Ο Κυνηγός των Ευχών (Κεφάλαιο 11)

Ο Κίαν σκούπιζε το πάτωμα του σαλονιού αμίλητος. Η κυρία Έμχαϊρ απολάμβανε το τσάι της, κοιτώντας τον με περιφρόνηση. Σήκωσε τις μύτες των τακουνιών της ελάχιστα από το πάτωμα. Το αγόρι πήρε με το φρόκαλο τις στάχτες του πούρου του κύριου Θόρφιν και πήγε να φύγει.

«Ουπς.» ακούστηκε η φωνή της κυρίας του σπιτιού.
Ο Κίαν γύρισε ξανά προς το μέρος της. Έσκυψε και μάζεψε τα ψίχουλα του κέικ που – αναμφίβολα επίτηδες – είχε μόλις ρίξει. Ύστερα έφυγε σιωπηλός για να προλάβει και τις υπόλοιπες δουλειές του.
Η Ζαμπρίνα πέρασε φουριόζα από το σαλόνι φορώντας την ποδιά της. Τις τελευταίες μέρες σπανίως μιλούσε με την μητέρα της, ενώ της είχε κοπεί κάθε όρεξη και για πλάκες. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν η στιγμή που θα έφτανε το γράμμα στα χέρια του δικαστή Γιόλε.
Η πόρτα χτύπησε επίμονα, δύο φορές. Έτρεξε να ανοίξει σκουπίζοντας τα χέρια στην ποδιά της. Στάθηκε στην πόρτα με τα μάτια διάπλατα από την έκπληξη. Τα γόνατά της είχαν κοπεί.
«Ο ταχυδρόμος!» ψέλλισε αβέβαιη και η κυρία Έμχαϊρ έτρεξε πίσω της.
«Καλή σας μέρα…» είπε ο άντρας. «Έχω ένα γράμμα για εσάς.»
Η Ζαμπρίνα χλώμιασε. Πόσες πιθανότητες υπήρχαν να είναι η απάντηση του δικαστή; Πήρε βιαστικά το γράμμα από τα χέρια του.
«Πού πήγαν οι τρόποι σου;» θύμωσε η κυρία Έμχαϊρ και άρπαξε το γράμμα. «Προς την Ζαμπρίνα Κέριγκαν. Δεν έχει αποστολέα. Ποιος το έστειλε;» ρώτησε.
Εκείνος σήκωσε τους ώμους. «Δεν ξέρω αλήθεια. Εγώ απλά μεταφέρω όσες επιστολές δεν αποστέλλονται με περιστέρια. Είναι και το χιόνι, βλέπετε, και κάνει δύσκολη την αποστολή τους.»
«Ναι, ναι…» τον διέκοψε βαριεστημένα. «Ορίστε για τον κόπο σου.» του είπε δίνοντάς του ένα μέτριο φιλοδώρημα.
Ο ταχυδρόμος έφυγε βγάζοντας το καπέλο του και η Ζαμπρίνα κόλλησε στην πόρτα, πιστεύοντας πως είχε φτάσει η καταδίκη της. Η κυρία Έμχαϊρ άνοιξε θρασύτατα το γράμμα μπροστά της, διάβασε τις πρώτες γραμμές και έπειτα το πέταξε στα πόδια της αδιάφορα. Εκείνη έσκυψε περίεργη και το μάζεψε.
«Αγαπητή μου Ζαμπρίνα…» διάβασε από μέσα της. «Άκουσες φαντάζομαι για τον πόλεμο που κύρηξε η Γιουβέρνα στην Κόπαρ, και κατά συνέπεια σε όλο το Σκαθ. Ο πατέρας μου θα παρασταθεί φυσικά στην μάχη, στο πλευρό του άρχοντα Νιλς και του πρόσφατα ‘αναστηθέντος’ άρχοντα Όντραν.
Για να μην στα πολυλογώ, αποφάσισα να πολεμήσω κι εγώ στο πλευρό του πατέρα μου, όπως είναι καθήκον μου. Λυπάμαι που δεν είχαμε την τύχη να αποχαιρετιστούμε καταλλήλως… Ελπίζω σύντομα να ειδωθούμε ξανά…
Με αγάπη, Τίσον.»
Έτρεξε στο δωμάτιό της, κλειδώθηκε για να μην την ενοχλήσει κανείς και ξαναδιάβασε το γράμμα, με την καρδιά της να χτυπά από αγωνία. Την πέμπτη φορά που διάβασε το κλείσιμο με τον χαιρετισμό, τα δάκρυά της χύθηκαν θάλασσα στα μάγουλά της.
Τα χτυπήματα στην πόρτα την ξάφνιασαν, μα δεν έπαψε να κλαίει.
«Ζαμπρίνα;» ακούστηκε η φωνή της Έιπριλ. «Τι συνέβη κορίτσι μου; Άνοιξέ μου, σε παρακαλώ.»
Δεν χρειάστηκε να το πει δεύτερη φορά. Η κοπέλα την υποδέχτηκε με λυγμούς. Βυθίστηκε στην αγκαλιά της και εκείνη την παρηγόρησε σιωπηλή.
Λίγες ώρες αργότερα, στάθηκε στην άκρη του σαλονιού, όπου η μητέρα της διάβαζε ένα παλιό βιβλίο. Εκείνη της έριξε μια υποτιμητική ματιά κι έπειτα συνέχισε την ανάγνωση. Η κοπέλα έκανε να φύγει, αλλά η Έιπριλ που κρυβόταν πίσω από την πόρτα, την έσπρωξε απαλά.
«Μητέρα…» είπε βραχνά.
«Πώς είπες; Νομίζω ότι δεν είναι σωστό οι υπηρέτες να αποκαλούν τους κυρίους τους με την πορσφώνηση ‘μητέρα’.» είπε εκείνη σηκώνοντας ψηλά το πηγούνι.
«Μητέρα, συγνώμη… Ήμουν ξεροκέφαλη και πεισματάρα. Δεν φέρθηκα σωστά.» είπε μέσα από τα δόντια της, αηδιασμένη με την μοίρα που την έφερε σε αυτήν την τραγική θέση.
Η κυρία Έμχαϊρ στράφηκε προς το μέρος της με ένα μικρό ενδιαφέρον.
«Φέρθηκα ανόητα, αλλά μόνο επειδή πίστευα πως φέρθηκες άδικα στον Κίαν.»
«Δηλαδή δεν το πιστεύεις πια;»
«Φυσικά και το πιστεύω ακόμα!» αντιγύρισε εκείνη υψώνοντας το αγριεμένο της βλέμμα.
Η Έιπριλ καθάρισε υπαινικτικά το λαιμό της. Η Ζαμπρίνα συμμορφώθηκε.
«Πιστεύω πως φέρθηκες άδικα στο αγόρι, μητέρα.» είπε ηπιότερα τώρα. «Φυσικά δεν μπορώ να κρίνω τις πράξεις σου, αλλά η γνώμη μου είναι πως εφόσον αναλάβαμε την ευθύνη, πρέπει να φερθούμε ανάλογα των υποχρεώσεών μας.»
Η άκαμπτη στάση της κυρίας Έμχαϊρ μαλάκωσε για λίγο.
«Ποιος είναι ο πραγματικός λόγος που ζητάς συγνώμη;» ρώτησε καχύποπτα.
Η Ζαμπρίνα πίεσε τον εαυτό της να μην κλάψει. Καθάρισε τον λαιμό της.
«Ο Τίσον θα πάει στον πόλεμο. Θα πολεμήσει στο πλευρό του πατέρα του.» είπε απνευστί.
«Μάλιστα.» απάντησε η κυρία Έμχαϊρ. «Και τι σχέση έχει αυτό με το γεγονός ότι αποφάσισες να φερθείς λογικά και να ζητήσεις συγχώρεση;»
«Θέλω να πάω στο Τάλαμ Ούισκε, να τον αποχαιρετίσω.»
«Στο Τάλαμ Ούισκε;»
«Εκεί θα συναντηθούν οι πολεμιστές και οι άρχοντες, για την προετοιμασία. Θα αποπλεύσουν σε λιγότερο από ένα μήνα.»
«Νόμιζα πως δεν σε ενδιαφέρει ο Τίσον.» αποκρίθηκε σκληρά η κυρία Έμχαϊρ.
Η Ζαμπρίνα κούνησε το κεφάλι της.
«Με ενδιαφέρει. Απλά όχι για τον λόγο που θα ήθελες.»
«Μάλιστα.» είπε αδιάφορα η κυρία Έμχαϊρ, σαν να μην είχε ακούσει λέξη.
«Μητέρα καταλαβαίνεις, τι σου λέω;»
«Φυσικά. Ότι θες να πας στο Τάλαμ Ούισκε.»
«Ναι. Λοιπόν, θα με αφήσεις;»
«Άσε με να το σκεφτώ.» είπε και γύρισε στο βιβλίο της. «Μέχρι τότε βγάλε αυτήν την βρώμικη ποδιά. Και βούρτσισε καλύτερα τα μαλλιά σου!» είπε χωρίς να παίρνει τα μάτια από το βιβλίο, μη τυχόν χάσει καμιά γραμμή.
Το απόγευμα βρήκε την Ζαμπρίνα να κάθεται στο σαλόνι με την μητέρα της.
«Λοιπόν…» είπε μετά από σκέψη η κυρία Έμχαϊρ. «Μπορείς να πας στο Τάλαμ Ούισκε αν το θες.»
Η Ζαμπρίνα δεν πίστευε στα αυτιά της.
«Είπες… Συγνώμη, δεν άκουσα καλά. Είπες ότι μπορώ…»
«Να πας να δεις τον Τίσον.»
«Μητέρα, σε ευχαριστώ πάρα πολύ! Πάω να ετοιμάσω τη βαλίτσα μου!» αναφώνησε χαρούμενη, αλλά εκείνη την διέκοψε.
«Δεν τελείωσα.» είπε και ξανακάθισε με τα χέρια μπλεγμένα πειθήνια πάνω στην ποδιά του φορέματός της. «Θα πας με την άμαξα και θα γυρίσεις με αυτήν. Και δεν θα αργήσεις να γυρίσεις.»
«Φυσικά!» συμφώνησε αμέσως η Ζαμπρίνα. «Αλλά πριν φύγω, θέλω να σου ζητήσω μία χάρη μητέρα.»
«Ακούω.»
«Σταμάτα να φέρεσαι στον Κίαν σαν να είναι υπηρέτης. Δεν φταίει εκείνος που δεν θέλω να παντρευτώ σύντομα. Μην ξεχνάς, είναι πλέον μέλος της οικογένειας. Είναι ένας Κέριγκαν.»
Η κυρία Έμχαϊρ πίεσε τα μάτια της καχύποπτα και σκεπτικά.
«Ίσως να έχεις δίκιο.» είπε τελικά, με το ψεύτικο χαμόγελό της. «Έιπριλ!» φώναξε και η μαγείρισσα κατέφτασε τρέχοντας. «Πού είναι το αγόρι;»
«Τον Κίαν λέτε, κυρία;»
«Ναι, αυτόν. Φέρ’ τον εδώ.»
Η Έιπριλ επέστρεψε με το αγόρι, το οποίο τώρα κρατούσε το μεγάλο πανέρι με τα φρεσκοπλυμένα ρούχα, ενώ τα πόδια του έτρεμαν από το βάρος.
«Με φωνάξατε, κυρία;» ρώτησε.
«Ναι. Άσε κάτω αυτό το πανέρι και πλησίασε.»
Ο Κίαν υπάκουσε χωρίς δεύτερη σκέψη.
«Πήγαινε κάνε μπάνιο και άλλαξε ρούχα. Βάλε τα καλά, αυτά που σου είχαμε όταν πρωτοήρθες.»
Το αγόρι βλεφάρισε αβέβαιο. Μετέθεσε το βάρος από το ένα πόδι στο άλλο, κοίταξε την Ζαμπρίνα. Εκείνη χαμογελούσε θαμπά.
«Τι κάθεσαι έτσι και κοιτάς σαν χάνος; Φύγε!» είπε με την αυταρχική της φωνή.
Έτρεξε στο δωμάτιό του πριν τελειώσει την τελευταία της λέξη.
«Τακτοποιήθηκε και αυτό.» είπε αδιάφορα.
«Μητέρα, καταλαβαίνεις ότι δεν αρκεί να βάλει τα καλά του ρούχα για να νιώθει σαν ένας από εμάς, έτσι;»
«Τι άλλο θες να κάνω δηλαδή;»
«Να του ζητήσεις συγνώμη.»
«Τι; Τρελάθηκες;»
Η Ζαμπρίνα της απάντησε με μια γεμάτη νόημα σιωπή.
«Εντάξει.» παραιτήθηκε η κυρία Έμχαϊρ. «Αλλά υπάρχει και κάτι άλλο που δεν συζητήσαμε ακόμη.» Κοίταξε την κόρη της με τέτοιο βλέμμα, που την τρόμαξε πως κάτι κακό θα ερχόταν στη συνέχεια.
«Τι;»
«Υποσχέσου μου πως θα ξανασκεφτείς την πρότασή μου όταν γυρίσεις πίσω.»
«Να παρατήσω τις σπουδές μου και να παντρευτώ τον Τίσον; Δεν ήταν ακριβώς πρόταση, μητέρα.»
«Ό, τι και να ήταν. Υποσχέσου μου πως θα το σκεφτείς.»
«Δεν ξέρουμε καν πώς… πώς θα καταλήξει αυτός ο πόλεμος, μητέρα!» της υπενθύμισε.
«Πολύ καλά. Θα μιλήσω ανοιχτά, αλλά μην με κατηγορήσεις για σκληρότητα επειδή είμαι απλά ειλικρινής. Όταν γυρίσεις, θα παντρευτείς τον Τίσον – αν γυρίσει πίσω» εκείνη τη στιγμή η Ζαμπρίνα έκλεισε τα μάτια της γεμάτη φόβο «ή αν δεν γυρίσει» τότε τα άνοιξε ξανά και την κοίταξε θυμωμένη, «θα παντρευτείς κάποιον άλλον άρχοντα. Νέο, ή γέρο. Όμορφο ή άσχημο. Έξυπνο ή ανόητο. Πάντως θα παντρευτείς.»
Κοίταξε την γυναίκα σαν να μην πίστευε ότι είναι μητέρα της. Δεν την αναγνώριζε πια, είχε πέσει κάθε της προσωπείο, έβλεπε πια καθαρά πόσο ψυχρή ήταν, πόσο λίγα βήματα την χώριζαν από την τρέλα· και όλα αυτά χάρη στην εμμονή της με τη δόξα και το χρήμα.
«Εντάξει.» είπε απλά.
«Συμφωνείς;» ρώτησε η κυρία Έμχαϊρ, απόλυτα ικανοποιημένη.
«Ναι. Θα γυρίσω πίσω, θα παρατήσω τις σπουδές και θα παντρευτώ. Όποιον θέλεις εσύ, όποτε θέλεις εσύ. Αρκεί να σου εξασφαλίσω περισσότερα χρήματα και δόξα.»
«Μα για το δικό σου καλό δουλεύω, μάτια μου!» είπε η κυρία Έμχαϊρ με μια δόση τρυφερότητας και χαράς. «Θα δεις πόσο ευτυχισμένη θα είσαι! Με τους χορούς, τα διαμαντένια κολιέ και τα μπαλ μασκέ! Θα σε ζηλεύουν όλοι στο Κάρικ!»
Τα χείλη της Ζαμπρίνα χαμογέλασαν, τα μάτια της ωστόσο έμειναν υγρά και θλιμμένα. Δεν είπε τίποτε άλλο πάνω σε αυτό.
«Οπότε είμαστε εντάξει;» ρώτησε κατόπιν.
«Φυσικά, αγάπη μου! Χαίρομαι που επιτέλους είδες πόσο δίκιο έχω!» είπε εκείνη και την αγκάλιασε σφιχτά.
Το ίδιο βράδυ, η μικρή βαλίτσα της Ζαμπρίνα ήταν έτοιμη. Η κοπέλα χτύπησε την πόρτα του Κίαν. Το αγόρι άνοιξε με μάτια φοβισμένα.
«Μην φοβάσαι, μικρέ μου!» του είπε και του ανακάτεψε τα μαλλιά. «Όλα θα πάνε καλά. Θα είμαι πίσω πριν το καταλάβεις!»
«Μπορώ να έρθω μαζί σου;» ρώτησε δειλά το αγόρι.
«Κίαν μου… Το είπα ήδη στη μητέρα αλλά δεν θέλει να σε αφήσει να φύγεις. Πιστεύει ότι είναι επικίνδυνο.»
«Δεν θέλω να μείνω μόνος εδώ… Φοβάμαι!» είπε και κόντεψε να μπήξει τα κλάμματα.
«Σώπα!» τον παρηγόρησε εκείνη. «Τι φοβάσαι; Την μητέρα;» μάντεψε. «Τώρα όλα θα αλλάξουν, σου το υπόσχομαι. Μίλησα μαζί της. Θα σου φέρεται καλύτερα από εδώ και πέρα. Σου ζήτησε συγνώμη;»
Το αγόρι έγνεψε καταφατικά.
«Τώρα πρέπει να σου ζητήσω και εγώ. Συγνώμη, Κίαν μου… Εγώ φταίω που σε τιμώρησε έτσι. Εγώ την θύμωσα. Εγώ φταίω…»
«Δεν φταις εσύ…» της είπε. «Εσύ είσαι η καλή μου νεράιδα.»
Χαμογέλασε με μάτια υγρά. Ανακάτεψε και πάλι τα μαλλιά του. Η κόρνα της άμαξας ακούστηκε από το πεζοδρόμιο.
«Πρέπει να φύγω…» είπε.
«Θα μου λείψεις…» κλαψούρισε ο Κίαν.
Η Ζαμπρίνα έβγαλε από την βαλίτσα της ένα τετράδιο με ανάγλυφη ράχη. Ο Κίαν το περιεργάστηκε. Είχε χαραγμένα τα αρχικά της.
«Εδώ σου έχω γράψει όλες τις ιστορίες μου, Κίαν. Τα παραμύθια της Γιουβέρνα, τους μύθους… Εδώ γράφω και για το Τάλαμ Ούισκε, για το Ρίογκα… Για όλες τις πόλεις της Γιουβέρνα που έχω επισκεφτεί και αγαπώ. Να διαβάζεις από μία κάθε φορά που σου λείπω. Και κάποια στιγμή θα τις δεις και από κοντά. Είναι υπόσχεση.»
Τον φίλησε, αλλά εκείνος έμεινε στη θέση του, κοιτώντας το τετράδιο. Έκλεισε την πόρτα και έφυγε. Ο Κίαν κοίταξε το δώρο της κοπέλας με μάτια βουρκωμένα. Έτρεξε πίσω της και την πρόλαβε στην εξώπορτα. Την αγκάλιασε σφιχτά, κλαίγοντας βουβά.
«Να προσέχεις… Μην με ξεχάσεις.» είπε, με μάτια φοβισμένα και φωνή τρεμάμενη.
«Δεν πρόκειται να σε ξεχάσω.» είπε, σηκώνοντας το πιγούνι του ελαφρά για να την κοιτάξει κατάματα. Και ύστερα του ψιθύρισε συνομωτικά: «Κάνε λίγο καιρό υπομονή.»
Τον κοίταξε με νόημα, υπενθυμίζοντάς του σιωπηλά το γράμμα που είχαν στείλει κρυφά στον δικαστή. Χαιρέτησε τους γονείς της και όλο το υπηρετικό προσωπικό, και έφυγε ρίχνοντάς του μια τελευταία εμψυχωτική ματιά.

***

Το επόμενο πρωί ήταν ήρεμο και περισσότερο μοναχικό ακόμα και από το προηγούμενο βράδυ. Η απουσία της Ζαμπρίνα ήταν έντονη. Το μυαλό του Κίαν ταξίδευε στο Τάλαμ Ούισκε και την παγωμένη θάλασσα του Μπι.
«Μην παίζεις με το φαγητό σου, νεαρέ!» τον μάλωσε η κυρία Έμχαϊρ.
Σταμάτησε να ανακατεύει την πουτίγκα και άφησε το κουτάλι να βυθιστεί στον χυλό.
«Δεν πεινάς;»
«Όχι, κυρία.»
Για λίγη ώρα, το μόνο που ακουγόταν ήταν ο ήχος του τσαγιού που κατέβαινε στο λαρύγγι του κυρίου Θόρφιν. Η κυρία Έμχαϊρ είχε τελειώσει από ώρα το πρωϊνό της, αλλά όπως επέβαλαν οι άγραφοι κανόνες, έπρεπε να περιμένει μέχρι να τελειώσουν και οι υπόλοιποι.
«Πήγαινε να ετοιμάσεις τα τετράδια και τις πένες σου. Σε λίγο θα έρθει ο κύριος Βινς για το μάθημα.» ανακοίνωσε, όταν ο κύριος Θόρφιν τελείωσε με το γεύμα του.
Ο Κίαν κοίταξε την γυναίκα ανέκφραστος. Έφερε στο μυαλό του τον τρόπο που του είχε φερθεί τις τελευταίες μέρες, με την σκληρότητα και την ψυχράδα που του μιλούσε, με τις δεκάδες δουλειές που του ανέθετε, τα βράδια που γύριζε στο δωμάτιό του κουρασμένος, χωρίς ελπίδα και όνειρα. Και ύστερα θυμήθηκε το κοφτό «συγνώμη» που του είχε πετάξει την προηγούμενη μέρα.
Δεν ήξερε τι να περιμένει πια από αυτή την γυναίκα. Σκέφτηκε πως σίγουρα κάτι είχε να κερδίσει από όλο αυτό. Φοβήθηκε μήπως η Ζαμπρίνα υποχώρησε μπροστά στις πιέσεις της.
«Δεν ακούς που σου μιλάω;»
«Μάλιστα.»
«Ε πήγαινε λοιπόν! Μην με εκνευρίζεις!»
«Νόμιζα πως ο κύριος Βινς δεν θα ξαναέρθει.»
«Κανονικά δεν θα ερχόταν. Αλλά άλλαξα γνώμη. Πήγαινε τώρα και μην καθυστερείς.»
Σηκώθηκε από το τραπέζι συγχυσμένος. Ανέβηκε στο δωμάτιό του σκεπτόμενος πως σίγουρα είχε κάποιο συμφέρον από αυτό. Αυτή η γυναίκα είχε δείξει το σκληρό πρόσωπό της άπειρες φορές. Για όλα όσα έκανε, κάτι άλλο κρυβόταν από πίσω.
Το μεσημέρι κύλησε ακόμα πιο ήρεμα, με τον Κίαν να μελετά στο δωμάτιό του. Την ώρα του φαγητού, όταν τον φώναξε η Έιπριλ, έφαγε με όρεξη, τηρώντας πάντα τους κανόνες καλών τρόπων, καθότι η μελέτη του είχε φέρει μεγάλη πείνα. Αν μη τι άλλο, το γεγονός ότι ξανάρχισε μαθήματα ήταν από μόνο του ευχάριστο. Έτσι, όποια σχέδια κι αν είχε η κυρία του σπιτιού, τίποτε δεν θα του χαλούσε ξανά τη διάθεση.
«Πότε θα φτάσει η Ζαμπρίνα στο Τάλαμ Ούισκε;» ρώτησε αόριστα, ενώ η Έιπριλ σερβίριζε το γλυκό.
«Δεν ξέρω. Εξαρτάται από την ταχύτητα με την οποία θα τρέχει η άμαξα και αν σταματήσουν να ξεκουραστούν. Πιθανώς αύριο βράδυ να είναι εκεί.» μίλησε η κυρία Έμχαϊρ.
Ο Κίαν μπουκώθηκε με ένα μεγάλο κομμάτι τάρτας αχλαδιών.
«Τρώγε καλύτερα! Και να κόβεις μικρότερες μπουκιές.»
Αναγκάστηκε να πιει δύο ολόκληρα ποτήρια νερό για να κατέβει το κομμάτι από τον οισοφάγο στο στομάχι του. Έπειτα από αυτό ένιωσε φουσκωμένος, οπότε το υπόλοιπο έμεινε απείραχτο στο πιάτο του.
«Πότε θα γυρίσει;» ρώτησε ξανά.
«Δεν ξέρω! Ίσως σε λίγες μέρες. Αλλά επειδή την ξέρω, φαντάζομαι πως θα μείνει εκεί περισσότερο από ό, τι μου υποσχέθηκε.» είπε κυρτώνοντας το ένα της φρύδι ψηλά.
Το βράδυ βρήκε τον Κίαν στο σαλόνι, να ξεφυλλίζει ένα παλιό βιβλίο του κύριου Θόρφιν. Οι σελίδες ήταν γεμάτες πολέμους και στρατιωτικά γεγονότα. Σύντομα βαρέθηκε και το έκλεισε. Πήγε στην Έιπριλ, η οποία έπλενε την τελευταία στίβα με τα πιάτα.
«Τι κάνεις;» ρώτησε.
«Πλένω τα σερβίτσια.» απάντησε εκείνη φιλικά.
«Θέλεις να σε βοηθήσω;»
«Προς Θεού, αγόρι μου! Θες να τα ακούσω από την κυρά;»
«Γιατί; Αφού μέχρι χτες αυτό έκανα.»
«Ναι, αλλά τότε το έκανες με διαταγή της. Τώρα η διαταγή της είναι να φέρεσαι σαν κύριος του σπιτιού.»
«Έιπριλ…» πλησίασε το αγόρι, «νομίζω πως κάτι ετοιμάζει.»
«Ένας Θεός ξέρει τι μας περιμένει.» είπε εκείνη ανασηκώνοντας τους ώμους.
«Δεν φοβάσαι;»
«Καθαρός ουρανός αστραπές δε φοβάται.»
«Φοβάμαι πως η αλλαγή απέναντί μου έχει σχέση με την Ζαμπρίνα.» είπε ο Κίαν αλλάζοντας θέμα, φοβούμενος μήπως αρχίσει πάλι τις παροιμίες.
«Δυστυχώς έχεις δίκιο, αγόρι μου. Η Ζαμπρίνα υποσχέθηκε στη μητέρα της ότι θα κάνει ότι της ζητήσει. Βρέθηκε σε δύσκολη θέση, γιατί δεν υπήρχε περίπτωση να πάει στο Τάλαμ Ούισκε κάτω από αυτές τις συνθήκες.»
«Λυπάμαι πολύ…» είπε ο Κίαν κοιτώντας τα παπούτσια του.
«Μην λυπάσαι. Την ξέρω καλά. Δεν πρόκειται να της περάσει της στριμμέν… της κυρίας θέλω να πω. Η Ζαμπρίνα σίγουρα έχει κάποιο σχέδιο για να ξεφύγει και πάλι.»
«Το ελπίζω.» αποκρίθηκε μελαγχολώντας.
«Θα γυρίσει.» είπε απρόσμενα η Έιπριλ τρυφερά, σαν να διάβαζε τις σκέψεις του. «Δεν πρόκειται να σε ξεχάσει και να σε αφήσει στο στόμα του λύκου.»
«Αυτό που με παρηγορεί είναι ότι ξεκίνησα ξανά τα μαθήματα με τον κύριο Βινς. Είναι το μόνο που μου δίνει χαρά. Εκτός βέβαια από την παρέα σου.» είπε σοβαρά.
«Ω, Κίαν!» είπε συγκινημένη και έσκυψε να τον αγκαλιάσει με τους αγκώνες της, καθώς τα χέρια της ήταν μέσα στις σαπουνάδες.
Το επόμενο πρωί, ένας απρόσμενος επισκέπτης χτύπησε την πόρτα. Ο Σκοτ άνοιξε με νωθρό, ψυχρό ύφος.
«Καλημέρα.» είπε ο επισκέπτης και συνέχισε έπειτα από την ψυχρή απάντηση της ευχής του οικονόμου. «Θα ήθελα να δω την κυρία Έμχαϊρ. Πείτε της ότι την ζητά ο δικαστής Γιόλε.»
Εκείνη καθόταν στον καναπέ σε άκαμπτη στάση. Το σώμα της θύμιζε το σιδερένιο εργαλείο με το οποίο μάζευαν τις στάχτες του τζακιού οι υπηρέτες.
«Ποιος ο λόγος της επίσκεψής σας, δικαστά;» ρώτησε, ενώ καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα.
«Έλαβα ένα γράμμα…» είπε εκείνος από την απέναντι πολυθρόνα, με ύφος δυσοίωνο.
«Τι είδους γράμμα; Ποιος σας το έστειλε;»
«Θα φτάσουμε και σε αυτό. Πείτε μου πρώτα, θέλω να μάθω πώς είναι η σχέση σας με το αγόρι, τον Κίαν Χάκαν. Πώς είναι η συμβίωσή σας; Τα πηγαίνετε καλά;»
«Ω, μα φυσικά.» απάντησε γρήγορα εκείνη. «Όλα είναι τέλεια.»
«Το αγόρι; Περνάει καλά;»
«Φυσικά. Προς τι όλες αυτές οι ερωτήσεις, δικαστά; Αισθάνομαι προσβεβλημένη!»
«Αυτή είναι η δουλειά μου. Καταλαβαίνετε.» απάντησε ήρεμα εκείνος.
«Φυσικά.» βιάστηκε να μαλακώσει και εκείνη.
Έβγαλε ένα διπλωμένο χαρτί από την τσέπη του σακακιού του. Άπλωσε το χέρι του προς το μέρος της. Εκείνη αναγκάστηκε να σηκωθεί για να καλύψει την απόσταση.
«Από τον Κίαν;» ρώτησε φοβισμένη μόλις είδε την υπογραφή στο κάτω μέρος της σελίδας. «Σας έστειλε γράμμα; Πότε; Γιατί;»
«Διαβάστε, παρακαλώ.» επέμεινε σκυθρωπός εκείνος.
Στην πρώτη γραμμή κιόλιας, τα χείλη της σφίχτηκαν από οργή, τα χέρια της τρεμούλιασαν, τα μάτια της τρεμόπαιξαν νευρικά. Καθάρισε το λαιμό της όταν τελείωσε την ανάγνωση.
«Να σας εξηγήσω…» είπε.
«Κυρία Έμχαϊρ.» μίλησε ο δικαστής ανεβάζοντας τον τόνο. «Σας συνιστώ να χρησιμοποιήσετε τα λόγια σας με σύνεση. Αυτό εδώ το γράμμα περιλαμβάνει πολύ σοβαρές κατηγορίες. Σε περίπτωση που είναι αληθινές, εκτός από την κηδεμονία, θα χάσετε και την υπόληψή σας.»
«Ψέματα!» έκρωξε εκείνη. «Είναι ψέματα!»
«Ο Κίαν δεν μου μοιάζει με ψεύτης, κυρία μου.» ανταποκρίθηκε ο δικαστής.
«Αστείο ήταν!» είπε εκείνη και επέμεινε σε αυτό. «Πλάκα, το έκανε για να μου τη φέρει! Με αγαπάει πολύ, ξέρετε. Δεν θα ήθελε ποτέ το κακό μου. Αλλά παιδιά… Τι περιμένει κανείς; Όλο πλάκες και φάρσες και παιχνίδια είναι!»
«Θα ήθελα να μου το πει ο ίδιος, αν δεν σας πειράζει.» είπε εκείνος σοβαρά.
Ο Κίαν καθόταν στην μικρή πολυθρόνα πλάγια από τον δικαστή και την κυρία Έμχαϊρ. Κοίταξε τα παπούτσια του.
«Κίαν…» μίλησε ο δικαστής. «Έλαβα πριν μέρες ένα γράμμα από εσένα.»
Το παιδί κοίταξε την κυρία Έμχαϊρ. Το παγωμένο της βλέμμα πετούσε κεραυνούς.
«Κοίτα με, λίγο. Μου έστειλες ή δεν μου έστειλες ένα γράμμα;»
Έγνεψε καταφατικά και στράφηκε ξανά προς το πάτωμα.
«Θυμάσαι τι μου έγραψες;»
Εκείνος επανέλαβε ένα κοφτό γνέψιμο.
«Ήρθα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Δεν μπορώ όμως να κάνω τίποτα, αν δεν επαναλάβεις αυτή τη στιγμή όσα μου γράφεις και στο γράμμα. Η θετή σου μητέρα λέει πως ήταν ένα αστείο, αλλά πρέπει να βεβαιωθώ.»
Κοίταξε ξανά την κυρία Έμχαϊρ. Τα μάτια της έλαμπαν σαν να πετούσαν φωτιές.
«Λοιπόν;»
Έφερε στο μυαλό του τη Ζαμπρίνα. Εκείνη επέμενε να στείλουν το γράμμα, αλλά ήθελε πράγματι να δικαστεί η μητέρα της σαν κοινός εγκληματίας; Και αν η Ζαμπρίνα τα έβρισκε σκούρα μετά την τιμωρία της κυρίας Έμχαϊρ; Και αν μετά από αυτό ο ίδιος βρισκόταν ξανά στον δρόμο; Και τι θα γινόταν αν την έκριναν αθώα; Τι περίμενε τον ίδιο αλλά και την Ζαμπρίνα μετά;
«Σε ακούω παιδί μου. Μην φοβάσαι, μίλησέ μου ανοιχτά. Πες μου την αλήθεια.» τον παρακίνησε τρυφερά ο δικαστής.
«Η αλήθεια είναι…» είπε το αγόρι, κοιτώντας την μητριά του.
Όλες οι σκέψεις και οι αμφιβολίες του γύριζαν σαν σβούρες στο μυαλό του. Το βλέμμα της αρκούσε για να του παγώσει το αίμα. Ίσως δεν το είχαν σκεφτεί καλά. Τα είχαν λογαριάσει όλα, εκτός από το τι θα συνέβαινε αφού ο δικαστής διάβαζε το γράμμα.
«Ότι ήταν ψέματα. Όλα. Ήταν απλά ένα κακό αστείο.» είπε τελικά και έσκυψε το κεφάλι.
«Πώς είπες;» ρώτησε ο δικαστής. «Είσαι σίγουρος;»
Το αγόρι έγνεψε μια φορά.
«Μπορείτε σας παρακαλώ να μας αφήσετε μόνους;» ζήτησε και στο δωμάτιο μείναν οι δυο τους. «Τώρα είμαστε μόνοι. Δεν μας ακούει κανείς. Πες μου την αλήθεια, Κίαν. Μην φοβάσαι. Θα σε προστατεύσω εγώ.»
Η μορφή της Ζαμπρίνα πέρασε αχνά από το μυαλό του. Ευχήθηκε να ήταν εκεί μαζί του.
«Λέω την αλήθεια.» είπε συγκρατώντας τα δάκρυά του. «Η κυρία είναι πολύ καλή μαζί μου. Συγνώμη για την αναστάτωση που προκάλεσα.»
Ο δικαστής Γιόλε έτριψε το πηγούνι του. Αναστέναξε κουρασμένα.
«Δεν ξέρω τι να πιστέψω, Κίαν. Δεν μου είχες δώσει αυτή την εντύπωση.» είπε.
«Και πάλι συγνώμη. Δεν θα επαναληφθεί.»
«Να ξέρεις πως δεν έχεις τίποτε να φοβάσαι. Αν κάποια στιγμή θελήσεις να μου μιλήσεις, γράψε μου. Αλλά αυτή τη φορά όχι αστεία, σύμφωνοι;»
Το αγόρι έγνεψε ξανά. Ο δικαστής Γιόλε ανακάτεψε τα μαλλιά του και σηκώθηκε.
«Κυρία Έμχαϊρ, λυπάμαι για την αναστάτωση.» απολογήθηκε πριν φύγει.
«Δεν πειράζει, αγαπητέ μου. Άλλωστε τι νοστιμάδα θα είχε η ζωή χωρίς τις παιδικές φάρσες;» είπε λοξοκοιτώντας τον Κίαν.
«Μην ξεχνάς. Όπως είπαμε, έτσι;» είπε σκύβοντας για να αποχαιρετίσει το αγόρι.
Η κυρία του σπιτιού έκλεισε την πόρτα και χαμογέλασε σαρδόνια. Ο Κίαν την κοίταξε κατάματα, κρύβοντας τον φόβο και την απογοήτευσή του. Ήξερε τι τον περίμενε, αλλά τουλάχιστον είχε γλιτώσει η Ζαμπρίνα το ξέσπασμα οργής της μητέρας της.
Η κυρία Έμχαϊρ έσκυψε και έπιασε τα γόνατά της, κοιτώντας τον ευθεία μέσα στα μάτια.
«Υποσχέθηκα στη Ζαμπρίνα πως θα σε προσέχω. Σε αντάλλαγμα μου υποσχέθηκε πως θα συμμορφωθεί. Αλλά δεν είναι εδώ τώρα. Την βλέπεις πουθενά;»
Έμεινε σιωπηλός, περιμένοντας την οργή της να ξεσπάσει σαν τρικυμία. Αντίθετα, εκείνη μίλησε ήρεμα, παρόλο που έμοιαζε με ύαινα έτοιμη να επιτεθεί στη λεία της.
«Θα περάσουν πολύ όμορφα οι επόμενες μέρες!» χαμογέλασε δηκτικά. «Σσς! Μην πεις τίποτα. Θα είναι το μυστικό μας.»

 Ιωάννα Τσιάκαλου