Η Αναζήτηση (Κεφάλαιο 24)

Στη βάση της πέτρινης σκάλας, καθότανε ο παράξενος αλμπίνο και τους σημάδευε με το περίστροφο. Έβγαλε το καπέλο του και σκούπισε τον ιδρώτα στο μέτωπό του.
─Συγχωρέστε με, είπε σιγανά, μα η κατάσταση της υγείας μου, δεν μου επιτρέπει ταξίδια και μάλιστα τόσο μακρινά.
─Γιατί; πετάχτηκε ο Σωτήρης. Λιώνεις;
Χαμογέλασε διακριτικά σκύβοντας το κεφάλι.
─Ξέρετε, στο σχολείο η εμφάνιση μου, μου δημιουργούσε διαρκώς προβλήματα. Πάντα βρισκότανε κάποιος «έξυπνος» να κάνει κάποιο ηλίθιο σχόλιο.

Ακούμπησε την κάνη του όπλου το κεφάλι του.
─Κακό του κεφαλιού τους.
─Έχεις την ίδια μοχθηρία στα μάτια, όπως και ο πατέρας σου, είπε ο Λάζαρος.
Ο Άγγελος γύρισε και τον κοίταξε.
─Ήταν εκείνος που έδωσε την εντολή να με σκοτώσει, όπως επίσης ήταν ο ίδιος που σκότωσε τον πατέρα του παπά Φώτη.
─Η αλήθεια είναι, ότι ήταν ένα αδίστακτο κάθαρμα, είπε ο άγνωστος. Καλή κόλαση να έχει ο μπάσταρδος. Και παρέμεινε έτσι ως την ώρα που πέθανε. Βλέπετε, τα λεφτά που πήρε από εδώ, τον βοήθησαν να φτιάξει μια ολόκληρη αυτοκρατορία της οποίας και ηγήθηκε για αρκετά χρόνια στην Σοβιετική ένωση. Μα η τεράστια περιουσία του, δεν κατάφερε να τον γιατρέψει. Στα τελευταία του παραληρούσε και μέσα στις ασυναρτησίες του, ανέφερε συχνά το όνομα σου και το όνομα του συντρόφου του. Του είχε εκμυστηρευτεί αυτά που του είχες πει, μα ποτέ δεν τα πήρε στα σοβαρά. Μονάχα στο τέλος, όταν όλες οι ελπίδες είχαν σβήσει, θυμήθηκε τα λόγια σου. Μια μέρα, καθώς είχε κάποια διαύγεια, με άρπαξε από τον γιακά και μου ζήτησε να του φέρω εκείνο το νερό, το αθάνατο να τον γιατρέψει. Πέθανε μετά από μερικές μέρες. Και εγώ ξέχασα τα λόγια του για αρκετό καιρό, ώσπου πριν από ένα χρόνο διεγνώσθη ότι είχα σοβαρό πρόβλημα με το συκώτι και ότι χρειαζόμουν άμεσα μεταμόσχευση γιατί αλλιώς…καταλαβαίνετε. Παρόλα τα λεφτά μου και λόγω της ιδιάζουσας περίπτωσης μου, ήταν δύσκολο να βρεθεί μόσχευμα. Έβαλα λυτούς και δεμένους να μου βρούνε, δεν λυπήθηκα τα λεφτά. Παράλληλα βέβαια, άρχισα να ψάχνω το όλο θέμα που είχε αναφέρει και ο πατέρας μου. Δεν το είχα πιστέψει από την αρχή, μα έπρεπε να έχω και μια εναλλακτική στην περίπτωση που δεν θα γινόταν η μεταμόσχευση. Και ως εκ θαύματος, πριν από μια εβδομάδα, με ειδοποίησαν ότι είχε βρεθεί συμβατή δότρια στη Βουλγαρία. Αλλά η τύχη δυστυχώς, μου έπαιξε άσχημο παιχνίδι. Σκοτώθηκε πριν προλάβω να πάρω αυτό που θέλω.
Οι τέσσερις φίλοι κοιτάχτηκαν με τρόμο. Όλα τα κομμάτια έδεναν πια μεταξύ τους.
─Το κορίτσι που έφεραν στο νοσοκομείο, ψέλλισε η Ζωή.
─Η Βουλγάρα που έφερε στο σπίτι ο Αρτέμης, ψιθύρισε η Αγνή.
─Ο παπά Φώτης, είπε ο Άγγελος. Το ατύχημα… Υποθέτω ότι δεν ήταν ατύχημα.
─Ναι, δυστυχώς αυτό ήταν το αποτέλεσμα λάθος υπολογισμών ανίκανων συνεργατών. Ευτυχώς, βρεθήκατε εσείς και κάνατε όλη τη βρομοδουλειά για μένα.
─Μας χρησιμοποίησες δηλαδή; ρώτησε ο Άγγελος
─Πες το και έτσι. Και τώρα συγχωρέστε με. Πρέπει να πάρω αυτό για το οποίο ήρθα.
Τους έκανε νόημα με το όπλο να παραμερίσουν. Πλησίασε στον βράχο και τον κοίταξε εξονυχιστικά. Μια σκιά πέρασε από το πρόσωπό του, μα δεν κράτησε πολύ.
─Ας είναι, είπε.
Έβγαλε ένα μαντήλι και σκούπισε τα τον υγρό βράχο.
─Αιώνια ζωή λοιπόν.
Ο Σωτήρης, εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι είχε γυρισμένη την πλάτη και έχωσε βιαστικά τα κλειδιά του αυτοκινήτου στα χέρια της Ζωής. Αυτή, τον κοίταξε με απορία μα του ύφος του δεν της άφησε περιθώρια να μιλήσει. Έπειτα γύρισε προς τον Άγγελο και του έδειξε με ένα κούνημα του κεφαλιού ένα σημείο της σπηλιάς.
─Εκεί είναι η είσοδος της σπηλιάς, του είπε σιγανά. Μόλις δώσω το σύνθημα, πάρε τους υπόλοιπους και τρέξε προς τα εκεί.
─Μα τι λες;
─Σςςς!
Ο άντρας έμεινε για λίγο να κοιτά παραξενεμένος τη μορφή που σχηματίζονταν στο τοίχωμα του σπηλαίου. Τα μικρά κόκκινα μάτια του, εξερευνούσαν τις πτυχώσεις του βράχου. Έβαλε το δάχτυλο στα χείλη του.
─Περίεργο, μουρμούρισε. Θα έλεγα ότι μοιάζει…
Δεν ολοκλήρωσε τη φράση του. Χαμογέλασε αλλόκοτα και έδιωξε τη σκέψη από το μυαλό του. Έπειτα, στράφηκε προς τους υπόλοιπους.
─Κάπου εδώ, λέμε αντίο.
Η σφαίρα βρήκε τον Λάζαρο κατάστηθα και σωριάστηκε αιμόφυρτος στην γη. Μια τσιρίδα ακούστηκε από την Αγνή που πισωπάτησε τρομοκρατημένη. Η Ζωή έτρεξε στον πεσμένο άντρα. Έβγαλε το γιλέκο που φορούσε και το έβαλε πάνω στην ανοιχτή πληγή.
─Πίεσε το, του είπε προσπαθώντας να παραμείνει ψύχραιμη.
Εκείνος κούνησε το κεφάλι του αρνητικά χαμογελώντας.
─Ήρθε η ώρα μου, είπε. Να ναι ευλογημένο το όνομά Του.
Και λέγοντας αυτά ξεψύχησε.
─Δολοφόνε! τσίριξε η Ζωή. Τον σκότωσες!
─Μην ανησυχείς, είπε ατάραχος. Σε λίγο, όλοι θα πάτε να τον συναντήσετε.
Έστρεψε το πιστόλι προς τα πάνω της.
─Ε Χιονάτη! φώναξε ο Σωτήρης. Κάτι δεν υπολόγισες σωστά.
─Δεν νομίζω.
─Εγώ δεν ήμουν ποτέ μαριονέτα κανενός και δεν θα γίνω τώρα.
Τον κοίταξε στραβώνοντας το κεφάλι του. Έστρεψε το όπλο κατά πάνω του.
─Θες να το παίξεις ήρωας; Ας είναι.
Ο Σωτήρης έσφιξε τις γροθιές του περιμένοντας το αναπόφευκτο. Ξάφνου, ένας υπόκωφος ήχος ακούστηκε και το βουνό άρχισε να σείεται.
─Σεισμός! φώναξε η Αγνή.
Ήταν η ευκαιρία που περίμενε.
─Φύγετε τώρα! φώναξε στον Άγγελο μέσα στον γενικότερο πανικό.
Αυτός έμεινε για κλάσματα του δευτερολέπτου σαστισμένος.
─Τώρα! ούρλιαξε και ρίχτηκε πάνω στο όπλο που τον σημάδευε.
Όλο το βουνό τραντάχτηκε βίαια, βράχια έπεφταν από την οροφή. Σε μια αποφασιστική κίνηση, ο Άγγελος άρπαξε τις δυο γυναίκες και όρμησε στην έξοδο της σπηλιάς. Ακούστηκαν δύο πυροβολισμοί πριν η σπηλιά καταρρεύσει και γεμίσει ο τόπος σκόνη και χώματα.

Ηλίας Στεργίου