Η αιώνια μάχη: Η πτώση (Κεφάλαιο 7) - "Αποκαλύψεις μιας ψυχής"

Διάφορες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό της Ζωής.
Είναι απρόσμενα δυνατός αλλά κι αδύναμος. Δεν ξέρει κι αυτό τον κάνει επικίνδυνο, για τον εαυτό του και τους γύρω. Οι γηραιοί δεν πρέπει να μάθουν ποιος είναι…
«Ζωή, πού βρίσκεσαι;» έσπασε τη σιγή που υπήρχε στο αρχοντικό η δυνατή φωνή της Ευανθίας, που ήταν γεμάτη αγωνιά και φόβο.
Γρήγορη σαν τον άνεμο κατέβηκε τις σκάλες του πυργίσκου και έτρεξε στο δωμάτιο του Κάσιου.
Βρήκε τον Γέρο Ορέστη μαζί με την Ευανθία να προσπαθούν να κρατήσουν στο κρεβάτι τον Κάσιο. Αμέσως βρέθηκε δίπλα τους, τοποθέτησε ξανά τη μικρή καρφίτσα στον λαιμό του Κάσιου κι εκείνος έμεινε μαρμαρωμένος στο κρεβάτι.
«Τι συμβαίνει στον Κάσιο;» ζήτησε να μάθει η Ζωή. «Πριν από λίγο που τον άφησα, ήταν μια χαρά».
«Δεν ξέρω τι μπορεί να του συμβαίνει. Τα περισσότερα συμπτώματα που έχει εμφανίσει έως τώρα είναι του πυρετού, αλλά με το που θεραπεύσαμε το τραύμα λογικά θα έπρεπε να του είχε περάσει» είπε αναστενάζοντας και του δρόσισε με ένα μαντήλι το μέτωπο.
«Μάτια της ψυχής μου, αποκαλύψτε μου την ψυχή του».
Το δωμάτιο χάθηκε για λίγο από τα μάτια της Ζωής κι αμέσως το σώμα της τυλίχτηκε σε ένα υπέροχο κίτρινο χρώμα. Ήταν το χρώμα της αύρα της, το οποίο λάτρευε. Της θύμιζε τους κεραυνούς την ώρα της καταιγίδας. Τη λάμψη και τη δύναμή τους.
Όταν ήταν ακόμα εκπαιδευόμενη και κάνανε τις ασκήσεις για τη θεραπεία της αύρας, είχε πάντα πρόβλημα, διότι εάν προσπαθούσες να θεραπεύσεις την αύρα οποιουδήποτε πλάσματος θα παραβίαζες την προσωπική ζωή του. Αυτό γινόταν, γιατί η αύρα είναι η προέκταση της ψυχής του ανθρώπου και δείχνει όλες τις καταστάσεις του, δηλαδή απεικονίζει τις διαθέσεις του, την προσωπικότητα του, γενικά όλη την πνευματική και σωματική κατάσταση και έτσι ανάλογα με το ποιο τμήμα θεράπευες, έβλεπες και κομμάτια της ζωής του αρρώστου που ίσως μέσα από αυτά έβρισκες και από τι έπασχε και το γιάτρευες.

Όταν ένας άνθρωπος είναι υγιής, η αύρα του αντανακλά με μεγάλη ενέργεια και παίρνει το προσωπικό χρώμα του ατόμου. Εκείνη τη στιγμή η αύρα του Κάσιου είχε ένα σκοτεινό κίτρινο, το οποίο τύλιγε το σώμα κατατρώγοντας τα υπόλοιπα χρώματα της αύρας του. Η Ζωή πρώτη φορά έβλεπε κάτι τέτοιο. Το κίτρινο αυτό ήταν το χρώμα του ηλικιακού πλέγματος που είχε σχέση με το διανοητικό και το συναισθηματικό μέρος της αύρας και αυτό που είδε αργότερα την έκανε να ανησυχήσει ακόμα περισσότερο. Μια καφετί κουκίδα άρχισε να εμφανίζεται και να ενώνεται μαζί με την κίτρινη. Το καφέ ήταν η αστρική αύρα, η οποία ήταν η γέφυρα μεταξύ του φυσικού κόσμου και της πνευματικής σφαίρας κι αυτό σήμαινε ένα πράγμα. Εάν ο Κάσιος έβλεπε ένα όνειρο, στο οποίο πέθαινε, θα πέθαινε και στην πραγματικότητα.

Ένα τράνταγμα την επανάφερε στην κανονική κατάσταση. Το κίτρινο χρώμα εξαφανίστηκε και μπροστά της εμφανίστηκε η Ευανθία, η οποία ετοιμαζόταν να τη χαστουκίσει για τη συνεφέρει. Η Ζωή απέφευγε το χτύπημα κάνοντας γρήγορα πίσω και γρύλισε.

«Τι τρέχει;»

«Εσύ πες μου τι τρέχει» της αντιγύρισε απότομα. «Είσαι έτσι αρκετή ώρα και το μόνο που έκανες είναι να κοιτάς έντονα τον Κάσιο, αν τον κοίταζες, γιατί το βλέμμα σου ήταν απλανές».

« Έχουμε σοβαρό πρόβλημα» κατεύνασε η Ζωή, καθώς κάθισε στην άκρη του κρεβατιού κι άρχισε να πλέκει τα χέρια της προσπαθώντας να πάρει την απόφαση. Η Ευανθία κάτι της έλεγε, αλλά δεν άκουγε.

Είναι επικίνδυνο, ίσως να παγιδευτώ κι εγώ μέσα. Είναι δυνατός και η Δύναμη τον δυναμώνει ακόμα περισσότερο, αλλά από την άλλη δεν μπορώ να τον αφήσω να πάθει κακό.

Σαν κύμα θαλάσσης χτύπησε τη Ζωή η φωνή της Ευανθίας.

«Τι θα κάνουμε για τον Κάσιο;» Φαινόταν ακόμα πιο πολύ ανήσυχη από το πρωί.

Η Ζωή σηκώθηκε από τα κρεβάτι και προχώρησε προς το παράθυρο όπου έκλεισε τις βαριές κουρτίνες. Είχε πάρει την απόφασή της. Αυτό που άκουγε τόσα χρόνια στην εκπαίδευσή της από τη μέντορα της, την Ιόλη, ήταν να ακολουθεί πάντα την καρδιά της. Μόνο αυτή θα την οδηγούσε σωστά μέσα στο μακρύ κι άγνωστο μονοπάτι της ζωής, χωρίς να την επηρεάσουν πράξεις και πράγματα που θα την κατέστρεφαν. Τόσο σωματικά όσο και πνευματικά. Εκείνη τη στιγμή η καρδιά της της έλεγε να βοηθήσει τον φίλο της με οποιοδήποτε κόστος. Κάτι βαθιά μέσα της γνώριζε ότι δεν έπρεπε να πεθαίνει, ότι ήταν σημαντικός για τη Λέινορ, μα περισσότερο για εκείνη. Αυτό το συναίσθημα ήταν τόσο έντονο μέσα της που δεν μπορούσε να το αγνοήσει.

«Ευανθία» ψιθύρισε και η φωνή της πρόδιδε τον φόβος της για αυτό που θα επιχειρούσε, κάτι που δεν πέρασε απαρατήρητο από την ηλικιωμένη γυναικά, η οποία αμέσως ρώτησε:

«Τι μπορώ να κάνω για να βοηθήσω σε αυτό που σκέφτεσαι;»

«Θέλω να βγεις από το δωμάτιο και να μη γίνει κανένας δυνατός θόρυβος. Αυτό που πρέπει να κάνω απαιτεί αρκετή ησυχία χωρίς παρεμβολές και χωρίς παρεξήγηση δεν επιτρέπεται να παρακολουθεί κανένας».

«Όπως επιθυμείς, αλλά για το καλό του Κάσιου και το δικό σου μην προδώσεις την εμπιστοσύνη μου και γιάτρεψέ τον» την προειδοποίησε η Ευανθία με καθόλου ευγενικό τρόπο. Η απειλή ήταν ξεκάθαρη στη φωνή της.

Ήξερε πως η επιθετική στάση απέναντι της θα είχε αποτέλεσμα. Δεν ήθελε να την τρομάξει ξανά, μα δεν μπορούσε να της πει ποια στην πραγματικότητα ήταν, έτσι προσπάθησε να την καθησυχάσει.

«Ευανθία δε με ξέρεις, ούτε κι εγώ εσένα, για να μπορείς να με κρίνεις και να σε κρίνω, αλλά με το που ηρθα εδώ προσπαθήσατε να μου επιτεθείτε, μετά το κάνατε αλλά ποιο ήταν το αποτέλεσμα;» η Ευανθία σφίχτηκε. «Δεν έκανα κακό σε κανέναν. Τον Κάσιο τον έχω σαν πατέρα μου, μιας και δεν είχα ποτέ κάποια άλλη πατρική φιγούρα. Τον νοιάζομαι όσο τίποτα άλλο στον κόσμο αλλά δεν ξέρω, αν θα επιζήσει, και με αυτό που θα κάνω τώρα παίζεται και η δική μου ζωή».

«Το καλό που σου θέλω να πάνε όλα καλά» γύρισε την πλάτη της στη Ζωή και βγήκε από το δωμάτιο αφήνοντας τη μόνη με τον Κάσιο.

Στο δωμάτιο επικράτησε απόλυτη ησυχία. Προσπάθησε να ηρεμήσει για να μπορέσει να μπει στην αύρα του Κάσιου. Έκατσε σταυροπόδι στο πάτωμα παίρνοντας τη θέση διαλογισμού, σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος και έκλεισε τα μάτια της. Το δροσερό ξύλο του πατώματος τη βοήθησε να ηρεμήσει. Όταν ένιωσε έτοιμη, απελευθέρωσε τη δύναμή της στο δωμάτιο σηκώνοντας την ίδια από το πάτωμα μερικά εκατοστά, καθώς και τον Κάσιο από το κρεβάτι. Την ίδια στιγμή οι φόβοι της εξανεμίστηκαν. Ήταν άγγελος, μια φύλακας άγγελος, αυτή ήταν η δουλειά της. Να βοηθάει όσους είχαν πρόβλημα. Άνοιξε τα μάτια της, τα οποία είχαν μια αποφασιστική λάμψη και είπε τα λόγια.

«Μάτια της ψυχής μου αποκαλύψτε μου την ψυχή του».

Για δεύτερη φορά εκείνη την ημέρα το σώμα της Ζωής τυλίχτηκε σε εκείνο το υπέροχο κίτρινο χρώμα. Αυτή τη φορά ένωσε την αύρα της με αυτήν του Κάσιου και αμέσως ένα κύμα πόνου τη χτύπησε, όχι σωματικού αλλά πνευματικού. Καθώς προχωρούσε πιο βαθιά μέσα στην αύρα του, αντίκρισε εικόνες από την παιδική και εφηβική του ζωή, αλλά και μερικά πράγματα που τη σόκαραν. Μην μπορώντας να βλέπει άλλο, σταμάτησε για λίγο και τότε της ήρθε μια ιδέα. Γιατί να μη χρησιμοποιούσε την ενεργειακή της ασπίδα;

Γύρω από το σώμα της εμφανίστηκαν αμέτρητοι κεραυνοί που άρχισαν να χτυπούν συνέχεια χωρίς να την επηρεάσουν στο ελάχιστο. Αμέσως οι εικόνες σταμάτησαν να περνάνε μπροστά της.

Μόλις έφτασε στη συναισθηματική αύρα του Κάσιου δεν άργησε να καταλάβει ότι η αστρική αύρα είχε κερδίσει αρκετό χώρο. Ήταν πλέον σίγουρο πως θα δυσκολευόταν αρκετά να βοηθήσει τον φίλο της.

Έφτασε στο κέντρο των συγχωνευμένων αυρών και πήρε μια βαθιά ανάσα. Απενεργοποίησε την ενεργειακή ασπίδα κι αμέσως μια σειρά γεγονότων την κατέκλεισαν.

Βρέθηκε σε ένα καταπράσινο λιβάδι. Στον ουρανό άρχισαν να μαζεύονται μαύρα σύννεφα. Σημάδι ότι από στιγμή σε στιγμή θα ξεσπούσε καταιγίδα.

Ύστερα από λίγο δυνατός άνεμος άρχισε να φυσάει παρασέρνοντας σε ένα χορό τα ψηλά χόρτα του λιβαδιού και υστέρα από λίγο ήρθε και η βροχή. Χοντρές σταγόνες γέμισαν το οπτικό πεδίο βρέχοντας τη Ζωή έως το κόκαλο.

Αρκετή ώρα μετά, ένας πνιχτός ήχος ακούστηκε. Έτρεξε προς το σημείο και αντίκρισε ένα τεράστιο μπλε δράκο να κείτεται νεκρός πάνω στο βρεγμένο γρασίδι.

Στην ατμόσφαιρα εμφανίστηκε η μυρωδιά του αίματος. Πλησίασε λίγο τον δράκο και είδε ότι από τον λαιμό του έλειπε ένα τεράστιο κομμάτι. Από το τραύμα έτρεχε άφθονο κατακόκκινο αίμα.

Ένας άντρας ανασάλεψε λίγα μέτρα πιο πέρα. Η Ζωή δεν τον είχε προσέξει, διότι η βροχή είχε δυναμώσει και η ορατότητα δεν ήταν και η καλύτερη.

Ο άντρας ήταν ψηλός, μελαχρινός και μυώδης. Φορούσε μια πανοπλία στο ίδιο ακριβώς χρώμα με τις φολίδες του δράκου. Ήταν άρχοντας των δράκων.

Καθώς πλησίασε με μεγάλη δυσκολία τον πληγωμένο δράκο, η Ζωή διέκρινε το πρόσωπο του άντρα. Ήταν ο Κάσιος. Τα χέρια του ήταν γεμάτα αίματα.

Πλησίασε τον δράκο και έπεσε μπροστά στο κεφάλι του. Ο Κάσιος κάτι είπε στον δράκο, μα εκείνος έκλινε αρνητικά το κεφάλι του. Είναι ζωντανός, σκέφτηκε η Ζωή και μίλησε. Ήταν δράκαινα κι όχι δράκος.

«Τελείωσε, παρ’ το, θα το χρειαστείς».

Ο Κάσιος κλαίγοντας προσπάθησε να μεταπείσει τη δράκαινα, αλλά εκείνη ήταν ανυποχώρητη. Τότε ο Κάσιος έβγαλε το ξίφος του από τη θήκη του και πλησίασε στο σημείο όπου βρισκόταν η καρδιά του δράκου. Σήκωσε ψηλά το ξίφος και ούρλιαξε κλαίγοντας:

«Υγρός θάνατος» και κατέβασε τη λεπίδα διαπερνώντας τις φολίδες του δράκου με ένα εκκωφαντικό θόρυβο. Η δράκαινα κάτι ψιθύρισε, καθώς η ζωή έρεε από μέσα της. Ο Κάσιος έβγαλε ένα φιαλίδιο και το γέμισε με αίμα από την καρδιά της. Μόλις γέμισε το φιαλίδιο, θρήνησε τον χαμένο δράκο, αλλά δεν τον έθαψε. Τον άφησε εκεί μέσα στη βροχή.

Μόλις νύχτωσε και το φεγγάρι έκανε την εμφάνισή του στον ουρανό μαζί με τα αστέρια, ο δράκος τυλίχτηκε σε ένα μπλε φως και υστέρα από λίγο μεταμορφώθηκε σε μπλε σκόνη, η οποία πέταξε προς τον αστροφέγγητο ουρανό και εξαφανίστηκε. Ακριβώς εκείνη την ώρα ένα αστέρι άρχισε να ακτινοβολεί δυνατά. Ήταν σαν να έσβηνε όλα τα υπόλοιπα άστρα από τον ουρανό.

Το τοπίο άλλαξε και βρέθηκαν σε ένα μέρος, το οποίο η Ζωή ήξερε σαν τις γραμμές στο χέρι της. Αυτή τη φορά δε βρέθηκαν σε κάποιο λιβάδι, αλλά στον χώρο του Αγγελικού Συμβουλίου. Ο χώρος όπου γινόταν το συμβούλιο ήταν ένας τεράστιος κύκλος φτιαγμένος από καλογυαλισμένο λευκό μάρμαρο. Οι θέσεις ήταν σε επίπεδα και σε κάθε επίπεδο υπήρχαν τριάντα θέσεις. Εκείνη την ημέρα ήταν όλες γεμάτες. Όλοι οι άγγελοι φορούσαν μαύρους χιτώνες με τις κουκούλες τους ριγμένες στα πρόσωπά τους. Οι αρσενικοί άγγελοι στα χέρια τους κρατούσαν αναμμένους δαυλούς, ενώ οι γυναίκες κρατούσαν λευκούς κρίνους κι έψαλαν σιγανά σε μια άγνωστη γλώσσα, η οποία με την ακουστική του χώρου ήταν λες και προερχόταν από τα αρχαία μάρμαρα.

Στο τέλος των βαθμίδων υπήρχε ένα χωμάτινο κυκλικό πεδίο, όπου στεκόταν ο ομιλητής και εξέφραζε αυτά που ήθελε να πει στο συμβούλιο. Μα εκείνη την ημέρα στο κέντρο του κύκλου κειτόταν μια σωρός αγγέλου. Την είχαν ντύσει με ένα λευκό φόρεμα από μεταξένια κλωστή και με τα ακόμα πιο λευκά φτερά της απλωμένα. Τα χέρια της, τα οποία ήταν σταυρωμένα στο στήθος της, κρατούσαν έναν μαύρο κρίνο.

Μια φιγούρα έτρεξε κοντά στη σωρό. Ήταν ο Κάσιος με τα ίδια ρούχα που τον είχε δει η Ζωή στην προηγούμενη ανάμνησή του, μα τώρα το πρόσωπό του είχε πιο πολλές ρυτίδες λες και το είχαν οργώσει.

Πλησίασε τρέχοντας τη σωρό και κατέβασε την κουκούλα από το κεφάλι του αγγέλου. Η Ζωή πλησίασε για να δει καλύτερα το πρόσωπό της. Όταν πλησίασε, ο Κάσιος είχε ήδη ανασηκώσει τη σωρό και την είχε αγκαλιάσει κλαίγοντας πάνω στο στήθος της με λυγμούς. Το ίδιο έκανε και η Ζωή μόλις πλησίασε. Αυτό που αντίκρισε στο πρόσωπο του αγγέλου της έφερε καυτά δάκρυα στα μάτια της. Το πρόσωπο της γυναίκας ήταν ολόιδιο με το δικό της. Ίδιο σχήμα ματιών και μύτης. Τα φρύδια της είχαν την ίδια κλίση, όπως και τα δικά της και στο δεξί της μάγουλο είχε το ίδιο σημάδι που είχε και η Ζωή. Τον κρίνο. Ήταν η μητέρα της. Το μόνο που είχαν διαφορετικό ήταν το χρώμια των μαλλιών τους. Η μητέρα της είχε χαλκοκόκκινο χρώμα μαλλιών, ενώ εκείνη μαύρα. Ο Κάσιος ήταν ο πατέρας της, γι’ αυτό τα συναισθήματά της ήταν τόσο δυνατά για εκείνον.

Ύστερα από ώρα, όταν ο Κάσιος δεν μπορούσε να κλάψει άλλο, ρώτησε απότομα χωρίς να απευθύνεται σε κάποιον συγκεκριμένο.

«Το παιδί πού είναι; Η Ζωή μου πού βρίσκεται;» κανένας δεν απάντησε. «Ζει ακόμα;» ούρλιαξε ο Κάσιος. Καμιά ανταπόκριση. Στον χώρο του συμβουλίου η ατμόσφαιρα έγινε ακόμα πιο βαριά. «Σας παρακαλώ, πού βρίσκεται η κόρη μου;» τώρα ικέτευε να του απαντήσουν.

«Πατέρα, εδώ είμαι» είπε η Ζωή και προσπάθησε να τον ακουμπήσει στο μάγουλο, μα το χέρι της πέρασε μέσα από το πρόσωπο του πατέρα της.

Ένας μαυροφορημένος άγγελος πλησίασε τον Κάσιο πιάνοντάς τον από τους ώμους και σηκώνοντάς τον όρθιο.

«Την πήραν τα τέρατα» ήταν ο Αρίωνας , αναγνώρισε τη φωνή του η Ζωή. «Η Οριάνα πέθανε πάνω στην προσπάθειά της να τη σώσει. Ήταν περίπου εκατό με διακόσιους κυκλωπίδες και μπορεί να είχαν μαζί τους και ενεργομορφές».

Το βλέμμα τού Κάσιου σκοτείνιασε.

«Τι πράγμα;» αναρωτήθηκε. «Αυτό δεν είναι δυνατόν, πού ήταν οι φύλακες εκείνη την ώρα;»

«Υπήρχαν κι αλλού αναταραχές πιο σημαντικές. Οι Έξι μαζί με τη Σκιά προσπαθούν να πάρουν την Εστέριολ κι όλοι είχαν πάει να την υπερασπιστούν. Ακόμα και τώρα που μιλάμε πολεμάνε».

« Τώρα μου το αναφέρεις;» ούρλιαξε και ξεκίνησε για τη μάχη.

Το τοπίο άλλαξε ξανά και είδε έναν μαύρο δράκο μαζί με έξι πολεμιστές να καταστρέφουν ένα σπίτι. Τον Κάσιο να πολεμάει με όλες τις δυνάμεις του, αλλά να μην καταφέρνει να τους απωθήσει. Αυτή τη φορά το τοπίο άρχισε να σκοτεινιάζει, μέχρι που χάθηκαν τα πάντα εκτός από τη μορφή του Κάσιου και τη δικιά της.

Η Ζωή προσπάθησε να διαλύσει το σκοτάδι με κεραυνούς αλλά και με το φως της αύρας της. Το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Πυκνό και κρύο σκοτάδι.

Ήταν αρκετή ώρα βυθισμένη στην αύρα του Κάσιου, είχε αναμνήσεις τού Κάσιου, οι οποίες εξηγούσαν τη συμπεριφορά του και τον χαραχτήρα του. Δεν ήξερε πώς θα αντιδρούσε ο Κάσιος, άμα η Ζωή κατάφερνε να τον σώσει, όταν θα σηκωνόταν από το κρεβάτι και του ανακάλυπτε πως είχε μάθει ποιος ήταν.

Μέσα στο πυκνό σκοτάδι άρχισε να εμφανίζεται μια σκιά. Σιγά-σιγά γινόταν όλο και πιο συγκεκριμένη. Όταν πήρε κανονική υπόσταση, μπροστά τους στεκόταν ο Αρρίων, μαυροντυμένος και με το τρίτο μάτι του ανοιχτό. Κοιτούσε με ένα άγριο, συγκροτημένο χαμόγελο στα χείλη, με τη μοχθηρία ζωγραφισμένη στα μάτια του.

Το σώμα του Κάσιου τρανταζόταν από άγριους λυγμούς. Ήθελε να τον πλησιάσει, να τον αγκαλιάσει από τους ώμους του και να τον παρηγορήσει, αλλά δεν μπορούσε να το κάνει.

«Λοιπόν, Κάσιε, ποια είναι η ετυμηγορία σου;» μίλησε ο Αρίωνας με σιγανή, σχεδόν ψιθυριστή φωνή που σε έκανε να ανατριχιάζεις. Σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος του κι άρχισε να πλησιάζει τον Κάσιο με αργά βήματα μη χάνοντας τον από τα μάτια του.

«Δε φταίω, δεν μπορούσα να κάνω, να βοηθήσω, να σώσω κανέναν, δεν…»

«Σταμάτα να κλαίγεσαι και να κάνεις σαν γυναικούλα, φταις και πάλι φταις» άρχισε να κινείται κυκλικά γύρω από τον Κάσιο και να του ψιθυρίζει συνέχεια ότι φταίει.

«Όχι» αντέδρασε ο Κάσιος, αλλά ο Αρρίων μίλησε με πιο δυνατή φωνή από προηγουμένως για να κάνει τον Κάσιο να σταματήσει.

«Όχι, λοιπόν, ακόμα το πιστεύεις» είπε σκεφτικός και σταμάτησε ακριβώς πάνω από το κεφάλι του Κάσιου.

«Τότε ας αναλύσουμε τα λάθη σου» κούνησε κυκλικά τα χέρια του και εκεί από όπου σχημάτισαν τον κύκλο, εμφανίστηκε ο Κάσιος μαζί με τον Μπλε δράκο. Ο δράκος σπαρταρούσε κι ο Κάσιος από την κορυφή έως τα νύχια γεμάτος αίματα προσπαθούσε να κλείσει τις πληγές. Αλλά μάταια, οι προσπάθειές του ήταν όλες αποτυχημένες. Ο Αρίωνας συνέχισε να του λέει ότι ήταν αδύναμος και ότι δεν έκανε τα πάντα για να τη σώσει.

Μια δεύτερη ανάμνηση ή μάλλον ο ψυχικός πόνος του Κάσιου εμφανίστηκε στη θέση της προηγουμένης. Έδειχνε τη μάχη με τη Σκιά και τους έξι πολεμιστές. Κι εκεί ο Αρρίων έβρισκε συνεχεία κάτι να επικρίνει, να μειώνει τον Κάσιο ότι δεν είχε καταφέρει να σώσει τους φίλους του. Ο Κάσιος είχε σταματήσει να κλαίει. Τα μάτια του είχαν στερέψει από το κλάμα και οι μαύροι κύκλοι τόνιζαν το κατακόκκινο χρώμα τους.

Για άλλη μια φορά μια ανάμνηση πήρε τη θέση της προηγούμενης. Αυτή τη φορά ήταν στην Ουράνια Πόλη, στον χώρο του συμβουλίου. Εκεί ο Κάσιος δεν άντεξε και κατέρρευσε.

«Μη, σταμάτα δεν αντέχω άλλο» ούρλιαξε και προσπάθησε να αρπάξει τον Αρίωνα, αλλά εκείνος τον σταμάτησε με ένα εξευτελιστικό χαστούκι.

«Κοίτα» τον διέταξε με αγριεμένη φωνή, η οποία ήταν πιο απειλητική από ποτέ κι ανάγκασε τον Κάσιο να υπακούσει και να σηκώσει το κεφάλι του στην ανάμνηση. Ο Αρίωνας συνέχισε στον ίδιο τόνο με πριν. «Ένας πολεμιστής έχει καθήκον να προστατεύει την οικογένειά του, αλλά εσύ δεν το έκανες. Πού ήσουν, όταν τα τέρατα έσφαζαν την οικογένειά σου και τους χωρικούς όπου είχες υποσχεθεί να προστατεύεις;» τόνισε ο Αρίωνας και σταμάτησε να μιλάει. Αρκέστηκε να παρακολουθεί τον Κάσιο σιωπηλός. Στο πρόσωπό του είχε εμφανιστεί ένα χαμόγελο νίκης. Ήταν σίγουρος ότι τα είχε καταφέρει, ότι είχε λυγίσει τον Κάσιο και πράγματι το είχε καταφέρει.

«Θέλω να τελειώσει» παραδέχτηκε με έναν παθητικό τόνο, σαν να μην τον ένοιαζε, σαν να είχε χάσει τα πάντα και να μην είχε τίποτα και κανέναν να τον περιμένει να γυρίσει πίσω, παρά μόνο το πόνο της ψυχής και την πραγματικότητα της ψυχρής μοναξιάς.

«Όπως επιθυμείς. Ο μόνος τρόπος για να σταματήσει όλο αυτό είναι να μου παραδώσεις την ενέργειά σου κι ύστερα όλα θα έχουν τελειώσει» πλησίασε τον Κάσιο, γονάτισε στο ένα πόδι κι έσκυψε το κεφάλι σαν να υποκλινόταν. Τελείωσε τη φράση του με ένα τρέμουλο που φανέρωνε την ανυπομονησία του να δεχτεί την ενέργεια, τη δύναμη του Κάσιου. «Πες τα λόγια, παράδωσε την ενέργειά σου».

Τότε κατάλαβε η Ζωή ποιο ήταν το πρόβλημα.

Ο Αρρίων είχε καταφύγει με την ψυχή του στο σώμα του Κάσιου και προσπαθούσε να επανέλθει στον κόσμο των ζωντανών, απορροφώντας τη ζωτική ενέργεια του Κάσιου.

Αυτό που έγινε στη συνέχεια η Ζωή δεν μπόρεσε να το εξηγήσει, ούτε όταν επανήλθε στο σώμα της, ούτε θα μπορούσε ποτέ.

Η Δύναμη βγήκε τεράστια από μέσα της χωρίς να το έχει προκαλέσει η ίδια. Το μόνο που έκανε ήταν να φωνάξει ότι ο Κάσιος δεν ήταν μόνος του στη ζωή, ότι η κόρη του ζούσε κι ότι είχε μάθει ποιος ήταν. Τότε που η αύρα του είχε αρχίσει να ασθενεί και να φεύγει προς την κατά πολύ φωτεινότερη του Αρίωνα, έγινε μια εκθαμβωτική μπλε σφαίρα που εξερράγη κι εμφανίστηκε ο Κάσιος, μέσα σε μια υπέροχη μπλε σκούρα πανοπλία. Κάλυπτε ολόκληρο το σώμα του και ήταν ειδικά κατασκευασμένη, ώστε να κινείται άνετα χωρίς να εμποδίζεται από τις ενώσεις. Το κράνος του κάλυπτε ολόκληρο τα κεφάλι. Είχε μόνο τρεις τρύπες στο σημείο των ματιών και εκεί όπου βρισκόταν το στόμα του. Στα σημεία όπου βρίσκονταν τα μάγουλα είχε δυο σχέδια. Στο σημείο όπου εκείνη και η μητέρα της είχαν τον κρίνο σαν σημάδι, είχε κι εκείνος έναν χρυσό κρίνο και στο άλλο με το ίδιο χρυσό χρώμα είχε μια μικρογραφία του δράκου πάνω σε έναν βράχο σαν αυτή που είχε δει στο δωμάτιο με τα βότανα.

Ο Κάσιος ήταν τρομερός και φοβερός εκείνη τη στιγμή. Η Ζωή δε θα μπορούσε ποτέ να τον φανταστεί σε αυτήν την κατάσταση. Τα μάτια του λαμποκοπούσαν από τη φοβερή του οργή και δύναμη. Ο Αρίωνας είχε λουφάξει από τον τρόμο. Τα μάτια του είχαν χάσει τη λάμψη της νίκης και είχαν σκιαστεί από τον φόβο. Ένα τρελό συναίσθημα είχε γεμίσει την καρδιά του, που χτυπούσε σαν τρελή. Ήξερε ότι είχε έρθει το τέλος του. Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς είχε ανακάμψει ο Κάσιος. Τότε την είδε, ζήτησε την αιτία κι ο Κάσιος του την έδωσε. Μια νεαρή γυναίκα, ένας άγγελος, είχε την εντύπωση πως την είχε ξαναδεί, αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί. Γύρισε το κεφάλι του προς τον Κάσιο και τον κοίταξε στα μάτια, σε εκείνα τα μάτια που πριν από λίγο είχαν χάσει κάθε ελπίδα για τη ζωή και που τώρα τον κοιτούσαν γεμάτα ζωντάνια και δύναμη. Το τελευταίο πράγμα που είδε ήταν τον Κάσιο να κατεβάζει με δύναμη το υπέροχο γαλάζιο ξίφος του και μια υγρή μπλε λεπίδα να έρχεται καταπάνω του. Έτσι τελείωσε ο Αρρίων, ο κυκλωπίδας, άρχοντας των ψυχών και τελευταίος άρχοντας του Λαγανά.

Ο Κάσιος σηκώθηκε απότομα κι αγκάλιασε τη Ζωή. Έμειναν εκεί αρκετή ώρα μιλώντας. Ήταν και οι δύο ευτυχισμένοι που είχαν ξαναβρεί ο ένας τον άλλον. Ο Κάσιος είχε ένα καλό σχέδιο και η Ζωή ξεκίνησε για να το πραγματοποιήσει.

Η νύχτα έφευγε κι έδινε τη θέση της στην ημέρα. Ο Κάσιος ένιωθε τη δεδομένη στιγμή ανάλαφρος και ήρεμος. Μα πάνω από όλα ευτυχισμένος, που επιτέλους η Ζωή είχε μάθει ότι ήταν ο πατέρας της.




Νίκος Καρδαμπίκης