Ορίζοντες του Δημήτρη Χατζηλάκου

Ο ήχος του στρατιωτικού τζιπ έβγαλε τον Μάνο από τη χαλάρωση του. Τελείως αντανακλαστικά κοίταξε μέσα από τις περσίδες του σφραγισμένου παραθύρου προς τον δρόμο που βρισκόταν κάτω χαμηλά.  
 
Το όχημα με τους οπλισμένους άντρες κινήθηκε γρήγορα μπροστά από το κτίριο και ανυποψίαστα το προσπέρασε. Όπως γίνεται κάθε μέρα άλλωστε, σκέφτηκε ο άντρας.

Ο πυρήνας Τρικάλων ήταν εγκατεστημένος στο εσωτερικό της εγκαταλελειμμένης οικοδομής, σε έναν χώρο που, πριν την καταστροφή, λειτουργούσε ως κέντρο διασκέδασης.

Ήταν εξαιρετικό σημείο. Τρία επίπεδα πάνω από το έδαφος και δυο τετράγωνα κοντά στο πλησιέστερο φυλάκιο του στρατού – και στα τερματικά του. Στον Μάνο άρεσε η ιδέα πως η αντίσταση επιχειρούσε κάτω από τη μύτη των γαλονάδων. Ποτέ δεν τους συμπάθησε, και ακόμη περισσότερο μετά την επιβολή του στρατιωτικού νόμου.

«Γιατρέ μου, θα πρέπει να ανησυχείτε λιγότερο...  Πώς αλλιώς θα φτάσετε στα γεράματα;»

Ο Ντμίτρι μέσα στο μισοσκόταδο είχε στρέψει την προσοχή του από τον υπολογιστή σε αυτόν. Χαμογελούσε διάπλατα και τα γαλάζια, σλαβικά μάτια του έβγαζαν ψυχρές φλόγες.

Αν ο Μάνος, ως αρχηγός του πυρήνα Τρικάλων, ήταν η καρδιά της Αντίστασης, ο Ντμίτρι ήταν σίγουρα το μυαλό. Υπότροφος στα δεκαεπτά στο ΜΙΤ, ιδιοφυΐα στον προγραμματισμό υπολογιστών, με καταγωγή από ένα χωριό της Λευκορωσίας, ήταν από τις λίγες προσθήκες στον αγώνα που θα έκαναν πραγματικά τη διαφορά.

Αλλά ο μεγαλύτερος άντρας δεν τον θαύμαζε τόσο για το χάρισμα του να εισβάλλει αόρατος σε καλά φυλαγμένα δίκτυα, και να «σπάει» κώδικες με ακατανόητη ευκολία. Ήταν το χαμόγελο και η απέραντη αισιοδοξία αυτού του ανθρώπου, παρά την προσωπική του τραγωδία, που έκανε τον Μάνο να τον εκτιμά αφάνταστα.

Ο Ντμίτρι και ο αρχηγός μοιράζονταν μια κοινή ιστορία. Όταν το Κακό εμφανίστηκε, και οι δυο έχασαν απότομα και βίαια τις οικογένειες τους. Ο Μάνος από το κουζινομάχαιρο ενός παράφρονα γείτονα, με το οποίο είχαν σφαχτεί τη γυναίκα και τα δύο παιδιά του, ο νεαρός από τις σφαίρες ενός Καλάσνικοφ, στα χέρια ενός εξίσου ανεξέλεγκτου λοχία, ο οποίος και υπηρετούσε σε ένα μικρό στρατόπεδο κοντά στο χωριό του, πέρα στο βορρά.

Οι δυο τους από σύμπτωση γλίτωσαν. Ο Μάνος, ως μάχιμος παθολόγος στο τοπικό νοσοκομείο, εφημέρευε εκείνο το εικοσιτετράωρο, ενώ ο Ντμίτρι φοιτούσε μακρυά στη Βοστόνη. Από τότε, πολλά και σπουδαία έλαβαν χώρα, και η μοίρα έφερε τους δυο τους να αγωνίζονται στο κομμάτι γης που κάποτε ονομαζόταν Τρίκαλα και πλέον Ζώνη 31.

«Πως πηγαίνει η διείσδυση;» Ο Μάνος έκανε την ερώτηση με μόνο σκοπό να αλλάξει θέμα. Καθώς ο αγώνας οκτώ ετών έφθανε στην κορύφωση του και η νίκη διαφαινόταν, είχε χάσει την όρεξη για χιούμορ.

«Ο ιός σύντομα θα σπάσει τα τείχη προστασίας των τερματικών του στρατηγείου και θα αρχίσει να πολλαπλασιάζεται. Μέχρι οι γαλονάδες να αντιληφθούν τι παίζει θα είναι πολύ πολύ αργά», ολοκλήρωσε με σπαστά, αλλά σωστά ελληνικά ο Ντμίτρι.

Ώστε αυτό ήταν, σκέφτηκε. Μετά από δυο χρόνια τρέλας και οκτώ χρόνια σκοταδιού που ακολούθησαν, θα έμπαινε ένα τέλος. Πραγματικά δεν ήξερε πώς να νοιώσει.

Ακούμπησε τον τοίχο και κοίταξε γύρω του τον χώρο. Μόνες πηγές φωτός, ο ήλιος που περνούσε μέσα από τα στόρια των παραθύρων, ο υπολογιστής του Λευκορώσου, που κατέβαζε ακατανόητες ροές κώδικα και οι καύτρες των τσιγάρων των υπολοίπων συντρόφων του.

«Χαλάρωσε γιατρέ, γιατί σε λίγα λεπτά θα αρχίσει το πανηγύρι» του μήνυσε ο προγραμματιστής, καθώς γυρνούσε την πλάτη για να προσηλωθεί ξανά στον υπολογιστή.

Έτσι, μετά από μια δεκαετία εγρήγορσης και κυνηγητού, άφησε τον εαυτό του να ηρεμήσει και να κάνει το ένα πράγμα που επιθυμούσε πραγματικά, το ένα πράγμα που ήταν κατάλληλο για την στιγμή εκείνη. Έναν απολογισμό. Έκλεισε λοιπόν τα μάτια και άφησε όλο το δράμα να εξελιχτεί μπροστά του, σαν αφήγημα.

###

Ένα αφήγημα που δεν μπορούσε να ξεκινήσει παρά με μία λέξη. Κακό.

Παρότι στην Ιστορία κανένα γεγονός δεν εμφανίζεται «σε κενό», και η αρχή της κάθε περιόδου ορίζεται συμβατικά, για τους περισσότερους επιζώντες, και όχι άδικα, το Κακό είχε και ημερομηνία και όνομα. Ήταν Απρίλιος του σωτήριου έτους 2022, και το όνομα αυτού Ορίζοντας.

Η ειρωνεία εδραζόταν στο γεγονός πως επρόκειτο για μια αισιόδοξη περίοδο. Ο πολιτισμένος κόσμος γιόρταζε την παντοκρατορία του Ιστού και την ελεύθερη διακίνηση της πληροφορίας. Ανυπολόγιστα bits και bytes, άσοι και μηδενικά πηγαίου κώδικα, διακινούταν ανάμεσα σε δισεκατομμύρια υπολογιστές, έξυπνα τηλέφωνα, οθόνες αφής και κάθε λογής ηλεκτρονικά μπιχλιμπίδια.

Ξαφνικά, για πρώτη φορά στην ιστορία, ο κάθε πολίτης είχε πρόσβαση σε ό,τι χωρούσε ο νους του, σημαντικό ή επουσιώδες. Επρόκειτο για μια νίκη της τεχνολογίας και για έναν γενναίο νέο κόσμο.

Στο κέντρο του τεχνολογικού οργασμού βρισκόταν τα κοινωνικά δίκτυα, με πρώτο ανάμεσα τους το facebook. Σ' αυτά, κατασκευάζοντας κανείς ένα ψηφιακό προφίλ, μπορούσε να ανταλλάξει πληροφορία με οποιονδήποτε άλλο χρήστη, σε ένα πλανητικό χωριό πρωτοφανές στην ανθρώπινη εμπειρία.

Αλλά είχαν περάσει κοντά είκοσι χρόνια από την εκκίνηση τους, και τα σημεία κορεσμού άρχισαν να εμφανίζονται. Η δημοφιλία τους έφθινε αργά αλλά σταθερά και όλοι περίμεναν το επόμενο σπουδαίο πράγμα.

Ο Ορίζοντας αναδύθηκε ως ο φυσικός διάδοχος τους. Ξεκίνησε άσημο, πρώτα σε κλειστές κοινότητες πανεπιστημίων των ΗΠΑ, και μέσα σε λίγους μήνες εξαπλώθηκε σαν τη φωτιά σε όλον τον δυτικό –και όχι μόνο– κόσμο, παραγκωνίζοντας για τα καλά τους ανταγωνιστές του.

Θεωρήθηκε κατάκτηση του παγκόσμιου πολιτισμού, και μέχρι τα πράγματα να αρχίσουν να στραβώνουν, όλα έδειχναν να οδεύουν ομαλά.

Ήταν μια απλή αλλά ιδιοφυής σύλληψη που έκανε τον Ορίζοντα τόσο θελκτικό στις μάζες. Παρότι το κοινωνικό αυτό δίκτυο προσέφερε ότι και οι ανταγωνιστές του, όπως προφίλ, «τοίχο» και «likes», υπήρχε μια διαφορά σε σχέση με αυτά, που τελικά του έδωσε και το συντριπτικό πλεονέκτημα.

Μέχρι τότε υπήρχαν όρια. Τα κοινωνικά δίκτυα, στο σύνολο τους πρακτικά, δεν επέτρεπαν τη διακίνηση πορνογραφικού περιεχομένου, ριζοσπαστικών πολιτικών απόψεων και εικόνων γραφικής βίας. Υπήρχε μια λογική, μια σύνεση, που ο Ορίζοντας, ως παράφρονας δίδυμος απλά δεν είχε.

Στη νέα πλατφόρμα δεν υπήρχαν περιορισμοί και όρια. Κανένα. Τίποτα δεν λογοκρινόταν και ο καθένας μπορούσε να διακινήσει όποια πληροφορία επιθυμούσε, από την πιο καθημερινή μέχρι την πιο απίθανη και εξωτική.

Ο πλανήτης εθίστηκε και το νέο κοινωνικό δίκτυο ήταν γεγονός, με εκατοντάδες εκατομμύρια χρήστες να δημιουργούν ψηφιακά προφίλ σε αυτό κάθε εβδομάδα. Μέχρι το τέλος του έτους, το facebook ήταν χθεσινά νέα.

Και τότε ήταν που άρχισαν να δημιουργούνται τα πρώτα προβλήματα. Από εκεί που οι χρήστες διακινούσαν χαζοχαρούμενες φωτογραφίες, άρθρα εφημερίδων και βίντεο τραγουδιών, μια νέα μορφή πληροφορίας πήρε την θέση τους.

Πορνογραφικά βίντεο με κάθε λογής απόκλιση γίνανε κοινό κτήμα παιδιών και εφήβων, γραφική βία από τόπους ατυχημάτων και ιατρικών προβολών άρχισαν να αποτελούν μεσημεριανή συνήθεια, και ένα ψηφιακό bullying, χωρίς χαλινάρι, που αφορούσε την κάθε ηλικία ξεκίνησε να αναδύεται.

Η αλλαγή των συνηθειών των χρηστών έγινε πολύ γρήγορα, και παρόλες τις φωνές που προειδοποιούσαν για τις συνέπειες, η ορμή της νέας παγκόσμιας πραγματικότητας δεν μπορούσε να ανακοπεί.

Οι Κασσάνδρες επαληθεύτηκαν, καθώς ο έλεγχος σύντομα άρχισε να χάνεται σε κάθε άκρη της υφηλίου. Από τις μητροπόλεις του πολιτισμένου κόσμου μέχρι τα χωριά αναπτυσσόμενων χωρών, και από ευκατάστατα αστικά περιβάλλοντα του βορρά μέχρι φτωχογειτονιές του νοτίου ημισφαιρίου, η εγκληματικότητα και η αντικοινωνική συμπεριφορά εκτοξεύτηκαν στα ύψη.

Και δεν επρόκειτο μόνο για κλοπές και διαρρήξεις.

Βίαιες δολοφονίες μεταξύ γειτόνων για ασήμαντη αφορμή, ομαδικοί βιασμοί, αυτοκτονίες παιδιών, σεξ σε δημόσιους χώρους, και ακόμα παραπέρα, με την εμφάνιση κοινωνικών εξεγέρσεων και εστιών πολέμου ανά τον πλανήτη. Ο κόσμος έμοιαζε να τρελαίνεται.

###

Κυβερνήσεις και οργανισμοί, καθώς αντιλήφθηκαν το μέγεθος και το απρόβλεπτο της κατάστασης, έδρασαν αντανακλαστικά. Επιτροπές διανοουμένων και επιστημόνων συστήθηκαν για να εξηγήσουν το φαινόμενο. Το πόρισμα φυσικά δεν άργησε να εξαχθεί.

Ο εκτροχιασμός του παγκόσμιου χωριού είχε όνομα και αιτία, και δεν ήταν άλλη από αυτήν που όλοι φοβούνταν και υποπτευόταν. Ο Ορίζοντας.

Οι επιστήμονες εξήγησαν στους τρομαγμένους πολιτικούς και απλούς πολίτες πως το πρόβλημα είχε ξεκινήσει καιρό πριν, με την έλευση αυτού που θα ονομαζόταν ως Παγκόσμιος Ιστός.

Εδώ, ένα μάθημα ιστορίας μπορούσε να γίνει. Για χιλιετηρίδες, ο ρόλος του πολιτισμού ήταν εν πολλοίς, η χαλιναγώγηση των βίαιων ενστίκτων του ζώου που ονομάζεται άνθρωπος. Αυτό άλλοτε επιτυγχάνονταν με τις θρησκείες, άλλοτε με τα κοσμικά συστήματα, με τις άγραφες απαγορεύσεις, και πάει λέγοντας.

Αλλά το διαδίκτυο τάραξε τη μακραίωνη ισορροπία. Με τη δυνατότητα που παρείχε στον κάθε χρήστη, οποιασδήποτε ηλικίας, να έχει ελεύθερη και απεριόριστη πρόσβαση σε κάθε είδος υλικού, γραφικού και μη, η ανθρωπότητα ήρθε σε επαφή μαζικά με τις πραγματικές ανθρώπινες επιθυμίες. Επιθυμίες που στη ρίζα τους εναντιώνονται στον ανθρώπινο πολιτισμό. Ήταν αυτό που ο Φρόιντ ονόμαζε ασυνείδητο.

Οι επιστήμονες εξήγησαν πως ο πλανήτης, για είκοσι σχεδόν χρόνια, κινούταν πάνω σε μια λεπτή γραμμή, ανάμεσα στην οργανωμένη τάξη και την τρέλα. Ο έλεγχος δεν είχε χαθεί, χάρη στο τελευταίο οχυρό της ανθρώπινης κατάστασης: το ταμπού της προσωπικής ζωής.

Έτσι, ότι και αν κανείς έβλεπε στην οθόνη του, το διαχειριζόταν εν πολλοίς, με το αρχέγονο αίσθημα της ντροπής, και δεν το μοιραζόταν παρά με ελάχιστους άλλους. Τα κοινωνικά δίκτυα ακύρωσαν όμως αυτήν την λειτουργία, και ο Ορίζοντας απλά ολοκλήρωσε το κακό. Ήταν το τελευταίο βήμα σε ένα μονοπάτι που είχε χαραχτεί πολύ καιρό πριν.

Φυσικά οι πολιτικοί προσπάθησαν να απαγορεύσουν τον Ορίζοντα και να λογοκρίνουν ιστοσελίδες πορνογραφικού και βίαιου περιεχομένου. Και προφανώς απέτυχαν. Όπως κάθε μορφή πληροφορίας που κυκλοφορεί στο διαδίκτυο γίνεται κοινό κτήμα των χρηστών, έτσι και αποδεικνύεται η αρχή πως η πληροφορία, από την στιγμή που θα εμφανιστεί, είναι αδύνατον να περιοριστεί. Είναι σαν το νερό σε σπασμένο φράγμα.

Και οι ταραχές συνεχίζονταν με ολοένα  πιο αυξημένη ένταση. Οι πόλεμοι γενικεύονταν και οι εγκληματικές πράξεις γίνονταν όλο και περισσότερο ειδεχθείς. Ο κόσμος έμοιαζε πραγματικά να έχει χάσει το μυαλό του. Σε όλο αυτό δόθηκε το πιο ταιριαστό όνομα. Ήταν το Κακό, που ξεκίνησε αόρατα και έφθασε σε κάθε γωνιά του κόσμου. Ήταν το Κακό που σκότωσε τις οικογένειες απλών ανθρώπων, όπως του Μάνου και του Ντμίτρι.

Κάποιοι φυσικά μίλησαν για το τέλους του κόσμου, άλλοι ταύτισαν τον Ορίζοντα και το διαδίκτυο με το Θηρίο και μέσα σε όλα αυτά, η υστερία συνεχίζονταν.

###

Καθώς  δύο χρόνια μετά την έλευση του Ορίζοντα, το παγκόσμιο χωριό κατέρρεε, οι πιο ισχυρές χώρες, σε μια ιστορική συνάντηση στη Νέα Υόρκη, αποφάσισαν να σταματήσουν τους όποιους ανταγωνισμούς τους και να παραδώσουν τον έλεγχο στις ένοπλες δυνάμεις. Δεν έμοιαζε να υπάρχει άλλη λύση.

Έτσι, μια καινούργια εποχή ανέτειλε για την ανθρωπότητα. Τα αστικά κέντρα οχυρώθηκαν και μετατράπηκαν σε στρατόπεδα. Περιπολίες και έλεγχοι γίνονταν σε όλες τις κατοικημένες περιοχές. Τα πάλαι ποτέ κράτη διαιρέθηκαν σε Ζώνες και όλα πλέον ορίζονταν με κωδικά ονόματα και αριθμούς, κατά την στρατιωτική παράδοση.

Φυσικά το διαδίκτυο απαγορεύτηκε στο σύνολο του και για σιγουριά, τα πράγματα πήγαν ακόμη παραπέρα. Οποιαδήποτε μορφή τεχνολογίας που εμπεριείχε μεταφορά πληροφορίας κατασχέθηκε. Μόνη φυσικά, εξαίρεση αποτέλεσαν τα στρατιωτικά συστήματα και δίκτυα. Έτσι, πέρα από την χρήση ηλεκτρικών συσκευών, όπως κουζίνα και πλυντήριο, ο πλανήτης επέστρεψε στην προβιομηχανική εποχή.

Επιβλήθηκε απαγόρευση κυκλοφορία και η έξοδος από τα σπίτια γινόταν μονάχα υπό προϋποθέσεις, όπως για εργασία και προμήθεια βασικών  και όλα υπό την επιτήρηση των στρατιωτών. Κατοχή παράνομου υλικού τιμωρούταν με αυτόματη εκτέλεση, χωρίς ερωτήσεις ή κάποια δίκη.

Στην αρχή υπήρξαν αντιδράσεις, αλλά όταν επήλθε τελικά η δρακόντειος ειρήνη, όσο πιεστική και αν ήταν, μια γενική ηρεμία έμοιαζε να επιστρέφει. Όσοι είχαν αρρωστήσει μεταφέρθηκαν σε ψυχιατρικές κλινικές μέχρι να ηρεμήσουν, ενώ η μαζική διανομή ψυχοφαρμάκων νάρκωσε τα πλήθη. Ο Ορίζοντας εξαφανίστηκε, έστω προσωρινά, και η τάξη επανήλθε. Όλα έμοιαζαν να συνεχίζουν, υπό ένα νέο όμως καθεστώς.

###

Κανείς δεν μπορούσε να πει με ασφάλεια πότε εμφανίστηκε η Αντίσταση. Κάποιοι θεωρούσαν πως ξεκίνησε από πολλές εστίες, σχεδόν ταυτόχρονα, μέσα από την ανάγκη των ανθρώπων, σε κάθε μεριά της γης, να εκφράσουν την αγανάκτηση τους, για την απότομη και σκληρή κατάλυση των δημοκρατικών κεκτημένων.

Ήταν οι άνθρωποι αυτοί, που πίσω από κλειστά δωμάτια και σε σκοτεινά σοκάκια, αντάλλασσαν πληροφορίες, οι οποίες με το πέρασμα του χρόνου γέννησαν παράλληλες και υπόγειες κοινωνίες. Και ήταν όλες αυτές οι αόρατες ομάδες που βήμα το βήμα βρήκαν τρόπο να επικοινωνούν μεταξύ τους, ώστε τελικά να οργανωθούν σε ένα συμπαγές σύνολο.

Άλλοι πάλι πίστευαν πως η Αντίσταση ξεκίνησε κάπου στη βόρεια Αμερική, μέσα σε πανεπιστημιακές κοινότητες, από έναν πρώτο πυρήνα, ο οποίος με τον καιρό έβγαλε «κλωνάρια» προς τον υπόλοιπο κόσμο. Επρόκειτο για το θρυλικό Αρχηγείο, που για άλλους ήταν πίστη, για άλλους πόθος, αλλά για τους περισσότερους, απλά ένας αστικός μύθος.

Ως ανεπίσημη ημερομηνία γέννησης της Αντίστασης θεωρούταν η δημιουργία της ΑΑ ή Αόρατης Αλληλογραφίας. Ήταν μια ιδιοφυής σύλληψη, όπου και αν πρωτοσχηματίστηκε. Ελλείψει άλλης τεχνολογίας, τα μέλη της επικοινωνούσαν σε κωδική γλώσσα, από σημειώματα, χειραψίες, μέχρι συνθήματα γραμμένα σε τοίχους, και η οποία άλλαζε σε τακτική βάση.

Αυτό που ήταν βέβαιο σε όλους, ήταν πως η Αντίσταση είχε πυρήνες, τοπικά δηλαδή αρχηγεία, σχεδόν σε κάθε αστικό κέντρο του ανεπτυγμένου κόσμου, και σε πολλά του λεγόμενου ααναπτυσσόμενου. Η δυναμική της δεν μπορούσε να ανακοπεί, μιας και εξέφραζε μια βαθιά ανθρώπινη ανάγκη· την ανάγκη για ελευθερία. Ήταν λοιπόν, ο πυρήνας της πόλης των Τρικάλων- ή πλέον Ζώνης 31- που πλησίασε τον Μάνο και του ζήτησε να συμμετάσχει στον αγώνα.

Δεν επρόκειτο για τυχαία επιλογή. Ο γιατρός, στο διάστημα που ακολούθησε την εγκαθίδρυση της νέας τάξης, αποτέλεσε πυλώνα της τοπικής κοινωνίας. Πατώντας στα πόδια του, παρά την προσωπική του ωτραγωδία, βοηθούσε, παρέχοντας ψυχική στήριξη και ενδιαφέρον σε όσους πολίτες τη χρειάζονταν, πάντα με ακεραιότητα και δημοκρατικό φρόνημα.

Και έτσι, μέσα στο εσωτερικό της οργάνωσης, ο Μάνος ανακάλυψε νέους τρόπους για να συνεχίσει τους αγώνες του, και νέο σκοπό. Εκεί διαπίστωσε πως τα πράγματα ήταν αρκετά οργανωμένα, καθώς υπήρχε μια διαρκής ροή πληροφορίας, κάτω από τη μύτη του στρατού, ιεραρχική δομή και αλληλεπίδραση μεταξύ γειτονικών πυρήνων.

Το ηγετικό του χάρισμα δεν άργησε να αναδειχτεί μέσα στην ομάδα, και ανέβηκε την πυραμίδα εξουσίας γρήγορα, ώσπου να γίνει τοπικός αρχηγός, ζώντας, όπως όλα τα μέλη του, διπλή ζωή.

Αλλά κανείς δεν ήξερε το εύρος της Αντίστασης, μιας και, για λόγους ασφαλείας, κάθε πυρήνας, και κάθε μέλος ξεχωριστά γνώριζαν μονάχα όσα χρειάζονταν για τον ρόλο τους, ώστε στην περίπτωση συλλήψεων ή ανακάλυψης, ο στρατός να μην φτάσει αρκετά μακριά.

Το κυνήγι των ένστολων ήταν φυσικά μανιώδες, και συνοδευόταν από εκτελέσεις, βασανισμούς και εξαντλητικές ανακρίσεις, μέχρι, πιθανολογούμενα, ειδικές φυλακές σε άγνωστη τοποθεσία. Εν τούτοις, ο πυρήνας Τρικάλων παρέμενε, υπό την αρχηγία του Μάνου, πραγματικά αόρατος, χάρη σε σοφές επιλογές που έκανε, και με τον καιρό η αξία του στον αγώνα μεγάλωνε.

###

Έτσι, τοποθέτησε την έδρα του αρχηγείου κάτω από τη μύτη των ένστολων, και με τη χρήση υπογείων διαβάσεων το έκανε απροσπέλαστο. Τροποποίησε τον κώδικα επικοινωνίας ώστε να μπορεί κανείς να τον μάθει πιο εύκολα, αλλά και να είναι πιο δύσκολο να «διαβαστεί». Τέλος, βελτίωσε την σχέση του πυρήνα των Τρικάλων με τους πυρήνες των γειτονικών πόλεων.

 Ήταν το τελευταίο σκέλος που έκρινε πραγματικά την πορεία του αγώνα. Και αυτό, γιατί ο Μάνος, όπως και όλα τα υπόλοιπα μέλη, δεν μπορούσαν να γνωρίζουν το εύρος της Αντίστασης. Ήξεραν βέβαια πως υπήρχαν πυρήνες σε κάθε μεγάλο αστικό κέντρο της Θεσσαλίας, ενώ με βάση την εσωτερική ιεραρχία, λάμβαναν εντολές από τον πυρήνα Λαρίσης, πλέον Ζώνη 54. Σε ανώτερο όμως, επίπεδο δεν γνώριζε τι συνέβαινε, και από πού το δικό του αφεντικό λάμβανε εντολές. Είχε διατυπωθεί η υπόθεση πως κάπου στην Ελλάδα υπήρχε ένα κεντρικό αρχηγείο, αλλά φυσικά, χειροπιαστή απόδειξη δεν υπήρχε.

Τα πρώτα χρόνια, οι εντολές είχαν χαρακτήρα κυρίως οργανωτικό και ενημερωτικό. Έτσι, λάμβαναν πληροφορίες πάνω στην Αόρατη Αλληλογραφία και την επίκαιρη τροποποίηση του κώδικα, ενημερώσεις μέσα από τα στρατόπεδα για αλλαγές στην ιεραρχία των ένστολων καθώς και λογοκριμένες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

Για τον Μάνο ήταν προφανές πως η περίοδος αυτή ήταν οργανωτικού χαρακτήρα, καθώς οι πυρήνες έπρεπε να σταθούν στα πόδια τους, και αυτό θα έπαιρνε καιρό και θα απαιτούσε υπομονή.

Και πράγματι ο καιρός αυτός πέρασε, και έξι δύσκολα χρόνια μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, η γραμμή άλλαξε και έγινε επιτέλους πιο επιθετική. Έτσι, με την χρήση κατάλληλων πληροφοριών και ένα αξιοθαύμαστο δίκτυο μεταφοράς υλικού, προμηθεύτηκαν υπόγεια, τεχνολογία, από υπολογιστές και μόντεμ, μέχρι καλώδια και εργαλεία επιδιόρθωσης. Επρόκειτο για κατασχεθέντα αγαθά, κατευθείαν από τις αποθήκες του στρατού, και αυτό έδειχνε καθαρά το εύρος της διείσδυσης της Αντίστασης.

Αυτό που είχαν πλέον να περιμένουν, ήταν οι εντολές για τη συνέχεια. Έτσι, αυτή η πρώτη περίοδος, που ονομάστηκε Φάση Ένα, έλαβε τέλος. Λίγους μήνες μετά, νέες διαταγές έφθασαν. Ο πυρήνας Τρικάλων επρόκειτο να υποδεχτεί τον Ντμίτρι και δύο άλλους τεχνικούς από τη Λάρισα. Οι τρεις τους, με πλαστά χαρτιά, πέρασαν τους ελέγχους. Οι εντολές του Μάνου ήταν να τους δεχτεί, χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις. Οι νεοαφιχθέντες είχαν τις δικές τους, απόρρητες, διαταγές.

Ο αρχηγός είχε τις υποψίες του, ως προς τις εντολές αυτές, οι οποίες και επιβεβαιώθηκαν, όταν τα νέα μέλη, σε ελάχιστο χρόνο, «έστησαν» ένα  δίκτυο που συνδεόταν με τα στρατιωτικά τερματικά. Ήταν προφανές πως κάτι σημαντικό είχε ξεκινήσει, ακόμα και αν η μεγάλη εικόνα ήταν προς το παρόν ασαφής. Η περίοδος αυτή είχε την ονομασία Φάση Δύο.

Ήταν οι αυξημένοι έλεγχοι του στρατού και οι συχνές περιπολίες που έδωσαν το στίγμα της νευρικότητας των ένστολων. Τα πρόσφατα γεγονότα δεν μπορούσαν φυσικά να αποτελούν σύμπτωση. Ο αντίπαλος είχε αποκτήσει κάποια ενημέρωση και πηγαίος ενθουσιασμός, ανάκατος με ανυπομονησία, έκανε το Μάνο να περιμένει τη συνέχεια.

Λίγο καιρό αφότου τα δίκτυα στάθηκαν στα πόδια τους, νέες εντολές ήλθαν στον πυρήνα και η Φάση Τρία μπορούσε να ξεκινήσει.

###

Φάση Τρία. Τελική Φάση. Εκδίκηση. Στη λαϊκή φαντασία, η αποκορύφωση του δράματος που κρατούσε σχεδόν μια δεκαετία θα έπαιρνε ποικίλα ονόματα.

Για μήνες, ο Ντμίτρι, χαμένος για ώρες μπροστά στην οθόνη, χτυπούσε τα κουμπιά στο πληκτρολόγιο, ευρισκόμενος σε μια νιρβάνα από γραμμές κώδικα. Έδειχνε πραγματικά να το διασκεδάζει, καθώς βήμα βήμα «έσπαγε» τα τείχη προστασίας του ψηφιακού πυρήνα του στρατηγείου Λαρίσης, και έκανε διείσδυση στο λειτουργικό της βάσης δεδομένων του.

Από όσα γνώριζε και μπορούσε να υποθέσει, επρόκειτο για μια συντονισμένη προσπάθεια όλων των πυρήνων της περιοχής, μια διαδικασία η οποία θα κορυφωνόταν με μια συντονισμένη επίθεση στο διοικητικό κέντρο του στρατού της Θεσσαλίας. Αλλά δεν γνώριζε πολλές λεπτομέρειες. Ο Ντμίτρι και οι τεχνικοί είχαν τις δικές τους εντολές, και τις μοιράζονταν μονάχα στο βαθμό που κρινόταν απαραίτητο.

Φυσικά, ήταν σχεδόν δεδομένο, πως παρόμοια δραστηριότητα λάμβανε χώρα και σε άλλα γεωγραφικά διαμερίσματα ή και ακόμα παραπέρα, αλλά θα έπρεπε να περιμένει να λήξει το δράμα για να έχει τη μεγάλη εικόνα.

Ήταν μια βροχερή μέρα του Οκτώβρη. Δέκα χρόνια σχεδόν από τον ερχομό του Ορίζοντα, όταν νέες εντολές έφθασαν, και η Φάση Τρία μπορούσε επιτέλους να ξεκινήσει. Οι πάντες βρίσκονταν σε αναμονή και ενθουσιασμό, ανάμεικτο με φόβο. Η αποθήκη ήταν μισοσκότεινη, και το μοναδικό φως προερχόταν από τις καύτρες των τσιγάρων και την οθόνη του υπολογιστή. Ο Ντμίτρι χαρούμενος έπαιζε με το πληκτρολόγιο και ο Μάνος, ακουμπισμένος σε έναν τοίχο στο έδαφος, ήταν χαμένος σε μια απαραίτητη ανασκόπηση. Και έτσι, επιστρέφουμε στο παρόν μας.

###

Ήταν το επιφώνημα θαυμασμού του προγραμματιστή, που έβγαλε τον Μάνο από τον λήθαργο του.

«Γιατρέ, η διείσδυση ολοκληρώθηκε! Όπου να’ ναι ανοίγουμε πυρ!»

Ο τελευταίος δεν ήξερε πώς έπρεπε να νιώσει. Δέκα χρόνια δικτατορίας και οκτώ στην Αντίσταση, και φθάνουμε εδώ, σκέφτηκε. Περίμενε να νιώσει κάποια ανάταση, λίγο ενθουσιασμό, αλλά αντί αυτών, ένα βουβό συναίσθημα τον είχε κυριεύσει.

Τις πρώτες μέρες του αγώνα σκεπτόταν συχνά το τέλος. Αλλά οι φαντασιώσεις του ήταν πιο ζωντανές και χρωματισμένες, γεμάτες κλισέ. Εξέγερση των πολιτών, όπλα και αίμα, και μια νίκη που θα τους έκανε όλους ήρωες. Τελικά όμως, η κορύφωση τους έβρισκε σε μια σκοτεινή αποθήκη, να παρακολουθούν ένα παιδί θαύμα να πληκτρολογεί νούμερα σε μια οθόνη, νούμερα που μόνο αυτό καταλάβαινε, και μια επικείμενη επίθεση για την οποία δεν γνώριζε παρά ελάχιστα. Δεν του φαίνονταν τόσο ηρωικά όλα αυτά.

«Σαν αρχηγός, πρέπει εσύ να μας κάνεις την τιμή...» είπε αινιγματικά ο Ντμίτρι, κοιτώντας με ενθουσιασμό τον Μάνο. «Έλα εδώ και πάτα το enter» τον προέτρεψε.

Ο τελευταίος σηκώθηκε, πλησίασε τον προγραμματιστή και έβαλε διστακτικά το δάκτυλο του πάνω στο κουμπί του πληκτρολογίου. Αυτό είναι, σκέφτηκε. Ο δρόμος χωρίς επιστροφή. Και παρότι για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου ένιωσε δισταγμό, τελικά το πάτησε.

Απότομα, ο κώδικας χάθηκε από την οθόνη, και τη θέση του πήραν τα ψηφία μιας αντίστροφης μέτρησης.  Δέκα λεπτά και μετρούσε. Δέκα λεπτά για δέκα χρόνια. Ο Μάνος, γνωρίζοντας πως δεν είχε πλέον ιδιαίτερη σημασία, έκανε την ερώτηση που τον βασάνιζε.

«Και τώρα τι γίνεται;» Δυο χρόνια συνεργαζόταν με τον προγραμματιστή και ούτε μια φορά δεν παρενέβη τον κανονισμό. Πλέον όμως δεν άντεχε.

«Τώρα γιατρέ περιμένουμε τα πυροτεχνήματα!» είπε γελώντας ο Ντμίτρι, και έβαλε ευτυχισμένα τα χέρια πίσω από το κεφάλι του, σε  μια ένδειξη χαλάρωσης.

Μπροστά όμως, στο επίμονο βλέμμα του αρχηγού, τελικά, και μετά από λίγο δισταγμό, συνέχισε. «Σε κάτι λιγότερο από δέκα λεπτά, ένας ιός θα αρχίσει να αναπαράγεται μέσα στο σύστημα των τερματικών του στρατού. Ένας ιός άχρωμος, άοσμος και μη ανιχνεύσιμος».

Καθώς οι απαντήσεις δεν έμοιαζαν να καλύπτουν τον Μάνο, συνέχισε. «Δεν γνωρίζω ούτε ποιος κατασκεύασε τον ιό, ούτε πού. Δική μου δουλειά ήταν να συνδεθώ στα τερματικά του στρατηγείου της Λάρισας και να τον αμολήσω», αναφώνησε.

Από την τσέπη του έβγαλε ένα πακέτο τσιγάρα και έναν αναπτήρα. Αφού έβαλε ένα από αυτά στο στόμα του, το άναψε, παίρνοντας μια απολαυστική ρουφηξιά και συνέχισε.

«Για τους γνωστούς λόγους ασφαλείας, δεν γνώριζα λεπτομέρειες για την ιδιαίτερη φύση του. Αλλά επειδή είμαι κακό και περίεργο παιδί, έκανα μια έρευνα σε έναν από τους πυρήνες του βόρειου Λονδίνου, όπου βρισκόμουν πριν έρθω εδώ».

Στο βλέμμα προσμονής του Μάνου, του έδωσε και άλλες πληροφορίες.

«Έχεις ακουστά το σύστημα Β15Ο; Φυσικά όχι... Επρόκειτο, για να μην πλατειάσω, για έναν πειραματικό ιό που κατασκευάστηκε στο εργαστήρι κάποιου μεγάλου ομίλου στη Silicon  Valley. Σκοπός του ήταν η καταστροφή των υπολογιστών των εταιρικών ανταγωνιστών. Αυτό το κατάφερνε με δυο τρόπους. Πρώτον, διέγραφε από τους σκληρούς δίσκους όλο το περιεχόμενο τους. Τα πάντα όλα. Δεύτερον, για να είμαστε ασφαλείς, υπερφόρτωνε το σύστημα και κατέστρεφε το hardware, μια και καλή. Μέχρι οι κακοί να αντιληφθούν τι συνέβαινε, είχανε μείνει χωρίς τεχνολογία».

Ο αρχηγός, αφού άκουσε τα παραπάνω, σκέφτηκε για λίγο σιωπηλά και έκανε την κατάλληλη ερώτηση.

«Αυτό θα γίνει και σε κάθε στρατηγείο;»

«Καλή ερώτηση γιατρέ» του απάντησε ο Ντμίτρι. «Φυσικά, δεν έχω ενημέρωση για κάτι τέτοιο, αλλά αφού με ρωτάς, με το μικρό μου μυαλό θα κάνω μια υπόθεση. Πιστεύω πως την ίδια συζήτηση που κάνουμε οι δυο μας την κάνουν αυτήν την στιγμή εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες, αγωνιστές σε πυρήνες ανά την υφήλιο. Και ακόμα, πιστεύω πως η επίθεση αφορά τα αρχηγεία του στρατού σε κάθε μήκος και πλάτος του μικρού μας πλανήτη» ολοκλήρωσε, δείχνοντας φανερά ικανοποιημένος.

Στην οθόνη, η αντίστροφη μέτρηση είχε φτάσει στο τρίτο λεπτό από τη λήξη της. Ο χρόνος τελειώνει, συλλογιστικέ ο αρχηγός, όχι για τους ίδιους, αλλά για τα φασιστοειδή που είχαν κάτσει στο σβέρκο ενός ολόκληρου πλανήτη με το πρόσχημα της ασφάλειας του.

Ξαφνικά ένιωσε την ανάγκη να βγει έξω από το αρχηγείο, ώστε να δει από κοντά ό,τι τέλος πάντων, θα λάμβανε χώρα. Αλλά επειδή κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατόν, ξαναπήγε προς το σφραγισμένο παράθυρο και κοίταξε έξω από τις περσίδες.

Είχε μείνει έλα λεπτό. Όλα ήταν ήσυχα. Η περιπολία με βάση το πρόγραμμα θα περνούσε σε λίγα λεπτά. Ίσως για τελευταία φορά. Οι διαταγές από τη Λάρισα ήταν σαφείς: «Μένετε κλεισμένοι στο αρχηγείο και για κανένα λόγο δεν βγαίνετε έξω». Το μόνο που μπορούσαν να κάνουν πλέον ήταν να περιμένουν, για να συμπληρωθεί η μεγάλη εικόνα.

Δέκα δεύτερα, εννιά... Έκλεισε τα μάτια και θυμήθηκε την οικογένεια του. Την κόρη του, τριών ετών, και τη γυναίκα του, που χάθηκαν τόσο άδικα όταν ένας γείτονας, συνταξιούχος έμπορος, εισέβαλε στο σπίτι τους, μέρα μεσημέρι και τις έσφαξε.

Ήταν ο φόβος και η γενική κατάρρευση γύρω του, που τον κράτησαν στα πόδια και δεν χάθηκε στο πένθος. Κάθε σπίτι άλλωστε είχε μια παρόμοια ιστορία, και όλοι με κάποιον τρόπο έπρεπε να επιβιώσουν. Από τότε είχαν περάσει δέκα χρόνια, και αν όλο αυτό το μπάχαλο επιτέλους τελείωνε, είχε ορκιστεί πως θα έδινε χρόνο στον εαυτό του για να κλάψει για τη χαμένη του οικογένεια. Για τη χαμένη του ζωή.

Ένας ήχος βγήκε από τον υπολογιστή, καθώς η αντίστροφη μέτρηση έλαβε τέλος. Ο Ντμίτρι τεντώθηκε στην καρέκλα και άρχισε να σιγοτραγουδά ένα σκοπό στη μητρική του γλώσσα, ενώ οι υπόλοιποι σύντροφοι συζητούσαν μεταξύ τους χαμηλόφωνα, λες και κάποιος θα τους άκουγε. Ήταν ο τρόπος του καθενός να διαχειριστεί την αγωνία του.

Οι εντολές που είχε ο Μάνος τελείωναν κάπου εδώ. Και για πρώτη φορά μετά από όλα αυτά τα χρόνια δεν ήξερε τι να κάνει. Οπότε, απλά περίμενε, κοιτώντας έξω από το παράθυρο. Ο δρόμος πέρα από τις περσίδες έμοιαζε ήρεμος. Καμιά ανθρώπινη παρουσία, κανένας ήχος από ζώα ή αυτοκίνητα. Σαν ολόκληρη η πλάση κάτι να περίμενε να γίνει. Άκουγε όμως την καρδιά του να χτυπά γρήγορα και οι αισθήσεις του βρισκόταν σε εγρήγορση.

 Μετά από λίγα λεπτά που έμοιαζαν με αιωνιότητα, ο ήχος μιας έκρηξης έβγαλε τα μέλη από τους συλλογισμούς τους. Έμοιαζε να έρχεται από την κατεύθυνση του στρατιωτικού φυλακίου. Πρώτη φορά όλα αυτά τα χρόνια άκουγε κάτι τέτοιο, και ο αρχηγός ήξερε πως κάτι γινόταν εκεί έξω.

Έτρεξε στο γραφείο του, και από το συρτάρι έβγαλε ένα οπλισμένο πιστόλι. Ήταν το μόνο όπλο, που η Αντίσταση του είχε προμηθεύσει, για την περίπτωση που όλα στράβωναν. Μια τέτοια στιγμή πιθανά να ήταν τώρα.

Μια δεύτερη έκρηξη ακολούθησε, και σειρήνες ακούστηκαν τόσο δυνατά που σίγουρα θα είχαν φτάσεις στα αυτιά κάθε κατοίκου της πόλης. Κοίταξε αντανακλαστικά γύρω του και είδε τους συντρόφους του να παρατηρούν προσηλωμένοι εκείνον. Κάποιοι έδειχναν φοβισμένοι και άλλοι πιο στωικοί. Όλοι τους όμως, περίμεναν διαταγές, κάποια καθοδήγηση από τον αρχηγό, αλλά μάταια, γιατί ο τελευταίος δεν είχε πλέον άλλες να δώσει.

Έξω στο δρόμο υπήρχε κινητικότητα, με στρατιωτικά οχήματα να σχίζουν την άσφαλτο προς την κατεύθυνση του φυλακίου. Από κάπου μακριά ακούστηκαν πυροβολισμοί. Μα τι διάολο συμβαίνει, σκέφτηκε. Τι άλλο υπάρχει εκεί έξω εκτός της δράσης του πυρήνα; Αλλά φυσικά απάντηση δεν πήρε.

Η «μάχη» δεν κράτησε παρά λίγα λεπτά και οι πυροβολισμοί τελικά σταματήσαν, μαζί με τις εκκωφαντικές σειρήνες. Πέρασε ένα τέταρτο, μετά μισή ώρα και τελικά, μία ολόκληρη, και έξω από το αρχηγείο δεν υπήρχε καμία κινητικότητα. Ο Μάνος πήρε την απόφαση να περιμένει άλλα τριάντα λεπτά και μετά, αν δεν υπήρχε κάποια εξέλιξη, να βγάλει τον κόσμο από εκεί, και στο διάολο οι διαταγές. Έκρινε πως ήταν επικίνδυνο να μείνουν μέσα στην αποθήκη, κλεισμένοι σαν τα ποντίκια.

Αλλά τελικά, δεν χρειάστηκε να πάρει την πρωτοβουλία. Ο ήχος ενός στρατιωτικού τζιπ που σταματούσε έξω από το κτίριο έσπασε τη σιωπή και έκανε τους πάντες να παγώσουν. Θόρυβος από βήματα στις σκάλες και κινητικότητα από την άλλη μεριά της σφραγισμένης πόρτας. Ο Μάνος, με το δεξί χέρι κρατούσε αγωνιώντας το όπλο και ένιωθε τον ιδρώτα να κυλά στο μέτωπο του. Για οκτώ χρόνια το αρχηγείο ήταν αόρατο. Αν ήταν να πέσει, θα το έκανε πολεμώντας.

Ακούστηκε ένα ελαφρύ χτύπημα στην πόρτα, σαν κάποιος καλεσμένος να ήθελε να μπει. Ο αρχηγός κοίταξε τους ανθρώπους του με απορία, αλλά όλοι περίμεναν από αυτόν να πάρει κάποια πρωτοβουλία. Πραγματικά όμως, δεν είχε ιδέα πως να διαχειριστεί μια κατάσταση που δεν περίμενε ποτέ να αντιμετωπίσει.

Το χτύπημα επαναλήφθηκε, ευγενικά όπως και πριν. Δεν είχε νόημα να παίξει το γάτο με το ποντίκι μαζί τους. Προφανώς γνώριζαν πως ήταν κάποιοι κρυμμένοι εκεί μέσα, και εξάλλου, θα μπορούσαν απλά να σπάσουν την πόρτα αν το ήθελαν.

Μια φωνή, από την άλλη πλευρά έσπασε τη σιωπή. «Ανοίξτε, είστε ασφαλείς!»

Ασφαλείς, σκέφτηκε σαρκαστικά ο Μάνος. Οκτώ χρόνια στο κυνήγι και είχαν ξεχάσει το νόημα της λέξης αυτής. Και αν όλο αυτό ήταν μια μπλόφα, ένα κόλπο για να τους συλλάβουν αναίμακτα;

«Ανοίξτε, όλα τελείωσαν! Η Φάση Τρία ήταν επιτυχής!» συνέχισε ο ίδιος ομιλητής, πιο δυνατά αυτήν την φορά.

Τελικά, ο Μάνος έκανε αυτό που όριζε το πόστο του. Πήρε μια απόφαση. Δεν είχε νόημα να μην ανοίξει την πόρτα, εξάλλου όπλα εκτός από τον ίδιο δεν είχε κανείς στο αρχηγείο. Αν ήθελαν να τους συλλάβουν θα ήταν πολύ απλό. Έτσι, αφού πλησίασε την σφραγισμένη πόρτα και ξήλωσε τα δυο δοκάρια που την έφραζαν, την άνοιξε αργά.

###

Για πολλά χρόνια, θα αναπολούσε την είσοδο των στρατιωτών στο αρχηγείο, και την λύτρωση που ακολούθησε. Πράγματι, ήταν οπλισμένοι ένστολοι, αλλά δεν τους απείλησαν, ενώ στα πρόσωπα τους ήταν ζωγραφισμένος ο ενθουσιασμός. Και είχαν μια ιστορία να πουν. Έτσι, βγήκαν, όλοι μαζί, έξω από το μυστικό κρησφύγετο, από την κανονική του πόρτ δαα αυτήν την φορά, σε μια πόλη στην οποία υπήρχε έντονη κινητικότητα, από στρατιώτες και μη. Ο επικεφαλής αξιωματικός άρχισε τελικά να τους διηγείται.

Για το πώς, μέσα στο σκοτάδι του στρατοπέδου, κάποιοι ανάμεσα τους, είχαν αντίθετη άποψη για τις αποφάσεις που λαμβάνονταν και πίστευαν πώς οι ένοπλες δυνάμεις έπρεπε να προστατεύουν και όχι να καταδυναστεύουν, πώς ένας άλλος τρόπος έπρεπε να βρεθεί. Τους μίλησε για την Αντίσταση, που τους πλησίασε και τους έδωσε ελπίδα και όραμα, πως κάτι πράγματι γινόταν, έστω και αόρατα.

Οι εντολές ήταν απλές. Να εκτελέσουν κανονικά τα καθήκοντα τους και να περιμένουν τις επόμενες οδηγίες. Τα χρόνια όμως, περνούσαν και κάποιοι είχαν απογοητευτεί, καθώς πίστεψαν πως η Αντίσταση είχε αδρανήσει ή χειρότερα νικηθεί.

Αλλά πριν λίγο καιρό οι διαταγές ανανεώθηκαν και μιλούσαν για το δίκτυο, και πως, όταν αυτό κατέρρεε, έπρεπε να πάρουν τον έλεγχο των στρατοπέδων. Ήταν κάτι εφικτό. Και έτσι περίμεναν και σχεδίαζαν. Προς το τέλος, κάποιες πληροφορίες είχαν διαρρεύσει, αλλά πλέον δεν είχε τόση σημασία μιας και τα πράγματα είχαν πάρει το δρόμο τους.

Τα δίκτυα του στρατηγείου της Λάρισας και συνεπακόλουθα όλης της Θεσσαλίας, κατέρρευσαν την προγραμματισμένη ώρα και στο χάος που ακολούθησε, οι αντιφρονούντες στρατιωτικοί πήραν τον έλεγχο. Πλέον όλοι μπορούσαν να αναπνεύσουν ξανά.

###

Ο Μάνος καθόταν μόνος σε μια καφετέρια στον κεντρικό πεζόδρομο της πόλης. Τα καταστήματα εστίασης ήταν φυσικά κλειστά όλα αυτά τα χρόνια, και η απόλαυση ενός καλού καφέ σε αυτά ήταν μια ένοχη φαντασίωση. Ο πεζόδρομος ήταν πλημμυρισμένος από απλούς πολίτες κάθε ηλικίας, που πανηγύριζαν έξαλλα το τέλος της χούντας. Αγκαλιές, γέλια και κλάμα από ανθρώπους που μπορούσαν να ελπίσουν για μια ακόμα φορά.

Δεν είχαν περάσει πολλές ώρες από την απελευθέρωση, και τα πάντα κινούνταν γρήγορα. Είχε πολλά να σκεφτεί, μιας και το παζλ που ήταν ατελές, λόγω της εσκεμμένης άγνοιας που επικρατούσε στο εσωτερικό της Αντίστασης, μπορούσε πλέον να αρχίσει να συμπληρώνεται.

Ήταν μια θαυμαστή εικόνα. Περιέγραφε έναν αγώνα σε επίπεδα. Αντίσταση στο εσωτερικό των πόλεων και των στρατοπέδων, σε πανεπιστήμια και οργανισμούς, για αρχηγεία μέσα στα αρχηγεία, χωρίς γνώση ενός του άλλου.

Το πιο θαυμαστό, φυσικά ήταν η ελεγχόμενη ροή της πληροφορίας, αδιανόητα περίπλοκη και θαυμαστά αυθεντική. Ήταν αυτή που τελικά καθόρισε το αποτέλεσμα και με κάποιον τρόπο συντόνιζε τα πάντα.

Στην κορύφωση, την συγκεκριμένη ώρα, όλοι οι προγραμματιστές, όπως ο Ντμίτρι, επιτέθηκαν συντονισμένα στο τοπικό τους στρατηγείο, προκαλώντας την κατάρρευση του, και αφού οι τοπικές μονάδες «έπεσαν», ακολούθησε και το κεντρικό στρατηγείο, που βρισκόταν τελικά στην Αθήνα, λίγα λεπτά μετά από μια δεύτερη επίθεση άγνωστης προέλευσης.

Τόσα μυστήρια, το ένα χέρι να μην ξέρει τι κάνει το άλλο, σκέφτηκε ο Μάνος. Και στον πυρήνα όλων αυτών το Κεντρικό Αρχηγείο. Τα χρόνια που θα ακολουθούσαν, θα γινόταν μεγάλη σπέκουλα για το κατά πόσο είχε υπάρξει πραγματικά.

Δεν ήταν παράλογη ερώτηση μιας και τα μέλη του δεν αποκαλύφθηκαν ποτέ, ούτε και η έδρα του. Κάποιοι ευφάνταστοι έφτασαν στο σημείο να  υποθέσουν πως δεν υπήρχε καμιά κεντρική οργάνωση, κανένα Αρχηγείο, και πως όλη αυτή η δομή οφειλόταν σε μια αυτοοργάνωση που προήλθε από την πολυπλοκότητα του ίδιου του συστήματος.

Όποια και αν ήταν η πραγματικότητα, για τον Μάνο το Αρχηγείο θα ζούσε για πάντα μέσα του, με ή χωρίς μέλη. Ήταν αυτό που του έδινε δύναμη όλα αυτά τα χρόνια και το έκανε να ελπίζει.

Και ο καφές ήταν πραγματικά εξαιρετικός...

###

Η πόλη γιόρταζε την επέτειο. Ένα έτος χωρίς το καθεστώς, και όπως ακριβώς πριν 365 ημέρες, ο Μάνος στο ίδιο μαγαζί με τότε παρατηρούσε γαληνεμένος τους συντοπίτες του, που είχαν επιστρέψει ή  προσπαθούσαν να επιστρέψουν στην καθημερινότητα τους.

Ήταν μια δύσκολη χρονιά αυτή που έφυγε, πολλές οι πληγές που έπρεπε να γιάνουν. Άλλοι είχαν χάσει τις οικογένειες τους ή η ζωή τους είχε διαλυθεί με ποικίλους τρόπους, ενώ άλλοι χρειάζονταν ψυχική βοήθεια για να ξεπεράσουν την αρρώστια όλης αυτής της περιόδου.

Αλλά, αρκετά εντυπωσιακά, οι πιο πολλοί είχαν προσπαθήσει να ξαναστήσουν την καθημερινότητα τους, σαν θεραπεία και σαν λύτρωση. Οι στρατιώτες γύρισαν πίσω στα πόστα τους, και η κοινωνική ζωή άρχισε πάλι να δομείται.

Έγιναν στρατοδικεία και, μεταξύ ακαδημαϊκών και επιτροπών των ενόπλων δυνάμεων, άνοιξε μια μεγάλη συζήτηση, για να απαντηθεί το πώς η παγκόσμια κοινότητα άφησε τα πράγματα να ξεφύγουν τόσο. Θα έβρισκαν με τον καιρό τις απαντήσεις, ο Μάνος ήταν βέβαιος για αυτό, και ήταν κάτι που έπρεπε να γίνει στον δρόμο προς την ίαση.

Ο ίδιος, πίσω στο νοσοκομείο και στη μικρή πόλη, αντιμετωπιζόταν σαν τοπικός ήρωας, τώρα που τα στόματα είχαν ανοίξει και δεν χρειαζόταν πια να κρύβεται. Στο θαυμασμό των ανθρώπων απαντούσε με μια γλυκιά αμηχανία, μιας που όλο αυτό ήταν κάτι που δεν περίμενε ποτέ του να συμβεί.

Θα συνέχιζε σαν γιατρός, και θα προσπαθούσε να ξαναστήσει τη ζωή του. Δέκα χρόνια ήταν πολλά, και αν έκρινε από τη θέρμη πολλών γυναικών που υπήρχαν γύρων του, δε θα υπήρχαν ιδιαίτερα προβλήματα.

Ο Ντμίτρι γύρισε πίσω στην Λευκορωσία  για ένα σύντομο διάστημα, ως μέλος της εκεί Εθνικής Επιτροπής για την Ψηφιακή Τεχνολογία. Με το κύρος που είχε αποκτήσει, χάρη στον ρόλο του στην Αντίσταση, η γνώμη του είχε ιδιαίτερη σημασία.

Και φτάνουμε τελικά στην ταμπακιέρα, το ζήτημα της τεχνολογίας. Στο διάστημα όλων αυτών των μηνών, έγιναν πολλές συζητήσεις, τόσο επίσημες, όσο φυσικά και άτυπες, για το τι έπρεπε να γίνει με το ψηφιακό σύμπαν και τον Ιστό, πιο συγκεκριμένα.

Υπήρξαν διάφορες απόψεις. Κάποιοι υποστήριζαν, σαν νέοι ζηλωτές, πως το Κακό ξεκίνησε με τον Ιστό, και ως εκ τούτου, έπρεπε να καταργηθεί από τη ρίζα του, ώστε η ανθρωπότητα να μην διακινδυνεύσει να ξαναζήσει παρόμοια γεγονότα. Ήταν μια ακραία φωνή, αλλά υπήρχε  πλέον το ιστορικό προηγούμενο, και μαζί του ένα μάθημα που έπρεπε να διδαχτεί. Για το πώς η διάδοση της γνώσης, εφόσον αφεθεί ανεξέλεγκτη και χωρίς κριτήρια, δεν θα οδηγήσει στο φως αλλά στο σκοτάδι.

Όσο και αν η άποψη των φανατικών είχε κάποια απήχηση, άλλο τόσο έπρεπε να αναλογιστούν όλοι το κόστος της οπισθοδρόμησης. Στα οκτώ έτη της δικτατορίας, η ανθρωπότητα βίωσε την επιστροφή σε μια παλαιότερη τεχνολογικά περίοδο, και η εμπειρία ήταν πικρή.

Έτσι, επικράτησε τελικά η μετριοπαθής φωνή, αυτή της ελεγχόμενης διακίνησης της πληροφορίας. Από εδώ και στο εξής, η παγκόσμια κοινότητα θα θέσπιζε σκληρούς όρους, βάσει ηλικίας, ψυχοσύνθεσης και μορφωτικού επιπέδου. Ανάλογα με τη συγκρότηση του καθενός η πρόσβαση θα ήταν μέχρι ένα βαθμό, ειδικά για τα πιο γραφικά τμήματα του διαδικτύου.

Παράλληλα, μια διεθνής καμπάνια θα λάμβανε χώρα, σε σχολεία, τόπους εργασίας, εκκλησίες και σπίτια, για τους κινδύνους αλλά και για τα κέρδη της εποχής της πληροφορίας, και όλοι ήλπιζαν να έχει κάποιο αποτέλεσμα.  Όσα και αν είχαν συμβεί, ο πολιτισμός έπρεπε να προχωρήσει. Φυσικά, κίνδυνος εκτροχιασμού πάντα θα υπήρχε, αλλά όλα τα άξια και σημαντικά πράγματα είχαν ρίσκο. Αυτή τη φορά, ευχήθηκε ο Μάνος, η ανθρωπότητα ας μάθει από τα λάθη της.

Δημήτρης Χατζηλάκος