Summer Solstice (Κεφάλαιο 16)

ΓΚΑΣΠΑΡΝΤ

Βλέπω ανέκφραστος τους άντρες μου, να χτυπούν τον Άλμπερτ και να τον κλοτσούν έξω από την έπαυλη, δίχως να με νοιάζουν οι συνέπειες. Αν η φωνή της λογικής δε με σταματούσε, θα είχα βγάλει το όπλο μου και θα είχα ανοίξει το κεφάλι του στα δύο. Το πρόβλημά μου όμως δεν είναι μόνο ο Άλμπερτ, είναι και η Σελέστ. Περίμενα, ότι θα έφερνε περισσότερες αντιρρήσεις για τον γάμο, θα επέμενε, να το σκάει από κοντά μου και θα έκανε φασαρία για την Κρήνη του Σύμπαντος. Αλλά… με τίποτα δε θα φανταζόμουν εκείνη και τον αδερφό μου μαζί. Η δυναμική της εικόνα που είχε χαραχτεί στη μνήμη μου τόσα χρόνια διαλύεται σε ένα βουνό σκόνης και αντικαθίσταται από μια αδύναμη φιγούρα. Είναι γυναίκα και μπροστά σε έναν ανεπτυγμένο άντρα οι ικανότητές της υστερούν, όμως θα μπορούσε, να φωνάξει, να αντισταθεί στον Άλμπερτ ή σε μένα, που είχαμε πρόθεση, να την βλάψουμε. Θυμώνω με τον εαυτό μου, που νόμισα, ότι θα κατάφερνε, να προστατέψει μόνη τον εαυτό της.
«Κύριε…»
«Όχι τώρα!» απαντάω απότομα και ο Φόστερ σταυρώνει τα μπράτσα του εκνευρισμένος μπροστά στο στήθος του.
«Κύριε, δε νομίζω, ότι η δεσποινίδα Κίλμπορν έφταιξε γι’ αυτά, που την κατηγορείτε». Προσπαθεί, να ελαφρύνει στην κατάσταση. Χάνοντας την αυτοκυριαρχία μου βγάζω έξω το όπλο μου και τον σημαδεύω.
«Χάσου από τα μάτια μου, γιατί θα την πληρώσεις εσύ!» τον διατάζω. Ο Φόστερ δεν αντιδράει.
«Εγώ θα πω, ότι έχω, να πω και μετά κάντε, ότι νομίζετε». Αποκρίνεται ήρεμα. «Η δεσποινίδα Κίλμπορν έμεινε όλο το βράδυ μαζί σας, γιατί ανησυχούσε για την υγεία σας και επέστρεψε στο δωμάτιό της, για να ξεκουραστεί. Προφανώς ο πρίγκιπας Άλμπερτ βρισκόταν ήδη μέσα και ζητάω συγγνώμη, που δεν το αντιλήφθηκα νωρίτερα. Δεν πιστεύω, ότι η μέλλουσα γυναίκα σας θα έκανε κάτι τόσο άσχημο πίσω από την πλάτη σας. Ενδιαφέρεται για εσάς και…»
«Δεν με αφορά πλέον. Ενδιαφερόμουν και εγώ. Πολύ! Όμως δεν έχει νόημα. Η Σελέστ θα με μισήσει αργά ή γρήγορα μόλις μάθει όλη την αλήθεια για τους Ολιβάρες, οπότε δεν με ενδιαφέρει, να ασχοληθώ άλλο προσπαθώντας, να κερδίσω την εμπιστοσύνη της. Θα γίνει γυναίκα μου και θα μου δώσει την Κρήνη του Σύμπαντος, είτε το θέλει, είτε όχι. Δεν είναι στο χέρι της, να αποφασίσει». Του φωνάζω κάνοντάς τον, να γουρλώσει τα μάτια του έκπληκτος. «Όταν πάρω αυτό που θέλω και συνεχίσει, να επιμένει, πως θέλει, να το σκάσει, έχεις την άδειά μου, να την σκοτώσεις».
Ο καιρός έχει καλυτερέψει και έτσι μπορούμε, να επιστρέψουμε στο Τίβερτον. Ο αέρας έχει κοπάσει και η θάλασσα γαληνέψει έπειτα από την θεομηνία των περασμένων ημερών. Βέβαια ακόμα βρέχει ένα λεπτό ψιλόβροχο, που δημιουργεί δαχτυλίδια στην επιφάνεια του νερού. Στέκομαι στην προβλήτα και παρατηρώ τη Γητεύτρα να ετοιμάζεται, να σαλπάρει μαζί μας. Μου κάνει εντύπωση που επιδιόρθωσαν τόσο γρήγορα τα κατάρτια της, αλλά… ο Άλμπερτ για να μας προλάβει θα πουλούσε την ίδια του την ψυχή στον διάβολο. Μακάρι να ήξερα, τι ακριβώς σχεδιάζει. Πως νομίζει, ότι θα πάρει την Κρήνη του Σύμπαντος χωρίς συμπλοκή; Αν το κάνει, θα παρανομήσει μιας και αυτό το αντικείμενο είναι η κληρονομιά της Σελέστ και πλέον δικός μου θησαυρός. Ο πατέρας δε θα εγκρίνει την κλοπή.
Ο Άλμπερτ στέκεται στην πλώρη της Γητεύτρας και κοιτάζει προς το μέρος μου. Είναι μακριά και δεν διακρίνω τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, όμως από την στάση του σώματός του καταλαβαίνω, πως είναι θυμωμένος μαζί μου. Τα σημάδια βίας είναι χαραγμένα σε ολόκληρο το κορμί του και κάνουν αισθητή την παρουσία τους στο αριστερό του χέρι. Είναι σπασμένο και μπανταρισμένο με επιδέσμους, που δένονται στον ώμο του και το κρατούν σταθερό στα πλευρά του. Αυτό θα τον εμποδίσει για λίγο, από το να αποπειραθεί τίποτα επικίνδυνο, που θα με αναγκάσει, να τον σκοτώσω. Ρίχνω μια ματιά προς τα πίσω και το βλέμμα μου ανταμώνει με της Σελέστ. Είναι φοβισμένο και ηττημένο και έχω την αίσθηση, πως από στιγμή σε στιγμή θα ξεσπάσει σε κλάματα. Ο Φόστερ μπαίνει προστατευτικά μπροστά της, σαν να νομίζει, πως έχω σκοπό, να της κάνω κακό και πνίγω το χαμόγελο, που βιάζεται, να παραμορφώσει τα χείλη μου.
Μια βάρκα μας πηγαίνει ως το Τίβερτον μιας και ο όγκος του πλοίου το έκανε αδύνατο, να μπει στο λιμάνι όπως και τη Γητεύτρα. Ανεβαίνω από την ανεμόσκαλα και πίσω μου ακολουθεί η Σελέστ. Οι κινήσεις της είναι διστακτικές και δυο άντρες από το πλήρωμά μου αναγκάζονται, να την τραβήξουν, για να μην πέσει στο νερό. Περιμένω παράμερα, ώσπου να σταθεί στα πόδια της και έπειτα της κάνω νόημα, να με ακολουθήσει στο εσωτερικό του πλοίου. Την οδηγώ απευθείας στα διαμερίσματά μου εφόσον θα μένει μαζί μου και της δείχνω την καμπίνα μου.
Η καμπίνα μου αποτελείται από δύο δωμάτια και βρίσκονται ακριβώς κάτω από το υπερυψωμένο σημείο της πρύμνης. Πρώτα βλέπουμε το γραφείο μου. Είναι τακτοποιημένο και ευρύχωρο. Οι τοίχοι είναι από χοντρό ξύλο και τα στηριγμένα ράφια πάνω τους διακοσμούνται με ναυτιλιακά βιβλία και χάρτες όλων των θαλασσών, ενώ κάποια άλλα φέρουν ημερολόγια και προσωπικές σημειώσεις, που έχω συλλέξει από τα ταξίδια μου. Στο κέντρο του δεσπόζει ένα βαρύ, σκαλιστό γραφείο και ακριβώς από πίσω του μια ξύλινη κατασκευή, που θα μπορούσε, να μοιάζει με καναπέ. Ώσπου να φτάσουμε στο Στάρενιθ, αυτός θα είναι ο προσωπικός μου χώρος. Το υπνοδωμάτιο χωρίζεται με δίφυλλες, ξύλινες πόρτες και η πρόσβαση γίνεται μόνο από το γραφείο μου. Η διακόσμησή του είναι παρόμοια με το γραφείο. Έχει ένα μονό κρεβάτι κολλημένο στον τοίχο κάτω από τα παράθυρα, μια ντουλάπα στα δεξιά του και μια βιβλιοθήκη με προσωπικά αντικείμενα στα αριστερά του. Ακριβώς απέναντι βρίσκεται ένα στενό τραπέζι με δύο καρέκλες στις πλευρές του. Επίσης υπάρχει ακόμα ένας χώρος πίσω από τον τοίχο της ντουλάπας και κρύβει μια μπανιέρα. Δεν είναι τίποτα σπουδαίο, αλλά είναι αρκετά άνετο.
Ο Φόστερ αφήνει τη βαλίτσα της πάνω στο κρεβάτι και οπισθοχωρεί προς την πόρτα, όμως δεν φεύγει. Δε δίνω σημασία, αν και η στάση του μου φαίνεται διασκεδαστική. Δεν υπάρχει περίπτωση, να της κάνω κακό. Όχι αν δε με προκαλέσει τουλάχιστον. Η Σελέστ είναι σιωπηλή και τα χείλη τη σφιγμένα. Κοιτάζει ανέκφραστη το δωμάτιο και έπειτα υποκλίνεται μπροστά μου ευχαριστώντας με.
«Θα περνάς τις περισσότερες ώρες τις ημέρας σου εδώ. Αν θέλεις, να βγαίνεις στο κατάστρωμα, θα φοράς ένα σάλι γύρω από το πρόσωπό σου. Το Τίβερτον είναι γεμάτο με άντρες και οι περισσότεροι δεν έχουν απολαύσει το χάδι γυναίκας για μήνες. Φυσικά ο Φόστερ θα σε συνοδεύει παντού και δεν υπάρχει λόγος, να σου αναφέρω, πως μόλις δύει ο ήλιος ή ώρα είναι απαγορευμένη για το κατάστρωμα». Λέω κοιτάζοντάς την αυστηρά και προσπαθώντας να μείνω συγκεντρωμένος, για να μην ξεχάσω τίποτα σημαντικό. «Αν νιώθεις μοναξιά, μπορείς, να με συντροφεύεις στα γεύματά μου και να διαβάζεις τους χάρτες μαζί μου. Εγώ θα κοιμάμαι στο γραφείο μου. Είναι κατανοητά αυτά;»
«Μάλιστα κύριε». Ψελλίζει αβέβαιη και κάθεται στο κρεβάτι ξεφυσώντας νευρικά.
«Υπάρχει κάτι ακόμα, που θέλω, να ξεκαθαρίσω μαζί σου». Γρυλίζω και η Σελέστ δαγκώνει τα χείλη της, λες και αυτό που θα ακούσει, θα είναι το πιο τραγικό πράγμα στον κόσμο. «Ο γάμος μας γίνεται για πολιτικούς λόγους. Όσο είσαι συνεπής στα συζυγικά σου καθήκοντα, θα είμαι ήρεμος. Αν δεν συνεργάζεσαι, θα με αναγκάζεις, να χρησιμοποιώ βία, για να πάρω αυτό, που θέλω. Μόλις μου χαρίσεις απογόνους είσαι ελεύθερη, να κάνεις, ότι θέλεις και με όποιον θέλεις. Φυσικά θα γίνεται μυστικά, όμως δεν έχω πρόβλημα, αν δεν μου γκρινιάζεις για την ζωή σου. Έτσι και αλλιώς έχω πολλά πράγματα, να κάνω, για να ασχολούμαι με μια ασήμαντη γυναίκα σαν εσένα. Θα έπρεπε, να είσαι ευγνώμων, που σε έσωσα από την μίζερη ζωή σου».
Τα μάτια της Σελέστ είναι βουρκωμένα και καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια, για να εμποδίσει τα δάκρυά της, να κυλήσουν. Αφού τελειώνω αυτά, που είχα, να πω, γυρίζω στο γραφείο μου με τον Φόστερ, να με ακολουθεί όλο και πιο σοκαρισμένος. Βγάζω το σακάκι μου και το πετάω στην πλάτη της δερμάτινης καρέκλας μου. Με στήθος σφιγμένο από τον πόνο κοιτάζω το λιμάνι του Κρέομορ και τους ανθρώπους του, να στέκονται θλιμμένοι στην προβλήτα χαζεύοντας το Τίβερτον. Σύντομα θα αναχωρήσουμε και θα πάρω την πριγκίπισσά τους μακριά. Τρίβω τους κροτάφους μου κουρασμένος.
«Γιατί το κάνατε αυτό;» ρωτάει μπερδεμένος ο Φοστερ. «Σίγουρα καταλαβαίνω, πως νιώθετε με την συμπεριφορά του αδερφού σας, αλλά ο τρόπος που της μιλήσατε, σαν να ήταν μια κοινή πόρνη…»
«Μη ρωτάς πράγματα, για τα οποία δε θες, να μάθεις την απάντηση. Φρόντισε, να φέρεις εις πέρας τις διαταγές μου και εγώ θα ασχοληθώ με τη μέλλουσα γυναίκα μου. Μην ανακατεύεσαι σε δουλειές, που δε σε αφορούν». Λέω επιθετικά και του κάνω νόημα προς την πόρτα.
Ο Φόστερ υποκλίνεται και φεύγει αφήνοντάς με μόνο με τις σκοτεινές σκέψεις μου. Δεν ήθελα, να μιλήσω τόσο άσχημα στη Σελέστ, ούτε να την πονέσω με τα λόγια και τις πράξεις μου. Στο Ρίβερντεϊλ θόλωσα. Αν και αυτό δεν εξηγεί τη συμπεριφορά μου απέναντί της, η αλήθεια είναι, ότι της επιτέθηκα, τόσο σωματικά όσο και φραστικά για άλλον λόγο. Το μόνο που θέλω, είναι, να την προστατέψω από την κόντρα, που έχω με τα αδέρφια μου. Ο Άλμπερτ δεν είναι χαζός. Είναι πολλά άλλα πράγματα, αλλά όχι χαζός και με κάποιον τρόπο διαισθάνεται, ότι η Σελέστ είναι σημαντική για μένα. Θα την απομακρύνω από κοντά μου, για να την προστατέψω ακόμα και αν το αποτέλεσμα, θα είναι, να με μισήσει. Όσο ο Φρεντέρικο και ο Άλμπερτ θέλουν το κακό μου, είμαι ευάλωτος αν η Σελέστ μπαίνει στη μέση και εκείνοι θα το ανακαλύψουν αργά ή γρήγορα. Δε θα επιτρέψω, να την χρησιμοποιήσουν σαν όπλο εναντίον μου.
Ξαπλώνω στον καναπέ πίσω μου και κλείνω τα μάτια. Οι δονήσεις του νερού στην κύτη του πλοίου, οι φωνές των ναυτών στο κατάστρωμα και οι κραυγές των γλάρων με νανουρίζουν. Χασμουριέμαι με την σκέψη της Σελέστ στο μυαλό μου. Τι να κάνει αυτή τη στιγμή; Αποδέχεται τη μοίρα της ή συνωμοτεί εναντίον μου; Ο ύπνος με παίρνει με αυτές τις σκέψεις και ένα πονεμένο χαμόγελο χρωματίζει τα χείλη μου. Θέλω, να την κάνω ευτυχισμένη, να της προσφέρω μια οικογένεια, στην οποία θα νιώθει ασφάλεια, αλλά για να γίνει αυτό, θα πρέπει, να απαλλαγώ από την τυραννία των αδερφών μου. Όταν ξυπνάω ο ήλιος είναι ακόμα στον ουρανό, αλλά πρέπει, να έχουν περάσει αρκετές ώρες.
Ανακάθομαι και η κουβέρτα με την οποία είμαι σκεπασμένος γλιστράει από τους ώμους μου. Κοιτάζω προς το μέρος του δωματίου μου και προσέχω, πως η πόρτα είναι μισάνοιχτη. Πηγαίνω προς τα εκεί και ρίχνω μια ματιά, όμως δεν εντοπίζω καμία κίνηση της Σελέστ. Βγαίνω στο κατάστρωμα ανήσυχος, που τριγυρνάει μόνη της, δίχως να βρίσκομαι κοντά και τότε την βλέπω. Γέρνει πάνω στην πλώρη και κοιτάζει τον γκριζωπό ορίζοντα. Ο Φόστερ στέκεται σιωπηλός λίγο παραπίσω. Από τη στάση του σώματός της καταλαβαίνω, πως έχει αρχίσει ήδη, να νοσταλγεί το σπίτι της. Πλησιάζω κοντά της και αποτρέπω τον Φόστερ, να με προσφωνήσει. Υποκλίνεται και οπισθοχωρεί το ίδιο αθόρυβα όσο η ύπαρξή του αυτή τη στιγμή.
Στέκομαι πίσω της αβέβαιος για τις προθέσεις μου. Από τη μία θέλω, να της μιλήσω και από την άλλη έπειτα απ’ όσα της είπα, ίσως πρέπει, να την αφήσω στην ησυχία της. Γυρίζω, για να φύγω και ένα χέρι πιάνει τον καρπό μου σταματώντας με. Τα μεγάλα μάτια της Σελέστ με κοιτάζουν ξεψυχισμένα.
«Δε με ενοχλεί η παρουσία σου. Μπορείς, να μείνεις, αν θέλεις». Ψιθυρίζει διστακτικά και ρίχνει τα μάτια της στο έδαφος. Με φοβάται.
«Είσαι χλωμή». Απλώνω το χέρι μου και τα δάχτυλά μου χαϊδεύουν το μάγουλό της, για να σφιχτούν στη συνέχεια σε γροθιές. «Πότε έφαγες καλά τελευταία φορά;» την ρωτάω βλέποντας την εξάντληση στο σώμα της. Η θάλασσα δεν κάνει την κατάσταση ευκολότερη.
«Δεν πεινάω».
«Δεν σε ρώτησα αυτό. Από πότε έχεις, να φας καλά;» επιμένω και της αρπάζω το σαγόνι αναγκάζοντάς την, να σηκώσει το πρόσωπό της. «Απάντησέ μου».
«Από το βράδυ που πέθανε ο πατέρας μου. Δεν… πεινάω. Δεν έχω όρεξη, να φάω».
«Δε θα επιτρέψω, να αρρωστήσεις στο πλοίο μου, ούτε πρόκειται, να σε αφήσω, να τσιμπολογήσεις. Φόστερ ετοίμασε ένα καλό γεύμα στην καμπίνα μου. Η δεσποινίς Κίλμπορν θα φάει μαζί μου». Διατάζω αυστηρά και όταν φεύγει γέρνω πολύ κοντά στη Σελέστ στριμώχνοντάς την ανάμεσα στα κανόνια. «Θέλω, να είσαι υγιείς, για να μου χαρίσεις δυνατούς απογόνους».
«Εγώ δεν…»
«Είσαι ανεύθυνη. Θα έπρεπε, να φροντίζεις καλύτερα τον εαυτό σου και όχι να περιμένεις από τους άλλους, να το κάνουν». Τη μαλώνω και την τραβάω κοντά μου. «Δε θα επιτρέψω, να πάθεις τίποτα. Το κατάλαβες;»
Τυλίγω το χέρι μου γύρω από τη μέση της και την σπρώχνω μπροστά. Η Σελέστ δε μου αντιστέκεται και με αφήνει, να την παρασύρω πίσω στα διαμερίσματά μου. Το κορμί της είναι σφιγμένο και γεμάτο ένταση στο πλάι μου και το πρόσωπό της τρομοκρατημένο, ενώ τα μάτια της δεν τολμούν, να αντικρίσουν τα δικά μου.
«Δεν πρόκειται, να σου κάνω τίποτα πριν τον γάμο». Την διαβεβαιώνω. «Οπότε σταμάτα, να ανησυχείς. Φέρεσαι, λες και έχω σκοπό, να σε φάω ζωντανή».
«Δεν είναι αυτό, που με προβληματίζει. Από την πρώτη στιγμή που με είδες στη Μπουργκότζια, με αντιπάθησες και στην πρώτη σου επίσκεψη στο Ρίβερντεϊλ μου φέρθηκες με αγένεια. Έπειτα ήρθες με την δικαιολογία, πως θέλεις, να με παντρευτείς, αλλά αυτό που πραγματικά σε νοιάζει, είναι η κληρονομιά μου. Δεν καταλαβαίνω γιατί με θέλεις στην ζωή σου από την στιγμή, που δε νοιάζεσαι για μένα. Όταν πάρεις την Κρήνη, γιατί δε με αφήνεις, να φύγω;»
«Δεν έχεις, να πας πουθενά. Η θέση σου είναι στο πλάι μου και δε θα τολμήσεις, να το σκάσεις, διότι ξέρεις τις συνέπειες. Το τι σχέδια έχω για σένα… είναι κάτι, που δεν σε αφορά προς το παρόν». Απαντάω απότομα και τελεσίδικα. Η Σελέστ πρέπει, να κατάλαβε, ότι η συζήτηση τελείωσε, γιατί δεν συνεχίζει.
Το δείπνο που ετοιμάζει ο Φόστερ για τους δυο μας, είναι εντυπωσιακό και μεγαλόπρεπο σε σχέση με αυτά, που μου σερβίρει, όταν είμαι μόνος. Στο κέντρο του τραπεζιού είναι τοποθετημένη μια μεγάλη πιατέλα με φιλέτα καπνιστού σολομού και βραστά λαχανικά, ενώ σε ένα ξεχωριστό μπολ βρίσκεται ο πουρές και το ψωμί. Το γεύμα το συμπληρώνει λευκό σαρντονέ και κρέμα σοκολάτα για το τελείωμα. Ο Φόστερ έχει ανάψει τα κεριά στους τοίχους και μου χαμογελάει όλο νόημα. Μορφάζω ενοχλημένος με την ρομαντική του διάθεση και οδηγώ σιωπηλός την Σελέστ στην θέση της. Ότι και αν προσπαθήσει, να κάνει, για να μας φέρει πιο κοντά, δε θα πετύχει.
«Γιατί κυνηγάς την Κρήνη του Σύμπαντος;» με ρωτάει ξαφνικά. Με αποσυντονίζει για μια στιγμή, όμως την σερβίρω δίχως, να απαντήσω. «Τι θα την κάνεις, όταν την πάρεις; Δεν μπορείς, να την χρησιμοποιήσεις. Δεν πρέπει, να την χρησιμοποιήσεις». Με ικετεύει η Σελέστ.
«Και τι ξέρεις εσύ γι’ αυτό; Τι ξέρεις για την Κρήνη του Σύμπαντος; Γιατί είναι επικίνδυνη; Επειδή στο είπε η μητέρα σου και η μητέρα της σε εκείνη;» τη ρωτάω και η Σελέστ σφίγγει το στόμα της μην έχοντας ιδέα, τι να πει. Όπως το φαντάστηκα. «Δεν ξέρεις καν, τι είναι η Κρήνη, σωστά;»
«Ξέρω μόνο, ότι θα την καταστρέψω, πριν προλάβεις, να την πιάσεις στα χέρια σου». Με απειλεί κάνοντάς με, να καγχάσω. Αλήθεια τι νομίζει, ότι θα καταφέρει;
«Αυτό… δε θα συμβεί και γνωρίζουμε και οι δύο τον λόγο». Πίνω μια γουλιά κρασί από το ποτήρι μου και χαμογελάω ψυχρά. «Η Κρήνη μπορεί, να κάνει πολλά πράγματα. Ο κόσμος μας κάποτε κατοικούνταν από δαίμονες και απεχθή όντα, ώσπου κάποιος ενεργοποίησε την Κρήνη και δημιουργήθηκαν οι άνθρωποι. Διεκδικήσαμε την θέση μας και έγινε η μεγαλύτερη σφαγή. Οι Κίλμπορν ηγήθηκαν και σφράγισαν την μοίρα μας». Της εξηγώ. «Τώρα που τα πλάσματα αυτά δεν υπάρχουν, η Κρήνη δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα όπλο».
«Και τι; Περιμένεις, να σου δώσω κάτι, που θα καταστρέψει αθώες ζωές, μόνο και μόνο για να κυριαρχήσει το βασίλειό σου; Δε θα συμφωνήσω ποτέ σε αυτό. Ότι και αν με αναγκάσεις, να κάνω, όσο και αν με απειλήσεις, δε θα σου αποκαλύψω, που βρίσκεται η Κρήνη».
«Ω, μην ανησυχείς γι’ αυτό. Ξέρω ήδη την τοποθεσία της, το μόνο που χρειάζομαι από σένα, είναι το αίμα των Κίλμπορν». Λέω ανέκφραστος. «Παρόλα αυτά… δεν θα σου κάνω κακό και δε θα χρησιμοποιήσω την Κρήνη, αν δεν είναι αναγκαίο. Σε διαβεβαιώνω». Τσαλακώνω το στρίφωμα του τραπεζομάντιλου στην σφιγμένη γροθιά μου. «Αρκετά με τα λόγια. Φάε!»
Η Σελέστ τσιμπολογάει σκεφτική το φαγητό της, όμως δεν τρώει τόσο, ώστε να με ικανοποιήσει. Ο θάνατος του περιφερειάρχη Κάλντερ της προξένησε πολύ περισσότερο πόνο, απ’ όσο επιτρέπει στους άλλους, να δουν και αυτό έχει αντίκτυπο στον εαυτό της. Είναι αδύναμη και έχει ζωγραφισμένους κύκλους κάτω από τα μάτια της. Αν δεν αρχίσει, να τρέφεται κανονικά, θα καταρρεύσει σύντομα. Σκουπίζω το στόμα μου με την πετσέτα, που έχω διπλωμένη στα γόνατά μου και πλησιάζω κοντά της σέρνοντας την καρέκλα μου ξοπίσω μου. Πιάνω το πιάτο της και το τραβάω προς το μέρος μου κάνοντας τα μάτια της, να γουρλώσουν από έκπληξη. Φορτώνω το πιρούνι με μια γενναιόδωρη μπουκιά και το φέρνω κοντά στο πρόσωπό της.
«Φάε!» την διατάζω με φωνή, που δε δέχεται αντιρρήσεις. «Δεν θα φύγω, αν δεν τελειώσεις όλο σου το φαγητό».
Ο απαλός χτύπος που ακούγεται στην πόρτα, με διακόπτει και ο Φόστερ μπαίνει μέσα με μια σφιγμένη έκφραση στο πρόσωπό του.
«Είναι ώρα κύριε». Λέει και υποκλίνεται. Ώστε έτσι; Σηκώνομαι και η Σελέστ γραπώνει τον καρπό μου.
«Ώρα για τι; Τι πρόκειται, να κάνεις;» με ρωτάει ανήσυχη και την αποδιώχνω από κοντά μου. «Δε θα βλάψεις τον λαό μου, έτσι;»
«Όχι. Έχω κάτι σημαντικότερο στο μυαλό μου». Αποκρίνομαι ψυχρά και κοιτάζω απότομα τον Φόστερ. «Θα μείνεις μαζί της. Δεν την εμπιστεύομαι, για να την αφήσω ολομόναχη».
«Εννοείται, πως όχι. Ούτε εγώ πρόκειται, να επιτρέψω, να πάτε μόνος στην Γητεύτρα. Θα έρθω μαζί σας». Φωνάζει ο Φόστερ παίρνοντάς το πατριωτικά. Θα ασχοληθώ μόνος με τον αδελφό μου και δε χρειάζομαι τη βοήθειά τους.
«Πάψτε και οι δύο σας! Θα μπω και θα βγω, δίχως να με αντιληφθεί κανένας. Ο Άλμπερτ δεν είναι από τους τύπους, που παίρνουν στα σοβαρά τον πόλεμο και το πιο πιθανό θα είναι, να γλεντάει με το πλήρωμα. Θα γλιστρήσω στο γραφείο του Φρεντέρικο και θα ανακαλύψω, τι σκοπό έχουν τα αδέρφια μου».
«Ότι αφορά την Κρήνη, αφορά και εμένα. Γι’ αυτό βρίσκεται εδώ ο πρίγκιπας Άλμπερτ σωστά;» χαμογελάει η Σελέστ. «Θα έρθω και εγώ».
Τι στο… γιατί δεν ακούει κανένας τους; Τι το πέρασαν ακριβώς παιδική χαρά; Ξεφυσώντας ανυπόμονα και ξέροντας πως δεν έχει νόημα, να χάσω τον χρόνο μου διαφωνώντας μαζί τους, βγαίνω σαν σίφουνας από το δωμάτιο και πηγαίνω στο κατάστρωμα. Η Γητεύτρα πλέει ακριβώς στο πλάι μας και υπάρχει ήδη μια σανίδα, που συνδέει τα δύο πλοία. Σίγουρα ο Άλμπερτ θα στείλει τον Χάμελιν για επιθεώρηση. Πηδάω πάνω στη σανίδα και περιμένω την Σελέστ, να κάνει το ίδιο. Αν πέσει στο νερό, θα πνιγεί και δε θα είμαι ικανός, να την σώσω. Ααχ! Δεν το πιστεύω, ότι συμφωνώ σε αυτήν την τρέλα. Ο Φόστερ από την άλλη καλύπτει τα νώτα μας.
Πιάνω το χέρι της Σελέστ και μπλέκω τα δάχτυλά μου με τα δικά της, καθώς την τραβάω μαζί μου προς την καμπίνα του καπετάνιου. Φωνές και γέλια ακούγονται από το κάτω πάτωμα, που βρίσκονται τα κρεβάτια του πληρώματος και η μυρωδιά του κρασιού πλημμυρίζει την ατμόσφαιρα. Η πόρτα για το αμπάρι είναι ανοιχτή και σκιές τρεμοπαίζουν στους τοίχους. Η διαρρύθμιση της Γητεύτρα είναι σχεδόν ολόιδια με του Τίβερτον και κατατοπίζομαι αμέσως. Μπαίνουμε στα διαμερίσματα του Φρεντέρικο και εξαπλωνόμαστε στο γραφείο του ψάχνοντας για οτιδήποτε, μπορεί, να μας φανεί χρήσιμο. Η Σελέστ παγώνει ξαφνικά στη θέση της.
«Νομίζω, ότι ακούω κάποιον, να έρχεται». Ψιθυρίζει κοιτάζοντας ανήσυχη τριγύρω για κάποια κρυψώνα.
Ανοίγω την πόρτα του υπνοδωματίου και την βάζω βίαια μέσα την ώρα, που η πόρτα του γραφείου ανοίγει. Την σπρώχνω στην ντουλάπα και μπαίνω πίσω της. Είναι στενά και έτσι τα σώματά μας κολλούν το ένα πάνω στο άλλο, ενώ η ανάσες μας ανακατεύονται στον ίδιο ρυθμό. Την αγκαλιάζω, για να είμαστε ακόμα πιο άνετα και εκείνη αντιδράει. Ψίθυροι ακούγονται από το γραφείο και κανένας δεν πρέπει, να καταλάβει, ότι βρισκόμαστε εδώ. Με την παλάμη μου της κλείνω απαλά το στόμα και την καθησυχάζω. Δεν είχα σκοπό, να κάνω κάτι άπρεπο έτσι και αλλιώς.

Ηλιάνα Κλεφτάκη