Insomnia (Κεφάλαιο 9)

«Δεν έχει σημασία το πόσο αργά πηγαίνεις, σημασία έχει να μη σταματάς ποτέ»- Κουμφούκιος.

Ξυπνάω πριν ακόμα χαράξει. Ντύνομαι με τη σχολική στολή μου και κάθομαι στην άκρη του κρεβατιού. Πιάνω το αφύσικα βαρύ κεφάλι με τα χέρια μου. Τι συνέβη χτες μετά την εγχείρηση; Δεν θυμάμαι πολλά και οι αναμνήσεις επιστρέφουν όσο πιο αργά μπορούν, λες και το κάνουν επίτηδες. Ένα παράξενο συναίσθημα με κυριεύει. Σαν να έκανα κάτι κακό. Σαν να έβλαψαν κάποιον.

Θυμάμαι που κατέρρευσα λόγω υπερφόρτωσης συστήματος. Ο Σότζι με επανάφερε με την ίδια μπαταρία που χρησιμοποίησε για να απορροφήσει την ενέργειά μου. Και έπειτα ήταν… σαν να μην ήμουν πραγματικά εγώ. Σαν κάτι άλλο να ξύπνησε στη δική μου θέση. Με θυμάμαι να του μιλάω, να του απαντάω σε όλες τις άσχετες μεταξύ τους ερωτήσεις του, αλλά στην πραγματικότητα ήταν κάτι εντελώς μηχανικό. Σαν να απαντούσε μια μηχανή, δίχως την δική μου νοημοσύνη.

Και κάπου εκεί μέσα παρεμβάλλεται ένα αβυσσαλαίο κενό, σαν κάτι να διαγράφηκε βίαια από τον σκληρό μου δίσκο. Ξέρω πως χτύπησα κάποιον ή κάτι. Μπορώ και το αισθάνομαι. Βγήκα εκτός ελέγχου και για λίγο φάνηκε αδύνατο στον οποιοδήποτε από το εργαστήριο, φρουρό ή επιστήμονα να με σταματήσει. Όσο ηλεκτροσόκ και αν μου έκαναν, δεν κατάφερναν να με ακινητοποιήσουν. Ήταν λες και είχε γυρίσει ένας διακόπτης μέσα μου που μου απαγόρευε να σβήσω.

Πιάνω το στρίφωμα της φούστας μου και το τσαλακώνω μέσα στις κλειστές γροθιές μου. Σφίγγω τα δόντια από θυμό για τους Γιογκασάκι. Γι’ αυτά που με ανάγκασαν να κάνω. Για το ηλίθιο πείραμα του Τόμας. Πως ξέρω ότι αυτό που ξύπνησε την επιθετικότητά μου χτες, δε θα την ξυπνήσει και σήμερα; Αν συμβεί πως θα το ελέγξω; Δε θέλω ούτε να φανταστώ ότι μπορεί να βλάψω τους συμμαθητές μου στο σχολείο. Τον Ανζάι ή τη Μάκινο εδώ στο σπίτι.

Σηκώνομαι από το κρεβάτι, παίρνω την τσάντα μου και φεύγω μόλις οι πρώτες αχτίδες ενός άψυχου ήλιου περνούν μέσα από τα ανοιχτά στόρια. Η Μάκινο με βλέπει πίσω από τον πάγκο της κουζίνας και με πλησιάζει βιαστικά με ένα ιδιαίτερα ανήσυχο ύφος στα νυσταγμένα της μάτια. Τα άλλοτε προσεγμένα της μαλλιά είναι ξέπλεκα, ενώ αντί για την καθημερινή της στολή φορά νυχτικό. Στέκεται σε μια απόσταση ασφάλειας απέναντί μου, σαν να με φοβάται. Και όχι άδικα. Ποιος ξέρει τι μπορεί να κάνει μια μηχανή;

«Γιατί σηκώθηκες τόσο νωρίς; Έχεις τουλάχιστον τρεις ώρες ακόμα μπροστά σου, ώσπου να ξεκινήσεις τη μέρα σου».

«Έμαθες τι συνέβη χτες, έτσι δεν είναι; Και με το δίκιο σου θα με φοβάσαι» μουρμουρίζω άψυχα. Η Μάκινο κάνει ένα βήμα μπροστά και μου πιάνει τα χέρια.

«Όχι, κοριτσάκι μου, δε σε φοβάμαι. Όμως φοβάμαι για το τι άλλο θα σου κάνουν. Εδώ που τα λέμε, αυτό που συνέβη, ήταν αναμενόμενο. Προγραμματίστηκες από τον επιστήμονά σου για έναν σκοπό, στη συνέχεια σε επαναπρογραμμάτισε για κάποιον άλλο. Δεν ήταν επικίνδυνο από τη στιγμή που εκείνες οι ρυθμίσεις έμοιαζαν μεταξύ τους και εφόσον σε γνώριζε τόσο καλά, ώστε να παραβλέψει τα επικίνδυνα λάθη της δουλειάς. Αλλά τούτο εδώ είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Σε αλλάζουν. Σε κάνουν δολοφόνο παραβλέποντας τις ατέλειες που εμφανίζονται». Ξεφυσάει αγχωμένη.

«Νομίζεις ότι είμαι επικίνδυνη;»

«Δεν ξέρω μέχρι που μπορείς να φτάσεις. Μέχρι που θα σε αναγκάσουν να πας. Αν όμως συνεχίσεις μαζί τους, είμαι σίγουρη ότι θα φτάσεις πολύ μακριά ακολουθώντας έναν δρόμο δίχως επιστροφή». Σφίγγει τον ώμο μου. «Καλύτερα τώρα να επιστρέψεις στο δωμάτιό σου. Καλύτερα να μη δημιουργήσεις εντάσεις με τους Γιογκασάκι».

«Χρειάζομαι αέρα. Θέλω να ξέρω ακριβώς τι έκανα χτες, όταν βγήκα εκτός ελέγχου. Θα πάω μια βόλτα και έπειτα απευθείας στο σχολείο. Ενημέρωσε τους Γιογκασάκι. Θα τους αντιμετωπίσω αργότερα» υποκλίνομαι ελαφρά και πιέζω τον εαυτό μου να της χαρίσει ένα μικρό χαμόγελο.

Ο κρύος πρωινός αέρας δεν με αγγίζει. Σηκώνω το βλέμμα μου στον ουρανό. Είναι λευκός δίχως άλλο χρώμα πάνω του. Μοιάζει σαν να κλαίει. Όμως τα δάκρυά του δεν είναι υγρά. Αλλά μικρές λευκές μπαλίτσες σαν χνούδια. Πέφτουν ανάλαφρα πάνω στον δρόμο και τα αυτοκίνητα φτιάχνοντας ένα τεράστιο και μαλακό σεντόνι. Οι μπότες μου βουλιάζουν μέσα του αφήνοντας πατημασιές. Είναι όμορφα…

Κάνω βόλτα στην αγουροξυπνημένη πόλη και συγκεκριμένα επιλέγω τη μόνη διαδρομή που ξέρω. Εκείνη που πήρα το πρώτο βράδυ που γεύτηκα την ελευθερία, με αποτέλεσμα να καταλήξω στο μικρό γήπεδο μπάσκετ που γνώρισα για πρώτη φορά τον Ανζάι. Παρατηρώ πως το χιόνι έχει πάνω του φρέσκα χνάρια και για μια στιγμή διστάζω από φόβο μήπως ξανασυναντήσω εκείνα τα αγόρια. Αλλά με την περιέργεια να υπερισχύει μπαίνω στο γήπεδο και στέκομαι ασάλευτη πίσω από τη μοναδική φιγούρα που παίζει μπάσκετ.

Ο τρόπος που έχει πετάξει την τσάντα του πάνω στα παγωμένα καθίσματα και τα παρατημένα ακουστικά του λίγο πιο δίπλα, έχουν κάτι το γνώριμο. Πλησιάζω διστακτικά ξέροντας ποιος είναι. Αυτό που δεν ξέρω και δεν μπορώ να αποφασίσω, είναι, αν πρέπει να του μιλήσω ή απλά να φύγω. Έτσι και αλλιώς οι συναντήσεις μας καταλήγουν σε καβγά με μένα να γίνομαι η κακιά. Η συμπάθεια που τρέφει για μένα είναι εντελώς αλλόκοτη, εφόσον με γνωρίζει μόνο τρεις μέρες με την σημερινή. Δεν… τον καταλαβαίνω. Χαμογελάω στη φιγούρα του και οπισθοχωρώ.

«Μία». Η φωνή του αντηχεί στο ήσυχο γήπεδο. «Μιας και ήρθες μείνε. Δε με συμπαθείς, όμως τουλάχιστον μη με αγνοείς» μου πετάει τη μπάλα και την πιάνω πριν προλάβει να με ακουμπήσει. «Ρίξε».

«Ούτε εσύ μπορούσες να κοιμηθείς, ε;» ρωτάω μαρκάροντάς τον.

Μου παίρνει την μπάλα από τα χέρια και βάζει το πρώτο καλάθι, ενώ τα δύο επόμενα είναι δικά μου. Σαστίζει για κλάσματα του δευτερολέπτου με τις ικανότητές μου και μου χαμογελάει. Όσο αδιάφορη και αν προσπαθώ να το παίξω, το χαμόγελό του με αφοπλίζει αναστατώνοντάς με. Το πόδι μου γλιστράει κατά λάθος πάνω στο χιόνι και χάνω την ισορροπία μου. Αρπάζει αστραπιαία το μπράτσο μου στηρίζοντάς με πάνω του με μια πρωτόγνωρη δύναμη που δεν έχω νιώσει σε κανέναν ως τώρα. Η μπάλα φεύγει από τα χέρια μου και κατρακυλάει πάνω στο αφράτο χιόνι αφήνοντας πίσω της μια πατημένη γραμμή. Με κοιτάζει βαριανασαίνοντας. Για λίγο προσποιούμαι την λαχανιασμένη, καθώς αποφεύγω το άγγιγμά του και σφίγγομαι αμήχανα στο παλτό μου.

«Είναι που… αυτές τις μέρες με προβληματίζει κάτι. Υπάρχει κάτι που δεν καταλαβαίνω και αυτό δεν με αφήνει να κοιμηθώ». Βγάζει το κασκόλ του και μου το φοράει παρά τις αντιρρήσεις μου. Απομακρύνομαι ελάχιστα βήματα από κοντά του. «Έχεις κάτι που δεν καταλαβαίνω. Είσαι περίεργη με έναν μοναδικό τρόπο».

«Δεν πειράζει» χαμογελάω αδύναμα. «Δεν μπορώ να αλλάξω αυτό που είμαι».

Το βλέμμα μας ανταμώνει και διακρίνω τη θλίψη στα μάτια του ανάμεικτη με ελπίδα για κάτι που προφανώς θέλω να αγνοήσω. Νιώθω περίεργα, σαν κάτι να έχει βραχυκυκλώσει μέσα στο στήθος μου. Και στη Κάρεν συνέβαινε που και που. Μια παράξενη αίσθηση που δεν της επέτρεπε να συγκεντρωθεί στους στόχους της. Μήπως όμως είναι μια προειδοποίηση γι’ αυτό που έχει ξυπνήσει μέσα μου; Φοβάμαι γι’ αυτό που έχω γίνει. Για όσα θα μπορούσα να του κάνω. Και η μόνη αντίδραση από μέρους του θα ήταν η ζωή που θα έσβηνε από τα μάτια του. Δε θέλω να του κάνω κακό. Δεν το θέλω…

«Ε… με συγχωρείς. Πρέπει να φύγω» λέω αφαιρώντας το ζεστό κασκόλ του από τον λαιμό μου.

Σαν να προβλέπει ακριβώς τις επόμενες κινήσεις μου κάνει ένα σάλτο και μπαίνει μπροστά μου ανοίγοντας διάπλατα τα χέρια του. Μου κλείνει τον δρόμο.

«Μη!» ψιθυρίζει και με αγκαλιάζει κρύβοντας το πρόσωπό του στο παλτό μου. «Δε με νοιάζει που διώχνεις τους πάντες μακριά σου, μόνο άφησέ με να γίνω φίλος σου. Θέλω να… θέλω να κάνω παρέα μαζί σου. Κανείς δεν μπορεί να είναι μόνος».

«Ανζάι!» τον σπρώχνω. «Ποιο είναι το πρόβλημά σου τέλος πάντων; Γιατί δεν καταλαβαίνεις ότι εγώ δε θέλω; Σου ζήτησα να μείνεις μακριά μου. Δεν έχει αλλάξει η άποψή μου. Μη με ενοχλείς» του φωνάζω. Εκείνος δεν αφήνει το χέρι μου, δε χαλαρώνει τη λαβή του.

«Δεν μπορώ να το κάνω. Δε θα τα παρατήσω. Θα δεις, θα σου αποδείξω ότι μπορείς να με εμπιστεύεσαι».

«Μμμ… αυτά λες σε όλους τους καινούριους συμμαθητές σου; Είναι κάτι σαν τη θερμή υποδοχή της τάξης;» τραβάω άγρια το χέρι μου και το ελευθερώνω. «Δεν ξέρω τι θες από μένα ή τι νομίζεις ότι θα καταφέρεις, με τη φιλία μου, όμως σε προειδοποιώ… μείνε μακριά μου» αποστρέφω το βλέμμα μου και φεύγω αφήνοντάς τον παγωμένο στη θέση του.

Περπατάω για ώρα άσκοπα στην πόλη και μόνο όταν βρίσκομαι πολύ μακριά, παρατηρώ πως πήρα μαζί μου το κασκόλ του. Που να πάρει και να σηκώσει. Γιατί έπρεπε να του μιλήσω τόσο άσχημα; Γιατί θέλει τη φιλία μου ο μοναδικός άνθρωπος που θέλω και εγώ τη δική του; Και αυτό που νιώθω… γιατί; Γιατί είναι ο Ανζάι σημαντικός για μένα; Με τις σκοτεινές αυτές σκέψεις να ταλανίζουν το μυαλό μου, φτάνω στο σχολείο σχεδόν στην ώρα μου για το πρώτο μάθημα. Με τον ήχο του κουδουνιού τρέχω προς την τάξη μου. Μες στην απροσεξία μου πέφτω πάνω στην Κρυστάλ και τις φίλες της ρίχνοντας από τον ώμο της την πανάκριβη τσάντα της.

«Έι! Δεν προσέχεις, που πας;» μου φωνάζει και μορφάζει αποδοκιμαστικά. «Ω, εσύ…»

«Λυπάμαι πολύ» υποκλίνομαι απολογητικά και της την επιστρέφω.

Την προσπερνάω με κατεύθυνση το θρανίο μου. Ο Ανζάι βρίσκεται ήδη στο δικό του και παρόλο που μου χαρίζει ένα ήρεμο αλλά άψυχο χαμόγελο, εγώ δεν του ανταποδίδω. Η Κρυστάλ με πλησιάζει και αρπάζοντας το λουρί της δικής μου τσάντας, την τραβάει και την ρίχνει στο πάτωμα, ενώ η φίλη της από τα δεξιά την κλοτσάει χαχανίζοντας και την στέλνει κοντά στα ντουλάπια των μαθητών. Η Κρυστάλ γελάει ενθουσιασμένη χτυπώντας τα χέρια της παλαμάκια, λες και η τσάντα μου είναι το πιο διασκεδαστικό πράγμα της ημέρας.

Οι υπόλοιποι μαθητές μας κυκλώνουν αγχωμένοι και περίεργοι ταυτόχρονα. Αν και δεν καταλαβαίνω τον λόγο των πράξεων της, όλη αυτή η προσοχή που έχει πέσει ξαφνικά πάνω μου, με φέρνει σε τρομερά δύσκολη θέση. Στενεύω τα μάτια μου προειδοποιητικά και σφίγγω τις γροθιές μου.

«Βρίσκεσαι εδώ μόνο και μόνο χάρη της φιλανθρωπίας του Σον Γιογκασάκι, αλλιώς ποιος άλλος θα σε υιοθετούσε; Δεν ανήκεις στον κόσμο μας και αμφιβάλλω, αν θα μπεις ποτέ. Είσαι μια γκαϊτζίν».

Γκαϊτζίν: για τους Ιάπωνες αυτή η λέξη περιγράφει τους ξένους στην χώρα. Τα γαλάζια μάτια και τα ξανθά μαλλιά της Κρυστάλ την κάνουν και εκείνη μια, όμως δεν γνωρίζω, αν αυτός ο όρος δεν την αγγίζει, εφόσον έχει γεννηθεί εδώ.

Ρίχνει το βλέμμα της στο κασκόλ του Ανζάι και όταν με ξανακοιτάζει νιώθω ότι το λιγότερο που μπορεί να κάνει, είναι να με σκοτώσει. Ο Ανζάι σηκώνεται από τη θέση του και στέκεται σε επιφυλακή ανάμεσά μας. Παίρνει το κασκόλ του πίσω και το πετάει αδιάφορα πάνω στο θρανίο του, πριν επιστρέψει στη θέση του.

«Κόφτε το!» γρυλίζει νευριασμένος. Η Κρυστάλ κάνει ένα βήμα μπροστά και αρπάζει τον γιακά του παλτού μου.

«Έπρεπε να συνεχίσεις την προσπάθεια, να περνάς απαρατήρητη. Από δω και πέρα θα σου κάνω τη ζωή κόλαση». Με απειλεί σηκώνοντας ένα κύμα μουρμουρητών και βλεμμάτων γεμάτα λύπηση, σαν να έχουν ζήσει από πρώτο χέρι την οργή της. Τα πρώτα κύματα αδρεναλίνης χτυπούν προειδοποιητικά στον εγκέφαλό μου και δύσκολα συγκρατώ τον εαυτό μου.

«Πάμε στοίχημα ότι θα στην κάνω πρώτη;» βάζω τα γέλια κάνοντάς τη να γουρλώσει τα μάτια της από έκπληξη και τους συμμαθητές μας να σφυρίξουν σοκαρισμένοι. Ακόμα και ο Ανζάι παγώνει στη θέση του.

Η Κρυστάλ σφίγγοντας τα δόντια της γεμάτη έκδηλο μίσος πάει να με χαστουκίσει, αλλά στέλνω πανεύκολα το χτύπημά της στο κενό και τις αρπάζω τα μαλλιά. Τα τραβάω με δύναμη ξεκολλώντας όλη τη σειρά με τις τρέσες στο κεφάλι της. Αφήνει ένα μουγκρητό πόνου, καθώς οι ξανθές τρίχες γλιστρούν από τα χέρια μου. Δαγκώνομαι ένοχα. Γιατί το έκανα αυτό; Η Κρυστάλ ορμάει μπροστά προσπαθώντας να με χτυπήσει ξανά, όμως ο Ανζάι τινάζεται όρθιος και τις πιάνει τα χέρια πίσω από την πλάτη.

«Τι νομίζετε πως κάνετε και οι δυο σας;» φωνάζει εκνευρισμένος. «Αν θέλετε να τσακωθείτε… έξω από την τάξη».

«Εκείνη το ξεκίνησε. Είδες τι έκανε…»

«Είδα τι έκανε και άκουσα τι είπες Κρυστάλ. Φτάνει! Αν συνεχίσετε, θα σας αναφέρω στη Διευθύντρια. Κατανοητό;» την σπρώχνει στο θρανίο της και με βάζει με το ζόρι να καθίσω στο δικό μου. «Μη προκαλείς εχθρούς που δεν μπορείς να νικήσεις» λέει καθησυχαστικά με το χέρι του κουλουριασμένο στο ώμο μου.

Με την άκρη του ματιού μου παρατηρώ το πύρινο βλέμμα της Κρυστάλ και ένα ρίγος με διαπερνάει αστραπιαία. Όμως δεν κοιτάζει εμένα, αλλά τον Ανζάι που δείχνει όλο και πιο διαχυτικός μαζί μου. Στρέφω το σώμα μου θέλοντας να τραβηχτώ. Το χέρι του επιμένει στον ώμο μου.

«Γιατί δεν φεύγεις τώρα; Είπες ότι ήθελες» γρυλίζω ενοχλημένη.

Ο καθηγητής της ιστορίας κοντοστέκεται στην πόρτα, πριν μπει στην τάξη ξεροβήχοντας για να κάνει αισθητή την παρουσία του. Είναι ένας μεσήλικας κύριος με γκρίζα μαλλιά και μεγάλη κοιλιά. Το ψηλό του ανάστημα τον κάνει να φαίνεται γίγαντας μπροστά στη μικρόσωμη μαθήτρια που έφερε μαζί του. Το βλέμμα του είναι παγωμένο κάνοντας κατανοητό πως η λέξη έλεος δεν υπάρχει στο λεξιλόγιό του. Οι μαθητές ζαρώνουν στην παρουσία του, καθώς χτυπάει το βιβλίο του στην έδρα.

«Καθίστε κάτω και εξαφανίστε οτιδήποτε από τα θρανία σας. Θα γράψουμε τεστ» λέει δυνατά με την μπάσα φωνή του. «Πρώτα, η δεσποινίς Τούκα Τζινάι που ήρθε με μεταγραφή, θα σας συστηθεί. Παρακαλώ, δεσποινίς».

Το κορίτσι με το όνομα Τούκα κάνει μια βαθιά υπόκλιση, πριν αρχίσει τον μονόλογό της. Αλλά οι μαθητές δεν της δίνουν σημασία εκτός από μερικά αγόρια στα πίσω θρανία. Είναι όμορφη με τον ιδιαίτερο εύθραυστο τρόπο της. Έχει κοντά μαύρα μαλλιά και μαύρα αμυγδαλωτά μάτια. Όταν χαμογελάει σχηματίζονται χαριτωμένα λακκάκια. Της χαμογελάω καθησυχαστικά και μου ανταποδίδει.

«Παρακαλώ, κάθισε δίπλα στη δεσποινίδα Μία» της δείχνει προς το μέρος μου και βιαστικά μαζεύω την τσάντα μου από το διπλανό κάθισμα.

«Μμμ, το φρικιό απέκτησε παρέα». Σχολιάζει χαιρέκακα η Κρυστάλ και δεν μπορώ να κρύψω το γρύλισμα που ξεφεύγει από τα χείλη μου. Ο Ανζάι ξεροβήχει από το μπροστινό θρανίο και χαμηλώνει ελαφρά το κεφάλι, όταν η Τούκα κάθεται στη θέση της.

Εκτός από μερικές σιωπηλές κουβέντες που ανταλλάσσουμε, η πρώτη ώρα της ημέρας περνάει μέσα στη σιωπή του απροειδοποίητου διαγωνίσματος της ιστορίας και παρόλο που οι απαντήσεις είναι γελοίες για μένα, κάτι που δεν καταφέρνω να προσδιορίσω μπερδεύει τις λειτουργίες μου. Παίρνω βαθιές ανάσες και τρίβω νευρικά τους κροτάφους μου στη ξαφνική δυσφορία που με ζαλίζει. Ίσως… ίσως είναι καλύτερα να αποχωρήσω από την τάξη για την υπόλοιπη ώρα.

Τελειώνω το διαγώνισμα και περνώντας μπροστά από την έδρα το αφήνω, πριν βγω έξω. Η Τούκα με ακολουθεί λίγο αργότερα και με σταματάει στον διάδρομο με την ανησυχία ξεκάθαρη στο πρόσωπό της.

«Όλα καλά;» ρωτάει γέρνοντας ελαφρά το κεφάλι της στο πλάι. Τι παράξενο…

«Ναι…» τη σκουντάω παιχνιδιάρικα στον ώμο. «Το κουδούνι δε θα αργήσει να χτυπήσει. Καλύτερα να βιαστούμε. Να πιάσουμε καλή θέση στην καφετέρια». Χαμογελάω.

«Βέβαια… αλλά για ποιο λόγο; Αφού δεν τρως» λέει ξαφνικά παγώνοντάς με. Πως… ξέρει; «Θέλω να πω… άτομα σαν και εμάς, δεν τρώνε ανθρώπινο φαγητό».

«Άτομα σαν και εμάς;» σαστίζω. Νεύει καταφατικά. «Ποια είσαι;»

«Είμαι το μοντέλο C4-520Z. Γνωστή και ως Τούκα Τζινάι. Χαίρομαι που σε γνωρίζω Μία».

Έχω κυριολεκτικά παγώσει. Πώς ξέρει για μένα; Ποιος την έφτιαξε και πώς… κατέληξε εδώ; Μήπως νιώθει και εκείνη όσα εγώ; Όμως… κοιτάζοντας μέσα στο βλέμμα της δεν διακρίνω τίποτα άλλο, παρά τα μάτια ενός μηχανήματος. Δεν αισθάνεται όπως εγώ. Βασικά… δεν έχω ιδέα, αν αυτά που αισθάνομαι δεν είναι απλά μόνος μερικές ρυθμίσεις, αλλά τέλος πάντων. Οι Γιογκασάκι ξέρουν για εκείνη; Δαγκώνω τα χείλη μου διστάζοντας να ρωτήσω.

Ο επόμενος που βγαίνει από την αίθουσα, είναι ο Ανζάι και στο ζεστό του βλέμμα, το μόνο που θέλω είναι να το βάλω στα πόδια. Η Τούκα τον χαιρετάει ναζιάρικα και δίχως να το σκεφτώ την πιάνω από το μπράτσο και τη σέρνω μακριά. Τι θα γίνει, αν μας ανακαλύψουν; Ένα ρομπότ είναι ήδη δύσκολο να περάσει απαρατήρητο, τι θα γίνει με δύο;

«Ει!» μας φωνάζει και με πιάνει από τον ώμο σταματώντας με. «Στην καφετέρια πάτε, έτσι; Έρχομαι και εγώ».

«Ναι φυσικά… τώρα μπορούμε να συζητήσουμε και τις λεπτομέρειες του πάρτι». Απαντάει χαρωπά η Τούκα και τυλίγει τον αγκώνα της γύρω από τον δικό του.

Πάρτι; Ποιο πάρτι; Όταν το κεφάλι της ακουμπάει στον ώμο του, ένα τσίμπημα ζήλιας με κεντρίζει ενοχλητικά. Κουνάω το κεφάλι μου δεξιά αριστερά με ένταση. Μα τι είναι αυτά που σκέφτομαι. Αν είναι δυνατόν. Νιώθω ότι βαδίζω σε έναν εφιάλτη δίχως τέλος.

«Όλα καλά;» ρωτάει ο Ανζάι χαμογελώντας μου τρυφερά. Το χέρι του τυλίγεται γύρω από τον ώμο μου και με δυσκολία πείθω τον εαυτό μου να αποτραβηχτεί.

«Σταμάτα να μου συμπεριφέρεσαι σαν να είμαστε κολλητοί. Η συμπεριφορά σου με ενοχλεί» του φωνάζω ξαφνικά και το βάζω στα πόδια προς την αντίθετη κατεύθυνση.

Αμάν πια… γιατί… γιατί το κάνει αυτό; Με όλα τα κορίτσια έτσι είναι; Αντί για την καφετέρια καταλήγω στις κοριτσίστικες τουαλέτες του ορόφου, μήπως βρω για λίγο την ησυχία μου. Όμως εκεί είναι ακόμα χειρότερα. Η Κρυστάλ με τις φίλες της στέκονται μπροστά από τους καθρέφτες και τραβούν φωτογραφίες.

«Μία!» αναφωνεί δυσάρεστα έκπληκτη με την παρουσία μου. «Τι σύμπτωση. Και πάνω που συζητούσαμε για σένα». Περνάει το χέρι της γύρω από τους ώμους μου και με τραβάει κοντά στην παρέα της. «Λοιπόν αυτό που συνέβη στην τάξη, ήταν… ένα ατυχές περιστατικό και σε συγχωρώ. Δε θα κρατήσω καθόλου κακίες και υποθέτω ούτε και εσύ. Και για να δεις πως λέμε αλήθεια, είπαμε με τα κορίτσια να σε βάλουμε στην παρέα μας. Τι λες;»

«Όχι, ευχαριστώ» αποκρίνομαι ψυχρά. Η Κρυστάλ ζαρώνει τα χείλη της ενοχλημένη. Χαμογελάει σφιγμένα.

«Μα γιατί; Θα έχει πολύ πλάκα, θα δεις».

«Δεν έχει να κάνει με σένα ή με ο,τι έγινε νωρίτερα. Απλά… δε θέλω φίλους. Αυτό όλο. Θέλω να είμαι μόνη μου. Τόσο κακό είναι αυτό;» ρωτάω γυρνώντας της την πλάτη. Ανόρεχτα ανοίγω τη βρύση και πλένω τα χέρια μου, όταν στο μυαλό μου έρχεται η εικόνα της Τούκα και του Ανζάι. «Αν ενδιαφέρεσαι τόσο για τον Ανζάι, γιατί δεν του το λες; Θα τον χάσεις εκεί, όπου δεν το περιμένεις και δε θα είμαι εγώ αυτή που θα στον πάρει».

«Τ… τι εννοείς; Τι ξέρεις εσύ γι’ αυτόν και μένα;» με γυρίζει άγρια προς το μέρος της. Ανασηκώνω τους ώμους αδιάφορα.

«Ότι δε θα γύριζα να τον κοιτάξω. Γι’ αυτό την επόμενη φορά που θα έχεις όρεξη να τσακωθούμε μην τον φέρεις σαν πρόφαση. Με ενοχλεί» γρυλίζω με μια κακία που δεν μπορώ να συγκρατήσω.

«Φρικιό» μου φωνάζει ξαφνικά και οπισθοχωρώντας φεύγει με τις φίλες της να ακολουθούν σαν πιστά σκυλάκια.

Μα γιατί το είπα αυτό; Γέρνω πάνω σε μια από τις πόρτες των γυναικείων τουαλετών και πιάνω το κεφάλι με τα χέρια μου. Τι μου συμβαίνει; Είναι σαν να μην μπορώ να ελέγξω τον εαυτό μου. Ίσως θα ήταν καλύτερο να περάσω την υπόλοιπη μέρα στο σπίτι, πριν πω κάτι άλλο που θα με προδώσει. Και αυτό το ηλίθιο βραχιόλι… σηκώνω το χέρι μου και το κοιτάζω. Γιατί δεν έχει κάνει τίποτα για να με προειδοποιήσει; Δεν καταλαβαίνω. Κλείνω τα μάτια μου και γλιστράω αδύναμα προς το πάτωμα.

«Μία!» νιώθω μια γνώριμη απαλή φωνή να γαργαλάει το μάγουλό μου. «Μία, είσαι εντάξει;»

«Ε…;» ανοίγω τα μάτια μου αργά και κάποιος γραπώνει απότομα τα μπράτσα μου, όταν πάω να πέσω.

Κοιτάζω ολόγυρα τον χώρο των γυναικείων τουαλετών και έπειτα τον Ανζάι. Το βλέμμα του είναι τρομαγμένο, ανήσυχο, ενώ της Τούκα που έχει σταυρώσει τα χέρια της μπροστά στο στήθος της είναι άψυχο και ίσως να επιβεβαιώνει κάποιες από τις σκέψεις της. Όπως και να έχει, το πρόσωπό της δεν φανερώνει κανένα σημάδι πως νοιάζεται έστω και λίγο.

«Είσαι καλά; Έχασες όλη την ώρα» ψιθυρίζει απαλά ο Ανζάι. «Μπορείς να σηκωθείς; Θα σε πάω στο γραφείο της νοσοκόμας».

«Ε…Είμαι μια χαρά». Σηκώνομαι στα εύθραυστα πόδια μου. «Απλά λιποθύμησα μάλλον. Όμως θα το ξεπεράσω». Κοιτάζω την Τούκα. «Δε θα το πείτε σε κανέναν, έτσι;»

«Χα… όλη η τάξη ξέρει ότι την κοπάνησες και αυτή η συμπεριφορά είναι κάτι που δε σηκώνει το σχολείο. Καλύτερα να πούμε στη Διευθύντρια τι συνέβη, αλλιώς θα σε αποβάλλουν». Λέει ο Ανζάι, όμως εγώ είμαι αλλού. Το κεφάλι μου με πεθαίνει.

«Ναι… μάλλον». Μουρμουρίζω, αλλά η Τούκα κουνάει το κεφάλι της αρνητικά με τέτοιον τρόπο που μόνο εγώ μπορώ να δω.

«Είδα τον πατέρα σου νωρίτερα. Λογικά, θα έχει πληροφορηθεί, άρα καλύτερα να τον αφήσεις εκείνον να επιλύσει το θέμα».

«Μμμ… πόση ώρα ήμουν αναίσθητη;» ρωτάω τρίβοντας το πίσω μέρος του λαιμού μου.

«Έχασες σχεδόν όλη τη μέρα. Αν λιποθύμησες την ώρα που μας άφησες, τότε… πάει κάμποσο. Αλλά… είσαι στ’ αλήθεια εντάξει;» επιμένει ο Ανζάι.

Είμαι; Υπάρχει περίπτωση να γίνει τίποτα χειρότερο; Δαγκώνοντας αγχωμένη τα χείλη μου βγαίνω έξω με φόρα και κατευθύνομαι προς το γραφείο της Διευθύντριας. Ο Ανζάι τρέχει ξοπίσω μου και πίσω από αυτόν η Τούκα. Πέφτω πάνω στον Τόμας, όταν στρίβω στον διάδρομο και παραλίγο να χάσει την ισορροπία του. Με στραβοκοιτάζει θυμωμένος και σταυρώνει αυστηρά τα χέρια του μπροστά από το στήθος του.

«Πρέπει να σου μιλήσω» λέω απότομα πριν εκείνος προλάβει να πει τίποτα. «Η μέρα μου υποθέτω πως τελείωσε, οπότε καλύτερα να φύγουμε». Υποκλίνομαι στον Ανζάι και την Τούκα. «Ευχαριστώ…»

Φεύγοντας από το σχολείο ο Τόμας με βάζει στη λιμουζίνα του Γιογκασάκι και με παίρνει μακριά, υποθέτω προς το εργαστήριό του.

«Λοιπόν;» ανασηκώνει τα φρύδια του περίεργος. «Δεύτερη μέρα και ξεκίνησες το σκασιαρχείο; Με απογοητεύεις».

«Πρώτα απ’ όλα… πρέπει να διορθωθεί ο,τι χάλασε χτες. Επίσης ήρθε μια καινούρια μαθήτρια στην τάξη μου και κατάλαβε αμέσως ότι δεν είμαι άνθρωπος. Βασικά ούτε και αυτή είναι. Ξέρεις κάτι γι’ αυτό; Α! Και… νομίζω ότι θα χρειαστώ μια ανταλλακτική μπαταρία. Χάνω πολύ γρήγορα την ενέργειά μου και δεν προσπαθώ καν να κουραστώ».

«Θα το φροντίσω. Όσο για εκείνο το κορίτσι, την Τούκα Τζινάει δεν πρέπει να ανησυχείς. Είναι το ολοκληρωμένο πρωτότυπο μοντέλο του Σότζι. Υποθέτω πως δε θα προκαλέσει προβλήματα».

«Τι; Και για ποιο λόγο την έφερες στο σχολείο; Αφού δεν έχει ιδέα τι είναι, ούτε τη νοιάζει κιόλας;» αναστατώνομαι. «Μου είπε κατάμουτρα ότι είμαι ρομπότ και σύστησε και τον εαυτό της έπειτα. Είσαι σοβαρός Τόμας; Είναι επικίνδυνη».

«Επικίνδυνη λες; Όσο είσαι και εσύ δηλαδή. Δεν διαφέρετε και πολύ. Εντάξει, ίσως η νοημοσύνη σου να ξεπερνάει κατά πολύ τη δική της, όμως… είστε ακριβώς το ίδιο. Και για να λέμε και τα πράγματα με το όνομά τους… εσύ είσαι πολύ πιο επικίνδυνη απ, ότι θα μπορέσει αυτή να γίνει ποτέ. Άσε που έχεις ήδη σκοτώσει». Σαρκάζει παιχνιδιάρικα.

«Γιατί; Γιατί συνέβη αυτό, αν όλα ήταν υπό έλεγχο;» σφίγγω τα χείλη μου προβληματισμένη. «Εσύ και η ανόητη επιθυμία σου να παίξεις με πράγματα που δεν καταλαβαίνεις. Ήσουν βοηθός του πατέρα μου, αλλά αυτό δεν σε κάνει σαν εκείνον. Ο τρόπος που με δημιούργησε είναι μοναδικός και δεν μπορείς να αλλάζεις έτσι απλά τις ρυθμίσεις μου. Θα υπάρξουν συνέπειες».

«Εμ… ας πούμε πως κάτι δεν πήγε καλά. Πάντα γίνονται λάθη σε ένα πείραμα. Κανείς δεν έχει έμφυτο το ταλέντο του επιστήμονα» μου χαμογελάει ψυχρά. «Μην ανησυχείς. Σήμερα θα είναι πιο βατά τα πράγματα για σένα. Ζήτησα από τον Σότζι να μη σε πιέσει ιδιαίτερα».

«Τι, τον Σότζι; Εσύ δε θα έρθεις;» ρωτάω ξαφνιασμένη. «Και τι άλλο θα μου κάνει;»

«Όχι… θα πρέπει να καλύψω τα σπασμένα σου στον πατέρα μου. Σήμερα στο σχολείο και χτες στο εργαστήριο. Ηλίθιο αντικείμενο. Έπρεπε να σε είχα κάνει δική μου με τη μέθοδό μου. Ιδού τα αποτελέσματα τώρα». Γρυλίζει με τρόπο, σαν να συγκρατεί τον θυμό του. Μα γιατί δεν με ακούς; Γιατί συμπεριφέρεσαι τόσο ανόητα, όταν επρόκειτο για την ασφάλειά μου; Μου κάνει εντύπωση που ο Σον Γιογκασάκι δεν γνωρίζει το βάθος των λεπτομερειών, των όσων συνέβησαν.

«Ε, μα δεν έκανα κάτι κακό. Απλά αντέδρασα στις επιρροές που διατάξατε το σύστημά μου» απαντάω με ένα στραβό χαμόγελο. «Εσείς φταίτε όχι εγώ».

«Χα! Το ακούσαμε και αυτό… τέλος πάντων, μη μιλάς. Έχω πονοκέφαλο». Σφυρίζει πεισματάρικα σαν παιδί που δεν δέχεται την επίπληξη. Δεν περιμένω να λογικευτεί από τη μια στιγμή στην άλλη, όμως θα έπρεπε να σκεφτεί αυτά που λέω. Έστω και λίγο.

Ανοίγει ένα ιατρικό περιοδικό από αυτά που διαβάζει συνήθως ο πατέρας του παύοντας να μου δίνει σημασία. Το ίδιο και εγώ. Γέρνω το κεφάλι μου στο παράθυρο και αφήνω το βλέμμα μου να ρουφήξει όσες περισσότερες εικόνες μπορεί από τη διαδρομή ως το μυστικό τους εργαστήριο. Οι μακριά σειρά των κτηρίων λιγοστεύει ώρα με την ώρα κα τη θέση της παίρνουν χαμηλές μονοκατοικίες με αφρόντιστους κήπους και βρώμικα πεζοδρόμια. Ο κόσμος φαίνεται ταλαιπωρημένος. Καμία σχέση με την πόλη που αναπνέει έναν αέρα μεγαλοπρέπειας δίπλα τους. Όταν χάνονται από τη θέα και αυτές, μας τυλίγει μια ηρεμία. Καμία φασαρία. Μόνο ο ήχος του αυτοκινήτου πάνω στον χωμάτινο δρόμο και των γλάρων που πετούν ψηλά στον ουρανό.

Το εργαστήριο βρίσκεται κοντά σε κάποια ξεχασμένη αποθήκη μπροστά από μια μεγάλη αποβάθρα με παλιά σκουριασμένα πλοία. Ο θαλασσινός αέρας ανακατεμένος με τη βρωμιά του πετρελαίου και του καμένου λαδιού πλημμυρίζει τα ρουθούνια μου, ενώ ένα ρίγος διασχίζει αστραπιαία το κορμί μου.

«Φροντίστε να την παραλάβει ο Σότζι. Δε θα κάνει τίποτα επικίνδυνο, υποθέτω» λέει ο Τόμας στους δυο ένοπλους άντρες που μας πλησιάζουν.

Γέρνω το κεφάλι μου στο πλάι, καθώς τους παρατηρώ με περιέργεια. Είναι διαφορετικοί. Εννοώ… ότι είναι πιο απεριποίητοι από τους μαυροντυμένους, προσεγμένους φρουρούς που γνωρίζω απέξω και ανακατωτά. Τα μαλλιά τους είναι βρώμικα, το ίδιο και τα φθαρμένα τους ρούχα. Και όμως στα χέρια τους κρατούν όπλα, σαν να επρόκειτο να πάρουν μέρος σε πόλεμο. Αυτή είναι η υποδοχή μου; Τουλάχιστον έχουν τη σύνεση να μην με πλησιάσουν πολύ.

Στη διστακτικότητά τους διασχίζω μόνη μου την απόσταση ως την πρώτη πύλη και στη συνέχεια απλά ακολουθώ την προκαθορισμένη διαδρομή μέσα στο παλιό ναυπηγείο. Όταν φτάνω στο κυκλικό δωμάτιο, στο οποίο ξύπνησα την πρώτη φορά, είμαι σίγουρη για τα βήματά μου από δω και πέρα. Παίρνοντας βαθιά ανάσα μπαίνω στο εργαστήριο με αέρα που δείχνει πως δεν φοβάμαι τίποτα και κανέναν, όμως η θέα που αντικρίζουν τα μάτια μου, παγώνει στο πρόσωπό μου το αυτάρεσκο χαμόγελο που έχει προετοιμάσει.

Όλα τα μάτια των ατόμων που βρίσκονται στο εργαστήριο σηκώνονται ταυτόχρονα από τις δουλειές τους και με κοιτάζουν. Άλλα θυμωμένα, άλλα φοβισμένα. Κάποια είναι διστακτικά, κάποια άλλα γεμάτα ενδιαφέρον. Το εργαστήριο είναι διαλυμένο ολοσχερώς. Το μόνο ανέπαφο είναι το μικρό γυάλινο δωμάτιο του Σότζι και αυτό έχει κάποιες μικρές ζημιές. Κηλίδες αίματος, σπασμένα γυαλιά και γκρεμισμένα καλώδια κολλημένα ακόμα σε κομμάτια ταβανιού που έχουν καταρρεύσει είναι σκορπισμένα εδώ και εκεί. Κλείνω το στόμα με τα χέρια μου. Τι έκανα;

«Μία!» αναφωνεί ο Σότζι στη θέα μου. «Εμ… είσαι καλά έτσι; Μπορώ να σε πλησιάσω».

Τον αγριοκοιτάζω, παρόλα αυτά δεν μπορώ να το παίξω θυμωμένη, ούτε προσβεβλημένη. Άτονα κουνάω το κεφάλι μου καταφατικά και πέφτω ξαφνικά εξαντλημένη πάνω στον τοίχο. Η εικόνα μου πρέπει να αντικατοπτρίζει ξεκάθαρα τα όσα νιώθω τούτη τη στιγμή.

«Γιατί με άφησες να τα κάνω όλα αυτά; Γιατί… άλλαξες τις ρυθμίσεις μου, αφού ήταν τόσο επικίνδυνο;» του φωνάζω. Ο Σότζι οπισθοχωρεί σηκώνοντας αμυντικά τα χέρια του ανάμεσά μας.

«Ε… δεν ήξερα ότι θα συνέβαινε αυτό. Αλλά έχεις δίκιο, θα έπρεπε να είχα λάβει περισσότερα μέτρα. Είσαι σπουδαία… ο επιστήμονας που σε κατασκεύασε ήταν καταπληκτικός».

«Τι;» σαστίζω. Το μόνο που σκέφτεται είναι αυτό; Και τα άτομα που σκότωσα; Τι γίνεται με αυτά; «Είσαι τρελός για δέσιμο».

«Φυσικά. Γι’ αυτό προσλήφθηκα για τούτη τη δουλειά. Όπως και όλοι οι άλλοι εδώ μέσα. Μη νομίζεις ότι μπαίνει όποιος και όποιος. Σίγουρα πρέπει να πληροίς σε κάποια κριτήρια». Περνάει το χέρι του πίσω από τους ώμους μου και με σπρώχνει προς τον γυάλινο θάλαμο. «Τέλος πάντων με όλα αυτά. Θα ξεπεραστεί. Για πες μου τώρα… πως σου φάνηκε η Τούκα μου; Σίγουρα θα σου συστήθηκε».

«Α, ναι αυτό!» μορφάζω αποδοκιμαστικά. «Τι ακριβώς σκεφτόσουν;»

«Λοιπόν, εμ… ας πούμε ότι έβαλα σε λειτουργία έναν μικρό αντικαταστάτη. Φυσικά και δεν αγγίζει το δικό σου επίπεδο, όμως είναι εντελώς άκακη. Οι ρυθμίσεις της είναι απλές, αλλά θα προσπαθήσω να την εξελίξω σαν και σένα. Όσο περισσότεροι τόσο το καλύτερο. Επίσης… ενημερώθηκα ότι έχει πρόβλημα η μπαταρία σου. Καλύτερα να το κοιτάξουμε, πριν προκαλέσει κάποιο πρόβλημα στο λειτουργικό σου».

«Όταν χρησιμοποιείς περισσότερη τάση σε ένα αντικείμενο απ’ ότι μπορεί να αντέξει, λογικό είναι κάποια στιγμή να βγει νοκ άουτ. Απλή λογική». Βογκάω με τη μικρολεπτομέρεια που ίσως και να μου στοιχίσει τη ζωή. «Υπάρχει περίπτωση με το περιστατικό που συνέβη οι Γιογκασάκι να δώσουν εντολή για την ακύρωσή μου;»

«Όχι και βέβαια όχι. Έχουν επενδύσει πολλά σε σένα και ο θάνατος μερικών ανθρώπων σίγουρα δε θα σταθεί εμπόδιο στους στόχους τους. Αν και… δεν είμαι εγώ αυτός που δίνει τις εντολές, δεν νομίζω ότι ο Τόμας θα άφηνε ποτέ τον Σον να σε βλάψει. Βλέπεις, είσαι πολύτιμη και μοναδική. Ακόμα και αν φτιαχτούν ρομπότ σαν και εσένα… το πρωτότυπο είναι πάντοτε το καλύτερο».

«Ναι… ησύχασα τώρα» αναστενάζω ανήσυχη. Νομίζω πως έχω χάσει τον δρόμο μου. Τον σκοπό για τον οποίο δημιουργήθηκα εξαρχής. «Τι θα δοκιμάσουμε σήμερα;»

«Μάλλον τίποτα. Σκέφτομαι να μη ρισκάρω κάτι άλλο σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Θα ελέγξω μόνο τη μπαταρία σου και αν είσαι ακόμα θετική, θα επαναλάβουμε τις χθεσινές ερωτήσεις. Ελπίζω να θυμάσαι καμιά» με κοιτάζει αυστηρά, σαν καθηγητής που έχει πιάσει τον μαθητή του αδιάβαστο.

Μου κάνει νόημα να ξαπλώσω και υπακούω αμέσως. Οι αισθήσεις μου χάνονται πολύ σύντομα, αμέσως μόλις αφαιρεί την μπαταρία από το πίσω μέρος του στήθους μου. Ούτε νάρκωση, ούτε τίποτα. Είναι σαν να έχει κολλήσει το σύστημα ενός υπολογιστή και για να κλείσει, απλά το τραβάει από την πρίζα. Μακάρι να με σώσει. Μακάρι να καταφέρει να με διορθώσει. Δε θέλω να χαθώ. Όχι ακόμα…


Ηλιάνα Κλεφτάκη