Στη λάθος πλευρά του παραδείσου (Κεφάλαιο 16)

Ρούμελη 6 Ιουνίου 1933
«Πατέρα τα' μαθες; Έγινε απόπειρα δολοφονίας εναντίον του Βενιζέλου!» φώναξε από το χαμηλό παράθυρο ο νεαρός Αλέξης Γιαννόπουλος.
 O άνδρας, αφού απομάκρυνε με την ανάστροφη του χεριού του τις χοντρές στάλες ιδρώτα που είχαν στην κυριολεξία κολλήσει στο μέτωπό του, κατευθύνθηκε από το μικρό χωράφι προς το σπίτι.
«Τι ‘ναι ορέ Αλέξ’; Τουν φάγαν τουν ηγέτ’;»
 «Όχι πατέρα, δεν σου είπα κάτι τέτοιο. Απόπειρα ήταν. Απόπειρα όπως την άλλη φορά. Θυμάσαι; Στη λεωφόρο Κηφισίας! Τη γλίτωσε όμως πάλι. Μάλλον είναι τυχερός...»
«Ευλοημένο να τουν λες. Ακούς τι σ’ λέω; Ευλοημένο! Τουν αγαπάει ου Θιός! Δε μι λες όμως, ‘σύ τι φτιάνς;»
 Ο Αλέξης πήρε ένα κάπως αμήχανο ύφος. Ήξερε πολύ καλά πως δεν ήταν μια απλή ερώτηση. Μπορεί ο πατέρας του να μην ήταν μορφωμένος μα ήταν πανέξυπνος.
«Να, έχω δημιουργήσει κάτι πολύ όμορφο...» Ο άνδρας απέναντί του έκανε έναν μορφασμό αποτροπιασμού.
«Τι να σ’ πω ορέ Αλέξ! Μι  φαίνεται είσ’ ντιπ για ντιπ χαϊβάν. Άιντι να μι βοηθείσ’ μι τα ζα!»
 Ο νεαρός δε μίλησε γιατί δεν ήθελε να τον εκνευρίσει πιότερο. Αγαπούσε και τους δύο τους γονείς του κι ως ένα σημείο κατανοούσε το δικαιολογημένο άγχος του πατέρα του για το επαγγελματικό του μέλλον. Πίστευε πως ο γιος του δεν έπρεπε να γίνει μαραγκός, αφού κατά τη γνώμη του δεν θα έμπαινε ψωμί στο σπίτι του. Όφειλε να ακολουθήσει την οικογενειακή παράδοση και να γίνει ένας καλός αγρότης με τη σοδειά του και τη σιγουριά του!
Η δουλειά στο χωράφι συνήθως πονοκεφάλιαζε τον Αλέξη, ωστόσο είχε μάθει τα πάντα και μπορούσε άνετα να χαρακτηριστεί ως το δεξί χέρι του πατέρα του, του κυρ-Γιάννη. Το μεράκι του για το ξύλο το είχε κολλήσει απ’ τον φίλο του τον Μιχάλη που ήταν γιος μαραγκού. Μεράκι και ταλέντο ενώθηκαν βάζοντας κυριολεκτικά φτερά στα χέρια του. Σε ελάχιστο χρόνο δημιουργούσε σωστά κομψοτεχνήματα.
«Πατέρα πρέπει να σου μιλήσω» ο Αλέξης ήταν πολύ νευρικός. Ήξερε πως θα ακολουθούσε μεγάλη "καταιγίδα".
«Τι ‘ναι παιδί μ’;»
«Να... θα πρέπει να λείψω για κάποιους μήνες».
Ο κυρ-Γιάννης δεν καταλάβαινε. Εδώ είχαν δουλειές στο χωράφι κι εκείνος μιλούσε για ταξίδια; Η μητέρα του Αλέξη η Βάσω δεν μίλησε. Ήταν της λογικής ότι ανάμεσα στις αρσενικές κουβέντες δεν χωρούσε λέξη από θηλυκό!
«Θα φύγω μαζί με τον Μιχάλη και τον πατέρα του για Βερολίνο. Ο Μιχάλης έχει εκεί έναν θείο Ελληνογερμανό από την πλευρά της μάνας του».
«Ορέ παλάβωσες Αλέξ’; ‘κεί κνηγάν τ΄ς Ιβραίοι!» πετάχτηκε η μητέρα του. Αυτό δεν μπορούσε να το καταπιεί, παραήταν βαρύ! Ο Αλέξης της έπιασε προστατευτικά τα χέρια και τα ασπάστηκε ευλαβικά σαν να είχε μπροστά του την ίδια την Παναγιά!
«Σώπα μάνα και μη σκοτίζεις χωρίς λόγο το μυαλό σου. Δεν πρόκειται να πάθω τίποτα. Λεφτά πάω να βγάλω. Θα δεις θα γίνω πασίγνωστος και θα με ζητούν από όλο τον κόσμο!»
Η γυναίκα ξέσπασε σε ασταμάτητα κλάματα. Δεν έλεγε να ηρεμήσει.
 «Πάψι μαρή! Ας φάει του κιφάλι τ’!»
Με κρότο άνοιξε την εξώπορτα...

Βερολίνο 1933

Ο Μαξ Λίμπερ βημάτιζε πάνω κάτω στο νέο του γραφείο. Από τη μια χαιρόταν που είχε πάρει την προαγωγή, από την άλλη όμως αισθανόταν λίγο άσχημα απέναντι στον φίλο του πλέον Τόμας Σμιτ. Ο Σμίτ ήταν το απόλυτο φαβορί γι' αυτό το πόστο, μα ο Αδόλφος έκανε τελευταία στιγμή την ανατροπή.
«Θα είχε τους λόγους του!» ήταν η κοφτή και γεμάτη πικρία απάντηση του Σμιτ στο άκουσμα αυτής της είδησης από τον ίδιο τον Λίμπερ. Το τηλέφωνο ήχησε εκνευριστικά δυνατά. Ο άνδρας το σήκωσε αμέσως.
«Ναι, ας περάσουνε! Τους έχετε ελέγξει για οπλοκατοχή; Ωραία, ωραία».
Τρεις Έλληνες ταλαντούχοι μαραγκοί, τους οποίους του είχε συστήσει ένας αξιωματικός, θα προσπαθούσαν να σουλουπώσουν το κάπως μουντό γραφείο. Τους περίμενε να μπουν στο γραφείο και συνεννοήθηκε με τον θείο του Μιχάλη, μιας και ήταν ο μόνος που μιλούσε γερμανικά. Στην πόρτα φάνηκε η Σιμόν.
«Πατέρα σε ζητούν» είπε.
Η όμορφη θωριά της δεν πέρασε απαρατήρητη από τον Αλέξη που απέμεινε να την κοιτά λιγωμένος. Ο Μιχάλης τον σκούντησε.
«Τι κάνεις βρε τρελέ; Ετούτοι εδώ έχουν σκοτώσει κόσμο για πολύ λιγότερα».
Ο Αλέξης γύρισε το κεφάλι τρομαγμένος. Σαν να το έκανε επίτηδες, η Σιμόν παρέμενε στην πόρτα και παρακολουθούσε τους τρεις άντρες που μετρούσαν και σημείωναν. Υπό άλλες συνθήκες, ο μελαχρινός εκείνος νεαρός, με τους στιβαρούς του ώμους και τα μελιά μάτια, θα της προκαλούσε κάποιο ενδιαφέρον. Μα τώρα το μυαλό της ήταν αλλού. Ο Αντόν της είχε μηνύσει πως έπρεπε να τη δει για να μιλήσουν.
Έκανε αέρα με τη βεντάλια της. Ένιωθε δυσφορία, εδώ και μέρες δεν ένιωθε καλά, ζαλιζόταν. Ξάφνου, άφησε έναν μικρό αναστεναγμό και σωριάστηκε στο πάτωμα. Οι τρεις άντρες παράτησαν τα σύνεργα και έσπευσαν να βοηθήσουν. Ο Αλέξης την πήρε αγκαλιά για τη βάλει να ξαπλώσει στο ντιβάνι που υπήρχε στον χώρο.
Στη μύτη του ήρθε ένα διακριτικό άρωμα λεβάντας που έκανε την καρδιά του να σκιρτήσει και τις παλάμες του να ιδρώσουν. Την απίθωσε απαλά στο μαλακό στρώμα και σκούπισε με το μαντίλι του τις σταγόνες του ιδρώτα που είχαν σχηματιστεί στο μέτωπό της. Έμεινε να κοιτά την χλωμή της όψη, τον λεπτό της λαιμό, τα όμορφα χαρακτηριστικά της. Έτρεμε.
«Σιμόν!» ακούστηκε η τρομαγμένη φωνή της Ντίτρε.


Χριστίνα Καρρά
             Ηλίας Στεργίου