Η νύχτα που ο παράδεισος έπεσε (Κεφάλαιο 35) - "Always"

Damian's POV

Τη στιγμή που αντίκρισα τους δυο φύλακες που είχαν τοποθετηθεί στην είσοδο της αίθουσας του θρόνου να σαστίζουν στη θέα μου, ήξερα ότι η εντολή του αδερφού μου είχε ακουστεί ηχηρά σε κάθε δαίμονα αυτού του πλανήτη. Πλησίαζα αργά και με σταθερά βήματα και ο πανικός τους όλο και θέριευε. Τον μύριζα στον αέρα, στο πηχτό αίμα που κυλούσε στις φλέβες τους. Φέρανε τα δόρατα που κρατούσαν μπροστά, σχηματίζοντας ένα Χ, εμποδίζοντας μου την είσοδο στην αίθουσα. Χαμογέλασα.
«Λυπούμαστε, πρίγκιπα του σκότους. Δε σας επιτρέπεται η είσοδος».
Κούνησα το κεφάλι μου με κατανόηση, ενώ τα δικά τους έπεφταν στο βρώμικο δάπεδο μπροστά μου. Ο αδερφός μου κοίταξε μια εμένα, μια την ποτισμένη με αίμα λάμα μου και αναστέναξε.
«Εξήγησε μου αυτό. Γιατί δε σοκάρομαι με το γεγονός ότι βρήκες τρόπο να κάνεις άρση του αποκλεισμού μου;» με κοίταξε και σήκωσα τους ώμους μου αδιάφορα.
«Γιατί με ξέρεις καλύτερα από τον καθένα» του απάντησα και τον είδα να σηκώνεται. Η σκισμένη κάπα του είχε αντικατασταθεί από μια καινούργια βελούδινη και στο χρώμα του αίματος τώρα ανέμιζε περήφανα σε κάθε βήμα που έκανε προς το μέρος μου.
«Πολύ θα ήθελα να ισχύει αυτό, αδερφέ μου...» ακούμπησε τα παγωμένα χέρια του στο πρόσωπο μου και εγώ χάθηκα στο πράσινο βλέμμα του. Το μοναδικό που φαινόταν τώρα κάτω από το βαρύ σιδερένιο κράνος που φορούσε. «Αλλά ξέρουμε και οι δυο ότι αυτό δεν ισχύει πια. Κάποιος άλλος εισέβαλλε με το έτσι θέλω, κάνοντας σε να δείξεις το πραγματικό σου πρόσωπο». Τα λόγια του με σόκαραν και το παρατήρησε. «Δε με ενοχλεί, ούτε θα σε κατηγορήσω για αυτό. Αντίθετα σου ζητάω μια συγγνώμη». Η έκπληξη ήταν παντού ζωγραφισμένη στο πρόσωπο μου. Είδα τη Λίλιθ να έρχεται και να στέκεται δίπλα στον άντρα της και μου χαμογέλασε. Θα πέθαινα; «Εξαιτίας μου έχασες τον Παράδεισο. Με ακολούθησες σε αυτόν τον διαολεμένο τόπο επειδή τόλμησα να ονειρευτώ αυτά που πίστευα ότι μου ανήκαν...» Μα τι έλεγε; Εάν υπονοούσε ότι οι αντιλήψεις του είχαν πια χαθεί... «Δε λέω ότι δεν τα άξιζα. Απλά λέω ότι θα έπρεπε να είχα πέσει μόνο εγώ. Εσύ και οι αδερφοί μας δε φέρατε ευθύνη. Ο Μιχαήλ αποδείχθηκε ένας υπερόπτης μπάσταρδος που εκείνη τη νύχτα έδειξε το πραγματικό του πρόσωπο. Δε μετανιώνω που θα πεθάνει. Μετανιώνω όμως που εξαιτίας μου το κορίτσι δεν είχε την ευκαιρία να μεγαλώσει με τη μάνα της». Τα μάτια μου γούρλωσαν από τρόμο και έκανα δυο βήματα πίσω. Το σπαθί στα χέρια μου σάλεψε και το έκλεισα πιο σφιχτά στην παλάμη μου. «Δε θα τη βλάψω. Για αυτό δε σε ήθελα εδώ. Απόψε θα επιτεθούν οι Άγγελοι. Βρίσκονται ήδη στην κάθοδο. Υπάρχει όμως ακόμα χρόνος να τη σώσεις. Μην τη θυσιάσεις σε έναν πόλεμο φτιαγμένο για Άγγελους και Δαίμονες. Μη θυσιάσεις αυτό που νιώθεις για εκείνη. Φύγε. Πάρε την από εδώ. Και όταν εγώ χαθώ...» Πέταξα το σπαθί στο πλάι και ήμουν εγώ αυτός τώρα που τον έπιασα από τους ώμους και τον ανάγκασα να με κοιτάξει.
«Άκουσε με, τρελέ έκπτωτε. Εσύ και εγώ, γεννηθήκαμε μαζί, ζήσαμε μαζί, πέσαμε μαζί και θα πεθάνουμε μαζί. Τον Άγγελο δε θα τον βλάψουν. Ο Κάιλ θα φροντίσει για αυτό. Εάν είναι να χάσουμε τον κόσμο μας, θα τον χάσουμε μαζί». Ένας δυνατός γδούπος ακούστηκε και μικρά πετραδάκια έπεσαν από το ταβάνι.
«Τρέξε!» μου φώναξε και με έσπρωξε μακριά την ώρα που χιλιάδες λευκά φτερά έσπαγαν το ταβάνι και ορμούσαν στην αίθουσα. Έκανα μια βουτιά να αρπάξω το σπαθί μου και έτρεξα στο δωμάτιο μου. Ο στόχος μου πλέον, ήταν πιο καθαρός από ποτέ στα μάτια μου.

-------------------------------------------------------------------------------------------------

Liliana's POV

Ήμουν ξαπλωμένη στο κρεβάτι του, όταν το άκουσα. Έναν εκκωφαντικό, οξύ ήχο που συνοδευόταν από ένα έντονο χτύπημα φτερών. Πετάχτηκα τρομαγμένη και έτρεξα στην πόρτα. Έκανα να την ανοίξω, αλλά με το που ακούμπησα το χέρι μου στο πόμολο εκείνη άνοιξε και έκλεισε στη στιγμή και ένας αλαφιασμένος Ντάμιαν μπήκε στο δωμάτιο.
«Όχι» μου είπε καταλαβαίνοντας τι πήγαινα να κάνω. Φαινόταν τρελαμένος και για πρώτη φορά αβέβαιος. Φοβόταν.
«Δε θα σε αφήσω μόνο σου!» είπα αποφασισμένη και έκανα να βγω, αλλά με σταμάτησε βάζοντας το χέρι του μπροστά μου.
«Και εγώ δε θα σε αφήσω να βγεις. Δε θα σε πάρουν». Το ήξερα ότι δεν το ήθελε αυτό. Με είχε συνηθίσει - ή στους ευσεβής μου πόθους συγκαταλεγόταν το ότι μπορούσε να με ήθελε. Έπεσα με φόρα πάνω του τυλίγοντας τα χέρια μου γύρω του και κρατώντας τον τόσο σφιχτά λες και εξαρτιόταν η ζωή μου από εκείνη την αγκαλιά. Χάθηκα σε εκείνα τα δυνατά, μυώδη χέρια και σε εκείνη την έντονη, καυστική μυρωδιά που απέπνεε με κάθε του κίνηση και έκλεισα τα μάτια μου. Δεν ξέρω γιατί, δεν ξέρω πώς, αλλά ένιωθα ότι δεν έπρεπε να τον αφήσω από τα χέρια μου. Το χέρι του ανέβηκε στο κεφάλι μου και άρχισε να μου χαϊδεύει τα μαλλιά περνώντας το χέρι του περιστασιακά ανάμεσα τους. Δεν ξέρω πόση ώρα μείναμε έτσι. Το μόνο που ξέρω είναι ότι όσο πήγαινε η φασαρία μεγάλωνε και ήξερα ότι ο χρόνος μου μαζί του τελείωνε. Απομακρύνθηκα ελάχιστα από την αγκαλιά του μονάχα για να κολλήσω τα χείλη μου στα δικά του. Δεν ξέρω τι περίμενα από εκείνο το φιλί. Ίσως να μετάνιωνε και να μη με άφηνε. Ίσως να καταλάβαινε τα αισθήματα μου για εκείνον. Ίσως πάλι και τα δύο. Με άφησε απρόθυμα και με κοίταξε με μάτια που γυάλιζαν. Ακούμπησε το μέτωπο του στο δικό μου και μου χάιδεψε τα μάγουλα. Άφησε έναν βαθύ αναστεναγμό προτού μιλήσει.
«Ό,τι και να γίνει, θέλω να μου υποσχεθείς πως, ό,τι συνέβη μεταξύ μας, δε θα πιστέψεις ποτέ ότι έγινε απλά για να σε ρίξω. Ξεκίνησε έτσι όμως...» ακούμπησα τις άκρες των δαχτύλων μου στα χείλη του κάνοντας τον να σωπάσει. Τα δάκρυα έρεαν ακατάπαυστα τώρα από τα μάτια μου θολώνοντας το πρόσωπο του.
«Μη συνεχίσεις. Σε παρακαλώ... Μη με αφήσεις...» οι λυγμοί απειλούσαν να με πνίξουν όλο και δυνάμωναν κάνοντας με να τρέμω στα χέρια του. Με έσφιξε πάνω του και ακούμπησε ένα ζεστό γυάλινο μπουκάλι στην ανοιχτή παλάμη μου. Απομάκρυνα τα δάκρυα μου για να δω ένα μικρό φιαλίδιο, όχι μεγαλύτερο από τον δείκτη μου με ένα πηχτό κόκκινο υγρό. Το αίμα του. Ο Ντάμιαν έκλεισε την παλάμη μου στη δική του και μου φίλησε ένα ένα τα δάχτυλα.
«Σώσε τον...» μου ψιθύρισε. Κούνησα το κεφάλι μου.
«Δεν καταλαβαίνω...»
«Η θεραπεία για τον Μιχαήλ είναι το αίμα μου. Για αυτό με κυνηγάνε. Για αυτό με θέλουν ζωντανό. Όμως οι Άγγελοι είναι εδώ. Θα έρθουν για εσένα. Εάν δεν τα καταφέρω, αυτό είναι το εισιτήριο σου για την ελευθερία. Με αυτό στα χέρια σου ο Ζοφιήλ δεν μπορεί να αμφισβητήσει την αξία σου. Θα υποστηρίξεις ότι σε αποπλάνησα. Ότι σε ανάγκασα να μείνεις μαζί μου και ότι σκοπός σου ήταν αυτό το μπουκαλάκι όπου κατάφερες να κλέψεις».
«Δε θέλω! Δε θέλω να μπλεχτώ άλλο στα παιχνίδια σας! Δε θέλω να πω ψέματα!» του ούρλιαξα και με αγκάλιασε ακόμα πιο σφιχτά.
«Το ξέρω, αγάπη μου. Αλλά πρέπει. Πρέπει να το κάνεις, εάν δεν επιστρέψω». Οι λυγμοί συντάρασαν το εξαντλημένο μου κορμί και έκλαιγα όπως δεν έχω κλάψει ποτέ στη ζωή μου.
«Απλά γύρνα... Γύρνα σε μένα, σε παρακαλώ...» Μου άφησε ένα απαλό φιλί στο μέτωπο.
«Πάντα θα γυρνάω σε εσένα...» μου ψιθύρισε και με άφησε εκεί, πεσμένη στα γόνατα σε ένα δωμάτιο που τώρα με έπνιγε από αναμνήσεις να καταριέμαι το όνομα του Θεού.

NADIA