Η κατάρα του Ορφανού - Η άνοδος του Κεναρντ (Κεφάλαιο 1)

Είχε μόλις αρχίσει να γλυκοχαράζει και οι μικρές κραυγές από τα νίγκους μού έφτιαχναν τη διάθεση. Μάλιστα, με το ένα είχαμε αποκτήσει και φιλικές επαφές, καθώς ερχόταν στο παράθυρο κάθε πρωί καρτερώντας τους πιπερόσπορούς του. Τα νίγκους ήταν μικρά πουλάκια τα οποία είχαν ένα έντονο πράσινο χρώμα και τα λεπτά τους πούπουλα άστραφταν κάτω από το αδύναμο φως της αυγής. Ο ήχος από ένα κουδουνάκι με έκανε να ανοίξω τα πατζούρια και να αντικρίσω τον Μόρθιλ να ανοίγει την μικρή, ξύλινη αυλόπορτα.

«Καλημέρα, Κένταλ» μου είπε πρόσχαρα το Ντουένον. Ο Μόρθιλ κάθε πρωί με καλωσόριζε με το πιο ζεστό του χαμόγελο. Ένα χαμόγελο που συχνά συνόδευε όλη του σχεδόν τη φυλή.

«Γεια σου, Μόρθιλ. Μας κάνει υπέροχες μέρες και θαρρώ πως οι γλυκιές μέντες είναι σχεδόν έτοιμες για να τις ξεχωρίσουμε, να τις καθαρίσουμε και αύριο το πρωί να γίνει η διανομή τους στην αγορά της Βέρνια» του είπα και τον είδα να χαμογελά καλοσυνάτα.

«Είσαι ένας απίστευτος άνθρωπος, Κένταλ. Από τη μία, έχεις τα απαιτητικά διαβάσματα της Σχολής και από την άλλη, τρέχεις να βοηθήσεις τον Σιμεόν» πρόφερε ο Μόρθιλ με κατανόηση.

«Αφού ξέρεις… Υπάρχουν πολλά προβλήματα» του απάντησα θλιμμένα και τον είδα να στρέφει το βλέμμα του στη γη. Τα γνώριζε και εκείνος τα προβλήματα και, ειλικρινά, του χρωστούσαμε όλοι μας πολλά, καθώς πολλές φορές μάς βοηθούσε οικειοθελώς, δίχως αμοιβή. Τα τελευταία χρόνια, τα πράγματα είχαν αλλάξει ριζικά, μα όχι προς το καλύτερο. Από την ημέρα που ο Σιμεόν αποκάλυψε την αληθινή του ταυτότητα, τα συναισθήματα του κόσμου απέναντί του είχαν αλλάξει. Τον είχαν ελαφρώς απομονώσει, καθώς ήταν αδερφός ενός από τους πιο σκοτεινούς μάγους της εποχής.

Καθώς τον είδα να απομακρύνεται, προχώρησα προς τη μεριά του σαλονιού. Ακόμη ήταν Σεπτέμβριος και η Βέρνια καθώς και η επαρχία της φορούσαν τα γιορτινά τους. Η μαγική κοινωνία γιόρταζε πολύ την είσοδο του φθινοπώρου με κάποια έθιμα που έμοιαζαν αρκετά στο Χαλογουίν των απλών ανθρώπων. Στη δική μας την περίπτωση, δεν μεταμφιεζόμασταν, αλλά στολίζαμε μεγάλες και μικρές κολοκύθες στις αυλές και στα σπίτια, τις οποίες πασπαλίζαμε με χρυσόσκονη, ενώ για μία εβδομάδα τρώγαμε από κολοκυθόπιτες, έως κολοκυθόσουπες και γενικά φαγητά που είχαν ως βασικό τους συστατικό την γλυκιά κολοκύθα.

Η αλήθεια, από την πρώτη στιγμή που ξύπνησα, ήθελα να καταπιαστώ με αυτήν την ευχάριστη ασχολία του στολισμού, ωστόσο, η εικόνα του συχνά θλιμμένου Σιμεόν έφθανε να κυριαρχεί τελικά στο μυαλό μου. Η σημερινή ημέρα δεν αποτελούσε εξαίρεση. Καθώς κατευθυνόμουν στο σαλόνι, είδα τον Σιμεόν να κάθεται στη συνηθισμένη του πολυθρόνα, ενώ παρατήρησα το μικρό σκαμπό να κινείται προς το μέρος του. Στάθηκα ακίνητη να κοιτάζω την θλιβερή φιγούρα και το ίδιο έκανε και η Κριστιέλα, η οποία κατέβαινε αργά τις σκάλες του πρώτου ορόφου.

Μακάρι να μπορούσα να τον βοηθήσω. Ο Σιμεόν, παίρνοντας την απόφαση, εκείνη την απαίσια ημέρα, πέντε χρόνια πριν, να αποκαλύψει την ταυτότητα του, τα έχασε όλα από τη μία στιγμή στην άλλη. Τότε, ήμουν σχεδόν έντεκα χρονών και η επιθετική στάση όλων των ενήλικων μάγων απέναντί του με τρόμαζε. Το επίθετο Γκρερ, κατά πώς φάνηκε, είχε παίξει σπουδαίο ρόλο στη συμπεριφορά όλων και εξακολουθούσε να παίζει, παρά την αποφυγή της φυλάκισής του, χάρη στον Κρίστοφερ, ο οποίος ήταν ο νέος διευθυντής της Σχολής μας και συχνά προσπαθούσε να μας προστατέψει από το βλέμμα της Άσα. Ο Σιμεόν, χρησιμοποιώντας ξανά τότε τη βοήθεια του Κρίστοφερ, έβαλε μέσο, φθάνοντας στα ανώτερα στρώματα του Υπουργείου, προκειμένου να πάρει την επιμέλειά μας. Εμένα, του αδερφού μου και της Κρίστι, καθώς τα πράγματα στο Ντορθόριεν πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. Συχνά γίνονταν αναφορές ακόμη και ξυλοδαρμών των ορφανών παιδιών ή τιμωρίες πολύ σκληρές που επέβαλαν στα παιδιά να μένουν νηστικά μέχρι και δύο εικοσιτετράωρα. Όπως ήταν φυσικό, κάποια από αυτά είχε τύχει να ζαλιστούν εξαιτίας της έλλειψης τροφής και νερού. Πού ήσουν, Εμίλιά μου; Τι σου είχε συμβεί άραγε; Ζούσες; Πάντοτε οι ίδιες απορίες ταλάνιζαν το μυαλό μου, που δεν έβρισκαν ποτέ απάντηση.

Θεωρούσα λοιπόν τους εαυτούς μας ιδιαιτέρως τυχερούς που ζούσαμε μαζί με τον Σιμεόν, τον οποίο λάτρευα και αποκαλούσα δεύτερο πατέρα μου. Για εκείνον, ωστόσο, η ζωή ήταν δύσκολη. Συχνά, αντιμετώπιζε άσχημες συμπεριφορές από αγνώστους στη Βέρνια, ενώ αρκετοί πωλητές πάλευαν να του κάνουν ζημιά και να του κλέψουν ακόμη και τους λιγοστούς πελάτες, μόλις άκουγαν το επίθετο Γκρερ. Έτσι, τις τελευταίες φορές, είχαμε κατέβει εγώ και ο Γουίλ, προκειμένου να καταφέρουμε να πουλήσουμε τα προϊόντα και να έχουμε όλοι μας ένα εισόδημα για να ζήσουμε.

«Δεν θέλω να με λυπάσαι και να νιώθεις άσχημα για εμένα» άκουσα τη φωνή του Σιμεόν και ευθύς τον πλησίασα.

Η ικανότητά μου της Λευκής, είχε κατορθώσει να διαβάσει την αύρα του για ακόμη μία φορά.

«Η αλήθεια, παλεύω να σκεφτώ χίλιους τρόπους για να απαλύνω τον πόνο σου. Δεν είναι κακό να το παραδεχτείς. Ακόμα σκέφτεσαι το λάθος που έκανες με τον Άϊνταν» του είπα και έστρεψε αργά το βλέμμα του προς το μέρος μου.

«Η εξομολόγησή του εκείνη την ημέρα, πως σαν παιδί πάλευε έστω και να ακούσει τη φωνή μου, ενώ εγώ του έκλεινα το τηλέφωνο με διέλυσε. Σε ένα παιδί, Κένταλ, συμπεριφέρθηκα σκάρτα. Ένα παιδί αθώο, όπως υπήρξες και εσύ κάποτε στην ηλικία αυτή. Πώς μπόρεσα; Εγώ, ο Σιμεόν που ξέρεις, να κάνω κάτι τέτοιο;» με ρώτησε πιο πολύ για να βγάλει από μέσα του όλα τα συναισθήματα που τόσα χρόνια τον έπνιγαν και τον βασάνιζαν.

Τότε, είδα και την Άρπια να πλησιάζει προσπαθώντας παράλληλα να σκουπίσει τα δάκρυα που κυλούσαν στα μάγουλά της.

«Καλέ μας Σιμεόν, νομίζω πως όσα έκανες για εμάς, φθάνουν και περισσεύουν προκειμένου να εξιλεωθείς. Δεν είσαι τέρας και σταμάτα να το σκέφτεσαι» προσπάθησε να του πει, όταν τον είδε να πιάνει από το πάτωμα μία εφημερίδα τοπική της Βέρνια και να μας τη δείχνει.

Πρωτοσέλιδο, είχε έναν νεαρό, πανέμορφο, που φορούσε έναν μαύρο μανδύα, ενώ το μισό του πρόσωπο, καλυπτόταν από την σκιά της μαύρης του κουκούλας.

Η επικεφαλίδα έγραφε «Τρόμος στο πεδινό και φιλήσυχο χωριό Ρέινγουιλ, όταν μία ομάδα κουκουλοφόρων Σάμχαϊν διέσχισαν τον ουρανό αφήνοντας πίσω τους μονάχα αποκαΐδια. Τα σώματα των περισσότερων κατοίκων αποτεφρώθηκαν αυτομάτως, καθώς αναπτύχθηκαν πολύ υψηλές θερμοκρασίες» Αυτά έλεγε η είδηση και εγώ κοίταξα την εικόνα του νεαρού που απεικονιζόταν στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας.

Ένας σιγανός λυγμός βγήκε άξαφνα από τα πνευμόνια μου, καθώς κοιτούσα επίμονα την εικόνα. Τον ήξερα. Αυτά τα υπέροχα, κυανά, μα πάντοτε ψυχρά και παγωμένα μάτια, τα γνώριζα καλά. Ήμουν από τα ελάχιστα ή ίσως και το μοναδικό άτομο, που τα είχε δει να αποκαλύπτουν ορισμένες φορές και άλλα συναισθήματα, εκτός από την ψυχρότητα. Είχα δει τον φόβο να ελλοχεύει μέσα τους και την απόγνωση, μα και την αγάπη. Ναι, την είχα δει και την αγάπη, μα τώρα σε αυτήν τη φωτογραφία ήταν σαν να έβλεπα έναν ψυχρό δολοφόνο, δίχως καρδιά και συναισθήματα και για όλα έφταιγα εγώ.

Τα δάκρυα ξεκίνησαν να κυλάνε από τα μάγουλά μου και τα πόδια μου να τρέχουν με κατεύθυνση το δωμάτιό μου, προσπερνώντας ακόμη και τον Γουίλ, ο οποίος είχε μόλις ξυπνήσει και κατέβαινε αργά την ξύλινη σκάλα. Ευθύς κλείδωσα την πόρτα, αφήνοντας τον εαυτό μου να ξεσπάσει. Έκλαιγα με αναφιλητά και όσο γυρνούσα τη σκέψη μου στην εικόνα του αγοριού εκείνου, που με κομματιασμένη καρδιά μου ζητούσε απλώς να τον εμπιστευθώ, ξεσπούσα περισσότερο. Το σημερινό αποτέλεσμα ήταν και δική μου ευθύνη. Πλέον δεν είχα να κάνω με ένα παράξενο αγόρι, που απλώς υπέφερε από μία κατάρα. Είχα να κάνω με έναν σχεδόν ενήλικο Σάμχαϊν, αδίστακτο και επικίνδυνο που όλος ο κόσμος φοβόταν. Έφερα ασυναίσθητα την εικόνα του νεαρού της εφημερίδας στο μυαλό μου. Ήταν όμορφος, με λαμπερά ξανθά μαλλιά και εκείνα τα υπέροχα μάτια να κοσμούν το γλυκό και αψεγάδιαστο πρόσωπό του. Ήταν ο Σκορπιός, μα όχι πια ο Σκορπιός μου. Αυτός είχε πεθάνει και στη θέση του είχε εμφανιστεί μία φονική μηχανή.

Κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέπτη. Ούτε εγώ ήμουν η ίδια. Το μικρό κορίτσι είχε αντικατασταθεί από μία κοπέλα, με μακριά, καστανά, σπαστά μαλλιά και πάλλευκο δέρμα. Μία κοπέλα που γνώριζε πολύ καλά το βάρος που έφερε η καταγωγή της από τον πιο ισχυρό και διάσημο Λευκό μάγο, Όσβαλντ Κας και ήταν αποφασισμένη να πολεμήσει για το κακό που πλησίαζε. Για την επιστροφή ενός ισχυρού δαίμονα από την κόλαση. Του Κέναρντ Γκρερ.

Έχοντας μείνει ξαπλωμένη στο κρεβάτι, δεν άκουσα το διστακτικό χτύπημα στην πόρτα, μέχρι που την είδα να ανοίγει και να εισέρχεται η Κριστιέλα. Η αμηχανία είχε κάνει κατάληψη τόσο στην ψυχή, όσο και στις κινήσεις του σώματός της.

«Κένταλ, ειλικρινά λυπάμαι, ωστόσο, για να λέμε την αλήθεια δεν περίμενα κάποια διαφορετική κατάληξη. Αν θυμάσαι, από μικρός είχε θέματα. Ρώτα και εμένα που ήμουν στο ορφανοτροφείο και μεγάλωνα μαζί του για δέκα χρόνια σχεδόν» την άκουσα να μου λέει, μα ήξερα πως μιλούσε με αυτόν τον τρόπο προκειμένου να μου απαλύνει τις τύψεις.

«Κρίστι, είμαστε φίλες πολλά χρόνια και γνωρίζεις πως ο Σκορπιός είχε πολλές, αληθινές στιγμές μαζί μου. Δεν σκέφτηκες ποτέ σου, πως ίσως δεν χτύπησε εκείνος τον Άλαν τελικά; Πως μπορεί πράγματι να ήταν ατύχημα; Εγώ το σκέφτηκα αλλά δεν είχα στοιχεία, γιατί είδα ολοκάθαρα την επίθεση που του έκανε. Δεν είδα τι είχε προηγηθεί και η αλήθεια, ορισμένες φορές, τα ψέματα που είχε πει ακόμη και σε εμένα, με έβαλαν σε υποψίες πως ίσως ήθελε να καλύψει τον εαυτό του. Εντούτοις, οφείλω να αναγνωρίσω πως πολλές φορές έθεσε σε κίνδυνο τη ζωή του για εμένα. Όμως, ότι έγινε, έγινε πια. Όσες φορές και αν σκεφτώ εκείνες τις τελευταίες μας στιγμές μαζί, δεν πρόκειται να αλλάξει κάτι» της είπα και ετοίμασα τα βιβλία μου για την επιστροφή στην Επινουά.

«Ωστόσο, Κένταλ, εσύ εξακολουθείς να τον αγαπάς τον νεαρό Γκρερ.Όσο και αν παλεύεις με τον χρόνο, η καρδιά σου δεν σταμάτησε στιγμή να χτυπά για εκείνον» πρόφερε η φίλη μου θλιμμένα και ειλικρινά δεν μπορούσα, παρά να συμφωνήσω μαζί της και με το παραπάνω. Τα συναιθήματα μέσα μου δεν είχαν φθαρεί ούτε στο ελάχιστο. Θα έλεγα καλύτερα πως είχαν ωριμάσει, αποζητώντας στα κρυφά την παρουσία του, καθώς δεν άντεχα να το παραδεχτώ φανερά ούτε στον ίδιο μου τον εαυτό. Στην προφορά και μόνο του ονόματός του, ένα αγκάθι ύπουλο τρυπούσε την ψυχή μου, τη γρατσουνούσε συνεχόμενα με μανία μέχρι να ματώσει. Παλεύοντας να ανακτήσω την κυριαρχία των συναισθημάτων μου, δίπλωσα προσεκτικά τα ρούχα της Επινουά, αφήνοντάς τα όμορφα και με προσοχή επάνω στο κρεβάτι μου.




Αρχικά, οι καθηγητές μας είχαν στείλει γράμμα να αποφύγουμε να μετακινηθούμε με τα Κέλαντερ, μιας που ο ουρανός δεν ήταν πια ασφαλής, καθώς οι Σάμχαϊν τον όργωναν συχνά πυκνά. Μολαταύτα, ο Γουίλ πήρε για όλους μας τη γενναία απόφαση να πετάξουμε τελικά με τις άμαξες, γιατί ήταν ο συντομότερος δρόμος για εμάς. Έχοντας τακτοποιήσει τα νέα μου βιβλία, τα οποία κάθε χρόνο γίνονταν όλο και πιο βαριά, ετοιμάστηκα να φύγω κάνοντας πρώτα μία στάση στον Σιμεόν.

«Θα είσαι εντάξει;» τον ρώτησα ανήσυχα και τον είδα να μου χαμογελά καθησυχαστικά.

«Το καλό του να κρατάς από τους Γκρερ, υποθέτω, είναι πως επιβιώνεις με κάποιον τρόπο» μου είπε χαριτολογώντας «Προτού φύγετε με τα Κέλαντερ, να ξέρεις πως έχεις μία επισκέπτη που ήρθε για εσένα, μονάχα που δεν χωρά να μπει στο σπίτι μας» τελείωσε και είδα μία μουσούδα με δύο λευκά μουστάκια να τρυπώνει από το κατώφλι της πόρτας.

«Λυρία μου, ήρεμα. Θα μας γκρεμίσεις και το ένα και μοναδικό μας σπίτι» της είπα αφήνοντας τα μουστάκια της να με χαϊδέψουν για αναγνώριση.

“Γνωρίζω πως σκεφτόσαστε να πάτε στην Επινουά με τις άμαξες. Έχω την εντύπωση, πως κάτι τέτοιο δεν θα ήταν και ιδιαιτέρως φρόνιμο, επομένως θα μπορούσα να σας μεταφέρω εγώ ως εκεί” μου είπε μιλώντας μέσα στο μυαλό μου.

«Εκπληκτική ιδέα» αναφώνησα για να δω την Κρίστι να έχει ταμπουρωθεί μέσα στο σαλόνι.

Παρά τα χρόνια της κοντά στη δράκαινα, η παρουσία της εξακολουθούσε να της προκαλεί ένα δέος και ίσως και ένα ρίγος.

«Από τη στιγμή που δεν έχουμε άλλη επιλογή...» μονολόγησε απρόθυμα και με τον σάκο της έτοιμο ξεκίνησε να προχωρά προς την εξώπορτα μαζί με τον Γουίλ.

«Λοιπόν, Λυρία, πρέπει να βιαστείτε, γιατί σε μία ώρα ξεκινά η σύναξη όλων των μαθητών στον προαύλιο χώρο της Σχολής και, πιστέψτε με, ο Κρις δεν αντέχει τις καθυστερήσεις. Θα ήταν κρίμα να σας κόψει βαθμό ακόμη δεν αρχίσατε» άκουσα τη φωνή του Σιμεόν και έχοντας όλοι μας ανεβεί στην πλάτη της Λυρίας, τον χαιρετήσαμε και το πλάσμα ξεκίνησε να παίρνει ύψος στα ξαφνικά, μέχρι που ένιωσα να προσπερνάμε τα παγωμένα σύννεφα και να ανεβαίνουμε ψηλότερα, εκεί όπου ο ουρανός ήταν πεντακάθαρος και ο πρωινός ήλιος φώτιζε τη γη.




Τα δάση του Φάλλαμ μύριζαν νοτισμένο χώμα, φρέσκο ρετσίνι και καροτοχυμό. Καθώς ήταν ακόμη νωρίς το πρωί, τα θηλυκά Ντουένον είχαν εγκαταλείψει τα νοικοκυριά τους για να μαζέψουν το ρετσίνι από τα πεύκα. Κατόπιν, με τη βοήθεια φίλτρων και βοτάνων, έφτιαχναν ένα είδος γλυκού το οποίο είχε πολλές θρεπτικές ουσίες για τον οργανισμό. Η Λάραλιθ δεν αποτελούσε εξαίρεση. Είχε τρέξει μαζί με τις γειτόνισσές της να μαζέψει το φρέσκο ρετσίνι, αφήνοντας τον άντρα της στο μικρό παταράκι του δεντρόσπιτού τους. Την ημέρα εκείνη, ο Μόρθιλ είχε άδεια από τη δουλειά και η πρώτη του κίνηση ήταν να επισκεφτεί τον παππού του, τον σοφό. Αυτός ήταν ο τίτλος που του είχε αποδοθεί κυρίως από τον εγγονό του και από τα υπόλοιπα Ντουένον. Ο Μπένταγκ δεν είχε κανένα απολύτως πρόβλημα να βαδίσει καμαρωτός στα βρώμικα και απόκοσμα στενά της Ένταρταουν με τον αέρα του γενναίου, όπως επίσης, μπορούσε να κατσαδιάσει στο λεπτό τον Άϊνταν, ο οποίος είχε μετατραπεί εκ νέου σε φόβο και τρόμο για τον υπόλοιπο κόσμο.

Αυτό το γεγονός τού έτρωγε την ψυχή και τον είχε ρίξει σε κατάθλιψη, καθώς είχε για ακόμη μία φορά χάσει τα ίχνη του νεαρού, ειδικά όταν αυτός βρισκόταν στην παγωμένη Ρωσία. Επίσης, τελευταία, ο κλοιός έσφιγγε, οι οπαδοί του γίνονταν όλο και πιο σκοτεινοί και το Ντουένον γνώριζε πως η ώρα της ανάστασης του Διαβόλου πλησίαζε.

Καθώς ήταν απορροφημένος σε ένα βιβλίο ψυχολογίας, δεν πρόσεξε τον Μόρθιλ που στεκόταν μπροστά του και τον κοιτούσε παραξενεμένος.

«Παππού, έχω την εντύπωση πως τα αντανακλαστικά σου έχουν μειωθεί. Δεν είσαι πια ο ίδιος, εδώ και χρόνια δεν είσαι, ενώ όσο περνά ο καιρός τα πράγματα γίνονται χειρότερα. Τι έχεις; Πώς μπορώ να σε βοηθήσω;» τον ρώτησε ο εγγονός του και ο Μπένταγκ αναστέναξε.

«Η αλήθεια είναι, πως η υγεία μου δεν πηγαίνει και πολύ καλά. Έχει ξεκινήσει πάλι αυτό το παράξενο άσθμα. Ίσως για όλα να φταίει η πίκρα μου και η στεναχώρια μου, πως όποιον έχω αγαπήσει στη ζωή μου και αποτελεί κομμάτι μου, με εξαίρεση ευτυχώς την κοντινή μου οικογένεια, τον βλέπω να καταστρέφεται και ειλικρινά, δεν είμαι βέβαιος για το τι πρέπει να κάνω. Κάποτε, νόμιζα πως ήξερα» είπε στον Μόρθιλ και ο μικρός τον έκλεισε στην αγκαλιά του.

«Αυτό που θέλω να γνωρίζεις, είναι πως εγώ θα θεωρώ και δικό μου κομμάτι ό,τι είναι δικό σου. Είσαι έτσι για τον Άϊνταν;» τον ρώτησε τελικά.

«Και όχι μόνο. Είμαι έτσι, γιατί δυστυχώς για εμένα, έχω ζήσει αρκετά χρόνια, τόσα πολλά που τους ξέρω όλους απέξω. Θα σου πω λοιπόν, πως ο μεγαλύτερος εφιάλτης του μαγικού κόσμου, ο οποίος ευτυχώς δεν υπάρχει πια, ήταν μία Εβένινη μάγισσα, η Κριστίν Νορρίς, η πρώτη γυναίκα διευθύντρια της Επινουά. Εγώ είχα σπουδάσει στη Σαβανά Επίν, προτού μετατραπεί σε ερείπια μετά από εκείνον τον πόλεμο» ξεκίνησε την αφήγηση, η οποία καθήλωσε τον Μόρθιλ για ακόμη μία φορά.

«Η αλήθεια, δεν είναι ιδιαιτέρως γνωστή στον κόσμο. Ποια ήταν αυτή;»

«Ο ζωντανός μας εφιάλτης. Η Νορρίς ήταν μία πανίσχυρη μάγισσα, η οποία μισούσε όλα τα πλάσματα, εκτός από το είδος της και συγκεκριμένα τους Σάμχαϊν. Προσπάθησε και κατάφερε να γίνει Ότουρθ, προκειμένου να μπορεί να προχωρήσει ελεύθερα στη γνώση των ρούνων. Ωστόσο, έπρεπε με κάποιον τρόπο να μυήσει και άλλους στην ομάδα της. Έτσι, ξεκίνησε να ψάχνει τους φακέλους των μαθητών και βρήκε εκείνον του Κέναρντ. Πρώτο πρώτο φυσικά, καθώς ήταν ένας ταλαντούχος μαθητής, που συμμετείχε σε πολλούς διαγωνισμούς, ακόμη και παγκόσμιους και πάντοτε αρίστευε. Είχε μία λάμψη ζηλευτή που δεν θα μπορούσε να την αφήσει σε καμία περίπτωση αδιάφορη. Όλα αυτά τα γνωρίζω από ένα Ντουένον που εργαζόταν ως επιστάτης στη Σχολή και το οποίο βρήκε τραγικό θάνατο, ωστόσο εγώ κατόρθωσα και έκλεψα τις αναμνήσεις του, προτού καεί το σώμα του εδώ στο χωριό μας. Όλα ξεκινούν από την ημέρα που αυτή η γυναίκα με τα πλούσια, μακριά, μαύρα μαλλιά, έβαλε στόχο αυτόν τον μαθητή. Ο Κέναρντ, εκτός από λαμπρό αστέρι, ήταν και υπερβολικά όμορφος και μάλιστα, παρά το γεγονός πως τότε ήταν μονάχα δεκαεπτά χρονών, ήταν αρκετά ψηλός και η ομορφιά του σαγήνευσε τη συγκεκριμένη γυναίκα, η οποία προσπάθησε να τον εκμεταλλευτεί ακόμη και σεξουαλικά, ωστόσο απέτυχε. Έβαλε λοιπόν στόχο την ευφυΐα του και ξεκίνησε να τον πλησίαζει ζητώντας του να ενταχθεί στην ομάδα της. Εκείνος αδυνατούσε να την εμπιστευθεί και αυτό η Κριστίν το γνώριζε. Έπειτα, θαρρώ πως τον παγίδευσε. Δεν θα μπορούσα να εξηγήσω διαφορετικά τη μεταστροφή αυτού του τόσο καλού παιδιού. Ο Κέναρντ ξεκίνησε να αλλάζει, βυθίζοντας την οικογένειά του στη θλίψη. Εγώ δεν τον γνώριζα πολύ καλά, όταν ακόμη ήταν ένας φυσιολογικός άνθρωπος. Τον είχα δει στο προαύλιο, όταν τυχαία επισκέφθηκα την Επινουά και τον είχα ρωτήσει για μερικές οδηγίες, τις οποίες μου είχε δώσει με χαρά. Τότε ήταν απλώς ένα όμορφο αγόρι, που αγαπούσε τον καροτοχυμό, όπως ο Άϊνταν. Ευγενικό και φιλήσυχο. Σήμερα είναι ένα τέρας δίχως ελπίδα επιστροφής και αυτό που με θλίβει είναι πως ο Άϊνταν βαδίζει σταθερά στο μονοπάτι του» έκανε παύση, καθώς τον λόγο πήρε ο Μόρθιλ.

«Όμως η αγάπη βοηθά και εσύ μου είπες πως ο Άϊνταν έχει μία αγάπη, εκτός από εσένα που λατρεύει»

«Ακόμη και γι' αυτήν δεν είμαι βέβαιος. Αρχικά, πίστεψα πως θα μπορούσε να βοηθήσει, ωστόσο δεν θεωρώ σωστό να μπλέξω την κοπέλα. Θα κινδυνεύσει, ενώ τώρα τουλάχιστον δίχως τη μνήμη της είναι ασφαλής» του είπε και ο Μόρθιλ γούρλωσε τα μάτια του.

«Παππού, τι έχεις κάνει; Το ξέρω αυτό το βλέμμα και μάλιστα πολύ καλά. Μην μου πεις πως ήσουν εσύ...» πήγε να πει, μα ο Μπένταγκ τον διέκοψε.

«Ο καλλιτέχνης που ζωγράφισε το πορτρέτο τους στην Μονμάρτη; Ναι, εγώ ήμουν. Ξέρεις πως τα Ντουένον μπορούμε και παίρνουμε διάφορες μορφές. Πότισα το πορτρέτο με ξόρκι, έτσι, όταν θα το αντίκριζε η Εμίλια, ευθύς θα επανερχόταν η μνήμη της. Είμαι βέβαιος πως το πήρε μαζί της, απλώς το έχει κάπου ξεχασμένο. Σκόπευα να τη βοηθήσω εγώ να το βρει, ωστόσο, φοβάμαι για το μέλλον» είπε ο Μπένταγκ και ο Μόρθιλ μόρφασε.

«Ό,τι και να κάνεις, δεν θα μπορέσεις να την προστατέψεις για πάντα. Άφησέ την να θυμηθεί. Είναι η μόνη μας ελπίδα να συνέλθει ο Άϊνταν. Κάνε το σε παρακαλώ, έχει δικαίωμα στην τελική απόφαση της ζωής της. Ωστόσο, μείνε δίπλα της για αρχή, καθώς το σοκ θα είναι ισχυρό» ήταν τα τελευταία λόγια του Μόρθιλ, προτού αποχωρήσει, βυθίζοντας εκ νέου σε σκέψεις τον παππού του.

Πράγματι, η Εμίλια είχε το δικαίωμα να γνωρίζει την αλήθεια και να επιλέξει. Ίσως η αγάπη της να ήταν το μόνο γιατρικό για την πληγωμένη και κατακερματισμένη ψυχή του Άϊνταν. Τους θυμόταν τότε στην μποέμικη γειτονιά. Έδειχναν ευτυχισμένοι και ο Άϊνταν είχε ένα μόνιμο μειδίαμα στο πρόσωπό του, που θα μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηριστεί και ως χαμόγελο. Έπρεπε να του δώσει μία ευκαιρία να ζήσει αυτόν τον έρωτα. Αν ήταν αληθινός, τότε θα άντεχε στις δυσκολίες και αντιξοότητες του μέλλοντος.




Η ημέρα εκείνη ήταν ηλιόλουστη στο Χάμλετ Πλέινς και ο Άλαν είχε βγει στον κήπο του σπιτιού του για να θαυμάσει τις ανθισμένες κερασιές της γειτονιάς. Ακόμα ο καιρός δεν είχε κρυώσει και ο ίδιος, μιας που βρισκόταν στην προτελευταία χρονιά της Επινουά, είχε μείνει όλο το καλοκαίρι σχεδόν στο σπίτι του για να καλύψει την ύλη των πρώτων δύο μηνών. Έτσι ήταν πάντοτε ο Άλαν με τα μαθήματα και τελικά είχε αποδειχτεί πως πάντοτε οι γνώσεις του έβγαιναν σε καλό. Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών βρισκόμασταν όλοι μαζί στην πλατεία την κεντρική της Βέρνια, έχοντας κάνει στέκι μας το Έστεραπλ. Ένα πολύ γραφικό καφέ, το οποίο χρησιμοποιούσε σαν πρώτη ύλη για όλα του τα ροφήματα αλλά και για τα καταπληκτικά κέικ του, το μήλο. Το Χάμλετ Πλέινς, τα πλούσια προάστια της Βέρνια που στέκονταν στον αντίποδα της Ένταρταουν, περιστοιχιζόταν από κάμπους γεμάτους μηλιές και το καφέ προμηθευόταν από εκεί τα υλικά του.

Σήμερα ο Άλαν φορούσε ένα λευκό φούτερ και τα καστανά του μαλλιά, καθώς επίσης και το σταρένιο του δέρμα, τόνιζαν τα καστανοπράσινα μάτια του. Ήταν λεπτός και πολύ ψηλός για την ηλικία του. Θα τον αποκαλούσες όμορφο, αλλά με μία παράξενη, εξωτική ομορφιά. Λίγο πιο κάτω, ο Σέρλοκ τεντωνόταν τεμπέλικα.

«Καλημέρα, μικρέ αφέντη. Κάθε χρόνο γίνεσαι όλο και πιο όμορφος. Νομίζω πως μοιάζεις στο πατέρα σου» του είπε ο Σέρλοκ και στο άκουσμα της λέξης “πατέρας” ο Άλαν συνοφρυώθηκε. Μπορεί να είχαν περάσει πέντε ολόκληρα χρόνια, μα το κενό παρέμενε.

«Σε ευχαριστώ. Μακάρι όμως να μπορούσε να με προσέξει και κάποιος άλλος» απάντησε σχεδόν αφηρημένα και ο Σέρλοκ τον πλησίασε και άλλο έχοντας καταλάβει απόλυτα σε ποιόν “άλλο” αναφερόταν ο νεαρός.

«Θαρρώ πως με την λέξη “άλλος”, εννοείς τη μικρή Λευκή μάγισσα» του είπε και ο Άλαν χαμογέλασε.

«Θα έδινα τα πάντα για να ήταν η κοπέλα μου, ωστόσο η καρδιά της είναι δοσμένη αλλού και το γνωρίζω πολύ καλά. Ως Λευκός, ομολογώ πως έχω παλέψει να τη διαβάσω, ωστόσο το συγκεκριμένο μυστικό, το κρατά καλά κρυμμένο μέσα της. Τόσα χρόνια δεν την είδα ποτέ και με κανέναν, ούτε καν να φλερτάρει. Είναι μία πολύ όμορφη και πάνω από όλα πολύ καλή κοπέλα. Πίστεψέ με και τι δεν θα έδιναν όλοι για να είναι μαζί της» πρόφερε ο Άλαν με έκδηλη την μελαγχολία στο πρόσωπό του.

«Άκουσε, υιέ μου. Ο έρωτας είναι ένα συναίσθημα που πηγάζει από την καρδιά μας. Κανέναν δεν μπορούμε να τον αναγκάσουμε να το νιώσει» του απάντησε ο Σέρλοκ.

«Το ξέρω, εξάλλου δεν σκόπευα ποτέ μου να την πιέσω. Χρόνια τώρα στέκομαι δίπλα της σαν φίλος, απλώς και μόνο για να μην την χάσω. Ωστόσο, η παρουσία της με εμποδίζει να προχωρήσω. Τη βλέπω μπροστά μου συνέχεια και μερικές φορές, η θέα της και μόνο με κάνει ευτυχισμένο. Όμως εκείνη δεν είναι. Δεν χαμογελά όπως παλιά και το καταλαβαίνω, αλλά σπάνια ανοίγεται σε εμένα ή στον αδερφό της. Νομίζω πως η μοναδική που γνωρίζει μερικά πράγματα παραπάνω είναι η Κριστιέλα» του είπε αναστενάζοντας.

«Άλαν, έρχονται δύσκολοι και ύπουλοι καιροί. Η δύναμη των Σάμχαϊν μεγαλώνει. Ωστόσο, φεύγοντας από εδώ, θέλω να θυμάσαι ένα πράγμα. Πως κάποτε η κοινωνία των μάγων ήταν ενωμένη και πως ο Όσβαλντ πολέμησε και σκοτώθηκε, προκειμένου να πετύχει αυτήν την ενότητα. Απέναντί σου ως αντίπαλους δεν θα έχεις Εβένινους, αλλά ανθρώπους που θα είναι κατά του στόχου αυτού. Με λίγα λόγια, αυτό που θέλω να πω είναι, πως στον κόσμο υπάρχουν και καλοί Σάμχαϊν όσο και αν αυτό σου ακούγεται παράλογο. Μην αφήσεις ποτέ και κανέναν να σε πείσει για το αντίθετο, καθώς θα έρθει η στιγμή που γύρω σου θα επικρατεί ένα χάος και εσύ θα στέκεσαι στη μέση για να κληθείς να επιλέξεις ένα μονοπάτι. Όπου και να είσαι, θυμήσου τα λόγια μου και βάδισε εκεί που θα σου υποδείξει η καρδιά και το ένστικτό σου. Οι Λευκοί φημίζεστε για την ανεπτυγμένη σας διαίσθηση» τελείωσε ο Σέρλοκ και ο Άλαν τον κοίταξε συγκινημένος.

«Ομολογώ πως τέτοια λόγια δε περίμενα να τα ακούσω. Δεν είχα ποτέ μου σκεφτεί το ενδεχόμενο να υπάρχουν και καλοί Εβένινοι.Δεν γνωρίζω πού θα με βγάλει ο δρόμος, μα να ξέρεις πως σε αγαπώ πολύ» πρόφερε με φωνή που έτρεμε.

«Μοιάζει με αποχαιρετισμό» τον διέκοψε το πλάσμα.

«Οι καιροί όπως είπες, γίνονται σκοτεινοί. Ίσως να μην καταφέρω να επιστρέψω τις γιορτές, Σέρλοκ»

«Να προσέχεις και να μην ξεχνάς ποτέ τις αξίες σου» ολοκλήρωσε το πλάσμα και ο νεαρός, αρπάζοντας την τσάντα της Σχολής, χρησιμοποίησε την τηλεμεταφορά.

Για εκείνον ήταν εύκολο, το είχε μελετήσει όλο το καλοκαίρι. Συγκεντρωνόταν στον προορισμό του και το σώμα του στροβιλιζόταν για δευτερόλεπτα, προτού καταλήξει τελικά στην αυλή της Επινουά.




Ο Κρίστοφερ βρισκόταν στο γραφείο του διευθυντή, κρατώντας την χρυσή πένα στο χέρι. Η συγκεκριμένη αποτελούσε κάτι σαν κειμήλιο που το χρησιμοποιούσε ο εκάστοτε διευθυντής και έτσι περνούσε από χέρι σε χέρι για πολλά χρόνια. Παλεύοντας να συγκεντρωθεί, άκουσε ένα χτύπημα στο τζάμι και γυρνώντας το κεφάλι του, αντίκρισε τον Άρθουρ.

«Αναθεματισμένο πουλί» ψιθύρισε σχεδόν μέσα από τα δόντια του.

«Σε άκουσα!» έκρωξε ο Άρθουρ πίσω από το τζάμι, όταν τελικά ο Κρίστοφερ του άνοιξε με βαριά καρδιά.

«Μα τον Θεό, πάνε πέντε χρόνια και ειλικρινά δεν μπορώ να σε συνηθίσω σε αυτή τη θέση. Θέλω να πω, πως όταν ανοίγει η βαριά, ξύλινη πόρτα αυτού του χώρου με τη σκαλιστή κουκουβάγια, περιμένεις και εσύ να δεις έναν σοφό γέροντα. Αντ’ αυτού, βλέπεις έναν ελαφρόμυαλο νέο» του είπε και ο Κρίστοφερ τον κοίταξε με ένα ειρωνικό χαμόγελο, προσπαθώντας να χαλιναγωγήσει την απίστευτη επιθυμία του να τον ξεπουπουλιάσει.

«Συνέχισε το τροπάριο και σου υπόσχομαι πως θα γεμίσω όλη τη Σχολή με πινέζες για να μην μπορείς να σταθείς πουθενά. Το επόμενο βήμα είναι να σου μαδήσω τα πούπουλα ένα ένα, ενώ παράλληλα εσύ θα τραγουδάς, αντί να κρώζεις» μούγκρισε ο μάγος.

«Παραδέξου το για μία φορά στη ζωή σου ανοιχτά, πως πήρες αυτήν την καρέκλα με μέσο» συνέχισε το πουλί.

«Μα τους καταραμένους Σάμχαϊν, δεν είμαι πρωθυπουργός» πρόφερε ο Κρίστοφερ και συνέχισε «Λοιπόν, ας μην καθυστερούμε, καθώς σε λίγες ώρες θα πάω να υποδεχτώ τους μαθητές για τη νέα μας χρονιά»

«Να τους τυφλώσεις πας, καημένε, που ανέλαβες και τους προχωρημένους τρομάρα σου. Μονάχα τη φωτογραφία του Κέναρντ να σου δείξω, θα λιποθυμήσεις» τιτίβισε τραγουδιστά η κουκουβάγια και ανοίγοντας τα βαριά φτερά της, πέταξε με δύναμη στον καθαρό ορίζοντα, αφήνοντας πίσω της τον Κρίστοφερ αναψοκοκκινισμένο.

Παλεύοντας όπως όπως να ισιώσει τον μανδύα του, έπεσε πάνω στη Μέντυ, την αντικαταστάτριά του στο μάθημα της Εικονικής Πραγματικότητας και Αντιμετώπισης Μαύρων Εφιαλτών.

Ο ίδιος είχε πάρει την Καταπολέμηση της Σαμχαϊκής Μαγείας, αφήνοντας την Άσα σε κατώτερα μαθήματα, αναλαμβάνοντας αποκλειστικά τους πρωτοετείς. Δεν ήθελε να μπλέκεται αυτή μέσα στα πόδια του, ενώ την παρακολουθούσε διαρκώς με το ξόρκι της ακοής ψιθύρων.

«Καλημέρα, Κρις» πρόφερε ντροπαλά η Μάντυ, μία μικροσκοπική Εκρού μάγισσα με κατακόκκινα μαλλιά.

«Καλημέρα. Πώς νιώθεις που θα είναι η πρώτη μέρα των μαθημάτων;» ρώτησε και για λίγο σκέφτηκε πως ακούστηκε ελαφρώς ανόητη η ερώτησή του.

«Ανυπομονώ, αλλά παράλληλα φοβάμαι. Κρίστοφερ, η Σχολή αλλάζει και το ξέρεις και εσύ πολύ καλά. Φοβάμαι για τους μαθητές, φοβάμαι εκείνη...» ψιθύρισε η κοπέλα λες και αισθανόταν πως ακόμη και οι τοίχοι είχαν αυτιά.

Ο Κρίστοφερ την πλησίασε και με το ένα του χέρι χάϊδεψε τον ώμο της.

«Ποια;» τη ρώτησε παραξενεμένος.

«Την Κριστίν Νορρίς. Ξέρω πως όλοι σας τη θεωρείτε μία χαμένη υπόθεση, ωστόσο πιστεύω πως ζει μέσα στα σπλάχνα αυτής της Σχολής. Φοβάμαι πως εκείνη και ο Κέναρντ πιθανότατα επιστρέψουν μαζί και, αν όχι, το μαύρο της πνεύμα αναπνέει εδώ μέσα. Κρις, συχνά σχηματίζονται ρούνοι που ψιθυρίζουν ο ένας στον άλλο. Τους έχω δει και αυτό είναι επικίνδυνο για τους μαθητές. Μπορεί κάποια μέρα να θρηνήσουμε θύματα. Πρέπει να κάνουμε άμεσα καινούργιο εξαγνισμό. Οι μαθητές κινδυνεύουν» τον προέτρεψε και εκείνος την καθησύχασε.

«Δεν θα αφήσω να συμβεί κανένα κακό. Σήμερα το απόγευμα θα καλέσω την Κέντρα και τον Τζέιμι» της είπε εκείνος.

«Την Άσα;» ρώτησε η κοπέλα γνωρίζοντας ήδη την απάντηση.

«Μάντυ, καλύτερα να μείνεις μακριά της» απάντησε ο Κρίστοφερ μη θέλοντας να δώσει επιπλέον πληροφορίες και μαζί κίνησαν για την είσοδο και την υποδοχή των μαθητών στην τελετή έναρξης των μαθημάτων.




Κοίταξε το ημερολόγιό του. Στη Βέρνια ο καιρός ήταν καλός και το γνώριζε, καθώς ο χειμώνας σε αντίθεση με την ψυχρή, βόρεια, ρωσική πόλη δεν είχε μπει ακόμη. Οι πλακόστρωτοι δρόμοι της θα γέμιζαν τώρα με παιδιά και γονείς που θα έτρεχαν να κάνουν τα σχολικά τους ψώνια. Θυμόταν, όταν ήταν ακόμη πιο μικρός και δεν είχε ξεκινήσει την φοίτηση στη Σχολή της Επινουά, πως η Εμίλια για να τους ευχαριστήσει, τους πήγαινε βόλτα στα μαγαζιά της πόλης, προκειμένου να αγοράσουν χαρτικά και χρώματα για κατασκευές. Θυμόταν, επίσης, τον εαυτό του να παίρνει μία παλέτα με μαρκαδόρους και έπειτα να τους βάζει πίσω από ντροπή γιατί ήταν ακριβοί. Ωστόσο, ο γλυκός αυτός άγγελος που ονομαζόταν Εμίλια, δεν του είχε χαλάσει ποτέ το χατήρι και τού τους έδωσε δώρο.

Τη στιγμή εκείνη και καθώς οι σκέψεις κατέκλυζαν το μυαλό του, ενώ παράλληλα ένα «γιατί» τον βασάνιζε, ένιωσε πάλι, έπειτα από πολύ καιρό, ίσως και χρόνια, έναν πόνο που τον είχε για λίγο ξεχάσει, ξεγελώντας ακόμη και τον ίδιο του τον εαυτό. Ο πόνος αρχικά ήταν ανεπαίσθητος, περπατούσε μέσα του και σερνόταν σαν σκουλήκι. Αυτό τον εξόργισε και τον άγχωσε περισσότερο, σε σημείο που με τη γροθιά του διέλυσε το βιτρώ τζάμι της κρεβατοκάμαράς του, ενώ τα γυαλιά του έσκισαν το χέρι, με το άλυκο αίμα να ξεχύνεται από τις πληγές. Καυτά δάκρυα έτρεξαν στα μάγουλά του, εντείνοντας τον πόνο και τη δυσφορία του, κάνοντάς τον να γονατίσει κάτω κλαίγοντας γοερά και σφαδάζοντας παράλληλα. Δεν άντεχε άλλο να είναι μία άψυχη κούκλα· δεν μπορούσε και δεν ήθελε.

Ο θόρυβος και οι φωνές έκαναν τον Άϊνταν να αναρωτηθεί τι συνέβαινε και παρά το γεγονός πως το ανάκτορο ήταν τεράστιο, σκέτος λαβύρινθος, εκείνος είχε μάθει να κινείται με μεγάλη ευκολία στους διαδρόμους, αναγνωρίζοντας την πόρτα του δωματίου του αδερφού του, τον οποίο βρήκε πεσμένο στο πάτωμα να χτυπιέται έχοντας γεμίσει αίματα.

«Σκορπιέ; Είσαι καλά;» του φώναξε σχεδόν, μα ο αδερφός του βρισκόταν παγιδευμένος στη δύνη ενός παραληρήματος, με τα μάτια του να έχουν σχηματίσει απότομα μελανούς κύκλους ακριβώς από κάτω τους.

«Παράτα με!» του ούρλιαξε, ενώ ο Άϊνταν πάλευε να τον σηκώσει και να τον στήσει στα πόδια του που έτρεμαν.

«Μα, τι σε έπιασε ξαφνικά;» τον ρώτησε κοιτάζοντας παράλληλα το σπασμένο τζάμι και τότε ο Σκορπιός έστρεψε το κυανό του βλέμμα επάνω του, μονάχα που μέσα του ελλόχευε ένα μίσος, ανάμεικτο με απογοήτευση και πόνο, πολύ πόνο.

«Με έπιασε κρίση ανθρωπιάς. Για δευτερόλεπτα ένιωσα ανθρώπινα συναισθήματα, τα οποία αμέσως μου προκάλεσαν πόνο. Πόνεσα, γιατί ένιωσα για λίγο ένα συναίσθημα διαφορετικό από αυτό του μίσους και της οργής. Γιατί θυμήθηκα την ημέρα που η Εμίλια μου έκανε δώρο ένα κουτάκι μαρκαδόρους και εγώ δεν μπόρεσα να της πω ούτε ένα ευχαριστώ. Σε αυτόν τον άγγελο που εσύ εξαφάνισες και που αρνείσαι να μου πεις πού βρίσκεται» ούρλιαξε ο Σκορπιός σε έξαλλη κατάσταση.

«Δεν σου είπα, γιατί δεν θυμάται τίποτε και έτσι δεν έχει νόημα. Δεν θα σε θυμάται. Ήταν ο μόνος τρόπος για να τη προστατέψω…» τραύλισε σχεδόν ο Άϊνταν, καθώς απέναντί του δεν είχε πια τον εντεκάχρονο, μικρό του αδερφό, αλλά έναν νεαρό, εξίσου ψηλό και μυώδη, σκοτεινό όπως εκείνος και περίπου το ίδιο δυνατό.

«Γιατί το έκανες αυτό που να σε πάρει; Μίλα ανοιχτά για μία φορά στη ζωή σου! Τι είδους αδέρφια είμαστε, αν δεν μπορούμε να μοιραζόμαστε πράγματα; Διέγραψες τη μνήμη από το μόνο άτομο που είχα στ’αλήθεια την ανάγκη να βρίσκεται στη ζωή μου. Δεν με απασχολούν οι δικές σας διαφορές! Ωστόσο, το δικό σου στόμα παραμένει πάντοτε ερμητικά κλειστό στις ερωτήσεις μου. Άραγε, να είμαι και εγώ πιόνι σου όπως όλοι οι άλλοι εδώ μέσα, γιατί γνωρίζω πως δεν έχεις κανέναν φίλο. Ποτέ σου δεν είχες και ποτέ δεν το θέλησες» πρόφερε ο Σκορπιός εξαγριωμένος και τα λόγια του, ήταν κοφτερά σαν μαχαιριές ύπουλες στο στήθος του Άϊνταν. «Εμπρός λοιπόν, αδερφούλη, εκφράσου ελεύθερα. Εσύ τουλάχιστον μπορείς, ενώ εγώ είμαι αναγκασμένος να υποβάλλομαι σε φρικτούς πόνους, με αντάλλαγμα ένα μου γέλιο ή ένα μου δάκρυ. Εσύ δεν χρειάζεται να φοράς μάσκα, όχι σε εμένα» του είπε ενώ ο ιδρώτας μούσκευε τα μαλλιά του.

Τότε, ο Άϊνταν ένιωσε να ανακατεύεται, σε σημείο να θέλει να αδειάσει το περιεχόμενο του στομαχιού του στο πάτωμα. Το μόνο που κατάφερε να πει στον Σκορπιό ήταν απλώς: «Δεν είχα άλλη επιλογή για να προστατεύσω τη γυναίκα που αγαπούσα, παρά να την κρατήσω μακριά μου και μακριά από αυτό που είμαστε. Εβένινοι, Σάμχαϊν. Εξάλλου, η αγάπη μου για τους άλλους δεν εκδηλώνεται με τον σωστό τρόπο και καταλήγω να τους καταστρέφω. Συγγνώμη, μα πρέπει να φύγω, με περιμένει. Ταξίδευε ώρες ολόκληρες για ακόμη μία φορά» είπε στον Σκορπιό και έφυγε τρέχοντας και κατεβαίνοντας προς την κεντρική αίθουσα του ανακτόρου, όπου κάποτε δέσποζαν οι θρόνοι των τσάρων.

Με βήμα αργό και ρίχνοντας επάνω του τον μαύρο, γούνινο μανδύα του, ξεκίνησε να σφυρίζει παράξενα. Ο ήχος που έβγαζε ήταν αλλόκοτος, πιο πολύ σαν κάλεσμα ή ομιλία. Από το βάθος του παγωμένου ορίζοντα ακούστηκε σαν απάντηση το ίδιο σχεδόν σφύριγμα και τελικά η θέα ενός πανέμορφου λευκού δράκου ξεπρόβαλε σκίζοντας τα σύννεφα του χιονιού. Η Λυρία πέταξε από πάνω του και κατόπιν προσγειώθηκε μπροστά του.

“Νεαρέ Ότουρθ” άκουσε τη φωνή της και τη χαιρέτησε στη γλώσσα των δράκων.

«Ήρθες, λοιπόν» της είπε.

“Δεν σε ξέχασα, παρά το γεγονός πως ο υπόλοιπος κόσμος θα ήθελε να σε ξεχάσει” του απάντησε, μιλώντας ξανά στη γλώσσα των δράκων και φέρνοντας τα λευκά της μουστάκια προς το μέρος του προκειμένου να τον διαβάσει. “Είσαι ακριβώς ο ίδιος άνθρωπος με τότε. Ένα παιδί που κυριολεκτικά ακροβατεί επικίνδυνα ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι. Κάποια στιγμή όμως πρέπει να επιλέξεις την πλευρά που σε έλκει περισσότερο. Θα ήθελες να πάμε μία βόλτα με την μορφή σου ή προτιμάς να παραμείνεις με την ανθρώπινη;” τον ρώτησε.

«Προτιμώ να παραμείνω έτσι» της απάντησε κοφτά όπως πάντα.

«Καλώς. Ετοιμάσου να πετάξεις μαζί μου, υιέ των δράκων. Η Ρωσία κρύβει καλά τις παγωμένες της λίμνες και τις φαντασμαγορικές μεγαλουπόλεις της με τους πολύχρωμους ναούς» του είπε και ο Άϊνταν ανέβηκε στην πλάτη της για να ξεκινήσουν μαζί την πτήση.

Ήταν όμορφα όταν πετούσε, ένιωθε πως άφηνε πίσω του όλα τα προβλήματα. Ωστόσο, όσο και αν πάλευε να τα απωθήσει στο πίσω μέρος του μυαλού του, ήξερε πως ήταν πάντοτε παρόντα. Η Λυρία είχε απόλυτο δίκιο. Ήταν πράγματι σχεδόν ο ίδιος άνθρωπος που ακροβατούσε σε δύο αντίθετες πλευρές. Η παρουσία της Εμίλιας τον είχε αλλάξει, έστω και στο ελάχιστο. Είχε εισπράξει από εκείνη συναισθήματα στοργής, τα οποία ώρες ώρες έμοιαζαν με πυρακτωμένα κάρβουνα που λάβωναν την ευαίσθητη ψυχική του ισορροπία. Υποσυνείδητα, εκλάμβανε την κίνηση του χεριού για χάδι, ως ένα μελλοντικό χτύπημα, γιατί πολύ απλά με αυτά τα ερεθίσματα γαλουχήθηκε. Με την Εμίλια όμως ήταν αλλιώς. Είχε χαϊδέψει στοργικά το πληγωμένο του κορμί και εκείνος είχε ανατριχιάσει στο άγγιγμά της. Η καρδιά του είχε χτυπήσει γρήγορα, όχι όμως εξαιτίας του φόβου, αλλά του έρωτα.

«Γιατί ήρθες να με δεις;» ρώτησε τη δράκαινα.

“Γιατί με κοίμησες στην αγκαλιά σου, όταν ήμουν ακόμη μωρό;” τον ρώτησε εκείνη.

«Γιατί το ήθελα» της απάντησε διστακτικά ο Άϊνταν.

“Πήρες επομένως την απάντηση στην ερώτησή σου, ωστόσο νιώθω πως υπάρχει ακόμη μία απορία που σε ταλαιπωρεί. Θα μπορούσα να σου φανώ χρήσιμη;” τον ρώτησε και εκείνος, παίρνοντας μία βαθιά ανάσα αποφάσισε να ξεστομίσει την ερώτηση:

«Τι γνωρίζεις για την Ανάμοραν;» τη ρώτησε και ο δράκος έσκουξε έκπληκτος.

“Το ερώτημα, άνθρωπε, είναι τι γνωρίζεις εσύ γι’αυτό; Είναι μία κατάρα τόσο αρχαία και γνωστή μονάχα στους δράκους ή τους Ότουρθ. Στερεί κάθε δικαίωμα στην εκδήλωση όμορφων συναισθημάτων που σχετίζονται με τη χαρά και την αγάπη. Είναι μία απαίσια κατάρα, η οποία μπορεί να αποβεί μοιραία για το άτομο που την κουβαλά” του απάντησε η Λυρία σχεδόν σαστισμένη και μόνο από την αναφορά της στη συγκεκριμένη κατάρα.

«Υπάρχει περίπτωση να καταπολεμηθεί και να πάψει να υπάρχει σε περίπτωση που κάποιος την έχει;» έθεσε την ερώτηση ο Άϊνταν και η Λυρία φάνηκε να το σκέφτεται για λίγο.

“Φοβάμαι πως δεν έχω να σου δώσω τώρα κάποια απάντηση. Η ερώτησή σου είναι πολύ σοβαρή και απαιτεί έρευνα από την κοινότητα των δράκων. Άφησέ με να το κοιτάξω, Ότουρθ και μην διανοηθείς να τη χρησιμοποιήσεις ποτέ» του είπε και ο Άϊνταν κατέβασε το κεφάλι παραμένοντας σιωπηλός. “Κατάρα” ψέλλισε Λυρία “Το έχεις ήδη κάνει”.

Μετά από τη σιωπηλή παραδοχή εκ μέρους του Άϊνταν, πως είχε ήδη καταραστεί κάποιον με τον χειρότερο τρόπο, οι δύο τους παρέμειναν σιωπηλοί, ο καθένας βυθισμένος στη δική του σκέψη. Η Λυρία έκανε στάση σε έναν λόφο κάτω από τον οποίο απλωνόταν η μαγεία της παγωμένης Ρωσίας. Οι αχανείς πόλεις και ναοί με τους υπέροχους, πολύχρωμους ή και χρυσούς τρούλους τους δεν άφηναν κανέναν ασυγκίνητο. Καθισμένοι ο ένας δίπλα από τον άλλο, ανέπνεαν τον φρέσκο αέρα, με τον Άϊνταν να νιώθει ευτυχισμένος μέσα σε αυτήν τη σιωπή, μέχρι που αποφάσισε να τη σπάσει.

«Μεγάλωσες» ήταν η μόνη λέξη που είπε στον δράκο, ο οποίος δεν κουνήθηκε ούτε εκατοστό.

“Γιατί έβαλες αυτήν τη κατάρα;” του έθεσε αμέσως την ερώτηση, σαν να μην είχε ακούσει καθόλου το προηγούμενό του σχόλιο.

«Για εκδίκηση» της απάντησε σχεδόν μονολεκτικά.

“Θα ήθελες να μου μιλήσεις γι’ αυτό; Ειλικρινά, χρειάζομαι έναν σοβαρό λόγο για να κατανοήσω την ειδεχθή σου πράξη” πρόφερε ξανά ακούγοντας τον Άϊνταν να ξεφυσάει.

«Όπως θα έχεις σίγουρα καταλάβει, είμαι ένας άνθρωπος που δεν μιλά και δεν ανοίγεται πολύ. Επίσης, είμαι ένας άνθρωπος που μισεί τις δικαιολογίες. Μπορεί να μην σε γνωρίζω χρόνια, ωστόσο, εμείς οι δύο έχουμε παρόμοιο αίμα. Είμαι σχεδόν δράκος και μπορώ να πάρω τη μορφή του, μπορώ να μιλήσω τη γλώσσα σου και να χρησιμοποιήσω ρούνους. Σε νιώθω λοιπόν και ξέρω πως ένας δράκος δεν είναι προδότης και πως όσα θα ακούσεις, θα τα κρατήσεις τελικά για εσένα και θα τα σκεφτείς μονάχη σου. Προέρχομαι από μία αρρωστημένη οικογένεια. Μία οικογένεια που δεν μοιάζει σε τίποτε με τις φυσιολογικές και χαρούμενες, μία οικογένεια πανίσχυρων Σάμχαϊν. Η μητέρα μου ήταν μία δύσμορφη γυναίκα που απεχθανόταν την εξουσία του παππού μου, Κέναρντ Γκρερ. Ο πατέρας μου, από την άλλη, ήταν ένας φρικτός άνθρωπος που ποτέ του δεν με είδε σαν υιό του, αλλά σαν μία εν δυνάμει μελλοντική φονική μηχανή. Πέρασα χρόνια δύσκολα, η μητέρα μου με εγκατέλειψε για να ζήσει τον έρωτά της με έναν άνθρωπο στο Παρίσι και εγώ έμεινα πίσω στο κολαστήριο να συντάσσω γράμματα για εκείνη, εξηγώντας της την απελπισία μου και τον πόνο μου. Γράμματα που ποτέ δεν έφτασαν στον προορισμό τους, παρά μονάχα έμειναν τελικά να στολίζουν το πατάρι της έπαυλής μου. Το διάστημα που έμεινα με τον αδερφό του παππού μου τα πράγματα ήταν λίγο καλύτερα για εμένα. Ο Γουίλφρεντ με αγαπούσε και προσπαθούσε να με βγάζει συχνά βόλτες, προκειμένου να ξεκινήσω να συνηθίζω την επαφή μου με τον κόσμο. Βλέπεις, για αρκετά χρόνια με είχαν κλεισμένο στο σπίτι, δίχως ανθρώπινες επαφές, πέραν αυτής του πατέρα μου. Ωστόσο, οι βόλτες για εμένα ήταν μαρτύριο, καθώς ο θόρυβος και οι πολλές και ταυτόχρονες ομιλίες με μπέρδευαν. Δεν είχα μάθει να παρακολουθώ πολλές συζητήσεις, ο πατέρας μου δεν μου μιλούσε πολύ και έτσι η προσαρμογή στα νέα δεδομένα ήταν επίπονη. Ευτυχώς, είχα για παρέα μου τον Μπένταγκ, ένα Ντουένον, ωστόσο για κάποιον λόγο η ψυχή μου ήταν κενή και το κενό οφειλόταν στην οικογενειακή απόρριψη την οποία δεν εννοούσα να δεχτώ. Με ένα πατέρα βασανιστή, μία μητέρα άφαντη και έναν θείο που μου έκλεινε το τηλέφωνο στα μούτρα όποτε με άκουγε, αισθανόμουν σαν ένα παράσιτο. Πως η γέννησή μου τελικά είχε φέρει στους δικούς μου θλίψη και απέχθεια για το πρόσωπό μου, με εξαίρεση τον πατέρα μου που απλώς ήθελε να με εκμεταλλευτεί. Για εμένα, λοιπόν, όλος μου ο κόσμος ήταν ο Γουίλφρεντ και ο παππούς μου ο Κέναρντ που αγωνιούσε να βρεθεί δίπλα μου μόλις θα τελείωνε ο πόλεμος, όπου τελικά σκοτώθηκε. Ωστόσο, ένα βράδυ, έπειτα από μία σειρά πειραμάτων και τις φλέβες μου φουσκωμένες να πάλλονται, ένιωθα το σώμα μου να καίγεται ολόκληρο και να πονάω σε σημείο να ζητώ από το θάνατο να έρθει και να με πάρει»

Έκανε μία παύση, καθώς οι σκηνές εκείνης της νύχτας, ξεκίνησαν να ζωντανεύουν και πάλι στο μυαλό του, σε σημείο που ακόμη και σήμερα ήθελε να ουρλιάξει. Η Λυρία το αντιλήφθηκε άμεσα και με το ένα της μουστάκι τύλιξε το κορμί του προσφέροντάς του ηρεμία. Αυτή ήταν μία από τις εκατομμύρια μαγικές δυνάμεις αυτών των σοφών και παντοδύναμων πλασμάτων. Μέσα από τα μουστάκια του προσώπου τους, είχαν την ικανότητα να περνούν χαμηλές συχνότητες στο ανθρώπινο σώμα, που είχαν δυνάμεις κατασταλτικές. Έτσι, ένιωσε αμέσως το κορμί του Άϊνταν να χαλαρώνει, μα δεν απομακρύνθηκε. Εκείνος, κομπιάζοντας, συνέχισε την αφήγηση του πιο δύσκολου κομματιού.

«Εκείνο το βράδυ, λοιπόν, κλαίγοντας ούρλιαξα για βοήθεια. Είδα τον θείο Γουίλφρεντ να τρέχει φρενιασμένα προς το μέρος μου, τρομαγμένος, εκπλιπαρώντας με να ανοίξω το στόμα μου επιτέλους και να του μιλήσω ανοιχτά για το τι μου συνέβαινε και τι μου έκανε ο πατέρας μου τα βράδια που με έπαιρνε μαζί του. Τότε, τη στιγμή που άνοιγα τα χέρια μου για να τον αγκαλιάσω, η σκοτεινή μαγεία με την οποία με είχαν ντοπάρει λίγη ώρα πριν, πέρασε μέσα του και τον χτύπησε. Τον είδα να σφαδάζει στο πάτωμα, με εμένα να παλεύω να τον συνεφέρω, μην γνωρίζοντας τι του είχε συμβεί. Μέχρι που η φωνή του σώπασε για πάντα, ενώ ένα τελευταίο δάκρυ κύλησε από το πρόσωπό του. Έμεινα όλο το βράδυ να κλαίω πάνω στο σώμα του μοναδικού ανθρώπου που μου είχε απομείνει. Από τον τρόμο μου, είχα απομακρύνει μέχρι και τον Μπένταγκ, μην τυχόν και πάθαινε τα ίδια. Η ιστορία έπειτα κυλά γρήγορα, το σώμα του Γουίλφρεντ κάηκε, όπως και όλων των μάγων, εγώ κατηγορήθηκα για φόνο και έφυγα για να κλειστώ στην έπαυλη που θυμάσαι. Εκεί, ήρθε και με βρήκε η μητέρα μου έγκυος και βαριά άρρωστη. Γέννησε μία μέρα μετά και την είδα να βαστά τον Σκορπιό στην αγκαλιά της και να τον κοιτά με τρυφερότητα, τη στιγμή που εμένα με είχε εγκαταλείψει. Τότε, με τύφλωσε η ζήλια και καταράστηκα το βρέφος. Δεν το μισούσα, ήταν μία κίνηση ζήλιας και εκδίκησης απέναντι στη μάνα μου, παρορμητική και ανώριμη. Την άφησα να πεθάνει άρρωστη, δεν τη βοήθησα, μα το βρέφος αδυνατούσα να το αναλάβω. Ήμουν ένας έφηβος με πολλά ψυχολογικά προβλήματα και έτσι το άφησα στο Ντορθόριεν μαζί με ένα χαρτί που έγραφε το όνομά του. Εγώ τον ονόμασα Σκορπιό. Η κατάρα σε εμένα φάνηκε ως μία λύση και μία εκδίκηση. Με αυτόν τον τρόπο είχα πιστέψει πως θα είχα πάντοτε τον Σκορπιό δίπλα μου, πως δεν θα με εγκατέλειπε και η κατάρα θα λειτουργούσε σαν ένα αναγκαστικό σχοινί. Αυτά τα πέντε χρόνια, ωστόσο, που περάσαμε επιτέλους μαζί σαν αδέρφια, τον έμαθα και μπόρεσα να τον αποκαλέσω αδελφό μου εννοώντας το. Σήμερα τον είδα να σφαδάζει από τους πόνους και λύγισα. Μετάνιωσα για την ειδεχθή μου πράξη. Στην τελική, δεν έφταιγε ο Σκορπιός για την εγκληματική συμπεριφορά των γονιών μας. Γι’αυτό σου μίλησα για την κατάρα. Είμαι ασυγχώρητος, το ξέρω» τελείωσε και η Λυρία τον κοίταξε θλιμμένα. «Μονάχα μη νιώθεις οίκτο για εμένα, σε παρακαλώ» της είπε ξανά και ο δράκος αναστέναξε.

“Μπορώ να σε καταλάβω απόλυτα. Η φύση μου μού επιστρέπει να συναισθάνομαι τον πόνο και την οδύνη, άλλοι στη θέση σου θα είχαν τρελαθεί εντελώς. Ωστόσο, το θέμα της κατάρας είναι δύσκολο, περίπλοκο και απαιτεί έρευνα. Δεν είσαι κακός, μπροστά στη θέα ενός αδύναμου μωρού, όπως ήμουν εγώ, λύγισες. Οι διεστραμμένοι εγκληματίες δεν λυγίζουν. Μην προσπαθείς να παίξεις έναν ρόλο για τον οποίο δεν γεννήθηκες. Ψάξε μέσα σου βαθιά και θα βρεις τις απαντήσεις” ήταν η τελευταία της κουβέντα και ανοίγοντας τα φτερά της εξαφανίστηκε στον παγωμένο ορίζοντα, αφήνοντας τον Άϊνταν μονάχο του στο χιονισμένο τοπίο. Είχε κατορθώσει μέσω της συγκεκριμένης εξομολόγησης να πετάξει από πάνω του ίσως το μεγαλύτερο βάρος της ζωής του και της συνείδησής του.




Παρά τη συννεφιά, η ημέρα ήταν σχετικά θερμή. Βάδιζα στους κήπους της Επινουά μαζί με τον Γουίλ και την Κριστιέλα, αδημονώντας για την καινούργια μου χρονιά. Από μακριά είδα τον Άλαν ντυμένο με ένα λευκό φούτερ να τρέχει να με αγκαλιάσει σηκώνοντάς με στον αέρα με ενθουσιασμό.

«Όσο πας και ομορφαίνεις» μου ψιθύρισε σχεδόν έχοντας κρύψει το πρόσωπό του στα μαλλιά μου.

«Μου έλειψες πολύ» του είπα και άκουσα τον Γουίλ να ξεροβήχει.

Οι τρεις μας προχωρήσαμε στο προαύλιο, όπου είχαν συγκεντρωθεί οι πρωτοετείς και οι καθηγητές μας. Από μακριά είδα τον Κρίστοφερ, την Κέντρα, τη φαρμακερή Άσα αλλά και τον Τζέιμι και την καινούργια μας καθηγήτρια στη θέση του Κρίστοφερ, τη Μάντυ. Η χρονιά θα ήταν δύσκολη, ειδικά στα μαθήματα που θα μας εκπαίδευαν να μεταμορφωνόμαστε σε διάφορα αντικείμενα αλλά και ζώα στην περίπτωση που διατρέχαμε κάποιον κίνδυνο. Ήδη το βιβλίο που αφορούσε το μάθημα ήταν γύρω στις εφτακόσιες σελίδες και θα μας αναλάμβανε η Μάντυ καθώς οι Εκρού μάγοι, ήταν πολύ καλοί στη διάσπαση της σωματικής ύλης.

Καθώς εγώ και ο Άλαν εξακολουθούσαμε να είμαστε οι μόνοι Λευκοί, θα ακολουθούσαμε για πέμπτη συνεχόμενη χρονιά τον Οίκο των Γκρίζων. Τα δεδομένα εκεί είχαν αλλάξει και εμείς θα ανεβαίναμε στον τέταρτο όροφο πια. Ευτυχώς, γιατί ο πρώτος, μου θύμιζε το δωμάτιο που μοιραζόμουν με κάποιον. Τα ονόματα στα ξύλινα ταμπελάκια έξω από τα δωμάτια άλλαζαν αυτόματα ανάλογα με τους ενοίκους. Αφού λοιπόν πραγματοποιήθηκαν οι κατάλληλες συστάσεις για τους πρωτοετείς που κατατάχθηκαν και στον ανάλογο Οίκο με βάση το χρώμα και το είδος τους, αποχωρήσαμε για να ταχτοποιηθούμε. Η πρώτη ημέρα ήταν πάντοτε ελεύθερη, καθώς τα μαθήματα θα ξεκινούσαν από την επόμενη. Φυσικά, προκειμένου να μας υποδεχτούν με μεγαλοπρέπεια, θα δειπνούσαμε στην τραπεζαρία της Σχολής υπό την μουσική υπόκρουση των τραγουδιών των νεράϊδων. Τα συγκεκριμένα πλάσματα λάτρευαν το τραγούδι και ο Κρίστοφερ είχε έναν μαγικό τρόπο να γίνεται αγαπητός σε όλα τα μαγικά πλάσματα, με τις νεράϊδες να μην αποτελούν εξαίρεση. Έτσι, έπειτα από πολλά παρακάλια, είχε πετύχει να τις πείσει να μας υποδεχτούν τραγουδώντας, με αντάλλαγμα ένα πυθαράκι κερασόμελου. Ο Άλαν, πάλι, βρισκόταν δύο μήνες μπροστά σε σχέση με την ύλη της φετινής χρονιάς, ενώ εγώ με την Κρίστι αναθεματίζαμε την τύχη μας κοιτάζοντας το φακελάκι με το χρυσό βουλοκέρι που περιελάμβανε το πρόγραμμα.

«Φιλενάδα, ζήτω που καήκαμε!» ψέλλισε και ο Γουίλ την κοίταξε πλαγίως.

«Τι πάθατε, κορίτσια; Είδατε το πρόγραμμα και παραμορφωθήκατε μονάχα στη θέα του;» μας ρώτησε προτού αποχωρήσει για τον δικό του Οίκο των Πορφυρών και με ένα μαξιλάρι που του εκτοξεύτηκε στο κεφάλι συνοδεύοντας το σχόλιό του.

Η φίλη μου, όπως ήταν φυσικό, με αποχαιρέτησε ξεφυσώντας, προκειμένου να τακτοποιηθεί στον δικό της Οίκο, ενώ εγώ έμεινα μονάχη μου με τα σχολικά βιβλία και τις σκέψεις μου. Πέντε χρόνια τώρα έλειπε ο παράξενος και γοητευτικός μου συγκάτοικος. Αχ, έπρεπε να πάψω να το σκέφτομαι πια και να δεχτώ τις εξελίξεις.

Εκείνο το απόγευμα είχα αποφασίσει να πάω στη βιβλιοθήκη αναζητώντας επιπλέον βιβλιογραφία σε σχέση με το μάθημα μεταμόρφωσης του σώματός μας. Είχα εντοπίσει το κατάλληλο ράφι και είχα ζητήσει την άδεια από τη βιβλιοθηκάριο για να χρησιμοποιήσω μία σκάλα, καθώς το μαγικό κάλεσμα θα μπορούσε να προκαλέσει ατυχήματα. Ο κόσμος ήταν ελάχιστος και εγώ έψαχνα ξέγνοιαστη τα βιβλία, όταν άκουσα μέσα στο μυαλό μου ψιθύρους. Ψιθύρους σε μία άλλη γλώσσα, που μονάχα οι δράκοι μιλούσαν. Ήταν οι ρούνοι. Ελαφρώς ταραγμένη, έστρεψα το βλέμμα μου ολόγυρα, για να τους δω να σχηματίζονται αχνά στους τοίχους. Για κάποιον λόγο, το μυαλό μου της Λευκής πάλεψε να τους αποκωδικοποιήσει με αποτέλεσμα να ζαλιστώ και να φύγω από τη σκάλα με προορισμό το πάτωμα.

Ο πονοκέφαλος έκανε επίθεση στο κρανίο μου και όταν άνοιξα εκ νέου τα μάτια μου, βρισκόμουν στο αναρρωτήριο παρέα με τις μικρόσωμες Ναΰρι που μου άλοιφαν στο μέτωπο ένα παράξενο βότανο που μύριζε δυόσμο και έκαιγε το δέρμα μου.

«Είναι για τον πονοκέφαλο. Φθηνά τη γλίτωσες» μου είπε η μία.

«Μπορώ να φύγω δηλαδή; Έκανα μία σημαντική δουλειά πριν» τους είπα.

«Εντάξει, αλλά τέρμα η σκάλα για σήμερα» μου είπαν «χρησιμοποίησε το κάλεσμα για τα βιβλία και με προσοχή για την αποφυγή νέων κακώσεων»

Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά και έφυγα τρεκλίζοντας για να επιστρέψω στο προηγούμενο πόστο. Οι μαθητές είχαν σχεδόν αποχωρήσει, καθώς η βιβλιοθήκη θα έκλεινε. Η βιβλιοθηκάριος με κοίταξε με απορία και θαυμασμό ταυτόχρονα για την γρήγορη επιστροφή μου, όταν στο τελευταίο μοναστηριακό τραπέζι, πρόσεξα έναν νεαρό να κάθεται μονάχος του διαβάζοντας σιωπηλά. Για κάποιον λόγο, ένιωσα άβολα από την παρουσία του, ωστόσο δεν φαινόταν να του δίνει κανένας άλλος σημασία. Η σιωπηλή του στάση μού προξένησε ένα ενδιαφέρον και αποφάσισα να φερθώ ευγενικά πλησιάζοντάς τον.

Καθώς προχωρούσα προς τη μεριά του, ο ίδιος εξακολουθούσε να μην δίνει καμία σημασία, μέχρι που έφθασα μπροστά του λέγοντας ένα “καλησπέρα”. Τότε είδα τον νεαρό να με καρφώνει με τα ολοστρόγγυλα μάτια του, που μέσα τους έκλειναν ένα συνδυασμό κάμπου και θάλασσας. Η ομορφιά του ήταν σχεδόν αξεπέραστη σε σημείο που σου έκοβε την ανάσα. Ο ίδιος, ωστόσο, έμοιαζε ταραγμένος καθώς με κοιτούσε σαν να είχε δει φάντασμα.

«Συγγνώμη, σε εμένα μιλούσες;» με ρώτησε.

«Ξέρω εγώ; Βλέπεις πολλούς εδώ μέσα εκτός από εμάς;» τον ρώτησα και κοίταξε ολόγυρα, δίχως όμως να χαλαρώνει.

«Εμ, καλησπέρα τότε… Υποθέτω. Είσαι η κοπέλα που έπεσε από το ράφι» μου είπε και ξαφνιάστηκα.

«Δεν σε είχα προσέξει από πριν, η αλήθεια. Αλλά ναι, αυτή είμαι» του απάντησα κοκκινίζοντας και τον είδα να χαμογελά. Αν πριν, που ήταν σοβαρός, φαινόταν υπέροχος, τώρα με το χαμόγελο έμοιαζε με επίγεια θεότητα.

«Μην στεναχωριέσαι, το σάλτο σου θα μείνει μεταξύ μας. Θα ξεχάσω ό,τι είδα. Ωστόσο, πρέπει να είσαι καλή μαθήτρια για να επιστρέφεις πίσω με παρ’ ολίγον διάσειση» μου είπε και γέλασα, αλλά συνέχισε «Οι Λευκοί δεν έχετε άδικα τη φήμη» ολοκλήρωσε και έμεινα κατάπληκτη.

«Μα, πώς;» τον ρώτησα.

«Το λευκό είναι ολόγυρά σου. Λάμπεις και εσύ μαζί του. Όποιος είναι αρκετά καλός στην αναγνώριση μαγικής αύρας δεν έχει την παραμικρή αμφιβολία» ολοκλήρωσε ο νεαρός και σηκώθηκε να φύγει.

Ήταν ιδιοφυία. Είχε διαβάσει τόσο εύκολα την αύρα μου, όσο κανένας. Ούτε οι καλύτεροι και πιο ταλαντούχοι Ανιχνευτές δεν μπορούσαν να τη δουν, ειδικά με τα μέτρα που με προστάτευαν.

«Περίμενε» φώναξα και γύρισε. «Πώς σε λένε;» τον ρώτησα και φάνηκε να ταράζεται ξανά.

«Τ-Τόμας» τραύλισε και εξαφανίστηκε.




Ιφιγένεια Μπακογιάννη