Η καρδιά σε θυμάται - Κεφάλαιο 11 "ΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΗΜΑ"

Εν τη προαιρέση η μοχθηρία και το αδικείν. - Αριστοτέλης (μτφρ: η μοχθηρία και η αδικία υπάρχουν από πρόθεση)
Το τηλέφωνο συνέχιζε να χτυπά. Η Λένα σηκώθηκε και εκείνη, πηγαίνοντας κοντά στην Μελίνα. Πήρε μια βαθιά ανάσα και, αφού απομακρύνθηκε από τους άλλους, το σήκωσε.
«Παρακαλώ.» απάντησε ψυχρά. Δεν είχε καμία όρεξη να της απαντήσει.
«Μωρό μου, πού είσαι; Σε περίμενα εχθές.»
Μωρό της; Ένιωσε αηδία και μόνο στο άκουσμα αυτής της φράσης. Ήταν υποχρεωμένος όμως να την ανέχεται! Κρύβονταν πολλά από πίσω. Τόσα που κανείς δεν είχε την δύναμη να αντισταθεί...
«Είμαι εκτός Αθηνών, Κατερίνα, και δεν είμαι το μωρό σου.» συνέχιζε να της μιλά απότομα.
«Πότε έφυγες; Γιατί δεν μου είπες τίποτα;» άρχισε να ρωτά εκείνη σαν υστερική. Προσπαθούσε με κάθε τρόπο να παρεμβαίνει σε ότι και να έκανε. Είχε τον τρόπο και το εκμεταλλευόταν...
«Καταρχήν, ηρέμησε. Δεν θυμάμαι να πρέπει να σου δίνω λογαριασμό...» είπε ξεφυσώντας. Όλη αυτή η συζήτηση του φαιόταν τόσο γελοία... «Τέλος πάντων. Θα γυρίσω σε λίγες ημέρες. Μέχρι τότε μην με ενοχλήσεις ξανά. Και γενικά μην με ξανά ενοχλήσεις. Το κατάλαβες; Είμαι με την γυναίκα μου!» της είπε.
«Ιάσονα, κόψε τις χαζομάρες και δεν σου αρμόζουν! Πρέπει να σου μιλήσω...»
Χωρίς να την αφήσει να μιλήσει της το έκλεισε. Στα μούτρα θα πρόσθετε κανείς.
«Γαμώτο!» έβρισε και γύρισε ξανά στους άλλους. Ο Πέτρος πήγε να πει κάτι, όμως μ’ ένα βλέμμα του τον έκανε να σωπάσει.




Μόλις γύριζε στην Αθήνα, έπρεπε να κανονίσει και το θέμα που άκουγε στο όνομα Κατερίνα. Θα την αντιμετώπιζε μια και καλή! Είχε έρθει η ώρα να τους αντιμετωπίσει όλους!




Την ίδια στιγμή, η Μελίνα καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα. «Πριν μια ώρα με φιλούσε και τώρα τον παίρνει αυτή τηλέφωνο. Γιατί μου το κάνει αυτό; Αν είναι σε σχέση μαζί της γιατί... Γιατί δεν με αφήνει; Δεν το βλέπει πως έτσι με καταστρέφει;» έλεγε και ξανά έλεγε στην αδερφή της.

Η Λένα μάταια προσπαθούσε να την καθησυχάσει. Δεν ήξερε τι να κάνει κι εκείνη... Η Μελίνα είχε ζηλέψει και δικαιολογημένα! Ήταν ο άντρας της. Και το να γνωρίζει πως βλέπει άλλη, δεν ήταν και ότι καλύτερο!

«Τον αγαπάω Λένα!» απευθύνθηκε στην αδερφή της. «Εγώ φταίω για όλα... Τον έχω χάσει, έτσι;» τα μάτια της δάκρυσαν και η καρδιά της σφίχτηκε. «Πρέπει να το τελειώσω όλο αυτό... Με μένα καταστρέφεται! Εγώ είμαι μια δειλή, Λένα. Πρέπει να το τελειώσω!»

Η Λένα την κοίταξε απορημένη. Τι εννοούσε; Τι είχε στο μυαλό της; «Μελίνα, τι θέλεις να πεις αγάπη μου;»

Η Μελίνα την κοίταζε για λίγα λεπτά και, δίχως να πει λέξη, βγήκε από το δωμάτιο γρήγορα πηγαίνοντας προς την αυλή. Ηταν έτοιμη να του πει να χωρίσουν. Θα τον χώριζε για το δικό του καλό. Για να είναι ευτυχισμένος μακριά της. Δεν άντεχε άλλο αυτήν την κατάσταση. Δεν του άξιζε να είναι δίπλα της. Αυτή είχε καταστρέψει τον γάμο τους...




Στην πραγματικότητα, άλλος είχε καταφέρει να καταστρέψει τον γάμο τους. Πάντα σε μια δύσκολη κατάσταση στην σχέση δυο ανθρώπων και οι δυο κατηγορούν τους εαυτούς τους. Όμως δεν βλέπουν πως υπάρχουν εξωτερικοί παράγοντες που σκορπούν το κακό. Όταν είσαι θύμα πολύ εύκολα ρίχνεις το βάρος πάνω σου...




Λίγο πριν φτάσει έξω, ένιωσε μια ξαφνική ζάλη. Κρατήθηκε από τον τοίχο μα δεν άντεξε... Τα γόνατα της λύγισαν και η Μελίνα, χάνοντας τις αισθήσεις της, έπεσε στο πάτωμα.

Ο Ιάσονας εκείνη την ώρα έμπαινε μέσα και την είδε να σωριάζεται κάτω. «Μελίνα...» φώναξε και έτρεξε προς το μέρος της. «Πέτρο... Γιάννη... Η Μελίνα! » συνέχισε να φωνάζει καθώς την σήκωνε στη αγκαλιά του και με προσοχή την τοποθετούσε πάνω στον καναπέ. «Φέρε λίγο νερό!» είπε στον Γιάννη, ενώ ο Πέτρος της έλεγχε το σφυγμό.

«Είναι αδύναμη, πρέπει να ξεκουραστεί!» είπε ο Πέτρος.

«Θα την πάω να ξαπλώσει».

Την πήρε ξανά στα χέρια του. Καθώς ανέβαινε, η Λένα τον είδε και έτρεξε αμέσως κοντά του.

«Τι έπαθε;» ρώτησε ανήσυχη, ενώ κρατούσε σφιχτά το χέρι της.

«Λιποθύμησε! Όταν έμπαινα την βρήκα στο πάτωμα.» αποκρίθηκε ο Ιάσονας.

«Έλα να την βάλουμε στο δωμάτιο.» Είπε η Λένα και άνοιξε την πόρτα της κρεβατοκάμαρας. Τον βοήθησε να την ξαπλώσει, της έβγαλε τα παπούτσια και έπειτα την ζακέτα της. «Θα μείνω να την προσέχω» είπε η Λένα αλλά εκείνος δεν την άφησε.

Θα έμενε εκείνος μαζί της. Κοντά στη γυναίκα του. Εκείνος... Εκεί ήταν θέση του, ακόμα και αν είχαν γίνει τόσα.

Έβγαλε με την σειρά του τα παπούτσια του και ξάπλωσε δίπλα της. Τύλιξε τα χέρια του γύρω της και την έκλεισε στην ζέστη του αγκαλιά, ενώ τοποθέτησε προσεχτικά το πρόσωπο της πανω στο στήθος του αφήνοντας ένα απαλό και γλυκό φιλί στο μέτωπο της. Έμεινε εκεί, δίπλα της,κοντά της, έχοντας την ξανά στην αγκαλιά του.



Αναστασία Αλεξίου