Ο Κυνηγός των Ευχών (Κεφάλαιο 13 - Μέρος 1ο)

Η πεδιάδα απλωνόταν μπροστά στα πόδια τους πιο γκρίζα κι από την ομίχλη που τους περιέβαλε. Το σκηνικό ήταν θαμπό και παγωμένο, παρόλο που η άνοιξη κατέφτανε σε λίγες μέρες. Τα εκατοντάδες χιλιάδες βήματα που τους έφεραν μέχρι εκεί είχαν περάσει μέσα από αραχνιασμένες πόλεις με κλειδαμπαρωμένα σπίτια, σιωπηλά στενά και άδειες, σκονισμένες πλατείες. Ψυχή δεν φαινόταν πουθενά. Ούτε ένας ψίθυρος. Μόνο εκείνη η καπνώδης ομίχλη. Καμία αντίσταση, κανένας εχθρός δεν είχε φανεί. Οι πολεμιστές είχαν φτάσει στην πεδιάδα έξω από το κάστρο του Μπόα Μακ Λερ ανεμπόδιστοι, αν και ανήσυχοι για την νεκρική σιωπή που σαβάνωνε τη χώρα.

Είχαν παραταχθεί στο νότιο άκρο της πεδιάδας, στον μεγάλο λόφο. Οι Καομνόιρ βρίσκονταν μπροστά, και οι πολεμιστές τους πίσω τους σε σειρές, με τα σπαθιά τους γυμνωμένα και τις ασπίδες τους μπροστά στους θώρακες. Τα γαλάζια σημάδια στα πρόσωπά τους τούς έκαναν να μοιάζουν με τα πνεύματα του νερού που στοίχειωναν τις λίμνες της Γιουβέρνα και καλούσαν βροχές που έκαναν τα ποτάμια να ξεχειλίζουν.
Ο Όντραν έριξε μία ματιά στον Νιλς που στεκόταν λίγα μέτρα μακριά του. Εκείνος ανταπέδωσε την ματιά αμίλητος. Κατόπιν τα βλέμματά τους στράφηκαν συγχρονισμένα προς τον απέναντι λόφο της πεδιάδας. Το μεγάλο κάστρο του Μπόα διαγραφόταν λίγα χιλιόμετρα πίσω, με τις γραμμές των θόλων, των αψίδων και των πυλών να του δίνουν όψη απειλητικού πετρωμένου τέρατος.
Ο Πρίομ έδωσε το σύνθημα άλλη μία φορά με το κέρας του. Τα σπαθιά χτύπησαν ξανά πάνω στις οβάλ ασπίδες. Τα δόρατα χτύπησαν με δύναμη το χώμα. Τα κύμβαλα έψελναν τον πολεμικό σκοπό. Δύο σκιές διαγράφτηκαν μέσα από τα διάσπαρτα πέπλα της ομίχλης. Ο Όντραν έσφιξε τη λαβή του σπαθιού του.
Η εχθρική μορφή του Μπόα με το ξυρισμένο κρανίο και τα φιδίσια μάτια διαγράφτηκε ολοκάθαρα. Δίπλα του βάδιζε μια εκπληκτικά όμορφη γυναίκα με μακριά λευκόξανθα μαλλιά και μάτια που λαμπύριζαν κίντρινα. Ο Όντραν έσμιξε τα φρύδια στην θέα της. Για κάποιο λόγο του φαινόταν οικεία. Ο Γουάφ ψιθύρισε δίπλα του συνομωτικά.
«Όπως το περίμενα. Η μάγισσα Ολκ. Η αθάνατη ιέρεια του θανάτου.»
«Ιέρεια του θανάτου;» ρώτησε σφυριχτά.
«Είναι αφιερωμένη στον θάνατο. Γι’ αυτό συνεργάζεται με τον Μπόα. Με το φάινε και κάποιον άρχοντα στο πλευρό της θα γίνει βασίλισσα του θανάτου. Δεν μπορεί να βασιλέψει μόνη της στον κόσμο των ανθρώπων. Απαγορεύεται. Το έχουν απαγορεύσει οι θεοί, πολλούς αιώνες πριν. Με τον Μπόα στο πλευρό της όμως…»
Κοίταξε βλοσυρά το ζευγάρι που κατέβαινε τον λόφο. «Τι άλλο ξέρεις;» ρώτησε σκυθρωπός.
«Όχι πολλά. Μόνο ότι έχει μια δίδυμη αδερφή, την οποία κανείς δεν έχει δει για πολλούς αιώνες. Μόνο το όνομά της είναι πλέον γνωστό.»
«Ποιο είναι το όνομά της;»
«Μιλ.»
Μιλ… Κάτι του θύμιζε αυτό το όνομα. Κάτι κλωθογύριζε μέσα στα βάθη του μυαλού του. Κάπου το είχε ξανακούσει. Κάποτε είχε δει μια γυναίκα με αυτό το όνομα. Μία γυναίκα ολόιδια με εκείνη που τους πλησίαζε, στο πλευρό του θείου του.
«Καλώς ήρθατε!» φώναξε ο Μπόα κοιτώντας τους Καομνόιρ έναν έναν. «Πού είναι ο αγαπημένος μου ανιψιός; Πού είναι ο Όντραν;» ρώτησε αμέσως μετά, τρίβοντας τα χέρια του, κοιτώντας τον Νιλς. Κατόπιν τα μάτια του καρφώθηκαν στον Όντραν.
«Τον κοιτάς αυτή τη στιγμή.» απάντησε εκείνος κοφτά.
Τα φιδίσια μάτια του Μπόα άνοιξαν διάπλατα από την έκπληξη, κατόπιν στρογγύλεψαν από συγκρατημένο θυμό.
«Γκόραν! Δεν είσαι εντάξει!» τον μάλωσε κατόπιν ειρωνικά. Ύστερα μάλωσε με ένα βλέμμα τον Νιλς, πλαταγίζοντας τη γλώσσα αποδοκιμαστικά. «Και πάνω που νομίζεις πως ξέρεις κάποιον!»
Ο Νιλς σταύρωσε τα χέρια αμυντικά στο στήθος, κοιτώντας τον βλοσυρά.
«Επιτέλους!» φώναξε απότομα ο Μπόα, ανοίγοντας τα χέρια προς τον ουρανό, σαν να ετοιμαζόταν να κλείσει στην αγκαλιά του τον χαμένο για χρόνια ανιψιό του. «Χρόνια και ζαμάνια, ανιψιέ!» είπε και ο Όντραν έτριξε τα δόντια του στην προσπάθεια να μην φέρει την δίκοπη λάμα του σπαθιού του στο λαιμό του.
«Fada am ar bith a fheiceáil.» επανέλαβε ο Όντραν τη ρήση, νιώθοντας το αίμα να σφυρίζει από θυμό μέσα στις φλέβες του. «Χρόνια και ζαμάνια.»
«Βλέπω έφερες και εκλεκτή παρέα.» συνέχισε ο Μπόα, λοξοκοιτώντας τον Νιλς, ο οποίος ύψωνε το πηγούνι του περήφανα.
Ο Όντραν έριξε μια γρήγορη ματιά στην Ολκ. Ήταν ολόιδια με τη γυναίκα που είχε στο μυαλό του. Μόνο που εκείνη δεν είχε το υπεροπτικό ύφος της μάγισσας. Η ιέρεια του θανάτου έστρεψε τα μυστήρια, κίτρινα μάτια της προς το μέρος του. Του χάρισε ένα χαμόγελο που τράβηξε σαγηνευτικά και υπερφίαλα από την μία πλευρά του προσώπου της.
Ο Μπόα γύρισε ξανά προς τον Όντραν, οπότε και εκείνος τράβηξε το βλέμμα του από την αλλόκοτη μάγισσα του θανάτου.
«Προλαβαίνεις να το βάλεις στα πόδια, ανιψιέ.» του είπε περιπαικτικά.
«Κι εσύ το ίδιο, θείε.» απάντησε δηκτικά με τη σειρά του.
«Δεν βλέπω τον λόγο.»
«Ούτε κι εγώ.»
Το βλέμμα του Μπόα καρφώθηκε στο χέρι του Όντραν, στο οποίο λαμπύριζε το δαχτυλίδι. Τον προκάλεσε σηκώνοντας το χέρι του και φέρνοντας την πέτρα του κοσμήματος να γυαλίσει στο λιγοστό φως.
«Εξαίσιο, έτσι;» του είπε. Εκείνος ξεροκατάπιε, παραγκωνίζοντας με κόπο την παρόρμηση να το τραβήξει από το χέρι του.
Η Ολκ έκανε ένα βήμα μπροστά. Τα μάτια της άστραψαν στην θέα του φάινε. Στρογγύλεψαν και οι κόρες της άνοιξαν διάπλατα.
«Όταν τελειώσει αυτή η μάχη, πράγμα που θα γίνει σύντομα, θα βρίσκεται στο δικό μου χέρι.» του υποσχέθηκε παγερά ο Μπόα. Έδεσε τα χέρια του πίσω από την πλάτη του και κοίταξε τον ανιψιό του με υπεροψία. «Βάλε τα δυνατά σου, μικρέ. Γιατί δεν μου αρέσουν οι εύκολοι αντίπαλοι. Θέλω λίγη… αγωνία.»
«Θα την έχεις.» υποσχέθηκε ο Όντραν.
Ο άρχοντας της Κόπαρ ξεγύμνωσε το σπαθί του. Η διπλή του λάμα απλώθηκε απειλητικά μπροστά του, όπως συνηθιζόταν ανάμεσα στους αντίπαλους του Σκαθ και της Γιουβέρνα, τόσους αιώνες, κάθε φορά πριν ξεκινήσει η μάχη. Ο Όντραν τον μιμήθηκε. Οι δύο λάμες ενώθηκαν με μια κλαγκή σε ένα ατσάλινο Χ. Ύστερα ήρθαν και στάθηκαν περήφανα μπροστά από τα πρόσωπα των αντιπάλων. Κατόπιν ο Μπόα γύρισε την πλάτη του και απομακρύνθηκε. Η Ολκ έστρεψε αργά το σώμα της, ενώ τα κίτρινα μάτια της παρέμειναν καρφωμένα πάνω στα δικά του λίγο περισσότερο από το κανονικό. Το στραβό, σαγηνευτικό χαμόγελό της χαράκτηκε στο πρόσωπό της προτού στραφεί ολότελα μπροστά.
«Ας δούμε πόσο σύντομα θα ουρλιάξει η Μπάνσι για σένα, ανιψιέ!» φώναξε ο Μπόα χωρίς να γυρίσει καν το κεφάλι του.
Ο Όντραν έφερε στο μυαλό του την μορφή της νεράιδας του θανάτου. Κάποιοι έλεγαν πως είναι νέα, με λευκά ρούχα και ασημένια μαλλιά. Άλλοι έλεγαν πως είναι γριά με γκρίζα κουρέλια. Μα όλοι συμφωνούσαν σε ένα πράγμα· πως όποιος άκουγε το διαπεραστικό ουρλιαχτό της, σύντομα θα συναντούσε τον θάνατο.

***

 Τα λεπτά έτρεχαν γρηγορότερα από τον ιδρώτα που κυλούσε στο μέτωπό του. Η καρδιά του σφυροκοπούσε, καθώς όλοι τους, παραταγμένοι στους δύο αντικριστούς λόφους της πεδιάδας, περίμεναν την θρυλική εμφάνιση των δύο κύκνων, του Λευκού και του Μαύρου Εάλα.
Ο Όντραν θέρισε με την άκρη του ματιού του την πρώτη σειρά, όπου ήταν παραταγμένοι έφιπποι όλοι οι Καομνόιρ, με το βλέμμα του πολεμιστή να καρφώνεται αμείληκτα στο ύψωμα του εχθρού. Πίσω τους έστεκαν οι άντρες με τα δόρατα, τα σπαθιά, τις σφεντόνες και τα τσεκούρια, ενώ τελευταίοι, στο ψηλότερο σημείο του λόφου, οι τοξότες. Ανάμεσά τους στεκόταν ανέκφραστος ο Γουάφ. Έφερε στο μυαλό του τις συζητήσεις τους γύρω από τα σχέδια μάχης.
Συνήθως οι άνθρωποι της Γιουβέρνα ορμούσαν στην μάχη χωρίς σχέδια, με μόνο οδηγό την καρδιά τους. Κανένας σχηματισμός· απλά έτρεχαν ουρλιάζοντας, κραδαίνοντας τα όπλα πάνω από το κεφάλι τους. Αυτή τη φορά όμως δεν θα αρκούσε να ορμήσουν στην μάχη σαν άγρια ζώα που παλεύουν για να επικρατήσουν στην αγέλη. Αυτή τη φορά είχαν ένα υποτυπώδες σχέδιο, έναν απλό σχηματισμό και έναν άσσο στο μανίκι τους.
Ο υπόκωφος βόμβος που ακούστηκε, ακολουθήθηκε από μία σεισμική δόνηση που τράνταξε το έδαφος και ανάγκασε τους ανθρώπους της Γιουβέρνα να κοιτάξουν επιφυλακτικά γύρω τους. Τα άλογα των Καομνόιρ χλιμίντρισαν ανήσυχα, μα έμειναν στη θέση τους. Ο Όντραν κοίταξε ευθεία. Μέσα από την ομίχλη τώρα, μπροστά από τις θολές μορφές του Μπόα και της Ολκ, φύτρωναν σαν βλαστάρια από το χώμα εκατοντάδες σκιές.
Καθώς διαλυόταν η πυκνή ομίχλη, μπροστά στα διάπλατα ανοιχτά μάτια του, είδε την στρατιά των νεκροζώντανων πολεμιστών να απλώνεται στον λόφο σαν φονική αρρώστια. Ο αήττητος στρατός ανοιγόταν μέσα σε μια αναριχιαστική σιωπή, κάνοντας τα στομάχια των θνητών της Γιουβέρνα να ανακατευτούν.
Αρκούσε μια ματιά, αυτό μόνο, για να καταλάβει κανείς πως δεν είχαν καμιά ελπίδα. Οι νεκροζώντανοι έστεκαν απειλητικοί, με τις μαύρες πανοπλίες τους και τις κόκκινες μπέρτες, με τα ατσάλινα κράνη τους που κάλυπταν τα πρόσωπά τους και τα κεφάλια τους, αφήνοντας ακάλυπτο μόνο το σημείο των ματιών τους. Μια μαύρη, ζοφερή λωρίδα. Στην κορυφή των καλυμμένων κρανίων τους υψώνονταν δύο μυτερά κέρατα ταύρου, δίνοντάς τους ακόμα πιο απειλητική όψη.
Πίσω τους, στην ψηλότερη κορυφή του λόφου, ο Ντούλλαχαν έκανε την εμφάνισή του. Το μαύρο του άλογο με τα κόκκινα μάτια, σκάλισε θυμωμένα το μαύρο, άγονο χώμα, φυσώντας καπνό από τα ρουθούνια του. Ο Ντούλλαχαν, με την μαύρη του στολή, καθόταν στην ράχη του αγέρωχος και επιβλητικός. Το σημείο ανάμεσα στους ώμους του ήταν, όπως ήταν αναμενόμενο, κενό. Στο ένα του χέρι κρατούσε το κεφάλι του, κρυμμένο μέσα στο κράνος του. Στο άλλο του χέρι κρατούσε το σπαθί του.
Τα σαγόνια του Όντραν σφίχτηκαν. Ο Νιλς ξεροκατάπιε. Ο Γουάφ στηρίχτηκε στην ράβδο του, ενώ το χέρι του έτρεχε στο ασκί με το χρυσάφι. Οι πολεμιστές έχασαν την ανάσα τους. Παντού απλώθηκε σιωπή. Εκείνη η δυσοίωνη σιωπή, που πέφτει λίγο πριν ξεσπάσει η καταιγίδα.
Και τότε ήταν που τα βαριά φτερουγίσματα έσκισαν τον αέρα. Οι στριγκές φωνές των κύκνων ακούστηκαν ταυτόχρονα. Η φιγούρα του Μαύρου Εάλα φάνηκε πίσω από τον λόφο του εχθρού. Η μορφή του Λευκού Εάλα ξεπρόβαλε πίσω από τις πλάτες των πολεμιστών της Γιουβέρνα. Διέσχισαν την απόσταση σαν αστραπές, φτάνοντας να συναντηθούν στο κέντρο ακριβώς της πεδιάδας, πάνω από το σημείο όπου οι βαθιές αυλακιές στο χώμα έμεναν να θυμίζουν την παρουσία κάποιου παλιού ποταμού, που είχε στερέψει από καιρό.
Το σύνθημα είχε δοθεί.
Οι Καομνόιρ ύψωσαν τα σπαθιά τους απειλητικά στον ουρανό, φωνάζοντας «Ionsaí!», διατάζοντας έτσι την επίθεση. Οι πολεμιστές ούρλιαξαν και έτρεξαν πίσω τους, χτυπώντας τις ασπίδες τους, εκτός από τους τοξότες, οι οποίοι έμειναν στη θέση τους μαζί με τον Γουάφ.
Ο Ντούλλαχαν γρύλισε δίνοντας έτσι την εντολή του. Ο αήττητος στρατός απάντησε με ένα συγχρονισμένο ουρλιαχτό, κατεβαίνοντας τον λόφο με μεγάλες δρασκελιές. Ο αρχηγός τους έμεινε πίσω, μαζί με τον Μπόα και την Ολκ, παρακολουθώντας την μάχη από ψηλά.
Τα γυμνά σπαθιά των Καομνόιρ συκγρούστηκαν με τις ατσάλινες λεπίδες των πολεμιστών του Ντούλλαχαν. Τσεκούρια χτυπήθηκαν με ξίφη, δόρατα εξακοντίστηκαν πάνω σε βαριές ασπίδες. Πάνω από τα κεφάλια τους, ο Λευκός και ο Μαύρος Εάλα χτυπήθηκαν φτεροκοπώντας άγρια. Η λίγη ομίχλη που είχε απομείνει, έμενε να σκεπάζει την πεδιάδα, όπου μάχονταν οι ζωντανοί με τους νεκρούς. Από άκρη σε άκρη, ακούγονταν τα ουρλιαχτά των πολεμιστών που αλυχτούσαν σαν τους Γούλβερς που στοίχειωναν το ελατόδασος της Χάνταπ, και οι κλαγκές των όπλων.
Οι νεκροζώντανοι επιτίθεντο με βίαιες, κοφτές κινήσεις, απέκρουαν τα χτυπήματα χωρίς κανέναν κόπο, βγάζοντας στριγκούς ήχους που έμοιαζαν με τους βρυχηθμούς που βγάζει η γη όταν σείεται. Ανέδιδαν μία έντονη μυρωδιά σαπίλας και αποσύνθεσης, που δεν άφηνε στιγμή τους πολεμιστές της Γιουβέρνα να ξεχάσουν ότι πολεμούσαν με πεθαμένους.
Μέσα από τον κονιορτό και την ομίχλη ξεπετιόντουσαν χρυσές σπίθες που πετούσαν σαν πυγολαμπίδες, κάθε φορά που οι απέθαντοι χτυπούσαν τους θνητούς. Το ξόρκι που είχε ρίξει ο Γουάφ πάνω στους πολεμιστές της Γιουβέρνα δούλεψε για λιγότερο από ένα λεπτό. Όταν τα όπλα των εχθρών συναντούσαν για πρώτη φορά τα σώματα των θνητών, χρυσές σπίθες εξακοντίζονταν τριγύρω, σαν κάποιος αόρατος τοίχος από χρυσάφι να τους προστάτευε. Δεν έμενε πάνω τους ούτε γρατζουνιά. Στο δεύτερο χτύπημα, ο χρυσός τοίχος πετούσε ακόμα περισσότερες σπίθες, και οι νεκροζώντανοι κραύγαζαν σαν θυμωμένα λιοντάρια. Στο τρίτο χτύπημα, όμως, ο τοίχος διαλυόταν, και οι θνητοί έμεναν απροστάτευτοι από μαγεία.
Ένας από τους πολεμιστές του Ντούλλαχαν επιτέθηκε στον Όντραν. Εκείνος σταμάτησε το χτύπημα επιδέξια με το σπαθί του. Το πλάσμα γρύλισε -ο Όντραν αισθάνθηκε την βρώμικη ανάσα του στο πρόσωπό του- και επιτέθηκε ξανά, πιο γρήγορα. Εκείνος πισωπάτησε από την δύναμη αλλά γρήγορα ξαναβρήκε την σβελτάδα του. Απέκρουσε το χτύπημα με ορμή, το πλάσμα έφερε το σπαθί να σχίσει τον αέρα σαν δρεπάνι. Έσκυψε τελευταία στιγμή καλύπτοντας το κεφάλι του με την ασπίδα του και έπειτα κατάφερε να μπήξει το σπαθί του στον θώρακά του. Αυτός γρύλισε ξανά. Χτύπησε τον Όντραν στο πρόσωπο με τις γροθιές του που πάλευαν στον αέρα σαν λυσσασμένα σκυλιά. Εκείνος ζαλίστηκε ελαφρά, κούνησε το κεφάλι για να συνέλθει αγνοώντας το αίμα που έσταζε από την μύτη του στο στόμα του. Συνέχισε να χτυπά ασταμάτητα, με όση δύναμη του έδινε το ασίγαστο μίσος του για τον Μπόα.
Ο Σίμπχακ πέρασε ξυστά δίπλα του ουρλιάζοντας. Το σπαθί του έπεσε με δυνατή κλαγκή πάνω σε εκείνο του εχθρού. Εκείνος κατάφερε να το αποκρούσει, μα ο Σίμπχακ επιτέθηκε ξανά. Αυτή τη φορά η λάμα του σπαθιού του μπήχτηκε βαθιά στο στήθος του πλάσματος. Αυτό ούρλιαξε με θυμό καθώς ο Σίμπχακ την έστριβε στην πληγή. Ωστόσο δεν πτοήθηκε. Τράβηξε με το άδειο του χέρι το σπαθί με ευκολία και επιτέθηκε ακόμα πιο λυσσαλέα από πριν. Ο Σίμπχακ βλαστήμησε μέσα από τα δόντια του και αντεπιτέθηκε.
Λίγο πιο πέρα, μέσα στην αναταραχή, ακούστηκε η κραυγή του Νιλς. Ο Όντραν γύρισε απότομα προς το μέρος του, σαν χαμένος. Ίσα που πρόλαβε να δει με την άκρη του ματιού του τον ξάδελφό του να πέφτει στο έδαφος, ενώ ένα άλικο αυλάκι από αίμα λαμπύριζε στο αριστερό του μπράτσο. Η λάμα του σπαθιού του εχθρού κατέβηκε με φόρα απευθείας στον λαιμό του. Σε κλάσματα δευτερολέπτου, και προτού προλάβει να αντιδράσει, είδε με ανακούφιση μία πολεμίστρια από την Τόρθαϊ να αποκρούει το χτύπημα και να τον σώζει τελευταία στιγμή.
Στράφηκε ξανά στον αντίπαλό του. Η ανησυχία του για τον ξάδελφό του του είχε στοιχίσει μόνο ένα δευτερόλεπτο, το οποίο όμως ήταν αρκετό για να δώσει ευκαιρία στον αντίπαλό του να επιτεθεί. Η μύτη του σπαθιού του χάραξε μία οριζόντια γραμμή στο στέρνο του, η οποία όμως ευτυχώς ήταν επιφανειακή. Έσκυψε, αποφεύγοντας ένα δυνατό χτύπημα, ύστερα κατάφερε μία γερή κλωτσιά στο στομάχι του. Ο νεκροζώντανος έπεσε στο χώμα με θόρυβο και πριν σηκωθεί, έμπηξε με δύναμη το σπαθί στο στήθος του. Το πλάσμα ούρλιαξε λυσσασμένα, έκανε μία απελπισμένη προσπάθεια να σηκωθεί, αλλά ο Όντραν το κρατούσε ακινητοποιημένο με το πόδι του. Τράβηξε το σπαθί του και το έμπηξε στο λαιμό του. Ο εχθρός σιώπησε και ο Όντραν προχώρησε στον επόμενο. Ήξερε πως δεν είχε πεθάνει –πώς θα μπορούσε άλλωστε;- αλλά έπρεπε να ακολουθήσει το σχέδιό τους.
Δεν ήξερε πόση ώρα είχε περάσει. Μπορεί ένα λεπτό, μπορεί και δύο ώρες. Αλλά του φαινόταν πως η μάχη διαρκούσε μία αιωνιότητα. Είχε ακινητοποιήσει άλλους δύο νεκροζώντανους, αφήνοντας τους συντρόφους του να τους αναλάβουν. Είχε αποκτήσει δύο γρατζουνιές στο πρόσωπό του, μία βαθιά αυλακιά στον μηρό του, και μία δυσάρεστη γεύση αλμύρας από το αίμα που έσταζε από την μύτη και τα σχισμένα του χείλη. Αλλά συνέχιζε ακάθεκτος, χωρίς να σταματά, χωρίς να σκέφτεται. Είχε αποφασίσει πως θα έφτανε στον προορισμό του χωρίς να κοιτάξει πίσω. Θα έφτανε με κάθε κόστος. Με μάτια και αυτιά κλειστά, αφιερωμένα στην μάχη και μόνο.
Πίσω του, μέσα στον κονιορτό που είχε σηκωθεί, οι Καομνόιρ έδιναν μάχη για την ζωή τους και την πατρίδα τους, με όση δύναμη τους έμενε ακόμη. Ο άρχοντας Ουλ της πόλης Λοχ, πολεμούσε με το αριστερό του χέρι, γιατί το δεξί του είχε δεχτεί τόσο δυνατό χτύπημα, που αδυνατούσε πλέον να το κινεί. Ο Ίασκ Άπρικοτ του Τάλαμ Ούισκε δεν είχε αποκτήσει ούτε μία σοβαρή πληγή, παρά μόνο λίγες γρατζουνιές. Ο ευγενικός Κράμερ του Κάρικ, είχε τραυματίσει το αριστερό μάτι του, αλλά όσο το δεξί του έβλεπε ακόμη, συνέχιζε να πολεμά σαν να μην υπήρχε αύριο. Δίπλα του, ο μικρότερος γιος του, ο Τίσον, χειριζόταν επιδέξια το σπαθί του με δύναμη και σβελτάδα, ενώ στο μυαλό του στριφογύριζε η μορφή της αγαπημένης του Ζαμπρίνα, που ευχόταν με όλη του την καρδιά να ξαναδεί.
Ο Γουάφ κοιτούσε από ψηλά, νιώθοντας την καρδιά του να πονάει στην θέα των πληγωμένων κορμιών. Κρατούσε με κόπο το πρόσωπό του ανέκφραστο. Στα μάτια του εχθρού στον αντικριστό λόφο φαινόταν ατρόμητος, ψυχρός. Μόνο τα βλέφαρά του τρεμόπαιζαν ελαφρά κάθε φορά που κάποιος τραυματιζόταν. Μέσα του προσευχόταν σε όλους τους θεούς της Γιουβέρνα, ενώ περίμενε την κατάλληλη στιγμή. Την στιγμή που θα ερχόταν η ώρα να εκτελέσει το δικό του μέρος του σχεδίου. Μέχρι τότε, απλά παρακολουθούσε.
Η Ολκ γελούσε κάθε φορά που κάποιος θνητός χτυπούσε, ενώ δεν μπορούσε να συγκρατήσει τον θυμό της όταν κάποιος από τους δικούς της έπεφτε μένοντας ακίνητος, μέχρι να ξυπνήσει ξανά μετά από λίγο και να σηκωθεί σαν να μην είχε πέσει καθόλου.
Ο Μπόα είχε καρφωμένο το βλέμμα του στον Όντραν όλη την ώρα. Είχε τα χέρια του μπροστά στο στόμα, με τα δάχτυλα να σχηματίζουν αψίδες, ενώ τα μάτια του έλαμπαν από ανυπομονησία.
Μπροστά τους, ο Ντούλλαχαν όρθωνε το ανάστημά του με το κεφάλι του ακουμπισμένο στο γόνατό του. Το άλογό του σκάλιζε το χώμα ξεφυσώντας τον αέρα από τα ρουθούνια του. Ανυπομονούσε να ορμήσει στην μάχη, τα μάτια του πετούσαν φωτιές. Ο καβαλάρης, ωστόσο, παρέμενε ακίνητος και αμέτοχος σαν άγαλμα.
Οι δύο κύκνοι πετούσαν ακόμη, παλεύοντας με τα νύχια και τα ράμφη τους. Ήταν και οι δύο γεμάτοι πληγές, με μάτια κουρασμένα αλλά γεμάτα μίσος. Ο μαύρος κύκνος έμπηξε να νύχια του στον λαιμό του λευκού. Εκείνος έβγαλε μία κραυγή και φτερούγισε άγρια. Κούνησε τον λαιμό του τρομαγμένος, αλλά μάταια πάσχιζε να ελευθερωθεί. Εκείνος δεν άνοιξε τα νύχια του, παρά μόνο όταν έχασε τις αισθήσεις του και βρέθηκε στο κενό.
Χιλιάδες μάτια στράφηκαν στον ουρανό. Χιλιάδες απελπισμένα, φοβισμένα μάτια. Τα γόνατα του Γουάφ λύγισαν, κόντεψε να πέσει, μα κρατήθηκε γερά από την ράβδο του. Ο Όντραν σάστισε για μία στιγμή, τα μάτια του θόλωσαν. Η Ολκ γέλασε υστερικά, ο Μπόα έτριψε τα χέρια του. Ο Λευκός Εάλα έπεφτε αναίσθητος στο έδαφος. Η καρδιά των πολεμιστών της Γουβέρνα έχασε έναν χτύπο.
Και τότε, ανέλπιστα, η μορφή ενός δράκου διαγράφτηκε μπροστά στα έκπληκτα μάτια όλων. Βρυχήθηκε απειλητικά, χαμήλωσε απλώνοντας τα πελώρια φτερά του πάνω από τα κεφάλια τους και γράπωσε τον λευκό κύκνο λίγο πριν χτυπήσει στο έδαφος. Ο Όντραν χαμογέλασε· τα μάτια του έλαμψαν στην θέα του παλιού του λιντόιρ, του Νατχάιρ. Η λάμα του σπαθιού του χάραξε τον θώρακα του εχθρού του διαγώνια και ύστερα αυλάκωσε τον λαιμό του. Ο αντίπαλος σωριάστηκε, προσωρινά αναίσθητος. Όρμησε με μανία στον επόμενο.
Δύο αυλακιές στο στήθος και ένα μωλωπισμένο μάτι μετά, ο Όντραν είχε ξεμπερδέψει με ακόμα έναν νεκροζώντανο πολεμιστή. Είχε αρχίσει να βαραίνει από την κούραση, αλλά δεν σταμάτησε στιγμή. Ο ιδρώτας γυάλιζε στο μέτωπό του, η γαλάζια μπογιά στο πρόσωπό του είχε βαφτεί κόκκινη. Ο αντίπαλός του ούρλιαζε μανιασμένος για εκφοβισμό, αλλά εκείνος δεν έκανε ούτε βήμα πίσω. Οι λάμες των σπαθιών τους ενώθηκαν με δυνατή κλαγκή. Η σάπια ανάσα του πλάσματος χτύπησε στο πρόσωπό του. Σούφρωσε την μύτη του αηδιασμένος, έκλεισε το στόμα του για να κρατήσει μακριά τις μυρωδιές και τον απομάκρυνε με όλη του την δύναμη. Εκείνος παραπάτησε, αλλά έμεινε όρθιος. Ο Όντραν χτύπησε αλλά τον απέκρουσε με βία και βρέθηκε με την πλάτη στο χώμα. Χτύπησε το κεφάλι του και ζαλίστηκε ελαφρά.
Μέσα στην ζάλη του, είδε θολά το σπαθί του εχθρού να κατεβαίνει κατευθείαν στον λαιμό του. Όσο πιο γρήγορα μπορούσε, στηρίχτηκε στους αγκώνες του και την τελευταία στιγμή απέφυγε το χτύπημα και κυλίστηκε στα δεξιά. Σηκώθηκε και στάθηκε με το ζόρι στα πόδια του. Το σπαθί του αντίπαλου έσκισε τον αέρα, επιμένοντας να στοχεύει τον λαιμό του. Το έβλεπε να πλησιάζει αργά και απειλητικά, μα ήταν ακόμα ζαλισμένος και οι κινήσεις του αργές.
Θα τον χτυπούσε άσχημα, αν δεν έμπαινε μπροστά του ο Σίμπχακ. Το σημαδεμένο μάτι του έλαμψε στιγμιαία, καθώς η λάμα του σπαθιού του πλάσματος έσχιζε τον λαιμό του από άκρη σε άκρη. Έπεσε στα γόνατα με μάτια υγρά, παγωμένα. Το πλάσμα γρύλισε από ευχαρίστηση, καθώς ο άντρας έπεφτε νεκρός στο χώμα.
«Σίμπχακ!» φώναξε ο Όντραν, καθώς συνερχόταν από το χτύπημα.
Ούρλιαξε από θυμό, με μάτια που γυάλιζαν θολά, τρελά. Ο θάνατος του αδερφικού φίλου του πατέρα του έγινε ο καταλύτης που τον επανέφερε από την ζάλη. Όρμησε στο πλάσμα που είχε μόλις αφαιρέσει την ζωή του πιστού υποστράτηγου του πατέρα του. Τρύπησε την νεκρή καρδιά του με δύναμη, έτσι που το σπαθί του ξεμύτισε από το πίσω μέρος της πλάτης του. Ύστερα τον κλώτσησε δυνατά στο θώρακα, τραβώντας το σπαθί του πίσω και ορμώντας στον επόμενο αντίπαλο που βρήκε μπροστά του.
Είχε έρθει το απόγευμα και η μάχη συνεχιζόταν ακόμα. Τα ψυχρά εσπερινά χρώματα έρχονταν σε αντίθεση με το κοκκινόμαυρο χαλί του εδάφους της Κόπαρ. Ο χορός των σπαθιών δεν είχε σταματήσει στιγμή. Πολλοί άξιοι πολεμιστές της Γιουβέρνα είχαν αφήσει την τελευταία τους πνοή στο αφιλόξενο χώμα του Σκαθ, μα στο αντίπαλο στρατόπεδο δεν είχε σημειωθεί καμία αλλαγή.
Ο Γουάφ έκλεινε τα μάτια του από την απογοήτευση. Όχι ότι περίμενε κάτι διαφορετικό, αλλά σίγουρα ήταν λιγότερο οδυνηρό όταν το φανταζόταν κανείς. Εκείνος βέβαια το είχε ζήσει, πολλά χρόνια πριν. Και ήταν όσο φριχτό όσο το θυμόταν. Ίσως και παραπάνω. Άλλωστε, τότε, είχε κάποιον να τον περιμένει πίσω στην πατρίδα. Τώρα… Αναστέναξε καθώς κοιτούσε τον καμβά του πολέμου. Ένας καμβάς βαμμένος με αίμα. Τώρα δεν είχε κανέναν να τον περιμένει. Μόνο τη Φιντέλμα, μόνο εκείνη είχε στο μυαλό του, και τον πιστό του Χάινμα. Αλλά η Φιντέλμα ήταν Ευχή, και σύντομα θα έβρισκε τον άνθρωπό της. Και ο Χάινμα ήταν πτηνό, και γρήγορα θα πετούσε για νέους ουρανούς.
Η Ολκ γέλασε υστερικά από την άλλη μεριά του νεκρού εδάφους. Τον κοιτούσε θριαμβευτικά, σαν να διάβαζε τις σκέψεις του και να τις έβρισκε μάλιστα ιδιαίτερα ψυχαγωγικές. Της απάντησε με ένα ήρεμο, άδειο βλέμμα. Ο Μπόα πλησίασε την μάγισσα και κάτι της ψιθύρισε στο αυτί. Εκείνη έγνεψε καταφατικά, χωρίς να παίρνει τα κίτρινα μάτια της από τον μάγο. Γέλασε και ύστερα έστρεψε την προσοχή της στην μάχη.
Ο Γουάφ την μιμήθηκε, χάνοντας το ενδιαφέρον του. Έψαξε με το βλέμμα του τον Όντραν. Ύστερα από λίγη ώρα τον είδε να μάχεται με δύο πολεμιστές της εχθρικής παράταξης. Τα είχε βρει σκούρα, καθώς χρειαζόταν και τα δύο του χέρια για να τα βγάλει πέρα. Στο ένα του χέρι κράδαινε το σπαθί του, στο άλλο στριφογύριζε την ασημένια του αλυσίδα.
«Σκούρα τα πράγματα.» ακούστηκε μία γυναικεία φωνή πίσω του.
Ο Γουάφ γύρισε για να δει το σκοτεινό πρόσωπο της Ολκ. Στράφηκε ασυναίσθητα στον απέναντι λόφο. Πώς είχε έρθει μέχρι εκεί;
«Μην το ψάχνεις. Είναι κάτι πέρα από τις δυνατότητές σου, φτωχέ μου Γουάφ.» ειρωνεύτηκε.
Οι τοξότες ήταν σε επιφυλακή, έτοιμοι να ρίξουν. Τους απέτρεψε με ένα σιωπηλό νεύμα.
«Τι γυρεύεις εδώ; Θα σε ψάχνει ο καλός σου.» είπε και της έστρεψε την πλάτη.
Γέλασε ειρωνικά μέσα στο αυτί του. «Μην γίνεσαι τόσο κακός, Γουάφ. Μπορεί να είμαστε σε αντίπαλα στρατόπεδα αλλά εξακολουθούμε να είμαστε συγγενείς.»
«Συγγενείς!» έφτυσε την λέξη ο Γουάφ.
«Ω, μη μου πεις ότι ξέχασες!» πλατάγισε την γλώσσα ειρωνικά, καθώς γύριζε γύρω του με τα χέρια της στους ώμους του. «Στις φλέβες μας κυλά το ίδιο αίμα, ξάδερφε!»
«Στις δικές σου φλέβες δεν κυλά αίμα!» σφύριξε μέσα από τα δόντια του.
«Ναι, σαν να έχεις δίκιο!» γέλασε ξανά, γάργαρα και χαριτωμένα.
«Γύρνα πίσω στον λατρεμένο σου σύζυγο.» είπε εκείνος απτόητος.
Η Ολκ πήρε την πιο σκληρή της έκφραση. «Ήρθα εδώ για να σου θυμίσω την καταγωγή σου. Δεν μπορείς να ξεχνάς ποιος είσαι! Είσαι σε λάθος μεριά!»
«Άσε με να κρίνω εγώ ποια μεριά είναι η σωστή. Άλλωστε, άλλος φαίνεται να ξεχνά την καταγωγή του.» είπε και γύρισε να την κοιτάξει κατά πρόσωπο. «Δεν θυμάσαι καλά. Θα έλεγε κανείς ότι έχεις ξεχάσει παντελώς το αδελφικό σου αίμα. Μιλ την λέγανε, δεν θυμάσαι; Περίεργο. Γιατί ήταν σαν να κοιτάς μέσα σε καθρέπτη.»
«Μην μιλάς.» σύριξε η Ολκ.
«Θα το βρεις μπροστά σου, ξαδέλφη.» συνέχισε σκληρά. «Ό, τι κακό έχεις κάνει. Θα γυρίσει εναντίον σου τρεις φορές μεγαλύτερο.»
Τώρα σφύριζε την αναπνοή της σαν φίδι. «Αυτό θα το δούμε.» είπε μισογελώντας μοχθηρά σαν ύαινα.
«Θα το δούμε.» ανταπάντησε ο Γουάφ ήρεμα και γύρισε μπροστά.
Η Ολκ άφησε τα κίντρινα φτερά της να φυτρώσουν στην θέση των χεριών της και πέταξε για τον απέναντι λόφο, όπου την περίμενε ο Μπόα. Ο Γουάφ γέλασε με την σκληρή της έκφραση, αλλά μέσα του ένιωθε να ραγίζει. Τα μάτια του θόλωσαν, αλλά δεν άφησε τα συναισθήματά του να τον παρασύρουν. Βρήκε ξανά με το βλέμμα του τον Όντραν. Ο ένας από τους δύο αντιπάλους βρισκόταν στο χώμα αναίσθητος. Ο άλλος ήταν ακόμα ακμαίος.
«Έλα, Όντραν.» ψιθύρισε. «Μπορείς να τα καταφέρεις. Πρέπει να τα καταφέρεις. Για τον Ακάιους. Για την Γιουβέρνα. Για την μνήμη όσων χάθηκαν για μία παλιά έχθρα…»

***

Το Τάλαμ Ούισκε φαινόταν άδειο. Οι λίγες γυναίκες, τα παιδιά και οι ηλικιωμένοι που δεν μπορούσαν να πολεμήσουν ήταν οι μοναδικοί που περπατούσαν στους δρόμους. Η νύχτα είχε απλωθεί και τα αστέρια που έλαμπαν στον ουρανό έμοιαζαν θολά, θαμπά, σαν να συμμετείχαν με τον τρόπο τους στην αγωνία του πολέμου.
«Όλα φαίνονται διαφορετικά τώρα…» παρατήρησε η Ντέιλφ. «Ψεύτικα. Λες και είμαστε μέσα σε κάποιον τρομερό εφιάλτη.»
Η Φιντέλμα κοίταξε το Σκαθ αμίλητη. Το μόνο που υπήρχε να τους θυμίζει την ζοφερή πραγματικότητα, ήταν ο μακρινός απόηχος των θορύβων της μάχης. Οι κραυγές που έμοιαζαν να έρχονται από τα βάθη της γης. Ο Χάινμα τιτίβισε νυσταλέα δίπλα στην φωτιά που είχαν ανάψει. Αποφάσισε να λύσει την σιωπή της.
«Μήπως ήρθε η ώρα να χρησιμοποιήσεις την δύναμή σου;» ρώτησε, αν και δεν ήταν σίγουρη ότι το ήθελε.
Η Ντέιλφ έγνεψε σιωπηλή. Και εκείνη ήταν το ίδιο αβέβαιη, αλλά δεν είχε άλλη επιλογή. Κάθισε γονατιστή στην άμμο, έβαλε τα χέρια της στην καρδιά της και χαμήλωσε το βλέμμα στο χώμα. Έκλεισε τα μάτια της ήρεμα και τότε η Φιντέλμα παρατήρησε την αναπνοή της να βαθαίνει και να χαλαρώνει. Τότε, με την δύναμη του χαρίσματός της, της ράνταρκ, το πνεύμα της ανυψώθηκε σαν να πετούσε πάνω από το σώμα της. Και τότε η ράνταρκ της έδειξε το πεδίο της μάχης, πέρα από την θάλασσα του Μπι.
Το χώμα είχε βαφτεί κόκκινο. Αρκετοί πολεμιστές είχαν χάσει την ζωή τους, άλλοι ίσα που έστεκαν όρθιοι. Οι απέθαντοι ήταν άθικτοι, σαν να μην τους είχε αγγίξει ούτε ο άνεμος. Ο Ντούλλαχαν στεκόταν στην κορυφή του λόφου, με το κεφάλι του ακουμπισμένο πάνω στο γόνατό του. Η έντονη μυρωδιά του αίματος και της σαπίλας που ανέδιδαν οι νεκροζώντανοι γέμισε τα ρουθούνια της.
Η Φιντέλμα είδε με τρόμο τα μάτια της φίλης της να πλημμυρίζουν δάκρυα. Το σώμα της είχε αρχίσει να τρέμει ανεξέλεγκτα, τα νύχια της είχαν ζαρώσει το φόρεμά της, είχαν μπηχτεί στο δέρμα της και άφηναν κόκκινους λεκέδες αίματος πίσω τους.
«Ντέιλφ!» ψιθύρισε και την ταρακούνησε, αλλά εκείνη δεν ξυπνούσε. «Ντέιλφ!»
Η γυναίκα ξύπνησε ξεσπώντας σε λυγμούς.
«Σςς…» την παρηγόρησε η Φιντέλμα κλείνοντάς την στην αγκαλιά της. «Σώπα τώρα…» είπε και της χάιδεψε τα μαλλιά.
Όταν συνήλθε, σκούπισε τα μάτια της και την κοίταξε στα μάτια.
«Είσαι έτοιμη να μου πεις τι είδες;» ρώτησε η Φιντέλμα ήρεμα.
«Ήταν φριχτό…» ψέλλισε εκείνη και η Ευχή ένιωσε τα πόδια της να κόβονται από τον φόβο. «Τα πράγματα δεν πηγαίνουν… όσο καλά ευχόμασταν.» είπε τελικά, αποφεύγοντας να της περιγράψει την φρίκη των όσων είχε δει.
«Δεν υπάρχει καμία ελπίδα;» ρώτησε, αναζητώντας μία μικρή έστω λάμψη στα μάτια της.
«Είναι νωρίς ακόμη για να πούμε.» απάντησε εκείνη, αλλά δεν το πίστευε στα αλήθεια.
Και η Φιντέλμα μπορούσε εύκολα να δει την θολούρα στα μάτια της. Μέσα τους δεν υπήρχε ούτε μία μικρή σπίθα ελπίδας. Γονάτισε βαριά στην αμμουδιά κοιτώντας την φωτιά.
«Ντέιλφ, βασίζομαι στην απάντησή σου. Μόνο εσύ ξέρεις να μου πεις. Ήρθε η ώρα να χρησιμοποιήσουμε το φίλτρο του Γουάφ;» είπε χωρίς να παίρνει τα μάτια της από τις φλόγες.
«Όχι.» απάντησε διστακτικά εκείνη. «Λέω να περιμένουμε λίγο ακόμα.» συνέχισε, ζαλίζοντας το μυαλό της με γοργόφτερες σκέψεις.
Τα χλιμιντρίσματα της Ρόντα, που ξάπλωνε δίπλα τους, διέκοψαν τις σκέψεις τους.
«Ήρεμα, κορίτσι μου.» την καθησύχασε η Φιντέλμα, χαϊδεύοντας την ράχη της καθησυχαστικά. «Θα γυρίσει, σου το υπόσχομαι. Σύντομα. Όλοι θα γυρίσουν…»
Κοίταξαν ξανά την θάλασσα του Μπι. Μόνο λίγα μίλια τους χώριζαν από την πόλη Κόπαρ. Λίγα μίλια και λίγες εκατοντάδες απέθαντοι πολεμιστές.
Οι γυναίκες είχαν βγει στα παράθυρά τους. Η νύχτα είχε ξυπνήσει τους φόβους και τις επιθυμίες, τις αναμνήσεις και τα όνειρα. Οι φωνές τους ενώθηκαν σε ένα παλιό τραγούδι. Η Φιντέλμα χαμογέλασε νοσταλγικά, καθώς θυμόταν την στιγμή που ο καλός της φίλος, ο Γουάφ, της είχε μιλήσει για αυτό το άσμα.

«Chol beag eitilt chun dom.
A dhéanamh ar mo mian leo teacht fíor.
Is mian liom a aisling de mo ghrá anocht.
Toisc go bhfuil sé an-bhfad ar shiúl
Agus tá mo chroí lán de pian.»

«Μικρό περιστέρι, πέτα κοντά μου.
Κάνε την ευχή μου να βγει αληθινή.
Θέλω να ονειρευτώ την αγάπη μου απόψε.
Επειδή είναι πολύ μακριά
Και η καρδιά μου γεμάτη πόνο.»


Η Φιντέλμα και η Ντέιλφ συνόδεψαν τις γυναίκες στο νυχτερινό τραγούδι τους, ενώ εύχονταν, μέχρι το τέλος του άσματος, τα καράβια της Γιουβέρνα να ταξίδευαν πάνω στα κύματα γεμάτα, σαν να μην είχαν φύγει ποτέ.

***

Ο βαρύς νυχτερινός αέρας σφύριζε πάνω από τα κεφάλια τους. Στο βάθος, ακουγόταν το τραγούδι των γυναικών της Γιουβέρνα. Με κάθε σφύριγμα του ανέμου, δυνάμωνε ολοένα, ώσπου ακουγόταν τόσο καθαρά, λες και η απόσταση ανάμεσα στα δύο εχθρικά βασίλεια είχε εξαλειφτεί. Ο Όντραν πέτυχε ένα δυνατό χτύπημα στον θώρακα του εχθρού και σήκωσε το κεφάλι του για ένα δευτερόλεπτο.
Ήταν η φωνή της Φιντέλμα. Μπορούσε να την ακούσει ξεκάθαρα, ανάμεσα στις χιλιάδες γυναικείες φωνές. Τραγουδούσε για εκείνον, το ήξερε. Ξαφνικά, ένιωσε να παίρνει δύναμη. Στριφογύρισε την αλυσίδα του στα χέρια του και επιτέθηκε στον επόμενο νεκροζώντανο που βρέθηκε μπροστά του. Ήταν περίεργο, αλλά ένιωθε σαν ο πόνος και η οργή να είχαν κάνει χώρο στην καρδιά του για ένα ζεστό, ολότελα διαφορετικό συναίσθημα. Πώς τα κατάφερνε κάθε φορά; Εκείνη, μόνο εκείνη, μπορούσε να το καταφέρει. Και τώρα η ελπίδα πυρρωνόταν στην καρδιά του με όλη της την δύναμη. Η ελπίδα να την ξαναδεί.
 Ο λευκός κύκνος πετούσε και πάλι στον ομιχλώδη ουρανό πάνω από την Κόπαρ. Ήταν ταλαιπωρημένος, αλλά πετούσε και πάλι. Ο δίδυμος, μαύρος αδερφός του όρμησε εναντίον του με κραυγές και η μάχη ξεκίνησε και πάλι.
«Μα τι κάνει;» ρώτησε ανήσυχος ο Μπόα, βλέποντας τον Όντραν να διαπερνά τον κλοιό των νεκροζώντανων και να φτάνει στους πρόποδες του λόφου.
«Μην σε ανησυχεί τι κάνει αυτός, Μπόα. Για τον μάγο πρέπει να ανησυχείς.» αντιγύρισε η Ολκ.
Γύρισε στο μέρος της με το ένα του φρύδι ανασηκωμένο πάνω από το τρελό, φιδίσιο μάτι του.
«Ξέρεις κάτι που δεν ξέρω;» ρώτησε.
«Κάτι σχεδιάζει.» απάντησε η μάγισσα ρίχνοντας το βλοσυρό βλέμμα της στον απέναντι λόφο.
Ο Μπόα κοίταξε μία τον μάγο, μία τον ανιψιό του που μαχόταν με κάτι παραπάνω από την ψυχή του. Έτρεχε σαν να είχαν βγάλει φτερά τα πόδια του. Ορμούσε με τέτοια μανία στην μάχη, που αν ξεχνούσε κανείς πως οι στρατιώτες του Ντούλλαχαν ήταν απέθαντοι, θα φοβόταν πως θα αποδεκατίζονταν ένα ολόκληρο έθνος.
 «Μικρό περιστέρι…»
Ο Όντραν έριξε αναίσθητο τον αντίπαλό του.
«…πέτα κοντά μου.»
Έσφιξε την αλυσίδα του γύρω από τον λαιμό του πλάσματος που βρυχήθηκε στο πρόσωπό του.
«Κάνε την ευχή μου να βγει αληθινή…»
Τρύπησε τον λαιμό του επόμενου.
«Θέλω να ονειρευτώ  την αγάπη μου απόψε.»
Έκανε στροφή γύρω από τον εαυτό του, χαρίζοντας βαθιές πληγές σε τρεις νεκροζώντανους που τον είχαν κυκλώσει.
«Επειδή είναι πολύ μακριά…»
Βρέθηκε στην τελευταία γραμμή. Η μύτη του σπαθιού του διαπέρασε τον θώρακα του τελευταίου αντιπάλου.
«Και η καρδιά μου γεμάτη πόνο.»
Κοίταξε κατάματα τον Μπόα.
Ο χρόνος σταμάτησε παράδοξα να κυλά.
Ο Μπόα ύψωσε υποτιμητικά το πηγούνι του.
Η Ολκ τον κοίταξε παγερά.
Το κεφάλι του Ντούλλαχαν στριφογύρισε πάνω στο γόνατό του. Τα άψυχα μάτια του καρφώθηκαν πάνω του.
Και ο χρόνος ξεπάγωσε.
Ανέβηκε με δέκα δρασκελιές τον λόφο και βρέθηκε μπροστά στην αλλόκοτη τριάδα.
«Σου έλειψα, θείε;» ρώτησε χωρίς να λογαριάζει την άθλια, ιδρωμένη όψη του και την βαριά του ανάσα.
«Όσο δεν φαντάζεσαι.» απάντησε εκείνος, βάζοντας στην φωνή του όλη του την ειρωνία.
«Ήρθε η ώρα να πληρώσεις, φίδι.» είπε και τον έδειξε με την λερωμένη μύτη του σπαθιού του.
Ο Μπόα δεν απάντησε. Ξεγύμνωσε το σπαθί του, κοιτώντας λοξά την Ολκ. Η μάγισσα τραβήχτηκε στην άκρη, κρίνοντας πως η σκηνή αποκτούσε ενδιαφέρον.
Ο Όντραν έκανε την κίνησή του. Ο Μπόα αντεπιτέθηκε. Τα σπαθιά τους –του Όντραν λεκιασμένο με αίμα, του Μπόα ολοκάθαρο και στιλβωμένο- ενώθηκαν σε ένα Χ για ακόμη μία φορά. Ο άντρας με τα φισίδια μάτια χτύπησε μανιασμένα, το σπαθί του κατέβηκε κατακόρυφα και χτύπησε με δύναμη πάνω στην ασπίδα του ανιψιού του. Τα γόνατά του λύγισαν κάτω από το βάρος, μα γρήγορα πίεσε την ασπίδα του προς τα πάνω και ελευθερώθηκε.
Ο Μπόα παραπάτησε αλλά γρήγορα βρήκε την ισορροπία του. Ο Όντραν έξυσε τον αέρα με το σπαθί του, παραλίγο να έσχιζε τον λαιμό του, αλλά αυτός έσκυψε τελευταία στιγμή και έπειτα, γρήγορα, έμπηξε το σπαθί του στον αριστερό μηρό του. Ο Όντραν ένιωσε την λάμα να του σκίζει το δέρμα. Πριν ο εχθρός αποσύρει το σπαθί του, γονάτισε στο χώμα. Έπιασε την πληγή του. Αιμορραγούσε άσχημα, αλλά δεν αρκούσε μια πληγή να τον σταματήσει.
Σηκώθηκε με κόπο παραπατώντας. Κοίταξε βαθιά μέσα στα φιδίσια μάτια του εχρθού. Μέσα από το γεμάτο φθόνο και μίσος βλέμμα του θείου του, είδε τον πατέρα του. Ο Ακάιους γελούσε με την καρδιά του, μέσα σε κάποια ξεχασμένη ανάμνηση. Και ύστερα κοιμόταν βαριά, πάνω στο ανάκλιντρό του, στην τελευταία του κατοικία. Και τέλος είδε τον Μπόα, να μπήγει το σπαθί του στην πλάτη του ίδιου του του αδελφού, να γίνεται αδελφοκτόνος για ένα μαγικό κόσμημα.
Τα μάτια του θόλωσαν. Χαμήλωσε το βλέμμα και το σπαθί του στο χώμα που πατούσαν οι δερμάτινες μπότες του Μπόα. Και τότε ακούστηκε η κραυγή.
Δυνατή, διαπεραστική, στριγκή. Και γυναικεία. Το ουρλιαχτό της Μπάνσι, της νεράιδας του θανάτου.
Οι κόρες των ματιών του μπήχτηκαν προς τα μέσα, έγιναν δύο κουκκίδες. Το αίμα του πάγωσε. Η Μπάνσι ούρλιαζε. Για εκείνον.
Ύψωσε και πάλι το βλέμμα του. Ο Μπόα έτρεχε κατά πάνω του. Στα μιασμένα του χέρια κρατούσε το όπλο που έμελλε να τον στείλει στον άλλο κόσμο. Τράβηξε το σπαθί του τελευταία στιγμή, μα δεν ήταν αρκετό για να τον κρατήσει μακριά. Η ατσάλινη λάμα μπήχτηκε παγωμένη στην σάρκα του, διαπέρασε τον θώρακά του, τρύπησε την καρδιά του. Και ύστερα αποτραβήχτηκε.
Έπιασε την πληγή και την κοίταξε σαν να μην πίστευε στα μάτια του. Τι είχε γίνει μόλις; Είχε αφαιρεθεί για ένα μόνο δευτερόλεπτο. Αφέθηκε στις αναμνήσεις του σαν να είχε ξεχάσει πως βρισκόταν στην μέση της πιο σημαντικής μάχης της ζωής του. Το βλέμμα του σύρθηκε απεγνωσμένο στην μάγισσα με την παγωμένη ομορφιά. Μιλ; Όχι, Ολκ. Έτσι την λέγανε. Και τώρα γελούσε ειρωνικά. Εκείνη το είχε κάνει. Εκείνη είχε ρίξει κάποιο από τα ξόρκια της και μούδιασε το μυαλό και το κορμί του. Έπρεπε να το περιμένει. Από πού και ως πού ένα φίδι κολοβό σαν τον Μπόα έπαιζε δίκαια; Αυτό δεν θα γινόταν ποτέ.
Κοίταξε τα χέρια του. Ήταν βαμμένα ολοκόκκινα, βουτηγμένα μέσα στο αίμα. Γονάτισε στο έδαφος, νιώθοντας την ζωή να γλιστρά αργά από μέσα του. Ώστε τελικά είχαν δίκιο όσοι μιλούσαν για την κραυγή της Μπάνσι. Μπορεί να μην την είχε δει, να μην ήξερε αν ήταν γριά ή νέα και όμορφη, να μην γνώριζε τι ρούχα φορούσε, αλλά είχε ακούσει το ουρλιαχτό της.
Ένα μόνο πράγμα απόμενε να περιμένει. Το τέλος του.

***

«Ω, αστέρια των Ευχών!» φώναξε η Φιντέλμα ξεσπώντας σε λυγμούς. Η Ντέιλφ έτρεξε δίπλα της.
«Ηρέμησε, ηρέμησε!» βιάστηκε να την καθησυχάσει. «Όνειρο ήταν, εφιάλτης. Πάει, πέρασε. Εγώ είμαι εδώ!»
«Όχι!» φώναξε μέσα στα αναφιλητά της. «Δεν ήταν εφιάλτης!»
Την αγκάλιασε σφιχτά, αφήνοντας την μισή της φύση –εκείνη που προερχόταν από τις Ευχές- να κάνει το θαύμα της. Όταν η μαγική αγκαλιά της έδρασε, η Φιντέλμα μίλησε καθαρά, μα τα μάτια της δεν έπαυαν να βουρκώνουν.
«Ντέιλφ! Το φίλτρο! Ήρθε η ώρα για το φίλτρο!»
«Πώς; Πώς το ξέρεις;»
«Δες το και μόνη σου, αλλά γρήγορα. Δεν έχουμε ώρα!» απάντησε σφουγγίζοντας τα δάκρυά της.
Η Ντέιλφ δεν έχασε καιρό. Πήρε την θέση της και άφησε την δύναμή της να την ταξιδέψει. Όταν η όρασή της άνοιξε, το θέαμα που αντίκρισε έκανε ολόκληρο το κορμί της να αναρριγήσει από τρόμο. Το σχέδιό τους είχε στραβώσει. Ο Όντραν ξάπλωνε αιμόφυρτος στο χώμα και ο Μπόα γελούσε από πάνω του.
Γύρισε πίσω με το κεφάλι της να γυρίζει. Η Φιντέλμα κρατούσε ήδη στα χέρια της το φίλτρο.
«Πώς το ήξερες;» ρώτησε προσπαθώντας να πάρει ανάσα.
«Το αισθάνθηκα, Ντέιλφ. Ο Όντραν, όταν ήταν ακόμη παιδί, είχε κάνει μια ευχή. Η Ευχή του χάθηκε στον δρόμο, αλλά η τύχη τα έφερε και πήρα εγώ την θέση της. Είμαι η Ευχή του, καλή μου. Κατάλαβες τώρα;» είπε μέσα στην απελπισία.
Η Ντέιλφ έγνεψε με τα μάτια βουρκωμένα.
«Έλα τώρα. Με χρειάζεται.» ήταν τα τελευταία λόγια της.
Έτρεξε δίπλα της και κράτησε το χέρι της σφιχτά. Η Φιντέλμα άνοιξε το μπουκάλι με το φίλτρο χωρίς δισταγμό. Έχυσε το περιεχόμενό του κυκλικά γύρω τους και επανέλαβε δυνατά και καθαρά τον προορισμό τους.

«Κόπαρ του Σκαθ!» φώναξε και οι δυο τους χάθηκαν μέσα σε μία δίνη από σκόνη και χρώματα.

Ιωάννα Τσιάκαλου