Το μαύρο ρόδο (Κεφάλαιο 3)

Η Χλόη είχε αρχίσει να συνέρχεται λίγο πριν το σώμα της έρθει σε επαφή με κάτι μαλακό, ίσως καναπές, απ’ όσο συμπέρανε από τα μαξιλάρια στην αριστερή της πλευρά. Οι καρποί της ήταν δεμένοι, το κοντό σπαθί της έλειπε από τη ζώνη, όπως και οι θήκες με τις πένες. Τέλεια.
Η κοπέλα δεν έκανε καμία κίνηση. Απλά περίμενε και συλλογίστηκε για λίγο τα γεγονότα των τελευταίων ωρών.
Ο λόγος που δεν υπερασπίστηκε τον εαυτό της όπως έπρεπε ήταν επειδή δεν ήθελε να φανερωθεί το διαμέρισμα σε πολλούς που την έψαχναν με τις δυνάμεις τους. Και φυσικά δεν ήθελε να τη βρει ο Ρίκι και να έχει να αντιμετωπίσει τρεις μόνη της. Ίσως τελικά θα ήταν καλύτερα αν είχε τα Φαντάσματα με το μέρος της και πήγαινε από μόνη της με αυτούς.
Πάλι χάλια τα ‘κανε! Ούτε ταλέντο να το είχε!
Άνοιξε αργά τα βλέφαρά της και αντίκρισε μία λευκή οροφή και έναν πολυέλαιο με κρυστάλλους που άπλωνε το φως του ομοιόμορφα στον χώρο.

«Συνέρχεται».
«Καιρός ήταν», απάντησε ο Άγγελος, «Χλόη, ξύπνα!»
«Ξύπνια είμαι! Και για ποιον λόγο οι καρποί μου είναι δεμένοι μεταξύ τους; Φοβάστε μην σας ξεφύγω, χωρίς τις πένες μου και με τόσα προστατευτικά τείχη εδώ μέσα;», ειρωνεύτηκε η κοπέλα και έδειξε τους καρπούς της. Πλέον είχε ανακτήσει πλήρως τις αισθήσεις της και περιεργαζόταν το δωμάτιο. Από την έλλειψη παραθύρων κατάλαβε πως βρισκόταν σε υπόγειο διαμέρισμα και σχετικά παρατημένο, αν έκρινε από τη σκόνη πάνω στα έπιπλα, δηλαδή τους δύο καναπέδες, τις δύο πολυθρόνες, όλα σκούρου μπλε χρώματος και το χαμηλό τραπέζι.
«Αν ήθελες να μας ξεφύγεις, θα το είχες κάνει στο διαμέρισμά σου, αλλά δεν σε συμφέρει να έχεις στο κατόπι σου τον Ρίκι, σωστά;»
«Διάνα. Και τώρα λύστε με, αν έχετε την καλοσύνη».
Στο πρόσωπο του Άγγελου σχηματίστηκε ένα μειδίαμα από την ικανοποίηση που πήρε από τη δήλωση της κοπέλας.
«Θα σε λύσω, αλλά αν επιτεθείς ή κάνεις κάτι για να φύγεις από εδώ, σε προειδοποιώ, θα βρεθείς σε χειρότερη θέση απ’ ό,τι είσαι τώρα», είπε το Φάντασμα και με έναν σουγιά της έκοψε το σκοινί που περιόριζε τα χέρια και τους αστραγάλους της.
«Δεν έχω σκοπό να επιτεθώ».
«Είναι, όμως, που δεν μας εμπιστεύεσαι», είπε ο Άγγελος και με έναν πήδο βρέθηκε να κάθεται σε μία από τις πολυθρόνες απέναντι από τη Χλόη.
«Μα πώς το μάντεψες, απορώ!», ο σαρκασμός ήταν εμφανής στη φωνή της και τα πράσινα μάτια της κάρφωσαν τα καστανά δικά του.
«Δεν είναι δα και τόσο δύσκολο».
Η Χλόη πήγε να απαντήσει, αλλά την έκοψε το Φάντασμα. «Τις διαφορές σας να τις λύσετε αργότερα, τώρα έχουμε να ασχοληθούμε με πιο σημαντικά πράγματα!»
«Είμαι όλη αυτιά».
«Για να μπούμε κατευθείαν στο θέμα», άρχισε ο Άγγελος.
«Θέλουμε να μας πεις πού είναι το Μαύρο Ρόδο», συμπλήρωσε το Φάντασμα.
«Και να ήξερα, δεν θα σας έλεγα».
«Εμένα το καταλαβαίνω, αλλά τα Φαντάσματα δεν το θέλουν για να γίνουν πιο δυνατά ή να εξουσιάσουν τον κόσμο. Είναι οι καλοί και οι ήρωες της πόλης».
«Ακόμα κι έτσι να είναι», απάντησε η Χλόη, «δεν θα έλεγα πού είναι αυτό το ξίφος. Όπου κι αν είναι, είμαι σίγουρη ότι είναι καλύτερα κρυμμένο, παρά στα χέρια ανθρώπων».
«Είναι λογικό να έχεις τη συγκεκριμένη άποψη μετά από αυτά που έχεις δει και βιώσει στην οργάνωση. Κι εγώ στη θέση σου τα ίδια θα πίστευα», δήλωσε το Φάντασμα, «αλλά, πλέον, δεν είσαι μέλος της. Και γι’ αυτό σε κυνηγάνε, γιατί τους στέρησες το πιο πολύτιμό τους αντικείμενο, μαζί και την αξιοπρέπεια. Με λίγα λόγια τους κήρυξες πόλεμο. Αυτό σημαίνει πως οι παλιοί σου σύμμαχοι έγιναν εχθροί σου και οι εχθροί, σύμμαχοι».
«Δηλαδή μου ξαναλές ότι εσείς τα Φαντάσματα είστε με το μέρος μου».
«Ναι».
«Και για ποιον λόγο είπαμε πως θέλετε το ξίφος;»
«Για να σφραγίσουμε τη δύναμή του», απάντησε ο Άγγελος σοβαρά και πρόσεξε πως η Χλόη σφίχτηκε. «Λοιπόν, τι λες, θα μας βοηθήσεις;»
«Αν σκοπεύετεε να μου ζητήσετε να γράψω κάπου το όνομα του Μαύρου Ρόδου και να εμφανιστεί, τότε λυπάμαι, αλλά ατυχήσατε. Το συγκεκριμένο ξίφος δεν υπακούει σε καμία άλλη δύναμη πέρα από τη δική του». Και του Λευκού Ρόδου, του άλλου του μισού και της άλλης μου δύναμης, του Σμαραγδένιου Δράκου, σκέφτηκε η κοπέλα με τα κόκκινα μαλλιά.
«Το γνωρίζουμε ήδη αυτό, Χλόη», είπε το Φάντασμα, «ο λόγος που ζητάμε τη βοήθειά σου δεν είναι η δύναμή σου, αλλά επειδή οι φήμες θέλουν εσένα να έχεις στην κατοχή σου το ξίφος».
Η κοπέλα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Δεν το έχω. Όταν έφυγα από την οργάνωση δεν ήμουν εγώ αυτή που το πήρε, αλλά η Ισμήνη. Μόνο εκείνη ήξερε που μπορεί να βρίσκεται, όχι εγώ».
«Αν γράψεις κάτι για την κρυψώνα στην οποία μπορεί να βρίσκεται;», ρώτησε ο Άγγελος και έπιασε σκεφτικός το πιγούνι του.
«Η Ισμήνη φρόντισε να μην μπορεί να γίνει ανιχνεύσιμη η τοποθεσία με καμία δύναμη. Είχε βαρεθεί να βλέπει τον κόσμο να υποφέρει με τη δύναμη του Μαύρου Ρόδου».
Το Φάντασμα σταύρωσε τα χέρια του μπροστά από το στήθος του. «Κι έτσι αποφάσισε να αναλάβει δράση».
«Χάνοντας, όμως, τη ζωή της», συμπλήρωσε χαμηλόφωνα η κοπέλα, παίζοντας με μία τούφα από τα μαλλιά της. Την πονούσε ο χαμός της παιδικής της φίλης, κι ας είχε περάσει σχεδόν ενάμισης χρόνος από τότε. Η εικόνα της τής ήρθε πεντακάθαρη στη μνήμη, σαν να την είχε δει μόλις την προηγούμενη μέρα κι όχι τα προηγούμενα Χριστούγεννα. Για τη Χλόη, η Ισμήνη αποτελούσε έναν ήλιο με την καλή της διάθεση και το χαμόγελο που δεν έφευγε στιγμή από το πρόσωπό της. Μέχρι που της το έσβησαν με το ζόρι μια και καλή.
«Ποιος τη σκότωσε;», ρώτησε ο Άγγελος.
«Την εντολή την έδωσε ο Αβαούζος αλλά την εκτέλεσε ο καλύτερος φίλος της Ισμήνης, ο Μπράντον, για να αποδείξει την πίστη του στο Μαύρο Ρόδο. Το αποτέλεσμα: τώρα και οι δύο της κάνουν παρέα στον άλλον κόσμο».
Έπεσε μία αμήχανη σιωπή, την οποία έσπασε το Φάντασμα με τα πράσινα μάτια. «Είσαι σίγουρη πως η Ισμήνη δεν σου αποκάλυψε την τοποθεσία του Ρόδου;»
«Ναι. Όσο λιγότεροι τη γνώριζαν, τόσο το καλύτερο, ακόμα κι αν στην προκειμένη περίπτωση ήταν μόνο ένα άτομο».
«Άρα, αυτό σημαίνει πως είναι εξ ολοκλήρου στο χέρι μας να βρούμε το ξίφος πριν τον Στρατό και την Αστυνομία ή το Μαύρο Ρόδο», είπε ο νεαρός με τα καστανά μαλλιά και σηκώθηκε από τη θέση του. «Τι λες, θα μας βοηθήσεις;», με δυο δρασκελιές στεκόταν μπροστά από τη Χλόη και έτεινε το χέρι του προς το μέρος της. Εκείνη τον κοίταξε καχύποπτα. «Δεν πρόκειται να σε παραδώσω στον επιθεωρητή Γκρέις ή στο Μαύρο Ρόδο, αν σκέφτεσαι αυτό»
«Και αν προσπαθήσει να το κάνει θα τον εμποδίσω εγώ», δήλωσε το Φάντασμα.
«Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω, καθώς πριν από έναν χρόνο είχα ψάξει μόνη μου για το ξίφος, χωρίς, όμως, επιτυχία. Όπου και να το έκρυψε η Ισμήνη, έκανε πολύ καλή δουλειά, το μέρος δεν είναι προσιτό σε κανέναν».
Η Χλόη περίμενε ο Άγγελος να αποτραβήξει το χέρι του, πράγμα το οποίο δεν έκανε.
«Τρία μυαλά είναι καλύτερα από ένα», της απάντησε και της έκλεισε το μάτι συνωμοτικά.
«Αν μου δώσετε πίσω τις πένες και το σπαθί μου, θα σας βοηθήσω».
«Αυτό δεν γίνεται», απάντησε το Φάντασμα.
«Και γιατί όχι; Φοβάστε μη φύγω;»
«Ναι. Δε θέλω να επαναληφθεί το σκηνικό που έγινε λίγο νωρίτερα στο διαμέρισμά σου».
«Εντάξει, Φάντασμα, έχεις τον λόγο μου, δεν πρόκειται να το σκάσω. Εξάλλου, τα τείχη που έχετε τοποθετήσει είναι πολύ ισχυρά για να τα σπάσω».
«Τις πένες δεν θα τις πάρεις, όχι απόψε τουλάχιστον».
«Τότε κράτα και το σπαθί. Πιστεύω πως μπορώ να σας βοηθήσω και χωρίς αυτά», απάντησε η κοπέλα και τοποθέτησε το χέρι της μέσα στου Άγγελου, ο οποίος της χάρισε ένα χαμόγελο.
«Χαίρομαι που δέχτηκες να βοηθήσεις, Χλόη», έκανε ο νεαρός.
«Ωραία. Αύριο ξεκινάμε το ψάξιμο», είπε το Φάντασμα και κατευθύνθηκε προς την εξώπορτα, την άνοιξε και χάθηκε μέσα στο σκοτάδι της νύχτας.
«Λοιπόν, έλα να σου δείξω το δωμάτιό σου». Της έκανε νόημα να τον ακολουθήσει στο πρώτο από τα δύο υπνοδωμάτια του μικρού εκείνου σπιτιού.
Ο χώρος ήταν λιτός, με γαλάζιους τοίχους, ένα μονό κρεβάτι, μία δρύινη ντουλάπα και ένα μικρό γραφείο με ένα φωτιστικό. Ήταν τακτοποιημένο και σχετικά καθαρό.
«Δυστυχώς, για απόψε θα πρέπει να βολευτείς με ένα δικό μου κοντομάνικο για πιτζάμα», ανακοίνωσε ο Άγγελος και της έφερε ένα λευκό μπλουζάκι.
«Συγγνώμη που ρωτάω έτσι απροκάλυπτα, αλλά μήπως έχεις και κανένα μποξεράκι που δεν χρειάζεσαι;», ρώτησε η κοπέλα και ο νεαρός γέλασε. Και έπρεπε να παραδεχτεί πως είχε ωραίο γέλιο.
«Χαλάρωσε, φυσιολογική ερώτηση είναι», της απάντησε και τη χτύπησε φιλικά στον ώμο, «τι χρώμα θες να σου φέρω;»
«Οτιδήποτε σου κάνει κέφι».
Επέστρεψε στο δωμάτιο μετά από δύο λεπτά, κρατώντας στα χέρια του ένα σκούρο πράσινο μποξεράκι με σχέδια λουλουδιών. «Ορίστε. Μπορείς να το κρατήσεις κιόλας, διότι εγώ δεν το φοράω πλέον».
«Ευχαριστώ και καλό βράδυ», είπε και τον έβγαλε έξω από το δωμάτιο για να αλλάξει. Το λευκό μπλουζάκι ήταν φαρδύ και τής έφτανε μέχρι τους μηρούς, πράγμα το οποίο την έκανε να νιώθει άνετα και το μποξεράκι συμπλήρωνε το σετ που από εδώ και πέρα θα ονόμαζε πιτζάμα.
Θα κρατούσε τον λόγο της, δε
ν θα προσπαθούσε να φύγει, καθώς γνώριζε πως με το που πατούσε έξω χωρίς δεύτερο άτομο, ο Ρίκι θα έκανε την επίθεσή του. Πλέον το Μαύρο Ρόδο την κυνηγούσε και είχε βάλει στο κόλπο τον Στρατό και την Αστυνομία. Είχε δίκιο το Φάντασμα όταν είπε πως οι σύμμαχοι έγιναν εχθροί και οι εχθροί σύμμαχοι. Τα πράγματα είχαν αλλάξει, όπως και η ίδια άλλωστε.
Έλυσε τα μαλλιά της και ξάπλωσε στο άνετο στρώμα, το οποίο βούλιαξε κάτω από το βάρος της. Είχε κλείσει το φως και τώρα το δωμάτιο είχε βυθιστεί στο σκοτάδι, αλλά δεν την έπιανε ύπνος. Το μυαλό της γυρνούσε συνέχεια στην Ισμήνη και στις στιγμές που είχαν περάσει μαζί. Της έλειπε.
Η Χλόη σηκώθηκε και ακούμπησε τις γυμνές της πατούσες στα κρύα πλακάκια. Ξαφνικά διψούσε. Άνοιξε την πόρτα και βρήκε τον Άγγελο καθιστό στον καναπέ με ένα βιβλίο στα χέρια. Είχε αλλάξει κι εκείνος και τώρα φορούσε ένα γκρι κοντομάνικο, ενώ από κάτω είχε μείνει μόνο με το μποξεράκι και την κοιτούσε ερωτηματικά.
«Συμβαίνει τίποτα;»
«Νερό θέλω».
Της έδειξε που είναι η κουζίνα και σε ποιο ντουλάπι υπήρχαν ποτήρια και γύρισε πίσω στην ανάγνωση του βιβλίου του. Η κοπέλα έβαλε σε ένα ποτήρι νερό μέχρι το χείλος και το κατέβασε με μία γουλιά και μαζί του κατέβηκε και ο κόμπος που είχε στο λαιμό. Άφησε το ποτήρι μέσα στον νεροχύτη και πήγε πίσω στο δωμάτιο, το οποίο από εδώ και πέρα, λογικά θα έπρεπε να αποκαλεί δικό της.
Ακούμπησε το κεφάλι της στο μαξιλάρι και κάλυψε τα μάτια της με τις παλάμες της. Γιατί κάθε φορά που έφερνε στο μυαλό της την Ισμήνη έπρεπε να κλαίει; Εδώ δεν είχε κλάψει ούτε όταν το έμαθε το μοιραίο αλλά ούτε και στην κηδεία της.
Η Χλόη προσπάθησε να σκεφτεί διαφορετικά πράγματα. Άραγε η μικρή της αδερφή, η Γαλήνη και η φίλη της από τη σχολή, η Ζωή, ήταν ασφαλείς; Ή είχαν σκοπό να την ψάξουν μέσω αυτών;
Άπλωσε το χέρι της προς το κομοδίνο, ψάχνοντας ενστικτωδώς για μία από τις πένες της, αλλά το μόνο που έπιασε ήταν σκόνη. Σηκώθηκε ξανά από το κρεβάτι και άνοιξε διάπλατα την πόρτα, κάνοντας έτσι τον Άγγελο να τιναχτεί από τη θέση του.
«Άσε με να μαντέψω, δεν μπορείς να κοιμηθείς», σχολίασε και γύρισε πίσω στο βιβλίο του.
«Έπεσες έξω. Θέλω να ρωτήσω κάποια πράγματα».
«Νομίζω μπορούν να περιμένουν μέχρι αύριο».
«Δεν μπορούν».
«Κι όμως, θα περιμένουν».
Η κοπέλα, εκνευρισμένη πλέον, του άρπαξε το βιβλίο από τα χέρια και το πέταξε στον διπλανό καναπέ, κερδίζοντας την αμέριστη προσοχή του.
«Ε! Ξέρεις το διάβαζα αυτό! Και είχα φτάσει σε καλό σημείο!»
«Μπορεί να περιμένει μέχρι αύριο», επανέλαβε τα λόγια του η Χλόη και θρονιάστηκε δίπλα του.
«Ωραία, σ' ακούω»
«Γνωρίζεις αν ο Στρατός έχει βάλει στο στόχαστρο τη μικρή μου αδερφή για να φτάσει σε μένα;»
Εκείνος έβγαλε την αναπνοή που κρατούσε ασυναίσθητα και το βλέμμα του σοβάρεψε. «Γι’ αυτό σου είπα, μπορούν να περιμένουν μέχρι αύριο...», μουρμούρισε.
«Άγγελε! Πες!»
«Καλά, καλά! Λοιπόν, δεν έχεις να ανησυχείς για τίποτα, η αδερφή σου είναι ασφαλής, δεν πρόκειται να την πλησιάσει κανένας από τον στρατό, ή την αστυνομία ή από την οργάνωση. Το έχουν φροντίσει τα Φαντάσματα αυτό. Και το ίδιο ισχύει και για τη φίλη σου», απάντησε ο νεαρός, ξαφνιασμένος που η κοπέλα τον είχε αποκαλέσει με το όνομά του.
Την είδε να πέφτει πίσω στα μαξιλάρια του καναπέ, φανερά ανακουφισμένη από την απάντηση που πήρε.
«Για το καλό τους, ελπίζω να μην αφήσουν να τις συμβεί τίποτα».

 Ξανθίππη Γιωτοπούλου