Summer Solstice (Κεφάλαιο 3)

ΡΑΙΝΑ
Το δυνατό φως του ήλιου τρυπώνει σαν ακάλεστος κλέφτης μέσα στην καμπίνα του «Τίβερτον», ψάχνοντας παντού για ξεχασμένες σκιές και οτιδήποτε άφησε πίσω του η προηγούμενη νύχτα. Οι λαμπερές αχτίδες του γλείφουν τα πάντα στο πέρασμά τους και με ζεσταίνουν ξυπνώντας με. Ανοίγω δειλά τα μάτια μου και τεντώνομαι. Νιώθω όλο μου το κορμί πιασμένο.

Κοιτάζω ολόγυρα το δωμάτιο και αναστενάζω. Ο ύπνος πρέπει να με βρήκε στην πολυθρόνα, όσο πρόσεχα την κόρη μου. Ρίχνω το βλέμμα μου στο κρεβάτι της Σελέστ και τραβάω απότομα τα σκεπάσματα, όμως εκείνη δεν είναι εκεί. Ένας χτύπος στην καρδιά μου με εγκαταλείπει, όσο το μυαλό μου πηγαίνει προς το κακό. Που πήγε αυτό το κορίτσι στην κατάστασή του;

Τινάζομαι όρθια και πηγαίνω βιαστικά προς την πόρτα ρίχνοντας κάτω την κουβέρτα, με την οποία ήμουν σκεπασμένη. Ίσως αντιδρώ υπερβολικά, αλλά φοβάμαι για εκείνη. Προσπάθησαν ήδη να την σκοτώσουν μια φορά. Γιατί να μην το ξανακάνουν; Σίγουρα ο πρίγκιπας Γκασπάρντ δε θα επέτρεπε κάτι τέτοιο στο πλοίο του, όμως… απλά δεν μπορώ να μην ανησυχώ. Τα όσα είδα με τάραξαν βαθιά. Τα όσα έζησα βλέποντάς την, να πνίγεται στην παγωμένη θάλασσα, νόμισα… ότι θα μου την έπαιρναν μακριά. Ένα κορίτσι στο άνθος της ηλικίας του είναι μόνο. Γιατί κάποιος να θέλει, να της κάνει κακό;

Στον διάδρομο έξω από την κάμαρα της Σελέστ πέφτω κατά λάθος πάνω στον πρίγκιπα Άλμπερτ. Σαστίζω με την παρουσία του και υποκλίνομαι ευγενικά χαμηλώνοντας το ντροπιασμένο μου πρόσωπο

«Καλημέρα, πρίγκιπα Άλμπερτ» λέω χαρίζοντάς του ένα μεγάλο χαμόγελο.

Ο πρίγκιπας νεύει αδιάφορα και πάει να με προσπεράσει, όμως το διακριτικό μου βήξιμο τον κάνει να κοντοσταθεί. Γυρίζει προς το μέρος μου με βλέμμα ενοχλημένο. Τι συμβαίνει με αυτόν;

«Συγγνώμη για την ενόχληση, αλλά μήπως έχετε δει πουθενά την κόρη μου;» τον ρωτάω διστακτικά. Δαγκώνομαι. Τι δουλειά θα είχε ένας πρίγκιπας με την κόρη ενός απλού Περιφερειάρχη; «Δεν είναι στο δωμάτιό της και σκέφτηκα μήπως–»

«Σου φαίνομαι, να νοιάζομαι για–»

«Άλμπερτ!» ακούω κάποιον, να φωνάζει πίσω μας και στρεφόμαστε και οι δυο ταυτόχρονα προς το μέρος του. «Δεν είναι τρόπος αυτός, να μιλάς σε μια κυρία». Συμπληρώνει ο πρίγκιπας Γκασπάρντ μαλώνοντας τον μεγάλο, αγενή αδελφό του.

«Ό,τι πεις…» γρυλίζει μέσα από τα δόντια του ο δεύτερος στη σειρά διαδοχής για τον θρόνο του Στάρενιθ και φεύγει κουνώντας το χέρι του απαξιώνοντας.

Ο πρίγκιπας Γκασπάρντ μου χαμογελάει καλοσυνάτα και με πλησιάζει έχοντας τα χέρια του πλεγμένα πίσω από την πλάτη του. Υποκλίνομαι, όπως αρμόζει στη θέση μου και εκείνος χαμηλώνει ελαφρά το κεφάλι του με σεβασμό. Νιώθω κολακευμένη από την καλοσύνη και τους υπέροχους τρόπους του, γοητεύοντάς με.

Είναι όμορφος σαν άγγελος και άψογα ντυμένος, όπως κάθε φορά, σε αντίθεση με τον άξεστο και απεριποίητο αδερφό του. Αν νομίζει ότι με το να μυρίζει σαν άντρας, γίνεται αυτόματα άντρας, τότε είναι πολύ γελασμένος. Για πρίγκιπας, ο Άλμπερτ Ολιβάρες δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από άξεστο χωριάτη. Δεν έχει τρόπους απέναντι στα άτομα κατώτερα από το αξίωμά του και πόσο μάλλον σε μια γυναίκα που έχει τα διπλά του χρόνια. Δεν τον νοιάζει αν τα ρούχα του είναι βρώμικα ή μοιάζουν με ρούχα πειρατή, ενώ διατάζει όλο το πλοίο, σαν να είναι δικό του. Θα έπρεπε να δείχνει λίγο παραπάνω σεβασμό στους φιλοξενούμενους του αδελφού του, τουλάχιστον. Κουνάω το κεφάλι μου αποδοκιμαστικά, θέλοντας να αποδιώξω τις δυσάρεστες αυτές σκέψεις.

Φοράει ένα μαύρο, γούνινο παλτό ως τους αστραγάλους, που τονίζει τα κεχριμπαρένια του μάτια και τα ξανθά μαλλιά του. Από μέσα φαίνεται το μεταξωτό, μπεζ του πουκάμισο με την στρογγυλή λαιμόκοψη. Το παντελόνι του από την άλλη είναι απλό και στενό. Φοράει μπότες φτιαγμένες από σπάνιο, ακριβό δέρμα αλλά παρόλα αυτά… το σχέδιό τους είναι συνηθισμένο.

«Συγχωρείστε τον αδελφό μου λαίδη Ράινα. Γίνεται πολύ ιδιότροπος, όταν δεν περνάει το δικό του». Μου εξηγεί ο πρίγκιπας και χαμηλώνει το κεφάλι του γεμάτος μεταμέλεια. «Όσον αφορά το θέμα της δεσποινίς Κίλμπορν… είναι καλά. Βρίσκεται στο δωμάτιο του σωματοφύλακά της. Παραπάνω από καλά θα έλεγα. Μόνο που δε μου επιτέθηκε, όταν της αρνήθηκα να μπει στο δωμάτιο ενός άντρα μόνη της».

«Τι έκανε, λέει;» σοκάρομαι, που το ακούω, αλλά έπειτα χαμογελάω. «Λυπάμαι για την συμπεριφορά της κόρης μου υψηλότατε, όμως δύσκολα κάποιος επιβιώνει, αν προσβάλει τον σωματοφύλακά της». Αστειεύομαι.

«Η δεσποινίς Κίλμπορν είναι αρραβωνιασμένη μαζί του; Η οικειότητά τους…»

«Αρραβωνιασμένη! Όχι δεν είναι. Ειλικρινά λυπάμαι για την συμπεριφορά της. Από μικρά παιδιά είναι μαζί και ο Σιρκάν είναι κάτι σαν αδελφός της πλέον. Θεωρεί καθήκον της να τον προσέχει, όπως την προσέχει εκείνος». Του εξηγώ. «Θα… της ζητήσω να μην συμπεριφέρεται με αυτόν τον τρόπο, όσο θα βρίσκεστε τριγύρω».

«Πολύ καλά». Απαντάει ανακουφισμένος ο πρίγκιπας και μου τείνει το χέρι του. «Θα μου κάνατε την τιμή στον πρωινό μου περίπατο λαίδη μου;»

«Θα το ήθελα, όμως…» ανήσυχη κοιτάζω προς την κατεύθυνση του δωματίου του Σιρκάν και σμίγω τα φρύδια μου αναποφάσιστη. «Μου δίνετε δύο λεπτά;»

«Όπως επιθυμείτε». Μου χαμογελάει και κάνοντας μια μικρή υπόκλιση αποχωρεί.

Αυτό το κορίτσι έχει σκοπό να με τρελάνει. Τις έχω πει τόσες φορές πως είναι πλέον σε μια ηλικία που πρέπει να προσέχει πολύ την συμπεριφορά της. Ο πρίγκιπας Γκασπάρντ Ολιβάρες είναι ένας πολύ γοητευτικός και ευγενικός νέος, από καλή οικογένεια και με κύρος. Θα μπορούσε να είναι ένας από τους μνηστήρες της Σελέστ. Από τότε που ενηλικιώθηκε, σπάω το κεφάλι μου να της βρω κάποιον κατάλληλο, για να κάνει οικογένεια, δίχως να αντιμετωπίσουμε μια απόρριψη, που θε ντροπιάσει το όνομα της οικογένειάς μας και η Σελέστ δε βοηθάει καθόλου. Δεν είναι πια παιδί. Πρέπει να καταλάβει πως πλέον είναι μια κυρία και όχι ένα αγοροκόριτσο.

Χτυπάω απαλά την πόρτα του δωματίου και μπαίνω, προσπαθώντας να φανώ όσο πιο πρόσχαρη, γίνεται. Η Σελέστ σηκώνεται από την άκρη του κρεβατιού και με κοιτάζει ανήσυχη. Ίσως και λίγο θυμωμένη. Ο Σιρκάν μοιάζει νευρικός και του κάνω αμέσως νόημα, πως είναι εντάξει. Στην κατάστασή του δεν χρειάζεται, να τηρούμε το πρωτόκολλο.

«Μητέρα–» ξεκινάει η Σελέστ, όμως σηκώνω το χέρι μου και την σταματάω.

«Ο Σιρκάν θα γίνει καλά, όμως εσύ αν δεν προσέχεις τον εαυτό, θα χειροτερέψεις. Γύρνα στο δωμάτιό σου αγάπη μου, ώσπου να φτάσουμε στο σπίτι μας. Μη με στενοχωρείς». Την μαλώνω ήρεμα θέλοντας, να μη φανεί, ότι την κατσαδιάζω. Απλώνω το χέρι μου και αγγίζω το μέτωπό της. Δεν καίει όσο τις άλλες φορές, αλλά και πάλι είναι πιο ζεστή από το κανονικό. Ο πυρετός της ξανανεβαίνει. «Σε παρακαλώ».

Φεύγω πρώτη επιθυμώντας, να της δώσω τον χρόνο που χρειάζεται, για να καταλάβει μόνη της το τι πρέπει να κάνει και τι όχι. Δε γυρίζω στο δωμάτιο. Αντίθετα βγαίνω έξω στην ηλιόλουστη μέρα και διασχίζω το κατάστρωμα, ώσπου φτάνω στην πλώρη. Ευθεία στον ορίζοντα το Κρέομορ ξεπροβάλει μέσα από τη θάλασσα παρουσιάζοντας τις καταπράσινες πλαγιές και τις χρυσαφένιες αμμουδιές του. Το σπίτι μου!

Ένα σφίξιμο πιέζει ξαφνικά το στήθος μου από χαρά και νοσταλγία μαζί. Όπου και αν πάω στον κόσμο, πάντα θα χαίρομαι, όταν θα γυρίζω στο σπίτι. Δεν είναι το μέρος, όπου μεγάλωσα. Το Κρέομορ ανήκει στην οικογένεια του άντρα μου πολύ πριν η Μπουργκότζια γίνει Δημοκρατικό κράτος. Το δικό μου σπίτι βρίσκεται σε ένα νησί, που ανήκει στο Κρέομορ και ήταν δώρο του Κάλντερ Κίλμπορν στα δέκατα όγδοα γενέθλιά του. Όταν παντρευτήκαμε, ένιωθα, σαν να με αγόρασε, αλλά δεν ήταν έτσι. Είχε αισθήματα για μένα, που δεν είχα καταλάβει.

Χαμογελάω στον εαυτό μου με τις εφηβικές αναμνήσεις μου και σαρκάζω με τον χρόνο, που περνάει τόσο γρήγορα. Είναι η σειρά της Σελέστ τώρα. Σφίγγω το σάλι γύρω από τους ώμους μου και γυρίζω, να φύγω, όμως σκοντάφτω στον ποδόγυρο του φορέματός μου και σκάω στο ξύλινο πάτωμα με τον πισινό μου. Άουτς! Αυτό… ήταν κακό.

«Λαίδη Ράινα είστε καλά;» ακούω τον πρίγκιπα Γκασπάρντ, να φωνάζει και έπειτα τα χέρια του πιάνουν τα μπράτσα μου και με βοηθάει, να σταθώ στα πόδια μου. «Μήπως χτυπήσατε;»

«Α, όχι! Όχι, είμαι μια χαρά». Γελάω σαν να το διασκεδάζω και απομακρύνομαι αμήχανη από κοντά του. «Όμως, πολύ φοβάμαι, ότι δεν είμαι πλέον σε ηλικία, για τέτοιου είδους ατυχήματα. Εν πάση περίπτωση… πάμε στο Κρέομορ;»

«Ναι, γιατί όχι. Δεν έχω ξαναβρεθεί στον τόπο σας, οπότε θα ήθελα, να τον επισκεφτώ μια φορά, πριν γυρίσω σπίτι. Επίσης έχω ακούσει, ότι η περιφέρειά σας φημίζεται για το καλό μετάξι και τα γλυκά ζαρζαβατικά του».

«Πρίγκιπα Γκασπάρντ, ο άντρας μου και εγώ θα σας είμαστε αιώνια ευγνώμων. Αυτό που κάνατε για την μοναχοκόρη μας, δε θα το έκανε ο οποιοσδήποτε και ιδιαίτερα κάποιος με το δικό σας κύρος» λέω σε σοβαρό τόνο και ο πρίγκιπας νεύει σκεφτικός.

«Είμαι σίγουρος, ότι δεν είναι έτσι. Αν δεν βρισκόμουν εκεί, κάποιος άλλος θα πηδούσε στο νερό, για να σώσει την κόρη σας. Παρόλα αυτά… ίσως και να σκεφτώ κάτι ως αντάλλαγμα, αν αυτό σας κάνει, να νιώσετε καλύτερα». Μου χαμογελάει αθώα και υποκλίνεται.

Το πλοίο φτάνει στο λιμάνι αργά το μεσημέρι. Ο ήλιος έχει κρυφτεί πίσω από χοντρά, γκρίζα σύννεφα, ενώ ένα ενοχλητικό ψιλόβροχο καθαρίζει την αλμύρα από το κατάστρωμα. Το «Τίβερτον» είναι το μεγαλύτερο πλοίο σε ολόκληρο το λιμάνι και με δυσκολία χωράνε τα υπόλοιπα ολόγυρά του. Ο σύζυγός μου βρίσκεται ήδη στην προβλήτα και περιμένει την άφιξή μας. Θέλω τόσο πολύ, να τον σφίξω στην αγκαλιά μου. Πρώτα απ’ όλα, γιατί είναι καλά και δεύτερον, γιατί μου έλειψε τόσο πολύ. Μια ολόκληρη εβδομάδα στην Μπουργκότζια και είναι λες και πέρασε ένας μήνας.

Η ξύλινη φαρδιά σανίδα κατεβαίνει και ο πρίγκιπας Άλμπερτ πηδάει πάνω της, σαν να μην αντέχει άλλο την ζωή του πάνω στο πλοίο. Κοιτάζω τη Σελέστ, που έχει ανασηκώσει τα φρύδια της, έκπληκτη με την συμπεριφορά του και χαμογελάω. Την πιάνω από το μπράτσο και την τραβάω παράμερα.

«Μην πεις στον πατέρα σου για το ατύχημα. Κάποια στιγμή θα μάθει για τη δολοφονία του βασιλιά Ρόλοφ, όμως ας μην τον ανησυχήσουμε παραπάνω» λέω και εκείνη γνέφει συμφωνώντας.

Ο πρίγκιπας Γκασπάρντ και οι άντρες του Κρέομορ μας βοηθούν, να κατέβουμε και μετά βοηθούν τους ναύτες, να μεταφέρουν τα βαρέλια στην πόλη. Θα αναπληρώσουν τις προμήθειες και θα ετοιμαστούν για το ταξίδι της επιστροφής. Η Σελέστ πέφτει στην αγκαλιά του πατέρα της, ενώ εγώ προσπαθώ, να δείξω αυτοκυριαρχία μπροστά στους πρίγκιπες του Στάρενιθ. Έτσι και αλλιώς, οι τρόποι δεν έχουν εξαλειφθεί ακόμα από το σπίτι μας.

«Θα ήταν τιμή μας, αν μένατε μαζί μας για φαγητό» λέει ο σύζυγός μου και υποκλίνεται με σεβασμό στους δύο πρίγκιπες από τους οποίους μόνο ο ένας ανταποδίδει στην εξουσία του.

«Θεέ μου, όχι!» σχολιάζει ο πρίγκιπας Άλμπερτ κάνοντας τον αδελφό του, να τον αγριοκοιτάξει.

«Ευχαρίστησή μας να δεχτούμε την ευγενική σας πρόταση. Έχουμε λίγο χρόνο, ώσπου το πλοίο να ανεφοδιαστεί, οπότε γιατί όχι;» αποκρίνεται ευγενικά ο Γκασπάρντ.

Τα μάτια του γυρίζουν στιγμιαία προς την Σελέστ, σαν να την περιεργάζονται με περιέργεια και έπειτα επιστρέφουν στην αρχική τους θέση. Εκείνη από την άλλη, δε δίνει καμία σημασία. Ανόητο κορίτσι. Κανένας άντρας δεν πρόκειται να την πάρει ποτέ στα σοβαρά, αν δεν αρχίσει το κόρτε, αλλά ελπίζω να έχουμε χρόνο, να το διορθώσουμε αυτό.

Η άμαξα μάς περιμένει στο τέλος της ψαραγοράς. Την προσπερνάμε με βιαστικό βηματισμό και επιβιβαζόμαστε. Οι δυο πρίγκιπες, η Σελέστ και εγώ, ενώ ο περιφερειάρχης Κάλντερ ακολουθεί ιππεύοντας όπως πάντα. Ο Σιρκάν παραμένει στο λιμάνι και θα μεταφερθεί στο πληρέστερο ιατρείο, πριν επιστρέψει στην έπαυλη. Το σπίτι μας δεν είναι κανένα κάστρο, παρόλο που μένουμε στο παλιό κάστρο του Κρέομορ. Το Ρίβερντεϊλ.

Το Κρέομορ δεν είναι ξεχωριστό μόνο για τα μοναδικά υλικά αγαθά του, αλλά επίσης και για την στρατηγική του θέση που το κάνει απόρθητο. Η πόλη χτίστηκε στους πρόποδες του ανενεργού ηφαιστείου και λέγεται ότι το έκαναν τέρατα και γίγαντες. Η θέση της επιτρέπει φυσικές άμυνες, οι οποίες είναι σημαντικές για τους ανθρώπους του Κρέομορ. Έχει μαύρες, ξύλινες σκεπές και τοίχους από σκληρή πέτρα και ξύλινη επένδυση. Το κύριο αξιοθέατο του νησιού είναι οι θερμές πηγές του, τις οποίες επισκέπτονται απ’ όλο τον κόσμο. Η οικονομία του βασίζεται κυρίως στη δημιουργία κοσμημάτων, μεταξωτών υφασμάτων, τη γεωργία και τη μεταλλουργία, όμως το αρνητικό είναι πως το νησί έχει έλλειψη σε στρατιωτική δύναμη.

Το ταξίδι από την Μπουργκότζια στο Κρέομορ ήταν αρκετά κουραστικό, έτσι μόλις φτάνουμε στο Ρίβερντεϊλ οι υπηρέτες οδηγούν τους καλεσμένους μας στους ξενώνες και εγώ πηγαίνω στα διαμερίσματά μου.

«Σελέστ, θέλεις να μου αφιερώσεις μερικά λεπτά; Υπάρχει κάτι που πρέπει να σε ρωτήσω». Τη ρωτάω και της κάνω νόημα, να με ακολουθήσει στο γραφείο μου. Υπακούει πρόθυμα.

«Είσαι πολύ σκεφτική. Συμβαίνει κάτι;» με κοιτάζει ανήσυχη αλλά κουνάω το χέρι μου καθησυχαστικά.

«Απλά, ήθελα να σε ρωτήσω τι γνώμη έχεις για τον πρίγκιπα Γκασπάρντ» λέω ήρεμα, προσπαθώντας να ψαρέψω τις αντιδράσεις της, όμως εκείνη απλά ανασηκώνει τους ώμους της αδιάφορα.

«Δεν ξέρω, τι να πω. Στο Ντράγκονσπαϊρ ήταν ψυχρός και επιθετικός απέναντί μου. Με αντιμετώπιζε, σαν να μην είχα καμία αξία. Όμως απ’ όσο έμαθα, μου έσωσε τη ζωή και στο πλοίο ήταν… ευγενικός. Παγωμένος αλλά ευγενικός».

«Ξέρεις… νομίζω πως θα τον βάλω στη λίστα των μνηστήρων σου. Σύντομα θα πρέπει, να βρούμε τον μνηστήρα σου και ο πρίγκιπας Γκασπάρντ πληροί όλα μου τα κριτήρια, οπότε…»

«Τι!» σαστίζει η Σελέστ. Γιατί σοκάρεται έτσι; «Γιατί αυτόν; Ούτε καν που με συμπαθεί. Ο,τι έκανε, το έκανε από συμπόνια ή από λύπηση. Αλλά… να με παντρευτεί, ούτε λόγος. Επίσης είναι πρίγκιπας. Όσο γνωστή και παλιά αν είναι η οικογένειά μας, είμαι σίγουρη ότι θα επιλέξει κάποια με περισσότερο κύρος. Δεν έχω τίποτα, να του προσφέρω».

«Μην υποτιμάς τον εαυτό σου…»

«Μητέρα, σας παρακαλώ, μην κάνετε καμία νύξη γι’ αυτό στον πρίγκιπα Γκασπάρντ. Η ατμόσφαιρα είναι ήδη κρύα ανάμεσά μας και αυτό θα την κάνει απίστευτα αμήχανη». Δαγκώνει τα χείλη της νευρικά. «Ξέρω, ότι είμαι πια σε ηλικία γάμου και δεν έχω αντίρρηση, να παντρευτώ, όποιον μου επιλέξετε, όμως… ας μην είναι ο πρίγκιπας Γκασπάρντ. Θα ήταν πολύ άβολο.».

Ένας αμυδρός χτύπος ακούγεται στην πόρτα και μια υπηρέτρια ξεπροβάλλει διστακτική από το άνοιγμα. Χαμηλώνει το κεφάλι της με σεβασμό και μας χαμογελά.

«Το γεύμα είναι έτοιμο κυρίες μου. Επιτρέψτε μου, να σας βοηθήσω, να φρεσκαριστείτε» λέει εύθυμα και υποκλίνεται ξανά. Ετοιμάζει δύο απλά φορέματα από την ντουλάπα της κάμαράς μου και τα φέρνει σε μας.

Όταν κατεβαίνουμε στο σαλόνι, οι πρίγκιπες και ο σύζυγός μου συζητούν έντονα, ενώ ένας φρουρός υποκλίνεται και φεύγει. Τι συνέβη; Από τις τραβηγμένες κουρτίνες στα μεγάλα αψιδωτά παράθυρα παρατηρώ την καταιγίδα, που μαίνεται απ’ έξω. Τα δέντρα κυματίζουν σαν τρελά από τον δυνατό άνεμο και οι σταγόνες τις βροχής σκάνε με ορμή στα παράθυρα. Οι κεραυνοί χαράζουν θυμωμένα τον ουρανό και τα μπουμπουνητά τραντάζουν το σπίτι κάνοντας την Σελέστ, να ζαρώσει από φόβο πίσω μου. Ούτε εμένα μου αρέσουν. Με ταράζουν χωρίς λόγο.

«Μάλλον θα μείνετε μαζί μας απόψε, κύριοι. Επιτρέψτε μου να ενημερώσω να ετοιμάσουν τα δωμάτιά σας» λέω και φιλάω την κόρη μου στο μέτωπο με νόημα. Ελπίζω, να μην είναι αγενής μαζί τους. «Θα επιστρέψω σε λίγο, γλυκιά μου».





Ηλιάνα Κλεφτάκη