Summer Solstice (Κεφάλαιο 11)

ΦΟΣΤΕΡ

Ένας πλατύς ογκόλιθος στο σκοτεινό βουνό υποδηλώνει την έξοδο από αυτά τα μπουντρούμια ή προς απογοήτευση όλων την είσοδο σε έναν ακόμα άγνωστο χώρο. Πέρα από τον ογκόλιθο βρίσκεται ένα αρχαίο, σχεδόν γκρεμισμένο δωμάτιο, που φωτίζεται από το φως του φεγγαριού ψηλά στον ουρανό. Η κρύα, γκρίζα πέτρα είναι καλυμμένη με βρύα και το έδαφος με λακκούβες γεμάτες βρόχινο νερό. Σπασμένα κόκαλα ζώων και ανθρώπων είναι πεταμένα εδώ και εκεί, λες και αυτό το μέρος ανήκει σε κάποιο τέρας, που τρέφεται με τα χαμένα στις στοές θύματά του. Στρέφω τον πυρσό μου τριγύρω και κοιτάζω με περιέργεια το δωμάτιο. Στους τοίχους είναι στοιβαγμένα σε σωρούς άδεια μπαούλα και σεντούκια, που κάποτε θα φιλοξενούσαν αμύθητα πλούτη, αγάλματα που στέκονται παγωμένα στον χρόνο, ενώ τα πάντα καταρρέουν γύρω τους. Τα χρόνια λεηλάτησαν αυτό το μέρος, το έκλεψαν και το άφησαν, να σαπίσει παραδίδοντάς το στην κρίση της φύσης.

Η αναζήτηση της Σελέστ Κίλμπορν μας έφερε σε αυτό το αδιέξοδο, ενώ εκείνη βρίσκεται ήδη κάπου αλλού. Μπροστά μας ανοίγονται δύο μονοπάτια. Πλησιάζω κοντά τους και στρέφω τον δαυλό μου πρώτα το ένα και έπειτα στο άλλο. Στο δεξί η φλόγα μου μένει ακίνητη, σαν να μην υπάρχει τίποτα άλλο πέρα από ένα ακόμα αδιέξοδο. Στο άλλο ο αέρας με χτυπάει κατά πρόσωπο. Ευελπιστώ, πως θα βρεθώ σύντομα έξω στην σκοτεινή νύχτα. Ακολουθώ το αριστερό μονοπάτι. Ο διάδρομος μας οδηγεί στριφογυριστός μέσα από σπασμένους λεηλατημένους τάφους και έπειτα μας βγάζει σε μια ομιχλώδη περιοχή. Είναι, λες και το ίδιο το έδαφος αναπνέει την δική του ζωή. Οι άντρες μου αρχίζουν, να βήχουν και να καλύπτουν τα πρόσωπά τους. Θειάφι. Κάπου μέσα στη θολούρα διακρίνω, άσβηστες φλόγες, να καίνε αιώνια, να χορεύουν το δικό τους χορό και ρίγη στέλνουν κύματα φόβου στην σπονδυλική μου στήλη. Αυτό το μέρος δεν ανήκει στους ζωντανούς. Είναι καταραμένο.

Ανοίγω το βήμα μου και μετακινούμαι βαθύτερα μέσα στη σκοτεινιά των στοών. Προσπερνάω διάφορα μικρότερα μονοπάτια, που τα περισσότερα θα οδηγούν σε αδιέξοδο και τα υπόλοιπα ποιος ξέρει που συγκεκριμένα στο νησί. Το δικό μας τελειώνει μπροστά από μια βαριά, μεταλλική, σκουριασμένη πόρτα και εύχομαι, να είναι αυτή η έξοδος προς την ελευθερία. Πάνω στην πόρτα είναι χαραγμένοι διάφοροι ρούνοι, αλλά δεν μπορώ, να τους διαβάσω. Γνωρίζω κάποια πράγματα, όμως δεν έχω διδαχτεί την αρχαία γραφή. Αυτή ανήκε σε πλάσματα τρομακτικά και υπερφυσικά, που πλέον έχουν χαθεί στις σελίδες των ιστορικών βιβλίων. Οι στρατιώτες μου πλησιάζουν απογοητευμένοι, φοβισμένοι και ανυπόμονοι. Όλο μαζί σπρώχνουν την πόρτα δίχως, να ξέρουν, τι υπάρχει στην άλλη πλευρά και εκείνη ανοίγει με ένα βαθύ μουγκρητό.

Ζητωκραυγές ακούγονται από την ομάδα, που έχω μαζί μου, όταν αντικρίζουμε τον σκοτεινό ουρανό. Χοντρές σταγόνες πέφτουν στα σκονισμένα και βρώμικα πρόσωπά μας, ξεπλένοντας την πνοή του θανάτου από πάνω μας. Κάνει κρύο, όμως αναπνέω όσο πιο βαθιά μπορώ, σαν να θέλω, να γεμίσω τα πνευμόνια μου, με όσο αέρα χωρούν. Νιώθω, σαν να έκανα χρόνια, να αναπνεύσω. Το βλέμμα μου αιχμαλωτίζεται από τα σχέδια, που δημιουργεί το φεγγάρι στην απέραντη έκταση μπροστά μας. Σε σειρές στοιχίζονται αμέτρητες ταφόπλακες, αγάλματα αγγέλων και σταυροί λάμποντας σαν φαντάσματα στο φεγγαρόφως. Ο καπνός που σηκώνεται από το έδαφος είναι εντονότερος στο παλιό νεκροταφείο του Κρέομορ. Αυτό το μέρος διαγράφτηκε, όταν οι άνθρωποι ξεκίνησαν, να καίνε τους νεκρούς τους. Οι μόνοι θαμώνες που υπάρχουν εδώ, είναι τα τέρατα του παλιού καιρού και οι μάγισσες. Οι μάγισσες ποτέ δεν εξαφανίστηκαν, ποτέ δεν πέθαναν και πάντα θα τριγυρνάνε στο σκοτάδι λέγοντας τις ιστορίες των τόπων τους.

Που μπορεί, να πήγε η δεσποινίς Κίλμπορν; Το μονοπάτι που πήρε, που μπορεί, να την οδήγησε; Φέρθηκε έξυπνα και το έσκασε χρησιμοποιώντας ως πρόφαση την θλίψη για τον πατέρα της. Αναγνωρίζω στον εαυτό μου, ότι μου την έφερε, έτσι όπως δεν έχει καταφέρει καμία γυναίκα ως τώρα. Κρατώντας στο μυαλό μου το χαριτωμένο, όμορφο πρόσωπό της, διασχίζω ήσυχα τις ταφόπλακες ώσπου, να φτάσω στην σιδερένια είσοδο του νεκροταφείου. Από εκεί και πέρα υπάρχει ένας ανηφορικός και ένας κατηφορικός δρόμος. Διαλέγω τον ανηφορικό. Βρίσκομαι αρκετά ψηλά και έχω άπλετη θέα προς τα κάτω. Το βλέμμα μου εντοπίζει πολλές μικρές φωτιές στοιχισμένες σε μια σειρά η μία δίπλα στην άλλη. Τι μπορεί, να συμβαίνει; Ξεκρεμάω τα κιάλια από την ζώνη μου και τα φέρνω στο ύψος των ματιών μου παρατηρώντας συνοφρυωμένος τα γεγονότα, που έχασα.

Ο Δούκας Χάμελιν και οι άντρες του είναι παραταγμένοι μπροστά από τρεις φιγούρες καβάλα σε άλογα. Την δεσποινίδα Κίλμπορν, τον σωματοφύλακά της και έναν πειρατή που ψάχνουν όλες οι χώρες. Εκπλήσσομαι που μια γυναίκα ευγενικής καταγωγής έχει σχέσεις με τον υπόκοσμο. Ο Χάμελιν κάτι της φωνάζει κάνοντάς την νευρική. Κοιτάζει ανήσυχη τον σωματοφύλακά της και έπειτα ηττημένη σκύβει το κεφάλι της και ξεπεζεύει. Ο πειρατής δίπλα της την αρπάζει τραβώντας την πίσω και ο σωματοφύλακάς της την κρύβει πίσω από το σώμα του. Συζητούν έντονα, σαν να διαφωνούν και μετά από μια κοφτή διαταγή οι άντρες και των δύο πλευρών ξεθηκαρώνουν τα όπλα από τις θήκες τους. Τι νομίζουν, ότι κάνουν; Οι οδηγίες του πρίγκιπα Γκασπάρντ ήταν απόλυτα σαφείς. Δεν θα πειράξουμε την δεσποινίδα Κίλμπορν, ότι και αν γίνει.

«Φέρτε το άλογό μου!» διατάζω απότομα τους άντρες μου.

Όταν μπήκαμε στις στοές δεν χωρούσα ιππεύοντας και το άλογό μου ήταν πολύ διστακτικό για να κάτσω, να ασχοληθώ. Η νεαρή κυρία μας την έφερε άσχημα και δεν μπορώ καν, να πιστέψω την εξυπνάδα της. Ένας στρατιώτης φέρνει την μαύρη φοράδα μου και πηδώντας πάνω της καλπάζω βιαστικά προς την πεδιάδα, την ώρα που η Σελέστ Κίλμπορν προσπαθεί, να ξεφύγει και ο Χάμελιν την καταδιώκει. Άγνωστοι άντρες βγαίνουν από τις σκιές, πειρατές και συγκρούονται με ορμή στη γραμμή των στρατιωτών μας. Τι στο… όλα προσχεδιασμένα ήταν;

Διανύω πετώντας σχεδόν την απόσταση του νεκροταφείου ως την πεδιάδα, που γίνεται η μάχη και πέφτω ξοπίσω της δεσποινίδας Κίλμπορν. Την προλαβαίνω πριν το κάνει ο Χάμελιν. Δε φημίζεται για την αυτοσυγκράτησή του και δε νομίζω, ότι τα πάει καλά με τις γυναίκες γενικότερα, εκτός και αν πρόκειται, να τις ρίξει στο κρεβάτι του. Από εκεί και πέρα τα πράγματα ακολουθούν τον δρόμο τους.

«Δεσποινίς Κίλμπορν σταματήστε, σας παρακαλώ». Της φωνάζω, αλλά δε με ακούει ή με ακούει και σκόπιμα αδιαφορεί. «Σελέστ μη με αναγκάσεις, να χρησιμοποιήσω τρόπους, που δεν αρμόζουν σε μια κυρία».

«Πρέπει, να με πιάσεις πρώτα». Είναι η μόνη απάντηση, που παίρνω.

Συνήθως είμαι τρυφερός με τις γυναίκες και τις ξέρω καλύτερα απ’ ότι τον εαυτό μου, όμως με την συγκεκριμένη η υπομονή μου φτάνει στα όριά της. Επίσης είναι και η πίεση, που μας ασκεί ο πρίγκιπας Γκασπάρντ με το να μην αγγίξουμε ούτε τρίχα της. Αυτό το κορίτσι χρειάζεται ένα καλό χέρι ξύλο κατά τη γνώμη μου. Αν όμως εκείνη θέλει τα δύσκολα, δε θα αρνηθώ στην πρότασή της. Ξεκρεμάω το μαστίγιο από την ζώνη μου και το χτυπάω απειλητικά μια φορά στον αέρα, όμως η Σελέστ δε δείχνει, να πτοείται. Το κατεβάζω με δύναμη προς το μέρος της και αυτό τυλίγεται σφιχτά στα πισινά πόδια του αλόγου της. Ο επιβήτοράς της βγάζει ένα πονεμένο μουγκρητό και σκοντάφτει ρίχνοντάς την κάτω.

Η Σελέστ πέφτει σε μια λακκούβα γεμάτη νερά και βογκάει από τον πόνο. Είναι ήδη τραυματισμένη και η πτώση από το άλογο δεν κάνει την κατάστασή της καλύτερη. Κοιτάζοντάς με έκπληκτη και με θυμό απευθείας στα μάτια παλεύει, για να σταθεί στα πόδια της. Μορφασμοί πόνου συγκλονίζουν το πρόσωπό της στέλνοντας καρφιά στην ψυχή μου, ενώ η ομορφιά της έχει καλυφθεί με γρατσουνιές και λάσπη. Σφίγγοντας τα χείλη της πλησιάζει το πεσμένο άλογό της και τραβάει από την σέλα του ένα μακρύ, πλατύ σπαθί, σαν αυτά που έχουν οι πειρατές. Σοβαρά τώρα; Έτσι θες, να το πάμε;

«Εντάξει». Σαρκάζω. «Θα παίξω το παιχνίδι σου». Χτυπάω το μαστίγιό μου στο έδαφος και αυτό ακούγεται επικίνδυνα επώδυνο ελπίζοντας, να της αλλάξω την γνώμη, πριν πονέσει περισσότερο.

Το όπλο της είναι αρκετά μακρύ και λεπτό, ελαφρώς κυρτό στην άκρη και φτιαγμένο από χαλκό. Η λαβή του είναι φτιαγμένη από όνυχα και περιβάλλεται από ένα ξεχωριστό και σπάνιο δέρμα δράκου. Από μόνο του είναι αρκετά θανατηφόρο όπλο, όμως κάποιος που ξέρει, να το χειρίζεται πολύ καλά, μπορεί, να ενώσει και το άλλο κομμάτι. Μια λεπίδα πολύ κοφτερή από την πρώτη και ίσια, ικανή, να ξεκοιλιάσει ακόμα και αγριογούρουνο. Η λεπίδα έχει έναν μεγάλο ίσιο χειροφυλακτήρα, που προσφέρει άπλετη προστασία στα χέρια του κατόχου της και επιπλέον της ζωής του.

Ο χειροφυλακτήρας έχει έναν επιχρυσωμένο σταυρό σε κάθε πλευρά, ένα μοναδικό σχέδιο για ένα μοναδικό όπλο. Ένα ιδιαίτερο πετράδι στολίζει το πίσω μέρος της λαβής, στο σημείο που κουμπώνει η άλλη λεπίδα. Είναι κόκκινο, όμως στο φως λάμπει γαλάζιο και πάνω του έχει χαραγμένο τον θυρεό του οίκου στον οποίο ανήκει. Η λεπίδα από μόνη της είναι γυμνή χωρίς σημάδια. Αυτού του είδους τα σπαθιά χρησιμοποιούνταν στους αρχαίους καιρούς και ανά τους αιώνες άρχισαν, να εξαφανίζονται. Όποιος τα κατέχει μέχρι σήμερα, ή είτε είναι λόγο κάποια κληρονομιάς είτε είναι λάφυρο πολέμου. Πως έχει πέσει κάτι τέτοιο στα χέρια ενός Περιφερειάρχη, η της κόρης του ή έστω του σωματοφύλακά της; Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι; Τι είναι;

Η Σελέστ Κίλμπορν με κοιτάζει ήρεμα και παίρνει στάση επίθεσης. Λυγίζει το μπροστινό της γόνατο και τεντώνει το πίσω, ενώ το σπαθί της ισορροπεί στο απλωμένο χέρι μπροστά της. Σφίγγομαι από νευρικότητα. Η Ντιτίνγκα είναι η επιθετικότερη πολεμική τέχνη αλλά όχι απαραίτητα επικίνδυνη, που σκοπεύει, να εξαντλήσει τη δύναμη του αντιπάλου στοχεύοντας ολοκληρωτικά στη μεγιστοποίηση της φυσικής δύναμης και την ελαχιστοποίηση των αδυναμιών. Πρώτα απ’ όλα στηρίζεται στην ευελιξία και τις πτώσεις και έπειτα βασίζεται στην σωματική δύναμη, την ταχύτητα και την έλλειψη αυτών στον αντίπαλο.

Η μεγαλύτερη δύναμη της Ντιτίνγκα είναι μια υψηλή αίσθηση της ισορροπίας κάνοντάς σε σχεδόν αμετακίνητο. Παίρνοντας πλεονέκτημα από τα πλάγια βήματα ο αντίπαλος δεν έχει άλλη επιλογή, από το να αλλάξει την στάση του σώματός του, το οποίο βοηθάει τον επιτιθέμενο, να αμυνθεί περισσότερο και να κρύψει την όποια αδυναμία υπάρχει. Από την άλλη το μεγαλύτερο μειονέκτημα της Ντιτίνγκα είναι, ότι χρειάζεται οι αντιδράσεις του, να είναι απίστευτα γρήγορες και μελετημένες. Οπότε όποιος χρησιμοποιεί αυτή την τέχνη, θα πρέπει, να ξέρει καλά, τι κάνει και να έχει εκπαιδευτεί πολύ καλά, αλλιώς ο αντίπαλος θα τον εξουδετερώσει. Η δεσποινίδα Κίλμπορν μπορεί πράγματι, να γνωρίζει αυτή την τέχνη, όμως αμφιβάλλω, αν τα τραύματα της επιτρέψουν, να κινηθεί με την απαραίτητη ταχύτητα. Έχει δύο σπασμένα πλευρά και το υπόλοιπο σώμα της είναι μωλωπισμένο και πιασμένο.

«Δεν το βάζεις με τίποτα κάτω, σωστά;» την ρωτάω θέλοντας, να αστειευτώ μαζί της, μήπως και καταφέρω, να αλλάξω την γνώμη της. «Ελπίζω, να μπορείς, να υπερασπιστείς τον εαυτό σου».

«Θα κάνω αυτό, που πρέπει. Δεν πρόκειται, να παντρευτώ τον πρίγκιπα Γκασπάρντ». Δηλώνει αποφασισμένη, όμως ότι και αν πιστεύει, ο πρίγκιπας θα πάρει αυτό, που θέλει.

Ένας βέλος εμφανίζεται από το πουθενά και σφυρίζοντας χτυπάει την λαβή του ξίφους της Σελέστ. Πέφτει από τα χέρια της καθώς εκείνη τρομάζει. Άλλο ένα επιτίθεται προς το μέρος της και σκάσει αυτή τη φορά στα πόδια της κάνοντάς την, να παραπατήσει και να πέσει προς τα πίσω. Ο Χάμελιν έρχεται καλπάζοντας και δε μοιάζει καθόλου μα καθόλου ευχαριστημένος. Ένας ρίγος διασχίζει αστραπιαία την σπονδυλική μου στήλη και κάτι μου λέει, ότι δε θα ήθελα, να βρίσκομαι αυτή τη στιγμή εναντίον του. Το πρόσωπό του είναι λερωμένο με λάσπη, βρεμένο και ματωμένο, ενώ τα ρούχα του δε χαίρουν καλύτερης αντιμετώπισης. Είναι βρώμικα. Το άλογό του μοιάζει, ότι θα καταρρεύσει από στιγμή σε στιγμή. Τι του συνέβη;

«Λοιπόν, αρκετά ασχοληθήκαμε μαζί σου, δε νομίζεις;» γρυλίζει επιθετικά ξεπεζεύοντας και σφίγγοντας το τόξο στο χέρι του περνάει ένα βέλος στη χορδή του και το σηκώνει επιθετικά προς το μέρος της Σελέστ. Μα τι κάνει; «Αν δεν παντρευόσουν τον πρίγκιπα, θα σε έκανα, να μου το πληρώσεις πολύ ακριβά αυτό. Τρέχω ξοπίσω σου, λες και δεν έχω τίποτα καλύτερο, να κάνω στη ζωή μου».

«Κανείς δεν σε ανάγκασε». Απαντάει η Σελέστ φοβισμένη. «Αφήστε με, να φύγω. Γιατί…» διστάζει, σαν να μην ξέρει, τι να πει, πως να προστατέψει τον εαυτό της. «Γιατί δεν κάνουμε μια συμφωνία; Και οι δύο θα θέλετε κάτι περισσότερο, απ’ αυτά που μπορεί, να σας δώσει ο πρίγκιπας».

«Και τι; Νομίζεις, ότι θα μπορέσεις, να μας τα δώσεις εσύ; Είσαι μόνο ένα κορίτσι σαν όλα τα άλλα, που πρόκειται, να παντρευτεί κάποιον πρίγκιπα. Θα έπρεπε, να είσαι ευγνώμων, που γύρισε, να κοιτάξει κάποια απλοϊκή σαν εσένα». Καγχάζει. «Κοίτα, να δεις. Είσαι γυναίκα, τα όπλα δεν σου ταιριάζουν, γι’ αυτό άρχισε, να φέρεσαι ανάλογα, πριν στο διδάξει κάποιος άλλος».

«Δεν είμαι κανένας σκύλος, που θα εκπαιδευτεί, αν το αποφασίσεις. Μπορώ, να αποφασίζω μόνη για τον εαυτό δίχως τη στήριξη κανενός. Η ζωή μου γκρεμίστηκε με τον θάνατο του πατέρα μου, όμως δεν χρειάζομαι κανέναν, για να την ξαναφτιάξω. Θα το κάνω μόνη μου». Φωνάζει πιεσμένη η Σελέστ.

Όση ώρα καβγαδίζουν, ο δούκας δεν έχει κατεβάσει στιγμή το τόξο από το ύψος των ματιών της. Δεν καταλαβαίνει, πόσο επικίνδυνο είναι αυτό; Έτσι και τα δάχτυλά του γλιστρήσουν από το βέλος, το κεφάλι της δεσποινίς Κίλμπορν θα ανοίξει στα δύο και θα την σκοτώσει. Το τόξο του δεν είναι από τα συνηθισμένα, που έχει ο κάθε πολεμιστής. Είναι ένα συλλεκτικό κομμάτι, ένα από τα πολλά κειμήλια της κληρονομιάς του.

Ο πολύπλοκος σκελετός του έχει δημιουργηθεί από άσπαστο και άφθαρτο αδαμάντιο. Η χορδή του είναι φτιαγμένη από πρώτης τάξεως άντερο αγριόχοιρου, ένα συνηθισμένο αλλά πολύ σκληρό υλικό. Τα άκρα του είναι διακοσμημένα με ανάγλυφους ρούνους και τελειώνουν σε μύτες σχήματος σαν κεφαλές τσεκουριού. Η παρακαταθήκη είναι τυλιγμένη από λινό και διακοσμημένη με φτερά. Η μεγάλη φαρέτρα του, είναι φτιαγμένη από υφαντά σχοινιά και κρέμεται διαγώνια από την πλάτη του. Η εξωτερική της πλευρά έχει στολιστεί με πολλά μικρά καρφιά, τα οποία θα κόστισαν ένα δίκαιο ποσό χρημάτων. Ο δούκας είναι τρομερά επιδέξιος με τούτο το όπλο και στα χέρια του αυτό το τόξο είναι ικανό, να ρίξει βέλη σε ακτίνα διακοσίων πεντακοσίων μέτρων με θανατηφόρα δύναμη.

«Τι νομίζεις, ότι κάνεις;» μπαίνω μπροστά του και απομακρύνω το μπράτσο του. «Θα την σκοτώσεις τώρα ή θα συνεχίσεις, να την τρομάζεις με τις απειλές σου; Έχουμε μια αποστολή, να φέρουμε εις πέρας, όσο και αν δεν μας αρέσει».

«Σωστά. Για μια στιγμή το ξέχασα». Με ειρωνεύεται, σαν να του είπα το πιο αστείο πράγμα στον κόσμο και παραμερίζοντάς με πλησιάζει την Σελέστ. «Επειδή τα νεύρα μου έχουν γίνει κομμάτια, ας τελειώνουμε, δεν συμφωνείτε».

Η δεσποινίς Κίλμπορν ζαρώνει και οπισθοχωρεί με την αυστηρότητα στο βλέμμα του. Σκύβει, για να πιάσει το σπαθί της, όμως ο Χάμελιν με μία γρήγορη κίνηση το κλοτσάει μακριά και χτυπάει με την ανάστροφη της παλάμης του την νεαρή κυρία. Ανάθεμα! Η Σελέστ ζαλισμένη και έκπληκτη παραπατάει, όμως ο δούκας δεν την αφήνει, να πέσει. Ξεκρεμάει ένα σχοινί από την ζώνη του και ξεκινάει, να δένει σφιχτά τους καρπούς της πίσω από την πλάτη της. Δαγκώνει τα χείλη της από τον πόνο.

«Μπορείς τουλάχιστον, να είσαι πιο ευγενικός; Ο πρίγκιπας δε θα εκτιμήσει καθόλου την συμπεριφορά σου». Κάνω, να τον σταματήσω, όμως αστραπιαία τυλίγει το μπράτσο του γύρω από τον λαιμό της και την σφίγγει.

«Κάνε πίσω Φόστερ. Σε άφησα, να το κάνεις με τον ευγενικό σου τρόπο, αλλά τώρα είναι η σειρά μου». Φωνάζει σφίγγοντας κι’ άλλο τον λαιμό της Σελέστ. «Υπάρχουν τρόποι, για να την ακινητοποιήσεις, χωρίς να της αφήσεις ούτε σημάδι. Ακόμα και ένας πρωτάρης το γνωρίζει αυτό». Ο δούκας βγάζει το παλτό και το πετάει στους ώμους της. «Είσαι αξιολύπητη. Θα έπρεπε, να ντρέπεσαι για την αμφίεσή σου».

Ο Χάμελιν την φορτώνει στο άλογό του σαν ζώο και σκαρφαλώνει πίσω της κρατώντας την ακίνητη στο γυμνασμένο στήθος του. Η Σελέστ χτυπιέται μάταια, για να του ξεφύγει. Ακολουθώ λίγο πιο πίσω θέλοντας, να μείνω μακριά από τα όρια της οργής του. Δεν καταλαβαίνω την επιθετικότητά του μαζί της. Από την αρχή ξέραμε, ότι ένας προσχεδιασμένος γάμος για πολιτικούς σκοπούς δεν είναι το ευκολότερο πράγμα στον κόσμο και ειδικά κάτω από αυτές τις περιπτώσεις. Μόλις έχασε τον πατέρα της και η μητέρα της είναι εξαφανισμένη. Ο πρίγκιπας έχει σκοπό, να την παγιδεύσει σε έναν κόσμο άγνωστο και επικίνδυνο.



Ηλιάνα Κλεφτάκη