Η Νεκροφιλημένη (Κεφάλαιο 9 - Nondum)


Τράβηξα ελαφρά προς τα πάνω το μαύρο δερμάτινο κορσέ  και έδεσα τα ζωνάκια που είχε στο στήθος και λίγο πιο πάνω από τη βάση του λαιμού. Οι υπηρέτριες θέλησαν να με βοηθήσουν να ντυθώ, αλλά προτιμούσα να το κάνω μόνη μου. Δεν συνήθιζα να δέχομαι βοήθεια από τρίτους σε τίποτα. Πόσο μάλλον στο ντύσιμο. Τα χέρια μου έμεναν ακάλυπτα, εκτός από τα ίδιου υλικού και χρώματος περικάρπια. Έφτιαξα λίγο την άκρη του μαύρου στενού παντελονιού και φόρεσα τις μπότες μου. Έριξα από πάνω το σχετικά ελαφρύ μάλλινο παλτό, κουμπώνοντας τα χρυσά κουμπιά του στην περιοχή της κοιλιακής μου χώρας και άνοιξα την πόρτα. Αν δε γνώριζε κανείς τη δουλειά μου, θα έλεγε πως πήγαινα σε κηδεία.
Ο Λαχάρ περίμενε απ' έξω υπομονετικά στηριζόμενος χαλαρά στον τοίχο. Μόλις με είδε, χαμογέλασε.

«Τέλεια» δήλωσε αυτάρεσκα και χτύπησε τα δάχτυλά του. Ευθύς, μια ομάδα έξι φρουρών με περικύκλωσε και ξεκίνησαν να περπατούν στο πλάι μου.

«Τι ακριβώς είναι αυτό;» ρώτησα δείχνοντας την ομάδα των συνοδών μου. Ο Λαχάρ γέλασε και ανασήκωσε τους ώμους του.

«Διαταγές του Κάιν» απάντησε και εισέπραξε ένα νευρικό βηχαλάκι από τους φρουρούς.

«Με συγχωρείτε» διόρθωσε «Διαταγές του πρίγκιπα, Κάιν» και συνέχισε μουρμουρίζοντας κάτι σε μια άλλη γλώσσα, άγνωστη στ' αυτιά μου. Σίγουρα, πάντως δεν ήταν κάτι ευγενικό.

Χωρίς δεύτερη κουβέντα, ξεκινήσαμε να περπατάμε με τα δυνατά βήματα των φρουρών να αντικρούουν στους πέτρινους τοίχους. Μια ζωή είχα συνηθίσει στο αργό, γεμάτο υπομονή και ήσυχο βάδισμα. Εκείνο που έσπερνε τον θάνατο και τις άηχες κραυγές. Τα αυτιά μου δεν μπορούσαν να συνηθίσουν σε αυτή την ιεροσυλία. Έκλεισα στιγμιαία το ακάλυπτο μάτι μου και πήρα μια βαθιά ανάσα. Μόλις το άνοιξα, άρχισα να παρατηρώ τον χώρο γύρω μου. Παράθυρα δεν υπήρχαν πουθενά. Ο διάδρομος αν και στολισμένος με την κρύα πέτρα που τον ξεχώριζε από τα άλλα δωμάτια, ήταν σχεδόν όλος καλυμμένο με ταπετσαρίες που απεικόνιζαν λαμπρές μάχες, την οικογένεια του Βασιλιά και τον ίδιο καθισμένο σε θρόνους πλούσιος, ολόχρυσους, γεμάτους κάθε είδους πολύτιμο πέτρωμα. Πανοπλίες και λόγχες μακριές στερεωμένες στους τοίχους, φάνταζαν αιωρούμενες και νόμιζες ότι αν περνούσες από κάτω ή με ένα λάθος βήμα, θα έπεφταν επάνω σου. Το βλέμμα μου πετούσε ελεύθερο από μεριά σε μεριά μη μπορώντας να απορροφήσει όλο τον πλούτο και την αίγλη. Τι γύρευα εγώ εδώ μέσα;

Πριν προλάβω να αναρωτηθώ οτιδήποτε άλλο, οι φρουροί μπροστά μου σταμάτησαν απροειδοποίητα. Πάτησα γερά τα πόδια μου κάτω προτού σκοντάψω πάνω στις βαριές πανοπλίες τους. Η ομάδα των φρουρών έσπασε και χωρίστηκαν σε δυο γραμμές εκατέρωθέν μου, ανοίγοντας μια δίοδο μπροστά μου, που κατέληγε σε μια τεράστια δρύινη πόρτα. Κοίταξα τον Λαχάρ, ο οποίος αρκέστηκε να μου χαρίσει ένα ειρωνικό μειδίαμα και χτύπησε με την μπουνιά του την πόρτα δύο φορές.

Στο δεύτερο χτύπημα η πόρτα έτριξε καθώς άνοιγε αργά και βασανιστικά και ο Λαχάρ άπλωσε το χέρι του προς αυτήν, κάνοντάς μου νόημα να προχωρήσω. Η πόρτα, άνοιξε τόσο ώστε να μπορώ να διακρίνω λίγα πράγματα: ένα μακρόστενο χώρο, όπου στην ευθεία του διακοπτόταν από σκαλοπάτια που οδηγούσαν σε μια ανώτερη βαθμίδα και κατέληγε σε μια τεράστια βιβλιοθήκη. Από μακριά μου φάνηκε πως τα βιβλία καταλάμβαναν και το πάτωμα εκτός από τον τοίχο. Η θύρα άνοιξε και άλλο, αφήνοντας πλέον λίγα στη φαντασία. Μπροστά από την βιβλιοθήκη, υπήρχε ένα τεράστιο ξύλινο τραπέζι, αρκετά μακρόστενο και βαρύ, που πάνω του είχε απλωμένα χαρτιά και ακόμη περισσότερα βιβλία. Το πάτωμα ήταν καλυμμένο με ένα κόκκινο σκούρο χαλί, ενώ σε όποιο σημείο των τοίχων δεν υπήρχαν βιβλιοθήκες, έστεκαν δαυλοί αναμμένοι. Ένας μικρός πολυέλαιος κρεμόταν από το κέντρο της οροφής, χαρίζοντας λιγοστό φως στο δωμάτιο. 

«Επιτέλους», ακούστηκε μια φωνή.

Γύρισα αστραπιαία προς τ' αριστερά. Ήμουν τόσο συνεπαρμένη από τον πλούτο των βιβλίων και την μυρωδιά του παλιού φύλλου, του μελανιού και του άγραφης ύλης που είχα ξεχάσει να κοιτάξω τον υπόλοιπο χώρο. Στην άλλη πλευρά στεκόταν μπροστά από το μεγαλόπρεπο μαρμάρινο Τζακι ο πρίγκιπας Κάιν. Φορούσε μια σκούρα μακριά κάπα που του έφτανε ως τις φτέρνες σχεδόν, μα από μέσα ήταν επενδυμένη με χρυσό ύφασμα. Ήταν στερεωμένη στους φαρδιούς ώμους του, πάνω στην πλούσια μπλε, κεντημένη με χρυσά σύμβολα του παλατιού πουκαμίσα του, η οποία έφτανε ως τους γοφούς του και έκρυβε λίγο τη μαύρη παντελόνα του. Στη μέση είχε περασμένο ένα ζωνάρι, δεμένο σφιχτά, μαζί με το θηκάρι του σπαθιού του, ενώ τα μακριά πόδια του κάλυπταν δερμάτινες μαύρες μπότες που έφταναν σχεδόν ως το γόνατο.

Μπήκαμε μέσα στην αίθουσα και κάτω από το βλέμμα μου ο Κάιν περπάτησε ως τη μια πλευρά του τζακιού και έκανε λίγο πέρα μια σκούρα καφέ κουρτίνα που κάλυπτε ένα τεράστιο παράθυρο στολισμένο με βιτρό, αφήνοντας λίγο από το φως να εισβάλλει στο χώρο. Κοίταξε για μια στιγμή το τμήμα του παραθύρου μπροστά του και ύστερα βούλιαξε ξανά το δωμάτιο στο σκοτάδι, αφήνοντας την κουρτίνα να πέσει βαριά λικνιζόμενη στο σιγανό χορό της. Ύστερα στράφηκε προς τα εμάς χαμογελαστός. Τα καταπράσινα μάτια του, κινούνταν γρήγορα στο χώρο, σα να ζύγιζαν την κατάσταση, έτοιμα για το οτιδήποτε.

«Μα και φυσικά δε θα καταδεχόσουν να φορέσεις ένα από τα φορέματα» σχολίασε καρφώνοντας το βλέμμα του πάνω μου. Χωρίς να το σκεφτώ, όρμησα στον νεαρό πρίγκιπα και πιάνοντάς τον δυνατά από την πουκαμίσα του και σπρώχνοντάς τον βίαια πάνω στο μαρμάρινο Τζακι.

«Τον σκότωσες!» φώναξα.

Ο Κάιν ατάραχος μου ανταπέδωσε το σπρώξιμο, χτυπώντας τα χέρια μου, αναγκάζοντάς με έτσι να τον αφήσω ελεύθερο. «Θύμησέ μου λίγο». 

Ο θυμός μου με κατέτρωγε και ήθελα τόσο πολύ να ξεγράψω εκείνο το ηλίθιο βλέμμα με το οποίο με κοιτούσε. «Σκότωσες τον ταβερνιάρη!».

Δεν έχει φύγει από το μυαλό μου η εικόνα του Σαπιοδόντη, μέσα στην άμαξα, πνιγμένος στο αίμα του και το δηλητήριο. Δεν του άξιζε ένα τέτοιο τέλος. Τον είχα πάρει μαζί μου, στο δρόμο της κατάρας. Πέθανε βοηθώντας με. Στην αρχή για να ορθοποδήσω και μετά για να βγάζω περισσότερα χρήματα. Περισσότερο χρυσάφι. Μα μου είχε σταθεί σα πατέρας. Αν δεν ήταν εκείνος, τώρα το σαπισμένο κουφάρι μου θα βρισκόταν στο στομάχι κάποιου κορακιού.

«Α, ναι!» αναφώνησε «Έναν ταβερνιάρη που σε βοηθούσε να ξεπαστρεύεις τον κόσμο για λεφτά. Πώς τόλμησα να το ξεχάσω» συνέχισε ειρωνικά. 

«Δεν έχουμε να κάνουμε με μια συνηθισμένη γυναίκα, παλιόφιλε» είπε ο Λαχάρ, καθώς προχωρούσε προς το μέρος του Κάιν, διακόπτοντας κάθε ευκαιρία που θα είχα να φτάσω στην κρεμάλα ή την λαιμητόμο. Μόλις τον έφτασε, στήθηκε δίπλα του και ακούμπησε τον ένα του αγκώνα, πάνω στον ώμου του πρίγκιπα της Σεβέλ. Ο Κάιν τίναξε μακριά μονομιάς το χέρι του αυθάδη ξένου και έκανε λίγα βήματα μπροστά.

«Γιατί με έφερες εδώ;» ρώτησα χωρίς ίχνος σεβασμού στη φωνή μου «Γιατί δεν είμαι ήδη νεκρή;».

Ο Κάιν γύρισε προς τα πίσω το κεφάλι του, προς τον Λαχάρ. Εκείνος έγνεψε με το κεφάλι του και τα σμαραγδένια μάτια του πρίγκιπα, έμειναν πάλι πάνω μου.

«Τι γνωρίζεις για το είδος σου;» αναρωτήθηκε. Μα αισθάνθηκα ότι δεν ήταν ένα απλό ερώτημα. Πόσο μάλλον ένα ερώτημα, στο οποίο θα είχα απάντηση.

«Τι εννοείς;».

«Ξέρεις γιατί σε ονομάζουμε Νεκροφιλημένη;» ρώτησε ο Λαχάρ.

Κοιτούσα μία τον ένα και μια τον άλλο. Γι’ αυτό με σύρανε ως εδώ; Για ανούσιες ερωτήσεις;
Πριν ξεκινήσω τον θρασύτατο μονόλογό μου, ο Κάιν σήκωσε το ένα του χέρι και με σταμάτησε. «Θα έχεις παρατηρήσει κάτι διαφορετικό πάνω σου. Το μάτι σου ας πούμε. Εκείνο το αφύσικα γαλάζιο, σχεδόν λευκό σου μάτι. Που μόλις το ελευθερώσεις από την καλύπτρα του, παραδίδεσαι σε κάποια άλλη μορφή. Ξέρεις τι είναι αυτό;»

Άκουγα προσεκτικά τι με ρωτούσε. Φυσικά και καταλάβαινα. Μόλις την προηγούμενη μέρα μου φανερώθηκε το παρελθόν μου. Ο ξαφνικός μου θάνατος και το θαύμα της αναγεννήσεώς μου. Η βεβήλωση της Μεταθανάτιας Ζωής. Η κατάρα. Η Κάλιντα. Το αίμα... Τόσο αίμα... Η μητέρα μου. Έσκυψα το κεφάλι μου και ακούμπησα την οφθαλμοκαλύπτρα.

«Ξέρω τι είναι» δήλωσα σιγανά. «Αυτό που δεν ξέρω είναι τι θέλετε με μένα. Γιατί δε με σκοτώσατε; Γιατί είμαι ακόμη ζωντανή;».

Ο Κάιν ξεφύσησε πριν μιλήσει, «Γιατί μου είσαι πολύ χρήσιμη ζωντανή. Επίσης, αν σε σκοτώσουμε, αυτό δε θα λύσει τα προβλήματα. Αντιθέτως, θα τα κάνει χειρότερα».

«Εννοώντας;» τον έσπρωξα να συνεχίσει.

Τώρα βγήκε ο Λαχάρ μπροστά και σταυρώνοντας τα χέρια του μπροστά από το στήθος του ξεκίνησε να λέει:

«Αν σε σκοτώσουμε, η θανατηφόρα κάτοικος και σχεδόν κάτοχος του κορμιού σου, θα μεταφερθεί σε άλλο. Κάποιο που θα είναι πιο δύσκολο να εντοπιστεί και φυσικά πιο χρονοβόρο. Και όσο εμείς ψάχνουμε να την βρούμε, εκείνη η γλυκιά και αιθέρια ύπαρξη μέσα σου, θα μπορεί να κυκλοφορεί και να σκοτώνει κόσμο ανενόχλητη. Μην ξεχνάμε και την πύλη των νεκρών που κουβαλάς!».

«Πύλη των Νεκρών;» ρώτησα.

«Η Κάλιντα, είναι η πιο αρχαία ψυχή που μπορεί και κυκλοφορεί ανάμεσα στον δικό μας κόσμο και εκείνο των ψυχών. Και είναι εκείνη που μπορεί να ανοίξει την πύλη και να σκορπίσει τους νεκρούς στον κόσμο των ζωντανών. Αν γίνει αυτό, θα χαθούμε όλοι. Οι ψυχές θα τριγυρνούν ανενόχλητες καταλαμβάνοντας τα σώματα αθώων και ζώντας μέσα από αυτούς» συνέχισε ο Λαχάρ.

«Μιλάνε πολύ» ακούστηκε η Κάλιντα στο μυαλό μου.

«Πύλη... Και άλλοι» μουρμούρισα στον εαυτό μου, προσπαθώντας να αγνοήσω την φωνή της. Ξάφνου, θυμήθηκα το όνειρο... Τα λόγια της Κάλιντα και την πράσινη ψυχή στην οποία δήλωσε ότι είμαι δικιά της. Ένας χτύπος της καρδιάς ξέφυγε από την ηγεσία της και χτύπησε στο καταραμένο μάτι μου. Σύριξα ελαφρά, σκύβοντας ταυτοχρόνως προς τα μπροστά και έφερα την παλάμη μου σε αυτό. Ένας οξύς πόνος το διαπέρασε και τα δάχτυλά μου σφίχτηκαν γύρω από το δέρμα της καλύπτρας, προσπαθώντας να χωθούν πιο βαθιά και να την τραβήξουν από την θέση της. Ο Λαχάρ έτρεξε προς το μέρος μου και έσκυψε μπροστά μου.

«Πάλεψέ το» ψιθύρισε, ακουμπώντας τα χέρια του στους ώμους μου. Ο χτύπος ολοένα και δυνάμωνε. Ένας μικρός λυγμός έφυγε από τα χείλη μου. Τα έβλεπα όλα διπλά και δεν μπορούσα να ξεχωρίσω ποιος ήταν που. Έσφιξα τα μάτια μου όσο περισσότερο γινόταν και προσπάθησα να ελέγξω τα δάχτυλα του αριστερού χεριού μου. Έφερα το δεξί μου χέρι πάνω στο άλλο και βάλθηκα να το απομακρύνω από το μάτι μου.

«Αλιάνα, πάλεψε» ακούστηκε μακρινή η φωνή του Λαχάρ, ενώ οι παλάμες του έκλεισαν το πρόσωπό μου μέσα τους «Εδώ είμαι».

Ξάφνου μια λέξη αντήχησε το μυαλό μου και τα χέρια μου έπεσαν στο πλάι των μηρών μου, ενώ το σώμα μου σηκώθηκε αργά-αργά όρθιο, ισιώνοντας τον κορμό μου μόνο του. Το ελεύθερο μάτι μου κατάφερε να εστιάσει.

«Nondum!» ψιθύρισε ξανά η άγνωστη φωνή και όλα εξαφανίστηκαν. Ο πόνος, οι διπλές μορφές, ο χτύπος της καρδιάς μου. Η ανάσα μου επανήλθε και κοίταξα τον Κάιν και τον Λαχάρ που με παρατηρούσαν ανήσυχοι, με τον Κάιν να έχει έτοιμο το χέρι του απιθωμένο στη λαβή του σπαθιού του.

«Δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας, αγαπητοί μου» ανακοίνωσε μια τρίτη φωνή. Διαφορετική από αυτή που ήχησε στις σκέψεις μου, μα θα ορκιζόμουν ότι είχαν την ίδια χροιά. Το μυαλό μου, έπαιζε πάλι παιγνίδια. Φοβάμαι πως έχω αρχίσει να τρελαίνομαι.

Γύρισα προς την κατεύθυνση της φωνής και ήρθα αντιμέτωπη με έναν άντρα, αρκετά ώριμο σε ηλικία, με γκρίζα μαλλιά που ακουμπούσαν ελάχιστα στους ώμους του και με σκούρα μάτια, στο χρώμα του κάρβουνου. Το πρόσωπό του ήταν σχεδόν στρογγυλό, με τα ζυγωματικά του να τονίζουν ιδιαίτερα της γωνίες του προσώπου του. Τα φρύδια του έσμιξαν, βλέποντας και τους τρεις μας ετοιμοπόλεμους. Ίσιωσε τους ώμους του, αφήνοντας την ερυθρή πουκαμίσα του με τον χρυσό γιακά να τεντώσει πάνω στο κορμί του, ενώ ο ασημένιος του σταυρός με τις χρυσές λεπτομέρειες έλαμψε στο λιγοστό φως. Πάνω από τους ώμους του, έπεφτε ένα πολύχρωμο ύφασμα που έδενε στη μέση του σα ζωνάρι, ενώ η μαύρη δερμάτινη παντελόνα του, κοβόταν από το γόνατο και κάτω από κομψές δερμάτινες μπότες.

«Σύμβουλε Άριμαν» είπε ο πρίγκιπας Κάιν και έσκυψε λίγο το κεφάλι του.

«Πρίγκιπα Κάιν, πρίγκιπα Λαχάρ» έγνεψε με την σειρά του ο σύμβουλος «Α… Και εσύ πρέπει να είσαι η Αλιάνα. Πάνω στην ώρα! Ερχόμουν να σου παραδώσω αυτό» συνέχισε φέρνοντας το δεξί του χέρι μπροστά, μαζί με το κλουβί που κρατούσε.

«Χάρου!» αναφώνησα και έτρεξα προς τον σύμβουλο Άριμαν. Άνοιξα το κλουβί του αγαπημένου μου γερακιού και εκείνο αμέσως έκρωξε και γράπωσε τον καρπό μου, χτυπώντας τα φτερά του χαρούμενο. Έτριψα το ράμφος και το πουπουλένιο του κεφαλάκι.

«Μου έλειψες παλιόφιλε. Νόμιζα ότι σε έχασα» μουρμούρισα. Και ήταν αλήθεια. Νόμιζα ότι όσο ήμουν στη φυλακή, το γεράκι μου είχε πετάξει μακριά από όλους και από όλα. Πίστεψα ακόμη και ότι το σκότωσαν οι τοξότες που με κυνηγούσαν.

«Μας πήρε... Αρκετή ώρα θα έλεγα για να τον πιάσουμε. Πετούσε πάνω από το κάστρο και στεκόταν όλη την ώρα έξω από το δωμάτιο που ήσουν» ξεκίνησε ο σύμβουλος «Μα τίποτε δεν μπορεί να μου ξεφύγει, εμένα» με διαβεβαίωσε χαμογελώντας πλατιά.

«Ευχαριστώ» είπα και ύψωσα το βλέμμα μου για να ταιριάξει με εκείνο του συμβούλου. Για κάποιο περίεργο λόγο, ένιωθα σα να τον ξέρω χρόνια. Μου ήταν πολύ οικεία η μορφή του, σχεδόν γνωστή θα έλεγα. Αλλά δεν ήξερα το γιατί. 


Ella Sarlot