Το Άστρο που Έδυσε (Κεφάλαιο 5-Μέρος 3ο) - Μεταξύ Παραδείσου και Κολάσεως

Μείναμε οι δυο μας, να αλληλοκοιταζόμαστε. Εγώ με την κανονική μου μορφή και εκείνη, ένα νεκροζώντανο σώμα που είχε σχεδόν υποστεί σοκ.
«Ξέρεις κάτι;» την άκουσα να λέει ύστερα από λίγα λεπτά «Σε παραδέχομαι» τελείωσε και ειλικρινά τα μάτια μου, αν είχαν αυτή τη δυνατότητα, θα πετάγονταν έξω από την έκπληξη. «Είσαι αρχηγός, όχι σκουλήκι που σέρνεται όπως ο υποτιθέμενος αδερφός σου. Έχω αρχίσει να μην καταλαβαίνω γιατί έφυγες από τον Παράδεισο» σχεδόν μουρμούρισε. Άουτς, πόνεσε. Ορίστε που έφθασες ανεπρόκοπε. Να σε θεωρούν αναπόσπαστο κομμάτι του Παραδείσου. Φτου σου!
«Δεσποινίς, δεν θα χάσω επιπλέον χρόνο για να σου εξηγήσω τους λόγους της αποχώρησής μου από την ουράνια πολιτεία. Θέλω να μου πεις πού είναι αυτό το τηλεφωνικό κέντρο του σκότους, από όπου με καλείτε για να σας απαντήσω» της μούγκρισα.
«Και πού θέλεις να γνωρίζω εγώ; Είμαι θεοσεβούμενη γυναίκα» μου φώναξε.
«Το πρόβλημα με εσάς τους ανθρώπους τελικά, είναι πως είστε μονάχα θεοσεβούμενοι και καθόλου θεοφοβούμενοι και γι’ αυτό φθάσατε εδώ, στην αγκαλιά μου. Αλλάζω και φεύγουμε. Μέχρι τότε, τσακίσου και μάθε που βρίσκεται» της είπα και προτού αποσυρθώ συμπλήρωσα «Και ούτε καν να σου περάσει από το μυαλό να με ακολουθήσεις. Έχεις πολύ δουλειά και κυρίως σφουγγάρισμα. Δεν πιστεύω να τα περιμένετε και όλα από εμένα πια;» τελείωσα και την είδα να σκύβει πάνω από το κινητό της, αναζητώντας φαντάζομαι αυτόν τον τόσο ιδιαίτερο, τηλεφωνικό μου θάλαμο από όπου οι άνθρωποι πάλευαν να με καλέσουν από την Κόλαση.
Έχοντας χωθεί για δέκα ολόκληρα λεπτά στην ντουλάπα, έψαχνα μανιωδώς να βρω κάτι ευπρεπές και άνετο. Εδώ είμαστε. Χρώματα να θες συλλογίστηκα και βγήκα έξω, προκειμένου να ρωτήσω την ανεπρόκοπη για την γνώμη της. Στο κάτω κάτω γυναίκα ήταν, κάτι παραπάνω θα ήξερε.
«Ακούω γνώμη» της είπα.
«Σε φωτίζει» ήρθε η λακωνική απάντηση. Δεν θέλω να παραστήσω τον πεφωτισμένο δεσποινίς, αλλά να προσδώσω σε αυτό το θλιβερό μου είδωλο, λίγη ομορφιά.
«Δηλαδή, μου πηγαίνει;» συνέχισα.
«Γαλάζιο με μπεζ, φυσικά. Τώρα αν σκέφτεσαι να πας έτσι, σε ένα τέτοιο μέρος, όπου γύρω σου φαντάζομαι θα κυριαρχεί το μαύρο της Κολάσεως και οι αιμοδιψείς δολοφόνοι… Ε καλή τύχη» συνέχισε εκείνη.
«Ω, ελάτε τώρα δεσποινίς Μουρ. Σας είχα για πιο έξυπνη. Είναι το καλύτερο καμουφλάζ, όπου κάτω από τη μάσκα του ατσαλάκωτου κολλεγιόπαιδου, κρύβεται ο Σκοτεινός Πρίγκιπας. Πιστέψτε με, δεν θα ξέρουν από πού τους ήρθε οι θνητοί δήθεν οπαδοί μου. Όσο για τους αθάνατους, ελπίζω εξίσου στον αιφνιδιασμό» τελείωσα και τότε η μυρωδιά του θειαφιού, επέστρεψε εκ νέου στον χώρο και ο Αλάστορας φάνηκε μπροστά μου.
«Καλή χρονιά Αφέντη» μου είπε χαμογελαστά.
«Κακή, ψυχρή και ανάποδη και σε εσένα κατώτερη ύπαρξη» του απάντησα και η Κάιλα μαρμάρωσε στη θέση της.
«Φίλος σου;» με ρώτησε τραυλίζοντας.
«Ω, μα ξέχασα να σας συστήσω. Από εδώ ο Αλάστορας, κατώτερη δαιμονική ύπαρξη της Κολάσεως και πιστός μου υπηρέτης» Μην σου πω και ο μοναδικός πλέον. «Από εδώ η δεσποινίς Κάιλα Μουρ, υπεύθυνη πληρωμάτων με μεταπτυχιακό στην κλινική ψυχολογία» ολοκλήρωσα και ο Αλάστορας έμεινε να μας κοιτάζει. Για την ακρίβεια μία εμάς και μία το χάος.
«Τι συνέβη;» με ρώτησε.
«Ο Ασμοδαίος κρατά την Αντέιρα» του απάντησα.
«Για την ακρίβεια κοντά στον βοτανικό, στην περιοχή Μπρονξ. Εκεί συμβαίνουν τα περισσότερα και πιο ειδεχθή εγκλήματα στο όνομά σου. Το διάβασα από αποσπάσματα παλαιών ειδήσεων» πετάχτηκε η Κάιλα.
«Εξαιρετική δουλειά δεσποινίς Μουρ, αλλά να πείτε σε αυτούς τους αλαφροΐσκιωτους θνητούς, πως θα με ευχαριστούσαν αληθινά με την προσφορά λίγης μαύρης σοκολάτας. Εκεί, υπήρχε πράγματι περίπτωση να εμφανιζόμουν εγώ ο ίδιος μπροστά τους και μάλιστα με ένα πλατύ χαμόγελο»
«Σκοπεύεις να πας;» συνέχισε το βιολί του το απεχθές δαιμόνιο.
«Φυσικά, θα δώσω ένα γερό μάθημα σε θνητούς και αθάνατους» συνέχισα.
«Πηγαίνεις για να σώσεις εκείνη και τέλος πάντων, τι είναι αυτό το γαλάζιο φούτερ που φοράς;» τσίριξε ο Αλάστορας.
«Της μόδας και εσύ έχεις πλήρη άγνοια πάνω σε αυτό. Ναι λοιπόν αγαπημένε μου βοηθέ. Πηγαίνω και για την Αντέιρα. Το εισιτήριο για τον Παράδεισο το έχασα, δεν θέλω να χάσω και εκείνη». Τι είπες μόλις τώρα σακατεμένε; Τι ξεστόμισες; Εμπρός λοιπόν, μπάλωσέ το άμεσα! Φώναξε το υποσυνείδητο, αλλά το συνειδητό αντιστεκόταν σθεναρά. Η εικόνα που ακολούθησε μετά από αυτή μου την ομολογία, ήταν ένας Αλάστορας σοκαρισμένος και μία Κάιλα με το βλέμμα της ερωτοχτυπημένης πεταλούδας.
«Αυτό που μόλις είπες, ήταν απλά υπέροχο και μην προσπαθήσεις να το μπαλώσεις» μου είπε και σώπασα. «Στο αμάξι μου γρήγορα, θα με χρειαστείτε. Φυσικά, ως εκεί θα πάμε πετώντας. Έχω παρκάρει στην εταιρεία»
«Γόβες, το αιώνιο γυναικείο πρόβλημα» μουρμούρισα, ενώ η δυσαρέσκεια καθρεπτιζόταν στο φρικτό πρόσωπο του Αλάστορα.
«Εγώ, αρνούμαι να συνεργαστώ με τους θνητούς»
«Εσύ, για να μην ψηθείς στους τετρακόσιους βαθμούς, κλείσε το στόμα σου και ετοιμάσου να πάρεις την κάτω του μετρίου, ανθρώπινη εμφάνισή σου. Δεσποινίς Μουρ, δέστε τη ζώνη σας» της είπα, καθώς άνοιγα το παράθυρο απλώνοντας τα μαύρα μου φτερά.
Περπατούσε αγέρωχα στο μονοπάτι του βοτανικού κήπου, κρατώντας την ναρκωμένη Αντέιρα στα χέρια του, τυλιγμένη με ένα κομμάτι βρώμικο ύφασμα. Ο Ασμοδαίος, φαινόταν να το διασκεδάζει, έχοντας στο πλάι του τον Αζαζήλ και πίσω του μία ομάδα πορωμένων θνητών που πίστευαν πως ήταν ο σκοτεινός Πρίγκιπας της Κολάσεως. Κρυμμένοι στις σκιές της πυκνής βλάστησης του βοτανικού και με μόνη πηγή φωτός τα κεριά που κρατούσαν στα χέρια τους, οι θνητοί έφθασαν σε ένα σταυροδρόμι. Εκεί ο Ασμοδαίος, εναπόθεσε το σώμα της Αντέιρα, ενώ οι πιστοί του συγκεντρώθηκαν γύρω του σε ένα ημικύκλιο. Ο Αζαζήλ κοιτούσε με μάτια που έλαμπαν, γεμάτα μίσος.
«Θα είναι μία υπέροχη βραδιά αδερφέ. Θα ήθελα να δω την έκφραση του αρχηγού, τη στιγμή που θα την σκοτώνω, ενώ εκείνη δεν θα μπορεί να μου αντισταθεί. Ωστόσο, θα ήθελα να της κάνω πολλά περισσότερα, ως δαίμονας της λαγνείας, αλλά δυστυχώς είναι απαγορευμένα. Θα την αφήσω νεκρή ή ζωντανή στη βορά αυτών των ηλιθίων» είπε ο Ασμοδαίος και ο Αζαζήλ σύριξε σαν επιτιθέμενο φίδι.
«Τελικά, εσύ έπρεπε να ήσουν εξ αρχής ο αρχηγός μας»
«Ποτέ δεν είναι αργά. Οι Πύλες της Κόλασης, θα παραμείνουν κλειστές για τον Εωσφόρο» συνέχισε ο Ασμοδαίος.
«Ναι, αλλά αυτός κρατά το κλειδί της ένατης Πύλης. Της απαγορευμένης» απάντησε ο Αζαζήλ.
«Μη βιάζεσαι και όλα θα γίνουν. Προς το παρόν, απόλαυσε το θέαμα» του είπε και σηκώνοντας ψηλά την Αντέιρα, της χάραξε σχεδόν όλο το μπράτσο κάθετα, ακούγοντας τριγύρω του επευφημίες.

Ιφιγένεια Μπακογιάννη