Τα παιδιά της ομίχλης (Κεφάλαιο 3) - "Ο γάτος"

Ο γάτος ζούσε από χρόνια στο νεκροταφείο. Είχε ξεχαστεί εκεί πριν από χρόνια από ένα καραβάνι τσιγγάνων που είχε περάσει από την πόλη βιαστικό, σέρνοντας μαζί του ένα σωρό παράξενα μαραφέτια και ζώα, εξασκώντας κρυφά και φανερά απόκρυφες τέχνες και μαγγανείες κι ένα σωρό άλλα. Έμειναν μοναχά μερικές μέρες κι έφυγαν γρήγορα κι αθόρυβα σχεδόν μια νύχτα του μεσοκαλόκαιρου, αφήνοντας πίσω τους μερικά απομεινάρια του καταυλισμού τους και τον γάτο που εγκαταστάθηκε στο παλιό αποικιακό νεκροταφείο απολαμβάνοντας τους ψιθύρους γέρικων δέντρων, τη δροσιά τάφων σαβανωμένων, τη γαλήνια μα θλιβερή νωχέλεια της εγκατάλειψης και των ενοίκων τους. 
Ο γάτος κατοικούσε στο νεκροταφείο πολλά χρόνια. Κανείς από τους κατοίκους της πόλης δε γνώριζε πόσα ακριβώς. Κατά καιρούς εξαφανιζόταν για να εμφανιστεί ξανά μετά από καιρό ζωηρός και ρωμαλλέος, άλλοτε παιχνιδιάρης με διαθέσεις για χάδια κι άλλοτε αγριεμένος κι απόκοσμος. Από τότε πάντως που είχε εμφανιστεί, όλες οι άλλες γάτες είχαν εξαφανιστεί από το νεκροταφείο. Αγαπούσε να περιφέρεται και να κινείται ανάμεσα στους τάφους, να κοιμάται πάνω σε αυτούς και να παρατηρεί με ακούραστο βλέμμα τους επισκέπτες.

Ήταν ένα βλέμμα ανθρώπινο σχεδόν. Μια κοφτερή μαύρη λεπίδα σαν ξυράφι, σε μια στρογγυλή, γεμάτη ιριδίζουσες διακυμάνσεις, κίτρινη λίμνη. Μια λεπίδα που ανοιγόκλεινε σαν ασφάλεια, με την αεικίνητη παρατηρητικότητα του λεπτολόγου που φωτογραφίζει νοητικά για να επεξεργαστεί αργότερα τα δεδομένα του, φιλτράροντας με δεξιοτεχνία τα ουσιώδη. Το ένιωθε κανείς να ψάχνει, να αναμοχλεύει τα στατικά δεδομένα, να αναζητά. Μα κυρίως το ένιωθε να επιβεβαιώνει.

Κατά τη διάρκεια της μέρας μπορούσε να τον δει κανείς, στιλπνό και μαύρο, να αναπαύεται καλοζωισμένος στα σκαλοπάτια κάποιου από τους όμορφους οικογενειακούς τάφους των παλιών πλούσιων οικογενειών της πόλης ή μισοκοιμισμένο στη μαρμάρινη ταφόπλακα κάποιου από καιρό ξεχασμένου μνημείου. Συχνά περιφερόταν αδιάφορος γύρω από την εκκλησία των Μεθοδιστών μπροστά από το νεκροταφείο χαζεύοντας περιφρονητικά τα εξωτερικά αγάλαματα ή τα βιτρώ των παραθύρων που συντηρούσαν την ανθρώπινη παραμυθεία για τον θάνατο.

Τις νύχτες όμως που η ομίχλη από το δάσος άπλωνε μακριά αέρινα δάχτυλα για να τρυπώσει από τα σιδερένια κάγκελα στο περιβόλι του θανάτου, να ασφαλίσει στον λευκό ιστό της την παλιά εκκλησία και να αρχίσει έναν ράθυμο χορό ανάμεσα στα μνήματα και τους ροζιασμένους κορμούς των δέντρων, ο γάτος άφηνε την οποιαδήποτε άλλη θέση του και τραβούσε κατά την άκρη του κοιμητηρίου, εκεί που δεν πλησίαζε ποτέ κατά τη διάρκεια της μέρας παρά μόνο από απόσταση.

Ήταν ένα όμορφο ξέφωτο. Πάνω σε ένα μικρό τεχνητό λοφίσκο, στεκόταν χρόνια τώρα ένα ξεχωριστό μνημείο, κατασκευασμένο 175 χρόνια πριν, όταν οι πρώτοι άποικοι έφτασαν εδώ, από μια ευκατάστατη οικογένεια της βόρειας Ευρώπης που έμελλε να γίνει ο ισχυρότερος πόλος της τοπικής κοινωνίας που αναπτύχθηκε στην περιοχή. Το μνημείο δεν ήταν άλλο από τον οικογενειακό τάφο της οικογένειας Χ…

Στην κορυφή του λοφίσκου λοιπόν, στεκόταν λευκό και γκρίζο ένα μεγάλο πέτρινο μνημείο. Με βαριά ξύλινη πόρτα με μεταλλικούς ιμάντες, με κίονες ιωνικού ρυθμού δεξιά κι αριστερά και μια σειρά από πλατιά σκαλιά που σε ανέβαζαν στην είσοδο, τριγυρισμένο από ένα μικρό κήπο γεμάτο αγριόχορτα και γρασίδι, φραγμένο με σιδερένια κάγκελα, το μνημείο έστεκε εκεί, φύλακας των υπόγειων στοών που έκρυβε ο λόφος. Εκεί που αναπαύονταν τα μέλη του οίκου, χρόνια τώρα στα χαμηλοτάβανα, όμορφα δωμάτιά τους, ασφαλισμένοι από τις λύπες και τους πόνους της ζωής, περήφανοι κύριοι κι ευγενικές κυρίες, απομακρυσμένοι από την τύρβη και την οχλοβοή του πλήθους, όπως στη ζωή έτσι και στον θάνατο.

Εκεί κυλούσε κάθε νύχτα η σκοτεινή φιγούρα του γάτου. Ανέβαινε τα σκαλοπάτια και περίμενε μπροστά στην κλειστή εξώθυρα που παράμενε χρόνια τώρα σφραγισμένη. Αμίλητος και με το βλέμμα προστακτικά στυλωμένο στην πόρτα περίμενε τις μαλακές νύχτες του καλοκαιριού και τις τραχιές νύχτες του χειμώνα, τις γεμάτες υποσχέσεις νύχτες της άνοιξης και τις γλυκόπικρες νύχτες του φθινοπώρου. Περίμενε υπομονετικά για τη στιγμή που η πόρτα θα άνοιγε από μέσα και θα τον καλούσε, γιατί ο γάτος το ήξερε πώς κάποτε η πόρτα θα άνοιγε κι έτσι περίμενε αθόρυβος και νηφάλιος κάθε νύχτα χρόνια τώρα εδώ και πολλές γενιές. Περίμενε με το βλέμμα καρφωμένο στο αδιαπέραστο ξύλο, ακούγοντας ξεκάθερα τα μικρά πατήματα των εντόμων πάνω του, το σύρσιμο από αόρατες για τις κοινές αισθήσεις φωνές να γδέρνονται στους παγωμένους τοίχους. Αντιλαμβανόταν με μια βασανιστική οξυδέρκεια τη διακριτική παρουσία της αποσύνθεσης, την αίσθηση των ξεθωριασμένων πια οστών πάνω στις πλάκες, τα πανάκριβα ενδύματα που είχαν  σαπίσει άχρηστα στο σκοτάδι και την υγρασία. Τα ένιωθε όλα αυτά με ανθρώπινη επίγνωση και με το ένστικτο του ζώου πέρα και πάνω από όλες τις ζωές που είχε περάσει, θνητές κι αθάνατες, εξακολουθώντας να περιμένει σε μια αιωνιότητα σκληρή γι’αυτόν γεμάτη από τον χρόνο των ανθρώπων, που δεν τον άγγιζε πια, μα τον διαπότιζε με μια ήρεμη περιφρόνηση, εκείνη που διακατέχει απ’ την αρχή τους γνώστες των πραγμάτων.

Τα μάτια του αναζητούσαν πάντα μια εικόνα. Μια μορφή από μια ζωή του παρελθόντος. Την άκουγε να αναδεύεται τις νύχτες, να περπατά, να προσπαθεί να θυμηθεί, να δυσκολεύεται. Το ένιωθε ότι κι εκείνη κάποτε τον έβλεπε, μα δε μπορούσε να μιλήσει. Είχε κι αυτή παραδοθεί στη νάρκη του θανάτου και ήθελε χρόνο να ξυπνήσει. Τον έβλεπε, τον ένιωθε, μα δε θυμόταν. Τουλάχιστον όχι ακόμα.

Αλλά ας είναι. Μπορούμε να περιμένουμε. Οι νεκροί έχουμε πάντα άπλετο χρόνο.

Η ομίχλη δεν ανέβαινε ποτέ τα μαρμάρινα σκαλοπάτια. Τυλιγόταν όμως χορευτική κι αεικίνητη στην καγκελόφραχτη περίφραξη του λόφου, στη ρίζα της σκάλας κι ανάμεσα στο υγρό γρασίδι και τα αγριολούλουδα. Και σερνόταν και χόρευε και σιγομουρμούριζε τα ξόρκια της που τα ακούνε λίγα αυτιά μόνο, μέχρι να νικηθεί από το φως του πρωινού. Ένας χορός λευκής βροχής, οριζόντιας, μια μελωδία της νύχτας, για το σκοτάδι και τις ομορφιές του, τις θλίψεις εκείνων που έφυγαν κι εκείνων που αιώνια τους περιμένουν, ένα μαλακό σεντόνι που γαληνεύει τα ανήσυχα όνειρα.

Αυτό είναι η ομίχλη. Κι έχει πολλά παιδιά για να παρηγορήσει στα σπλάχνα της.


Δέσποινα Μανωλακάκη