Το μαύρο ρόδο (Κεφάλαιο 27)

Κυριακή 25 Ιουνίου, 21:49
Ημέρα πέμπτη.
Όταν άνοιξε τα μάτια της, είχε πλέον σκοτεινιάσει για τα καλά. Κάποιος είχε κάνει ανάκλιση το παράθυρο και την είχε σκεπάσει με ένα σεντόνι, ενώ στο κομοδίνο υπήρχε ένα χαρτί που έλεγε: 'έχει φαγητό μέσα στο φούρνο. -Άγγελος'
Η Χλόη πέταξε το σεντόντι στην άκρη και χασμουρήθηκε δυνατά. Είχε παρακοιμηθεί, αλλά μετά από σχεδόν δώδεκα ώρες ύπνου, ένιωθε ξανά ο εαυτό της και έτοιμη για όλα.
Με νωχελικά βήματα κατευθύνθηκε προς την κουζίνα, μιας και το θηρίο που ονόμαζε στομάχι είχε ξυπνήσει και αποζητούσε τροφή.
Στην επιφάνεια του φούρνου είχε κολλημένο με σελοτέιπ ένα φουξ χαρτάκι το οποίο έγραφε: 'πίτσα εδώ και στο ψυγείο προφιτερόλ και τσιζκέικ. -Άγγελος'
Ξεκόλλησε το χαρτάκι από το φούρνο και το πέταξε στο καλάθι των αχρήστων, κάτω από το νεροχύτη. Στη συνέχεια έβγαλε ένα πιάτο από το ντουλάπι και πήρε δύο κομμάτια από την πίτσα. Ήταν σπέσιαλ -η αγαπημένη της- και την καταβρόχθισε μέσα σε τρία λεπτά. Αφού έφαγε και ένα τρίτο κομμάτι, τοποθέτησε το πιάτο μέσα στο νεροχύτη και άνοιξε το ψυγείο για το γλυκό.
Από ένα συρτάρι πήρε ένα κουτάλι της σούπας και το βύθισε στη βελούδινη σοκολάτα του προφιτερόλ. Αισθάνθηκε πως ήταν πάλι μωρό, πίσω στο σπίτι με τους γονείς και την αδερφή της, ένα παιδάκι πασαλειμμένο με σοκολάτα σε όλο του το πρόσωπο και με το στόμα του μπουκωμένο από τα σουδάκια. Πάντα ζητούσε και δεύτερο γύρο από το αγαπημένο της γλυκό, καθώς την πρώτη φορά το καταβρόχθιζε λαίμαργα, αλλά η μητέρα της τής έλεγε πάντα όχι. Εκτός από την ημέρα των γενεθλίων της που έλεγε ναι και δεν της χαλούσε χατίρι.
Αφού τελείωσε το μισό μπολ, έριξε το κουτάλι στο νεροχύτη και χάιδεψε ευχαριστημένη και χορτάτη το πρησμένο στομάχι της. Είχε καιρό να φάει προφιτερόλ και της είχε λείψει.
Μία όαση μέσα στο χάος των τελευταίων ημερών. 
Η κοκκινομάλλα αναρωτήθηκε πότε θα έβλεπε την επόμενη ανάμνηση. Και τι είδους ανάμνηση θα ήταν. Το Μαύρο Ρόδο έπρεπε να βρεθεί τάχιστα και να σφραγιστεί, αν και κανονικά αυτό θα έπρεπε να είχε γίνει εδώ και πολύ καιρό τώρα. Αλλά κάλιο αργά παρά ποτέ. Η δουλειά θα γινόταν ακόμα και με καθυστέρηση, η Χλόη δεν είχε σκοπό να το αφήσει να περάσει έτσι και σίγουρα δε θα άφηνε το θάνατο της καλύτερής της φίλης να είναι μάταιος.
Ο ήχος των κλειδιών και της πόρτας που ανοίγει την έβγαλαν από τις σκέψεις της κάπως απότομα. Επανήλθε στην πραγματικότητα και κατευθύνθηκε προς το σαλόνι με διστακτικά βήματα και με την περιέργειά της να αυξάνεται.
Ο Άγγελος είχε μόλις κλείσει την εξώπορτα και τώρα της χαμογελούσε ζεστά. "Απ'ότι βλέπω ξύπνησες, ωραία κοιμωμένη"
"Θα σταματήσεις να με λες έτσι;"
"Πώς; Ωραία κοιμωμένη;", τη ρώτησε περιπαιχτικά και άφησε τα κλειδιά του στο τραπεζάκι δίπλα από την πόρτα.
"Ναι"
"Αφού κοιμάσαι πάρα πολλές ώρες, είναι πειρασμός", απάντησε και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα προσπερνώντας τη Χλόη. "Μου άφησες καθόλου προφιτερόλ;"
"Όχι", είπε ψέμματα και τον παρακολούθησε να ανοίγει την πόρτα του ψυγείου και να διαπιστώνει το αντίθετο. Ύψωσε επιδεικτικά το ένα του φρύδι και στη συνέχεια πήρε ένα κομμάτι πίτσα από το φούρνο. Το γλυκό θα το έτρωγε αργότερα.
Η κοπέλα τον παρατηρούσε σιωπηλά να καταβροχθίζει πρώτα την πίτσα και αργότερα το προφιτερόλ. 
"Δύσκολη μέρα;", έκανε μία απόπειρα να ανοίξει συζήτηση, αλλά το μόνο που έλαβε ως απάντηση ήταν ένα θετικό κούνημα του κεφαλιού του.
"Εσύ πώς κοιμήθηκες;"
Εκείνη παραξενεύτηκε από το γνήσιο ενδιαφέρον που κυριαρχούσε στη φωνή του, αλλά δεν της έκανε και τρομερή εντύπωση δεδομένου ότι το τελευταίο διήμερο ο Άγγελος φαινόταν να την προσέχε. Και σίγουρα όχι μόνο επειδή του το είπε ο Γκρέις. "Χωρίς εφιάλτες και αναμνήσεις", παραδέχτηκε χαμηλόφωνα. "Ευτυχώς"
Σταύρωσε τα χέρια της κάτω από το στήθος της και στηρίχτηκε στον τοίχο.
"Ευτυχώς", επανέλαβε ο νεαρός σαν ηχώ.
"Θα έχουμε επισκέψεις απόψε;"
"Επισκέψεις; Τι είδους επισκέψεις να έχουμε;"
Ήταν η σειρά της να υψώσει το φρύδι. 
"Α!", αναφώνησε ο Άγγελος, "τα Φαντάσματα εννοείς;"
"Πάντως όχι τον Ρίκι ή κανέναν άλλον ανεπιθύμητο"
"Δεν έχουν έρθει ακόμα;"
"Αν είχαν έρθει, θα σε ρωτούσα αν επρόκειτο να έχουμε επισκέψεις;", δήλωσε η Χλόη.
"Ναι, με συγχωρείς, το μυαλό μου δε δουλεύει"
Η κοπέλα συγκράτησε τον εαυτό της από το να δώσει μία σαρκαστική ή προσβλητική απάντηση. Αντί αυτού απλά αναστέναξε. "Τι ώρα θα έρθουν;"
Ο Άγγελος πήγε να απαντήσει, αλλά μία μαυροφορεμένη φιγούρα με ένα φαρδύ σπαθί περασμένο στην πλάτη και πράσινα μάτια, εισήλθε στην κουζίνα τρομάζοντας την κοκκινομάλλα. 
"Καλησπέρα"
"Ήρθαν", ανακοίνωσε ο Άγγελος.
"Για την ακρίβεια, μόνο εγώ ήρθα. Ο άλλος έχει να διευθετήσει ένα έκτακτο ζήτημα που προέκυψε με μέλη του Μαύρου Ρόδου", δήλωσε το Φάντασμα και στις τελευταίες λέξεις κοίταξε τη Χλόη, η οποία έστρεψε το βλέμμα της προς τα μαρμάρινα πλακάκια. Ακόμα και μετά από δύο χρόνια που είχε περάσει μακριά από την οργάνωση, ένιωθε παράξενα στο άκουσμά του ονόματός της. Της θύμιζε όλες τις στιγμές, τις οποίες είχε περάσει σε εκείνο το μέρος, τους ανθρώπους που είχε γνωρίσει και τις εμπειρίες που είχε αποκτήσει. Και δεν ήταν λίγα όλα αυτά, μιας και οι παλιές συνήθειες δεν κόβονται εύκολα.
"Πάμε καλύτερα στο σαλόνι να μιλήσουμε", πρότεινε ο νεαρός με τα καστανά μάτια και έφυγε από την κουζίνα. 
Έκατσαν στο μαύρο καναπέ και η κοπέλα παρατήρησε πως στο τραπεζάκι μπροστά της οι φωτογραφίες που είχε τοποθετήσει εκεί το προηγούμενο βράδυ, είχαν μείνει στη θέση τους, όπως και το μικρό σημειωματάριο. Το πήρε στα χέρια της και άρχισε να το ξεφυλλίζει χωρίς να γνωρίζει τον ακριβή λόγο. Δεν το αναγνώριζε κι έτσι κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν έπρεπε να ανήκε στην ίδια, αλλά σε κάποιον άλλον. "Νομίζω πως ήρθε η ώρα να δω και άλλη ανάμνηση"
Περίμενε τα φύλλα του να είναι κενά, όπως την προηγούμενη μέρα, αλλά στις πρώτες σελίδες τώρα υπήρχε σχεδιασμένος ο ρούνος 'Μέριλ' μαζί με μερικές προτάσεις.
"Πότε εμφανίστηκαν αυτά; Το πρωί που το ξεφύλλισα ήταν κενό", μουρμούρισε προβληματισμένος ο Άγγελος.
"Δεν έχω ιδέα"
"Άγγελε, πιστεύω ότι ήρθε η ώρα να χρησιμοποιήσεις τις δυνάμεις σου, κανονικά", σχολίασε το Φάντασμα και ο νεαρός ξεροκατάπιε. Είχε βρεθεί σε δύσκολη θέση.
Από την άλλη, η κοπέλα διάβασε τις φράσεις στο μικρό τετράδιο. Ήταν γραμμένες με μαύρο μελάνι, ο γραφικός χαρακτήρας ήταν πλαγιαστός, με πολλές κορυφές και ενωμένα γράμματα.
Καλλιγραφία, ήταν η λέξη που της ήρθε στο μυαλό. Μελετώντας λίγο καλύτερα τα γράμματα κατέληξε πως δεν ήταν δικά της, αλλά της Ισμήνης. 
"Και σε τι μπορεί να βοηθήσει η δύναμη του Άγγελου;", της βγήκε αυθόρμητα η ερώτηση.
"Σε πολλά πράγματα. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να σπάσει το ξόρκι που κρατάει κρυφά αυτά που γράφει το σημειωματάριο", απάντησε το Φάντασμα.
Η κοπέλα στράφηκε προς το νεαρό με τα καστανά μάτια. "Δεν έχω καταλάβει ακόμα, τι είδους δύναμη έχεις;"
"Ας πούμε ότι έχω παραπάνω από μία δύναμη"
Εκείνη πήγε να μιλήσει, αλλά ο Άγγελος σήκωσε προειδοποιητικά το χέρι του, σταματώντας την. "Όπως κι εσύ δε μίλησες για τον Σμαραγδένιο Δράκο, έτσι κι εγώ δε θέλω να μιλήσω για αυτό", της ξεκαθάρισε με έναν ψυχρό τόνο και η κοπέλα έγνεψε καταφατικά. Τον καταλάβαινε απόλυτα και δεν είχε σκοπό να πιέσει την κατάσταση. "Τι λέει το τετραδιάκι;"
"Πέρα από τον ρούνο, είναι κάτι σαν ημερολόγιο. Η Ισμήνη έγραφε με σύντομες φράσεις κάποια σημαντικά πράγματα για την ημέρα της", απάντησε η Χλόη και έδειξε με τον δείκτη της την ημερομηνία στην κορυφή της σελίδας. "Αυτά που είναι γραμμένα εδώ, ήταν η χθεσινές αναμνήσεις, μόνο που αυτό είναι από μία διαφορετική οπτική γωνία"
"Και εμφανίζονται αφού δεις κάτι συγκεκριμένο", δήλωσε σκεφτικός ο Άγγελος και ξεφύλλισε κι εκείνος με τη σειρά του το μικρό σημειωματάριο.
"Οπότε, καλό θα ήταν να συνεχίσω με τις φωτογραφίες". Πήρε στα χέρια της μία τυχαία φωτογραφία και επανέλαβε τη διαδικασία: εμφάνισε ένα μολύβι και σχεδίασε έναν μικρό ρούνο σε μία γωνία του χαρτιού.
"Ένα λεπτό...", ξεκίνησε να λέει το Φάντασμα, αλλά ήταν ήδη αργά. "Χλόη, πες μου πως δεν ενεργοποίησες ανάμνηση..."
"Μόλις το έκανα"
"Μα, είχα να σου προτείνω διαφορετικό τρόπο..."
Η όραση της κοπέλας άρχισε να θολώνει και την έπιασε ζάλη. Παρενέργειες από το Κουτί της Πανδώρας, τις οποίες τις είχε συνηθίσει. Αλλά δε γνώριζε ποια ανάμνηση θα της φανερωνόταν τούτη τη φορά. Θα ήταν η συνέχεια της προηγούμενης ή μήπως κάποια από μία τελείως διαφορετική χρονική στιγμή;
Ο Άγγελος μόλις την είδε να είναι στα πρόθυρα της λιποθυμίας, την πήρε ανήσυχος μέσα στην αγκαλιά του και έτρεξε μέχρι το δωμάτιό της. 
"Τι διάολο κάνεις;", ψέλλισε η κοκκινομάλλα.
"Σε πηγαίνω σε άνετο μέρος. Στον καναπέ θα πιαστείς", απάντησε εκείνος. Μα καλά, γιατί νοιαζόταν τόσο πολύ; Αυτή δεν ήταν δική του συμπεριφορά. Μήπως έφταιγε που η Χλόη ήταν κάτοχος του Σμαραγδένιου Δράκου κι εκείνος-
Κούνησε βίαια το κεφάλι του. Δεν ήταν αυτό.
"Άγγελε, την πήρε ο ύπνος;", ρώτησε ο Κρίστοφερ, ο οποίος είχε κατεβάσει την κουκούλα της δερμάτινης ζακέτας και είχε βγάλει τη μάσκα από το πρόσωπό του. Ο φίλος του έγνεψε καταφατικά. 
"Καλύτερα να πας να κοιμηθείς, θα την προσέχω εγώ"
Ο Άγγελος τον κοίταξε εξεταστικά. Είχε δίκιο μιας και δεν είχε καταφέρει να κλείσει μάτι ούτε για ένα λεπτό. Κι εκείνη τη στιγμή το μόνο πράγμα το οποίο τον κρατούσε ξύπνιο ήταν η υπερβολική κατανάλωση καφεΐνης μέσα στη μέρα.
Όσο και να μην ήθελε να φύγει από το πλευρό της Χλόης, άλλο τόσο ο οργανισμός του αποζητούσε ξεκούραση και ύπνο. Με μισή καρδιά συμφώνησε και τη στιγμή που έκανε να βγει από το δωμάτιο, μία βαθιά και γνώριμη φωνή τον έκανε να σταματήσει.
"Η Χλόη είναι δική μου ευθύνη", δήλωσε ο Σμαραγδένιος Δράκος και οι νεαροί στράφηκαν προς το μέρος του. Πρώτη φορά τον έβλεπαν με την ανθρώπινη μορφή του. Ακόμα και καθισμένος στο κρεβάτι, με την πλάτη του γυρισμένη σε αυτούς και ντυμένος απλά και λιτά, εξέπεμπε μία αρχοντιά από μία διαφορετική εποχή και διαφορετική κουλτούρα. "Εσείς οι δύο πηγαίνετε, αλλά πρώτα θα ήθελα να σου μιλήσω για λίγο, Άγγελε" 
Ο τόνος του δε σήκωνε καμία αντίρρηση.
Ο Κρίστοφερ, παρόλο που είχε μείνει άναυδος από την ξαφνική εμφάνιση του Δράκου, έφυγε από το δωμάτιο και έκλεισε την πόρτα πίσω του, αφού πρώτα είπε στο φίλο του ότι θα είναι στο σαλόνι.
"Δεν της το είπες πριν", σχολίασε ο άντρας με τα λευκά σαν το χιόνι μαλλιά.
"Αν το μάθει, θα απαιτήσει το ένα και μοναδικό πράγμα το οποίο απέφευγα από την αρχή να κάνω"
"Παρόλο που είναι για το καλό όλων;"
Ο Άγγελος ξεροκατάπιε. "Έπρεπε να τηρηθεί η διαδικασία. Εξάλλου, δεν ήξερα πως είναι η κάτοχός σου"
Και δε θα με πίστευε αν της το έλεγα εξ αρχής, συμπλήρωσε νοερά.
"Δε φοβάσαι μήπως το ανακαλύψει;", ρώτησε ο Σμαραγδένιος Δράκος και τον κάρφωσε με τα πράσινα μάτια του. "Εμένα ήδη με ρώτησε μία φορά για το πού βρίσκεται"
Ο νεαρός ξεφύσηξε και πέρασε τα δάχτυλά του ανάμεσα από τα πλούσια καστανά μαλλιά του. Αν το έβρισκε αυτό που έψαχνε, δεν ήξερε πως θα αντιδρούσε η κοπέλα. Φοβόταν πως θα την έχανε και βαθιά μέσα του δεν το ήθελε αυτό.
"Δεν της είπα τίποτα, φυσικά"
"Μπορεί να μην της το είπες, αλλά αν χρησιμοποιήσει τη δύναμή σου για να μάθει;", έκανε ανήσυχος ο Άγγελος. "Τότε είμαι χαμένος...", συμπλήρωσε μουρμουρίζοντας.
"Ο στόχος της είναι να βρει το Μαύρο Ρόδο και μόνο αυτό", απάντησε ο Δράκός, τονίζοντας τις δύο τελευταίες λέξεις.
"Κι αν στην πορεία θελήσει να το βρει με κάποιον εναλλακτικό τρόπο πέρα από τις αναμνήσεις;"
"Δε θα θελήσει", είπε με σιγουριά ο άντρας, "γιατί είναι πολύ κοντά στο να το βρει"
Ο Άγγελος κράτησε την αναπνοή του στα τελευταία λόγια του ερπετού και το βλέμμα του περιπλανήθηκε στην κοιμισμένη φιγούρα της κοπέλας. Το τι ήταν αυτό που ένιωθε για εκείνη, αδυνατούσε να καταλάβει. 
"Θα είμαι στο διπλανό δωμάτιο. Αν ξυπνήσει, ενημέρωσέ με σε παρακαλώ", δήλωσε και αποχώρησε.
***
Δύο χρόνια πριν.
Η Χλόη είχε καταφέρει να φτάσει στο δωμάτιο με ασφάλεια, όσο η Ισμήνη θα ενημέρωνε τη Γαλήνη, η οποία θα έπρεπε να κατευθυνθεί στη νότια πύλη μετά τα μεσάνυχτα. Και στη συνέχεια θα έφευγαν για πάντα από αυτό το φρικτό μέρος, από τους ανθρώπους, οι οποίοι μόνο να τις εκμεταλλεύονται ήξεραν για τους δικούς τους σκοπούς.
Βέβαια, αισθανόταν τύψεις που τα υπόλοιπα μέλη της οργάνωσης θα έμεναν πίσω και ιδιαίτερα μερικοί που σίγουρα έπρεπε να βρίσκονται αλλού, αλλά υποσχέθηκε στον εαυτό της πως θα τους βοηθούσε απ'έξω. Μαζί με την Ισμήνη είχαν σχεδιάσει μία επερχόμενη εξέγερση εναντίον των ηγετικών μελών του Μαύρου Ρόδου και στοιχημάτιζαν στην επιρροή που τους ασκούσε το μαγικό ξίφος για να πετύχουν. Τα κυρίαρχα μέλη εξαρτιόταν τρομερά από το Μαύρο Ρόδο και συνεπώς, τώρα που το είχαν τα κορίτσια, η πιθανότητες ήταν υπέρ τους.
Αλλά πρώτα έπρεπε να βρει μία ασφαλή κρυψώνα για το ξίφος. Μία έξυπνη κρυψώνα, στην οποία δε θα πήγαινε το μυαλό κανενός.
Της ήρθε μία ιδέα, αλλά την απέρριψε κατευθείαν ως πολύ προφανή. Όπως και τη δεύτερη, η οποία της ήρθε στο νου, διότι θα την έβρισκαν κατευθείαν.
Και τότε βρήκε την ιδανική κρυψώνα για το μαγικό ξίφος.

Ξανθίππη Γιωτοπούλου