Η αιώνια μάχη: Η πτώση (Κεφάλαιο 5/Μέρος Β) - "Η Ζωή"

Η Ζωή υπάκουσε και προχώρησε μέσα στην αυλή και αυτό που αντίκρισε ήταν εφάμιλλο με τους κήπους του Λευκού Παλατιού στην Αλεξάνδρεια.
Ο κήπος μπορεί να μην ήταν αρκετά μεγάλος, αλλά έχριζε εξαιρετικής ομορφιάς. Παντού υπήρχε πράσινο. Από την πύλη ξεκινούσε ένα πέτρινο δρομάκι, μέχρι την πόρτα του αρχοντικού για να μην πατάνε το γρασίδι και το καταστρέφουν. Βαλμένα με τάξη ήταν πολλά είδη δέντρων όπως πλατάνια, ιτιές, κυπαρίσσια αλλά και οπορωφόρα όπως λεμονιές, πορτοκαλιές, μουριές, τα οποία έριχναν τη σκιά τους στο δρομάκι κάνοντας τη διαδρομή αρκετά ευχάριστη. Εκτός από τα δέντρα υπήρχαν κι αρκετά είδη θάμνων, οι οποίοι ήταν κλαδεμένοι ομοιόμορφα σε σχήμα κύκνου και τέλος σε δυο μικρές λιμνούλες δεξιά και αριστερά από το δρομάκι υπήρχαν τριανταφυλλιές και τουλίπες, που ανέδιδαν ένα εξαίσιο άρωμα που σε χαλάρωνε σε συνδυασμό με τα αρώματα των δέντρων.
Η πόρτα του αρχοντικού ήταν μια παλιά, βαριά ξύλινη πόρτα, η οποία ήταν στολισμένη με έναν αναρριχόμενο κισσό που είχε καταπράσινα φύλλα και πανέμορφα κίτρινα άνθη, τα οποία μύριζαν υπέροχα. Το άρωμα του κισσού τής φαινόταν αόριστα οικείο.
Η ηλικιωμένη γυναικά τόση ώρα παρακολουθούσε κάθε κίνησή της. Η έκφρασή της είχε μαλακώσει κάπως, χωρίς να ξέρει η Ζωή γιατί ή έτσι της φαινόταν.
«Θέλω να μιλήσουμε λίγο μαζί και ελπίζω να είσαι ειλικρινής μαζί μου. Δε θέλω φασαρίες, νομίζω πως κι εσύ αυτό δε θέλεις;» τη ρώτησε η ηλικιωμένη γυναίκα κι άνοιξε την πόρτα για να προχωρήσουν στο εσωτερικό του σπιτιού. Κάτι δεν πάει καλά εδώ, σκέφτηκε η Ζωή. Πώς τη μια στιγμή ήθελε να με διώξει από το αρχοντικό και μετά με κάλεσε μέσα θέλοντας να μιλήσουμε; Τι μπορεί να θέλει; Δεν ξέρει ποια είμαι και τι είμαι. Πάντως καλά κατάλαβε ότι δε θέλω φασαρίες.


«Δεν ήρθα εδώ για να μιλήσουμε, αλλά για να βρω τον Κάσιο. Έχω καιρό να πάρω νέα του και ανησυχώ γι’ αυτόν. Είμαι στο χωριό από το πρωί και κάνω ερωτήσεις για αυτόν, αλλά κανένας δεν τον ξέρει ή έχει ακούσει για εκείνον, παρ’ ότι ξέρω ότι ζει σε αυτό το χωριό εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Παρόλο που όλο το χωριό κάνει πως δεν τον ξέρει, έρχομαι εδώ σε εσάς και μόλις αναφέρω το όνομά του αμέσως με απειλείτε και ύστερα από λίγο με προσκαλείτε μέσα στο αρχοντικό για να μιλήσουμε» σταμάτησε για να πάρει ανάσα και συνέχισε. «Νομίζω ότι, πριν μπούμε μέσα, πρέπει να μου εξηγήσετε κάποια πράγματα ή να μου πείτε τουλάχιστον, εάν βρίσκεται εδώ ο Κάσιος» τη ρώτησε παρ’ ότι ήξερε την απάντηση, αλλά τη ρώτησε για να τη δοκιμάσει.


«Εδώ βρίσκεται, αλλά δεν μπορώ να σε αφήσω να τον δεις, πριν εσύ δώσεις μερικές πληροφορίες. Σε έφερα μέσα, γιατί έξω δεν είναι φρόνιμο να μιλάμε». Και με αυτά τα λόγια πέρασε στο εσωτερικό του αρχοντικού.


Το εσωτερικό του σπιτιού ήταν επενδυμένο παντού με ξύλο από ιτιά που του έδινε μια νότα πολυτέλειας. Η γριά την πέρασε μπροστά από αρκετές πόρτες, όπου παντού ακούγονταν συζητήσεις αντρών και γυναικών. Την οδήγησε σε ένα μικρό δωμάτιο, το οποίο είχε μέσα ένα κρεβάτι και μια παλιά ντουλάπα.


«Εδώ μπορούμε να μιλήσουμε» είπε η γυναίκα, αλλά πριν προλάβει να πει οτιδήποτε άρχισε και φώναζε τους φρουρούς. Η Ζωή τη στιγμή που έμπαιναν στο μικρό δωμάτιο ξανάνιωσε την αύρα του Κάσιου στον επάνω όροφο. Η αύρα ήταν πολύ αδύναμη, δεν προλάβαινε να κάτσει και να μιλήσει με την ανόητη γριά, έπρεπε να βοηθήσει τον Κάσιο άμεσα.


Ανέβηκε τις σκάλες με ταχύτητα και βρέθηκε στον επάνω τον όροφο, αλλά η αύρα του Κάσιου είχε χαθεί. Δε δυσκολεύτηκε όμως να βρει το δωμάτιο όπου βρισκόταν, γιατί είχαν βάλει δυο φρουρούς να το φυλάνε. Αυτοί οι φύλακες δεν ήταν σαν εκείνον που είχε έρθει να της ανοίξει, αλλά ήταν ψηλοί, σωματώδεις και γεροδεμένοι. Μόλις την είδαν όρμισαν επάνω της, γιατί η φωνές της γριάς ακούστηκαν και στον επάνω όροφο. Δεν είχε ώρα για μάχη, έτσι τους έριξε αναίσθητους, χτυπώντας τους με έναν πολύ αδύναμο κεραυνό. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη, αλλά δεν είχε πρόβλημα να την ανοίξει κι αυτή με την ίδια ακριβώς κίνηση.


Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό κι αποπνικτικά ζεστό. Στο τζάκι έκαιγε μια δυνατή φωτιά. Στα παράθυρα είχαν τοποθετήσει σκούρες κουρτίνες που δεν άφηναν το φως του ήλιου να περάσει μέσα στο δωμάτιο. Ο Κάσιος ήταν ξαπλωμένος σε ένα παλιό ξύλινο κρεβάτι σκεπασμένος με βαριές κουβέρτες.


Η πόρτα άνοιξε απότομα και μέσα μπήκαν αρκετοί οπλισμένοι άντρες μαζί με τη γριά που τους έδινε εντολές. Ένας από τους φρουρούς την έπιασε από πίσω και προσπάθησε να της δέσει τα χέρια πίσω από την πλάτη. Η Ζωή χαμογέλασε και τους προειδοποίησε λέγοντας:


«Δεν ήρθα εδώ για φασαρίες, αλλά για να βοηθήσω τον Κάσιο, αφήστε με να τον βοηθήσω, αλλιώς θα υπάρξουν συνέπειες». Οι άντρες γέλασαν με τα λόγια της, ο φρουρός που της έδενε τα χέρια μόλις τελείωσε τη δουλειά του, πήγε και στάθηκε μαζί με τους συντρόφους του που την περιγελούσαν ότι μια νέα γυναίκα, άοπλη θα νικούσε έξι ένοπλους άντρες. Γιατί είναι πάντα τόσο κοντόφθαλμοι, κρίνουν μόνο την εξωτερική εμφάνιση, ενώ η δύναμη κρύβεται μέσα; «Μια τελευταία ευκαιρία;» πρότεινε.


«Τι χασκογελάτε σαν χάνοι; Πάρτε την και κλειδώστε τη στο υπόγειο και μην της δώσετε τίποτα να φάει ούτε να πιει, πριν να ομολογήσει τον αληθινό λόγο που ήρθε εδώ» διέταξε η γριά.


Κινηθήκαν προς το μέρος της και τότε πρόσεξαν κάτι στα μάτια της που τους έκαναν να κοντοσταθούν λίγο, πριν προχωρήσουν. Δυο από τους φύλακες την έπιασαν από τους ώμους και την έσπρωξαν μπροστά και μόνο τότε κατάλαβαν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Τα χέρια της γυναίκας ήταν λυτά, αλλά τη στιγμή που την έσπρωξαν, ελευθέρωσε τα χέρια της κι έδωσε δυο γερά χτυπήματα στους άντρες, που τινάχτηκαν στους τοίχους του δωματίου κι έμειναν εκεί αναίσθητοι. Οι υπόλοιποι φρουροί όρμησαν με τα ξίφη τους προτεταμένα, μα η Ζωή σαφώς πιο γρήγορη από αυτούς πήδηξε από πάνω τους και βρέθηκε από πίσω τους, σήκωσε τα χέρια της και τέσσερεις μικροί κεραυνοί έθεσαν τους εχθρούς της αναίσθητους. Η ηλικιωμένη γυναικά είχε ζαρώσει από τον φόβο της σε μια γωνία του δωματίου.


«Σε παρακαλώ, μην κανείς κακό στον Κάσιο, εάν είναι να κάνεις κακό σε κάποιον χτύπα εμένα κι άσε τον Κάσιο να ζήσει» παρακαλούσε η γριά κλαψουρίζοντας.


Η Ζωή είχε αρχίσει να νευριάζει από την επιμονή της ηλικιωμένης γυναίκας ότι είχε έρθει εδώ για να κάνει κακό, μα εκείνη τη στιγμή ήταν δικαιολογημένοι οι φόβοι της. Ο θυμός εξαφανίστηκε από το πρόσωπο της Ζωής και σε αυτό συνέβαλλε και η συμπλοκή με τους φρουρούς όπου είχε βγει άνετα νικήτρια. Πήρε μια βαθιά ανάσα και πλησίασε την ηλικιωμένη γυναικά.


«Δεν κάναμε καλή αρχή εμείς οι δύο. Δεν ήρθα εδώ για να κάνω κακό, αλλά για να βοηθήσω. Η συμπλοκή με τους φύλακες ήταν μια άτυχη στιγμή, προειδοποίησα αλλά δε με ακούσατε. Αν θέλετε μπορείτε να βοηθήσετε βράζοντας νερό για το τσάι και να ανοίξετε τα παράθυρα για να μπει φρέσκος αέρας και φως». Τελειώνοντας τη φράση της άπλωσε το χέρι της για να βοηθήσει την ηλικιωμένη γυναίκα να σηκωθεί. Για μια στιγμή δίστασε να πιάσει τα χέρια της Ζωής, αλλά έπειτα φάνηκε επιτέλους να καταλαβαίνει τον αληθινό λόγο της επίσκεψης της Ζωής.


«Μόνο μια ερώτηση, ποια είσαι;» ρώτησε η ηλικιωμένη γυναίκα.


«Είμαι η Ζωή και είμαι εδώ για να βοηθήσω και μόνο. Τώρα πες μου το όνομά σου. Τόση ώρα μιλάμε και δεν ξέρω πώς σε λένε».


«Ευανθία» απάντησε καθώς άνοιγε τα παράθυρα.


Το δυνατό φως του ήλιου μπήκε μέσα στο δωμάτιο φωτίζοντάς το. Το φως έπεσε πάνω στο πρόσωπο του Κάσιου και τόνισε ακόμα πιο πολύ τη χλομή απόχρωση που είχε πάρει.


«Ευανθία, θέλω να βράσεις νερό και να φτιάξεις τσάι με αυτά τα φύλλα» και της έδωσε τα φύλλα πράσινα φύλλα τσαγιού.


Η Ευανθία έκανε ό,τι της ζήτησε. Πήγε στο τζάκι και τοποθέτησε την πυροστιά πάνω στα ξύλα και πάνω της έβαλε το τσουκάλι με το νερό για να βράσει. Καθώς η Ευανθία πρόσεχε το νερό στο τσουκάλι, η Ζωή πλησίασε το κρεβάτι όπου ήταν ξαπλωμένος ο Κάσιος και σήκωσε τις βαριές κουβέρτες, όπου τον είχαν σκεπάσει. Αυτό που είδε την έκανε να φρίξει από οργή. Ο Κάσιος ήταν δεμένος από πάνω έως κάτω με χοντρά σκοινιά, τα οποία είχαν τεντώσει από την προσπάθειά του ελευθερωθεί.


«Γιατί τον έχετε δέσει έτσι λες και είναι κανένας εγκληματίας;» ούρλιαξε από οργή η Ζωή.


«Τον δέσαμε έτσι για...» Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση της, γιατί η Ζωή με μια αέρινη κίνηση του χεριού της έκανε τα δεσμά του Κάσιου να καούν, χωρίς όμως να βλάψει τον ίδιο. Η Ζωή το μετάνιωσε αμέσως, γιατί ο Κάσιος άρχισε να τραντάζεται από έντονους σπασμούς που τον έριξαν από το κρεβάτι. Η Ευανθία αναστέναξε και είπε: «Από τη νύχτα που τον μεταφέραμε εδώ, άρχισε να έχει έντονους σπασμούς κι έτσι αναγκαστήκαμε να τον δέσουμε. Στο ορκίζομαι πως δε γινόταν αλλιώς. Περίμενε εδώ, Ζωή, πάω να φέρω τους φρουρούς για να τον ξαπλώσουμε ξανά στο κρεβάτι». Κίνησε προς την πόρτα, αλλά η Ζωή τη σταμάτησε και της είπε πως δε χρειαζόταν. Πλησίασε τον Κάσιο, γονάτισε δίπλα του κι έβγαλε μια πάρα πολύ λεπτή και μακριά βελόνα από το πανωφόρι της. Περίμενε την κατάλληλη στιγμή και με μια κίνηση που δεν την έπιασε το μάτι της Ευανθίας τοποθέτησε τη βελόνα στο πίσω μέρος του λαιμού του Κάσιου κι αμέσως οι σπασμοί σταμάτησαν. Σήκωσε τον Κάσιο από το πάτωμα και τον έβαλε στο κρεβάτι. Η Ευανθία έμεινε με ανοιχτό το στόμα. «Πώς το κατάφερες αυτό με τη βελόνα;»


«Σημείο πίεσης. Μερικά νεύρα ιδιαίτερα στη σπονδυλική στήλη, εάν πιεστούν, μπορούν να απενεργοποιήσουν ή να ενεργοποιήσουν την κίνηση. Αυτή η βελόνα εισέρχεται στο νεύρο και, επειδή είναι τόσο λεπτή, δεν υπάρχει περίπτωση να προκαλέσει ζημιά. Ευανθία, μπορείς να μου πεις πού ακριβώς είναι τραυματισμένος ο Κάσιος και με τι;» ζήτησε να μάθει η Ζωή. Η ηλικιωμένη γυναικά πλησίασε στο κρεβάτι και σήκωσε την μπλούζα του Κάσιου. Λίγο πιο πάνω από το σημείο της καρδιάς υπήρχε ένα σημάδι τρύπας και γύρω γύρω από αυτή διακρίνονταν μαύρες φλέβες.


«Δυστυχώς το βέλος, μόλις το βγάλαμε από την πληγή, εξαφανίστηκε μέσα σε μαύρο καπνό που βρωμοκοπούσε σαν πτώμα σε αποσύνθεση» απάντησε Ευανθία.


«Μάλιστα» μονολόγησε κι άπλωσε τα χέρια της πάνω από το τραύμα. Συγκεντρώθηκε κι ευχήθηκε να πετύχει. Το χρώμα των ματιών της άλλαξε κι από καστανό έγινε ένα υπέροχο χρώμα του κίτρινου. Το κίτρινο του κεραυνού. Πήρε βαθιά ανάσα κι άφησε την ενέργειά της να βγει. «Γιάτρεψε το τραύμα». Μια λάμψη λευκού φωτός εμφανίστηκε γύρω από τα χέρια της και κατευθύνθηκε πάνω στο τραύμα. Η Ζωή το κράτησε για αρκετή ώρα εκεί περιμένοντας να γιατρευτεί, αλλά τίποτα. Έκλεισε τα μάτια και η λάμψη από τα χέρια της χάθηκε. Στο πρόσωπο της εμφανίστηκαν σταγόνες ιδρώτα, τον οποίο σκούπισε με την άκρη του μανικιού της. Από το τσουκάλι ακούστηκε ένας σφυριχτός ήχος, ο οποίος δήλωσε ότι το τσάι ήταν έτοιμο.


«Λοιπόν;» ρώτησε η Ευανθία που εκείνη τη στιγμή έβγαζε το σκεύος από τη φωτιά.


«Το τραύμα δε θεραπεύεται με τη Δύναμη» είπε αναστενάζοντας η Ζωή.


«Δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να γιατρευτεί;» ρώτησε η Ευανθία με αγωνία. «Προσπάθησα να το ράψω, όπως θα κάναμε με ένα τέτοιο συνηθισμένο τραύμα, αλλά μόλις το κλείναμε τα ράμματα έλιωσαν» συμπλήρωσε τη φράση της.


«Υπάρχει άλλος ένας τρόπος για να θεραπεύσουμε το τραύμα, μα αφού δεν τα κατάφερα εγώ, δεν πιστεύω ότι θα το κάνει αυτό» έδειξε το φιαλίδιο με την κόκκινη αλοιφή. Άνοιξε το φιαλίδιο βγάζοντας τον φελλό από το στόμιό του. Το πλούσιο και γαργαλιστικό άρωμα της αλοιφής γέμισε το δωμάτιο. Η μυρωδιά θύμιζε στη Ζωή τη θάλασσα και δε χόρταινε να το οσμίζεται. Η υφή της αλοιφής ήταν παχιά και δροσερή. Μόλις επάλειψε το τραύμα με την αλοιφή, εκείνο άρχισε να βγάζει έναν μαύρο καπνό και μόλις εξαφανίστηκε, οι μαύρες φλέβες χάθηκαν κι εκείνες και το τραύμα καθάρισε. Υστέρα πήρε από τα χέρια της Ευανθίας την κούπα με το πράσινο τσάι, ανασήκωσε με το χέρι της το κεφάλι του Κάσιου έφερε την κούπα στα χείλη του, στάζοντας μερικές μόνο σταγόνες μέσα στο στόμα φοβούμενη μην πνιγεί. Συνέχισε την ίδια διαδικασία, μέχρι να πιει όλο το περιεχόμενο της κούπας. Μόλις τελείωσε η Ζωή με το τσάι, η Ευανθία με σχηματισμένη την αγωνία στα μάτια της, ρώτησε με τρεμάμενη φωνή.


«Δε θα έπρεπε να είχε συνέλθει τώρα; Αφού το τραύμα έχει άρχισε να επουλώνεται».


«Τώρα θα περιμένουμε».


Η Ευανθία σηκώθηκε και πήγε στην πόρτα, την άνοιξε και έκανε να βγει, αλλά σταμάτησε για λίγο στη Ζωή και τη ρώτησε, αν ήθελε να φάει τίποτα, μα εκείνη έγνεψε αρνητικά καθώς έβγαζε τη λεπτή βελόνα από τον λαιμό του Κάσιου και με ένα ευχάριστο χαμόγελο απομακρύνθηκε από δωμάτιο, καθώς είδε ότι ο Κάσιος έμεινε ήρεμος.


Ο γέρο-Ορέστης καθόταν στην αγαπημένη του θέση δίπλα στη λιμνούλα, όπου του άρεσε να παρακολουθεί τις πάπιες να πλατσουρίζουν. Η Ευανθία έκανε την εμφάνισή της την ώρα που άναβε την πίπα του. Κάθισε δίπλα και έμειναν έτσι για αρκετή ώρα να παρακολουθούν τις πάπιες.


«Τόσα χρόνια» ξεκίνησε να μιλάει ο γέρο-Ορέστης με τη βραχνή φωνή του. «Ο πόνος στην καρδιά του… Ήρθε η ώρα. Όλα έδειχναν ότι είχαν χαθεί και τώρα η Δύναμη μαζεύεται ξανά».


«Δεν ξέρω πώς, αλλά η μοίρα και η Δύναμη είναι πάντα απρόβλεπτες και οι άγγελοι έχουν πολλά μυστικά».





Νίκος Καρδαμπίκης