Παρεκκλίνων φύλακας (Κεφάλαιο 6) - "Εφιάλτης"

Έχει ειπωθεί απειράριθμες φορές.
Εκείνοι που αγαπάς πλέκουν τα όνειρά σου.
Οι ίδιοι υφαίνουν τους εφιάλτες.
Αλλά όνειρα και εφιάλτες,
δεν έχουν ισχύ χωρίς την παρέμβασή σου.

Οι αϋπνίες μου έχουν γίνει ανυπόφορες, τώρα πια. Πέρασαν πέντε μήνες και εξακολουθώ να ξυπνώ από εφιάλτες. Σε κάθε έναν η κακοποιημένη γυναίκα έχει και διαφορετικό πρόσωπο, κλεμμένο από κάποιο άτομο που είναι σημαντικό για εμένα. Μπορώ να πω πως το συνήθισα. Άλλωστε, θα ζήσω με αυτό το βάρος για τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής μου.

Η έφηβη, της οποίας έχω αναλάβει άτυπα την κηδεμονία, τον πρώτο καιρό δεν μπορούσε ούτε να μιλήσει, ούτε να φάει. Χρειάστηκαν πολλές μέρες για να ξεχάσει τον φόβο που είχε σπείρει μέσα της το περιστατικό. Σταδιακά, βρήκε τον εαυτό της και πλέον είναι σχεδόν φυσιολογική. Μονάχα ένα πράγμα φοβάται τώρα πια: να φύγει από το πλευρό μου. Κάθε φορά που καλούμαι να βγω από το διαμέρισμα, κρύβεται στη σοφίτα και περιμένει να επιστρέψω για να ησυχάσει.

Η Έλια χτυπά με βρόντο το πιάτο στο τραπέζι και με αγριοκοιτάζει. Διπλώνει τα χέρια με θυμό. Προσποιούμαι τον αδιάφορο και νυσταγμένο. Ρουφώ μια γουλιά από τον καφέ μου, μα πριν προλάβω να καταπιώ βλέπω την κούπα να απομακρύνεται.

«Σε παρακαλώ, πήγαινε στην τελετή και βεβαιώσου πως η μαμά μου δε θα θυσιαστεί για κανέναν» απαιτεί.

«Δεν ασχολούμαι–»

«Αν δεν το κάνεις εσύ, θα πάω μόνη μου».

«Δοκίμασε».

Τεντώνω το χέρι αδιάφορα, με τα μάτια μου να αγριεύουν. Η απειλή μου της κόβει τη φόρα και κάθεται ανακούρκουδα στην καρέκλα της. Μουρμουρίζει κάτι, ενώ καταρρέει στην ξύλινη επιφάνεια. Σαν απόκριση στη σωματική της πτώση, σηκώνομαι, αφού διεκδικώ πίσω τον καφέ μου, σφίγγω την εφημερίδα και φεύγω. Θα συνεχίσω την ανάγνωση στη σοφίτα. Η Έλια είναι ιδιαίτερα ενοχλητική σήμερα.

Τα φετινά δεκαπεντάχρονα κατατάσσονται αύριο. Και λοιπόν; Ποτέ δεν ασχολήθηκα. Δε θα ξεκινήσω τώρα.

Η Έλια δείχνει να θεωρεί ιδιαίτερα σημαντική αυτή τη μέρα. Δεδομένου πως η μητέρα της ανήκει στην κατηγορία των Ευαίσθητων, δεν την αδικώ. Είναι συχνό φαινόμενο άτομα αυτής της κοινωνικής τάξης να προσφέρουν τη ζωή τους για να αντικατασταθούν από νεότερα μέλη. Είναι το ακριβώς αντίθετο των ηγετών, οι οποίοι σχεδόν πάντα φτάνουν στα βαθιά γεράματα. Ακόμη και αν πρόκειται για κάποιον αγαπημένο της Έλιας, δε σκοπεύω να ανακατευτώ. Αρκετά έχω ριψοκινδυνέψει τις ζωές μας. Επιπροσθέτως, δεν είμαι φύλακας των πολιτών, είμαι φύλακας της τάξης του Λάστλεϊκ. Η μικρή με εκβίασε όσο περνούσε από το χέρι της και τώρα θα ησυχάσει. Άλλωστε, τρέμει και μόνο στην ιδέα πως θα βρεθεί μόνη έξω από το σπίτι.

Κάτι στην εφημερίδα με ενοχλεί ιδιαίτερα. Στις καταχωρήσεις των εκπροσώπων κάθε κατηγορίας, ένα όνομα με τσιγκλά σαν αγκάθι. Ο Χένρι Δανδρέλους θα εμφανιστεί ως αρμόδιος για την κατάταξη των νέων Ηγετών, αν υπάρξει κενή θέση –πράγμα ιδιαίτερα σπάνιο. Διπλώνω τη σελίδα, για να κρύψω το συγκεκριμένο άρθρο και ξαπλώνω. Κοντεύω να υποκύψω σε έναν ακόμη ανάστατο ύπνο, με τον εφιάλτη να γίνεται όλο και πιο ζωντανός, όταν χτυπάει το κουδούνι. Τινάζομαι και τρέχω στις σκάλες. Πάντα αγχώνομαι μην κάνει καμιά χαζομάρα η Έλια. Βεβαιώνομαι πως έχει κλείσει την πόρτα της σοφίτας πίσω της και ανοίγω την πόρτα. Το σαγόνι μου χάσκει.

«Τι κάνεις εδώ;» ρωτώ έντρομος.

Βγαίνω έξω, στη βάση της στριφογυριστής σκάλας. Σαρώνω τον περίγυρο με οξυμένες αισθήσεις και αναστενάζω ανακουφισμένος. Κανείς δε φαίνεται να παρακολουθεί το σπίτι. Βουτάω το χέρι της και την παρασέρνω μέσα. Κλείνω την πόρτα και σφίγγω το χέρι της.

«Δε σου είπα πως εσύ και εγώ δεν πρέπει να συναντηθούμε ποτέ ξανά;»

Το χέρι της γλιστρά από το δικό μου και πέφτει άψυχα στο πλάι. Εξετάζω καλύτερα τη σιλουέτα της. Τα πόδια της τρέμουν. Τα μάτια της είναι κόκκινα. Χωρίς καμιά προειδοποίηση, καταρρέει στο πάτωμα. Τα χέρια της καταβάλλουν προσπάθεια για να κρατήσουν το κορμί της στητό. Χάνω τη γη κάτω από τα πόδια μου, ενώ οι εφιάλτες μου ζωντανεύουν. Γέρνω κοντά της, γονατίζοντας. Τα μικρά της κέρατα τρεμοπαίζουν, ανάμεσα στο λευκό και το ασημί. Τρέμω για το νόημα πίσω από αυτήν τη δυσλειτουργία. Την πιάνω και τη φέρνω κοντά μου. Είναι παγωμένη.

«Ίντιθ, τι συμβαίνει;»

Δεν μπορώ να ανιχνεύσω καμία ανησυχητική μυρωδιά. Δεν υπάρχει τίποτα παράταιρο, πέρα από την κατάσταση της γυναίκας που αγαπώ. Ξεκινάει να κλαίει και τραβιέται μακριά μου σαν λαβωμένο ζώο –σύμφωνα με τα βιβλία που έχω διαβάσει για τον καιρό που άλλα είδη ζούσαν σε συνάρτηση με τον άνθρωπο. Μου φωνάζει πως θέλει να την αφήσω ήσυχη. Αισθάνομαι σαν άψυχο άγαλμα, έτσι όπως την παρακολουθώ. Μαζεύεται περισσότερο και κολλάει στο πόδι του τραπεζιού. Η πόρτα της σοφίτας μισανοίγει. Η σκηνή είναι παγωμένη, μέχρι που η Έλια επεμβαίνει. Κατεβαίνει αργά και προσεκτικά τις σκάλες, μπαίνει στο οπτικό μου πεδίο και πλησιάζει την Ίντιθ. Κλείνει το πρόσωπό της με τις παλάμες της. Τα βλέμματά τους ενώνονται και επικρατεί σιγή.

«Άντριαν» μου απευθύνει τον λόγο το παιδί «νομίζω πως τη βρήκε εκείνος…» η φωνή της αγγίζει τα όρια του ψιθύρου, μέχρι που σωπαίνει.

Γρυλίζω. Αυτή είναι η πρώτη φορά που αναφέρεται στον Άρθουρ. Οι ματιές μας κλειδώνουν και ξέρω πως η Ίντιθ της θυμίζει όσα έζησε εκείνο το απόγευμα. Της ζητώ να επιστρέψει στο μικρό δωμάτιο, ώστε να διαχειριστώ την κατάσταση μόνος. Όταν μένουμε μόνοι, το βλέμμα μου σκιαγραφεί το πρόσωπο της ξανθομαλλούσας και εδραιώνεται στο ασήμι, το οποίο τυλίγει τις κόρες των ματιών της.

Η όρασή της καθαρίζει, σαν να έφυγε ένα θολό πέπλο από μπροστά της και ψελλίζει μερικά «συγγνώμη». Κάνω να την πλησιάσω με πολύ αργές κινήσεις. Όταν απέχουμε μισό μέτρο, δοκιμάζει να διαπεράσει το πόδι του τραπεζιού. Υπακούω στην αντίδρασή της και μένω εκεί. Ξεκουμπώνω το πουκάμισό μου με προσοχή. Τα μάτια της γουρλώνουν έντρομα και γρυλίζω αυτόματα. Δεν αντέχω να βλέπω πως με φοβάται. Δε θα την έβλαπτα ποτέ. Ποτέ. Το επάνω μέρος του κορμιού μου είναι γυμνό. Σφραγίζω τα βλέφαρα και ωθώ το φτερό μου στην επιφάνεια. Τα σωθικά μου συμπιέζονται και μετά από λίγο επανέρχονται στις θέσεις τους. Τα ρίγη και ο πόνος υποχωρούν. Τότε, η ματιά μου συναντά τη δική της ξανά. Πλέον, το φτερό μου τυλίγει τα κορμιά μας σαν ζώνη προστασίας και οι υπερφυσικές μου ικανότητες με καταλαμβάνουν. Οι σκέψεις της με ταξιδεύουν και βλέπω με φρίκη τον άντρα με τα μαύρα μάτια στις αναμνήσεις της.

Ο Άρθουρ την τραβά κοντά του. Το χέρι του κλειδώνει γύρω από τη μέση της. Παλεύει να του ξεφύγει, μα είναι μάταιο. Η Ίντιθ τρομάζει, ενώ τα μάτια του καταλαμβάνονται ολοκληρωτικά από το σκοτάδι. Το ελεύθερο χέρι του γδέρνει τη ραχοκοκαλιά της με τα σουβλερά του νύχια. Η Ίντιθ απελευθερώνει τα καρφιά που φωλιάζουν πάνω από κάθε σπόνδυλο της ραχοκοκαλιάς της –ταιριαστό και γνώριμο χαρακτηριστικό για τη γενιά Ντεμόνιουμ. Τον τραυματίζει ελάχιστα, μα εκείνος για αντάλλαγμα ξεριζώνει κάθε ένα από αυτά με περισσή ευχαρίστηση. Θέλω να αποτραβήξω το βλέμμα μου και να προστατευτώ. Να οχυρωθώ από τις φρικτές εικόνες. Αλλά επιλέγω να τις υπομείνω. Μια νέα σκηνή κατακλύζει τις αισθήσεις μου. Η πλάτη της πονάει αφόρητα και αιμορραγεί. Ο Άρθουρ στέκεται όρθιος πάνω από το ξαπλωμένο της σώμα. Της χαμογελάει σαρδόνια. Σκύβει περισσότερο. Όταν απέχουν πια μόνο μια αναπνοή, το ένα του χέρι γραπώνει το στήθος της και το άλλο ξεκινά να παίζει με την κοιλιά της.

«Πες στον φίλο σου ότι το μυστικό του είναι ασφαλές, εφόσον με αφήνει να παίζω και με τα παιχνίδια του».

Αναθεματίζω μέσα από τα δόντια μου. Κλείνω την απόσταση που με χωρίζει από την Ίντιθ και την εγκλωβίζω σε μια ασφυκτική αγκαλιά. Θέλει να φύγει, αλλά δεν την αφήνω. Πρέπει να εξακριβώσω αν χάνει αίμα. Δεν μπορεί να με εξαπατούν έτσι οι αισθήσεις μου. Και όμως… η υγρασία στην πλάτη της είναι κόκκινη. Τινάζομαι μακριά ταυτόχρονα με εκείνη.

Ο λύκος καλύπτει τα ίχνη του. συνειδητοποιώ.

Αφήνω την Ίντιθ στην προστασία της Έλιας και οδεύω προς την οδό Νάρβεκ. Το βάδισμά μου είναι ασταθές. Άλλοτε οι δρασκελιές μου ανοίγουν, και άλλοτε μικραίνουν δραματικά. Βρίσκομαι μέσα σε μια αβυσσώδη διάσταση, όπου σκέψεις και εικόνες εκτοξεύονται κατά πάνω μου σαν όρνια. Ο πανικός ωθεί την κυκλοφορία του αίματός μου στα ύψη και οι ανάσες μου βγαίνουν κομμένες. Σκύβω στη μέση της διαδρομής, επί της οδού Σλέιβερι. Τοποθετώ τις παλάμες στα γόνατα ξέπνοα και παλεύω να ανακτήσω την ψυχραιμία μου, προτού με δει κάποιος άλλος φύλακας σε αυτή την αξιολύπητη κατάσταση. Στην επόμενη γωνία στρίβω και έφτασα, αλλά τα πόδια μου δε λένε να κουνηθούν και ο κορμός μου δυσκολεύεται να ισιώσει.

Με προσπερνούν διάφοροι Αναλώσιμοι. Μερικοί δοκιμάζουν να κοντοσταθούν, μα μόλις αντικρίζουν το χρυσαφένιο μου μάτι, μπουρδουκλώνουν τις λέξεις και συνεχίζουν να εργάζονται. Οι τρεις συντηρούν το δεξί κτήριο με τον γοτθικό ρυθμό, διότι τα αγάλματα των Γκάργοϊλς έχουν διαβρωθεί αισθητά. Ένας καθαριστής δρόμου έχει ανέβει σε ένα ογκώδες όχημα και φροντίζει η άσφαλτος να λαμποκοπάει, χύνοντας μια ουσία που διασπά κάθε τι ξένο και ατμοποιείται γρήγορα. Μια κατάκοπη γυναίκα στέκει στην πρόσοψη του κρατικού καταστήματος ρούχων με τίτλο-κωδικό «Λάστλεϊκ Άμπιτι 896»–όλες οι επιχειρήσεις ανήκουν στο Λάστλεϊκ– και με παρακολουθεί ανήσυχα, με τα χέρια πλεγμένα μεταξύ τους. Ρουφάω όσο περισσότερο οξυγόνο γίνεται και ορθώνω το ανάστημά μου. Συνεχίζω να περπατώ, προσποιούμενος πως το ξέσπασμα του άγχους μου δε συνέβη ποτέ.

Πρέπει να βρω τον μοναδικό μου φίλο. Ο Άνταμ Ίνκουμπο είναι ο μοναδικός Φύλακας που εξακολουθεί να ζει μετά από αλλεπάλληλες παρασπονδίες. Είναι το άτομο που καλείς να σε ξελασπώσει και το άτομο που σε μπλέκει σε ανήκουστες καταστάσεις. Για αυτόν τον λόγο και οι συναντήσεις μας είναι σπάνιες. Αποφεύγω τα μπλεξίματα –ή, τουλάχιστον, έτσι συνήθιζα. Αυτή τη στιγμή, είναι ο μόνος που μπορεί να με βοηθήσει.

Στη γωνία, υψώνεται ένα μεγάλο κτίσμα, του οποίου τα θεμέλια είναι κίονες Ιονικού ρυθμού. Αυτή η υπερβολικά αρχαία αρχιτεκτονική, μαζί με άλλες, αναπαλαιώθηκε κατά το χτίσιμο των κτηρίων του Λάστλεϊκ, όταν η συσσώρευση του παγκόσμιου εναπομείναντος πληθυσμού στην τότε Βόρειο Αμερική ήταν η μοναδική σανίδα σωτηρίας για το ανθρώπινο είδος. Κάτω από το τρισδιάστατο κτίσμα με τα λευκά χτιστά μπαλκόνια και στις ανάγλυφες προεξοχές, κουρνιάζει το μικρό ημιυπόγειο διαμέρισμα του φίλου μου. Κατεβαίνω τα πέντε σκαλοπάτια και βροντώ το κέντρο της βαριάς πόρτας ασφαλείας, χρησιμοποιώντας τον χρυσό κρίκο, ο οποίος στερεώνεται επάνω σε ένα γυμνό αντρικό κορμί κρύβοντας το επίμαχο σημείο του. Στο τρίτο χτύπημα, ρωτά ποιος τον καλεί. Μόλις ακούει το βεβιασμένο «εγώ» που ψελλίζω, η πόρτα υποχωρεί.

«Τι έγινε καλέ; Είδες τον Ααρών;» με πειράζει στο άνοιγμα.

Τρυπώνω στη μονοκατοικία σαν σίφουνας. Ώσπου να κλειδώσει, βολεύομαι στον καναπέ. Μου προσφέρει ουίσκι και το δέχομαι. Αδειάζω το ποτήρι, κερδίζοντας ένα κατάπληκτο βλέμμα. Νιώθω σαν να μην έχει περάσει ούτε μια μέρα από την τελευταία φορά μου τον είδα, τέσσερα χρόνια πριν. Ταυτόχρονα, με καταβάλλει μια αλλόκοτη αίσθηση, λες και τα χρόνια που μου απομένουν έπεσαν στις πλάτες μου με μιας και ξεκινούν να ωθούν το πρόσωπό μου να ζαρώσει και να γεράσει πρόωρα. Ο Άνταμ Ίνκουμπο μου χαμογελάει στραβά. Η σωματική του διάπλαση αντικατοπτρίζει εκείνη ενός φυγά –ανά πάσα στιγμή θα χρειαστεί να ξεγλιστρήσει, με τόσες πλεκτάνες στις οποίες εμπλέκεται. Έχει μικρά μάτια με κόκκινη απόχρωση και τα μαλλιά του ξεχύνονται γύρω του καστανά και μακριά.

«Έχω να σε συναντήσω από τότε που ξεφορτωθήκαμε τον πατέρα σου μια για πάντα. Δε νομίζω ότι θα καταφέρει ποτέ ξανά να εργαστεί ως Φύλακας, έτσι όπως τα κανόνισα. Είναι απλά άλλο ένα μηχάνημα στο Ολύμπιο».

Ο Άνταμ είναι ο μοναδικός που ξέρει τι απογίνονται οι αποστάτες φύλακες. Όσο και αν έχω προσπαθήσει να μάθω, αρνείται να με διαφωτίσει. Το μοναδικό που μου εγγυάται, είναι πως αν ποτέ καταλήξω εκεί, θα κανονίσει να έχω την κατά το δυνατόν πιο ανώδυνη αντιμετώπιση –όχι πολύ εφησυχαστικό αν θέλετε τη γνώμη μου.

«Έχω κάνει κάτι παράνομο» του λέω σιγανά.

«Τι είναι αυτά που λες; Εσύ; Ο κύριος τέλειος; Ο κύριος “δε θα πεθάνω για να αλλάξω τον κόσμο”; Ο αδιάφορος Φύλακας; Τι μπορεί να έκανες; Ξέχασες να πληρώσεις σε κάποιο εστιατόριο; Μήπως κέρδισες χρήματα κάποιου Ηγέτη στο καζίνο;»

«Έσωσα ένα παιδί» παραδέχομαι ψιθυριστά την ώρα που δοκιμάζει να πιει λίγο ουίσκι με το υπεροπτικό ύφος καρφιτσωμένο στο πρόσωπό του.

Η γουλιά του εκτοξεύεται στο μικροσκοπικό γυάλινο τραπέζι, ενώ τα μαλλιά του τινάσσονται απότομα. Βρίσκεται μπροστά μου και γραπώνει τον γιακά μου εμβρόντητος. Με ταρακουνά και ζητά να μπω σε λεπτομέρειες. Για να σοκαριστεί τόσο ο βασιλιάς της κομπίνας, αντιλαμβάνομαι πόσο δυσμενής είναι η θέση μου.

«Ποιον σκότωσες για να επικρατήσει ισορροπία στον μετρητή; Εσύ δεν έχεις σχέσεις με Ευαίσθητους. Η μοναδική που γνωρίζεις…» σωπαίνει και κοιταζόμαστε με σοβαρότητα. «Νόρμαν, πες μου ότι δεν το έκανες. Πες μου ότι δε θυσίασες τη γυναίκα που σε μεγάλωσε για ένα ανήλικο» εκλιπαρεί.

«Ήταν δική της απόφαση».

«Αν της είπες πως έπρεπε να σκοτώσεις ένα παιδί, δεν της άφησες επιλογή. Θα έκανε τα πάντα για να σώσει οποιοδήποτε κομμάτι της καρδιάς σου εξακολουθεί να λειτουργεί».

Σηκώνομαι, σχεδόν οργισμένος με τον Άνταμ. Κάνω μια βόλτα γύρω από την ημικυκλική συστοιχία την καναπέδων και καταλήγω στο μαρμάρινο τζάκι. Ανοίγω το σύνθετο που στηρίζεται στη λευκή επιφάνεια με τις μαύρες πινελιές και τραβώ το μπουκάλι με το ουίσκι. Είμαι έτοιμος να το επιστρέψω στη θέση του, έχοντας γεμίσει το ποτήρι μου, όταν ο φίλος μου αδειάζει το δικό του και σπάει τη σιωπή: «Έλα, βάλε μου κι εμένα και συνέχισε. Σε έχω δει έτσι μια ακόμα φορά και ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου. Δε μου τα έχεις πει όλα».

Χαμογελά ειλικρινά. Διαθέτει ένα από εκείνα τα εκτυφλωτικά χαμόγελα που σε πείθουν πως είναι άξιος εμπιστοσύνης –μέγα λάθος. Ίσως η γοητεία του να ευθύνεται για τη μεγάλη του επιτυχία στις κοινωνικές επαφές και τις σκευωρίες. Όλοι θέλουν να του πουν τα μυστικά τους και εν τέλει του παραδίδουν τη δύναμη της γνώσης. Δε χρειάζεται να αναφερθώ στο γένος των περισσότερων θυμάτων του, φαντάζομαι.

«Την αναγνώρισε ένας ηγέτης».

«Ποιος;» πανιάζει αυτόματα.

«Ο Χένρι Δανδρέλους. Είναι η εγγονή του».

«Αστειεύεσαι».

Κινεί νευρικά τα χέρια και μια σταγόνα ιδρώτα σχηματίζεται στο μέτωπό του. Τι γνωρίζει για τον νέο δυνάστη μου; Γρυλίζω και του χώνω μια μπουνιά, ανίκανος να παραμείνω ψύχραιμος. Παραπονιέται και δοκιμάζει να απομακρυνθεί, αλλά του ζητάω να μου πει όσα γνωρίζει.

«Είναι ο πολιτικός που προβλέπεται να ηγηθεί στο Λάστλεικ την επόμενη πενταετία. Ο κόσμος δεν το γνωρίζει ακόμα γιατί δεν έχουν αρχίσει να κινούνται τα νήματα. Λένε πως έχει άκρες παντού και πολύ αίμα στα χέρια του. Κι εσύ, αυτό το κορίτσι διάλεξες;» παραπονιέται, ανασκουμπώνοντας τον εαυτό του, επιτέλους. «Τέλος πάντων, πες μου ότι φέρθηκες έξυπνα».

«Θα είμαι στις υπηρεσίες του από εδώ και στο εξής».





Ράνια Ταλαδιανού