Η αιώνια μάχη: Η πτώση (Κεφάλαιο 12/Μέρος Α) - "Το πανηγύρι"

Ανηφόρησε σίγα-σίγα τον λόφο που ήταν το σπίτι του. Τα πάντα γύρω του τον ηρεμούσαν και τον χαλάρωναν, από τα αστέρια στον ουρανό παρέα με την πανσέληνο, το άρωμα των διάφορων λουλουδιών, μέχρι τους σιγανούς ήχους από τα νυχτοπούλια που ετοιμάζονταν να βγουν για κυνήγι.
Προχωρώντας το μάτι του έπιασε μια ροζ λάμψη μέσα στο σκοτάδι. Ήταν μια υπέροχη λάμψη και ήθελε να τη δει από κοντά. Κατέβηκε από την Αφροδίτη και προχώρησε με τα πόδια. Όσο πλησίαζε, η λάμψη απομακρυνόταν, αλλά καθώς ήταν μαγεμένος από το περίεργο αυτό φως, το ακολούθησε. Τον οδήγησε σε ένα μικρό, καταπράσινο ξέφωτο που ήταν γεμάτο από λάμψεις διαφορετικών χρωμάτων. Το ξέφωτο είχε γεμίσει με χρώματα βγαλμένα από το ουράνιο τόξο, καθώς το φως από τις λάμψεις έπεφτε σε ένα μικρό ποταμάκι που περνούσε από εκεί. Δεν ήξερε τι ήταν αυτές οι λάμψεις, αλλά θα ήθελε να ήταν εδώ και η Αρετή για να τις δει. Ήταν σίγουρος ότι θα μαγευόταν κι εκείνη από αυτό το περίεργο, αλλά πανέμορφο θέαμα. Ήθελε να καθίσει κι άλλο να θαυμάσει το θέαμα αυτό, αλλά δεν είχε χρόνο. Έπρεπε να πάει να ετοιμαστεί για το πανηγύρι.
Αλλά θα έφερνε εδώ την Αρετή μόλις τέλειωνε το πανηγύρι για να το δει κι εκείνη, εάν αυτές οι λάμψεις παρέμεναν στο ίδιο σημείο μέχρι εκείνη την ώρα.
Τη στιγμή που αποχωρούσε, άκουσε μέσα στο μυαλό του, όπως τότε που πολεμούσε τον Αρρίωνα, μια φωνή.
«Θα σε περιμένουμε».
Ο Νικόλας δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία σε αυτό και προχώρησε για το σπίτι του.

«Καλησπέρα, Κάσιε, δεν ετοιμάστηκες ακόμα;» ρώτησε τον Κάσιο, καθώς εκείνος καθόταν δίπλα στο παράθυρο καπνίζοντας την πίπα του, χωρίς να έχει κάνει καμιά ετοιμασία για το πανηγύρι.

«Δεν έχω σκοπό να κατέβω, είμαι πολύ κουρασμένος για τέτοιες γιορτές». Γύρισε προς το μέρος του. «Τον καπνό που ζήτησα τον έφερες;»

«Ναι, ορίστε» είπε κι έβγαλε το κουτάκι μέσα από την τσέπη του και του το έδωσε. Τότε θυμήθηκε ότι ο Κάσιος δεν ήξερε ότι είχε έρθει καινούργιος άνθρωπος στο χωριό τους, έτσι του αφηγήθηκε όλη τη συνάντηση με τη Λοϊάνα.

Το μόνο σχόλιο που έκανε ο Κάσιος ήταν «Μάλιστα» και ύστερα ζήτησε από τον Νικόλα να την περιγράψει.

«Ευχαριστώ, Νικόλα. Τώρα πήγαινε να ετοιμαστείς» ήταν τα λόγια του μόλις τέλειωσε με την περιγραφή.

«Κάσιε, δε σε αφήνω εδώ μόνο σου, εάν δεν πας να ετοιμαστείς κι εσύ για το πανηγύρι θα καθίσω εδώ μαζί σου να σου κάνω παρέα» του είπε ο Νικόλας με θυμωμένο ύφος.

«Και θα αφήσεις την Αρετή μόνη της; Δε φοβάσαι τις συνέπειες;» ρώτησε ο Κάσιος, καθώς φυσούσε ένα μεγάλο σύννεφο καπνού από τα ρουθούνια του.

«Θα καταλάβει, δεν μπορώ να σε αφήσω μόνο σου τώρα που δεν υπάρχει σοβαρός λόγος, και αλήθεια γιατί δε θέλεις να κατέβεις στο χωριό για το πανηγύρι;» τον ρώτησε.

«Δεν έχω όρεξη για πανηγύρια και γλέντια» του είπε με θλιμμένο ύφος.

«Θα έρθεις. Μην ξεχνάς, ότι δικιά σου ιδέα ήταν να ανακοινώσουμε τον αρραβώνα στο χωριό και δε θα το χάσεις. Σε χρειάζομαι να είσαι εκεί μαζί μου, όχι μόνο στις άσχημες στιγμές, αλλά και στις ευχάριστες. Εξάλλου και μόνος σου το είπες… Θα αντέξεις τις συνέπειες της Αρετής;» τον στρίμωξε ο Νικόλας και ήξερε ότι το επιχείρημα τον είχε πείσει να έρθει. Την Αρετή την είχε συμπαθήσει από την πρώτη στιγμή που την είχε γνωρίσει και δεν ήθελε να τη στεναχωρεί.

Ο Κάσιος αναστενάζοντας σηκώθηκε.

«Θα έρθω» είπε. Πήγε πρώτα στο τζάκι και άδειασε τον καμένο καπνό από την πίπα του μέσα σε αυτό και ακολούθησε τον Νικόλα που ανέβαινε στο δωμάτιό του.

Το δωμάτιο ήταν βυθισμένο στο σκοτάδι, έτσι πήγε στο γραφείο-ντουλάπα και έψαξε για να βρει ένα κερί. Όταν τελικά το βρήκε, το άναψε λούζοντας το δωμάτιο με ένα χρυσαφί φως, δημιουργώντας διάφορες σκιές, οι οποίες χόρευαν καθώς η φλόγα τρεμόπαιζε.

Έβαλε το κερί σε ένα ποτήρι που είχε για να το κρατάει όρθιο κι έπειτα ξετύλιξε το μάλλινο πακέτο που του είχε δώσει η Αρετή. Μέσα βρήκε ένα υπέροχο δώρο.

Μέσα στο πακέτο βρίσκονταν διπλωμένα προσεκτικά ένα λιτό άσπρο πουκάμισο και ένα μαύρο παντελόνι. Έβγαλε τα παλιά του ρούχα, έκανε μπάνιο και ύστερα φόρεσε τα καινούργια του ρούχα. Ταίριαζαν τέλεια πάνω στο σώμα του. Βγήκε από το δωμάτιο του, φόρεσε τις μπότες του και κοίταξε το είδωλό του στον μοναδικό καθρέφτη που είχαν στο σπίτι στον διάδρομο.

Ήταν η πρώτη φόρα που έβλεπε το είδωλό του μετά από εκείνο το πρωινό που έφυγε για να παραδώσει το γράμμα στην Αυγή. Τα μαλλιά του είχαν μακρύνει, το ίδιο και τα γένια του. Δεν είχε συνηθίσει τον εαυτό έτσι, αλλά αυτό που αντίκρισε του άρεσε κι αποφάσισε να το αφήσει έτσι.

Από το διπλανό δωμάτιο εμφανίστηκε ο Κάσιος ντυμένος όλος στα μαύρα. Στα χέρια του φορούσε κάτι μπλε πανέμορφα βραχιόλια με λεπτές φλέβες πάνω τους. Στη μέση του φορούσε τη γνωστή μπλε ζώνη του με το σπαθί του περασμένο σε αυτήν.

«Κάσιε, γιατί φέρεις το σπαθί σου μαζί σου;» ρώτησε με περιέργεια ο Νικόλας.

«Εκτός από το ότι είναι διακοσμητική σήμερα η ζώνη μου, το σπαθί σου δίνει κάποιο κύρος, έτσι και αλλιώς μπορεί να υπάρχει διαγωνισμός ξιφασκίας κι έλεγα να δω πώς είμαι μετά από τόσον καιρό που έχω να εξασκηθώ. Σου προτείνω να φορέσεις και εσύ τη ζώνη σου, με το ξίφος σου ζωσμένο σε αυτήν. Έξαλλου ταιριάζει τέλεια με τα ρούχα σου» του εξήγησε κι εκείνος πήγε στο δωμάτιο του, φόρεσε την ασημένια ζώνη στη μέση και έζωσε σε αυτήν το σπαθί με τη γαλάζια λαβή. Στη συνέχεια βγήκε από το δωμάτιο ακολουθώντας τον Κάσιο στην εξώπορτα.

Πήγανε μαζί στον στάβλο, ο καθένας σέλωσε το άλογο του χωρίς να ανταλλάξουν καμιά κουβέντα και ύστερα ξεκίνησαν για τον δρόμο προς το χωριό.

Το χωριό φαινόταν εντυπωσιακό από τον λόφο. Σε κάθε δρομάκι του υπήρχαν μικροπωλητές με πάγκους, οι οποίοι φωτίζονταν με φανούς, κρεμασμένους από τον έναν πάγκο στον άλλον. Αυτό έκανε το χωριό να φαίνεται σαν να ήταν σε χάρτη που έδειχνε τους δρόμους σε μια πόλη. Όλοι οι φανοί οδηγούσαν στην πλατεία που εκείνο το βράδυ ήταν εντυπωσιακή. Ήταν ένας φωτισμένος κύκλος και στο κέντρο της το μεγάλο κενό που θα γινόντουσαν οι διάφοροι διαγωνισμοί.

Μόλις έφτασαν στο χωριό ο Νικόλας τράβηξε ανατολικά κι ο Κάσιος προς την ταβέρνα του χωριού για να συναντήσει τον Γέρο- Ορέστη, να πιουν καμιά μπύρα και ύστερα να έρθουν στο πανηγύρι.

Παντού έβλεπε οικογένειες, ζευγαράκια να διασχίζουν τα στενά και τον κεντρικό δρόμο εξερευνώντας τους πάγκους, οι οποίοι ήταν φορτωμένοι με κάθε λογής εμπορεύματα.

Στο δρομάκι που ακουλουθούσε ο Νικόλας για να φτάσει στο σπίτι της Αρετής είχαν στηθεί πάγκοι, στους οποίους μπορούσε κανείς να βρει τα πάντα για το σπίτι, όπως είδη προικός και είδη μαγειρικής.

Φτάνοντας στο σπίτι της Αρετής, κοντοστάθηκε λίγο στην εξώπορτα για να ισιώσει το πουκάμισό του και χτύπησε το ρόπτρο. Η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε το πρόσωπο του Φάνη.

«Καλησπέρα, Φάνη» χαιρέτισε κι ο Φάνης άνοιξε πιο πολύ την πόρτα. «Μπορώ να περάσω;» ρώτησε ευγενικά.

«Πέρνα μέσα, Νικόλα» τον κάλεσε αυτός και παραμέρισε για να μπορέσει να περάσει στο εσωτερικό του σπιτιού. Ο Φάνης φορούσε μαύρο πουκάμισο με ασορτί παντελόνι. Στη μέση του φορούσε μια σκούρα δερμάτινη ζώνη.

«Ωραίο μπουκέτο και μυρίσουν και υπέροχα, πού τα βρήκες;» είπε δείχνοντας το μπουκέτο με τα άγρια τριαντάφυλλα, τα οποία είχε μαζέψει νωρίτερα στο ξέφωτο με τις λάμψεις.

«Τα είδα στον δρόμο για το αγρόκτημα και τα μάζεψα για να τα προσφέρω στην Αρετή, μιας και είναι τα αγαπημένα της λουλούδια».

«Έλα να καθίσουμε στην κουζίνα δίπλα στη φωτιά, μέχρι να ετοιμαστούν οι κυρίες».

Στην κουζίνα επικρατούσε μια ευχάριστη θαλπωρή από τη φωτιά. Στο τραπέζι επάνω βρισκόταν ένα κουτάκι μαζί με μια μεγάλη ωραία πίπα. Η πίπα είχε σκαλιστές φιγούρες επάνω της. Ο Φάνης κάθισε στη συνηθισμένη θέση του δίπλα στο τζάκι.

«Λοιπόν, Νικόλα, θα το ανακοινώσετε σήμερα;» ρώτησε ο Φάνης, καθώς άπλωνε τα χέρια του στο τραπέζι για να πάρει την πίπα του μαζί με το κουτάκι που πιθανόν μέσα, να περιέχει καπνό.

«Τι να ανακοινώσουμε σήμερα, Φάνη;» τον ρώτησε ο Νικόλας.

Ο Φάνης απάντησε καθώς στούμπωνε την πίπα του με καπνό από το κουτί που έπιασε από το τραπέζι.

«Νικόλα, νομίζεις ότι πρέπει να παίξουμε αυτό το παιχνίδι τώρα;»

Του Νικόλα πάντα του άρεσε να μη διευκολύνει τον Φάνη, αλλά αυτήν τη φόρα είχε δίκιο. Δεν ήταν ώρα για παιχνίδια.

«Ναι, Φάνη. Μετά τη συζήτηση που είχαμε το μεσημέρι με τον Κάσιο αποφασίσαμε να το επισημοποιήσουμε για να μην δίνουμε αφορμές για να μας σχολιάζουν».

«Ο Κάσιος σχεδόν πάντα έχει δίκιο» απάντησε ο Φάνης καθώς είχε γονατίσει μπροστά στο τζάκι κρατώντας την τσιμπίδα που είχαν για να ανακατεύουν τη φωτιά, χωρίς να κινδυνεύουν να καούν. Κάποια στιγμή βρήκε ένα μακρουλό και λεπτό πυρωμένο κάρβουνο, το έπιασε με την τσιμπίδα και το ακούμπησε στην πίπα για να την ανάψει. Μόλις άρχισε να φυσά αρκετό καπνό πήρε το κάρβουνο από την πίπα του και το ξαναέριξε στη φωτιά, κρέμασε στη θέση της την τσιμπίδα κι έκατσε στη θέση του φυσώντας αρκετό καπνό.

«Ωραίος καπνός» είπε ο Φάνης κι έγειρε προς το μέρος του Νικόλα. «Να θυμάσαι τι μου έχεις υποσχεθεί» του υπενθύμισε με σοβαρό ύφος.

«Πάντοτε. Η ευτυχία είναι ανεκτίμητος θησαυρός» απάντησε με ειλικρίνεια κι ο Φάνης ευχαριστημένος απλώθηκε και φύσηξε ακόμα περισσότερο καπνό, ο οποίος τώρα είχε αρχίσει να σχηματίζει μέσα στο δωμάτιο μια μικρή ομίχλη.
«Φάνη, μπορείς να μου εξηγήσεις τι καταλαβαίνεις που καπνίζεις; Δεν μπορώ να καταλάβω τι βρίσκετε εσύ, ο Κάσιος και άλλοι στο χωριό στο να αναπνέετε καπνό και ύστερα να τον φύσατε πάλι έξω» εξέφρασε μια απορία που είχε εδώ και καιρό.

«Πρέπει να αστειεύεσαι, Νικόλα» ρώτησε ο Φάνης με ένα παιχνιδιάρικο βλέμμα.

«Όχι, δεν αστειεύομαι. Δεν έχω δοκιμάσει ποτέ να καπνίσω γιατί δε με ενθουσιάζει να ρουφάω και ύστερα να φυσάω ξανά έξω τον καπνό».

«Μερικές φορές βοηθάει στο να ηρεμείς και να χαλαρώνεις» είπε και έβαλε ξανά την πίπα του στο στόμα και φύσηξε ένα ακόμα σύννεφο καπνού. «Θέλεις να δοκιμάσεις;» ρώτησε απότομα.

Ο Νικόλας ξαφνιάστηκε από την παρότρυνση του Φάνη να δοκιμάσει να καπνίσει.

«Φάνη, με βάζεις σε πειρασμό» δεν ήξερε τι να κάνει, να δοκιμάσει ή όχι.

«Δοκίμασε για να δεις πώς είναι, πώς ξέρεις πως δεν σου αρέσει, εάν δε δοκιμάσεις;»

«Έχεις δίκιο, για δώσε μου να δοκιμάσω» δέχτηκε και πήρε την πίπα από το απλωμένο χέρι του Φάνη.

«Φύσα λίγο για να φουντώσει και ύστερα ρούφα» τον συμβούλεψε. Ακολουθώντας τις οδηγίες του, κατέβασε στο λαρύγγι του τον ζεστό καπνό, πνίγηκε και άρχισε να βήχει δυνατά. Η γεύση του καπνού ήταν απαίσια, άφησε το στόμα του στεγνό και με μια αίσθηση πικρίλας.

Ο Φάνης γέλασε με το θέαμα.

«Βρε Νικόλα, τον καπνό δεν τον καταπίνουν, αλλά τον φυσάνε αμέσως έξω» γέλασε ξανά κι ο Νικόλας έσπρωξε προς το μέρος του την πίπα.

«Τώρα μου το λες; Ευχαριστώ αλλά δε θα ξαναδοκιμάσω αυτήν την αηδία».

«Σε παρακαλώ» τον μάλωσε ο Φάνης. «Το ότι δεν αρέσει σε εσένα, δε σημαίνει ότι στους άλλους δεν αρέσει» και μάζεψε την πίπα από το τραπέζι. Τη στιγμή που πρόσθετε κι άλλο καπνό στην πίπα του έκανε την εμφάνισή της η Φωτεινή.

Ήταν κομψά ντυμένη με ένα μαύρο αέρινο φόρεμα, το οποίο της έφτανε μέχρι τα γόνατα με τα χέρια της να είναι γυμνά. Τα μαλλιά της τα είχε δέσει με ένα ωραίο κόσμημα στη βάση του αυχένα κι ανέδιδε ένα υπέροχο άρωμα.

«Φωτεινή, είσαι υπέροχη» την κολάκευσε ο Νικόλας κι ο γνωστός Φάνης αντέδρασε.

«Σεμνά, αλλιώς θα τις φας όπως τις προάλλες στην αυλή».

«Σίγα τα αίματα, Φάνη. Σε ευχαριστώ, Νικόλα, καλά που υπάρχεις κι εσύ και ακούμε κανέναν καλό λόγο, γιατί άμα περιμένεις από τον Φάνη καλή κουβέντα, ασ’ τα» πείραξε τον άντρα της και τον φίλησε στο μάγουλο.

«Φωτεινή, παίρνεις κι εσύ μέρος στον διαγωνισμό ομορφιάς;» ρώτησε τη Φωτεινή μιας και δεν την είχε ξαναδεί τόσο προσέχτηκα περιποιημένη.

«Όχι, δε χρειάζεται να αποδείξω σε κανέναν ότι είμαι όμορφη, γιατί με ενδιαφέρει μόνο η άποψη της οικογένειάς μου, αλλά θα πάρω μέρος στον διαγωνισμό μαγειρικής» απάντησε και κάθισε δίπλα στον άντρα της.

«Κρίμα, γιατί είμαι σίγουρος ότι θα κέρδιζες. Τι καλό έχεις ετοιμάσει για τον διαγωνισμό;» ζήτησε να μάθει μιας και είχε αρκετή πείρα από τα φαγητά της και ήταν υπέροχα.

«Έκπληξη και θα πρέπει να περιμένεις μέχρι να έρθει η ώρα για να το μάθεις» τον άφησε να προσπαθεί να μαντέψει.

Κάθισαν και οι τρεις μαζί για λίγη ώρα μιας και η Αρετή δεν άργησε να κατέβει κι εκείνη στην κουζίνα. Όσο την περίμεναν, η Φωτεινή συμφώνησε κι εκείνη ότι έκαναν καλά που θα επισημοποιούσαν τον αρραβώνα τους.

Όταν η Αρετή μπήκε στην κουζίνα, του Νικόλα του φάνηκε ότι η καρδιά του σταμάτησε μερικούς χτύπους κι ύστερα άρχισε να χτυπάει δυνατά, λες και είχε τρέξει ώρα... Του φάνηκε ότι μια θεά είχε κατέβει στην κουζίνα, η αγάπη του γι’ αυτήν τον τρέλαινε.

Έμοιαζε εκπληκτικά στη μητέρα της με τη διάφορα ότι εκείνη ήταν πιο νέα. Φορούσε ένα απλό και μακρύ φόρεμα σε έντονο πράσινο χρώμα, το οποίο είχε στερεώσει η Αρετή στον λαιμό της με μια ασημένια αγκράφα σε σχήμα πεταλούδας. Οι κάτασπροι ώμοι της και τα χέρια της ήταν γυμνά. Το φόρεμα ταίριαζε τέλεια στο σώμα της, τονίζοντας ακόμα πιο πολύ τη χάρη του σώματός της. Ακόμα το έντονο πράσινο χρώμα του φορέματος τόνιζε αρκετά τα μάτια της.

Τα μαλλιά της τα είχε αφήσει ελεύθερα και τα είχε στολίσει μόνο με μια ασημένια κορδέλα στην κορυφή του κεφαλιού της. Ακόμα φορούσε ασημένια σκουλαρίκια σε σχήμα τριαντάφυλλου. Μα ο Νικόλας πίστευε ότι το πιο ωραίο στολίδι επάνω της ήταν τα σμαραγδένια της μάτια, τα οποία του έδιναν δύναμη.

Όταν ο Νικόλας πλησίασε για να της προσφέρει τα λουλούδια ανέπνευσε το υπέροχο άρωμα τριαντάφυλλου που ανέδιδε το σώμα της. Της έδωσε τα λουλούδια και σκέφτηκε πόσο τυχερός ήταν που την είχε στη ζωή του κι έτσι αυθόρμητα, χωρίς να σκεφτεί ότι μπροστά τους ήταν οι γονείς της, τη φίλησε στο στόμα. Εκείνη ανταπέδωσε με θέρμη.

«Σίγα, μας πήραν τα σιρόπια» τους έκοψε ο Φάνης κι εκείνοι έκοψαν το φιλί τους και γύρισαν και οι δυο κατακόκκινοι. Μα ο Νικόλας πρόλαβε να δει τον Φάνη να σκουπίζει με την αναστροφή το χεριού του τα μάτια του. Μάλλον είχε δακρύσει.

«Ξεκινάμε» πρότεινε η Φωτεινή.

«Φυσικά» απάντησε η Αρετή.

«Μπορούμε να κάνουμε αλλιώς;» ρώτησε ο Φάνης. «Αφού αποφάσισαν οι γυναίκες» τελείωσε τη φράση του κι ο Νικόλας χαμογέλασε. Βγήκαν στην αυλή κι ο Φάνης τους φώναξε. «Προσοχή στον κήπο, έναν ολόκληρο χρόνο τον φροντίζω για να κερδίσω φέτος στον διαγωνισμό».

«Εντάξει, Φάνη» πετάχτηκε απότομα. «Μας έχεις ζαλίσει όλον τον χρόνο με τον κήπο σου».

«Προς τα πού πάμε;» ρώτησε ο Νικόλας πιάνοντας το χέρι της Αρετής, καθώς βγήκαν στον κεντρικό δρόμο του χωριού.

«Εμείς πρέπει να πάμε να ετοιμαστούμε για τους διαγωνισμούς μας» είπε ο Φάνης και η Φωτεινή συμπλήρωσε:

«Εσείς μπορείτε να κάνετε ό,τι θέλετε, αλλά να είσαστε το βράδυ στην πλατεία για τον χορό».

«Θα είμαστε» μίλησε η Αρετή και ξεκίνησε για έναν πάγκο με ρούχα τραβώντας τον από το χέρι.

Μόλις πλησίασαν ο πωλητής ξεκίνησε όπως πάντα να εκθέτει τα πράγματα του.

«Ωραία μου κυρία, έχω ό,τι καλύτερο, λινά, μεταξωτά, μάλλινα και σε ό,τι χρώμα θέλετε». Σε κάθε είδος που έλεγε, έδειχνε στην Αρετή και το ανάλογο ύφασμα. Χάζεψαν αρκετή ώρα στον πάγκο με τα ρούχα και τελικά η Αρετή ανακάλυψε ένα υπέροχο λευκό φουλάρι από μετάξι με υπέροχες κυκλικές γραμμές σε έντονο πράσινο χρώμα. Ήταν απλό και αυτό της άρεσε έτσι ο Νικόλας το αγόρασε και της το έκανε δώρο.

Έκαναν αρκετές βόλτες και στάσεις, γυρίζοντας ολόκληρο το χωριό. Παντού υπήρχαν πάγκοι με πολλών ειδών πράγματα. Σε έναν πάγκο με όπλα ο Νικόλας είδε ένα υπέροχο τόξο. Από γυαλιστερό ξύλο ιτιάς, το οποίο ήταν το πλέον κατάλληλο για τόξα, με άσπρη κοκάλινη λαβή γεμάτη μαύρα κυκλικά ανάγλυφα σχέδια, βέλη στολισμένα με φτερά χήνας και η χορδή του ήταν…

«Από ουρά αλόγου κατάλληλα επεξεργασμένη για το τόξο αυτό. Κατασκευάστηκε στο Παλιοχώρι, που όλοι ξέρουν ότι κατασκευάζει τα καλύτερα όπλα» ανέδειξε με τα καλύτερα λόγια το όπλο του, κρατώντας την καλύτερη πληροφορία του για το τέλος ο πωλητής και ο Νικόλας συμπλήρωσε:

«Αλλά αναδεικνύει και τους χειρότερους πολεμιστές επίσης».

Μπορεί να ήταν από ένα απαίσιο χωριό, αλλά το όπλο ήταν εξαιρετικής κατασκευής και ομορφιάς. Ήθελε να το αγοράσει μιας και τις προάλλες που καθάριζε τα όπλα του είδε ότι το τόξο του είχε ραγίσει, αλλά η τιμή του ήταν απαγορευτική για εκείνον, καθώς τα χρήματα που είχε δεν επαρκούσαν.

Καθώς γύριζαν για να φύγουν ένα μικρό κοριτσάκι έπεσε με δύναμη πάνω του και τον αγκάλιασε με δύναμη. Ο Νικόλας και η Αρετή είχαν μείνει άφωνοι και ο Νικόλας, χωρίς να ξέρει τι να κάνει την χάιδεψε λίγο στα μαλλιά και την απομάκρυνε από την αγκαλιά γονατίζοντας για να δει το κοριτσάκι.

«Εσύ» αναφώνησε καθώς την αναγνώρισε.

«Ποιο είναι αυτό το όμορφο κοριτσάκι, Νικόλα;» ρώτησε η Αρετή και έσκυψε για να το χαιρετίσει.

«Είναι η κόρη του Ευστάθιου που ήταν μαζί μου στο κελί τη νύχτα της μάχης» εξήγησε στην Αρετή. «Το χέρι σου πώς είναι;».

«Μια χαρά είναι και σε ευχαριστώ που το έφτιαξες» τον φίλησε στο μάγουλο για να τον ευχαριστήσει και έφυγε απότομα μέσα στο πλήθος.

«Όμορφο κοριτσάκι» σχολίασε η Αρετή. «Πώς το λένε;».

Αλήθεια δεν είχε προλάβει να μάθει το όνομά της τότε στην φυλακή, αλλά ούτε τώρα, γιατί δε σκέφτηκε να ρωτήσει από την έκπληξη που την είχε δει. «Δεν ξέρω το όνομά της, δεν έτυχε να ρωτήσω. Σίγουρα θα είναι εδώ και οι γονείς της».

«Ωραία, μπορεί να τους συναντήσουμε αργότερα. Πάμε να φάμε τίποτα τώρα στο Γλυκό Κρασί γιατί πείνασα, σε παρακαλώ, Νικόλα;» πρότεινε και τον έπιασε ξανά από το χέρι.

«Ένα λεπτό να ξαναδώ το τόξο και φύγαμε».

Δεν πρόλαβαν να γυρίσουν ξανά στο πάγκο και μια αντρική φωνή ακούστηκε πίσω τους να τον φωνάζει. Εάν τον φώναζε αυτή η φωνή ένα μήνα νωρίτερα δε θα ζούσε περισσότερο από εκείνη τη στιγμή αλλά τώρα, δεν μπορούσε να πει ότι χαιρόταν που την άκουγε, αλλά ήξερε ότι ήταν ειλικρινής.

«Ευστάθιε».

Ο Ευστάθιος τους πλησίαζε με γρήγορο βηματισμό κρατώντας την κόρη του από το χέρι και τη γυναίκα του να ακολουθεί.

«Τι κάνεις, Νικόλα;» ρώτησε κι άπλωσε το χέρι του για να τον χαιρετίσει. Εκείνος το έπιασε. Η χειραψία τους ήταν σύντομη.

«Μια χαρά είμαι, εσύ πώς είσαι; Η γυναίκα σου; Την κορούλα σου την είδα πριν από λίγο» ρώτησε ευγενικά.

«Μια χαρά είμαι το ίδιο και η Κατερίνα, αλλά μπορεί να στο πει και η ίδια» και παραμέρισε για να τον χαιρετίσει. Τον αγκάλιασε και τον φίλησε στο μάγουλο. «Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω και πάνω από όλα που είσαι σώος και αβλαβής από τη μάχη σου. Η δεσποινίς ποια είναι;» ρώτησε, καθώς άπλωνε το χέρι της για να χαιρετίσει και την Αρετή, η οποία ανταποκρίθηκε στη χειραψία και συστήθηκε.

«Είμαι η Αρετή, κόρη του Φάνη και σύντροφος του Νικόλα. Χάρηκα για τη γνωριμία».

«Επίσης» είπε χαμογελώντας η Κατερίνα.

«Κατερίνα, θα μου λύσεις μια απορία;»

«Βεβαίως Νικόλα».

«Ποιο είναι το όνομα της κορούλας σου;» ρώτησε και έδειξε το κοριτσάκι που ήταν στον πάγκο με τα όπλα μαζί με τον Ευστάθιο.

«Το όνομα της είναι Φένια» απάντησε.

«Ωραίο όνομα» είπαν μαζί Νικόλας και Αρετή.

«Ευχαριστώ» είπε η Φένια και πλησίασε τον Νικόλα κρατώντας το τόξο που πριν από λίγο κοιτούσε και ήθελε να αγοράσει, αλλά δεν μπορούσε λόγο της τιμής του. «Για σένα, Νικόλα. Δώρο από τον μπαμπά μου και εμένα» του έτεινε το πανέμορφο τόξο, αλλά εκείνος δεν έκανε καμιά κίνηση κι ο Ευστάθιος είπε με επιτακτική φωνή.

«Νικόλα, σε παρακαλώ, δέξου το δώρο αυτό».

«Δεν μπορώ, είναι πολύ ακριβό και δε νομίζω πως έκανα κάτι για να το αξίζω» είπε και έκανε ένα βήμα προς τα πίσω.

Το πρόσωπο του Ευστάθιου σκλήρυνε.

«Νικόλα, με προσβάλεις. Έσωσες τη γυναίκα μου και το παιδί μου από τη φυλακή που τους είχαν κλεισμένους πέντε χρόνια χωρίς να μπορώ να κάνω κάτι για να τους βοηθήσω…»

Ο θυμός ξαναγύρισε στον Νικόλα, γιατί ο Ευστάθιος ήταν παράξενος άνθρωπος και ίσως να έκρυβε κάτι.

«Ευστάθιε, γιατί περίμενες πέντε χρόνια για να ελευθερώσεις τη γυναίκα σου και το παιδί σου, αλλά το έκανες μόλις έπιασαν έμενα;» τον στρίμωξε.

«Περιμέναμε την κατάλληλη στιγμή. Δεν μπορούσαμε να διακινδυνέψουμε την ασφάλεια ολόκληρου του χωριού για μια και μόνο οικογένεια. Δεν ξέρεις τι άνθρωπος είναι ο Σολεών; Σκοτώνει μόνο και μόνο για να σβήσει τη δίψα του για αίμα. Εκείνη την ημέρα οι περισσότεροι άντρες του είχαν έρθει στον Λαγανά και ήταν η μοναδική ευκαιρία που παρουσιάστηκε για να τον διώξουμε από το χωριό μας, διότι είχε στείλει τους περισσότερους άντρες του στο χωριό σου για να παγιδέψουν τον Κάσιο».

«Κατάλαβα». Υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι που αγαπούν το μέρος που ζουν, αλλά γιατί έμεινε τόσο καιρό άπραγος...

«Ναι, αλλά δεν έσωσα εγώ την οικογένειά σου αλλά εσύ μαζί με έμενα».

«Τότε» τον διέκοψε ο Ευστάθιος «δέξου το σαν δώρο ευγνωμοσύνης που έφτιαξες το χέρι της κόρης μου, διότι εάν δεν το είχες κάνεις θα ήταν πολύ άσχημα».

«Σε παρακαλώ, Νικόλα, δέξου το τόξο, σε παρακαλώ» τον παρακάλεσε η Φένια.

Δίστασε ακόμα αλλά η Αρετή του έριξε ένα βλέμμα ότι έπρεπε να το δεχτεί κι έτσι έκανε. Το κοριτσάκι έτεινε ξανά το τόξο μαζί με τα βέλη προς το μέρος του και εκείνη τη φορά το δέχτηκε. Το όπλο ήταν πολύ ελαφρύ και κομψό.

«Σας ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου για το δώρο και…» υποκλίθηκε πρώτα στη Φένια και ύστερα γονάτισε μπροστά της «το τόξο αυτό το ονομάζω Φένιον προς τιμήν σου και σου υπόσχομαι ότι θα το χρησιμοποιώ μόνο για καλούς σκοπούς».

Η Φένια τον αγκάλιασε και του έδωσε και άλλο ένα φιλί στο μάγουλο. Σηκώθηκε, χαιρέτησαν τους γονείς της Φένιας και προχώρησαν προς τον κεντρικό δρόμο.

«Ο Ευστάθιος είναι κάλος άνθρωπος τελικά κι όχι ο άγριος και κακός άρχοντας όπως πιστεύαμε» είπε η Αρετή και τον έπιασε ξανά αγκαζέ.

«Από πού έβγαλες αυτό το συμπέρασμα, Αρετή; Από το τόξο που μου δώρισε;» τη ρώτησε.

«Όχι μόνο από αυτό, αλλά και τα λεγόμενά του. Δεν ήθελε να κινδυνέψει το χωριό του μόνο και μόνο για να σώσει την οικογένειά του».

«Ναι, αλλά δε σου φαίνεται λίγο παράξενο ότι ένα χωριό δεν κατάλαβε ότι η γυναίκα και το μικρό παιδί του είναι φυλακισμένοι και ότι εκείνος ήταν υπό τις εντολές ενός τρίτου;»

«Νικόλα δεν ξέρω, δε μας ενδιαφέρει και δεν είναι η κατάλληλη ώρα να μιλήσουμε γι’ αυτό. Έκανες κάτι καλό για την οικογένειά του κι εκείνος στο ξεπλήρωσε δωρίζοντας κάτι που ήθελες. Μπορούμε να πάμε να φάμε τώρα;» τον ρώτησε απότομα βγάζοντας τον από τη σκέψη του Ευστάθιου μιας και είχε δίκιο. Από εδώ και πέρα αποφάσισε να ακούει πάντα τη γνώμη της, γιατί σχεδόν πάντα είχε δίκιο κι εκεί όπου εκείνος δεν μπορούσε να βρει μια απάντηση εκείνη την είχε έτοιμη.

«Πάμε γιατί πρέπει να πάμε να δούμε και τους διαγωνισμούς που παίρνουν μέρος και οι γονείς σου και ίσως να λάβω κι εγώ μέρος στην τοξοβολία για να δοκιμάσω το νέο τόξο μου» κι ασυναίσθητα έπιασε τη χορδή του τόξου στο στήθος του.

«Τότε θέλω να διαγωνιστώ κι εγώ» είπε παιχνιδιάρικα η Αρετή και του άρπαξε το σπαθί από την ασημένια ζώνη του.

«Και σε ποιο διαγωνισμό σκέπτεσαι να πάρεις μέρος με το σπαθί μου, Αρετή;»

«Λέω να διδάξω σε μερικούς πώς να χειρίζονται ένα ξίφος μιας και κανένας δεν έκανε τον κόπο να εναντιωθεί στον Αρρίωνα» είπε κι άρχισε να γυρίσει γύρω-γύρω το σπαθί ζεσταίνοντας τον καρπό της.

«Αφού ξέρεις ότι είσαι καλύτερη».

«Το ξέρω, αλλά γιατί να μη διαγωνιστώ, αφού είναι για πλάκα;» ανταποκρίθηκε εκείνη.

«Όπως θέλεις. Πού θέλεις να κάτσουμε;» τη ρώτησε καθώς είχανε φτάσει στην ταβέρνα του Βασίλειου.

«Όπου θέλεις» του είπε.

«Καλησπέρα, παιδιά» ακούστηκε η φωνή του Βασίλειου, ο οποίος τους πλησίασε με ανοιχτή την αγκαλιά του. Αγκάλιασε και φίλησε πρώτα την Αρετή και ύστερα τον Νικόλα. «Πώς είσαστε;»

«Μια χαρά, Βασίλειε, ψάχνουμε πού να καθίσουμε» απάντησε η Αρετή.

«Γιατί δεν κάθεστε στην πλατεία;» τους ρώτησε και τους έδειξε την φωτισμένη με φανούς πλατεία.

«Στην πλατεία;» ρώτησε ο Νικόλας.

«Ναι, Νικόλα. Τις προάλλες δε μετέφερες τραπέζια και καρέκλες στην πλατεία; Μερικές είναι δικές μου και τις προσφέρω σε εκείνους που θέλουν να δειπνίσουν στην πλατεία και ίσως να παρακολουθήσουν τους διαγωνισμούς και τον χορό καθισμένοι».

«Υπάρχει ελεύθερο τραπέζι;» τον διέκοψε ο Νικόλας, γιατί άμα ο Βασίλειος ξεκινούσε να μιλάει ξεχνούσε να σταματήσει.

«Όχι, αλλά ο Κάσιος μαζί με τον Ορέστη και τους γονείς σου Αρετή, έχουν πιάσει τρία τραπέζια κοντά στον χώρο όπου θα γίνει ο χορός». Σταμάτησε για λίγο και ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό του. «Είναι αλήθεια ότι σήμερα θα ανακοινώσετε τον αρραβώνα σας;» ρώτησε με ένα παιχνιδιάρικο βλέμμα.

«Ναι» απάντησαν και οι δυο μαζί.

«Ε, τότε καλή αρχή κι εύχομαι να παντρευτείτε γρήγορα».

«Ευχαριστούμε πολύ, Βασίλειε» τον ευχαρίστησαν.

«Και ό,τι πάρετε σήμερα είναι κερασμένα από έμενα».

«Δε χρειάζεται, Βασίλειε» έκανε ο Νικόλας, αλλά ο Βασίλειος τον διέκοψε.

«Μην ξεχνάς ότι το αγριογούρουνο εσύ το σκότωσες, οπότε δε χρειάζεσαι τίποτα να πληρώσεις, αλλά τα ποτά και οτιδήποτε άλλο πάρετε είναι όλα κερασμένα. Σας παρακαλώ».

«Ευχαριστούμε» είπε η Αρετή και ξεκίνησαν για την πλατεία.




Νίκος Καρδαμπίκης