίδραση της τηλεμεταφοράς στο στομάχι της, από την τελευταία φορά. Δεν είναι και πολύ ευχάριστη ανάμνηση, αλλά δυστυχώς για την ίδια, η τηλεμεταφορά είναι ο πιο γρήγορος τρόπος για να φτάσουμε στο πατρικό του Τάι. Και ο χρόνος, δεν είναι με το μέρος μας, έχοντας να ανησυχούμε και για την αναζήτηση των υπόλοιπων πετρών από τη Μαρί.

Foni Nats