Το μαύρο ρόδο (Κεφάλαιο 8)

Ο επιθεωρητής Γκρέις περίμενε τον Άγγελο ακριβώς έξω από το υπόγειο διαμέρισμα. Όταν τον πλησίασε αρκετά, του έκανε νόημα να τον ακολουθήσει στο εσωτερικό του και έδιωξε τους τεχνικούς της Σήμανσης, την αρχιφύλακα Ναόμι Μπρέιβ και τους ένστολους.
«Τόσο τα έπιπλα όσο και το ίδιο το σπίτι είναι κατεστραμμένα. Σημάδια μάχης με σπαθί», έδειξε ένα βαθύ κόψιμο σε ένα μαξιλάρι από τον έναν καναπέ και μετά κατευθύνθηκε προς έναν τοίχο και έδειξε το σημείο από το οποίο είχε φύγει ο σοβάς, «και με ρόπαλο. Δεν μπορώ να γνωρίζω ποιο ήταν το άτομο με το σπαθί, αλλά για αυτό με το ρόπαλο δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία πως ήταν ο Ρίκι».

«Είναι ο μοναδικός που παλεύει με ρόπαλο, επιθεωρητά»», σχολίασε ο Άγγελος, καθώς επιθεωρούσε καλύτερα τις ζημιές που είχαν προκληθεί από τη μάχη.
Ο Γκρέις αγνόησε την παρεμβολή του νεαρού και συνέχισε το λογύδριό του. «Για ποιον λόγο να βρίσκεται εδώ ο Ρίκι;» σήκωσε το χέρι του προλαβαίνοντας τον Άγγελο, «μην απαντήσεις, Άγγελε, η ερώτηση ήταν ρητορική. Ο Ρίκι δεν θα έμπαινε στον κόπο να έρθει εδώ μέσα αν δεν είχε βρει κάτι. Συνεπώς, εδώ βρισκόταν η Χλόη Βαμβοπούλου κι εσύ το γνώριζες καλύτερα από τον καθένα αυτό».
Ο νεαρός δαγκώθηκε. Είχε βρεθεί σε πολύ δύσκολη θέση, μιας και ο επιθεωρητής φαινόταν να ξέρει από την αρχή ποιους σκοπούς υπηρετούσε, αλλά παρόλα αυτά τον είχε αποδεχτεί ως μέλος της ομάδας του για τη συγκεκριμένη υπόθεση. Ήταν αποφασισμένος να τον εκμεταλλευτεί στο έπακρο, να αντλήσει τις πληροφορίες που ήθελε και ταυτόχρονα να του δώσει τροφή για σκέψη. «Μάλιστα, κύριε, το γνώριζα αυτό».
«Οπότε, λύσε μου μία απορία σχετικά με το δεύτερο άτομο. Περιμένω ειλικρινή απάντηση».
«Σας ακούω», απάντησε και έβγαλε από τα πνευμόνια του την ανάσα που κρατούσε τόση ώρα ασυναίσθητα.
«Ανήκει στα Φαντάσματα;»
«Μάλιστα, επιθεωρητά, ανήκει στα Φαντάσματα».
Ο Γκρέις δεν απάντησε αμέσως, αντίθετα πήρε μερικά δευτερόλεπτα και περιπλανήθηκε μέσα στο διαμέρισμα. «Ωραία, χαίρομαι που είσαι με το μέρος τους, επειδή είμαι κι εγώ, Άγγελε».
«Ορίστε;» έκανε ο νεαρός αποσβολωμένος και ο επιθεωρητής γύρισε και τον κοίταξε με κατανόηση και ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του.
«Είμαι με το μέρος »ας", το έθεσε πιο απλά αλλά δεν χρειαζόταν, καθώς ο Άγγελος το είχε καταλάβει και την πρώτη φορά. Απλά δεν μπορούσε να το πιστέψει. Νόμιζε πως ο επιθεωρητής ήταν ένας εκπληκτικά νομοταγής πολίτης, που ακολουθούσε πιστά τους κανόνες σε όλους τους τομείς της ζωής του, αλλά να που διαψεύσθηκε. Δεν φανταζόταν ποτέ πως κάποιος από την αστυνομία θα είχε συμμαχήσει με τα Φαντάσματα, πόσο μάλλον αυτός, και να που έκανε λάθος!
Έκανε μία νοητή σημείωση να ρωτήσει τον Κρίστοφερ και τον Μαξ για τον Γκρέις όταν θα τους συναντούσε και έστρεψε την προσοχή του στον επιθεωρητή.
«Ουσιαστικά μου λέτε πως δουλεύετε για τα Φαντάσματα;»
«Δουλεύω με αυτά, όχι για αυτά», απάντησε τονίζοντας τη λέξη "με".
«Έχουμε κοινούς στόχους, βλέπεις. Δεν θέλουμε την αδικία και τη διαφθορά, αλλά τα αντιμετωπίζουμε με διαφορετικό τρόπο. Εγώ πίσω από ένα γραφείο, κάνοντας εικασίες με ψευδή ή παραποιημένα στοιχεία, προσπαθώντας να ανακαλύψω την αλήθεια κι εκείνοι βγαίνοντας στους δρόμους μόλις σκοτεινιάσει, παίρνοντας τον νόμο στα χέρια τους».
«Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της δουλειάς τους ήταν εκείνο το περιστατικό σε ένα γηροκομείο της πόλης, όταν ο Πράσινος Κύκλος είχε μία εσωτερική διαμάχη, δύο χρόνια πριν. Τα Φαντάσματα έτρεξαν κατευθείαν να αποδώσουν δικαιοσύνη στα μέλη του Πράσινου Κύκλου, ενώ η αστυνομία κατέφτασε πολύ αργότερα, με πρωτοβουλία της επιθεωρήτριας Μπρέντα Τζόουνς. Ο διοικητής είχε πάρει χρήματα για να μην κάνει τίποτα. Έχουμε διαφορά και στην αποδοτικότητα, καθώς αυτοί αποδίδουν, ενώ εμείς όχι. Η αστυνομία ανήκει, πλέον, σχεδόν εξ ολοκλήρου στον υπόκοσμο της πόλης, Άγγελε. Είμαστε ένα τίποτα, σε αντίθεση με εσάς, δηλαδή τον στρατό».
«Για ποιον λόγο μου τα λέτε όλα αυτά;» απόρησε ο νεαρός.
«Επειδή βασίζομαι πάνω σου για τη συγκεκριμένη υπόθεση. Δεν θέλω κάποιος αθώος να πληρώσει για κάτι το οποίο δεν έκανε!» Παύση. Ο επιθεωρητής πήρε μία βαθιά ανάσα και έπλεξε τα δάχτυλά του στον σβέρκο του. «Γνωρίζεις πολύ καλά πού βρίσκεται η Χλόη, σωστά;»
«Όχι, κύριε», είπε ψέματα ο Άγγελος και στο μυαλό του έφερε την εικόνα της κοπέλας που κοιμόταν γαλήνια πίσω στο διαμέρισμά του.
Ο Γκρέις τον κοίταξε με διαπεραστικό βλέμμα. Προχώρησε προς το μέρος του και τοποθέτησε την παλάμη του στον ώμο του νεαρού.
«Να την προσέχεις».
***
Παρασκευή 23 Ιουνίου, 10:30
Ημέρα τρίτη.
Άλλαξε πλευρό για τέταρτη φορά πριν αποφασίσει πως ο ύπνος τής είχε φύγει και έπρεπε να σηκωθεί από το κρεβάτι επιτέλους. Από μέσα της δύο πλευρές πάλευαν: η πρώτη τής έλεγε να σηκωθεί και να πάει μέχρι τη δημοτική βιβλιοθήκη, ενώ η δεύτερη τής έλεγε να μείνει στο κρεβάτι.
Ξάπλωσε ανάσκελα και χάζεψε το λευκό ταβάνι για μερικά δευτερόλεπτα πριν πετάξει το σεντόνι από πάνω της και σηκωθεί. Οι γυμνές της πατούσες ήρθαν σε επαφή με το κρύο πάτωμα, κάνοντάς την να αναριγήσει. Η διπλανή πόρτα ήταν κλειστή, σημάδι πως ο Άγγελος κοιμόταν ακόμη κι έτσι η Χλόη, με οδηγό το άδειο της στομάχι κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Άνοιξε τα ντουλάπια και το ψυγείο για να δει τι υλικά είχε στη διάθεσή της για πρωινό κι ύστερα ξεκίνησε να το φτιάχνει. Όσο έφτιαχνε τις κρέπες σιγοτραγουδούσε και έναν σκοπό, τον οποίο της είχε μάθει η μητέρα της, την εποχή πριν την πάρουν μαζί με την αδερφή της για το Μαύρο Ρόδο. Η αλήθεια ήταν πως θυμόταν ελάχιστα από τη ζωή της με τους γονείς της, καθώς την πήραν σε ηλικία πέντε ετών, αλλά αυτές ήταν οι αναμνήσεις που δεν αποκάλυπτε σε κανέναν, επειδή της ήταν πολύτιμες.
Τι να έκαναν, άραγε, οι γονείς της;
Την τελευταία φορά που είχε χρησιμοποιήσει τη δύναμή της για να μάθει νέα τους, ανακάλυψε πως είχαν προχωρήσει με τη ζωή τους. Πλέον είχαν αποκτήσει δύο δίδυμα ξανθά κοριτσάκια, δύο χρόνια μικρότερα από τη Γαλήνη και είχαν μετακομίσει στην άλλη άκρη του Ατλαντικού Ωκεανού. Στην αρχή θύμωσε, αλλά στη συνέχεια κατάλαβε πως αυτό ήταν το φυσιολογικό και το αποδέχτηκε. Καλύτερα να μη μάθαιναν ποτέ τι είχαν γίνει οι κόρες τους, καλύτερα να μην είχαν να κάνουν με αυτές και με τον καινούριο τους κόσμο.
Στη Γαλήνη δεν είπε τίποτα για το νέο ξεκίνημα των γονιών τους. Ήταν δύο χρονών όταν τις άρπαξαν, οι αναμνήσεις της ελάχιστες και εδώ και δύο χρόνια είχε βρει μία καινούρια οικογένεια και περνούσε καλά. Ζούσε σαν μία φυσιολογική έφηβη, πέρα από τις θεραπευτικές δυνάμεις που είχε, δηλαδή
, και τις οποίες χρησιμοποιούσε μόνο όταν προέκυπτε κάτι σοβαρό. Είχε κρατήσει επαφή με τη μεγάλη της αδερφή και συχνά της έλεγε να μείνει μαζί της και με τους θετούς της γονείς, αλλά η Χλόη δεν ήθελε να γίνεται βάρος. Ή έτσι ισχυριζόταν. Στην πραγματικότητα δεν ταίριαζε σε όλη αυτή την ήσυχη ζωή, μετά από δεκατρία χρόνια στο πεδίο της μάχης.
Έβαλε και την τελευταία κρέπα στο πιάτο μαζί με τις υπόλοιπες και έπιασε να συμμαζέψει την κουζίνα, αλλά η φωνή του Άγγελου τη σταμάτησε.
«Ασ τα, θα τα κάνω εγώ"», δήλωσε και της πήρε το λερωμένο μπολ από τα χέρια και το έβαλε στο νεροχύτη όπως και τη σπάτουλα, ένα κουτάλι, ένα φλιτζάνι, το μοναδικό μπρίκι που είχε και τέλος το τηγάνι πριν προλάβει να διαμαρτυρηθεί».
«Δεν χρειαζόταν, ξέρεις, μπορούσα να το κάνω και μόνη μου».
«Εσύ να κάτσεις να φας, τόσο κόπο έκανες για να φτιάξεις τις κρέπες».
«Σιγά! Οι κρέπες είναι ένα πολύ εύκολο και νόστιμο πρωινό ή γεύμα γενικότερα», έκανε η κοπέλα.
«Δεν έχει σιγά, κάτσε να φας», της απάντησε ο Άγγελος και την έβαλε να καθίσει σε μία καρέκλα, ενώ μπροστά της της έβαζε σε ένα πιάτο κρέπες.
«Γιατί τέτοια προσοχή;»
«Ο επιθεωρητής Γκρέις είπε να σε προσέχω», του ξέφυγε και όταν κατάλαβε τι είπε, γούρλωσε τα μάτια του και έκλεισε το στόμα με το χέρι του.
Η κοπέλα με αστραπιαίες κινήσεις είχε πιάσει το μαχαίρι από δίπλα της και το είχε πετάξει προς το μέρος του νεαρού, ο οποίος το απέφυγε με αποτέλεσμα να καρφωθεί στον τοίχο.
«Ήταν που δεν θα με έδινες στον Γκρέις!»
«Χλόη, σε παρακαλώ ηρέμησε, έγινε παρεξήγηση!» αναφώνησε ο Άγγελος.
«Έχεις δέκα δευτερόλεπτα», απάντησε η Χλόη και σταύρωσε τα χέρια κάτω από το στήθος της.
«Δεν είπα στον Γκρέις ότι είσαι μαζί μου και δεν έχω ιδέα πώς το γνωρίζει! Την υπόσχεσή μου την κράτησα και δεν σε έδωσα, σε παρακαλώ, πίστεψέ με! Κατά κάποιο τρόπο, το κατάλαβε μόνος του!»
Η κοπέλα ξανακάθισε στην καρέκλα και άρχισε να τρώει. Από την άλλη, ο Άγγελος φοβόταν να πλησιάσει το τραπέζι, παρόλο που πεινούσε σαν λύκος.
«Κάτσε, δεν δαγκώνω».
«Το μαχαίρι είναι ακόμα στον τοίχο».
«Καλά, περισσότερες κρέπες για μένα», απάντησε η κοκκινομάλλα και δάγκωσε μία μπουκιά από την κρέπα με σοκολάτα που κρατούσε.
Ο Άγγελος παραδόθηκε στο γουργούρισμα της κοιλιάς του κι έκατσε κι εκείνος να απολαύσει το πρωινό, το οποίο είχε φτιάξει η Χλόη.
«Λοιπόν, να ξέρεις, εγώ σε λίγο πρέπει να φύγω, έχω μια δουλειά», ανακοίνωσε ο νεαρός μόλις τελείωσαν.
«Κι εγώ έχω να πάω στη δημοτική βιβλιοθήκη», είπε με τη σειρά της η Χλόη και τοποθέτησε το άδειο πιάτο της στο νεροχύτη μαζί με τα υπόλοιπα άπλυτα.
«Μήπως θέλεις να σε πάω;»
«Όχι, ευχαριστώ».
«Σίγουρα;»
Γύρισε και τον κοίταξε. «Ναι».
«Εντάξει».
Ο Άγγελος αποχώρησε από την κουζίνα και πήγε προς το δωμάτιό του για να ντυθεί. Περίμενε μεγαλύτερη έκρηξη από την κοπέλα και όχι μόνο ένα μαχαίρι στον τοίχο της κουζίνας του. Τον είχε πιστέψει έτσι απλά, αλλά γιατί;
Αφού ντύθηκε, πέταξε ένα "φεύγω", άνοιξε την εξώπορτα και εξαφανίστηκε.
Η Χλόη έκατσε στην κουζίνα μέχρι να φύγει ο Άγγελος. Όταν άκουσε την εξώπορτα να κλείνει άφησε έναν αναστεναγμό να της ξεφύγει και έπεσε με φόρα πάνω σε μία ξύλινη καρέκλα.
Για ποιο
ν λόγο τον είχε πιστέψει έτσι απλά; Θα μπορούσε κάλλιστα να της είχε πει ψέμματα. Αλλά τα καστανά του μάτια έλεγαν άλλα πράγματα. Γι' αυτό δεν έκανε χαμό πέρα από το μαχαίρι που εκτόξευσε. Αναγνώριζε πότε κάποιος έλεγε ψέμματα και πότε όχι.
Ή μήπως είχε μαλακώσει;
Δε
ν γνώριζε.
Κατευθύνθηκε προς το σαλόνι, πήρε το τετράδιο που περιείχε το γράμμα της Ισμήνης στα χέρια της και το χάιδεψε.
Της έλειπε. Και πολύ μάλιστα.
Το άφησε πίσω στη θέση του και πήγε κι εκείνη με τη σειρά της να ετοιμαστεί. Είχε σκοπό να πάει στη βιβλιοθήκη, χρειαζόταν απαντήσεις και θα τις έβρισκε εκεί, σύμφωνα με το γράμμα.
Αλλά κατέληξε πως πρώτα χρειαζόταν ένα ντους. Και ήλπιζε πως ο Άγγελος δε θα είχε πρόβλημα αν χρησιμοποιούσε ένα από τα δύο μπάνια του σπιτιού.
Επέλεξε εκείνο με τη ντουζιέρα και χώθηκε κάτω από το καυτό νερό, παρόλο που έξω είχε ήδη τριάντα βαθμούς. Πάντα έκανε μπάνιο με ζεστό νερό και πίστευε πως αν μπορούσε να ελέγξει ένα στοιχείο της φύσης, αυτό θα ήταν η φωτιά.
Βγήκε από το ντους και προχώρησε προς το δωμάτιο που της είχε παραχωρηθεί. Έκλεισε τις κουρτίνες και άλλαξε με την ησυχία της, φορώντας ένα τζιν σορτσάκι, κοντή μπλούζα και τα μαύρα βανς της. Τα μαλλιά της προτίμησε να τα αφήσει ελεύθερα παρά την υψηλή θερμοκρασία που επικρατούσε έξω. Καλύτερα έτσι.
Εμφάνισε ένα μικρό σακίδιο και μέσα τοποθέτησε δύο τετράδια, μία υφασμάτινη κασετίνα με μολύβια και στυλό και το πορτοφόλι της, το οποίο περιείχε μερικά χρήματα.
Έκανε να ανοίξει την εξώπορτα, αλλά η κίνηση έμεινε στη μέση, καθώς συνειδητοποίησε κάτι πολύ βασικό: δεν είχε κλειδιά για το διαμέρισμα, ούτε το τηλέφωνο του Άγγελου αν χρειαζόταν κάτι.
Έβγαλε την πένα της και έγραψε μία φράση στον αέρα και περίμενε. Ο αριθμός κινητού του Άγγελου εμφανίστηκε κι έτσι η Χλόη άρχισε να ψάχνει για το σταθερό τηλέφωνο για να τον καλέσει. Ο νεαρός απάντησε μετά το δεύτερο χτύπημα.
«Χλόη; Πού τον βρήκες τον αριθμό μου;»
«Με τις δυνάμεις μου, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας, πάλι καλά που τον βρήκα να λες», απάντησε εκείνη.
«Έγινε κάτι και με πήρες;»
«Ναι, δεν έχω κλειδιά για να μπω στο σπίτι».
«Αφού με παίρνεις από το σταθερό!» δήλωσε ο Άγγελος και η κοπέλα άκουσε κάποιον να γελάει από πίσω.
«Αν βγω, όμως, δεν θα μπορέσω να ξαναμπώ!» εξήγησε η Χλόη.
«Ααα», πιο δυνατό γέλιο αυτή τη φορά, «πάρε με τηλέφωνο να έρθω να σε πάρω, τότε, όταν τελειώσεις».
«Αφού κι εσύ έχεις δουλειά! Δεν μπορώ να σε απασχολήσω!»
«Απλά πάρε με τηλέφωνο όταν τελειώσεις!» επέμεινε εκείνος και τερμάτισε την κλήση, αφήνοντας τη Χλόη σύξυλη.
«Εντάξει, όπως θες», μουρμούρισε και αφού τοποθέτησε το τηλέφωνο πίσω στη βάση του, έφυγε από το διαμέρισμα με προορισμό την κεντρική δημοτική βιβλιοθήκη της πόλης. Η μέρα προβλεπόταν γεμάτη διάβασμα και σημειώσεις, χώρια τις ανακαλύψεις που θα προέκυπταν στην πορεία.
Κεφάλαιο 9
Περπάτησε περίπου δέκα λεπτά μέχρι να βρεθεί στον σωστό δρόμο και τον σωστό αριθμό. Ευτυχώς η πόρτα της πολυκατοικίας ήταν ανοιχτή κι έτσι δεν χρειάστηκε να χτυπήσει το θυροτηλέφωνο. Ανέβηκε τα σκαλιά τρία τρία μέχρι τον τέταρτο όροφο και στάθηκε έξω από την πόρτα του διαμερίσματος του Μαξ. Ευχήθηκε ο φίλος του να ήταν ξύπνιος και χτύπησε το κουδούνι.
Καμία κίνηση στο σπίτι. Κανένας ήχος που να υποδηλώνει ότι υπήρχε άνθρωπος μέσα στο διαμέρισμα.
Ξαναχτύπησε το κουδούνι, αλλά το αποτέλεσμα παρέμεινε το ίδιο. Άρχισε, λοιπόν, να χτυπάει μανιωδώς το κουδούνι μέχρι ο Μαξ να ξυπνήσει. Η πόρτα άνοιξε και ένας αγουροξυπνημένος Μαξ έκανε την εμφάνισή του.
«Πες μου έναν λόγο για να μην βγάλω το σπαθί μου αυτή τη στιγμή, Άγγελε», γρύλισε αρκετά εκνευρισμένος και έκανε στην άκρη για να περάσει μέσα ο φίλος του.
«Κερνάω καφέ για μια βδομάδα», απάντησε ο Άγγελος με ένα αθώο χαμόγελο. «Και τώρα, πάνε ντύσου για να πάμε στον Κρίστοφερ».
Ο Μαξ δεν απάντησε, απλά πήγε μέχρι το δωμάτιό του και έκλεισε την πόρτα πίσω του, ενώ ο φίλος του βολεύτηκε στον καναπέ. Βγήκε από το δωμάτιο φορώντας ένα τζιν και ένα απλό κοντομάνικο μπλουζάκι. Έβαλε τα αθλητικά του παπούτσια, πήρε κλειδιά, κινητό και χρήματα και έκανε νόημα στον Άγγελο να σηκωθεί. Και μόνο η σκέψη του δωρεάν καφέ, τον έκανε να πετάει.
«Κερνάς καφέ», δήλωσε, καθώς κλείδωνε την εξώπορτα.
«Ναι, το ξέρω», είπε ο Άγγελος, «την αδερφή σου δεν είδα».
«Χτες κοιμήθηκε στου Κρις. Λογικά θα την πετύχουμε εκεί, αν δεν έχει πάει ήδη στη βιβλιοθήκη για δουλειά».
Σταμάτησαν σε μία καφετέρια και μπήκαν μέσα με σκοπό να πάρουν αυτό το καφέ ρόφημα που σε γεμίζει ενέργεια. Το κουδούνι, το οποίο ήταν στερεωμένο πάνω από την πόρτα, ανήγγειλε την άφιξή τους και η δροσιά από το κλιματιστικό τους χτύπησε ευχάριστα στο πρόσωπο, δημιουργώντας μια γλυκιά αντίθεση με την ζέστη που επικρατούσε έξω. Οι δύο νεαροί κατευθύνθηκαν προς το μπαρ, όπου μία χαριτωμένη κοπέλα γύρω στα είκοσι, με τα μαλλιά της πιασμένα σε αλογοουρά τους ρώτησε την παραγγελία τους.
«Φρέντο εσπρέσσο μέτριο», δήλωσε ο Άγγελος και η κοπέλα έστρεψε τα μαύρα μάτια της προς τον Μαξ.
«Κι εγώ το ίδιο», είπε και χαμογέλασε και η κοπέλα άρχισε να ετοιμάζει τους καφέδες τους.
Ο Άγγελος σκούντησε ελαφρά τον φίλο του, του οποίου τα γαλανά μάτια ήταν ακόμη κολλημένα πάνω στην καστανομάλλα κοπέλα, η οποία του έριχνε κλεφτές ματιές.
«Σε θέλειιι», είπε τραγουδιστά ο νεαρός με τα καστανά μάτια στο Μαξ.
«Ορίστε;» αναφώνησε και τα μάγουλά του πήραν μία κοκκινωπή απόχρωση.
«Λέω, όρμα τίγρη, δείχνει να σε θέλει κι αυτή!»
«Τι, αποκλείεται!»
«Μέτρησες πόσα δευτερόλεπτα κρατήσατε οπτική επαφή όταν σου έπαιρνε παραγγελία;» ρώτησε ο Άγγελος, «μην απαντήσεις! Ήταν αρκετά για να μη σημαίνει κάτι! Οπότε, δώσ' της τον αριθμό σου».
«Τι λες; Δεν υπάρχει περίπτωση!» του φώναξε ψιθυριστά ο Μαξ με αποτέλεσμα ο φίλος του να γελάσει.
«Τότε θα τον δώσω εγώ», εξήγησε ο νεαρός και έκανε να πάει να πάρει τους καφέδες από το μπαρ, αλλά ο Μαξ τον έπιασε από τον ώμο, σταματώντας τον.
«Ξέχασέ το! Εγώ θα πάω για τους καφέδες», ανακοίνωσε και προχώρησε προς την μπάρα. Η κοπέλα του πρόσφερε ένα ζεστό χαμόγελο και έσυρε τα πλαστικά ποτήρια προς το μέρος του.
«Έτοιμοι οι καφέδες σας».
«Ευχαριστώ, πόσο είναι;»
«Κερασμένοι από το μαγαζί», του απάντησε και του έκλεισε το μάτι συνωμοτικά. Ο Μαξ κοκκίνισε ακόμα πιο πολύ και προσπάθησε να ανταποδώσει το χαμόγελο, χωρίς αυτό να είναι ένα από εκείνα τα αμήχανα για τα οποία φημιζόταν.
Έτεινε το χέρι του προς το μέρος της. «Μαξ, χάρηκα».
«Σόνια, επίσης χάρηκα».
Αφού αντάλλαξαν τηλέφωνα, ο Μαξ και ο Άγγελος έφυγαν από την καφετέρια και άρχισαν να κατευθύνονται προς το σπίτι του Κρίστοφερ.
«Όταν ο Άγγελος μιλάει, να τον ακούς!»
«Σκάσε, Άγγελε», είπε ο Μαξ και ήπιε μια γουλιά από τον καφέ του. «Και επειδή η κοπέλα μας κέρασε τον καφέ, δεν σημαίνει πως εσύ δεν χρωστάς!»
«Δεν είπα ποτέ κάτι τέτοιο, φίλε μου. Εξάλλου με ξέρεις, τους καφέδες της βδομάδας θα σου τους κεράσω».
Εκείνη τη στιγμή, το κινητό του Άγγελου άρχισε να χτυπάει, κι έτσι το έβγαλε από την τσέπη του τζιν του για να το σηκώσει. Είδε την οθόνη και εξεπλάγη, καθώς αναγνώρισε τον αριθμό του σταθερού τηλεφώνου του σπιτιού του.
«Χλόη; Πού τον βρήκες τον αριθμό μου;»
Με την άκρη του ματιού του είδε τον Μαξ να υψώνει το ένα του φρύδι ερωτηματικά.
«Με τις δυνάμεις μου, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας, πάλι καλά που τον βρήκα να λες».
«Έγινε κάτι και με πήρες;» ρώτησε ο νεαρός.
«Ναι, δεν έχω κλειδιά για να μπω στο σπίτι».
«Αφού με παίρνεις από το σταθερό!» δήλωσε ο Άγγελος και ένιωσε σχεδόν τον εκνευρισμό της κοπέλας. Ο Μαξ από δίπλα του άρχισε να γελάει και χρειάστηκε να τον σκουντήσει για να σταματήσει και πάλι όχι τελείως.
«Αν βγω, όμως, δεν θα μπορέσω να ξαναμπώ!» εξήγησε η Χλόη.
«Ααα», ο Μαξ πλέον γελούσε δυνατά κι έτσι ο Άγγελος απομακρύνθηκε ελαφρά, «πάρε με τηλέφωνο να έρθω να σε πάρω, τότε, όταν τελειώσεις».
«Αφού κι εσύ έχεις δουλειά! Δεν μπορώ να σε απασχολήσω!»
«Απλά πάρε με τηλέφωνο όταν τελειώσεις!» επέμεινε ο νεαρός και έκλεισε το τηλέφωνο. Γύρισε προς τη μεριά του Μαξ, ο οποίος γελούσε ακόμα. «Πού το βρήκες το αστείο, μου λες;»
«Η έκφρασή σου ήταν απίστευτη», είπε και τον μιμήθηκε.
Ο Άγγελος τον κοίταξε με την απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. «Μάλιστα...»
«Και επίσης, θα κάνω μία παρατήρηση, η οποία ελπίζω να μη μου στερήσει τους δωρεάν καφέδες», δήλωσε ο Μαξ και ο φίλος του τού έκανε νόημα να συνεχίσει. «Νομίζω πως έχει αρχίσει να σου αρέσει».
Ήταν η σειρά του Άγγελου να γελάσει. «Όοοχι! Όοοχι! Δεν μου αρέσει!» δήλωσε κατηγορηματικά.
«Καλά, ό,τι πεις. Τώρα καλύτερα να πάμε στον Κρις».
«Εδώ θα συμφωνήσω».
Οι δύο νεαροί ανέβηκαν τα σκαλιά που οδηγούσαν στο διαμέρισμα του Κρίστοφερ και χτύπησαν το κουδούνι.
***
«Κρις, άσε κάτω τα κλειδιά της μηχανής!» τον πρόσταξε η Μυρτώ και έτρεξε προς το μέρος του.
«Θα σε πάω εγώ στη δουλειά!» δήλωσε εκείνος και έκανε να πάει προς την εξώπορτα, αλλά η κοπέλα μπήκε μπροστά του, εμποδίζοντάς τον.
«Δεν υπάρχει περίπτωση! Η γιατρός είπε πως χρειάζεσαι ξεκούραση!»
«Καλά είμαι!»
«Ναι, ναι, τώρα σε πιστέψαμε! Πάνε στον καναπέ να ξαπλώσεις!» του είπε δείχνοντας τον καναπέ.
«Πρώτα θα σε πάω στη δουλειά».
«Δεν υπάρχει περίπτωση. Όταν εγώ είχα τραυματιστεί, εσύ, ο Μαξ και η Ηλιάνα δεν με αφήνατε ούτε βήμα να κάνω!»
«Τώρα παίζεις βρώμικα. Ο τραυματισμός σου ήταν πολύ πιο σοβαρός και το γνωρίζεις πολύ καλά αυτό!» απάντησε ο Κρίστοφερ.
«Μπορεί, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως επειδή τα τραύματά σου είναι πιο ελαφριά, εσύ πρέπει να επιβαρύνεις τον οργανισμό σου, αγάπη», είπε και τον φίλησε, με αποτέλεσμα ο νεαρός με τα πράσινα μάτια να ρίξει τις άμυνές του.
«Πώς καταφέρνεις πάντα να με τουμπάρεις, έτσι...»
Πέρασε τα χέρια του γύρω από τη μέση της κι εκείνη τα δικά της γύρω από το λαιμό του, εμβαθύνοντας το φιλί. Την ένιωσε να χαμογελάει ανάμεσα στο φιλί και χαμογέλασε κι αυτός.
«Μωρό μου!»
«Αγάπη μου!»
«Άντε, πάνε να ξαπλώσεις», είπε η Μυρτώ και ο Κρίστοφερ γέλασε. Έκλεισε απαλά το πρόσωπό της μέσα στις παλάμες του και την κοίταξε βαθιά σε εκείνα τα γκρίζα μάτια που θύμιζαν ουρανό πριν από την καταιγίδα.
«Θα σου κάνω το χατίρι», απάντησε εκείνος και προχώρησε προς τον καναπέ, στον οποίο έκατσε με δυσκολία λόγω των τραυμάτων του από τη μάχη με τον Ρίκι το προηγούμενο βράδυ.
Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κουδούνι της πόρτας κι έτσι η Μυρτώ έτρεξε να ανοίξει. Αντίκρισε τους χαμογελαστούς Μαξ και Άγγελο.
«Καλημέρα», αναφώνησε η κοπέλα, «πώς κι από εδώ;»
«Μυρτώ! Για μένα ήρθαν!» άκουσαν τον Κρίστοφερ να φωνάζει και η Μυρτώ έκανε στην άκρη για να περάσουν μέσα.
«Ναι, για τον Κρίστοφερ ήρθαμε», ήχησε σαν αντίλαλος ο Άγγελος.
«Εσύ, πάλι, πώς και είσαι εδώ, μικρή;» ρώτησε ο Μαξ και της ανακάτεψε τα μαλλιά.
Εκείνη τα έστρωσε και τον αγριοκοίταξε. «Τώρα έφευγα κι εγώ. Ο φίλος σας από ‘κει ήθελε να με πάει με τη μηχανή, αλλά του αρνήθηκα».
«Μα καλά, αρνήθηκες σε αυτή την αγγελική φατσούλα; Πώς μπόρεσες;» έκανε ο Άγγελος και ο Κρίστοφερ χαμογέλασε αθώα.
«Είναι τραυματισμένος. Δεν έχει να πάει πουθενά!» δήλωσε κατηγορηματικά η κοπέλα και κατευθύνθηκε προς την εξώπορτα. «Αν μάθω πως τον αφήσατε να βγει από το διαμέρισμα, μαύρο φίδι που σας έφαγε!»
Ο Άγγελος χαιρέτησε στρατιωτικά και ο Μαξ τον μιμήθηκε. «Μάλιστα, κυρία!» είπαν ταυτόχρονα και η κοπέλα έκλεισε την εξώπορτα πίσω της, με ένα πλατύ χαμόγελο, καθώς γνώριζε πως μπορούσε να βασιστεί πάνω τους.
«Ωραία, και τώρα οι τρεις μας», σχολίασε ο νεαρός με τα γαλανά μάτια και έκατσε στον καναπέ απέναντι από τον Κρίστοφερ.
«Λοιπόν, σας ακούω».
«Πρώτον: ήρθαμε να δούμε πώς είσαι, μετά τη χθεσινή μάχη», είπε ο Μαξ.
«Δεύτερον: η Χλόη αποκωδικοποίησε τις λέξεις και τις φράσεις από τα βιβλία. Το αποτέλεσμα είναι ένα γράμμα της Ισμήνης για τη Χλόη», συμπλήρωσε ο Άγγελος. Πλέον είχε την αμέριστη προσοχή τους.
«Πρώτον, είμαι μια χαρά, άσχετα τι λέει η Μυρτώ, και δεύτερον, πείτε μου, τι έλεγε το γράμμα;» ρώτησε ο Κρίστοφερ. «Την κρυψώνα του ξίφους, για παράδειγμα, την έλεγε;»
Ο Άγγελος έγνεψε αρνητικά. «Η Ισμήνη ήταν δεσμευμένη με ξόρκι, το ίδιο που δένει κάποιες από τις αναμνήσεις της Χλόης. Δεν μπορούσε να αποκαλύψει σε κανέναν την τοποθεσία του Μαύρου Ρόδου και αυτό συμπεριλαμβάνει και τη Χλόη. Παρόλα αυτά, της έδωσε μερικά στοιχεία, τα οποία μπορεί είτε να μας φανούν χρήσιμα είτε όχι. Το πρώτο στοιχείο που έδωσε, ήταν πως η Ισμήνη συνεργάστηκε με την κοκκινομάλλα για να πάρει το ξίφος και η ιδέα της κρυψώνας ήταν της Χλόης». Ο νεαρός έκανε μία παύση για να δει τις αντιδράσεις των φίλων του και μετά συνέχισε. «Το δεύτερο στοιχείο που μας δίνεται είναι ο μύθος γύρω από το Μαύρο Ρόδο, αλλά αυτό δεν γνωρίζω πώς μπορεί να βοηθήσει για να σπάσει το ξόρκι».
Έπεσε σιωπή, την οποία έσπασε ο Μαξ. «Κρις, θα μπορούσες να προσπαθήσεις να ρίξεις μία ματιά στη Χλόη, να δεις αν γίνεται να θυμηθεί οτιδήποτε γύρω από την κρυψώνα;»
«Υποθέτω πως θα μπορούσα να προσπαθήσω, δεν έχουμε να χάσουμε κάτι. Αλλά νομίζω πως αυτός με την ειδικότητα στα ξόρκια είναι ο Άγγελος».
«Όχι με αναμνήσεις, όμως, αυτό πέφτει πιο πολύ στον δικό σου τομέα».
Ο Κρίστοφερ κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. «Δεκτό».
«Λοιπόν, θα σε αφήσει η Μυρτώ να ξεπορτίσεις για μία μικρή δουλίτσα;»
«Δε νομ
«Αφήστε το πάνω μου», δήλωσε ο Μαξ, διακόπτοντας έτσι τον νεαρό με τα πράσινα μάτια. «Θα την απασχολήσω εγώ, όσο εσύ», έδειξε τον Κρίστοφερ, «θα είσαι στον Άγγελο και θα προσπαθείς να βρεις άκρη με το ξόρκι».
«Ναι, αλλά εσύ έχεις βάρδια απόψε. Μην ξεχνάς πως με καλύπτεις».
«Ωχ, το ξέχασα τελείως αυτό», αναφώνησε ο Μαξ και σκέπασε με την παλάμη του τα γαλανά του μάτια.
«Μην αγχώνεστε, θα δω εγώ τι μπορώ να κάνω», είπε ο Άγγελος. «Τώρα θέλω να σας ρωτήσω κάτι άλλο».
Οι άλλοι δύο γύρισαν και τον κοίταξαν με την απορία ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους κι έτσι ο Άγγελος συνέχισε. «Ποιος είπε στον Γκρέις πως έχουμε τη Χλόη; Και ότι είμαι και με το μέρος σας;»
«Εγώ είπα πως έχουμε την κοπέλα και ο επιθεωρητής κατέληξε στο συμπέρασμα πως είσαι διπλός πράκτορας, λυπάμαι που δεν στο είπα νωρίτερα», απάντησε ο Μαξ.
«Άρα είναι αλήθεια ότι είναι με το μέρος μας...»
«Ναι, Άγγελε, αυτός και η επιθεωρήτρια Μπρέντα Τζόουνς είναι από τους αστυνομικούς που δεν έχουν καμία εμπλοκή σε δραστηριότητες εκτός νόμου και κάνουν τα πάντα για να αποδοθεί η δικαιοσύνη στην πόλη. Αυτοί ζήτησαν να μας δουν και να μας πουν πως είμαστε σύμμαχοι».
«Και πριν πεις ότι τους εμπιστευτήκαμε χωρίς να ξέρουμε τίποτα για τα πραγματικά τους κίνητρα», έκανε ο Κρίστοφερ, «έχω να πω πως η Τζόουνς είχε συνεργαστεί με τους γονείς του Μαξ και της Μυρτώς και πριν από δύο χρόνια βοήθησε την κοπέλα όταν δολοφονήθηκε η Χαρά Κοσμόγλου».
«Χάρη στην επιθεωρήτρια και κάποια έγγραφα που της είχε δώσει η αδερφή μου, αρκετοί από τον υπόκοσμο βρίσκονται στη φυλακή», συμπλήρωσε ο Μαξ, καθώς στριφογύριζε στα δάχτυλά του μία κλωστή που εξείχε από το ένα μαξιλάρι του καναπέ.
«Μάλιστα... Αλλά η Κασακιάν τριγυρνάει ακόμα εκεί έξω, αν δεν κάνω λάθος», είπε ο Άγγελος.
Τα βλέμματα των νεαρών σκοτείνιασαν. Η Αννίτα Κασακιάν, η νόθη κόρη του Εμμανουήλ Χατζόπουλου, η διάδοχος της αυτοκρατορίας που δημιούργησε ο πατέρας της, αποτελούσε ένα αγκάθι για τα Φαντάσματα.
«Έχει πολλούς συμμάχους και φροντίζει να μην αποκαλύπτει την τοποθεσία της σε κανέναν. Αλλά θα τη βρω, πού θα πάει! Δεν θα γλιτώσει μετά από τον φόνο που έκανε! Απορώ πως δεν τη σκότωσα εκείνο το βράδυ, όταν μπορούσα!» δήλωσε χαμηλόφωνα ο Μαξ, με το μίσος να είναι εμφανές στη φωνή του.
«Μαξ, ηρέμησε, το ξέρουμε και οι δυο πως εκείνο το βράδυ είχε χυθεί πολύ αίμα, δεν χρειαζόταν άλλο».
«Έχεις δίκιο, Κρις».

Ξανθίππη Γιωτοπούλου