Η κατάρα του Ορφανού - Η άνοδος του Κεναρντ (Κεφάλαιο 12)

“Μέτρα τα σύμβολά του ένα ένα, ξεκινώντας από το κέντρο και κατευθυνόμενος στην αριστερή πλευρά. Τη γλώσσα τη μαγική των δράκων μονάχα εκείνοι τη γνωρίζουν και όσοι με τη σειρά τους φέρουν στο αίμα τους το πανάρχαιο γονίδιο. Ξεκίνα λοιπόν διαβάζοντας προς τα αριστερά και κατόπιν φόρεσέ το στον δείκτη του χεριού σου”.

Απόσπασμα από το μαγικό βιβλίο των Ρούνων, Το Δαχτυλίδι του Γκρίσαμ

Η μαγεία στον κόσμο είναι κυριολεκτικά απέραντη και διαχέεται μέσα από κάθε αντικείμενο, έμψυχο ή άψυχο. Είχε φτάσει πλέον ο καιρός ο κόσμος να ενωθεί και να χρησιμοποιήσει κάθε μέσον και κάθε τρόπο για να προστατευτεί. Όλα τα Υπουργεία της Μαγείας βρίσκονταν σε αναβρασμό, καθώς είχαν ενημερωθεί για την επίθεση της Κριστίν στο Κούρτχολ. Μάγοι από τα ανώτερα στρώματα είχαν φύγει, είτε με τα ιπτάμενα Κέλαντερ είτε με τηλεμεταφορά, προκειμένου να βοηθήσουν. Οι εφημερίδες βούιζαν πως τα αδέρφια Γκρερ στέκονταν απέναντι από την Κριστίν προσπαθώντας να αποδείξουν στον κόσμο πως οι Εβένινοι μάγοι, οι περίφημοι Σάμχαϊν, δεν είχαν ρίζες διαβολικές. Πως ήταν και εκείνοι άνθρωποι σαν όλους τους άλλους. Κάποιοι, οι γηραιότεροι, θυμούνταν, αχνά ίσως, τα χρόνια εκείνα της αθωότητας πριν από τον πρώτο μαγικό πόλεμο. Τότε που η οικογένεια Γκρερ ήταν μία φυσιολογική οικογένεια όπως όλες οι άλλες. Εκείνους τα νέα της βοήθειας από τα δύο αδέρφια δεν τους ξάφνιαζαν. Θα έλεγε κανείς πως το περίμεναν κιόλας.

Ωστόσο, στα δικά μας τα αυτιά δεν έφτανε τίποτε απολύτως. Δίναμε τη δική μας μάχη δίχως αποτέλεσμα κλεισμένοι μέσα στο καταραμένο Μπερζελόν που δέσποζε στον λοφίσκο της Ένταρταουν. Ο Τρόυ είχε τραυματιστεί άσχημα στο μέτωπο, ωστόσο ακόμη και αιμόφυρτος πάλευε με τους εφιάλτες γύρω μας. Προτιμούσε να θυσιαστεί ο ίδιος παρά να πάθει κάτι κάποιος μαθητής του. Στο βάθος άκουγα τις κραυγές του Κρις και του Γουίλ, ενώ ταυτόχρονα στον χώρο γύρω μου αντηχούσε το σαρδόνιο γέλιο του Κέναρντ. Συγκεντρώνοντας όση δύναμη μου απέμενε, έκανα σήμα στον Τρόυ να ενώσουμε τις δυνάμεις μας. Το φως και το έρεβος μαζί. Δυο χρώματα που δεν ήταν χρώματα, που λειτουργούσαν αντίθετα, μα που τελικά αποτελούσε το ένα κομμάτι του άλλου. Τότε, από τις άκρες των δάχτυλών μου ένιωσα να αναδύεται ένα μούδιασμα παράξενο, ώσπου λεπτές ακτίνες φωτός έκαναν την εμφάνισή τους.

«Έχω μία ιδέα» άκουσα την λαχανιασμένη φωνή του Τρόυ. «Θα δημιουργήσω ψευδοπροβολές. Θα παλέψω έστω και για λίγο να κερδίσουμε χρόνο, μέχρι να ανακαλύψει τον αληθινό Τρόυ. Θυμάσαι τα μαθήματα; Μπορείς να δημιουργήσεις έστω και μία δική σου, όπως πολύ σωστά έκανες όταν βρέθηκες στην Περιφέρεια του Αντίστροφου χρόνου;» με ρώτησε απελπισμένα και ένευσα θετικά.

Τελικά αυτά πάθαινε όποιος δεν ήταν συνεπής στα μαθήματα. Έμενε πίσω όπως εγώ και άντε τώρα επάνω στην ανάγκη της εφαρμογής της θεωρίας να αποδείξω το αντίθετο. Ωστόσο, ήταν κάτι που με τον Άλαν το είχαμε ήδη δοκιμάσει και ο Τρόυ το γνώριζε. Δεν θα ήταν καθόλου δύσκολο να θυμηθώ τον τρόπο, αρκεί να έφερνα στο μυαλό μου μία ξεκάθαρη εικόνα του εαυτού μου και να ψιθύριζα τα λόγια του βιβλίου του ανάλογου μαθήματος. Μέσα στον πανικό μου για επιβίωση, κατόρθωσα να απομονώσω τους θορύβους για δευτερόλεπτα, ενώ μία θολή εικόνα του εαυτού μου ξεκίνησε να εμφανίζεται μπροστά μου, τη στιγμή που ο καθηγητής μου είχε φτιάξει πέντε. Με δυσκολία κατόρθωσα να φτάσω την εικόνα σε επίπεδο να μοιάζει με μία άριστη απομίμησή μου δίχως όμως να μιλά.

«Θύμησέ μου να σου βάλω άριστα, αν τελικά επιζήσουμε» άκουσα τον Τρόυ από πίσω μου και χαμογέλασα.

Για λίγο, τα μάγια του Κέναρντ αποπροσανατολίστηκαν, δίνοντάς μας το περιθώριο να διαλύσουμε τους ψευδοτοίχους, με αποτέλεσμα να βρεθούμε σε μία σκοτεινή, στρογγυλή αίθουσα με πέντε πέτρινες καρέκλες τοποθετημένες κυκλικά σαν θρόνους. Κατάλαβα πως ο συγκεκριμένος χώρος ήταν φτιαγμένος για τους πέντε ισχυρούς αρχηγούς των Εβένινων. Τα αδέρφια Γκρερ, τον Κέναρντ, την Κριστίν και την αφοσιωμένη στο σκοτάδι, Άσα. Την ίδια στιγμή άκουσα και τις φωνές των υπόλοιπων, οι οποίοι μόλις είχαν κατορθώσει να σπάσουν το ξόρκι του λαβύρινθου και να βρεθούν στον ίδιο χώρο με εμάς.

«Τι στο καλό συμβαίνει;» άκουσα τη φωνή του Γουίλ.

«Έχω ένα πολύ κακό προαίσθημα» συμπλήρωσε η Κρίστι, η οποία εξακολουθούσε να έχει τη μορφή του δέντρου, μέχρι που σιγά σιγά επανήλθε στην αρχική της μορφή, αυτή της Άρπιας.

Οι δυο καθηγητές μας με ρούχα κουρελιασμένα και ματωμένα παρέμεναν δίπλα μας, όταν από έναν διάδρομο σκοτεινό όλο ευθεία μπροστά μας, οι πυρσοί που κρέμονταν, σχεδόν αιωρούνταν από τους τοίχους, ξεκίνησαν να ανάβουν διαδοχικά. Κατόπιν, η σκιά μίας ψηλόλιγνης φιγούρας έκανε την εμφάνισή της με αργά και σταθερά βήματα, σχεδόν σε ειρωνικό και περιπαικτικό θα έλεγε κανείς ρυθμό. Τα βλέμματα όλων μας καρφώθηκαν σε έναν άντρα τόσο απόκοσμο και σκοτεινό, που δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από τον Κέναρντ. Κοιτάζοντάς τον μέσα στα απαθή και ψυχρά, κυανά του μάτια, πάλεψα αυτόματα να αναγνωρίσω έστω και ένα ψήγμα συναισθήματος, που να θυμίζει τον δικό μου Τόμας. Μάταια όμως, καθώς τίποτε δεν διαφαινόταν. Μονάχα μεγαλομανία και υπεροψία. Την ψυχή του εξάλλου, την είχε καταπιεί χρόνια τώρα η άβυσσος.

«Καλωσήρθατε. Δεν ήξερα πως ο εγγονός μου θα στείλει εκπροσώπους. Πίστευα πως θα ερχόταν ο ίδιος να σώσει την καλή του, αλλά από ότι φαίνεται είναι απασχολημένος» έκανε μία παύση, καθώς με μία κίνηση του χεριού του κάλεσε την καταραμένη την Άσα, η οποία εισήλθε στην αίθουσα βαστώντας δεμένη την Εμίλια με ένα σχοινί.

«Άφησέ την!» του ούρλιαξα, ωστόσο ο Κέναρντ δεν συγκινήθηκε ούτε στο ελάχιστο.

«Κένταλ Κας. Το κορίτσι των δράκων. Φαντάζομαι, αυτό το πλάσμα που ήταν εκεί έξω, είχε έρθει για εσένα» μου είπε και με το χέρι του μας έδειξε μία εικόνα, δημιουργώντας την από το μηδέν, σαν ζωντανό όραμα το οποίο ερχόταν με την μορφή του ψηφιδωτού, να δημιουργήσει μία ολοκληρωμένη εικόνα.

Μέσα της, είδα την Λυρία πεσμένη και δεμένη, ελπίζοντας μονάχα να μην ήταν νεκρή. Δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια μου και δίχως να το σκέφτω συγκέντρωσα μία γενναία ποσότητα ενέργειας, όσης μου είχε απομείνει μετά την καταπόνηση του οργανισμού μου από τη δημιουργία προβολών και πάλεψα να του επιτεθώ, όταν με μία κίνηση του χεριού του, ευθύς την απορρόφησε.

«Βλέπεις, γενναία μου Κένταλ, είμαι και εγώ Ότουρθ και μάλιστα ισχυρότερος από την θηλυκή σου δράκαινα. Μπορεί να είναι κόρη του Βάλιμαρ, μα είναι μικρή ακόμη και άμαθη. Όπως και εσύ...» γρύλισε και τον είδα να χτυπά στο πάτωμα μία παράξενη ράβδο, με την Εμίλια αδυνατισμένη και χτυπημένη να κραυγάζει και τον Κρίστοφερ να μπαίνει μπροστά μου.

Είδα τότε την ενέργεια να κατευθύνεται με λύσσα επάνω του και... ξαφνικά να χάνεται. Ο Κέναρντ μπροστά στην αδικαιολόγητη αποτυχία του για λίγο σάστισε. Την κατάλαβα αμέσως την αλλαγή στην διάθεσή του, μολαταύτα πάλεψε εντέχνως να το κρύψει.

Ένας θόρυβος σαν θρόισμα ελαφρύ ακούστηκε και είδα μία μικροσκοπική σκιά να πετά από επάνω μας.

«Άρθουρ;» ψιθύρισε ο Κρίστοφερ και το πουλί στάθηκε σε ένα ύψωμα μπροστά του.

«Κρίστοφερ Πεζούλι, ο καθηγητής με το πιο σαχλό επώνυμο του μαγικού κόσμου, σώζεται την τελευταία στιγμή από γέρικη και θαυματουργή κουκουβάγια. Αυτός θα είναι και ο τίτλος της αυριανής εφημερίδας της Βέρνια» ξεκίνησε, μα το σοκ του Κρις ήταν τόσο μεγάλο, που δεν κατάφερε ούτε μισό φθόγγο να βγάλει από το στόμα του.

«Μα, πώς;» ρώτησε ξανά και ο Κέναρντ φάνηκε να χάνει την υπομονή του.

Ο Άρθουρ, ωστόσο, τον αγνόησε επιδεικτικά και πέταξε προς το μέρος μου για να καθίσει τελικά στον ώμο μου. Με το ράμφος του με τσίμπησε τρυφερά γουργουρίζοντας.

«Κένταλ Κας και Γουίλ Κας» είπε και είδα τα μάτια του να αποκτούν μία παράξενη λάμψη, η οποία ξέφυγε και τον τύλιξε σιγά σιγά ολόκληρο.

Τον ένιωσα να απομακρύνεται ενώ η λάμψη σιγά σιγά ξεκίνησε να παίρνει σχήμα, δίνοντας μορφή σε έναν άντρα αρχοντικό, γύρω στα σαράντα. Ήταν ψηλός και γεροδεμένος, με κοντοκουρεμένο, γκρίζο μαλλί και μάτια καστανά. Μέσα τους ήταν σαν να έβλεπα τον εαυτό μου να καθρεπτίζεται, ενώ όταν πια γύρισε και με κοίταξε, είχα βεβαιωθεί πως από κάπου τον γνώριζα και ας συναντιόμασταν για πρώτη φορά. Στο χέρι του το αριστερό, φορούσε ένα δαχτυλίδι.

«Η μαγεία, είναι απέραντη» μου είπε και οι υπόλοιποι είχαν μαρμαρώσει. «Τι πάθατε εσείς ολόκληροι άντρες; Έτσι δίνετε κουράγιο στις γυναίκες;» είπε απευθυνόμενος στους καθηγητές μας, μα τότε πρόσεξα πως ο Κέναρντ είχε χλωμιάσει.

«Δεν είναι δυνατόν...» μουρμούρισε. «Σε αποκεφάλισα. Το θυμάμαι… Δεν μπορεί που να πάρει, Όσβαλντ!» γρύλισε προκαλώντας ακόμη μεγαλύτερο σοκ.

«Όσβαλντ; Μα, πώς γίνεται;» ξεκίνησε ο Κρις, ενώ εγώ με τον Γουίλ αλληλοκοιταχτήκαμε.

«Παππού;» φωνάξαμε χορωδιακά σχεδόν και εκείνος μας χαμογέλασε με νόημα, ενώ στρεφόταν προς το απόκοσμο κουφάρι.

«Δεν θα γίνεις ποτέ σου ο Κέναρντ. Αυτό το καταραμένο απόβρασμα, η Κριστίν, πέτυχε τους σκοπούς της, μονάχα που δεν ήξερε όλα τα μυστικά και κυρίως, μέχρι σε ποιο σημείο ήταν ικανή να φτάσει η φιλία μου με τον αληθινό Κέναρντ. Τόσο εκείνος όσο και εγώ γνωρίζαμε πως αργά ή γρήγορα η Κριστίν θα έκανε την κίνησή της. Έπρεπε να λάβουμε τα μέτρα μας. Ο Κέναρντ, όπως και η Κένταλ σήμερα, είχε την εύνοια των δράκων. Οι δράκοι είναι οι γητευτές της ισχυρότερης μαγείας, της αυθεντικής μαγείας των ρούνων. Του έδωσαν λοιπόν ένα δαχτυλίδι με ρουνικά σύμβολα και εγώ έβαλα μέσα του τη δύναμη της λευκής μου καταγωγής. Έτσι, εξασφαλίσαμε πως θα μπορέσουμε να συνεχίσουμε να υπάρχουμε στην περίπτωση που η Κριστίν σκότωνε και δεν έκαιγε τα σώματά μας. Με αυτόν τον τρόπο, ο Κέναρντ εξασφάλισε τη συνέχεια με την προβολή του που εμφανίστηκε στην Κένταλ και εγώ μέσω του δαχτυλιδιού, ακόμη και αν σκοτώθηκα αργότερα από τη δική του πτώση και μάλιστα από τα χέρια του κακέκτυπού του στον μαγικό πόλεμο. Μονάχα που δεν θα μπορούσα να επιστρέψω με την αληθινή μου μορφή, παρά μόνο την ώρα της κρίσης. Όταν η ψυχή μου δηλαδή θα καλούνταν να εκπληρώσει τον κύκλο και σκοπό της για να περάσει στην επόμενη διάσταση. Παρέμεινα λοιπόν με τη μορφή της κουκουβάγιας και μίας κρυφής ταυτότητας που ομολογουμένως απολάμβανα, μιας που και ως άνθρωπος είχα φέρει και εγώ κάποτε με τη σειρά μου, όλους τους καθηγητές στα πρόθυρα της νευρικής κρίσης. Κρις είσαι ένας πολύ καλός καθηγητής, μα σε χαλά ο τίτλος» τελείωσε και εκείνος για πρώτη φορά γέλασε.

«Θύμισέ μου να σε αποκεφαλίσω εγώ αυτή τη φορά» του απάντησε και ο Όσβαλντ χαμογελώντας γύρισε και κοίταξε τον Κέναρντ.

«Άφησέ τους να φύγουν και το κορίτσι, πέτα τη ράβδο και έλα να με αντιμετωπίσεις πρόσωπο με πρόσωπο» ακούστηκε η στεντόρεια φωνή του Όσβαλντ.



Ο Άινταν με την μορφή του δράκου πάλευε να αναχαιτίσει τις δυνάμεις της Κριστίν έχοντας στην πλάτη του τον Σκορπιό. Άπαντες οι παρευρισκόμενοι πολεμιστές κοιτούσαν με δέος τη χρήση της μαγείας των ρούνων να ξεδιπλώνεται επιτέλους στη μάχη. Η Κριστίν βαστούσε στα χέρια της μία τεράστια ράβδο με την οποία ανακάτευε το ουράνιο στερέωμα δημιουργώντας κεραυνούς και καταιγίδες. Γύρω της η γη σειόταν και η πόλη είχε παραδοθεί στις φλόγες. Χιλιάδες μάγοι είχαν χαθεί, τα μισά γυάλινα κτήρια είχαν μετατραπεί σε ερείπια, ενώ ο Άινταν έστεκε ακόμη έχοντας αποχωριστεί πια την μορφή του δράκου και παλεύοντας να απορροφήσει την ισχυρή μαύρη μαγεία. Σκαρφαλωμένος στην κορυφή ενός βράχου, με το περήφανο ανάστημά του και τα σμαραγδένια του μάτια να λάμπουν μέσα στο μουντό, γκρίζο χρώμα της κακοκαιρίας, έμοιαζε πιο όμορφος από ποτέ. Η μάχη του με τη φρικτή γυναίκα ήταν μία μονομαχία για γερά στομάχια. Το ένα ξόρκι διαδεχόταν το άλλο με απίστευτη ταχύτητα, ενώ κανένας δεν φαινόταν να υποχωρεί.

Ωστόσο, αυτή του η υπερπροσπάθεια να τραβήξει τη μαγεία του σατανικού εργαλείου, που ανήκε κάποτε στους μάγους ευγενείς, ξεκίνησε να δημιουργεί προβλήματα στον ίδιο. Ο Σκορπιός που το κατάλαβε βλέποντας το άλικο αίμα να τρέχει από τη μύτη και τα χείλη του αδερφού του μπήκε μπροστά φωνάζοντάς του να σταματήσει. Η Κριστίν, ωστόσο, μπροστά σε αυτήν τη σίγουρη νίκη, διοχέτευε περισσότερη ενέργεια, η οποία, αν αφηνόταν ελεύθερη, θα σκότωνε εν ψυχρώ σχεδόν όλους τους κατοίκους διαλύοντάς τους το κρανίο από την πίεση. Αν δεν ήταν ο Άινταν να παλεύει με κίνδυνο της ζωής του, οι περισσότεροι θα ήταν ήδη νεκροί. Οι μάγοι τριγύρω το συνειδητοποίησαν και προσπάθησαν να την αποπροσανατολίσουν, προκειμένου να σταματήσει να διοχετεύει ενέργεια στο κορμί του Άινταν, ο οποίος με τα χέρια του υψωμένα, εξακολουθούσε κραυγάζει και να αντιστέκεται.

Μολαταύτα, δευτερόλεπτα αργότερα, ένιωσε την όρασή του να θολώνει και τη στοματική του κοιλότητα να πλημμυρίζει απότομα με αίμα. Προσπαθώντας να πάρει ανάσα, το έφτυσε στο πάτωμα και ο Σκορπιός πήρε άμεσα τη θέση του. Η Κριστίν βρισκόταν πλέον ένα βήμα μπροστά, όταν μία τεράστια σκιά κάλυψε τον ουρανό και ένας πάλλευκος δράκος άρπαξε τη ράβδο, δημιουργία της αλλοτινής μαγείας του Βορρά, με τα κοφτερά του δόντια μέσα σε δευτερόλεπτα. Ο Βάλιμαρ πέταξε γρήγορα και στάθηκε μπροστά από το σαμχαϊκό τερατούργημα. Τα κίτρινα μάτια του ερπετού έλαμψαν δυνατά και το σώμα του κουλουριάστηκε στον αέρα, δημιουργώντας έναν κύκλο που σύντομα έδωσε την θέση του σε μία μαύρη τρύπα στον ορίζοντα, απειλητική και δυνατή σαν μαγνήτη που σε έλκει.

“Πάντοτε θα είμαστε συνδεδεμένοι με τη φύση. Η φύση είναι δυνατή και απόλυτη, αυτή είναι και η αληθινή δύναμη που κρύβουν οι ρούνοι μέσα τους. Εμείς είμαστε οι γητευτές του Φούθαρκ, του ρουνικού αλφάβητου και όποιος πάει κόντρα στη Μητέρα, εκείνη τον εκδικείται και τον καταπίνει για να κλείσει την πληγή της και να πετάξει νέα κλωνάρια, νέους καρπούς. Για να ξεφορτωθεί τους σάπιους” ακούστηκε η βροντερή φωνή του Βάλιμαρ και παρά τις προσπάθειες της Κριστίν, η δύναμη του συμπαντικού κενού που είχε δημιουργήσει το ερπετόμορφο πλάσμα ήταν τόσο μεγάλη, που σχεδόν το δέρμα της ξεκόλλησε. Εκείνη αμύνθηκε, με τα λαμπερά, κίτρινα μάτια του ζώου να γουρλώνουν και την οργή του να ξεσπά για πρώτη φορά μπροστά στα μάτια των ανθρώπων. Πετώντας γρήγορα, τύλιξε το σώμα του γύρω της χρησιμοποιώντας τους αυθεντικούς αρχαίους ρούνους. Εκείνη πάλεψε να τον καρφώσει με ένα αιχμηρό αντικείμενο, ωστόσο παρά την πληγή που του δημιούργησε, ο δράκος έμεινε ανυποχώρητος. Απορροφώντας τη δική της ενέργεια μέχρι την τελευταία σταγόνα, την εκτόξευσε με δύναμη στη μαύρη τρύπα, αφήνοντας πίσω μονάχα τα κόκκαλα.

Μέσα σε δευτερόλεπτα, είχαν και αυτά εξαφανιστεί επιτρέποντας στις αδύναμες απογευματινές ακτίνες του ήλιου να λάμψουν και πάλι στον ορίζοντα, βάφοντάς τον με ένα γλυκό ροδαλό χρώμα.

Απαλό αεράκι φύσηξε και η σκόνη από τα ερείπια κατακάθισε. Οι ακόλουθοι της Κριστίν, εξαφανίστηκαν σχεδόν ουρλιάζοντας και ο Βάλιμαρ έμεινε να ίπταται απαλά πάνω από την πόλη που τιμούσε ιδιαίτερα τα συγκεκριμένα πλάσματα. Οι περισσότεροι μάγοι έκλαιγαν εξατίας των δεινών της απώλειας αγαπημένων τους προσώπων ή από συγκίνηση μπροστά στη μεγαλοπρέπεια του δράκου του Βορρά. Τα νεκρά σώματα περισυλλέγονταν αμέσως προκειμένου να καούν και έπειτα η τέφρα τους θα έμπαινε κάτω από τη γη στα ανάλογα νεκροταφεία, όπως γινόταν σύμφωνα με το τελετουργικό του μαγικού κόσμου. Δύο Εκρού μάγοι πλησίασαν το πεσμένο σώμα του Άινταν και το σήκωσαν ψηλά. Η κατάσταση της υγείας του ήταν ιδιαιτέρως σοβαρή. Το αίμα είχε σχεδόν στραγγίξει από τον οργανισμό του, η γλώσσα του είχε υιοθετήσει ένα παράξενο μαβί χρώμα και τα άκρα του ήταν παγωμένα. Ο Σκορπιός με τον Σύλβαν βρίσκονταν στο πλευρό του, το ίδιο και το μικρό Μπρομ, η Κύβελη, η οποία μέσω της Άρντας ενώθηκε επιτέλους με τον κηδεμόνα της.

Τα καταφύγια ξεκίνησαν να αδειάζουν σιγά σιγά και η Άρντα με τον Τζάκι έτρεξαν προς το μέρος του κατάξανθου νεαρού αγκαλιάζοντάς τον σφιχτά.

«Είσαι ζωντανός! Δόξα τον Θεό» πρόφερε η κοπέλα εμφανώς συγκινημένη και εκείνος άφησε ένα τρυφερό φιλί στα χείλη της και κατόπιν την αγκάλιασε.

«Φοβήθηκα πολύ. Φοβήθηκα μήπως εσύ και το παιδί παθαίνατε κάτι σοβαρό» της είπε και είδαν τον Σκορπιό να τους πλησιάζει.

«Σκορπιός Γκρερ» συστήθηκε τεντώνοντας το χέρι του για χειραψία.

«Ένας από τους πιο διάσημους μάγους, εγγονός του παντοδύναμου και σκοτεινού Κέναρντ» απάντησε η Άρντα.

«Όχι, κυρία. Ο παππούς μου, ο αληθινός είναι ένας άγιος. Λυπάμαι πολύ που ο κόσμος δεν γνώρισε τον Τόμας Κέναρντ Γκρερ. Ωστόσο, πρέπει να πάω στο θεραπευτήριο του Κούρτχολ. Ο αδερφός μου είναι σε κρίσιμη κατάσταση» τελείωσε και αμέσως μία άμαξα με Γκέρμπιλ εμφανίστηκε για να μεταφέρει τον Άινταν και αρκετούς τραυματίες στα επείγοντα.

Η ζωή του κρεμόταν κυριολεκτικά από μία κλωστή, καθώς υπήρχε εσωτερική αιμορραγία και ο εγκέφαλος του είχε υποστεί σοβαρές βλάβες εξαιτίας της υπερβολικής πίεσης και προσπάθειας. Ο Σκορπιός καθόταν δίπλα του με μάτια βουρκωμένα, όταν ένιωσε το μικρό ημερολόγιο της τσέπης του να δονείται. Ήταν η μικρή του αδερφή, η Σελίν που του είχε γράψει:

“Αδερφούλη μου, ο μπαμπάς μού είπε πως θα ήθελε να σε δει”.

Τη στιγμή εκείνη η ανάσα του κόπηκε. Με χέρια βρώμικα και ματωμένα πάλεψε να της απαντήσει δίχως να τρέμει. Τα συναισθήματά του ήταν ανάμεικτα. Δεν ήξερε αν θα έπρεπε να χαρεί ή να οργιστεί περισσότερο. Πώς ήταν δυνατόν ο Μπαστιέν να είχε αλλάξει γνώμη τόσο ξαφνικά; Το μόνο που της απάντησε ήταν πως θα καθυστερούσε, καθώς έπρεπε να παραμείνει στο πλευρό του αδερφού του.

Στο θεραπευτήριο έφτασαν σχεδόν άμεσα. Το σώμα του Άινταν είχε ξεκινήσει να μελανιάζει. Στα αυτιά του δεν έφτανε πια η βοή του κόσμου, μήτε η κραυγή η αποχαιρετιστήρια του Βάλιμαρ. Ο Άινταν διασωληνώθηκε αμέσως με τις αισθήσεις του να μην έχουν επανέλθει, ενώ ο Σκορπιός συνέχισε να μιλά με τη Σελίν μέχρι αργά το βράδυ.

“Σήμερα το πρωί κάποιος πήρε τηλέφωνο τον μπαμπά και του είπε πως θα έπρεπε να παρευρεθεί στη Βουλή στο Παρίσι. Του εξήγησαν πως όσοι πολίτες έχουν έρθει σε επαφή με μάγους ή έχουν παιδιά με μαγικές ικανότητες έπρεπε να πάνε επειγόντως. Όταν επέστρεψε, ήταν διαφορετικός και βρήκα το θάρρος να του δείξω το ημερολόγιό μας ξανά και τις συζητήσεις μας. Του διάβασα άπειρες συμβουλές σου, ενώ παρά το γεγονός πως μας χωρίζει η απόσταση των δύο κόσμων, εσύ είσαι πάντα εδώ για εμένα. Δεν σου κρύβω πως φοβάμαι. Έμαθα για τον πόλεμο, το έμαθε και ο μπαμπάς. Μιλούσαμε για αρκετή ώρα, για τη σχέση που είχε με τη μαμά σου και το γεγονός πως είχε αρνηθεί την ύπαρξη της μαγείας, γιατί πολύ απλά τη φοβόταν. Εγώ, ωστόσο, του είπα την κουβέντα που μου είχες πει και εσύ κάποτε. Πως η μαγεία, όπως και οποιαδήποτε δύναμη στον κόσμο, μπορεί να γίνει όπλο που θα σκοτώσει ή που θα βοηθήσει. Πως πρέπει να δώσει μία ευκαιρία σε αυτόν τον υπέροχο κόσμο, καθώς είναι και εκείνος κομμάτι του. Είναι ο πατέρας σου. Σε παρακαλώ, δώσε του μία ευκαιρία και έλα. Θα χαρώ πολύ να σε δω και εύχομαι να είσαι καλά. Φέρε και τον αδερφό σου, αν θέλεις” του έγραψε η μικρή και δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του Σκορπιού.

Δίπλα του ο Άινταν ψυχορραγούσε, ωστόσο δεν ήταν σίγουρος αν θα είχε ποτέ την ευκαιρία να σφίξει στην αγκαλιά του τη μικρή. Θα πήγαινε με την ελπίδα πως αυτή η συνάντηση θα ήταν ξεκούραστη και διαφορετική. Οικογένεια στην ουσία δεν διέθετε και όμως ένιωθε πως την είχε πιο πολύ ανάγκη από ποτέ.



Η κεντρική αίθουσα του Μπερζελόν είχε μεταμορφωθεί σε ένα επικίνδυνο πεδίο μάχης. Στην ουσία, κανένας μας δεν διέκρινε τις φιγούρες των πολεμιστών. Έβλεπες μονάχα το φως να πολεμά το σκοτάδι. Ωστόσο, κάπως έτσι ήταν τα πράγματα και στη ζωή. Οι δύο αιώνιες, αντίθετες, αρχέγονες δυνάμεις του κόσμου βρίσκονταν πάντοτε σε μία διαρκή σύγκρουση. Για λίγο ο Κέναρντ φάνηκε να υποχωρεί. Στέκονταν ο ένας απέναντι από τον άλλο, με τα ξόρκια να διαδέχονται το ένα το άλλο. Οι μάγοι δεν πρόφεραν τα λόγια, δεν χρειαζόταν. Ο Κέναρντ πολεμούσε με τους ρούνους στο πλευρό του, μα ο Όσβαλντ γνώριζε πολύ καλά πώς να τους διαλύσει. Είχε εκπαιδευτεί σε αυτό. Εξάλλου μαζί με τον αλλοτινό του φίλο πάλευε για καιρό να φτάσει στο σημείο να μπορεί να τους αντιμετωπίζει.

Ο Κέναρντ τον κοίταξε με μάτια σκοτεινά, ενώ τα αντίστοιχα του Όσβαλντ έλαμπαν ολόλευκα. Τη στιγμή εκείνη του ήρθε στο μυαλό η εικόνα μίας τρομερής ικανότητας του αντιπάλου του. Ο Κέναρντ από πολύ νεαρή ηλικία μπορούσε να σταματήσει τον χρόνο. Το ξόρκι αυτό ήταν τρομερά ισχυρό και φυσικά δεν θα δίσταζε να χρησιμοποιήσει αυτήν την ιδιόμορφη δεξιότητα. Οι δαμαστές του χρόνου ήταν τρομερά σπάνιοι, μα για καλή του τύχη ο γείτονας και φίλος του του είχε διδάξει να τον σπάει σε περίπτωση που κάποιος τον πάγωνε. Πράγματι, σε δευτερόλεπτα όλα ξεκίνησαν να κινούνται αργά. Ο ίδιος ο Όσβαλντ ξεκίνησε να ακινητοποιείται, ώσπου πάγωσε εντελώς. Ο Κέναρντ στάθηκε απέναντί του έχοντας σχηματισμένο ένα σαρδόνιο χαμόγελο. Στα χέρια του συγκέντρωνε ενέργεια την οποία ετοιμαζόταν να εξαπολύσει ενάντια σε έναν φίλο που πλέον δεν αναγνώριζε. Ο Όσβαλντ, τότε, διατηρώντας απόλυτα την ψυχραιμία του, ξεκίνησε να συγκεντρώνεται στο εδώ και τώρα. Στη σκέψη του ήρθε το ξόρκι που ήθελε να χρησιμοποιήσει και το μυαλό του τον καθοδήγησε μέσα από ένα στενό μονοπάτι στον χωροχρόνο, μέχρι που ακολούθησε μία τεράστια έκρηξη και ο μανδύας του Κέναρντ τυλίχτηκε στις φλόγες. Τρελαμένος εκείνος τινάχτηκε πίσω, μα του ήταν αδύνατον να τη σβήσει. Μέσα στον πανικό του ξεκίνησε να του λέει:

«Γνωρίζω πολύ καλά τον λόγο που η ψυχή σου κρατήθηκε στη ζωή. Γνωρίζω τον σκοπό της σύντομης επιστροφής σου. Για την ώρα θα πηγαίνω, μα θα τα ξαναπούμε στους κήπους της σαμχαϊκής Επινουά. Εκεί ο στρατός μου θα της χτυπήσει την πόρτα. Η Σχολή θα πέσει στα χέρια μου και τότε οι μάγοι του Ερέβους, οι Σιωπηλοί, οι Σκιεροί, θα επικρατήσουν και από τα δικά τους χέρια, θα παλουκώνονται όσοι τους προκάλεσαν κακό. Οι φυλακές θα αδειάσουν και το όνομά μου θα μείνει στην ιστορία. Τίποτε δεν τελείωσε ακόμη. Η αυγή που θα ξημερώσει θα είναι κόκκινη σαν το αίμα που θα χυθεί. Να με περιμένετε.» τελείωσε και ευθύς το σώμα του εξαφανίστηκε έχοντας τηλεμεταφερθεί, το ίδιο και εκείνο των ζοφερών υπηκόων του.

Για λίγο βασίλεψε η σιωπή η βαριά της αμηχανίας. Τα γεγονότα που είχαν μόλις διαδραματιστεί ήταν πολλά και χρήζανε επείγουσας ανάλυσης. Ωστόσο, ήταν σχεδόν μεσημέρι και ο χρόνος μας πίεζε. Εγώ με τον Γουίλ στρέψαμε το βλέμμα μας στον Όσβαλντ μη γνωρίζοντας τι θα ήταν σωστό να ειπωθεί.

«Μου φαίνεται σαν ψέμα» του είπε ο Γουίλ και ο Όσβαλντ χαμογέλασε.

Δύο λεπτά αργότερα, η Εμίλια μας πλησίασε και μας αγκάλιασε σφιχτά κλαίγοντας.

«Για λίγο πίστεψα πως δεν θα σας ξαναέβλεπα ποτέ. Παρά το νεαρό της ηλικίας μου, έχω μεγαλώσει πολλά παιδιά και εσάς, όπως και τον Σκορπιό, σας νιώθω σαν δικά μου παιδιά. Ήμουν δίπλα σας σε κάθε σας ανάγκη, κάθε σας δάκρυ φόβου, κάθε χαρά. Τον Σκορπιό τον μεγάλωσα από βρέφος, τον είδα να υποφέρει εξαιτίας του προβλήματος της κατάρας και να μεγαλώνει πια και να γίνεται ολόκληρο παλικάρι, μα πάνω από όλα να μπορεί πλέον να είναι ο εαυτός του. Όσβαλντ, χαίρομαι τόσο που σε γνωρίζω επιτέλους. Νόμιζα πως...» πήγε να του πει.

«Μην ανησυχείς, Εμίλια. Με τάιζε καναβούρι με το κιλό ο ξανθός νεαρός από εδώ. Μου προκαλούσε φούσκωμα στο στομάχι, αλλά αν του έλεγα ως κουκουβάγια πως θα προτιμούσα χοιρινό κότσι καραμελωμένο, θα με ξεπουπούλιαζε» της είπε ο άνδρας και όλοι τους έσκασαν στα γέλια.

«Ειλικρινά, μου είχες κάνει την ζωή τρένο» έσκουξε ο Κρις.

«Τρένο κάρβουνου να υποθέσω, τέτοιος αργόστροφος που ήσουν» απάντησε ο Όσβαλντ αγκαλιάζοντας τον Κρις από τον λαιμό. «Θα πρέπει να φύγω μαζί με τα εγγόνια μου για λίγο. Κατόπιν, θα πρέπει να παραδώσω κάτι και έπειτα να πηγαίνω. Εξάλλου, αυτή ήταν και η συμφωνία από την αρχή. Μόλις ο σκοπός εκπληρωθεί, η ψυχή μου θα αποχωρήσει, όπως και εκείνη του Κέναρντ» τελείωσε και έκανε σήμα σε εμένα και τον Γουίλ να κρατήσουμε σφιχτά το χέρι του, ενώ οι υπόλοιποι θα επέστρεφαν στην Επινουά.

Μου ήταν εύκολο να μαντέψω τον τόπο στον οποίο θα διακτινιζόμασταν. Ήταν το Μούρκλιφ, εκεί που είχαμε γεννηθεί και που το πατρικό μας είχε πια ρημάξει. Βαδίσαμε και οι τρεις μαζί, ενώ εμένα το βλέμμα μου στράφηκε προς την πλευρά όπου βρισκόταν το νεκροταφείο των γονιών μου. Το Μούρκλιφ έμοιαζε με μικρό χωριό και μέσα του ήταν κλειδωμένες όλες μας οι αναμνήσεις των παιδικών χρόνων. Ο Όσβαλντ βάδιζε μπροστά μας σίγουρος, μέχρι που έφτασε μπροστά σε δύο μισοκατεστραμμένα σπίτια. Το ένα ήταν μικρότερο και πιο φωχικό, σε αντίθεση με το διπλανό του, που αν και αρχοντικό, είχε πλέον ρημάξει. Δίνοντας ώθηση, έκατσε επάνω στην πέτρινη μάντρα που τα χώριζε και μας έκανε σήμα να τον μιμηθούμε.

«Πριν από πολλά χρόνια, αιώνα θα έλεγα, εγώ με την οικογένειά μου μετακομίσαμε σε αυτό εδώ το αρχοντικό που βλέπετε από το Κλίφγκεϊτ. Σε αυτήν εδώ την αυλή έπαιζα συχνά με τα αδέρφια Γκρερ, καθώς αυτό το σπίτι που στέκεται ακόμη δίπλα από το δικό μου, ανήκε στην οικογένειά τους. Θυμάμαι, πως η μητέρα του Κέναρντ, του κολλητού μου, λάτρευε τις ροδακινιές γιατί όπως μας έλεγε, οι ανθοί των δέντρων αυτών είχαν μία ιδιαίτερη ευωδία αλλά και τους κάκτους που ο Κέναρντ ονόμαζε ανθρωποφάγους. Έπειτα, εγώ και ο Κέναρντ σκαρφαλώναμε στα δέντρα της, όταν είχαν ωριμάσει λίγο οι καρποί και τους κόβαμε για να τους φάμε, ενώ εκείνη μας κυνηγούσε ολόγυρα φωνάζοντας πως δεν σεβόμασταν τους κόπους της. Αν ξεκινήσω να μιλώ για τα παιδικά μας χρόνια, δεν θα τελειώσω ποτέ. Τα χρόνια τότε ήταν όμορφα, πιο αθώα. Το χρώμα δεν διαδραμάτιζε κανέναν απολύτως ρόλο, οι Σάμχαϊν βρίσκονταν σε πολύ υψηλές θέσεις στην κοινωνία και στα Υπουργεία, όταν όλα τα κατέστρεψε μία γυναίκα που έκανε την αρχή, έχοντας τη λαμπρή ιδέα να κάνει κτήμα της μία δύναμη που ανήκει κατ’ αποκλειστικότητα στη μητέρα φύση και τους δράκους. Ήθελε να χρησιμοποιήσει το ρουνικό αλφάβητο, καταστρέφοντας αρχικά τον Κέναρντ με τον οποίο είχε πάθει εμμονή. Ευτυχώς, είχαμε αμφότεροι προνοήσει για τη δύσκολη στιγμή και έτσι, με τη βοήθεια των δράκων αλλά και του ίδιου του Θανάτου, η ψυχή μας θα διατηρούνταν έχοντας ανειλημμένες υποχρεώσεις εδώ στη Γη. Ο Κέναρντ έπρεπε να βρει εσένα ή οποιονδήποτε άλλον για να σκορπίσει την αλήθεια στον κόσμο και στα εγγόνια του, ενώ εγώ έπρεπε να βοηθήσω σε μία μάχη δύσκολη τη στιγμή που όλα θα κρέμονταν από μία κλωστή, παραδίδοντας αυτό το πολύτιμο δαχτυλίδι σε κάποιον. Στον Σιμεόν Γκρερ. Είναι εκείνο το άτομο που θα πολεμήσει τον Κέναρντ και θα τον στείλει στην Κόλαση, μιας που κάποτε, με δική του απόφαση και πάλι, η ψυχή αυτή η καταραμένη συνέχισε να σέρνεται εξαιτίας του όρκου που είχε δοθεί ανάμεσά τους, αλλά και εξαιτίας του γεγονότος πως το κουφάρι του ποτέ δεν κάηκε» τελείωσε.

«Όμως, αν καιγόταν, η αλήθεια δεν θα έβγαινε ποτέ στο φως» του είπα και μου χάιδεψε τα μαλλιά απαλά.

«Η αλήθεια, Κένταλ μου, βγαίνει πάντοτε στο φως. Αυτό να το θυμάστε και οι δύο όταν θα πολεμήσετε ξανά, όπως επίσης και το γεγονός πως σας αγαπώ. Λυπάμαι που δεν γνωρίζατε τόσον καιρό ποιος ήμουν, μα η ταυτότητά μου έπρεπε να παραμείνει μυστική, μέχρι να ερχόταν η ώρα. Αυτή ήταν και η συμφωνία με τους δράκους που κράτησαν εμένα και τον Κέναρντ ή Τόμας σε ένα είδος ύπαρξης. Κένταλ, μοιάζεις τόσο στον πατέρα σου και ο αδερφός σου στη μητέρα σου. Εκτός από τον Έλτον, τον πατέρα σας, είχα ακόμη έναν υιό, τον Κάρολους. Σκοτώθηκαν και οι δύο, όπως και η μητέρα σας, αλλά και η γυναίκα μου και γιαγιά σας, η Ερμίνα, η οποία δεν ήταν μάγισσα αλλά άνθρωπος κανονικός στον πόλεμο εκείνο. Φεύγοντας, θα ανάψω ένα κεράκι βανίλιας στον τωρινό τόπο κατοικίας τους, το έχω ανάγκη» ολοκλήρωσε και κατέβηκε από το τειχάκι.

Οι τρεις μας αγκαλιαστήκαμε σφιχτά, με τον Γουίλ για πρώτη φορά να βουρκώνει αφήνοντας ελεύθερο τον εαυτό του να παρασυρθεί από τα έντονα συναισθήματα που ήταν διάχυτα στην ατμόσφαιρα. Από όλα όσα είχα ακούσει, αναρωτιόμουν πώς είχε καταφέρει να γνωρίσει τη γιαγιά, όντας κανονικός άνθρωπος εκείνη και εκείνος μάγος.

“Σε μία εκδρομή στο Παρίσι. Ήμασταν μόνο δεκαεπτά” απάντησε ο Όσβαλντ στο μυαλό μου και τον είδα να χαμογελά συνεχίζοντας να κοιτάζει τον Γουίλ που πήρε τον λόγο.

«Είχα τόση ανάγκη να σφίξω στην αγκαλιά μου ένα δικό μου πρόσωπο. Προκειμένου για να σταθώ δυνατός δίπλα στην αδερφή μου όλα αυτά τα χρόνια, δεν άφησα ποτέ την πίκρα και το μαράζι να με κυριεύσουν. Μου έλειπαν η μαμά και ο μπαμπάς, εσείς και οι τρελές ιστορίες που θα μας αφηγούσασταν από το όμορφο παρελθόν, όπως τώρα. Σε άκουγα και νόμιζα πως ήμουν ξανά δέκα χρονών και πως γύρω μας υπήρχε ένα όμορφο σαλόνι, ενώ εμείς ανταλλάσσαμε ιστορίες σαν παππούς με εγγόνια, όπως τώρα. Πως δεν υπήρχαν μπροστά μας τα ερείπια της οικογένειάς μας» τελείωσε έχοντας συγκινήσει και εμένα.

Ο Όσβαλντ εμφανώς στεναχωρημένος φίλησε το μέτωπό του.

«Το βλέμμα σου να το διατηρείς πάντοτε περήφανο κοιτάζοντας μπροστά. Έχετε καθήκον να υπερασπιστείτε την αρχαιότερη Σχολή Μαγείας. Όταν το μένος του τέρατος ξεσπάσει, εγώ δεν θα είμαι εκεί, ωστόσο όλοι όσοι αγαπήσατε και σας αγάπησαν, θα ζουν πάντοτε μέσα στην καρδιά σας» πρόφερε και φιλώντας μας για μία τελευταία φορά, χάθηκε σαν τη σκιά βαδίζοντας στα στενά μονοπάτια του Μούρκλιφ με κατεύθυνση το νεκροταφείο.

Με τον αδερφό μου μείναμε να τον κοιτάζουμε περίλυπα, όταν του είπα ξεσπώντας σε δάκρυα:

«Μισώ τους αποχωρισμούς! Από την ζωή μου διαρκώς χάνονται τα άτομα που έχω λατρέψει. Πρώτα οι γονείς μας, μετά οι παππούδες μας, ο Τόμας μου...» ψιθύρισα το τελευταίο όνομα για να νιώσω την οικεία αγκαλιά του αδερφού μου, το καταφύγιό μου.

«Εγώ δεν θα πάω πουθενά. Ούτε και ο Σκορπιός. Ξέρω πόσο τον αγαπάς και πιστεύω πως θα είναι δίπλα σου σε μία υπέροχη ζωή, όταν όλα αυτά θα έχουν τελειώσει» με ενθάρρυνε.


Ο Όσβαλντ κινούταν αέρινα σχεδόν στον τόπο όπου μεγάλωσε. Ώρες ώρες ένιωθε σαν ένα παράταιρο κομμάτι μίας άλλης εποχής. Τα πάντα γύρω του είχαν αλλάξει. Ως Άρθουρ δεν είχε επισκεφτεί ποτέ το Μούρκλιφ, καθώς φοβόταν πως οι αναμνήσεις θα τον λύγιζαν και η ώρα δεν είχε ακόμη φτάσει. Σε κάθε γωνιά υπήρχε και μία ανάμνηση με το γειτονάκι του, τον κολλητό του, τον Κέναρντ. Οι τρέλες τους, τα παιχνίδια τους και τα πειράγματα στους γείτονες. Κατηφορίζοντας στο μικρό νεκροταφείο βρήκε μία φιγούρα σκυφτή, να κάθεται σε ένα πεζούλι και να κοιτάζει προς την κατεύθυνση ενός τάφου. Δεν είχε αντιληφθεί την παρουσία του και ο Όσβαλντ κατάλαβε αμέσως πως ήταν ο Σιμεόν, ο οποίος είχε γεράσει απότομα, σαν να τον είχε τραβήξει με το ζόρι ο χρόνος. Καθόταν σκεπτικός και άνευρος μπροστά από τον τάφο του Γουίλφρεντ.

«Σιμεόν...» τον φώναξε σιγανά και εκείνος έστρεψε τα κυανά του μάτια επάνω του.

Μία λάμψη ζωηρή τα διέσχισε και για λίγο θαρρείς και η ζωή είχε επιστρέψει μέσα του.

«Το ήξερα! Το ένιωθα πως υπήρχες ακόμη! Χρόνια τώρα, Όσβαλντ! Θεέ μου...» ψιθύρισε και έπεσε στην αγκαλιά του.

«Να σου συστηθώ. Ονομάζομαι γερο-Άρθουρ» του είπε κρυφογελώντας και τον έκανε να χαμογελάσει.

«Το είχα καταλάβει. Ένιωθα την ενέργεια γύρω μου να πηγάζει από αυτό το σπαστικό πτηνό και να που τελικά είχα δίκιο. Η προσωπικότητά σου δεν άλλαξε καθόλου» πρόφερε ο Σιμεόν.

«Αδερφέ, δεν γινόταν να παραμένω σιωπηλός. Έφτασα σε σημείο να μου βάζει ο ανηψιός σου πινέζες έξω από το δωμάτιό του, για να μη στέκομαι εκεί κράζοντάς τον» του είπε και ο Σιμεόν γέλασε.

«Πάντοτε ήσουν πειραχτήρι. Όλες τις αποβολές τις είχαμε συγκεντρώσει σαν παράσημα εξαιτίας σου» του είπε ο Σιμεόν, παρατηρώντας ωστόσο ένα ψήγμα λύπης να ταλανίζει την ψυχή του φίλου του.

«Σιμεόν, έχω έρθει για να σε αποχαιρετήσω και να σου παραδώσω αυτό» του είπε δείχνοντάς του το δαχτυλίδι και βγάζοντάς το προσεκτικά από το χέρι του, το πέρασε στο δικό του.

«Το δαχτυλίδι του Γκρίσαμ και ο μοναδικός γητευτής ρούνων. Απίστευτο! Ο δράκος-αφέντης Γκρίσαμ το κατασκεύασε για εσένα» φώναξε με ενθουσιασμό ο Πορφυρός μάγος.

«Όλα ήταν καλά μελετημένα από εμένα και τον αδερφό σου σε περίπτωση ανάγκης. Η Κριστίν είχε απλώσει τη δύναμή της επικίνδυνα πολύ. Έπρεπε κάτι να κάνουμε γι’ αυτό και γνωρίζαμε πως ήμασταν στόχος της. Ο Κέναρντ, λοιπόν, θα είχε την προβολή του και εγώ το δαχτυλίδι. Αυτό με κρατούσε στη ζωή για να παραδοθεί στην ώρα του, με την μελλοντική άνοδο της ζοφερής δύναμης της Κριστίν. Ήρθε η ώρα λοιπόν» του είπε και ο Σιμεόν, αφού κοίταξε το κόκκινο πετράδι που δέσποζε στο κέντρο του, ένιωσε τα μάτια του να βουρκώνουν.

«Αυτό σημαίνει...» ξεκίνησε να λέει.

«Ακριβώς. Αυτό σημαίνει πως την τελική μάχη θα την δώσεις εσύ απέναντι στον Κέναρντ» του είπε.

«Τον αδερφό μου...» ψιθύρισε ο Σιμεόν.

«Ο αδερφός σου, ο αληθινός Κέναρντ, με καρτερά στην είσοδο της Περιφέρειας του Αντίστροφου Χρόνου, μαζί με την ψυχή της Έλσας που περιμένει με τη σειρά της τη λύτρωση. Το τρένο του χρόνου έχει αποχωρήσει ήδη για εμάς και μας έχει ξεχάσει, Σιμεόν. Βοήθησέ μας να φύγουμε» τελείωσε ο Όσβαλντ και ο Σιμεόν ένευσε καταφατικά.

«Στο υπόσχομαι» ήταν η μόνη κουβέντα που ξεστόμισε και οι δύο άνδρες αγκαλιάστηκαν σφιχτά.

«Εις το επανιδείν» του ευχήθηκε ο Όσβαλντ, με την ψυχή του πια να πετά προς την Επικράτεια του Αντίστροφου χρόνου, έχοντας εκπληρώσει τον σκοπό της.

Ο Σκορπιός βάδιζε στις υπόγειες κατακόμβες έχοντας μία πλαστή ταυτότητα προκειμένου να περάσει στον κόσμο των απλών ανθρώπων. Τον τελευταίο καιρό, εξαιτίας της επιστροφής και της ανόδου της δύναμης των Σάμχαϊν, τα ταξίδια και οι μετακινήσεις των μάγων είχαν μειωθεί σημαντικά και ελέγχονταν τακτικά. Οι περισσότεροι Υπουργοί του Μαγικού Κόσμου είχαν επιστρέψει από το ταξίδι της συνάντησής τους με τους αντίστοιχους των ανθρώπων. Βγαίνοντας έξω στην Πόλη του Φωτός, ο Σκορπιός πήρε μία βαθιά ανάσα, ενώ ο κόσμος κοιτούσε τα κουρελιασμένα του ρούχα και τα πολλαπλά του τραύματα εξαιτίας της μάχης με την Κριστίν.

Εκείνος ωστόσο δεν νοιαζόταν για τα άκομψα βλέμματά τους. Παρατηρούσε γύρω του τους ρυθμούς της πόλης και τις ομορφιές που πήγαζαν από την ειρήνη που επικρατούσε σε αυτή τη γωνιά του πλανήτη. Τον δρόμο για το σπίτι του πατέρα του τον θυμόταν, παρά το γεγονός πως είχε έρθει μονάχα μία φορά. Είχε καλή μνήμη η οποία τον εμπόδιζε να ξεχάσει και την απαίσια συμπεριφορά του απέναντί του. Ήθελε ωστόσο να δει τη μικρή Σελίν. Του είχε λείψει όσο τίποτε. Αμήχανα λοιπόν ανέβηκε τους ορόφους φτάνοντας στο κατώφλι του διαμερίσματος και χτυπώντας απαλά. Ευθύς η πόρτα άνοιξε για να τον υποδεχτεί ένα κοριτσάκι. Η αδερφή του έπεσε στην αγκαλιά του τρομοκρατημένη για την κατάσταση του νεαρού.

«Αδερφούλη μου; Είσαι καλά;» τον ρώτησε.

«Μια χαρά! Έκανα μαγικά και πούφ! Έσκασαν επάνω μου!» της είπε παλεύοντας να την κάνει να γελάσει, όταν είδε τον Μπαστιέν να ξεπροβάλει και να τον κοιτάζει έντρομος.

«Σκορπ… υιέ μου;» ψέλλισε καταβάλλοντας προσπάθεια και ο νεαρός τον κοίταξε ειρωνικά.

«Αφού δεν σου βγαίνει, μην το παλεύεις» του πέταξε και ο Μπαστιέν ξεφύσησε.

«Έλα, κάθισε, θα σου φέρω καθαρά ρούχα να φορέσεις, αφού κάνεις ένα ζεστό μπάνιο. Δεν κάνει να μένουν έτσι οι πληγές σου» του είπε μα ο Σκορπιός δεν απάντησε αμέσως.

«Τι άλλαξε;» τον ρώτησε και ο Μπαστιέν βαστώντας ένα άλμπουμ στα χέρια του, τον πλησίασε.

«Μας κάλεσαν στο Υπουργείο, όλους όσους έχουμε έρθει σε επαφή με μάγους ή μαγικά πλάσματα. Θαρρώ πως ο κόσμος σου, λοιπόν, γνωρίζει πολύ καλά τα πάντα για όλους εμάς τους υπόλοιπους. Η αλήθεια, από την Γαλλία ήμασταν ελάχιστοι οι καλεσμένοι, ενώ προς μεγάλη μου έκπληξη κατάλαβα πως όλα τα Υπουργεία και οι εκάστοτε Πρόεδροι και Πρωθυπουργοί του κόσμου είναι ενήμεροι. Μας μίλησαν για πολύ ώρα για τη μαγεία και για τους μάγους. Αρχικά φοβήθηκα. Δεν μπορούσα να πιστέψω πως παράλληλα με εμάς ζούσαν όλα αυτά τα τόσο διαφορετικά πλάσματα, όπως η μητέρα σου. Εν συνεχεία, ξεκίνησα να σκέφτομαι πως ουσιαστικά τόσο εσείς, όσο και εμείς ζητάμε κοινά πράγματα στη ζωή. Τον έρωτα, την αγάπη, την ειρήνη, την ευτυχία. Ο κόσμος σου κινδυνεύει, έτσι δεν είναι;» τον ρώτησε και ο Σκορπιός απλώς ένευσε θετικά. «Σκορπιέ, αν θέλεις, μείνε εδώ. Δεν χρειάζεται να επιστρέψεις...»

«Όχι. Θα πολεμήσω και θα επιστρέψω γι’ αυτούς που αγαπώ και με αγαπούν. Που δεν με απέρριψαν, που με έψαξαν...» του είπε θυμωμένα.

«Το ξέρω πως δεν σε αναζήτησα, όμως για εμένα ήταν περίεργο όλο αυτό. Φοβήθηκα τη φύση της μητέρας σου πολύ και λυπάμαι ειλικρινά. Να ξέρεις πως θα ήθελα να κάνουμε μία προσπάθεια να γνωριστούμε, αν το θέλεις και εσύ» του είπε ο Μπαστιέν και τότε η Σελίν τραβώντας του το μανίκι τον παρακάλεσε:

«Δώσε μία ευκαιρία στον μπαμπά. Κάνε το για εμένα» του ζήτησε γλυκά ανοίγοντας το αλμπουμ με παλιές φωτογραφίες των γονιών του Σκορπιού αποσπώντας του για λίγο την προσοχή.

Ο Σκορπιός την κοίταξε και της ανακάτεψε τα μαλλιά παιχνιδιάρικα.

«Σου έχω αδυναμία και ας μην έχουμε μεγαλώσει μαζί. Εντάξει, αλλά ελπίζω να μην το μετανιώσω» τελείωσε κοιτάζοντας λοξά τον Μπαστιέν, ενώ η μικρή χοροπηδούσε αδιάκοπα.

Ο Σκορπιός κατευθύνθηκε στο μπάνιο για να ξεπλύνει τις πληγές του και να βάλει καθαρά ρούχα. Το μυαλό του ωστόσο έτρεχε πίσω στη Βέρνια και στον Άινταν που βρισκόταν στο νοσοκομείο, ενώ σκεφτόταν και την Εμίλια και την Κένταλ. Πόσο πολύ του είχαν λείψει. Εκείνοι ήταν η οικογένειά του η αληθινή και η πρώτη στην καρδιά του. Έπρεπε να επιστρέψει άμεσα. Ευχαριστώντας τυπικά τον πατέρα του και αγκαλιάζοντας σφιχτά την αδερφή του, στάθηκε στο κατώφλι της πόρτας.

«Να προσέχεις...» ήταν η τελευταία κουβέντα που άκουσε από τον πατέρα του και για λίγο ένιωσε το ηθικό του να αναπτερώνεται.



Στην Σχολή της Επινουά επικρατούσε πανικός προετοιμασιών. Η κατάρρευση της Κριστίν είχε δώσει ελπίδες πολλές και τώρα μάγοι από κάθε γωνιά της Γαλλίας και όχι μόνο, όλων των χρωμάτων, συνέρρεαν στην πέτρινη γέφυρα της πιο αρχαίας Σχολής μαγείας. Οι περισσότεροι παρακολουθούσαν τη συνάθροιση από τα παράθυρα, όταν από το βάθος ξεπρόβαλε για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια ο στρατός των Εβένινων μάγων φορώντας την στολή των Σάμχαϊν με τον μαύρο πήγασο στην πλάτη, έτοιμος να πολεμήσει ενάντια στις ρατσιστικές και απόλυτες απόψεις του Κέναρντ. Ήταν άνθρωποι σαν τον Σύλβαν Νίψον που αγαπούσαν την ειρήνη και είχαν όνειρα στη ζωή τους, όνειρα που έμειναν στάσιμα και απραγματοποίητα. Στη θέα τους άπαντες πισωπάτησαν και πάγωσαν, ενώ μπροστά τους εμφανίστηκαν οι καθηγητές της Σχολής με τον Κρίστοφερ και τον Τρόυ να χαμογελούν.

«Αδερφοί μου, καλωσήρθατε στην Σχολή σας. Χαιρόμαστε που απόψε θα πολεμήσουμε δίχως χρώμα αλλά με μία καρδιά ενωμένη. Η σωτηρία αυτόυ του τόπου και η ειρήνη θαρρώ πως είναι υπόθεση όλων μας, όλων των μάγων ανεξαρτήτως αύρας και ιστορίας» είπε ο Κριστόφερ και τον λόγο πήρε ο Σύλβαν ως αρχηγός δικός τους.

«Βρέθηκα στο πλάι σου και σε θαυμάζω Εκρού μάγε. Πρεσβεύεις όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που κάνουν κατάλληλο έναν εκπαιδευτικό. Στα χέρια σου οι νέοι του σήμερα έχουν πολλά να διδαχτούν. Θα χαρώ να πολεμήσω για τα πιστεύω σου, που είναι και δικά μου» τελείωσε και υποκλίθηκε μπροστά στον Κρίστοφερ με τους υπόλοιπους να ακολουθούν το παράδειγμά του και να εισέρχονται στη Σχολή, της οποίας οι κήποι είχαν ερημώσει για τα καλά, καθώς όλες οι νεράιδες, έχοντας αντιληφθεί τον κίνδυνο, είχαν εξαφανιστεί.

Τα τεράστια μοναστηριακά τραπέζια της αίθουσας του πρωινού είχαν τραβηχτεί, ώστε να δημιουργηθεί χώρος για τους πολεμιστές. Έξω ο ουρανός σιγά σιγά σκοτείνιαζε και ο καιρός αγρίευε επικίνδυνα. Λίγα λεπτά αργότερα οι πρώτες ψιχάλες βροχής ξεκίνησαν να πέφτουν σαν τα δάκρυα του Θεού πριν τη μεγάλη σφαγή. Ο Κρίστοφερ, ο Τρόυ και ο Σύλβαν παρακολουθούσαν από το παράθυρο τον μουντό καιρό, καθώς και την πλήρη ερήμωση του κήπου της Επινουά. Η ώρα είχε πλέον έρθει και οι πρώτες, αχνές σκιές, μπερδεμένες και καμουφλαρισμένες από τα πυκνά σύννεφα και τον ομιχλώδη ιστό που κάλυπτε το ουράνιο στερέωμα, ξεκίνησαν να κάνουν αργά την εμφάνισή τους, σημαίνοντας και την αρχή του πολέμου.



Την ίδια στιγμή η Εμίλια έτρεχε στα επείγοντα όπου νοσηλευόταν ο Άινταν. Ζήτησε την άδεια από δύο Ναΰρι, προκειμένου να της επιτρέψουν να εισέλθει, για να τον βρει να κοιμάται. Έτσι συνέβαινε με τους μάγους στην περίπτωση σοβαρού τραυματισμού. Έριχναν τον οργανισμό τους σε ένα είδος λήθαργου, για να αναρρώσουν γρηγορότερα.

«Αγάπη μου...» ψιθύρισε η Εμίλια βαστώντας του το χέρι τρυφερά. «Πόσα κατάφερες τα τελευταία χρόνια μονάχα να ήξερες. Είναι τόσο δύσκολο ο άνθρωπος να σώσει την ψυχή του, όταν αυτή έχει μάθει να ζει στο σκοτάδι. Εσύ, ωστόσο, ήσουν μάλλον κάτι παραπάνω από άνθρωπος. Ήσουν πάντα ένα αθώο παιδί που σιωπηλά εκπλιπαρούσε για λίγη αγάπη. Δεν ζητούσες κάτι σπουδαίο, εξάλλου η αγάπη, όσο πολύτιμη και αν είναι, δεν κοστίζει. Πάντοτε θα κουβαλώ μέσα μου, εκείνη την πρώτη μας βόλτα στο Παρίσι. Τότε που μάθαινες τα όριά σου και που ακροβατούσες ανάμεσα στο τώρα και στο κάποτε. Σε αγαπώ γι’ αυτό που είσαι. Για τις σκιές και το φως σου, για το θάρρος και το θράσος σου, για όλα Άινταν Γκρερ» ψέλλισε ακουμπισμένη κοντά του.

«Και εγώ σε αγαπώ, Εμίλια Κλαρκ, γιατί είμαι όλα αυτά χάρη σε εσένα και τον πατέρα μου, τον Μπένταγκ» άκουσε την αδύναμη φωνή του στα ξαφνικά και τον κοίταξε με έκπληξη.

«Άινταν;» αναφώνησε.

«Με σάρκα και οστά λίγο σπασμένα σε κάποια σημεία» της απάντησε χαμογελώντας αχνά.

«Θέε μου, είσαι καλά! Πώς νιώθεις;» τον ρώτησε ξανά.

«Αδυναμία, αλλά θα ζήσω. Το κεφάλι μου με πονά φρικτά πολύ» μουρμούρισε.

«Έμαθα πως, αν δεν ήσουν εσύ, θα είχαμε θρηνήσει θύματα. Κυκλοφόρησε άμεσα η ειδήση τόσο στα τραπέζια των μαγικών καφέ, όσο και στις εφημερίδες της ημέρας. Η Κριστίν είναι παρελθόν, ωστόσο ακόμη ένα πλάσμα νοσηλεύεται. Η Λυρία. Ο Κέναρντ της έκανε αρκετή ζημιά. Είναι στο Μπέλντελ, την έχουν αναλάβει οι δράκοι» τελείωσε η κοπέλα, στρέφοντας ταυτόχρονα το βλέμμα της προς το παράθυρο.

Ο ουρανός έμοιαζε με θολή, γαλακτερή σκόνη. Ο απογευματινός ήλιος δεν αρκούσε, ώστε να του προσδώσει λίγη ομορφιά και λάμψη. Τον είχε καταπιεί το σκοτάδι. «Πρέπει να φύγω. Η μάχη δεν τελείωσε ακόμη» του είπε και ο Άινταν πάλεψε να σηκωθεί.

“Το ξέρω” σκέφτηκε από μέσα του περίλυπα εξαιτίας της κατάστασής του.

«Θέλω να είσαι καλά. Αν πάθεις κάτι...» πήγε να της πει.

«Δεν θα πάθω» τον διέκοψε.

«Τότε πλησίασε και κοίταξέ με στα μάτια» συνέχισε ο Άινταν και η κοπέλα υπάκουσε με τον ίδιο να κινείται ελαφρώς αμήχανα, αλλά και αργά εξαιτίας του πόνου.

«Εμίλια Κλαρκ, δέχεσαι να γίνεις η γυναίκα της ζωής μου και επίσημα, όταν όλα πια τελειώσουν;» την ρώτησε καρτερώντας με αγωνία. Στα ωχρά του μάγουλα είχε εμφανιστεί μία υποψία ροδαλής ντροπής.

Η κοπέλα βούρκωσε κρύβοντας στις παλάμες της το πρόσωπό της.

«Ήμουν πάντοτε και πάντα θα είμαι η γυναίκα της ζωής σου. Φυσικά και δέχομαι και θα έρθω να σε βρω. Να με περιμένεις» του είπε και φιλώντας τον τρυφερά στα χείλη, άφησε αργά το χέρι του, τόσο αργά σαν να πάλευε να σταματήσει τον χρόνο.

Τη στιγμή που την είδε να βγαίνει από την πόρτα, είχε πάρει πια την απόφασή. Θα σηκωνόταν για να πολεμήσει και αν ήταν να σκοτωθεί, τότε τουλάχιστον θα χανόταν ηρωικά δίπλα σε όλους όσους αγαπούσε, δίπλα σε φίλους και οικογένεια.



Όταν έφτασα μαζί με τον Γουίλ στην Επινουά, η ατμόσφαιρα ήταν φορτισμένη. Από μακριά άκουσα τη γνώριμη φωνή του Σκορπιού που έτρεχε προς το μέρος μου αγκαλιάζοντάς με και σηκώνοντάς με στον αέρα σαν πούπουλο.

«Μου έλειψες» πρόφερε έχοντας ακουμπήσει το μέτωπό του στο δικό μου.

Με το χέρι μου χάιδεψα όλες τις ουλές που στόλιζαν το αλλοτινά αλαβάστρινο δέρμα του.

«Είμαι εδώ τώρα. Είμαστε όλοι μας εδώ για μία τελευταία μάχη που θα κρίνει το μέλλον μας και το μέλλον του κόσμου Εσύ; Όλα καλά με τον πατέρα σου;»
«Ας πούμε. Θα μπορούσα να πω πως το μέλλον θα δείξει, αν υπάρξει» μου είπε και χαιρέτησε τον Γουίλ πρόσχαρα για πρώτη φορά, αν και αμήχανα, το ίδιο και την Κρίστι που εμφανίστηκε με το δέρμα της ωχρό και τις πράσινες φλεβίτσες να οργώνουν το πρόσωπό της.

Είδα τον Γουίλ να πιάνει το χέρι της τρυφερά και οι τέσσερίς μας μπήκαμε στο εσωτερικό της Σχολής και σταθήκαμε εκεί που κάποτε βρισκόταν η τραπεζαρία. Από μακριά άκουγα τις κοφτές εντολές της Κέντρα και του Κρίστοφερ προς όλους τους πολεμιστές. Για λίγο είδα ένα θέαμα που θα μου έμενε χαραγμένο στο μυαλό για πάντα και που θα μου έδινε κουράγιο τις δύσκολες στιγμές. Οι Εκρού, οι Γκρίζοι, οι Πορφυροί, καθώς και οι Εβένινοι μάγοι κάθονταν όλοι μαζί πια σε ένα κοινό μέτωπο και συζητούσαν για τους φόβους και τα όνειρά τους μαζί με μία ομάδα Γνώμων και Αρπίων. Είδα την Εμίλια να εισέρχεται και να στέκεται στο πλάι μας, όταν ακούσαμε την σειρήνα της Βέρνια να ηχεί. Άπαντες έτρεξαν στα παράθυρα, έτοιμοι να εξαπολύσουν το πρώτο ξόρκι ενώ εμείς είχαμε αναλάβει την αντίσταση στο εσωτερικό της Σχολής. Δίπλα μας βρισκόταν ακόμη μία ψυχή, η Έλσα, που καρτερούσε τη στιγμή της δικής της λύτρωσης. Η καρδιά της βούλιαζε στην σκέψη και μόνο πως θα αντίκρυζε μπροστά της ένα είδωλο παραμορφωμένο που ανήκε όμως στον αλλοτινό έρωτα της ζωής της.

Κραυγές ακούστηκαν και ένα μαύρο κύμα σκέπασε τον ουρανό. Ο Κέναρντ είχε εμφανιστεί να πολεμήσει με τη μορφή του δράκου. Τότε, είδα τον Σκορπιό να εγκαταλείπει τη θέση του από δίπλα μου και να αλλάζει μορφή καθώς έτρεχε προς τα έξω. Είχε ήδη κουραστεί αρκετά εξαιτίας της προηγούμενης σκληρής μάχης, ωστόσο ήταν αποφασισμένος για όλα. Τότε, η Σχολή ξεκίνησε να δέχεται τα πυρά και εγώ πάλεψα να αποκρούσω όσες πιο πολλές επιθέσεις μπορούσα με τον Σύλβαν να προσπαθεί να δημιουργήσει μία αόρατη ασπίδα γύρω από τα τείχη του κάστρου που δεχόταν το ένα ξόρκι μετά από το άλλο. Καθώς είχα μάθει να χρησιμοποιώ την “κραυγή”, όπως την ονομάζαμε στον κόσμο μας, που τρέλαινε και μπέρδευε τον αντίπαλο, τη χρησιμοποίησα, όταν βρέθηκα πια σε απόσταση αναπνοής από τον εχθρό ή ακόμη χειρότερα, για να αποφύγω τους εφιάλτες των Απρόσωπων που είχαν έρθει να πολεμήσουν στο πλευρό του Κέναρντ, όπως και οι συμμαθητές μου Νόαμ και Χάζελ που είχαν παρασυρθεί πια στο σκοτάδι. Γύρω μου επικρατούσε το απόλυτο χάος. Είδα την Κρίστι να μεταμορφώνεται πολλές φορές σε δέντρο και να αρπάζει με βία τους αντιπάλους στραγγαλίζοντάς τους με τις χοντρές της ρίζες και τα κλαδιά της. Είδα τους συμμαθητές μου όλων των χρωμάτων να πολεμούν με σθένος και τέλος είδα τον Γουίλ να καταπλακώνεται από ένα τσιμέντο και μπροστά του να στέκεται γελώντας σαρδόνια η Φάνινγκ. Τη μισούσα. Πάντοτε τη μισούσα και είχε φτάσει πλέον η ώρα να πάρω το αίμα μου πίσω.

«Άσα!» φώναξα προς την μεριά της και εκείνη στράφηκε απότομα προς το μέρος μου.

Στο πρόσωπό της φαινόταν πλέον καθαρά η επιρροή της μαύρης μαγείας των ρούνων, καθώς τα χαρακτηριστικά της είχαν αλλοιωθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό.

«Το λευκό κορίτσι» ψέλλισε και ως και η φωνή της ήταν διαφορετική, πιο απόκοσμη.

Συγκέντρωσε ενέργεια στα χέρια της και άγγιξε τους τοίχους γύρω της ξυπνώντας τη σαμχαϊκή μαγεία που βρισκόταν σε λήθαργο χρόνια ατελείωτα. Δίνοντας εντολές σε μία άγνωστη γλώσσα ξεκίνησαν να σχηματίζονται και μαύρα παραμορφωμένα χέρια πάλεψαν να με αρπάξουν. Τότε, στις παλάμες μου μάζεψα την δύναμη του πυρός λιώνοντας σαν την καυτή λάβα οτιδήποτε πήγαινε να με αγγίξει. Τα μάτια μου είχαν υιοθετήσει ένα λευκό, φωτεινό χρώμα κάνοντας την Άσα να μορφάσει με δυσαρέσκεια. Το θέαμα ωστόσο του πεσμένου και τραυματισμένου Γουίλ της τράβηξε εκ νέου την προσοχή, δημιουργώντας μία τεράστια ευκαιρία.

Λύγισα με βοηθό τη μαγεία μου ένα μαχαίρι και τη στιγμή που ήταν απασχολημένη με τον αδερφό μου, το εκτόξευσα με προορισμό τον λαιμό της. Τότε, μέσα σε δευτερόλεπτα σαν να ένιωσε την απειλή, γύρισε απότομα να με κοιτάξει, μα ήταν αργά. Μαύρο αίμα, μολυσμένο από την κατάρα των ρούνων ξεπήδησε από μέσα της και η ίδια κατέρρευσε μπροστά μου, πνιγμένη μέσα σε μία σκοτεινή λίμνη. Ευθύς, δημιούργησα μία σφαίρα φωτιάς, προκειμένου να κάψω το καταραμένο της κουφάρι, ώστε να χαθεί για πάντα ουρλιάζοντας στα σκοτεινά δρομάκια της Περιφέρειας του Αντίστροφου Χρόνου, δίχως επιστροφή.

Έξω από την Σχολή είδα τον Σκορπιό και τον Κέναρντ να πολεμούν σώμα με σώμα, μέχρι που εκείνος κατέρρευσε σε μία από τις στέγες των πυργίσκων, χάνοντας την μορφή του δράκου λόγω αδυναμίας. Το σώμα του ήταν γεμάτο πληγές και ο ίδιος αδυνατούσε να σηκωθεί. Απελπισμένη έτρεξα προς το μέρος του, ξεκινώντας να σκαρφαλώνω προς την μεριά του πυργίσκου και σκεπάζοντας το κορμί του με το δικό μου.

«Τι ανόητη που είσαι, Λευκή. Θα θυσιάσεις έτσι απλά τη ζωή σου, για έναν αδύναμο Σάμχαϊν;» μου γρύλισε ο Κέναρντ υιοθετώντας και εκείνος την ανθρώπινη μορφή.

«Η αγάπη δεν είναι θυσία. Είναι απλώς αγάπη» του απάντησα και ετοιμάστηκα να αμυνθώ, όταν τον είδα να εξαπολύει ένα φωτεινό ρυάκι εναντίον μου, το οποίο όμως δεν έφτασε ποτέ σε εμένα.

Πίσω μου ακριβώς, οργισμένος, στεκόταν ο Σιμεόν Γκρερ. Στη θέα του ο Κέναρντ συνοφρυώθηκε. Δεν του άρεσε καθόλου η λάμψη αυτή στον Πορφυρό μάγο. Στο δεξί του χέρι πρόσεξε το μαγικό δαχτυλίδι.

«Ανόητε» μούγκρισε και εγώ διάβαζα στα μάτια του Σιμεόν χίλια συναισθήματα. Εκείνα του πόνου, του δισταγμού, της οργής και του φόβου. Όμως στεκόταν εκεί, γεμάτος θάρρος, έτοιμος να ξεπεράσει τον εαυτό του και να προδώσει την καρδιά του για το καλό του κόσμου.

«Κάποτε είχα δώσει έναν όρκο σε έναν αδερφό. Εξαιτίας αυτού και της αδυναμίας μου να σου αφαιρέσω τη ζωή, ο τόπος γέμισε κουφάρια, μίσος και ρατσισμό. Ως εδώ όμως. Από εμένα ξεκίνησε και σε εμένα θα τελειώσει» είπε και με μία κίνηση μάς έσπρωξε άπαντες πίσω, ανοίγοντας τον χώρο, ώστε να μείνουν μονάχα οι δυό τους.

Ο Κέναρντ ύψωσε τη ράβδο και ο Σιμεόν τα χέρια του. Οι ενέργειες ξεχύθηκαν ταυτόχρονα και συγκρούστηκαν στη μέση. Όλοι παρακολουθούσαν το θέαμα με κομμένη την ανάσα. Ένιωθα το κορμί μου σχεδόν να φλέγεται από την ένταση της δύναμης που βρισκόταν εκατοστά μακριά μου. Τα μάτια του Σιμεόν είχαν χαθεί και τη θέση τους είχαν πάρει δύο κατακόκκινα ρουμπίνια. Απέναντί του ο Κέναρντ έδειχνε να δυσανασχετεί με αυτήν την, κατά τη γνώμη του, αξιοπερίεργη ισότητα που υπήρχε ανάμεσά τους. Κανένας δεν ήταν διατεθειμένος να κάνει πίσω και η ενέργεια γιγαντωνόταν και έβραζε.

Την ίδια ώρα από το παράθυρο του νοσοκομείου ο Άινταν παρακολουθούσε την λάμψη της ενέργειας. Στα γρήγορα ζύγισε τις δυνάμεις του και πήρε μία βαθιά ανάσα που θαρρείς και ξέσκισε το κορμί του από τον πόνο. Με όση δύναμη του απέμενε αποφάσισε να τηλεμεταφερθεί αδιαφορώντας για την έκβαση της υγείας του και τον πιθανό κίνδυνο απομάκρυνσής του από το νοσοκομείο. Νιώθοντας όλα του τα όργανα να πετάγονται έξω από τη σάρκα του, έφτασε ταχύτατα και ιδρωμένος στο πεδίο της μάχης για να αντικρίσει τους δύο μονομάχους εν δράση και τους υπόλοιπους να έχουν σχηματίσει έναν τεράστιο κύκλο γύρω τους. Ο Τρόυ και ο Κρίστοφερ στάθηκαν δίπλα του και για πρώτη φορά οι τρεις παλαιοί φίλοι ενώθηκαν.

Εγώ από την άλλη τον άκουσα να μου ουρλιάζει να απομακρυνθώ, μα ο Σκορπιός ήταν πολύ αδύναμος για να σηκωθεί και να με ακολουθήσει και φυσικά ήμουν αποφασισμένη να παραμείνω στο πλάι του μέχρι το τέλος, όποιο και αν ήταν. Από το βάθος είδα τη μορφή της Έλσας, λίγο πιο αχνή αυτή τη φορά, να τρέχει προς το μέρος της ενέργειας των δύο αδερφών. Με γρήγορες κινήσεις, είδα επίσης τον Γουίλ μαζί με τον Άινταν που του ούρλιαζε να μας πάρει από εκεί, να τρέχει και να σηκώνει τον Σκορπιό από το έδαφος. Σε κλάσματα, ξεκίνησα να τρέχω και εγώ, καθώς μία δυνατή έκρηξη ακούστηκε συνοδευόμενη από κραυγές και ουρλιαχτά. Δάκρυα σκαρφάλωσαν στα μάτια μου, καθώς φώναζα υστερικά και απελπισμένα.

«Σιμεόν! Σιμεόν μου!» τσίριζα, καθώς με κρατούσαν κάποιοι μάγοι στην αγκαλιά τους για να μη χτυπήσω από την ενέργεια που είχε απελευθερωθεί.

Καθώς η σκόνη καταλάγιαζε, στο μέσον του κύκλου φάνηκαν δύο σώματα πεσμένα. Σε κατάσταση υστερίας ξέφυγα από την προστατευτική λαβή του μάγου και το ίδιο έκανε και η Κρίστι. Μαζί με τον Γουίλ και τον Σκορπιό, που παρά την αδυναμία του βρήκε το θάρρος να σηκωθεί, τρέξαμε κοντά στο πεσμένο σώμα του Σιμεόν, μα το ίδιο είδα για πρώτη φορά να κάνει και ο Άινταν. Τα δύο αδέρφια βρίσκονταν πεσμένα το ένα πλάι στο άλλο. Τα σώματά τους ήταν βουτηγμένα στο αίμα και η ανάσα τους έβγαινε με δυσκολία. Τότε, ανάμεσα από τα δάκρυα που θόλωναν την όρασή μου, κοίταξα το γέρικο και απόκοσμο πρόσωπο του Κέναρντ που λίγο λίγο άλλαζε. Τα κυανά του μάτια έγιναν πιο ζωηρά, καθρεπτίζοντας επιτέλους συναισθήματα και όχι την απόλυτη ανυπαρξία αγάπης. Είδα το πρόσωπό του να γλυκαίνει, σαν να τον είχε χαιδέψει ο χρόνος απαλά, δίχως να του αφαιρεί τα σημάδια του γήρατος. Τα λευκά μαλλιά του χύνονταν σαν τους αφρούς των καταρρακτών στο χώμα.

Τότε πλησίασα δίπλα του.

«Τόμας;» ψιθύρισα και τον είδα να μου χαμογελά.

Το τρεμάμενο χέρι του, γεμάτο πανάδες από τα χρόνια, χάιδεψε απαλά το αριστερό μου μάγουλο.

«Κένταλ μου, εγώ είμαι...» μου είπε και ξεκίνησα να φωνάζω βοήθεια, προκειμένου να σωθεί, ωστόσο εκείνος μου έκανε νόημα να σωπάσω. «Δεν έχει κανένα νόημα τώρα πια. Πεθαίνω, η ψυχή μου φεύγει και πετά μακριά, ώστε να ενωθεί με εκείνη του νεότερου εαυτού μου» μου είπε και στράφηκα δίπλα μου για να δω την Έλσα να τον πλησιάζει σαν φάντασμα του ίδιου της του εαυτού. Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια και των δύο, όταν η κοπέλα απλά του είπε:

«Θα σε περιμένω στην είσοδο τη μεγάλη, ήταν καιρός πια και ο πόνος πολύς. Ο χρόνος μας κράτησε δέσμιους σε αυτόν τον τόπο, όμως όχι πια. Ήρθε η ώρα μας» ήταν τα τελευταία της λόγια και γυρνώντας το πρόσωπό της προς εμένα, μου χαμογέλασε γλυκά. «Σε ευχαριστώ, Κένταλ Κας» μου είπε και η μορφή της ξεθώριασε αργά, σαν να την παρέσυρε ο άνεμος, ώσπου χάθηκε για πάντα με προορισμό ίσως τον παράδεισο.

Τότε ήταν που στράφηκα στον Σιμεόν που βρισκόταν περιτριγυρισμένος από τους φίλους μου που έκλαιγαν βουβά.

«Σιμεόν μου...» πήγα να πω, ωστόσο εκείνος ίσα που μπορούσε να κρατήσει τα μάτια του ανοιχτά.

Μολαταύτα, αναζήτησε βήχοντας τον Άινταν και ο νεαρός τον πλησίασε σέρνοντας τα πόδια του, εξαιτίας του πόνου.

«Αυτό είναι για εσένα» του είπε δίνοντάς του το δαχτυλίδι. «Δεν είναι σύμβολο μονάχα δύναμης, αλλά και μίας ισχυρής φιλίας που άντεξε στους αιώνες και νίκησε ακόμη και τον θάνατο. Του Όσβαλντ και του Κέναρντ. Αν ποτέ έρθουν σκοτεινοί καιροί, ποτέ σου να μην ξεχάσεις, πως η παλέτα χωρά όλα τα χρώματα, όλους τους ανθρώπους και τα μαγικά πλάσματα» τελείωσε και είδα τον Άινταν βουρκωμένο να τον αγκαλιάζει σιωπηλός για πρώτη φορά.

Κατόπιν, ο Σιμεόν γύρισε το κεφάλι του προς τη μεριά του πεσμένου του αδερφού. Με το χέρι του το ματωμένο έπιασε εκείνο του Κέναρντ και το κράτησε σφιχτά.

«Συγγνώμη» βγήκε από τα πληγιασμένα και ξεραμένα χείλη του Κέναρντ.

«Δεν έχω τίποτε να συγχωρέσω και όρκο δίνω ιερό πως θα σε αγαπώ για πάντα, όπως τότε που δύο άγουρα αγόρια, αδέρφια αγαπημένα ένωσαν τις ζωές και το σώμα τους για πάντα. Οι στιγμές μας θα μείνουν για πάντα χαραγμένες στην ψυχή μου. Μου έλειπες, μου έλειπε εκείνος ο φίλος και αδερφός, το είδωλό μου, ο Κεν, ο άριστος μαθητής και πειραχτήρι. Άδειασε το σπιτικό και η ψυχή μου από την ημέρα που χάθηκες. Ωστόσο τίποτε από όλα αυτά δεν έχουν πια σημασία...» ξεστόμισε ο Σιμεόν δακρύζοντας.

«Όρκο δίνω και εγώ ιερό πως πάντα θα σε αγαπώ» ψιθύρισε και ο Κέναρντ βουρκωμένος.

Το κεφάλι του Σιμεόν έγειρε απότομα στο πλάι και η λαβή του χεριού του χαλάρωσε, ταυτόχρονα με εκείνη του αδερφού του. Τα δύο αδέρφια Γκρερ έφυγαν μαζί από την ζωή, για να ενωθούν στον δικό τους Παράδεισο, απαλλαγμένα από το μίσος και τον πόνο, με έναν όρκο που θα τους ένωνε αιώνια. Ο Κέναρντ απαλλάχτηκε από τους ρούνους στην τελευταία του στιγμή εξαιτίας της θανατηφόρας επίθεσης, δίνοντάς του την ευκαιρία ωστόσο να είναι ο ευατός του στα τελευταία του λεπτά.

Όλοι ο μάγοι κατέβασαν το κεφάλι σε δείγμα πένθους, με την Εμίλια να έχει αγκαλιάσει τον Άινταν που είχε γονατίσει στη γη, δίπλα από όλους εμάς που δεν είχαμε πάψει λεπτό να κλαίμε με λυγμούς. Είχα χάσει για ακόμη μία φορά ένα κομμάτι της καρδιάς μου που ανήκε και στους δύο. Στα δύο αγαπημένα μου αδέρφια.

Μπροστά μας ο ορίζοντας χρύσισε, επιτρέποντας στο δειλινό να μας αποχαιρετήσει. Ένα πένθιμο τραγούδι στη γλώσσα των δράκων σκέπασε τη Βέρνια, καθώς η αγαπημένη μου Λυρία και ο Βάλιμαρ, πετούσαν κυκλικά πάνω από τα δύο σώματα που ήταν έτοιμα να καούν σύμφωνα με την τελετουργία του μαγικού κόσμου. Χιλιάδες άνθη αφέθηκαν από όλους και ο θρήνος θα κρατούσε για τρεις ημέρες, με τους μάγους να παλεύουν να στήσουν στα πόδια της, την Επινουά. Εκεί ο Κρις θα συνέχιζε να είναι καθηγητής, όπως και ο Τρόυ, με τον Σύλβαν να αποφασίζει πως ήθελε να επιστρέψει πίσω στο Βερθάλ και στην αγαπημένη του Άρντα με τον μικρό της υιό. Είχε βρει επιτέλους την οικογένεια που αναζητούσε, ένα ζεστό σπιτικό και μπόλικη αγάπη.

Ο Άινταν εκείνο το βράδυ επισκέφτηκε το σπίτι του Κρις κοντά στην Σχολή. Η πρώτη τους συνάντηση ήταν αμήχανη, καθώς έμοιαζαν με δύο γνωστούς που είχαν για χρόνια να συναντήσουν ο ένας τον άλλο. Ο Κρίστοφερ κάλεσε και τον Τρόυ που αγκάλιασε τον Άινταν σφιχτά την στιγμή ακριβώς που έμπαινε στο εσωτερικό του σπιτιού.

«Όπως άλλοτε» τους είπε και στράφηκε στον Άινταν «Παλιέ μου συγκάτοικε. Μπορείς να διανοηθείς πως βάζαμε πινέζες στον ίδιο τον Όσβαλντ;» τον ρώτησε και ο Άινταν γέλασε ανέμελα.

«Εντάξει, δεν ήταν δικό μας το φταίξιμο. Μας έκραζε άχαρα ολημερίς» απάντησε ο νεαρός και ο Κρίστοφερ τους κοίταξε πονηρά.

«Έχω μία ιδέα» τους είπε και οι άλλοι δύο έμειναν να τον κοιτάζουν. «Τι θα λέγατε να αρπάξουμε λίγους κεφτέδες από τα μαγειρεία;» ρώτησε και οι τρεις νεαροί αγκαλιασμένοι κατευθύνθηκαν μέσα από τους κήπους στην σάλα της Επινουά νιώθοντας για λίγο πως βρίσκονταν ξανά στα έδρανα με την ιδιότητα του μαθητή. Όλο τα βράδυ το πέρασαν στη βιβλιοθήκη συζητώντας ανέμελα, μέχρι που ο Κρίστοφερ τού έκανε μία πρόταση που τριγυρνούσε εδώ και λίγες μέρες στο μυαλό του.

«Άινταν, θα ήθελες να επιστρέψεις στην Επινουά με την ιδιότητα του καθηγητή;» τον ρώτησε και για λίγο ο νεαρός έμεινε να τον κοιτάζει. «Είσαι ο καταλληλότερος για να διδάξει την αντιμετώπιση της μαύρης, ρουνικής μαγείας, μιας που νόμιμα εξαιτίας της φύσης σου μπορείς να τους χρησιμοποιήσεις»

Ο Άινταν για λίγο το σκέφτηκε και ένα χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπό του. Επιτέλους, η φυσιολογική ζωή θα ξεκινούσε. Ήταν Ότουρθ, Μαύρος και του έκαναν επαγγελματική πρόταση γιατί θαύμαζαν το ταλέντο και τις γνώσεις του.

«Θα το ήθελα πολύ» του απάντησε και ο Κρις τον χτύπησε στον ώμο φιλικά.

«Πείνασα» ακούστηκε η φωνή του Τρόυ.

«Έχω παραγγείλει κεφτέδες από τις Κόμπολτς» πρόφερε ο Κρις και τα γέλια τους αντήχησαν ξανά στους άδειους τοίχους της Επινουά.


Το σπίτι του Σιμεόν μετά από τον θάνατό του παρέμεινε κλειστό, ωστόσο μαζί με τον Μόρθιλ παλέψαμε, ώστε ο κήπος του να είναι πάντοτε ολάνθιστος. Εγώ μαζί με την Κρίστι ετοιμαστήκαμε για την τελευταία χρονιά στην Επινουά παλεύοντας να αναπληρώσουμε όλα τα χαμένα μας μαθήματα. Ταυτόχρονα, η είδηση του Άινταν στη θέση του καθηγητή μας με έκανε να χαμογελάσω. Είχε γνώσεις πολλές και δύναμη και αυτός θα ήταν στα σίγουρα ο κατάλληλος τρόπος να τις αξιοποιήσει.

Κάπου εκεί ο νους μας ταξίδευε στον Άλαν και στον τόσο βίαιο και άδικο χαμό του. Είχαμε χάσει έναν από τους καλύτερούς μας φίλους, τον λευκό πρίγκιπα.
Ωστόσο, προς μεγάλη μας έκπληξη στην έπαυλη του Άινταν όπου φιλοξενούμασταν για λίγο έφτασε ένα γράμμα από το Υπουργείο της Βέρνια. Η ώρα είχε φτάσει για να συμπληρωθούν τα κενά στην Αίθουσα του Χρόνου. Η Στρογγυλή Τράπεζα των Υπουργείων καρτερούσε δύο μάγους για να συμπληρώσουν τις άδειες θέσεις. Έναν Λευκό και έναν Εβένινο. Στην αίθουσα λοιπόν εκείνη του χρόνου, εισήλθαμε λίγο αργότερα εγώ με τον Σκορπιό, έκαστος με την αντίστοιχη φορεσιά του. Εγώ ως η μόνη εν ζωή Λευκή και εκείνος ως άξιος Σάμχαϊν.


Μία εβδομάδα μετά...


Περπατούσα στο Μούρκλιφ με τον Γουίλ στο πλευρό μου, λοξοκοιτώντας την έπαυλη Γκρερ. Ο Άινταν είχε μαζέψει όλα του τα πράγματα και τα είχε πετάξει στο δρόμο.

«Γείτονα, χρειάζεσαι βοήθεια;» ρώτησα τον Άινταν πειράζοντάς τον και βλέποντάς τον να παλεύει να αδειάσει με μανία το καταραμένο εκείνο σπίτι που δέσποζε σε ένα ύψωμα απέναντι από το δικό μας πατρικό. Εκείνος ξεφύσησε, ενώ από το εσωτερικό του σπιτιού βγήκε ο Σκορπιός κουβαλώντας τρεις μεγάλες κούτες.

Μόλις με είδε, έτρεξε ευθύς προς την μεριά μου και παρατώντας τις κούτες καταμεσής του χωματόδρομου με φίλησε γλυκά, ενώ ο Άινταν στριφογύρισε τα μάτια του ειρωνικά.

«Ο έρωτάς σας θα μου στοιχίσει τα υπάρχοντά μου» μας είπε πειρακτικά δείχνοντας τις κούτες που είχαν αδειάσει στον χωματόδρομο εξαιτίας του Σκορπιού.

«Αδερφέ, θα έπρεπε να τρέφεις περισσότερη κατανόηση, ειδικά τώρα που θα γίνεις μπαμπάς» πέταξε ο Σκορπιός και μέχρι και ο Γουίλ αναστατώθηκε από τα νέα.

«Σοβαρά;» ρώτησα θέλοντας να ουρλιάξω και τον είδα να χαμογελά διάπλατα.

«Κόρη» μου είπε μονολεκτικά κοκκινίζοντας και τον αγκάλιασα σφιχτά. «Με τη θεία που θα μεγαλώσει ωστόσο, την βλέπω να γίνεται τσαχπίνα και ξεροκέφαλη» μου είπε κοιτάζοντάς με χαμογελαστά, πάντα βαστώντας με αγκαλιά «Σας έχουμε ωστόσο και μία εκπληξη με την Εμίλια» συνέχισε.

«Και άλλη;» ρώτησε ο Γουίλ και ο Άινταν, μας οδήγησε λίγα στενά παρακάτω, όπου βρισκόταν το πατρικό της οικογένειας Γκρερ και του Όσβαλντ. Η μικρή μονοκατοικία που συνόρευε με το αρχοντικό.

«Σκεφτήκαμε πως δεν πρέπει να αφήσουμε τις αναμνήσεις να βαλτώσουν και πως η φιλία των οικογενειών πρέπει να κρατήσει μέσα στους αιώνες. Έτσι, τα παιδιά μας θα μπορούν μελλοντικά να παίζουν σε μία κοινή αυλή και να χτίζουν τις αναμνήσεις των παππούδων μας» μου είπε ο Άινταν και είδα την Εμίλια να βγαίνει από το αρχοντικό μαζί με την Κρίστι συζητώντας.

Κινήθηκε αέρινα προς το μέρος μου αγκαλιάζοντάς με σφιχτά και βούρκωσα.

«Συγχαρητήρια. Χαίρομαι τόσο» της είπα.

«Ο άνδρας μου να δεις» μου είπε και πλησίασε τον Άινταν ο οποίος άφησε ένα τρυφερό φιλί στην κοιλιά της. «Θα την πούμε Έλσα. Θέλουμε κάτι να κρατήσουμε από εκείνον...» μου είπε και κατόπιν την είδα να επιβιβάζεται σε μία άμαξα.

Ποτέ της δεν εγκατέλειψε το Ντορθόριεν. Πάντοτε έστεκε δίπλα στα ορφανά που την είχαν ανάγκη, όπως και εμείς κάποτε.

«Πάμε και εμείς;» άκουσα τον Σκορπιό να με ρωτά, δείχνοντας ταυτόχρονα προς την μεριά της Λυρίας που μας καρτερούσε κάθε μέρα στο ίδιο σημείο.

Ερχόταν για να πετάξουμε ψηλά στον ουρανό. Το πέταγμα έδιωχνε μακριά μου τις σκέψεις της θλίψης και η φίλη μου ήταν πρόθυμη να με βοηθήσει. Κάπου εκεί, ανεβασμένη στα σύννεφα και με τον Σκορπιό να με κρατά αγκαλιά, ένιωσα τι πραγματικά σήμαινε για εμένα η λέξη μαγεία. Οι φίλοι, τα αδέρφια, η οικογένεια και μία νέα ζωή που θα ερχόταν σύντομα στον κόσμο. Η Έλσα μας. Η δράκαινα άνοιξε τα λευκά φτερά της διάπλατα και στην αγκαλιά του με υποδέχτηκε ο ουρανός.



Ιφιγένεια Μπαγκογιάννη