Η Αναζήτηση (Επίλογος)

Τρεις μήνες μετά

Το κρύο είχε αρχίσει να κάνει αισθητή την παρουσία του εκείνο το πρωινό στη μικρή επαρχιακή πόλη. Παρόλα αυτά, η Αγνή απολάμβανε τη γλυκιά θέρμη της μικρής μαντεμένιας ξυλόσομπας φορώντας ένα ανάλαφρο μακρύ λευκό φόρεμα. Καθότανε στο μικρό τραπεζάκι κεντώντας ένα σχέδιο σε λινό ύφασμα σιγοτραγουδώντας.
Το χτύπημα στην πόρτα τη ξάφνιασε, δεν περίμενε επισκέψεις. Σηκώθηκε γεμάτη περιέργεια και μόλις διαπίστωσε πως ήταν η Ζωή, την αγκάλιασε τρελή από χαρά. Είχαν να ειδωθούν τρεις μήνες, από τη ημέρα εκείνη που επέστρεψαν.
─Πέρασα για καφέ, της είπε. Ελπίζω να μην ενοχλώ.

─Τι είναι αυτά που λες; Έκανες πολύ καλά που ήρθες!
Την έμπασε στο μικρό σαλονάκι και ετοίμασε δύο καφέδες. Κάθισαν η μια απέναντι από την άλλη και πιαστήκαν χέρι με χέρι πάνω στο τραπέζι.
─Πες μου τα νέα σου, είπε η Ζωή. Έχουμε τόσο καιρό να βρεθούμε!
─Εκείνη την ημέρα που με άφησες στην αστυνομία, βρήκα τη δύναμη και κατήγγειλα τελικά τον Αρτέμη. Η αστυνομία τον συνέλαβε αυτόν και τη βουλγάρα ερωμένη του. Αποδείχτηκε τελικά, ότι εκτός από τη σωματεμπορία, ήταν μπλεγμένος με ένα σωρό άλλες βρομοδουλειές. Θα αργήσει πολύ να βγει από τη φυλακή. Και όταν βγει, αν βγει ποτέ από εκεί, θα είμαι εδώ και θα τον περιμένω.
─Με εκπλήσεις ευχάριστα, της είπε. Μπράβο σου.
Χαμογέλασε.
─Εσύ. Πες μου τα δικά σου.
─Εγώ λίγο πολύ τα ίδια. Ξαναγύρισα στο νοσοκομείο, στην παλιά μου θέση, στην παλιά ρουτίνα.
Σταμάτησε για λίγο, χάθηκε. Έπειτα, είπε σκύβοντας το κεφάλι:
─Ο προϊστάμενος μου, ο Πέτρος, με ζήτησε σε γάμο.
─Μα αυτό είναι υπέροχο!
Η Ζωή σηκώθηκε και πήγε στο παράθυρο. Κοίταξε έξω και η ματιά της πλανήθηκε στη λίμνη.
─Δεν δέχτηκα. Είναι πολύ νωρίς ακόμα, δεν είμαι έτοιμη για κάτι τέτοιο.
Γύρισε και την κοίταξε. Προσπάθησε να δείξει χαρούμενη.
─Υπάρχει μια θέση στου γιατρούς χωρίς σύνορα. Τη δέχτηκα και το Σάββατο φεύγω στην Ρουάντα, για έξι μήνες. Θα αλλάξω παραστάσεις και θα έχω την ευκαιρία να βοηθήσω ανθρώπους που πραγματικά το έχουν ανάγκη.
Η Αγνή σηκώθηκε και την αγκάλιασε.
─Είναι πραγματικά υπέροχο αυτό που κάνεις. Θα είσαι καλά;
Κούνησε το κεφάλι της.
─Εσύ;
Στο πρόσωπο της διαγράφηκε ένα τεράστιο χαμόγελο. Η Ζωή παραξενεύτηκε.
─Είναι κάτι που δεν ξέρω; την ρώτησε. Για να σε δω καλύτερα. Τώρα που σε βλέπω, κάτι έχει αλλάξει πάνω σου. Σαν…
Έκλεισε το στόμα της με το χέρι.
─Μη μου πεις!
Η Αγνή χάιδεψε την ελαφρώς φουσκωμένη κοιλιά της.
─Μα πως; Θέλω να πω….
─Εκείνο το βράδυ, πριν τρεις μήνες, ξέρεις.
Αγκαλιάστηκαν ξανά.
─Ο Άγγελος το ξέρει;
Μια σκιά φάνηκε στο πρόσωπό της.
─Νομίζω ότι έχει δικαίωμα να το μάθει. Εξάλλου, αυτός είναι ο πατέρας.
─Έχεις δίκιο, μα έγιναν τόσα, σε μικρό χρονικό διάστημα. Τα δικαστήρια, ο θάνατος της μητέρας του. Έχω να τον δω από τότε, δεν ήθελα να του φορτώσω και άλλες έννοιες.
─Καταλαβαίνω.
Έμειναν σιωπηλές για λίγο.
─Το ξέρω ότι δεν το πιστεύεις, μα αυτό ήταν ένα πραγματικό θαύμα για μένα. Ένα πλάσμα στο οποίο θα μπορώ να δώσω και να πάρω αληθινή αγάπη επιτέλους. Ένα μωρό.
─Ειλικρινά, πλέον δεν ξέρω τι να πιστέψω πια και τι όχι. Συνέβησαν τόσα πολλά.
Η Αγνή απέμεινε να την κοιτά σκεφτική
─Εκείνη την ημέρα στη σπηλιά, είπε, κάτι είδες, έτσι δεν είναι;
Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της.
─Ήταν σαν να έβλεπα εκείνο το κορίτσι. Μου έλεγε να μην ανησυχώ, ήξερε πως έκανα ότι μπορούσα για να το σώσω. Και να σου πω, αλήθεια, πλέον το πιστεύω αυτό.
Την κοίταξε κατάματα.
─Εσύ;
Αντί να της απαντήσει, χάιδεψε πάλι την κοιλιά της.
─Νομίζω πως όλοι μας, κάτι είδαμε εκείνη την ημέρα. Αυτό που θέλαμε κατά βάθος να δούμε.
Η Ζωή συμφώνησε. Κοίταξε το ρολό της.
─Πρέπει να φύγω. Έχω τόσα να κάνω και τόσο λίγο χρόνο.
Αγκαλιάστηκαν για άλλη μια φορά.
─Θα περιμένω πρόσκληση για τα βαφτίσια! της φώναξε καθώς έμπαινε στο ταξί.
Έμεινε να την κοιτά καθώς απομακρυνόταν. Είχε δίκιο, έπρεπε να το διευθετήσει αυτό το θέμα, είχε περάσει ήδη αρκετός καιρός. Το απόγευμα της ίδιας μέρας, μάζεψε όσο κουράγιο μπόρεσε και κίνησε για το σπίτι του. Στάθηκε στην εξώπορτα της αυλής και ένιωσε έναν κόμπο στο στήθος της. Πήρε βαθιά ανάσα και προχώρησε στο εσωτερικό της. Έμοιαζε παρατημένη, τα παντζούρια του σπιτιού σφαλιστά και η πόρτα κλειδωμένη. Παραξενεύτηκε. Από το διπλανό σπίτι, εμφανίστηκε η κυρά Δέσποινα. Την καλημέρισε ευγενικά.
─Αυτό είναι για σένα κόρη μου, είπε και της έδωσε έναν φάκελο. Μου είπε πως αν ερχόσουν από εδώ, να σου τον έδινα.
─Πού είναι ο Άγγελος;
Ανασήκωσε τους ώμους της.
─Έφυγε λίγο μετά από την κηδεία της μάνας του. Κανείς δεν ξέρει για που.
Την χαιρέτησε και ξαναμπήκε στο σπίτι της. Η Αγνή άνοιξε με λαχτάρα το γράμμα.
«Συγγνώμη που δεν βρήκα το θάρρος τόσο καιρό να σου μιλήσω, μα δεν είχα τη δύναμη να σε αντικρίσω μετά από αυτό που συνέβη μεταξύ μας. Δεν ξέρω πια, ποιο είναι το σωστό και ποιο το λάθος. Ελπίζω ότι κάποια στιγμή θα με συγχωρέσεις. Όπως επίσης, λυπάμαι που πρέπει να φύγω και μάλιστα χωρίς να σε αποχαιρετήσω, μα είναι κάτι πιο βαθύ αυτό που με αναγκάζει να το κάνω. Δεν θα σου πω αντίο, θα υπονοούσα ότι δεν θα σε ξαναδώ και αυτό είναι κάτι που δεν το θέλω. Φεύγω Αγνή, για να βρω την αλήθεια. Όποια και να ναι αυτή...»



Τέλος 
Ηλίας Στεργίου