Η αιώνια μάχη: Η πτώση (Κεφάλαιο 11) - "Η Λοϊάνα"

Ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει δίνοντας σιγά-σιγά τη θέση του στο φεγγάρι, όταν ο Νικόλας μαζί με την Αρετή μπήκαν στο χωριό καβάλα στην Αφροδίτη. Τα πρόσωπα τους ήταν ελαφρώς αναψοκοκκινισμένα και στολισμένα με ένα τεράστιο χαμόγελο.
«Αρετή, πού θες να σε πάω πρώτα, σπίτι ή θες να έρθεις παρέα στο μαγαζί με τα βότανα και ύστερα στον γέρο- Ορέστη και ύστερα να σε πάω στο σπίτι;» την ρώτησε κι ευχόταν να έρθει μαζί του. Δεν ήθελε να την αποχωριστεί ούτε μια στιγμή.
«Θα έρθω μαζί σου για παρέα και για να δω, εάν έχει έρθει κόσμος για το πανηγύρι και να σε προσέχω» είπε και κατέβηκε από την Αφροδίτη.
«Να με προσέχεις;» ρώτησε ο Νικόλας καθώς αφίππευε και εκείνος από την Αφροδίτη.
«Ναι, να σε προσέχω, μπορεί να έχουν έρθει πιο ωραίες κοπέλες από έμενα και να σε ξεμυαλίσουν».
«Για μένα δεν υπάρχει καμιά πιο όμορφη από εσένα» είπε με ένα χαμόγελο καθώς έδενε την Αφροδίτη έξω από την ταβέρνα του Βασίλειου για να μπορούν να κινούνται μέσα στην πλατεία χωρίς να ενοχλούν τους ανθρώπους που ήταν εκεί και ετοιμάζονταν για το πανηγύρι. «Αλλά ποτέ δεν ξέρεις, μπορεί να υπάρχει καμιά μάγισσα και να με μαγέψει να σε ξεχάσω» την πείραξε.
«Ας κάνει καμιά κανένα αστείο και θα δει τη δικιά μου μαγεία» είπε και τον έσπρωξε με τον δείχτη στο στήθος «Μην κάνεις καμία βλακεία, σου το έκοψα το κεφάλι» τον απείλησε.
«Εντάξει, όμορφή μου κυρία».
Πιάστηκαν χέρι-χέρι και μπήκαν στην πλατεία για να δουν πώς θα ήταν την ώρα του πανηγυριού, μα απογοητεύτηκαν. Όλοι οι πάγκοι ήταν καλυμμένοι με σεντόνια. Μάλλον το είχαν προγραμματίσει να ανοίξουν την ώρα που θα ξεκινούσε το πανηγύρι. Το μόνο που ήταν ακάλυπτο ήταν το σημείο όπου θα γινόταν ο χορός και οι τροβαδούροι.

«Δεν έχει τίποτα να δούμε τέτοια ώρα» είπε ο Νικόλας. «Ακόμα και οι πάγκοι που είναι στον δρόμο είναι καλυμμένοι. Δεν πειράζει θα τα δούμε αργότερα, όταν θα έρθουμε για το πανηγύρι» είπε και κίνησε για την πλευρά που ήταν το μαγαζί με τα βότανα. «Έλα, πάμε να πάρουμε καπνό για τον Κάσιο».

Το μαγαζί με τα βότανα ήταν ένα μικρό ξύλινο σπιτάκι. Γύρω-γύρω από αυτό υπήρχε ένας μεγάλος κήπος με κάθε λογής βότανα. Από τα ξύλα της στέγης κρεμιόντουσαν κάθε λογής αποξεραμένα βότανα. Η πόρτα του μαγαζιού ήταν μισάνοιχτη, επάνω σε αυτήν υπήρχε ένα υπέροχο ασημένιο έμβλημα σε σχήμα ενός παράξενου φυτού που επάνω του καθόταν μια μικρή πεταλούδα.

Πολύ παράξενο, σκέφτηκε ο Νικόλας. Τέτοια σύμβολα του είχε πει ο Κάσιος ότι τα χρησιμοποιούσαν μόνο όσοι είχαν δύναμη, μα δεν μπορούσε, εάν υπήρχε τίποτα το παράξενο και το επικίνδυνο θα του το είχε αναφέρει. Τι κάθομαι και ανησυχώ, μπορεί απλώς να είναι έμβλημα του μαγαζιού, καθησύχασε τον εαυτό του. Δεν αναγνώριζε τον εαυτό του. Από τη μάχη με τον Αρίωνα όλο παράξενα γεγονότα νόμιζε ότι γίνονταν. Νικόλα, χαλάρωσε.




«Έλα, πάμε μέσα» είπε στην Αρετή και άνοιξε ακόμα πιο πολύ την πόρτα για να μπορέσουν να περάσουν στο εσωτερικό του μαγαζιού.

Μια έντονη μυρωδιά τους χτύπησε μόλις μπήκαν στο εσωτερικό του μαγαζιού. Μύριζε έντονα από τα διάφορα βότανα που βρίσκονταν μέσα σε αυτό. Ελεύθερος χώρος δεν υπήρχε σχεδόν καθόλου μέσα στο μαγαζί. Παντού υπήρχαν ράφια και ντουλάπια γεμάτα με φυτά και βότανα. Σε μια γωνία βρισκόταν ένας μικρός πάγκος με ένα σφυράκι επάνω.

«Δεν είναι κανένας εδώ» ψιθύρισε στο αυτί του η Αρετή. «Πάμε να φύγουμε, μη μας δει κανένας σε άδειο μαγαζί και πει ότι είμαστε κλέφτες» του πρότεινε.

«Περίμενε, εάν ήταν κλειστό, σίγουρα θα είχαν κλειδώσει την πόρτα. Μπορεί ο ιδιοκτήτης να έχει κάποιο πρόβλημα και…»

«Ευχαριστώ για το ενδιαφέρον, αλλά δεν έχω κανένα πρόβλημα και συνήθως οι πελάτες μιλάνε, όταν μπαίνουν στο μαγαζί και δεν εξερευνούν το εσωτερικό, κύριε. Το όνομα σας;» ακούστηκε μια γυναικεία φωνή πίσω από ένα ράφι.

«Η πόρτα ήταν ανοιχτή και νομίζαμε ότι ήσασταν μέσα και είχατε δουλειά» απάντησε η Αρετή.

«Αυτή τη φωνή την ξέρω. Η Αρετή δεν είσαι;» ρώτησε η γυναίκα και έκανε την εμφάνισή της πίσω από το ράφι, κρατώντας σε κάθε χέρι από ένα δεμάτιο ρίγανη.

Ήταν μια πανέμορφη γυναίκα. Ήταν ψηλή και αδύνατη. Το πρόσωπό της ήταν πολύ όμορφο, γλυκό και σε συνδυασμό με τα πράσινα μάτια της, τα κατακόκκινα χείλη και τα χαλκοκόκκινα σπαστά, μακριά μαλλιά της ήταν εντυπωσιακή. Φορούσε ένα καταπράσινο φόρεμα που τόνιζε ακόμα πιο πολύ τα πράσινα μάτια της.

«Ναι, η Αρετή είμαι, αλλά εσύ ποια είσαι;» ρώτησε με περιέργεια η Αρετή.

«Είμαι μακρινή συγγενής σου, από την πλευρά της μητέρας σου. Το όνομα μου είναι Λοϊάνα» απάντησε η καταστηματάρχισσα. «Ο νεαρός ποιος είναι;» ρώτησε. Άφησε τα δέματα πάνω στον πάγκο κι έκατσε στην καρέκλα που ήταν πίσω από τον πάγκο. Άρχισε να τρίβει την ρίγανη μέσα σε μια γαβάθα.

«Το όνομά μου είναι Νικόλας και είμαι ο φίλος της Αρετής» άπλωσε το χέρι του και η Λοϊάνα το έπιασε «Χάρηκα για τη γνωριμία, μα αν δεν κάνω λάθος…» γύρισε προς το μέρος της Αρετής «Δε μου είχες πει ότι δεν έχεις άλλους συγγενής εδώ στον Λαγανά;»

«Δεν ήξερα ούτε εγώ ότι έχω συγγενείς εδώ πέρα από τους γονείς μου, ούτε η μητέρα μου είχε μιλήσει ποτέ για σένα, Λοϊάνα».

«Όπως είπα και πιο πριν, είμαι μακρινή συγγενής σου και μόλις πριν μια εβδομάδα ήρθα στο χωριό. Αγόρασα αυτό το μαγαζί με τα βότανα μιας και έχω κάποια γνώση πάνω σε αυτά».

Η Αρετή δεν είχε πειστεί, αλλά ούτε ο Νικόλας. Ποια ήταν αυτή που έλεγε ότι ήταν συγγενής με την Αρετή, η οποία δεν είχε ιδέα ότι είχε μια μακρινή συγγενή.

«Τότε γιατί δεν επισκέφτηκες την οικογένειά σου την ημέρα που ήρθες ή τις επόμενες μέρες;» τη ρώτησε ο Νικόλας.

Η Λοϊάνα αναστέναξε. Άφησε τη ρίγανη πάνω στο πάγκο σκορπίζοντάς τη παντού.

«Δεν επισκέφτηκα κανέναν, γιατί εσύ» έδειξε τον Νικόλα «προκάλεσες μεγάλη φασαρία και κανένας δε μίλαγε σε μια ξένη γυναίκα, που μόλις είχε έρθει στο χωριό. Ίσως να φαινόταν παράξενο στους υπόλοιπους χωριανούς σας μια ξένη να επισκέπτεται μια οικεία και…» Σταμάτησε για να πάρει μια ανάσα και κοίταξε την Αρετή μέσα στα μάτια για λίγο και ύστερα ξανά άρχισε να τρίβει τη ρίγανη. «Την τελευταία φόρα που είδα τη μητέρα σου ήταν τότε που γεννήθηκες και την ανάγκασα να σου δώσει το όνομα που έχεις και χρησιμοποιείς».

«Τι πράγμα;» αναφώνησε η Αρετή.

«Έτσι είναι. Εγώ σου έδωσα αυτό το όνομα, η μανά σου μου χρωστούσε μια χάρη και αυτή ήταν η αποπληρωμή».

Η Αρετή είχε μείνει άφωνη με την αποκάλυψη αυτή.

«Δε σε πιστεύω» δήλωσε η Αρετή.

«Ωραία, θα σου το αποδείξω σε λίγο».

«Αφού είδες την Αρετή, όταν ήταν ακόμα μικρή, πώς αναγνώρισες τη φωνή της» είπε δυνατά τη σκέψη του ο Νικόλας.

«Ναι, σωστά» συμπλήρωσε η Αρετή, «Αποκλείεται να είχα την ικανότητα της ομιλίας τότε».

«Νικόλα, φαίνεσαι για έξυπνος άνθρωπος». Σταμάτησε λίγο για να αναστενάξει. «Είπα πιο πριν ότι τη μάνα σου έχω να τη δω από τότε που σε γέννησε, εσένα σε είδα, όταν ήσουν περίπου πέντε χρονών, μαζί με τον πατέρα σου. Είχα έρθει μια φόρα στην Αυγή και παρακάλεσα να έρθω να σε δω, αλλά η μητέρα σου δεν ήθελε, έτσι ο πατέρας σου σε πήρε κρυφά και σε έφερε στο χωριό, αλλά με όρκισε να μην του ξαναζητήσω να το κάνει αυτό».

«Και πώς θα μου το αποδείξεις ότι είσαι συγγενής μου;» θέλησε να μάθει η Αρετή.

«Μόλις πάρετε τα πράγματα για τα οποία ήρθατε στο μαγαζί θα έρθω να επισκεφτώ τους γονείς σου και θα σου αποδείξω ότι λέω την αλήθεια».

Η Αρετή είχε χάσει το συνηθισμένο χαμόγελό της και είχε πάρει μια παράξενη έκφραση που ο Νικόλας πρώτη φορά έβλεπε.

«Εντάξει» συμφώνησε εκείνη.

«Λοιπόν τι θα θέλατε να αγοράσετε;» άρχισε η Λοϊάνα με επαγγελματικό ύφος. «Έχω κάθε λογής βότανα και φυτά που κάνουν για κάθε αρρώστια ή οτιδήποτε άλλο πρόβλημα έχετε».

«Τίποτα από όλα αυτά, θα ήθελα ένα δεμάτι καπνό» είπε ο Νικόλας.

«Καπνίζεις, Νικόλα;» ρώτησε η Λοϊάνα, καθώς σηκωνόταν και προχώρησε ανάμεσα στα ράφια.

«Όχι, είναι για τον φίλο μου, τον Κάσιο» απάντησε ο Νικόλας και του φάνηκε πως μια λάμψη εμφανίστηκε στα μάτια της, μόλις άκουσε το όνομα του Κάσιου κι αν είδε καλά και δεν το φαντάστηκε, ήταν λάμψη χαράς.

«Τι καπνό θα ήθελε ο κύριος Κάσιος;»

«Δεν έχω ιδέα» ανταποκρίθηκε ο Νικόλας. «Δε μου είπε τι καπνό θέλει, μόνο να του αγοράσω».

«Για να ξέρεις, υπάρχουν πολλά είδη καπνού, ανάλογα τον τόπο από όπου τον μάζεψαν, το χρώμα του και την εποχή που τον μάζεψαν. Επειδή είμαι καινούργια στο χωριό θα σου δώσω τον καλύτερο που έχω αυτήν τη στιγμή». Άνοιξε ένα χαμηλό ντουλάπι και έβγαλε ένα κουτάκι και το ακούμπησε πάνω στον πάγκο. Έβγαλε το καπάκι και μέσα είδε ότι το κουτάκι ήταν γεμάτο μέχρι επάνω με έναν ξανθό καπνό που μύρισε έντονα.

«Ορίστε, ο καλύτερος καπνός των τελευταίων δεκαπέντε χρονών από τα περίχωρα της Λίμνης Σαρμεών» ανέφερε την προέλευση του καπνού της.

«Πόσο κοστίζει;» ρώτησε ο Νικόλας βγάζοντας το πουγκί του από την τσέπη του.

«Τίποτα. Είσαστε οι πρώτοι πελάτες που μπήκαν μέσα στο μαγαζί μου από τότε που άνοιξε κι ελπίζω να μου φέρετε τύχη. Αυτή είναι η πληρωμή μου». Και λέγοντας αυτά τα λόγια αυτά έκλεισε το κουτάκι και το έδεσε με ένα κομμάτι λεπτό σχοινί για να μην ανοίξει στον δρόμο και χυθεί το περιεχόμενο του στο δρόμο.

«Μα δεν πρέπει» αντέδρασαν ο Νικόλας και η Αρετή, αλλά η Λοϊάνα τους έκοψε.

«Σας παρακαλώ» επέμεινε.

Ο Νικόλας δεν ήθελε να το δεχτεί, αλλά η επιμονή της καταστηματάρχισσας τον έκανε να υποχωρήσει.

«Ευχαριστώ» την ευχαρίστησε ο Νικόλας.

«Περιμένετε λίγο έξω μέχρι να μαζέψω λίγο εδώ μέσα και να έρθω μαζί σου, Αρετή, να δω του γονείς σου και να πιστείς ότι σου λέω αλήθεια».

Ο Νικόλας και η Αρετή βγήκαν έξω χωρίς να μιλήσουν καθόλου. Ένα δροσερό αεράκι τους χτύπησε στο πρόσωπο αναζωογονώντας τους από τη βάρια ατμόσφαιρα μέσα στο μαγαζί με τα βότανα.

Ο Νικόλας γύρισε και κοίταξε την Αρετή. Το αεράκι έκανε τα μαλλιά της να πετάνε χτυπώντας την απαλά στο πρόσωπο. Το όμορφο πρόσωπό της είχε πάρει ένα σκεπτικό ύφος, καθώς κοίταζε τον κήπο με τα φυτά και τα βότανα.

«Αρετή, θυμάσαι καθόλου εκείνη τη συνάντηση με την Λοϊάνα, όταν ήσουν πέντε ετών;» ρώτησε ο Νικόλας εάν και πίστευε ότι ήξερε την απάντηση.

«Νικόλα…» Γύρισε για να τον κοιτάζει στο πρόσωπο. «Έχουν περάσει δεκαπέντε χρόνια από τότε, εάν ήμουν τότε λίγο μεγαλύτερη ίσως να θυμόμουν εάν είχα συναντήσει ποτέ αυτήν τη γυναίκα, αλλά ήμουν πολύ μικρή».

«Θα μάθεις σε λίγο, όταν σας αφήσω στο σπίτι σου και… Αρετή» την ακούμπησε στον ώμο «θέλω να έχεις το νου σου, τις τελευταίες ήμερες όλο παράξενα συμβάντα συμβαίνουν στο χωριό μας» της ζήτησε.

«Πάντα» τον καθησύχασε.

Δεν πέρασε πολλή ώρα και η Λοϊάνα βγήκε από το μαγαζί της φορώντας ένα μαύρο χιτώνα πάνω από το πράσινο φόρεμά της. Ο χιτώνας κρατιόταν με μια καρφίτσα με το ίδιο έμβλημα-σύμβολο στην πόρτα.

«Το σύμβολο αυτό τι σημαίνει;» ρώτησε ο Νικόλας τη Λοϊάνα δείχνοντας το σύμβολο στην πόρτα και την καρφίτσα.

«Δε σημαίνει τίποτα, είναι το σύμβολο της οικογένειας μου από πολύ παλιά και το έχω και σύμβολο του μαγαζιού μου. Ο καθένας μπορεί να έχει, μπορούμε να πούμε ότι το σύμβολο συμβολίζει τον κάτοχό του».

«Μάλιστα» ήταν το μόνο που είπε ο Νικόλας, το ίδιο πράγμα του είχε πει και ο Κάσιος τις προάλλες.

«Ξεκινάμε;» ρώτησε η Λοϊάνα.

«Ναι» είπε η Αρετή.

«Αλλά πρώτα θα πάμε να πάρουμε την Αφροδίτη από την ταβέρνα του Βασίλειου» συμπλήρωσε ο Νικόλας.

«Έχεις αδελφή, Νικόλα;» ρώτησε η Λοϊάνα ακούγοντας το όνομα του αλόγου του.

«Όχι, Αφροδίτη ονομάζεται το άλογο μου και είμαι μοναχογιός» απάντησε.

«Πώς και οι γονείς σου δεν έκαναν άλλα παιδιά;» συνέχισε να τον ρωτά η Λοϊάνα.

«Δε γνώρισα ποτέ τους γονείς μου» ανταποκρίθηκε και συνέχισε. «Πέθαναν σε μια πυρκαγιά που κατέστρεψε το σπίτι μου και την πόλη που έμεναν οι γονείς μου, την Εστέριολ».

«Λυπάμαι για τους γονείς σου, είναι απαίσιο να μην έχεις γνωρίσει τους γονείς σου και να μη σε έχουν μεγαλώσει εκείνοι που σε έφεραν στη ζωή. Ο Κάσιος ποιος είναι;» συνέχισε τις ερωτήσεις της.

«Ο Κάσιος είναι ο σωτήρας μου, έπεσε μέσα στο γεμάτο φλόγες σπίτι και με έσωσε, αλλά δεν πρόλαβε να κάνει το ίδιο με τους γονείς μου και ο Κάσιος είναι αυτός που με μεγάλωσε σαν γιο του και με έκανε αυτόν που είμαι τώρα».

Η Λοϊάνα ήθελε να κάνει κα άλλες ερωτήσεις, αλλά κρατήθηκε. Υπήρχε αρκετός καιρός για να γίνουν ερωτήσεις και να πάρει τις απαντήσεις, μα τώρα αυτό που προείχε ήταν να πείσει την ξαδέλφη της να αφήσει την Αρετή να την εκπαιδεύσει.

Όταν φτάσανε στο σπίτι της Αρετής ο ήλιος είχε πέσει και το φεγγάρι ξεκινούσε την πορεία του στον ουρανό. Ήταν ακόμα νωρίς για το πανηγύρι, αλλά η ώρα πλησίαζε. Το φεγγάρι ήταν σχεδόν ολόκληρο πράγμα που σήμαινε ότι σε επτά μέρες θα είχαν πανσέληνο.

Η Αρετή προχώρησε μέχρι την πόρτα ακολουθούμενη από τον Νικόλα και τη Λοϊάνα. Σταμάτησε για λίγο και ύστερα άνοιξε την πόρτα προσκαλώντας τον Νικόλα και τη Λοϊάνα στο εσωτερικό του σπιτιού.

Οι γονείς της Αρετής καθόντουσαν στην κουζίνα και κουβέντιαζαν, δεν είχαν αντιληφθεί ότι τρία άτομα είχαν μπει στο σπίτι. Η Αρετή ψιθύρισε στο αυτί της Λοϊάνας να τους μιλήσει αυτή πρώτη και εκείνη έγνεψε καταφατικά το ωραίο κεφάλι της.

«Φάνη, Φωτεινή τι κάνετε;» είπε ζωηρά η Λοϊάνα, καθώς έκανε την είσοδό της στην κουζίνα. Η Φωτεινή σηκώθηκε όρθια με ένα νευριασμένο ύφος, μόλις άκουσε την φωνή της γυναίκας. Πρώτη φόρα έβλεπε ο Νικόλας τη Φωτεινή σε αυτήν την κατάσταση.

Η Φωτεινή πλησίασε τη Λοϊάνα και σταμάτησε ακριβώς μπροστά της. Ήταν έτοιμη να εκραγεί. Κοιταχτήκαν για λίγη ώρα στα μάτια και ύστερα το χέρι της Φωτεινής κινήθηκε αστραπιαία και χαστούκισε τη Λοϊάνα. Εκείνη δεν έκανε καμιά κίνηση για να το αποφύγει και ύστερα από λίγο έγινε κάτι που ο Νικόλας και η Αρετή δεν περίμεναν. Η Φωτεινή αγκάλιασε την Λοϊάνα που πριν από λίγο είχε χτυπήσει.

Καθώς η Αρετή εμβρόντητη έλεγε «Μητέρα», ο Φάνης ταυτοχρόνως καλωσόρισε τη Λοϊάνα με τον πιο απλό τρόπο.

«Καλώς μας βρήκες».

Όταν ηρέμησαν και μετά τις απαραίτητες εξηγήσεις στην Αρετή και στον Νικόλα, κάθισαν όλοι στο τραπέζι και η Φωτεινή σέρβιρε τσάι για όλους.

«Δεν ξέρω πώς να σε φωνάζω» είπε η Αρετή στη Λοϊάνα και όλοι στο τραπέζι ακόμα και ο Φάνης γύρισαν να την κοιτάξουν. «Θεία, ξαδέλφη, Λοϊάνα…»

«Να με λες με το όνομά μου».

«Μητέρα, γιατί ποτέ δεν που είπατε πώς μου δώσατε το όνομά μου;»

«Γιατί ήμουν ακόμα θυμωμένη με την επιλογή της ξαδέλφης μου, ναι της χρωστούσα χάρη, αλλά δεν έπρεπε να μου επιβάλει ποιο όνομα θα έβαζα στην κόρη μου, παρότι το όνομα είναι ωραίο και σου ταιριάζει» απάντησε η μητέρα της με κάποιο θυμό ακόμα στα λόγια της.

Το μόνο που είπε η Λοϊάνα ήταν:

«Έπρεπε να πάρει αυτό το όνομα».

Την επομένη ώρα κουβέντιασαν για πολλά θέματα ακόμα και για τη μάχη του Νικόλα με τον Αρίωνα. Της τα αφηγήθηκαν όλα, ακόμα και το πώς γνωρίστηκαν και ότι κάποια στιγμή σκόπευαν να παντρευτούν. Εκείνη τη στιγμή το πρόσωπο της Λοϊάνας φωτίστηκε από ένα χαμόγελο.

«Για να παντρευτείτε χρειάζονται χρήματα για να μπορείς να στήσεις ένα σωστό σπιτικό» ανέφερε.

«Μετά το πανηγύρι θα πιάσω δουλειά στο σιδηρουργείο και λογικά σε έναν χρόνο θα έχουμε αρκετά χρήματα για να μπορέσουμε να στήσουμε ένα σωστό σπιτικό» της απάντησε ο Νικόλας.

«Ένας χρόνος δεν είναι αρκετός καιρός;» ρώτησε η Λοϊάνα.

«Και τι μπορούμε να κάνουμε;» είπε η Αρετή καθώς έπινε μια γούλια από το τσάι της. «Δουλειές για γυναίκες εκτός από αυτές που έχουν μαγαζί δεν υπάρχουν εδώ στον Λαγανά».

«Μπορείς…» ξεκίνησε να λέει και πλησίασε λίγο το τραπέζι κάνοντας πιο μπροστά την καρέκλα της «να έρθεις να δουλέψεις μαζί μου στο μαγαζί και να μάθεις και τη δουλειά μου. Ίσως μια μέρα σου χρειαστεί, στο μέλλον».

Εκείνη τη στιγμή η Λοϊάνα έριξε ένα φευγαλέο βλέμμα στη Φωτεινή που έκανε πως δεν άκουγε και ασχολούταν με μια τρύπα στην πόδια της.

«Αλήθεια;» αναφώνησε η Αρετή. «Το εννοείς;»

«Βέβαια, θα ήθελα βοήθεια και μια μαθητευόμενη στη βοτανολογία».

«Μαθητευόμενη;» ρώτησε η Αρετή.

«Ναι, για να δουλέψεις σε ένα μαγαζί πρέπει να έχεις κάποια γνώση πάνω στα αντικείμενα που πουλάει…»

Μια ομάδα από πωλητές πέρασε έξω από το σπίτι θυμίζοντας στον Νικόλα ότι έπρεπε να επιστρέψει στο σπίτι για να ετοιμαστεί. Μόλις το ανακοίνωσε, η Αρετή ανέβηκε στο δωμάτιο της και έφερε μαζί της ένα μάλλινο πακέτο πιασμένο με σχοινί. Τον συνόδεψε έως την εξώπορτα, όπου αποχαιρετίστηκαν με ένα φιλί για να τα πουν αργότερα, όταν θα ερχόταν να την πάρει και να τη συνοδέψει στο πανηγύρι.



Νίκος Καρδαμπίκης