ANGELS: The Academy (Κεφάλαιο 3)

ΤΟ ΧΡΊΣΜΑ Α'
Ένας νέος κόσμος ξεδιπλωνόταν μπροστά στα μάτια μου. Έβλεπα πολλά καινούργια πράγματα από το παράθυρο του ξενώνα της σχολής που με είχαν βάλει προσωρινά, μέχρι να πάρω το χρίσμα και να μπορέσω να ενεργοποιήσω τις δυνάμεις με τις οποίες είχα γεννηθεί. Ήθελα να βγω έξω, να εξερευνήσω και να μάθω νέα πράγματα. Αλλά αυτό ήταν αδύνατο μιας και δεν μου επέτρεπαν να βγω. Ήμουν σαν φυλακισμένη από χθες το βράδυ. Μου είχαν πει όμως ότι για καλό δικό μου πρέπει να είμαι έτοιμη πριν μπορέσω να περπατώ μόνη μου στους δρόμους.
Η πόρτα του δωματίου μου χτύπησε και μέσα μπήκε ένας φιλικός, ξανθός άντρας. Στάθηκε δίπλα μου και μου είπε: "Είστε η Λίλεν Ρόουζ;".
"Από ότι μου λένε, αυτή είμαι". απάντησα, δεν μπόρεσα να συγκρατήσω τον εαυτό μου και γέλασα χαμηλόφωνα.
"Να λείπουν τα αστεία δεσποινίς. Έχουμε να κάνουμε πολλά σήμερα", απάντησε με αυστηρό και ταυτόχρονα επικριτικό βλέμμα. "Ακολουθήστε με, παρακαλώ", συνέχισε χωρίς να μου αφήσει περιθώριο να του απαντήσω.
Τον ακολούθησα χωρίς να του μιλάω σε όλη την διαδρομή. Περνούσαμε από διάφορους διαδρόμους μέσα στην σχολή και είδα πάνω από δέκα πόρτες οι οποίες έλεγαν από πάνω ότι ήταν διδακτικές αίθουσες. Όποιος ήταν στην θέση μου και έβλεπε όλα αυτά θα ήθελε να μπει σε κάθε αίθουσα ξεχωριστά και να την εξερευνήσει. Μετά από λίγο φτάσαμε στην μεγάλη εξώπορτα. Ο άγγελος γύρισε, με κοίταξε και μου είπε: "Δεν θα απομακρυνθείς από κοντά μου. Είσαι ακόμη άνθρωπος και κανένας άγγελος δεν θέλει ανθρώπους σε αυτό το μέρος".
Κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου χωρίς να του πω κάτι. Περπατούσαμε στον δρόμο και διάφορα πάρκα που έβλεπα ήταν γεμάτα με μικρά μωρά και παιδιά, τα οποία είχαν φτερά μεγαλύτερα από αυτά και πετούσαν στο αέρα παίζοντας το ένα μαζί με το άλλο. Ήταν ένα από τα καλύτερα πράγματα που είχα δει μέχρι στιγμής. Μετά από αρκετή ώρα φτάσαμε σε ένα μεγάλο λευκό κτήριο και αρχίσαμε να περπατάμε πιο αργά. Φτάσαμε κοντά σε ένα γραφείο που έμοιαζε με γραφείο επιστάτη και ο άγγελος είπε σε αυτόν που καθόταν εκεί "Είμαι εδώ για την Λίλεν Ρόουζ".
Ο τρόμος στα μάτια του επιστάτη φάνηκε και μας έδειξε γρήγορα με το χέρι του πού να κατευθυνθούμε. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι ακριβώς φοβούνταν όλοι όταν με έβλεπαν. Ήμουν απλώς μια κοπέλα, σαν όλες τις άλλες.
Περπατούσαμε σε έναν ατελείωτο διάδρομο, που στο βάθος αχνοφαινόταν μια λευκή πόρτα. Καθώς πλησιάζαμε, έβλεπα ότι πάνω στην πόρτα αυτή υπήρχαν χρυσά σύμβολα που δεν ήξερα τι σημαίνουν μιας και δεν τα είχα ξαναδεί. Αυτό που με είχε κουράσει όμως ήταν ότι σήμερα όλη μέρα περπατούσα σε διαδρόμους και δρόμους.
"Λίλεν, όταν μπούμε μέσα δεν θέλω να ρωτήσεις ή να πεις κάτι άσχετο. Είμαστε σε ιερό χώρο που μέσω του Υψίστου Αγγέλου θα ενεργοποιήσεις την αγγελική σου μορφή", μου είπε αυστηρά ο άγγελος που ακόμα δεν είχα μάθει το όνομά του. Κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου και μπήκαμε μέσα στην αίθουσα.
Ήταν ένας περίεργος χώρος που θύμιζε εκκλησία αλλά δεν έμοιαζε και πολύ. Ακριβώς μπροστά από την πόρτα υπήρχαν διαφορά ξύλινα παγκάκια τα οποία έφταναν μέχρι και την μέση της αίθουσας. Μετά έβλεπες διάφορες εικόνες της θρησκείας μας και αμέσως μετά έναν μεγάλο χρυσό θρόνο, πάνω στον οποίο καθόταν ένας αρκετά ηλικιωμένος άντρας.
"Καλή σας ημέρα, σεβασμιώτατε!", αναφώνησε ο άγγελος κάνοντας μια μεγάλη υπόκλιση και κάνοντάς μου νόημα να τον μιμηθώ.
"Καλωσορίσατε στην οικία του Υψίστου, πιστοί αδελφοί μου", είπε με βαριά αλλά ταυτόχρονα επιβλητική και αξιοθαύμαστη φωνή.
"Ήρθαμε για να δοθεί στην Λίλεν Ρόουζ το ιερό χρίσμα, σεβασμιώτατε", απάντησε ο άγγελος.
"Ραούλφ, η τελετή δεν θα διαρκέσει πολύ αλλά πρέπει να έχουμε την συγκατάθεση της μικρής μιας και μπορεί να μην καταφέρει να επιβιώσει μετά από αυτή", είπε ο ηλικιωμένος άντρας στον άγγελο.
"Μπορείτε να την ρωτήσετε και μόνος σας, σεβασμιώτατε", απάντησε ο άγγελος και, όσο απαντούσε, συνειδητοποίησα ότι αυτός ο άγνωστος που με ταλαιπωρούσε όλη μέρα λεγόταν Ραούλφ.
"Νεαρή μου;", είπε ο ηλικιωμένος άντρας και περίμενε απάντηση.
Στην αρχή τα έχασα, γιατί δεν καταλάβαινα τι ακριβώς με ρωτούσε, αλλά συνειδητοποίησα ότι έπρεπε να του δώσω την συγκατάθεση μου. "Την έχετε, σεβασμιώτατε".
"Τότε ας αρχίσουμε", είπε ο ύψιστος άγγελος καθώς σηκώθηκε από τον θρόνο του. "Πλησίασε, νεαρή μου".
Άρχισα να περπατάω τρομαγμένη χωρίς να ξέρω τι θα ακολουθήσει. Δεν ήξερα αν θέλω να το κάνω, αλλά έπρεπε. Άλλοι θα σκότωναν για να ήταν στην θέση μου αυτή την στιγμή. Όταν έφτασα δίπλα του, σήκωσε το χέρι του και ακούμπησε το μέτωπό μου και άρχισε να λέει μια ακαταλαβίστικη φράση τρεις φορές: "Άλφους γιούρους. Ίνγκριμ Αλέξιους. Λίλεν Ρόουζ". Μόνο το όνομά μου κατάλαβα από όλη την φράση.
Ένας εκοφανταστηκός ήχος ακούστηκε και όταν σταμάτησε, ο ηλικιωμένος άντρας έφερε ένα χρυσό ποτήρι και μου το έδωσε για να πιω "Πιες το όλο, καλή μου".
Άρχισα να πίνω και για κάποιο περίεργο λόγο είχε μια πολύ ωραία γεύση. Όταν ήπια όλο το περιεχόμενο του ποτηριού άρχισα να ζαλίζομαι, η καρδιά μου να χτυπά πιο δυνατά και όλο το σώμα μου να τρέμει. Άκουγα τις φωνές των δύο αντρών αλλά δεν καταλάβαινα τι έλεγαν. Δεν μπόρεσα να συγκρατηθώ άλλο και έχασα τις αισθήσεις μου.




ΤΟ ΧΡΊΣΜΑ Β'



Δοκιμασία 1η: Το Κλειδί Της Ζωής.


"Που είμαι;" φώναξα, αλλά ο κόσμος γύρω μου δεν μου μιλούσε. Ήμουν σε ένα μέρος που δεν ήξερα αλλά ταυτόχρονα μου φαινόταν γνώριμο.
Ένας άντρας με κατάλευκα φτερά και ξανθά μαλλιά κατευθυνόταν προς εμένα με μεγάλη δύναμη. Φοβόμουν ότι θα πέσει πάνω μου και δεν μπορούσα να κουνηθώ για να τον αποφύγω. Έφτασε κοντά μου και στάθηκε απέναντι μου. "Καλώς ήρθες, Λίλεν Ρόουζ. Όλοι σε θεωρούσαν νεκρή. Αλλά από ότι φαίνεται οι γονείς σου σε είχαν κρύψει πολύ καλά. Έφτασε η ώρα για να πάρεις το χρίσμα αλλά πριν το πάρεις πρέπει να περάσεις τρεις απαιτητικές δοκιμασίες που θα σε κάνουν έτοιμη για τις αγγλικές σου δυνάμεις. Αν δεν τις περάσεις στο λέω με λύπη, δεν θα καταφέρεις να ξυπνήσεις ποτέ", μου είπε ο άγγελος.
"Τι εννοείς δεν θα ξυπνήσω;", τον ρώτησα τρομαγμένη.
"Αν δεν περάσεις τις δοκιμασίες, θα πεθάνεις. Γιατί δεν είσαι ικανή να συνεχίσεις στον κόσμο των αγγέλων", μου απάντησε σαν να μου λέει το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο.
Είχα αρχίσει να τρομάζω, γιατί δεν ήξερα τι θα συμβεί. Και έβριζα τον εαυτό μου που δέχτηκα το χρίσμα.
"Είσαι στον τόπο που γεννήθηκες. Εδώ μέσα είναι καλά κρυμμένα 3 κλειδιά. Το κλειδί της ζωής, των αγγέλων και της δύναμης. Πρέπει να ψάξεις να τα βρεις όλα. Όταν τα βρεις θα έρθω και θα σου πω τι θα κάνεις μετά. Αν δεν τα βρεις, ξέρεις τι θα γίνει", μου είπε με ήρεμη φωνή και εξαφανίστηκε από μπροστά μου. Και τότε συνειδητοποίησα ότι τώρα πια ο κόσμος που περνούσε από δίπλα μου με έβλεπε και κάποιοι από αυτούς στάθηκαν κοντά μου για να δουν αν είμαι καλά.
"Είσαι καλά, γλυκιά μου;", με ρώτησε μια ηλικιωμένη γυναίκα.
"Καλά είμαι. Καλά", της απάντησα. Και τότε έφυγε πιο πέρα.
Σηκώθηκα και άρχισα να περπατάω σε έναν χωματόδρομο που από δεξιά και αριστερά υπήρχαν σπίτια. Δεν ήξερα πού να πάω για να βρω αυτό που μου είχε ζητήσει και δεν μου είχε δώσει καμία βοήθεια για το τι θα κάνω.
Μια γυναίκα κατευθυνόταν προς εμένα και όταν έφτασε κοντά μου, μου έπιασε το χέρι και μου είπε: "Λίλεν, που είχες κρυφτεί παλι; Σε ψάχνουμε με τον πατερα σου".
"Ποιον πατέρα μου;", την ρώτησε χωρίς να καταλαβαίνω τι λέει.
"Με κοροϊδεύεις, Λίλεν;", είπε και με κοίταξε αυστηρά. "Προχώρα σπίτι και θα δεις τι έχει να γίνει" και άρχισε να περπατάει τραβώντας μου το χέρι.
Τότε κατάλαβα ότι όλο αυτό είναι μέρος του Χρίσματος και μάλλον θα έπρεπε να κάνω ότι πραγματικά υπήρχαν αυτοί οι άνθρωποι και ότι είμαι κόρη τους. Περπατούσαμε για σχεδόν είκοσι λεπτά και φτάσαμε σε ένα λευκό σπίτι. Η γυναίκα άνοιξε την πόρτα και μπήκαμε μέσα. Σε μια καφέ πολυθρόνα καθόταν ένας άντρας και μόλις με είδε σηκώθηκε. "Σου είχα επιτρέψει να βγεις για μια ώρα και έχουν περάσει τέσσερις. Τι έχεις πάθει τον τελευταίο καιρό;".
"Συγγνώμη", είπα χωρίς να ξέρω για τι ακριβώς πράγμα μου μιλάει.
"Με ποιόν ήσουν πάλι;", με ρώτησε ο άντρας που υποτίθεται ότι ήταν πατέρας μου. Δεν του απάντησα καθόλου γιατί δεν ήξερα τι να του πω. "Με την Άϊλον, ε;" συνέχισε.
Επειδή τον είδα νευριασμένο δεν μπορούσα να μην απαντήσω. "Ναι, με την Άϊλον ήμουν".
"Πήγαινε στο δωμάτιο σου τώρα και μην τολμήσεις να ξαναβγείς έξω", άρχισε να φωνάζει. Πρώτη φορά μου φώναζε κάποιος τόσο πολύ.
"Πού είναι;", τον ρώτησα γιατί δεν ήξερα πού ήταν το δωμάτιο που μου έλεγε να πάω.
"Με κοροϊδεύεις;", συνέχισε να φωνάζει. "Πήγαινε τώρα αλλιώς δεν θα σε αφήσω να ξαναβγείς ποτέ".
Κάτι μέσα μου έκανε τα πόδια μου να κουνηθούν και να με πάνε μόνα τους στον πάνω όροφο που ήταν το δωμάτιο. Όταν μπήκα μέσα, αντίκρισα ένα λευκό κρεβάτι που από πάνω είχε δύο φτερά αγγέλου. Στο πάτωμα υπήρχε επίσης ένα λευκό χαλί από φτερά και μια βιβλιοθήκη με διάφορα βιβλία. Αφού δεν είχα τι άλλο να κάνω πλησίασα και διάλεξα ένα βιβλίο που μου έκανε εντύπωση. Τα Τρία Μονοπάτια λεγόταν και στο εξώφυλλό του υπήρχε μια κοπέλα με λευκά φτερά. Άρχισα να διαβάζω και η μέρα περνούσε δίνοντας την θέση της στην νύχτα. Είχα φτάσει στο δέκατο πέμπτο κεφάλαιο και μόλις γύρισα σελίδα είχε μια εικόνα ενός κλειδιού με μια καρδιά στο κέντρο. Κατω από την φωτογραφία έγραφε ως σημείωση: Εάγκον Φούτουρ Λέκτους. Όταν το διάβασα, ένα φως βγήκε από το βιβλίο και το κλειδί της φωτογραφίας τώρα πια ήταν στα χέρια μου. "Το κλειδί της ζωής", είπα χαρούμενη που είχα καταφέρει να το βρώ.


ΤΟ ΧΡΊΣΜΑ Γ'



Δοκιμασία 2η: Το Κλειδί Των Αγγέλων.


Είχα το ένα από τα τρία κλειδιά και μου έμεναν ακόμα δύο να βρω για να τελειώσω όλη αυτή την δοκιμασία. Έπρεπε όμως να παίξω καλό θέατρο στους δύο ανθρώπους που υποτίθεται ότι ήταν οι γονείς μου για να μην καταλάβουν τίποτα.
Η πόρτα του δωματίου μου χτύπησε μπήκε η γυναίκα. Ήθελα να την ρωτήσω το όνομά της αλλά δεν μπορούσα γιατί εφόσον υποτίθεται ότι είναι γονείς μου ξέρω και τα ονόματα τους. "Γιατί φέρεσαι έτσι τον τελευταίο καιρό;", μου είπε με ήρεμη φωνή.
Έπρεπε να σκεφτώ να της απαντήσω κάτι. "Έχω μεγαλώσει, μαμά. Θέλω να μπορώ να βγαίνω περισσότερη ώρα έξω με την φίλη μου, την Άϊλον".
"Και εγώ θέλω πολλα γλυκιά μου. Αλλά πρέπει να ακούμε τον πατέρα σου. Είναι ο άντρας της οικογένειας", απάντησε η γυναίκα.
Δεν γινόταν να πίστευε ότι ένας άντρας είναι ανώτερος από μια γυναίκα. "Τι λες;", της είπα.
"Οι άντρες γλυκιά μου είναι ανώτεροι από εμάς και πρέπει να τους υπακούμε. Αν δεν μπορείς να υπακούσεις τον πατέρα σου, τότε δεν θα σε θέλει κανένας άντρας. Δεν θα παντρευτείς ποτέ και θα μείνεις μόνη σου για όλη σου την ζωή". Με κοίταξε στα μάτια και μου έπιασε τα χέρια.
Πόσο πίσω στον χρόνο ήμουν; Δεν γίνεται μια γυναίκα να πιστεύει ότι ένας άντρας είναι ανώτερος από αυτή. Δεν μπορούσα να της πω κάτι όμως, γιατί θα το καταλάβαινε. "Εντάξει, μαμά", απάντησα.
"Δεν είσαι πια τιμωρία, γλυκιά μου, αλλά να προσέχεις από εδώ και πέρα", μου χάιδεψε την πλάτη και βγήκε από το δωμάτιο.
Έπρεπε να κατέβω κάτω Και να πάρω άδεια για να βγω από το σπιτι και να αρχίσω να ψάχνω το επόμενο κλειδί. Σηκώθηκα από το κρεβάτι και με αργά βήματα άρχισα να πηγαίνω προς στο μικρό σαλονάκι, αλλά τότε άκουσα τον πατέρα μου να λέει: "Οι Αρχάγγελοι έκρυψαν το κλειδί των αγγέλων κάπου που κανένας δεν θα μπορέσει να το βρει. Ο Αρχαίλ, μου είπε ότι αυτό το κλειδί μπορεί να ανοίξει την πόρτα που κρατάει κλεισμένους τους δαίμονες στην κόλαση".
Κατέβηκα γρήγορα κάτω και τον ρώτησα. "Άκουσα να λέτε για ένα κλειδί των αγγέλων. Τι είναι αυτό; Και που το έκρυψαν;".
"Δεν είναι δουλειές για μια μικρή κοπέλα όπως εσύ αυτές. Πήγαινε στο δωμάτιο σου", είπε θυμωμένα.
"Συγγνώμη", είπα κατεβάζοντας το κεφάλι κάτω για να δείξω απογοητευμένη. Έπρεπε να βρω αυτό το κλειδί. "Με πήρε τηλέφωνο η Άϊλον και μου είπε να πάμε μια βόλτα στο πάρκο. Μπορώ;".
"Τι σε έκανε η Άϊλον;", ρώτησε ο πατέρας.
"Εμμ..". Τότε κατάλαβα ότι έκανα λάθος. Χρησιμοποίησα κάτι που δεν υπήρχε στην εποχή που ήμουν τώρα μάλλον. "Μου έστειλε γράμμα. Μεταξύ μας το γράμμα το λέμε τηλέφωνο για αυτό μπερδεύτηκα". Ήλπισα να είχα καταφέρει να σώσω τη βλακεία που είπα.
"Πήγαινε, αλλά για μια ώρα", είπε και έπιασε ένα βιβλίο στο χέρι του.
"Μα... Δεν θα προλάβουμε τίποτα σε μια ώρα", άρχισα να γκρινιάζω.
"Μην μου μιλάς έτσι εμένα", ύψωσε παλι την φωνή του. "Άντε, πήγαινε για δύο ώρες. Μην αργήσεις ούτε λεπτό".
"Ευχαριστώ", του είπα και από την χαρά μου του έδωσα ένα φιλί στο μάγουλο. Πώς μου ήρθε να τον φιλήσω; Ούτε καν τον γνώριζα αυτόν τον άνθρωπο.
Βγήκα από το σπιτι και άρχισα να σκέφτομαι μέρη που θα μπορούσα να βρω αυτό το κλειδί. Πού θα μπορούσε να το κρύψει κάποιος; Ένα τέτοιο κλειδί, με το μυαλό που έχω, θα μπορούσε να είναι κρυμμένο μόνο μέσα σε έναν ναό που ένας δαίμονας δεν θα έμπαινε ποτέ. Έπρεπε να βρω όμως έναν ναό.
Περπατούσα στον δρόμο μέχρι που βρήκα μια ηλικιωμένη γυναίκα. "Γεια σας! Η μαμά μου μού είπε να πάω σε έναν ναό να προσευχηθώ για τον μπαμπά μου. Μήπως ξέρετε που είναι;", ρώτησα με ελπίδα να μου απαντήσει.
"Γλυκιά μου, υπάρχουν τρεις ναοί. Σε ποιον θες να πας;", μου είπε η γυναικούλα.
"Εμ. Δεν ξέρω", απάντησα.
"Τι πρόβλημα έχει ο μπαμπάς σου, γλυκιά μου;", με ρώτησε με λύπη.
Έπρεπε να σκεφτώ να πω ένα πρόβλημα παρόμοιο με το κλειδί των αγγέλων για να μου πει τον κατάλληλο ναό. Και ναι, μου ήρθε ένα καλό πρόβλημα, αλλά έπρεπε να αυτοσχεδιάσω. "Ο μπαμπάς μου πήγε στον πόλεμο και του έκοψαν το ένα φτερό. Η μαμά μου είπε να προσευχηθώ για να αναρρώσει."
"Γλυκιά μου, τότε πήγαινε στον Ναό των Αγγέλων", ειπε και με χάιδεψε στα μαλλιά. "Θα προχωρήσεις ευθεία και σε δύο στενά θα στρίψεις αριστερά. Θα τον δεις μπροστά σου".
"Σας ευχαριστώ πολύ!", της απάντησα και άρχισα να περπατάω για να πάω στον Ναό που μου είπε. Ακολούθησα κατά γράμμα τις οδηγίες της και εκεί που πήγα δεν υπήρχε ναός. Μάλλον με κορόιδεψε, σκέφτηκα.
Ένας ηλικιωμένος εμφανίστηκε μπροστά μου. "Που πας μικρή;", με ρώτησε.
"Στον Ναό των Αγγέλων", του απάντησα λαχανιασμένη από το τρέξιμο.
"Και τι ψάχνεις;", είπε με περίεργη φωνή.
"Τίποτα. Απλώς θέλω να πάω", απάντησα και προσπάθησα να φύγω.
"Μην φοβάσαι", μου είπε. "Πάρε αυτό διάβασε το δυνατά τρεις φορές".
"Λάκτους Όρους. Ίνους Λούφους. Ώμεν", φώναξα. Η γη κουνήθηκε και άνοιξε στα δύο κατάφερα να πηδήξω λίγο πιο πέρα για να μην πέσω στο κενό. Από το κατάμαυρο που φαινόταν άρχιζε να έρχεται προς τα πάνω ένα κλειδί και ο άντρας μου είπε: " Το κλειδί που έψαχνες" και εξαφανίστηκε.
Κρατούσα επιτέλους το κλειδί των αγγέλων στα χέρια μου και μου έμενε ακόμα ένα για να τελειώσει όλο αυτό.




ΤΟ ΧΡΊΣΜΑ Δ'


Δοκιμασία 3η: Το Κλειδί Της Δύναμης.


Ένα ακόμα κλειδί και θα καταφέρω να γυρίσω πίσω ζωντανή. Αλλά, όλα ήταν τόσο εύκολα στο να τα βρω. Μήπως αυτό είναι το πιο δύσκολο και από αυτό κρίνεται η ζωή μου;
Είχα αποφασίσει να μην ξαναγυρίσω πίσω στο σπίτι που έπρεπε να υποκρίνονται ότι δύο εντελώς ξένοι είναι οι γονείς μου. Θα περπατούσα, θα έτρεχα και θα σκεφτόμουν κάθε λεπτομέρεια για το πώς θα έβρισκα το καταραμένο τρίτο κλειδί.
Όπως περπατούσα κουρασμένη και διχασμένη, μια κυρία με πλησίασε. "Δώσε μου κάτι και θα σου πω που θα βρεις αυτό που επιθυμείς πιο πολύ".
"Δεν έχω κάτι μαζί μου. Θα σας έδινα αν είχα", απάντησα και προσπάθησα να φύγω αλλά δεν μου άφηνε το χέρι.
"Δώσε μου αυτό το δαχτυλίδι τότε", επέμενε η γυναίκα.
Έβγαλα το δαχτυλίδι από το χέρι και της το έδωσα γιατί δεν μπορούσα να χάσω πολύ χρόνο, μιας και δεν ήξερα πόσο θα μπορούσα να μείνω ακόμα εδώ. "Ορίστε".
Άφησε το χέρι μου, ήρθε μπροστά μου και έπιασε την παλάμη μου. "Στο πιο χρυσό βουνό. Εκεί που μόλις πατήσεις θα νιώσεις ελεύθερη. Εκεί θα βρεις αυτό που επιθυμείς πιο πολύ".
Τράβηξα το χέρι μου και απομακρύνθηκα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Τι ήταν αυτό που μου ειπε; Να την ακούσω ή μήπως ήταν ένα ψέμα για να πάρει το δαχτυλίδι μου; Τώρα πια ζω σε έναν κόσμο μαζί με αγγέλους. Οπότε δεν θα αγνοήσω μια τέτοια συμβουλή. Ίσως δεν είναι ψέματα.
Συνέχισα το περπάτημα και από μακριά διέκρινα ένα ψηλό βουνό που, όσο πλησίαζα, έβλεπα ότι ήταν από άμμο και τότε μου καρφώθηκε στο μυαλό… Στο πιο χρυσό βουνό... Ίσως τελικά έλεγε αλήθεια η γυναίκα. Άρχισα να ακολουθώ ένα μικρό δρομάκι πάνω στο βουνό.
Δεν άργησα πολύ να φτάσω στην κορυφή. Μιας και δεν ήταν πολύ μεγάλο. Κοίταξα σε κάθε γωνιά και πίσω από κάθε χόρτο και βράχο. Μέχρι που κάτω από ένα δέντρο βρήκα ένα χρυσό κουτί. Το έπιασα στα χέρια μου και διαπίστωσα ότι ήταν ξεκλείδωτο. "Το βρήκα", φώναξα.
Άνοιξα το κουτί και με δύναμη έφυγε από τα χέρια μου και έπεσε πάλι κάτω από το δέντρο. Από μέσα του βγήκε μια λευκή σκόνη και δύο άτομα βγήκαν και έλεγαν: "Έλα μαζί μας". Κάτι ένιωθα για αυτά τα άτομα, αλλά δεν ήξερα τι ακριβώς. Ήθελα να πάω κοντά τους αλλά μάλλον ήταν παγίδα. Το σώμα μου άρχισε να κινείται και να πηγαίνει προς αυτούς. Έπρεπε να αντέξω. Πώς όμως;
Άρχισα να νιώθω έναν πόνο πίσω στην πλάτη. Ήταν τόσο δυνατός που τα μάτια μου άρχισαν να δακρύζουν και σκοτείνιασαν. Πονούσα. Πονούσα πάρα πολύ. Ένιωθα ότι κάτι προσπαθούσε να βγει στην πλάτη μου. "Γαμώτο", φώναξα όσο πιο δυνατά μπορούσα και τοτε από την πλάτη μου βγήκαν δύο λευκά φτερά αγγέλου. Ήταν τόσο μεγάλα που μπορούσα να φυλάξω όλο τον εαυτό μου με αυτά.
Άρχισαν να κινούνται και ένιωσα ένα ρεύμα αέρα. Τώρα πια το σώμα μου είχε πάει πιο ψηλά από το έδαφος και δεν χρειαζόταν να περπατήσω. Τα δύο λευκά φτερά μου τώρα πια είχαν πάρει τον ρόλο των ποδιών μου. Τα δύο σώματα ξαναμπήκαν στο κουτί και αυτό έκλεισε και αντικαταστάθηκε από ένα χρυσό κλειδί. "Το κλειδί της δύναμης", φώναξα και προσγειώθηκα λίγο άτσαλα, μιας και δεν είχα μάθει να πετάω με αυτά τα φτερά ακόμα. Το έπιασα στο χέρι μου και μεταφέρθηκα σε ένα μαύρο δωμάτιο. Το μόνο που έβλεπα ήταν δύο πόρτες. Η μια ήταν λευκή και η άλλη κόκκινη.
Μια φωνή ακούστηκε: "Επέλεξε μια πόρτα. Άσε το σώμα σου να σε οδηγήσει σε αυτή".
Έκλεισα τα μάτια και περίμενα. Το σώμα μου άρχισε να κινείται και μόλις άνοιξα τα μάτια μου βρισκόμουν ανάμεσα στις δύο πόρτες. Τι έπρεπε να κάνω τώρα;
Έκλεισα πάλι τα μάτια μου και περίμενα να με οδηγήσει το σώμα μου, αλλά αυτή την φορά δεν κουνιόταν. Η φωνή ακούστηκε πάλι:"Δεν έχεις πολύ χρόνο. Ή μπαίνεις σε μια πόρτα ή δεν ξυπνάς ποτέ".
Άνοιξα παλι τα μάτια μου και χωρίς δεύτερη σκέψη έπιασα το χρυσό πόμολο της λευκής πόρτας. Την άνοιξα και ένα λευκό φως γέμισε το δωμάτιο. Η φωνή ακούστηκε πάλι: "Τι περιμένεις; Αφού διάλεξες μπες".
"Μα, θα πέσω", απάντησα γιατί το περιεχόμενο της πόρτας ήταν κενό.
Δεν πήρα απάντηση όμως. Φοβόμουν να μπω αλλά δεν είχα άλλη επιλογή, μιας και δεν ήξερα πόσο χρόνο έχω ακόμα. Μπήκα μέσα και έπεσα στο κενό. Η πόρτα σφράγισε.
Άρχισα να νιώθω πάλι το σώμα μου και μόλις άνοιξα τα μάτια έβγαλα μια κραυγή.
"Λίλεν, είσαι καλά;" ρώτησε ο Ραούλφ, ο άγγελος που με είχε πάει για να περάσω το χρίσμα. Τότε κατάλαβα ότι βρίσκομαι πάλι πίσω.

Γιάννης Θεοδωρόπουλος