Insomnia (Κεφάλαιο 1)

Πίτερ

«Ο πιο αξιόπιστος τρόπος για να προβλέψεις το τι γίνεται στο μέλλον, είναι να κατανοήσεις το τι γίνεται στο παρόν» - John Naisbitt

Ανοίγω το ντους στο καυτό και μπαίνω από κάτω αφήνοντας τα υπολείμματα του αφρού ξυρίσματος να ξεπλυθούν μαζί με το σαμπουάν. Κλείνω τα μάτια μου κουρασμένος και χάνομαι στη θαλπωρή του νερού. Αυτή είναι μια από τις στιγμές που ο χρόνος θα έπρεπε να σταματήσει να μας φέρνει αντιμέτωπους με αναπόφευκτα γεγονότα και πικρές αλήθειες. Αλλά η μοίρα είναι μοίρα -και όταν πάρει τον δρόμο της, κανένας δεν μπορεί να της σταθεί εμπόδιο. Πώς λοιπόν εγώ μπορώ να αλλάξω τη δική μου; Ένας άνθρωπος είμαι μόνο. Μπορώ να κάνω θαύματα, αλλά δεν είμαι και Θεός.

Περνάω τα χέρια μου μέσα από τα μαύρα σγουρά μαλλιά μου και τινάζω το κεφάλι μου προς τα πίσω νιώθοντας ένα απεριόριστο κενό να με καταπίνει. Και εγώ είμαι τόσο αδύναμος που ούτε σκέφτομαι να αντιδράσω. Είναι δειλία αυτό που νιώθω; Χαμηλή αυτοεκτίμηση; Φόβος για το τι θα επακολουθήσει έτσι και αποκαλύψω όλα, όσα έχω την ικανότητα να κάνω; Αφήνω ένα πικρό γέλιο στο βάρος των ψεμάτων που έχω πει. Στους γείτονές μου, στο μοναδικό άτομο που δίνει νόημα στην ασήμαντη ζωή μου και πάνω απ’ όλους στον εαυτό μου. Για πόσο καιρό ακόμα θα συνεχίσω να τον κοροϊδεύω;

«Πιτ, το πρωινό είναι έτοιμο. Βιάσου σε παρακαλώ. Δε θέλω, να αργήσουμε» ακούω τη γυναίκα μου να φωνάζει από τον διάδρομο. «Θα βγάλω το αυτοκίνητο».

«Εντάξει, γλυκιά μου. Θα σε δω σε πέντε» της απαντάω μην πιστεύοντας στα ίδια μου τα λόγια.

Δε θέλω να πάω. Δε θέλω να τη δω να υποφέρει πάλι έπειτα από μια αποτυχημένη εξωσωματική. Τα παιδιά είναι χαρά λένε και ειλικρινά το πιστεύω. Κοντεύω πια στα σαράντα πέντε και δεν έχω αποκτήσει απογόνους. Η αλήθεια είναι πως ποτέ δε βιάστηκα. Άφησα εκείνη να επιλέξει το πότε θα είναι έτοιμη. Αλλά εκείνο το τρακάρισμα τής κόστισε πολλά, πράγματα που ο ίδιος ο χρόνος δεν μπορεί να θεραπεύσει. Αν όμως αυτό το παιδί φέρνει δυστυχία, ώσπου να γεννηθεί, προτιμώ να υιοθετήσω κάποιο. Δεν έχει σημασία να μου μοιάζει, να έχει το αίμα μου… Ξέρω μόνο ότι θα του δώσω την κληρονομιά μου, θα το διδάξω ό,τι με δίδαξε ο πατέρας μου και ο πατέρας του πριν από αυτόν. Θα είναι το παιδί μου και θα το αγαπώ.

Βγαίνω από το ντους και τραβάω μια καθαρή πετσέτα από τη σωρό των φρεσκοπλυμένων και την τυλίγω γύρω μου. Με την παλάμη μου σκουπίζω τους υδρατμούς που έχουν θολώσει τον καθρέφτη και κοιτάζω το ανήσυχο και θλιμμένο μου είδωλο. Ας είναι διαφορετικά τα πράγματα αυτή τη φορά. Το χρειάζεται εκείνη, το χρειάζομαι εγώ. Δε νομίζω πως κανένας από τους δυο μας θα αντέξει μια ακόμα απόρριψη και ιδιαίτερα εκείνη που έχει πάθει ψύχωση με αυτό το θέμα.

Ντύνομαι με ένα μαύρο πουλόβερ, τζιν και αθλητικά και κατεβαίνω τινάζοντας τα ακόμα βρεγμένα μου μαλλιά. Με θόρυβο σέρνω μια καρέκλα προς το μέρος μου και κάθομαι καβαλικευτά δαγκώνοντας μια φέτα πασαλειμμένη με βούτυρο και μια στρώση μαρμελάδας φράουλα. Ετοιμάζω καφέ και διαβάζω βιαστικά τα νέα της εβδομάδας, τα οποία δεν έχουν και κάτι σημαντικό να πουν, εκτός από τις πτώσεις των μετοχών στο χρηματιστήριο και την υπερθέρμανση του πλανήτη.

«Ω, κοίτα, πώς είσαι» λέει η Κάμερον σουφρώνοντας τα χείλη της. Χαμογελάω στραβά και την παίρνω στην αγκαλιά μου. «Γιατί τζιν;»

«Είναι άνετο. Και εν πάση περίπτωση δε νομίζω πως τον γιατρό σου θα τον πειράξουν οι ενδυματολογικές προτιμήσεις μου». Της αφήνω ένα βαθύ φιλί στο στόμα λερώνοντάς τη με μαρμελάδα. Κατσουφιάζει και σκουπίζεται βιαστικά. «Δείχνεις χαρούμενη».

«Χα χα, ναι. Είμαι ευτυχισμένη. Όχι απλά χαρούμενη. Επιτέλους θα πάρω επιβεβαίωση για το προαίσθημά μου και…» τσιρίζει από χαρά. «Θα φτιάξουμε την οικογένεια που τόσο καιρό θέλουμε».

«Μήπως βιάζεσαι; Ας δούμε πρώτα τι έχει να μας πει ο γιατρός σου και μετά… Μπορούμε να καλέσουμε όλη την πόλη, αν θες, για τα προεόρτια του μωρού μας» προσπαθώ να την ηρεμήσω και αντί γι’ αυτό καταφέρνω να την εκνευρίσω.

«Γιατί το λες έτσι; Είναι σαν να μη σε νοιάζει. Δε σε νοιάζει πια;» βουρκώνει.

«Δεν είναι αυτό» της πιάνω τα χέρια και της ανασηκώνω το κεφάλι θέλοντας να την κάνω να με κοιτάξει. «Απλά… φοβάμαι. Και θέλω να είμαι σίγουρος, πριν ενθουσιαστώ».

«Θα είσαι. Αυτή τη φορά όλα θα πάνε καλά. Το νιώθω» λέει γελώντας, όμως η φωνή της προδίδει την αβεβαιότητά της. Εύχομαι ολόψυχα όλα να πάνε καλά.

«Ξέρεις βέβαια πως υπάρχουν και άλλοι τρόποι για να αποκτήσουμε ένα παιδί. Γιατί δεν…»

«Όχι. Όχι ορφανοτροφεία. Θέλω το δικό μου» χτυπάει με πείσμα το πόδι της στο πάτωμα και σηκώνεται. «Λοιπόν, άντε πάμε. Δε θέλω να αργήσουμε».

Με τραβάει από το χέρι, για την ακρίβεια με σέρνει μαζί της και ίσα που προλαβαίνω να βουτήξω τα κλειδιά από την πόρτα, πριν κλειδωθούμε και οι δυο απ’ έξω.

Στο νοσοκομείο δε θα περιέγραφα την ατμόσφαιρα ιδιαίτερα ευχάριστη. Και γιατί να είναι; Νοσοκομείο είναι στο κάτω κάτω. Σπάνια βλέπεις τα καλά πράγματα να εκτυλίσσονται μπροστά σου. Θα ήθελα να δω κάποιον που για καιρό υπέφερε στο κρεβάτι τού πόνου να ζει ξανά ευτυχισμένος στο πλάι των δικών του ανθρώπων. Και δε μιλάω γενικά για κάποιον που απλά ήρθε να κάνει τις μηνιαίες του εξετάσεις, αλλά για εκείνον που κυριολεκτικά γλίτωσε από τα νύχια του θανάτου.

Στη δουλειά μου βλέπω πολλά πρόσωπα θλιμμένα. Κυρίως γονείς που είναι πρόθυμοι να κάνουν τα πάντα για να κρατήσουν τα παιδιά τους ζωντανά. Ακόμα και αν πρόκειται να τα αντικαταστήσουν με κάτι άλλο. Κάτι ψεύτικο. Και ενώ στην αρχή τους γεμίζει με ελπίδα και γαλήνη, στη συνέχεια καταλαβαίνουν πόσο λάθος έκαναν. Διότι μια απομίμηση ποτέ δεν μπορεί να συναγωνιστεί το αληθινό. Και σαν επιστήμονας το γνωρίζω πολύ καλά.

Η Κάμερον βηματίζει αγχωμένη πάνω κάτω στον διάδρομο του μαιευτηρίου κάνοντας τους υπόλοιπους ασθενείς που περιμένουν τα δικά τους αποτελέσματα νευρικούς.

«Γλυκιά μου, με το να λιώσεις τα παπούτσια σου, δε θα κάνεις τον γιατρό να βγει γρηγορότερα. Σε παρακαλώ, κάθισε κάτω» λέω με ένα καθησυχαστικό χαμόγελο.

Την πιάνω από το χέρι, όταν περνάει από μπροστά μου και τη σταματάω θέλοντας να την ηρεμήσω και να την πάρω στην αγκαλιά μου. Να της ψιθυρίσω πως όλα θα πάνε καλά. Όμως δε στέκεται ούτε λεπτό. Σαν μικρό παιδί αγωνίζεται να ξεφύγει από την αρπαγή μου και απομακρύνεται. Δεν επιμένω περισσότερο. Σταυρώνω τα μπράτσα μου μπροστά από το στήθος μου, γέρνω πίσω στο κάθισμα και ακουμπάω το κεφάλι μου στον τοίχο κλείνοντας για λίγο τα μάτια μου.

«Ο κύριος και η κυρία Κοβέλ;» ρωτάει έπειτα από κάποια δεύτερα μια νοσοκόμα. Νιώθω τον αυχένα και τα μπράτσα μου να μυρμηγκιάζουν από την ξαφνική υπερένταση.

Στα χέρια της κρατάει ένα πράσινο ντοσιέ με μια λίστα καρφιτσωμένη πάνω του. Η Κάμερον τινάζεται απότομα και τρέχει κυριολεκτικά προς το μέρος της. Σηκώνομαι με συγκρατημένη ανυπομονησία και πιάνοντας τη γυναίκα μου από τον ώμο την ακολουθούμε σιωπηλοί. Η Κάμερον είναι τσιτωμένη και παρά τον ενθουσιασμό της διαισθάνομαι τον φόβο που έχει φωλιάσει στην καρδιά της. Μακάρι να μπορούσα να κάνω κάτι περισσότερο… Όμως δεν ξέρω τι.

«Είσαι εντάξει;» τη ρωτάω ανήσυχος, όταν με αρπάζει ξαφνικά από τον πήχη και πέφτει για λίγο πάνω μου. «Να σου φέρω κάτι να πιείς;»

«Όχι, καλά είμαι. Απλά λίγο αγχωμένη. Αυτό μόνο» μου χαρίζει ένα σύντομο, τρυφερό χαμόγελο. «Ας τελειώνουμε».

Ο γιατρός είναι ένας μεσήλικας άντρας. Είναι ψηλός και λεπτός με μαύρα μαλλιά και γκρίζους κροτάφους. Φορά μια λευκή ρόμπα και μια κονκάρδα με το όνομα και την ειδικότητά του πάνω από ένα κόκκινο πουλόβερ από κασμίρ με ζιβάγκο και μαύρο παντελόνι. Δε θα τον περιέγραφα ιδιαίτερα φιλικό. Πολύ σοβαρό με μια μόνιμη θλίψη στα μάτια του και πολλές φορές βαρετό.

Το βλέμμα μας ανταμώνει και μου ρίχνει ένα στραβό χαμόγελο που με κάνει να αισθανθώ άβολα. Ξέρει ποιος είμαι. Ξέρει για τη μυστική μου δουλειά, πέρα από τον πωλητή στυλό που σε όλους αναφέρω. Το να φτιάχνεις κλώνους χρησιμοποιώντας μηχανές, είναι κάτι παραπάνω από παράνομο και απαράδεκτο, παρ’ όλα αυτά κάποιοι δε το βλέπουν έτσι. Ακόμα και εκείνοι που δημιούργησαν τους νόμους περί των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Έχει συνεργαστεί και εκείνος μαζί μας. Τουλάχιστον, όταν μέσα από τους κλώνους προσπαθήσαμε να δημιουργήσουμε καινούρια ζωή με τεχνητή γονιμοποίηση.

«Κύριε και κυρία Κοβέλ, χαίρομαι που καταφέρατε να έρθετε τόσο απρόσμενα. Πώς είστε;» ρωτάει με ευγένεια και ειλικρινές ενδιαφέρον.

Η αγωνία μου μεγαλώνει. Μοιάζει να νιώθει λίγο άβολα και όσο περνούν τα δευτερόλεπτα, οι κινήσεις του γίνονται όλο και πιο νευρικές. Ένα απότομο τίναγμα του στυλό του, ένα γύρισμα της βέρας του στο παράμεσο του αριστερού του χεριού, ένα αθώο βήξιμο. Έχω και εγώ κάποιες παρόμοιες αντιδράσεις μερικές φορές. Ιδίως όταν λέω ψέματα στη γυναίκα μου ή αναφέρω ένα αποτυχημένο πείραμα σε γονείς που περιμένουν με ανυπομονησία να σωθούν από την τελευταία τους ελπίδα.

Ποτέ τα ευχάριστα λόγια δε συνοδεύονται από τέτοιες αντιδράσεις. Παρά μόνο από χαμόγελα ενθουσιασμού και συγχαρητήρια. Δαγκώνω τα χείλη μου, καθώς το βλέμμα μας ανταμώνει πάλι και αυθόρμητα απλώνω το χέρι μου για να πιάσω αυτό της γυναίκας μου που έχει σφίξει άγρια τα μπράτσα της πολυθρόνας της.

«Λοιπόν;» την ακούω να ρωτάει. «Ήσασταν αρκετά επίμονος όσον αφορά το ραντεβού μας. Αυτό σημαίνει ότι… πέτυχε η εξωσωματική;» στο βλέμμα της υπάρχει μια ξεθωριασμένη λάμψη που ανυπομονεί να λάμψει. Θα λάμψει όμως;

«Αρχικά θα ήθελα να σου κάνω κάποιες ερωτήσεις, αν δε σε πειράζει» μουρμουρίζει σιγανά και αβέβαια.

Η Κάμερον γνέφει καταφατικά και μου ρίχνει ένα πλάγιο βλέμμα που δεν μπορώ να ερμηνεύσω. Ο γυναικολόγος της ανοίγει το συρτάρι του γραφείου του και από μέσα βγάζει έναν μπλε φάκελο με το όνομά της να φιγουράρει στην ετικέτα του. Ξεφυλλίζει το ιστορικό της αμίλητος και βλοσυρός για λίγο και έπειτα τραβά δυο φωτοτυπίες με τα αποτελέσματα των εξετάσεών της.

«Έχεις τίποτα πόνους χαμηλά στην κοιλιά;» τη ρωτάει παίζοντας το στυλό του μέσα στις παλάμες του.

«Ναι, μερικές φορές».

«Πότε ξεκίνησαν. Πόσο κρατούν;»

«Ε, πριν τρία με τέσσερα χρόνια νομίζω. Αλλά δεν είμαι σίγουρη για τη διάρκειά τους. Ίσως τέταρτο, το πολύ μισή ώρα. Όμως τώρα είναι φυσιολογικό, έτσι δεν είναι; Θέλω να πω… Πρέπει να είμαι έγκυος». Ξεφυσάει ενθουσιασμένη. «Ο κύκλος μου έχει καθυστερήσει κατά δυο εβδομάδες και νιώθω κάπως πρησμένη».

«Όπως φοβόμουν. Όσον αφορά αυτό… Σας φώναξα για να σας μιλήσω για κάτι πολύ σημαντικό». Χαμηλώνει το βλέμμα του και κουνάει ηττημένα το κεφάλι του. «Και δυστυχώς έχω μόνο κακά νέα να πω».

«Απέτυχε η εξωσωματική;» ξεφωνίζει απογοητευμένη η Κάμερον και αρπάζεται από το χέρι μου.

Ο γιατρός της κάνει νόημα να ηρεμήσει και χαμογελάει στραβά, αλλά θλιμμένα.

«Όχι. Αυτή τη φορά ήταν επιτυχής, όμως υπάρχει κάτι άλλο».

«Τι;» σφυρίζω εκνευρισμένα και ανυπόμονα. Με το να καθυστερεί το αναπόφευκτο, απλά κάνει τα πράγματα χειρότερα και δε νομίζω πως σήμερα έχω την υπομονή με το μέρος μου.

«Έκανα κάποιες εξετάσεις στην κυρία Κοβέλ και διέκρινα καρκίνο στις ωοθήκες της».

«Τι!» βογκάει άηχα. «Καρκίνο, μα…»

«Ε, το έλεγξα ξανά και ξανά. Το αποτέλεσμα δεν είναι λάθος». Τρίβει τα μάτια του. «Και είναι αρκετά προχωρημένος που μου κάνει εντύπωση πως δεν είχες άλλα προβλήματα πέρα από απλούς πόνους στην κοιλιά. Συνήθως τα προβλήματα είναι δυσκοιλιότητα, συχνοουρία, ανορεξία, πόνος και πρήξιμο. Τίποτα από αυτά;»

«Όχι, πέρα από τον πόνο. Τίποτα άλλο» του απαντάει ειλικρινά. «Δεν μπορεί να είναι δυνατόν».

«Λυπάμαι, όμως και εγώ εξεπλάγην. Φαινόσουν υγιέστατη». Κάνει μια παύση και παίρνει βαθιά ανάσα. «Ο καρκίνος είναι σε αρκετά προχωρημένο στάδιο και καλό θα είναι, ο όγκος να αφαιρεθεί σύντομα. Αλλά αυτό σημαίνει πως το έμβρυο που δημιουργείται μέσα σου θα πεθάνει και εσύ θα χάσεις τις ωοθήκες και τη μήτρα σου. Πρέπει να χειρουργηθείς σύντομα».

«Φυσικά, ό,τι χρειαστεί» αποκρίνομαι, αν και το βλέμμα του είναι καρφωμένο στο δικό της.

«Όχι» λέει χτυπώντας το πόδι της στο πάτωμα ξαφνιάζοντάς με.

«Κάμερον» την πιάνω από τον ώμο και τη γυρνάω προς το μέρος μου προσπαθώντας να συγκρατήσω τον εαυτό μου από το να μπήξει τις φωνές. «Τι είναι αυτά που λες;»

«Αυτή ήταν η τελευταία μου ελπίδα για παιδί και έχω ένα… Δε θα το σκοτώσω». Δάκρυα πλημμυρίζουν τα μάτια της.

«Ένα παιδί, ένα παιδί, ένα παιδί. Αυτό είναι, που ακούω συνέχεια από το στόμα σου. Ναι, θέλω ένα. Αλλά με ποιο κόστος; Τη ζωή σου;» την τραντάζω. «Μην είσαι ανόητη. Ποτέ δε χάνονται οι ευκαιρίες. Όμως η ζωή δεν επιστρέφεται».

«Όχι. Δε θέλω να το κάνω. Δε θα το κάνω» φωνάζει και με σπρώχνει αφήνοντας τον γιατρό και εμένα άναυδους. «Δε με νοιάζει πόσο χρόνο έχω. Δε θα κάνω αυτή την εγχείρηση».

Σηκώνεται και φεύγει χτυπώντας πίσω την πόρτα με δύναμη. Παλεύω με τα συναισθήματά μου και προσπαθώ να σηκωθώ, όμως νιώθω τόσο καταβεβλημένος που τα πόδια μου δε με συγκρατούν. Τι έχει στο μυαλό της; Γιατί το κάνει αυτό στον εαυτό της; Σε μένα που την αγαπώ όσο τίποτα άλλο στον κόσμο;

«Θα της μιλήσω και θα τη λογικέψω» αποκρίνομαι πεισμωμένα. «Πόσο χρόνο έχω για να σου απαντήσω;»

«Ως το βράδυ. Δεν… έχει πολύ χρόνο». Με ενημερώνει σφιγμένα. «Το πολύ δύο μήνες, χωρίς χημειοθεραπεία».

«Κάντο να κρατήσει περισσότερο» λέω τελεσίγραφα και σηκώνομαι να φύγω, όμως η απότομη διαταγή του με σταματά.

«Πίτερ… Ξέρω ποιος είσαι και τι μπορείς να κάνεις. Αν η επέμβαση δεν πετύχει, το ξέρεις πως είναι στο χέρι σου έπειτα να τη βοηθήσεις».

«Δεν μπορώ να το κάνω αυτό» απαντάω ξεφυσώντας. Οι επιστήμονες που εργαζόμαστε πάνω στο πρότζεκτ των κλώνων, συνήθως δε αναφέρουμε τα ονόματά μας. «Δεν μπορώ να της το κάνω αυτό».

«Εννοείς, να τη σώσεις;» εκπλήσσεται.

«Όχι. Να τη μεταμορφώσω σε κάτι άλλο. Δε θα την κάνω μηχανή μόνο και μόνο για να την κρατήσω στη ζωή. Θα κάνω τα πάντα για να παρατείνω τον χρόνο της, αλλά δε θα την αλλάξω».

«Εσύ ξέρεις καλύτερα. Εγώ απλά ένας γυναικολόγος είμαι. Δε θα σου πω τι απόφαση να πάρεις…»

Φεύγω, πριν συνεχίσει. Ναι, μπορώ να κάνω θαύματα, όμως δεν είμαι και Θεός και ποτέ δε θα γίνω. Φτιάχνω μηχανές, ψεύτικους ανθρώπους που συμπεριφέρονται σαν αληθινοί. Όμως δε θεραπεύω αρρώστιες. Αυτός είναι ένας τομέας, όπου οι αρμοδιότητές μου δεν αγγίζουν.

Βρίσκω την Κάμερον πεσμένη στο πάτωμα. Είναι κουλουριασμένη με λυγισμένα τα γόνατά της στο στήθος της και μάτια κατακόκκινα από τα δάκρυα, τα οποία κυλούν αβίαστα στο πρόσωπό της. Τρέμει και αναφιλητά τραντάζουν άγρια το κορμί της. Σφίγγω τις γροθιές μου και την πλησιάζω παίρνοντάς τη την στην αγκαλιά μου.

«Μη φοβάσαι. Όλα καλά θα πάνε. Το υπόσχομαι».






Ηλιάνα Κλεφτάκη