Insomnia (Κεφάλαιο 4)

Ρουθ

«Φαίνεται πάντα αδύνατο, μέχρι να γίνει» - Nelson Mandela

Κοιτάζω μαγεμένη έναν σκοτεινό, μπλε ουρανό, διάσπαρτο με εκατομμύρια μικρά και μεγάλα αστέρια. Αναβοσβήνουν παιχνιδιάρικα και τα φαντάζομαι να μιλούν και να γελούν. Ακόμα και να τραγουδούν τους δικούς τους σκοπούς. Η μαμά συνηθίζει να μου λέει, πως όταν κάποιος δεν μπορεί να κοιμηθεί να ξαπλώνει από κάτω τους και να αρχίσει να τα μετρά. Εκείνα θα φροντίσουν να του χαρίσουν τα πιο όμορφα όνειρα. Χαμογελάω γεμάτη δέος. Σε μένα μέχρι στιγμής δεν έχει πιάσει, όμως δεν πρόκειται να της το πω. Έτσι και αλλιώς ο ουρανός είναι πανέμορφος το βράδυ για να επιτρέψω στα μάτια μου να κλείσουν.

Τα αστέρια έχουν γίνει η πηγή έμπνευσής μου για κάθε μου τραγούδι, για κάθε μουσική που έχω συνθέσει. Είναι αδιάσπαστο κομμάτι μου. Είναι εγώ, η Κάρεν Μέρφι και εγώ αυτά.

«Κά-ρεν».

Πολλές φορές αναρωτιέμαι, αν θα γίνω και εγώ σαν αυτά, όταν έρθει η ώρα μου να φύγω. Και ξέρω πως αυτό θα γίνει σύντομα. Η καρδιά μου είναι εύθραυστη και οι χτύποι της μετρημένοι στα δάχτυλα. Αλλά δεν πειράζει. Μια άλλη Κάρεν θα με αντικαταστήσει. Όσο και αν με στενοχωρεί ότι θα αποχωριστώ τόσο νωρίς τους γονείς μου, με παρηγορεί το γεγονός ότι το άλλο κορίτσι θα συνεχίσει να τους κρατά ευτυχισμένους, παρόλο που δε θα είμαι πραγματικά εγώ.

«Γλυκιά μου, είναι αργά. Μπες μέσα στο σπίτι» ακούω τη μαμά μου να φωνάζει από τη μπαλκονόπορτα του σαλονιού. «Πρέπει να ξεκουραστείς».

«Σε δυο λεπτά μαμά» της απαντάω κλείνοντας αμυδρά τα μάτια μου. Δε θέλω να πάω μέσα. Δε θέλω να αφήσω τα αστέρια, ωσότου βγει ο ήλιος.

«Μα-μά. Σπί-τι».

Ένα βουητό γεμίζει το κεφάλι μου. Ένα βουητό που καλύπτει όλους τους άλλους ήχους θολώνει την όρασή μου και απενεργοποιεί την ενέργειά μου. Υπάρχει και φως. Πολύ φως που με τυφλώνει, όταν το βλέμμα μου πέφτει πάνω του. Τι είναι αυτό; Ο ήλιος; Είναι ζεστό και έντονο, όμως δεν μοιάζει γλυκό. Εχθρικό και ψυχρό θα έλεγα. Ναι… αυτό του ταιριάζει καλύτερα. Αλλά αν δεν είναι ο ήλιος, τι είναι τότε;

Σηκώνω το χέρι μου και το ακουμπάω απαλά πάνω στο πρόσωπό μου. Είναι απαλό και λείο, όμως υπάρχουν περίεργες ακανόνιστες γωνίες. Μάτια, μύτη, στόμα. Και εκείνο το κορίτσι η Κάρεν τα έχει. Είμαι σαν αυτή;

Γυρίζω στο πλάι και ένα μέρος του μυαλού μου, με προειδοποιεί για τον κίνδυνο που παραμονεύει στην επόμενη κίνηση. Ανοίγω απότομα τα μάτια μου και τινάζομαι προς τα πίσω βλέποντας, το πάτωμα κάτω από το ψηλό τραπέζι που είμαι ξαπλωμένη. Κοιτάζω ολόγυρα το σκοτεινό δωμάτιο. Που βρίσκομαι; Τι είναι αυτό το μέρος που μυρίζει κλεισούρα και σκόνη; Παλιά κίτρινα βιβλία και υπολογιστές καλύπτουν τους τοίχους, ενώ στο κέντρο του βρίσκεται ένα μικρό πλήρες χειρουργείο.

Ανακάθομαι επιφυλακτικά και κρεμάω τα πόδια μου κάτω από το τραπέζι συνεχίζοντας να καλύπτω τα μάτια μου από το δυνατό φως του προβολέα που τελικά δεν είναι ο ήλιος της Κάρεν και σηκώνομαι. Για λίγο ταλαντεύομαι στις φτέρνες μου προσπαθώντας να αποκτήσω ισορροπία και κάνω μερικά βήματα μέσα στο δωμάτιο. Τα πολύχρωμα καλώδια που έχουν γραπωθεί στο σώμα μου ξεκολλούν αλλάζοντας τα δεδομένα των υπολογιστών που είναι συνδεδεμένα και με αφήνουν να φύγω.

Υπάρχει μια σκάλα και μια ξύλινη μικρή πόρτα στην οροφή του δωματίου. Αυτή να είναι η έξοδός του; Σαν ζώο που αναζητά την ελευθερία του και γεμάτη περιέργεια σπρώχνω με το χέρι μου πρώτα το ένα και έπειτα το άλλο φύλλο, καθώς σκαρφαλώνω στη σκάλα, η οποία με οδηγεί σε ένα άλλο ακόμα πιο σκοτεινό δωμάτιο. Η όρασή μου δεν αργεί να προσαρμοστεί και η όσφρησή μου να πιάσει τα νέα δεδομένα του περιβάλλοντος ολόγυρα. Υπάρχει μια γλυκιά αλλά και ξινή ταυτόχρονα οσμή στην ατμόσφαιρα. Ο αέρας είναι κάπως βαρύς από την υγρασία και τη σκόνη που έχει κατακαθίσει στα αμέτρητα γυάλινα μπουκάλια που στολίζουν όλους του τοίχους.

Αδιάφορα τα προσπερνάω και σκαρφαλώνω σε μια ακόμα σκάλα. Είμαι έτοιμη να σπρώξω την ξύλινη πόρτα, όμως οι παράξενοι ήχοι που ακούγονται από την άλλη της πλευρά με κάνουν κάπως διστακτική. Κάποιοι μιλούν. Ποιοι είναι όμως;

«Φαίνεστε προβληματισμένος, κύριε. Μήπως η εγχείρηση δεν πήγε καλά;» κρυφακούω κάποιον να λέει και κρυφοκοιτάζω από την εσοχή της πόρτας.

Είναι ένας ψηλός άντρας με πολύ κοντά κουρεμένα μαλλιά και σημάδια στο πρόσωπο. Ψάχνω στις αναμνήσεις μου για το πρόσωπό του, αλλά πέρα από μερικές εικόνες, δεν… θυμάμαι κάτι άλλο. Κοιτάζω και τον άλλον. Είναι καμπουριασμένος πάνω από το τραπέζι με το βλέμμα του χαμένο κάπου μακριά. Ένα χαμόγελο παραμορφώνει τα χείλη μου. Είναι ο μπαμπάς μου. Είμαι έτοιμη να βγω, όμως η βαθιά του φωνή με σταματάει.

«Όχι, Τόμας. Η εγχείρηση πήγε πολύ καλά. Απλά δεν έχω ιδέα τι να κάνω μετά» λέει ήρεμα, κουρασμένα. Στο βλέμμα του όμως υπάρχει μια αυξανόμενη ησυχία και η φωνή του ταλαντεύεται αμυδρά, σαν να λέει ψέματα. «Η Κάμερον θα ξυπνήσει σύντομα από την αναισθησία και θα με δει μόνο, χωρίς το παιδί που της υποσχέθηκα».

«Εγώ… Δεν απελπίζομαι. Έχω ακόμα ελπίδες για τη Ρούθ. Θα ξυπνήσει αργά ή γρήγορα. Βρήκε μόνη της τον δρόμο για εδώ και δίχως να τον γνωρίζει ή να την έχει φέρει κάποιος. Θα είναι καλά».

«Πόσο καλά; Δεν έχω όλον τον χρόνο στη διάθεσή μου και όταν εκείνη ξυπνήσει, θα είναι κάπως χαμένη. Επίσης δεν ξέρω, κατά πόσο θα δουλέψουν οι πληροφορίες που της ενσωμάτωσα για τη νέα της ζωή».

«Τι εννοείτε;»

«Χτες, όταν εισέβαλλε μέσα στο σπίτι με αποκάλεσε πατέρα. Ήταν προγραμματισμένη στις εντολές της Κάρεν Μέρφι. Δε θα έπρεπε να με γνωρίζει που σημαίνει ότι μόνο δύο επιλογές υπάρχουν. Ή το σύστημά της έχει βραχυκυκλώσει πράγμα που την κάνει επικίνδυνη για όλους μας ή η νοημοσύνη της ξεπερνά τα όρια των προγραμμάτων. Στο εργαστήριο τη φρόντιζα. Με έβλεπε και με άκουγε… Θα ήταν πολύ πιθανό» ξεφυσάει ανήσυχος. «Κάτι μου λέει πως κάναμε περισσότερο κακό απ’ ότι καλό. Δεν έπρεπε να την αναπρογραμματίσουμε».

«Χα! Ανοησίες. Το κορίτσι είναι μια χαρά. Βάζω το χέρι μου στη φωτιά γι’ αυτό. Εξάλλου, αν δεν ξυπνήσει, δεν μπορούμε να ξέρουμε για τις αντιδράσεις της, σωστά;» απαντά πεισμωμένα ο Τόμας.

«Καλά. Μπορώ να περιμένω να δω πράξεις, πριν την κρίνω, αν αυτό θεωρείς απαραίτητο. Αλλά θέλω να ξέρεις, πως αν πρόκειται να βάλει σε κίνδυνο κάποιον και δεν εννοώ μόνο τη γυναίκα μου, δε θα διστάσω να την ακυρώσω».

«Σοβαρά το σκέφτεστε αυτό;»

«Είναι μια πιθανότητα…»

«Κύριε… Το σχέδιό μας ήταν να την προστατέψουμε για να…» το αγόρι κουνάει το κεφάλι του μην έχοντας ιδέα τι να πει, τι να κάνει. «Τι συνέβη και αλλάξατε γνώμη γι’ αυτήν; Μήπως κάτι άσχημο στο νοσοκομείο που δε θέλετε, να αποκαλύψετε;»

«Η Κάμερον» αποκρίνεται με σπασμένη φωνή. «Μου είπαν ότι δεν υπάρχουν ελπίδες να αναρρώσει». Ο μπαμπάς μου σφίγγει τις γροθιές του απελπισμένος και νιώθω ένα παράξενο συναίσθημα να με καταβάλλει. Θυμός.

«Μα είπατε πως η εγχείρηση πέτυχε. Και φαινόσασταν απόλυτα θετικός για την υγεία της».

«Είπα ψέματα, εντάξει;» φωνάζει.

«Νομίζω πως… Δεν καταλαβαίνω τα συναισθήματά σας, κύριε» καγχάζει αμήχανος. «Θα σας ήμουν ευγνώμων, αν μου εξηγούσατε».

«Μου είπαν ότι αφαίρεσαν επιτυχώς τα μέρη, όπου ο καρκίνος ξεκίνησε, αλλά και ότι πολλά ακόμα σημαντικά όργανα έχουν μολυνθεί. Δεν είναι δυνατόν να γίνει κάποια μεταμόσχευση, άρα… με λίγα λόγια, οι μέρες της είναι μετρημένες. Και εντελώς ανώφελο να συνεχίσω να ασχολούμαι με τη Ρουθ από τη στιγμή που ίσως και να μη χρειαστεί να εκπληρώσει τον σκοπό για τον οποίο τη φέραμε εδώ».

«Και η θεωρία σας περί δικαιωμάτων των αντικειμένων; Από τη στιγμή που ξεκίνησα να δουλεύω ως βοηθός σας πάντοτε άκουγα πως τα αντικείμενα δεν είναι απλά μηχανές. Αλλά σώματα με τη δική τους ψυχή, τα δικά τους συναισθήματα. Ακόμα και ελεγχόμενα. Τι απέγιναν όλα αυτά; Εσείς τη δημιουργήσατε, της δώσατε ζωή και τώρα… απλά θα την παρατήσετε μόνο και μόνο επειδή η γυναίκα σας… Δεν πρόκειται να τα καταφέρει; Έχετε ένα χρέος απέναντί της. Σαν πατέρας της, σαν δημιουργός της».

«Δεν… Δεν ξέρω τι να κάνω» σηκώνεται όρθιος φανερά απογοητευμένος με κάτι. «Θα πάω μια βόλτα. Χρειάζομαι λίγο χρόνο να βάλω τις σκέψεις και τα προβλήματά μου σε μια τάξη. Θα επιστρέψω αμέσως. Μπορείς… να την ελέγξεις για χάρη μου;» ρωτάει παραληρώντας.

Το αγόρι με την ακμή έρχεται προς το μέρος μου χαμογελώντας με έναν ανεξήγητο τρόπο που ο σκληρός μου δίσκος δεν καταφέρνει να προσδιορίσει. Οπισθοχωρώ στη σκιά του, όταν η φιγούρα του καλύπτει το φως του ήλιου που εισέρχεται από τη σχισμή της πόρτας. Ένα άλλο φως γεμίζει ξαφνικά το δωμάτιο καθιστώντας με προσωρινά τυφλή. Η πόρτα ανοίγει με ένα αμυδρό κλικ και ο ήχος των βημάτων πάνω στο ξύλινο πάτωμα κυριαρχεί στην ακοή μου.

«Ω! Είσαι…» ψελλίζει έκπληκτος στη θέα μου. «…ξύπνια. Κύριε!» φωνάζει δυνατά.

Πολύς θόρυβος. Η φωνή του χτυπάει με δύναμη στους πέτρινους τοίχους του κελαριού αντιλαλώντας παραμορφωμένος ολόγυρα. Θέλω να σταματήσει αμέσως. Χωρίς να επεξεργαστώ πρώτα τις εντολές που ο προγραμματισμένος μου εγκέφαλος στέλνει στο νευρικό μου σύστημα. Του ορμάω απότομα και τον ρίχνω έξω από το κελάρι. Η πλάτη του χτυπάει πάνω στο τραπέζι, το οποίο σέρνεται στο πάτωμα βγάζοντας έναν απίστευτα στριγκό ήχο. Σφίγγομαι άβολα στην πονεμένη του κραυγή.

«Πάψε! Ο κάθε ήχος που βγάζεις, είναι βασανιστήριο».

«Τόμας, άκουσα…» ο πατέρας μου εμφανίζεται τρέχοντας από μια άλλη πόρτα σε αυτό το καινούριο, άγνωστο δωμάτιο. Παγώνει στη θέα μου. «Θεέ και κύριε».

«Γεια…» λέω σηκώνοντας αυθόρμητα το χέρι μου και τον χαιρετάω. «…μπαμπά».

Δίχως να ανταποκριθεί με προσπερνάει γρήγορα και κατευθύνεται σε εκείνο το αγόρι. Ποιο είναι το όνομά του; Τόμας! Γονατίζει δίπλα του και του ανασηκώνει το κεφάλι, όσο εκείνος προσπαθεί να καταλάβει τι του συνέβη. Είναι πιο σημαντικός εκείνος απ’ ότι εγώ; Την ίδια του την κόρη;

«Τι σου είναι;» ρωτάω σφιγμένα. «Πόσο σημαντικός είναι για σένα και τον υπολογίζεις περισσότερο από μένα;» οι σκέψεις μου γίνονται λόγια ένας χείμαρρος που δεν είμαι σε θέση να σταματήσω.

«Δεν έχει να κάνει με σένα. Μην ανακατεύεσαι με τον βοηθό μου. Με άκουσες;» ξεσπάει. Νιώθω την αρνητική του αύρα να τον γεμίζει και να με πληγώνει, ενώ μια αυξανόμενη πίεση φωλιάζει πίσω από τα μάτια μου.

Το αγόρι, ο Τόμας τον σκουντάει με νόημα και γυρνούν και οι δυο προς το μέρος μου.

«Είναι μόνο ένα παιδί εδώ έξω, κύριε, που δε γνωρίζει το καλό από το κακό. Είναι ξύπνια τώρα, οπότε υποθέτω πως θα πρέπει να διδαχτεί για να μάθει» μου χαμογελάει. «Νομίζω πως θα κλάψει».

«Όχι, δε θα το κάνω» μουρμουρίζω σουφρώνοντας τα χείλη μου και σταυρώνοντας τα μπράτσα μου μπροστά στο στήθος μου,

Ο Τόμας σηκώνεται και με πλησιάζει. Αντιδρώ όπως και την προηγούμενη φορά, όταν η παρουσία του έκρυψε τον φως του κελαριού και φέρνω τα χέρια μου σε αμυντική θέση ανάμεσά μας. Το βήμα του είναι αβέβαιο, διστακτικό. Ίσως και φοβισμένο.

«Ονομάζομαι Τόμας. Δουλεύω για τον δόκτωρ Πίτερ Κοβέλ. Τον δημιουργό και πατέρα σου. Είμαι φίλος σου, άρα δεν υπάρχει λόγος να με φοβάσαι» βγάζει το σακάκι του και προσεχτικά το φέρνει γύρω από τους γυμνούς μου ώμους, όπου και το αφήνει. «Θα έχεις πολλές απορίες από την ώρα που ξύπνησες, θες να μου τις πεις; Ίσως να μπορέσω να σε βοηθήσω».

«Πάντα τόσο πολύ μιλάς;» ρωτάω γεμάτη περιέργεια σκύβοντας προς το μέρος του.

Είναι παράξενο συναίσθημα. Γιατί με ελκύει η παρουσία του; Το σύστημά μου δεν τον βρίσκει όμορφο, ούτε όμως και άσχημο για να πω την αλήθεια. Όμως φαίνεται ο αγαπημένος του πατέρα μου και αυτό με γεμίζει με ζήλια. Αποτελεί απειλή για τη δική μου παρουσία. Με κάποιον τρόπο πρέπει να τον ξεφορτωθώ. Έτσι ο δημιουργός μου θα ανήκει μόνο σε μένα. Του χαμογελάω ντροπαλά.

«Λοιπόν θα μου πεις το όνομά σου;» το χέρι του γλιστράει στην πλάτη μου και με σπρώχνει σε ένα άλλο δωμάτιο ακόμα πιο μεγάλο απ’ τα δυο που έχω επισκεφτεί μέχρι στιγμής.

«Τι… δεν το ξέρεις ήδη;» σαρκάζω παιχνιδιάρικα αφήνοντας το έκπληκτο βλέμμα μου να πλανηθεί ολόγυρα.

Το φως του ήλιου που απλώνει τις αχτίδες του στον στενό διάδρομο είναι το πρώτο πράγμα που μου τραβάει την προσοχή. Τι είναι αυτή η ενέργεια; Και πως τη διοχετεύουν μέσα στο σπίτι; Και το άλλο φως που χρησιμοποιούν… πόσο ενοχλητικό. Κάτι κλείνει γύρω από τον καρπό μου και με τραβάει προς μια σκοτεινή γωνιά με άνετα καθίσματα. Καναπέδες. Σηκώνω τα μάτια μου και βλέπω το χαμόγελο του Τόμας και από πίσω το πιο ήρεμο πρόσωπο του πατέρα μου. Μου χαμογελάει και εκείνος. Λίγο επιφυλακτικά, αλλά και πάλι αυτό το μικρό μειδίαμα γεμίζει με ένα καινούριο συναίσθημα την καρδιά μου. Αγάπη;

«Εμ, ναι… το ξέρω. Όμως θα ήθελα να το ακούσω από τα όμορφα χειλάκια σου» λέει ο Τόμας διακόπτοντας τον ειρμό των σκέψεών μου.

Κοιτάζω τον δημιουργό μου.

«Είναι εντάξει, Τόμας. Θα τη φροντίσω εγώ» απαντάει ο πατέρας μου και τον σπρώχνει ελαφρά στην άκρη. «Ίσως να έχουμε μια ευκαιρία τελικά».

Από την τσέπη του παντελονιού του βγάζει μερικά χαρτονομίσματα και του τα δίνει, δίχως να πάρει τα μάτια του καθόλου από τα δικά μου. Εμένα με σπρώχνει στον καναπέ και το σώμα μου, σαν να έχει δική του βούληση κάθεται. Όλα αυτά είναι τόσο… τόσο καινούρια. Γιατί οι άνθρωποι πρέπει να κάθονται; Είναι ανόητο από τη στιγμή που δεν κουράζεσαι και όρθιος. Γιατί φορούν νέο δέρμα πάνω από το παλιό τους; Και αυτά που νιώθουν; Πώς ξέρουν να αλλάζουν τα συναισθήματά τους σε κάθε περίπτωση;

«Κύριε;»

«Κατέβα στην πόλη, στο εμπορικό. Ψώνισέ της για την επίσκεψη στο νοσοκομείο. Ως νεότερος πιστεύω ότι θα έχεις καλύτερο γούστο από το δικό μου» τον χτυπάει απαλά στο μπράτσο και εκείνος γέρνει το κεφάλι του με σεβασμό, καθώς φεύγει. «Λοιπόν, μικρή μου, θα μου πεις το όνομά σου; Βασικά το θυμάσαι;»

«Ναι» αποκρίνομαι βιαστικά. Είναι… «Είμαι η Κάρεν». Τα μάτια του σκοτεινιάζουν. «Όχι… είμαι η Ρουθ». Κάτι μπερδεύεται μέσα στον σκληρό μου δίσκο. «Ίσως είμαι η Καρεν Κοβέλ Ρουθ Μέρφι;»

Ο δόκτωρ Πίτερ Κοβέλ βάζει τα γέλια.

«Όχι. Είσαι η Ρουθ Κοβέλ. Η Κάρεν Μέρφι είναι ένα άλλο κορίτσι που δεν έχει καμία σχέση με σένα. Εντάξει;»

«Είναι φίλη μου; Την είδα, καθώς κοιμόμουν. Ήταν ξαπλωμένη σε πράσινο χορτάρι και κάτω από έναν σκοτεινό ουρανό γεμάτο αστέρια. Έχουμε και εμείς τέτοιο;» ρωτάω με περιέργεια και λαχτάρα να ξαναδώ αυτό το μεγαλείο που απλωνόταν από πάνω της.

«Τι; Χορτάρι ή αστέρια;»

«Αστέρια φυσικά».

«Ναι. Υπάρχουν και τα δύο. Θα τα δεις, όταν ο ήλιος δύσει. Είμαι σίγουρος ότι στην πραγματικότητα είναι ακόμα καλύτερα, από ένα όνειρο». Το χέρι του σηκώνεται και τα δάχτυλά του ακουμπούν πάνω στο μάγουλό μου. Σηκώνω το δικό μου χέρι και κάνω το ίδιο. Γελάει. Τι σημαίνει αυτό το άγγιγμα;

«Και… έχουμε και μαμά;»

«Ε;» σαστίζει.

«Η μαμά μου. Είναι και αυτή εδώ; Μπορώ να τη δω;» ρωτάω.

«Ναι… Θα τη δεις τη μαμά σου. Θα σε πάω αργότερα σε εκείνη. Έχεις τον λόγο μου». Πιάνει έναν φάκελο, όπου είναι ακουμπισμένος στο τραπεζάκι μπροστά μας και τον ανοίγει βγάζοντας έξω ένα μάτσο λευκά χαρτιά. «Θες να παίξουμε ένα παιχνίδι, Ρουθ;»

Νεύω καταφατικά και γέρνω μπροστά θέλοντας να δω αυτό που βλέπει και εκείνος, όμως τραβάει τα χαρτιά μακριά κρύβοντάς τα από το βλέμμα μου.

«Είναι κάτι εύκολο. Το παιχνίδι ονομάζεται… Απάντα σωστά. Θα σου κάνω κάποιες ερωτήσεις και αν απαντάς σωστά, μπορείς να με ρωτάς και εσύ ό,τι θες να μάθεις. Αν όμως απαντάς λάθος, δε θα μαθαίνεις τίποτα άλλο για μένα. Εντάξει;» βγάζει ένα στυλό από την μπροστινή τσέπη του πουκαμίσου του και τον ανοίγει. «Είσαι έτοιμη;»

«Ναι…»

«Ωραία… Πρώτη ερώτηση. Πώς ονομάζομαι;»

«Είσαι ο μπαμπάς μου. Το όνομά σου είναι Πίτερ Κοβέλ». Στο καταφατικό νόημα καταλαβαίνω ότι κέρδισα την πρώτη του ερώτηση. «Εντάξει, σειρά μου. Μπορώ να ξαναδώ την Κάρεν; Έμοιαζε τόσο καλή».

«Όχι. Η Κάρεν μένει πολύ μακριά για να την επισκεφτείς και στα όνειρά σου μπορεί να μη φαίνεται αυτό που πραγματικά είναι. Σειρά μου τώρα». Παίρνει βαθιά ανάσα. «Πώς είναι το όνομα της μητέρας σου;»

«Κάμερον Κοβέλ». Ξέρω πως και αυτό είναι σωστό γι’ αυτό ετοιμάζω την δική μου ερώτηση. «Είπε ότι ήταν άρρωστη. Μπορείς να τη βοηθήσεις;»

«Όχι. Δεν είμαι γιατρός, αν και νομίζω πως κάποιος κατάλληλος μπορεί να τη φροντίσει». Στη φωνή του υπάρχει μια διαφορετική χροιά. Λέει ψέματα. «Πόσο χρονών είσαι;»

«Δεκαεφτά ή δεκαοχτώ;» δεν είμαι βέβαιη γι’ αυτό.

«Αν δεν είσαι σίγουρη, θα το πάρω ως λάθος» με κοιτάζει περιμένοντας για μια σίγουρη απάντηση, αλλά δεν μπορώ να του απαντήσω. «Δεκαεφτά! Μην το ξεχάσεις».

«Όχι, κύριε».

«Ωραία. Από πού προέρχεσαι;»

«Από το εργαστήριό σας. Εσείς με δημιουργήσατε, δεν το θυμάστε;»

«Όχι, Ρουθ» φωνάζει ξαφνικά τρομάζοντάς με. «Αυτό θα το ξεχάσεις και θα θυμάσαι μόνο πως, πριν γίνεις η Ρουθ Κοβέλ, ήσουν ένα ορφανό από την εκκλησία του πατέρα Ονόριου».

«Ποιος είναι αυτός;» ρωτάω δειλά. Ο πατέρας μου με κοιτάζει ανασηκώνοντας τα φρύδια του.

«Δεν τον γνωρίζεις;» κουνάω το κεφάλι μου αρνητικά και ξεφυσάει ανυπόμονα. «Είναι ο πνευματικός της μητέρας σου και εκείνος που σε μεγάλωσε, ώσπου σε πήρα εγώ υπό την προστασία μου».

«Μα δεν έγινε κάτι τέτοιο. Ξέρω πως δεν είμαι καν άνθρωπος» επιμένω. Οι ερωτήσεις του με μπερδεύουν περισσότερο. «Θέλω να σταματήσουμε. Δε μου αρέσει αυτό το παιχνίδι».

«Μα μόλις ξεκινήσαμε. Έχει πλάκα θα δεις. Είναι ένα μυστικό που θα μοιραζόμαστε μόνο εμείς οι τρεις. Κανένας άλλος πέρα από τον Τόμας, εσένα και εμένα δεν πρέπει να γνωρίζει τι είσαι στην πραγματικότητα».

«Όχι» του αρπάζω τα χαρτιά και τα πετάω στο πάτωμα. «Είναι χάλια, δε θέλω να παίξω άλλο».

«Εντάξει, εντάξει. Μην ταράζεσαι. Όχι άλλο παιχνίδι. Θες κάτι άλλο;» με βιαστικές κινήσεις μαζεύει τα σκορπισμένα φύλλα της εργασίας του και τα στοιβάζει πάλι πίσω στον φάκελο.

«Μπορώ να δω τη μαμά μου;»

«Ναι… Μόλις επιστρέψει ο Τόμας. Για να τη δεις πρέπει να ντυθείς».

«Μα είμαι ντυμένη. Φοράω αυτό…»

«Όχι. Χρειάζεσαι κανονικά ρούχα. Είναι ας πούμε… ο τρόπος τον ανθρώπων για να νιώθουν πιο άνετα με άλλους ανθρώπους. Πώς να στο εξηγήσω καλύτερα…» πιάνει σκεφτικός το σαγόνι του. «Βλέπεις υπάρχουν τόσο όμορφα υφάσματα σε πολλά χρώματα. Είναι πολύ πιο ενδιαφέρον να βλέπεις κάποιον μέσα σε μια τέτοια αμφίεση, από να τον βλέπεις γυμνό. Γι’ αυτό… Δε θα πηγαίνεις πουθενά χωρίς ρούχα. Είναι κανόνας».

«Τι είναι ο κανόνας;» Ρυθμίσεις, νόμοι ή άλλες αρχές που καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να γίνει κάτι. Αναφέρει το ενσωματωμένο λεξικό στο λειτουργικό μου σύστημα. Κάτι που πρέπει να γίνει;

«Ε, θα αφήσω τον Τόμας να σου το εξηγήσει αυτό. Απλά να θυμάσαι πως υπάρχουν πράγματα που μπορείς να κάνεις και πράγματα που δεν μπορείς. Κάτι τέτοιο λέγεται κανόνας… Κατά τη δική μου άποψη πάντα και… μιας που το ανέφερες θα σου φτιάξω μια λεπτομερή λίστα με αυτά που μπορείς και δεν μπορείς να κάνεις».

«Και πρέπει να υπακούω;»

«Ναι, αν δε θέλεις να θυμώσω μαζί σου. Κατανοητό;» ακούγεται απόλυτος και δεν τολμώ να του φέρω την οποιαδήποτε αντίρρηση. «Σκέψου το, σαν ένα νέο είδος παιχνιδιού».

«Τς, τς, τς» σφυρίζω αποδοκιμαστικά. «Αν έτσι είναι τα παιχνίδια, τότε νομίζω πως δε θέλω να ξαναπαίξω».

Ο δημιουργός μου ανοίγει το στόμα του να πει κάτι και το ξανακλείνει, μην έχοντας τα κατάλληλα λόγια για να υπερισχύσει του δικού μου λόγου. Σηκώνει το δάχτυλό του και με δείχνει γελώντας ενθουσιασμένος. Δεν καταλαβαίνω τη συμπεριφορά του, τουλάχιστον σε τι αποσκοπεί η συγκεκριμένη του κίνηση και εκείνος δεν φαίνεται καθόλου πρόθυμος να μου εξηγήσει. Τέλος πάντων. Αν είναι τόσο πεισματάρης όσο ξέρω, δεν υπάρχει περίπτωση να του αποσπάσω τίποτα.

«Αφού το ξεκαθαρίσαμε αυτό, είσαι ελεύθερη για την ώρα» λέει, καθώς σηκώνεται όρθιος. Τον μιμούμαι.

«Ελεύθερη;»

«Ναι… Σου επιτρέπω να εξερευνήσεις ολόγυρα. Είμαι σίγουρος πως δε θέλεις να κάτσεις εδώ, σωστά;» με χτυπάει απαλά στην πλάτη, όπως είχε κάνει και με τον Τόμας. Σε τι αποσκοπεί αυτή η χειρονομία; «Θα κάνω ένα γρήγορο μπάνιο και όταν γυρίσει ο Τόμας θα επισκεφτούμε τη μητέρα σου».

«Μπάνιο; Μπορώ να κάνω και εγώ;» ρωτάω περίεργη με την καινούρια λέξη που μου παρουσιάζει, αν και η ενσωματωμένη μου μνήμη μου φανερώνει αμέσως σκηνές με το τι είναι το μπάνιο.

«Ε, δεν νομίζω ότι το χρειάζεσαι, ούτε και ότι θα το χρειαστείς. Αν όμως το θέλεις, μπορείς να το κάνεις» με δείχνει με το δάχτυλό του. «Ήρεμα τώρα».

Σιωπηλή τον παρατηρώ να ανεβαίνει με ανάλαφρο βήμα τα σκαλιά για τον επάνω όροφο και δεν μπορώ να κρύψω το χαμόγελο που ανεβαίνει ως τα χείλη μου. Νιώθω χαρούμενη για κάποιο ανεξήγητο λόγο. Και τώρα τι ; Τι να κάνω;

Τη ματιά μου τον αιχμαλωτίζουν για μια ακόμη φορά, οι έντονες ακτίνες του ήλιου που περνούν μέσα από τα ψηλά παράθυρα στο σαλόνι, την κουζίνα και το χολ. Διστακτικά τραβάω τις λεπτές λευκές κουρτίνες στο πλάι και κοιτάζω έξω την καταπράσινη απέραντη έκταση που απλώνεται ολόγυρα από το σπίτι. Τι όμορφο; Εικόνες από το όνειρο της Κάρεν με πλημμυρίζουν και θέλω να αισθανθώ την τραχιά επιφάνεια του κοντοκουρεμένου γρασιδιού στα γυμνά μου πόδια, τον δροσερό αέρα να γεμίζει τους πνεύμονές μου. Θέλω να κυλιστώ και να χαζέψω για ώρες τον ουρανό. Μέρα ή νύχτα δεν έχει σημασία. Το δέος που μου προκαλεί με κάνει να νομίζω πως είμαι σαν και αυτήν. Την Κάρεν Μέρφι και όχι μια μηχανή που απλά της μοιάζει.

Βγαίνω έξω. Ο παγωμένος αέρας μπαίνει απότομα μέσα στα μη συνηθισμένα μου ρουθούνια κάνοντάς με να φτερνιστώ. Γελάω παιχνιδιάρικα. Χαζεύοντας με ενθουσιασμό ολόγυρα κατεβαίνω τα μαρμάρινα σκαλιά και επιτέλους το γρασίδι βρίσκεται κάτω από τα πέλματά μου. Στριφογυρνώ γύρω από τον εαυτό μου κοιτάζοντας τον ήλιο στην κορυφή του καταγάλανου ουρανού. Τσιρίζω σαν μικρό παιδί…

«Τ…τι κάνεις εδώ έξω;» ακούω μια άλλη φωνή να καλύπτει την δική μου. Γυρνάω απότομα και βλέπω τον Τόμας να στέκεται πίσω μου φορτωμένος με μερικές τσάντες. «Πώς βγήκες;»

«Ε… από την πόρτα; Βασικά υπάρχει και άλλος τρόπος για να βγει κάποιος έξω;» ρωτάω με χαλασμένη διάθεση. «Γιατί με πλησίασες τόσο ύπουλα; Τι θέλεις;»

«Ήμουν απλά περίεργος… για το τι έκανες. Χόρευες;» πλησιάζει κοντύτερα. «Και… δεν ήθελα να σε τρομάξω. Ήδη το αυτοκίνητό μου έκανε αρκετή φασαρία, όταν το πάρκαρα».

«Ψεύτη. Δεν άκουσα κανένα αυτοκίνητο και η ακοή μου είναι άριστη, όπως γνωρίζεις. Τι επιδιώκεις; Ποια είναι τα κίνητρά σου;» σφίγγω τις γροθιές μου και εκείνος αφήνει ένα σιγανό γέλιο. «Τι;»

«Νομίζω… πως με έχεις παρεξηγήσει. Ειλικρινά, δεν έχω κακόβουλα κίνητρα ούτε για σένα, ούτε και για τον δόκτωρ Κοβέλ. Όπως σου είπα, δουλεύω για εκείνον και τον εκτιμώ αφάνταστα, όπως εκτιμώ και τη δουλειά του. Δηλαδή εσένα…» τα δάχτυλά του αγγίζουν απαλά το σαγόνι μου και το ανασηκώνουν απαλά.

Ό,τι κι αν λέει το στόμα του, τα μάτια του προδίδουν την ακριβή αλήθεια, και δεν είναι καθόλου αυτή που θέλει να με κάνει να πιστέψω. Είναι ψεύτης. Σκύβει προς το μέρος μου, ενώ με φέρνει κοντύτερα στο κοκαλιάρικο στήθος του. Ένα νεύρο χτυπάει ξαφνικά σε ένα μέρος του προγραμματισμένου μου εγκεφάλου παγώνοντας τις κινήσεις μου και αλλάζοντας εντελώς τη διάθεσή μου. Τι είναι τώρα αυτό; Νιώθω… έλξη να με γεμίζει για το άτομό του. Η ξεχασμένη Κάρεν… Μέρφι νιώθει έλξη για εκείνον. Όχι!

«Τ…τι σκοπεύεις να κάνεις;» τραυλίζω παλεύοντας να αποκτήσω τον έλεγχο του σώματός μου.

«Απλά… θέλω να διαπιστώσω κατά πόσο συνεχίζεις να κρύβεις μέσα σου τη διάσημη Κάρεν Μέρφι».

«Δεν είμαι η Κάρεν Μέρφι. Είμαι η…»

«Ρουθ» με διακόπτει. «Ναι, ξέρω. Εγώ έφτιαξα το νέο πρόγραμμα που εγκαταστάθηκε στον σκληρό σου. Αυτό με τη νέα σου ταυτότητα». Σαρκάζει υπερήφανος με τις ικανότητές του. «Ήσουν η Κάρεν πριν από αυτό. Τουλάχιστον κάποια που θα την αντικαθιστούσε. Τώρα όμως είσαι η Ρουθ Κοβέλ, κατανοητό;»

«Χα… ακούγεσαι σαν εκείνον» μουρμουρίζω ακόμα παγιδευμένη στην αρπαγή του. «Και δεν έχεις κανένα δικαίωμα, να μου φέρεσαι σαν εκείνον. Δεν είσαι ο μπαμπάς μου».

«Όχι. Δεν είμαι. Όμως μπορώ… να γίνω κάτι άλλο. Κάτι που κάποιο κομμάτι του εαυτού σου είμαι σίγουρος ότι θέλει».

Τι εννοεί; Το πρόσωπό του έρχεται κοντύτερα στο δικό μου και τα χείλη του μισανοίγουν. Ξεφυσάω ανυπόμονα στο τρυφερό του άγγιγμα. Τι περιμένει και δεν… Με φιλάει. Το στόμα του ακουμπάει απαλά πάνω στο δικό μου και τα χέρια του τυλίγονται γύρω από την πλάτη μου. Σφίγγω τις γροθιές μου, καθώς η γλώσσα του συναντά τη δική μου. Είναι άγνωστη αυτή η αίσθηση, όμως με αναστατώνει για κάποιον λόγο. Πώς είναι να φιλάς έναν άνθρωπο; Πώς είναι να αγαπάς έναν άνθρωπο; Και αυτός τι νιώθει από το δικό μου άγγιγμα; Του αρέσει;

«Θέλεις να σταματήσω;» ρωτάει μειλίχια τυλίγοντας τα μαλλιά μου στα λεπτεπίλεπτα μακριά του δάχτυλα. Με ξαναφιλάει.

«Τόμας!»

Η υστερική φωνή που γεμίζει την ατμόσφαιρα παγώνει τον υδράργυρο που ρέει στις φλέβες μου. Ο Τόμας τινάζεται μακριά μου και ξεροβήχει διακριτικά στην ξαφνική εμφάνιση του πατέρα μου.

«Κύριε…»

«Τι κάνετε;» ρωτάει καχύποπτα. «Λίγο έλειψα και βάζεις χέρι στην κόρη μου;»

«Ε, ό…όχι κύριε. Έλεγχα… μόνο κατά πόσο αντιδράει στις επιθυμίες τής Κάρεν Μέρφι» με κοιτάζει, σαν να περιμένει από μένα να τον σώσω. Εγώ όμως δεν ανοίγω το στόμα μου και ούτε πρόκειται. «Σας διαβεβαιώνω πως δε θα ξανασυμβεί».

«Ναι. Το ελπίζω. Είναι η κόρη μου τώρα και δεν πρόκειται να την αφήσω να ακολουθήσει αυτό το μονοπάτι, παρόλο που θα την καθοδηγεί ο έμπειρος βοηθός μου. Και εσύ μην ξεχνάς πως δεν είναι άνθρωπος» λέει απογοητευμένος στον έκπληκτο Τόμας. «Αγόρασες ό,τι χρειάζεται;»

«Μάλιστα. Να τη βοηθήσω να ετοιμαστεί;»

«Όχι. Εγώ θα το κάνω» γρυλίζει απότομα και πιάνοντάς με από το μπράτσο με σπρώχνει προς το σπίτι. «Έλα».

«Α, κύριε… Κάποια στιγμή πρέπει να περάσουμε από την εταιρεία. Η ξαφνική απουσία και των δυο μας μπορεί, να κινήσει υποψίες. Θα πάω πρώτος και θα σας περιμένω» του φωνάζει.

Ο πατέρας μου σηκώνει το χέρι του σε χαιρετισμό και μπαίνει μέσα στο σπίτι με εμένα να τον ακολουθώ κατά πόδας. Φαίνεται θυμωμένος και δε θέλω να είναι θυμωμένος μαζί μου.

«Δεν ήταν κακό αυτό που έγινε. Αλήθεια… Δε με πείραξε» μουρμουρίζω κάτω από το αυστηρό του βλέμμα.

«Φυσικά και σε πείραξε. Σαν Ρουθ Κοβέλ θα έπρεπε να τον βάλεις στη θέση του. Η Κάρεν θα το δεχόταν, αλλά εσύ όχι. Μη σκέφτεσαι σαν την Κάρεν. Είσαι η Ρουθ, εκείνη μόνο μια σκιά του εαυτού σου. Το κατάλαβες;»

«Θα… θα προσπαθήσω» ψελλίζω αβέβαιη.

Πώς θα το κάνω αυτό; Αν είμαι και οι δυο ταυτόχρονα σε ένα μπερδεμένο σώμα πως θα καταλάβω ποιες αντιδράσεις έχει η κάθε μια; Προφανώς ο νέος προγραμματισμός μου, δεν έσβησε όλα τα στοιχεία του παλιού. Αχ, είναι τόσο μπερδεμένα όλα αυτά.

«Χαίρομαι. Έλα τώρα, είναι ώρα να ετοιμαστείς» μου δίνει τη σακούλα με τα ρούχα. «Τουλάχιστον αυτό ξέρεις πώς να το κάνεις; Έστω το θυμάσαι σε μια από τις δυο;»

Νεύω καταφατικά καθώς σφίγγω τη σακούλα στο στήθος μου. Ξεφυσάει ανακουφισμένος κάνοντάς με να ρουθουνίσω αποδοκιμαστικά. Πόσο κουραστικό θα του ήταν να μου δείξει;

«Θα περιμένω στην κουζίνα. Όταν είσαι έτοιμη, φώναξέ με. Εντάξει; Και μην αργήσεις».

Αφαιρώ το σακάκι του Τόμας από τους ώμους μου και το αφήνω να πέσει στο πάτωμα, μόλις μου γυρνάει την πλάτη. Το γυμνό μου σώμα ριγεί από την αλλαγή θερμοκρασίας, παρόλο που οι διακυμάνσεις του καιρού δεν το επηρεάζουν. Ντύνομαι προσεχτικά με βάση τις καταγεγραμμένες πληροφορίες στο σύστημά μου και φωνάζω τον πατέρα μου, όταν βεβαιώνομαι πως δεν πρόκειται να απογοητευτεί με κάτι άλλο.

Στέκεται αμίλητος στην πόρτα της κουζίνας και με κοιτάζει από την κορυφή ως τα νύχια. Γνέφει επιδοκιμαστικά και μου κάνει νόημα να πάω κοντά του. Υπακούω αγχωμένα. Στρώνει τα μαλλιά μου με τα χέρια του και έπειτα με οδηγεί στο αυτοκίνητό του. Το βλέμμα μου περιπλανιέται ολόγυρα με περιέργεια, όμως ο Τόμας δε φαίνεται να βρίσκεται εκεί. Αγγίζω ελαφρά τα χείλη μου. Θα με ξαναφιλήσει; Νομίζω πως θα το ήθελα, αν και δεν ξέρω, αν αυτή είναι επιθυμία της Κάρεν ή δική μου. Αλλά… τι απέγινε η ζήλια μου για τη σχέση του Τόμας με τον πατέρα μου; Τι απέγιναν οι σκέψεις μου περί εμποδίου που τον θεωρούσα πριν πέντε λεπτά; Αυτό το φιλί… Πώς είναι δυνατόν να τα αναίρεσε όλα;

«Τι σκέφτεσαι;» με ρωτάει ο πατέρας μου δένοντας τη ζώνη ασφαλείας γύρω από την κοιλιά μου.

«Τ… τίποτα» απαντάω ένοχα.

«Έλα τώρα. Εγώ σε δημιούργησα. Μπορεί να ενσωμάτωσα μέσα σου άγνωστους χαρακτήρες, όμως πάντα θα φέρεις την υπογραφή του Πίτερ Κοβέλ» σαρκάζει. «Πες μου τι σκέφτεσαι. Δε θα σε μαλώσω. Θέλω μόνο να ξέρω για να σε καθοδηγήσω και να συμπεριφερθώ ανάλογα στο μέλλον».

«Καταλαβαίνω. Όμως… ειλικρινά δεν υπάρχει τίποτα που να θέλω να συζητήσω. Όλα είναι εντάξει μέχρι στιγμής» αποκρίνομαι με ένα εύθραυστο χαμόγελο. Το ψέμα αφήνει μια ξινή γεύση στη γλώσσα μου.

«Ρουθ, πρέπει να μάθουμε καλύτερα ο ένας τον άλλον. Εγώ πρέπει να ξέρω πώς να σου συμπεριφερθώ. Είναι η πρώτη σου φορά που συναναστρέφεσαι με ανθρώπους και αν σε πολλούς δείχνεις φυσιολογική, υπάρχουν και πολλοί άλλοι που θα καταλάβουν ότι δεν είσαι. Δεν μπορούμε να τους επιτρέψουμε να αναγνωρίσουν την πραγματική σου ταυτότητα. Διότι αν το κάνουν, θα σε πάρουν μακριά μου και δεν το θέλω αυτό».

«Ναι, ούτε εγώ». Ακουμπάω το χέρι μου πάνω στο δικό του. «Υπόσχομαι να μη κάνω κάτι, που θα με εκθέσει… Θα μάθω, ό,τι με διδάξεις» χαμογελάω δειλά.

Δεν απαντάει, έτσι δε συνεχίζω ούτε εγώ τη συζήτηση. Γέρνω το κεφάλι μου πάνω στο τζάμι και αφήνω τα μάτια μου να ρουφήξουν όσες περισσότερες εικόνες μπορούν από τα τοπία που εναλλάσσονται γύρω μας σαν κινηματογραφικό φιλμ. Φοβάμαι πως ο κόσμος, στον οποίο δημιουργήθηκα, είναι πολύ μεγάλος για να τον εξερευνήσω μόνη μου. Και πάντα θα υπάρχει η πιθανότητα να κάνω το μοιραίο λάθος που θα αποκαλύψει την πραγματική μου ταυτότητα.


Ηλιάνα Κλεφτάκη