Summer Solstice (Κεφάλαιο 22)

ΓΚΑΣΠΑΡΝΤ

«Περπάτα γρηγορότερα, αλλιώς θα σε αφήσω πίσω». Φωνάζω στη Σελέστ, που πασχίζει, να με ακολουθήσει.

Τα πόδια της βουλιάζουν στην άμμο δυσκολεύοντάς την, να τρέξει και αφήνοντάς την πολύ πίσω με τα μεγάλα βήματά μου. Λόγω της στρατιωτικής εκπαίδευσής μου δεν δυσκολεύομαι, να περπατήσω, να τρέξω ή ακόμα και να παλέψω σε οποιοδήποτε είδος εδάφους, όμως εκείνη ποτέ της δεν έχει επιτραπεί, να πλησιάζει στην παραλία εκτός και αν συνοδεύεται από ένα αρσενικό μέλος της οικογένειάς της. Όμως… δεν είναι αυτός ο λόγος, που πηγαίνω τόσο γρήγορα. Την αποφεύγω, ντρέπομαι, να την κοιτάξω κατάματα. Μετά τα όσα αποκάλυψε εκείνος ο πειρατής, δεν ξέρω τι μπορεί, να περνάει από το μυαλό της.

«Πρίγκιπα Γκασπάρντ, μπορείτε, να σταματήσετε για μια στιγμή;» ακούω τη λαχανιασμένη της φωνή. «Νόμιζα ότι περπατούσαμε μαζί».

«Μη μένεις πίσω. Δεν έχω σκοπό να περάσω το βράδυ μου σε μια κρύα παραλία και αν συμβεί κάτι τέτοιο, θα χρησιμοποιήσω τα ρούχα σου για προσάναμμα». Την απειλώ θέλοντας, να απλώσω την σιωπή και πάλι ανάμεσά μας.

«Αυτό… δεν ήταν πολύ ευγενικό». Σχολιάζει σιγανά. «Παρόλα αυτά μπορείς, να σταματήσεις; Είμαι πολύ κουρασμένη, για να συνεχίσω». Επιμένει αλλά δεν σταματάω. «Εντάξει, προχώρα. Θα βρω τον δρόμο της επιστροφής μόνη μου. Δεν σε χρειάζομαι».

Ώστε έτσι; Σταματάω και ανοίγω την παλάμη μου. Στο κέντρο της μια μικρή, κόκκινη, ζεστή φλόγα λαμπυρίζει και λικνίζεται, σαν να είναι ολοζώντανη. Χαμογελάω με την πονηρή ιδέα, που περνάει από το μυαλό μου. Δαγκώνω τα χείλη μου παιχνιδιάρικα και φαντάζομαι αυτό, που θέλω, να κάνει η φωτιά μου. Στρέφομαι προς το μέρος της Σελέστ, η οποία μου ρίχνει ένα ανακουφισμένο χαμόγελο και χτυπάω τα δάχτυλά μου. Η άμμος ολόγυρά της αμέσως αρπάζει φωτιά δημιουργώντας ένα πύρινο δαχτυλίδι ενάμιση μέτρο από τα πόδια της. Η μέλλουσα γυναίκα μου αναπηδάει τρομοκρατημένη και στριφογυρίζει γύρω από τον εαυτό της προσπαθώντας, να βρει ένα σημείο, για να ξεφύγει.

«Σκέψου γρήγορα». Λέω με ένα στραβό χαμόγελο. «Μπορείς, να τα καταφέρεις».

«Τ… τι παιχνίδι είναι αυτό; Πρίγκιπα Γκασπάρντ;» διαμαρτύρεται. «Δεν μπορείς, να σκεφτείς καλύτερο τρόπο, για να με τιμωρήσεις για την ανυπακοή μου;» μουρμουρίζει αποδοκιμαστικά.

«Φυσικά και μπορώ». Χτυπάω πάλι τα δάχτυλά μου και οι φλόγες θεριεύουν φτάνοντας σχεδόν στο ύψος των ώμων της. «Αντιμετώπισέ τες αλλιώς θα σε αφήσω, να ψηθείς. Αν γίνεις άσχημη, θα συνεχίσω, να θέλω, να σε παντρευτώ και θα βρω την Κρήνη, για να εκδικηθώ τον αδερφό μου». Αποκρίνομαι με ζωηρή φωνή. «Πάλεψε! Έλα, ξέρεις τον τρόπο. Το έχεις ξανακάνει».

Η Σελέστ μένει ακίνητη και με κοιτάζει σκεπτική. Στο βλέμμα της κυριαρχεί ο τρόμος μα συνάμα η αποφασιστικότητα και το θάρρος. Δείξτε μου, τι έχετε δεσποινίς Κίλμπορν. Περιμένω με αγωνία την παράστασή σας. Παίρνει βαθιά ανάσα και κλείνει τα μάτια της, σαν να θέλει, να διαλογιστεί τις πράξεις της. Έπειτα απλώνει μπροστά τα χέρια της και τραβάει τους αγκώνες δίπλα στα πλευρά της. Απλώνει και τραβάει για κάμποσα λεπτά, όμως τίποτα δε συμβαίνει στο οπτικό μου πεδίο, ώσπου… η θάλασσα αρχίζει, να θεριεύει και να μουγκρίζει, σαν θυμωμένο θηρίο. Το τελευταίο κύμα που σκάει στην ακτή, παραβγαίνει έξω και ορμάει προς το μέρος της λούζοντάς την από την κορυφή ως τα νύχια με παγωμένο, αλμυρό νερό. Σβήνει τις φλόγες μου και το μόνο που αφήνει, για να τις υπενθυμίζει, είναι ένας μαύρος δακτύλιος. Η Σελέστ φωνάζει θριαμβευτικά και μου χαμογελάει.

Τα ρούχα της είναι μούσκεμα κάνοντας την πουκαμίσα της, να κολλάει στο σώμα της με έναν απίστευτα προκλητικό τρόπο, που με διατάζει, να χάσω τον έλεγχο. Αποστρέφω βιαστικά το βλέμμα μου και σφίγγω τα χείλη μου παλεύοντας, να συγκρατήσω τα ζωώδη ένστικτά μου. Δεν έχει έρθει η ώρα, να κάνω δική μου την τιμή της. Πηγαίνω κοντά της και βγάζοντας το μπουφάν μου της το ρίχνω στους ώμους αποφεύγοντας την οπτική επαφή. Εκείνη το αποδέχεται με ένα νεύμα γεμάτο ευγνωμοσύνη και με ακολουθεί σιωπηλή. Ήξερα, ότι θα τα κατάφερνε. Η επιλογή μου να την κάνω γυναίκα μου, ήταν σωστή.

«Πολύ καλά. Κουνήσου τώρα!» γυρίζω στον παλιό ψυχρό εαυτό μου και ξεφυσάω αναστατωμένος.

Επιστρέφουμε στην αγορά, όταν ο ήλιος κατεβαίνει χαμηλά στον ορίζοντα και συνεχίζει, να είναι το ίδιο γεμάτη, όπως ολόκληρο το πρωί. Πολυάσχολοι άνθρωποι κάνουν τα ψώνια τους, συζητούν και πίνουν από τους πλανόδιους πωλητές, ενώ παιδιά τρέχουν ανάμεσά τους ξαλαφρώνοντας τις τσέπες των πελατών. Το Τίβερτον είναι μακριά από δω. Τα κατάρτια του φαίνονται μακριά στον ορίζοντα, λες και είναι αγκυροβολημένο στ’ ανοιχτά και τα πανιά του είναι μαζεμένα, όμως δε συμβαίνει το ίδιο και με την Γητεύτρα. Που πήγε; Δε θα μου έκανε εντύπωση, αν ο ανόητος πρίγκιπας Άλμπερτ περίμενε, να επισκεφτούμε την αγορά, για να συνεχίσουν το ταξίδι τους.

«Άρχοντά μου». Ακούω κάποιον, να φωνάζει. Μοιάζει με την φωνή του Φόστερ, αλλά δεν φαίνεται πουθενά τριγύρω. «Άρχοντα Γκασπάρντ».

«Φόστερ;» αναρωτιέται η Σελέστ και με τραβάει μέσα στο πλήθος, ώσπου ανταμώνουμε την ομάδα των πολεμιστών μου.

Είναι γδυτοί από τις πανοπλίες και τα όπλα τους και στο σώμα τους υπάρχουν μώλωπες και λαβωματιές από κάποια μάχη. Σφίγγω τσιτωμένος το χέρι της Σελέστ και δαγκώνομαι θέλοντας, να αποτρέψω το μυαλό μου, από το να πάει αμέσως στο κακό. Όμως είναι αναπόφευκτο και η συζήτηση του Άλμπερτ με τον Χάμελιν στο πλοίο επανέρχεται δριμύτερη στο μυαλό μου. Σαμποτάρισαν το Τίβερτον έτσι;

«Που είναι η Γητεύτρα;» ρωτάω στενεύοντας τα μάτια μου και ο Φόστερ υποκλίνεται μπροστά μου έχοντας ένα πολύ ένοχο ύφος στο πρόσωπό του. Η σιωπή του λέει πολλά περισσότερα, απ’ όσο θα έλεγαν τα λόγια του. «Τουλάχιστον ο βλάκας ο αδερφός μου σκέφτηκε, να αλλάξει πλοίο, πριν φύγει;»

«Όχι κύριε. Η Γητεύτρα ξεκίνησε για το νησί των Κίλμπορν αμέσως μόλις ξέσκισε τα πανιά του Τίβερτον με τα κανόνια της». Αποκρίνεται βιαστικά ο Φόστερ. Ανάθεμα! «Θα τους προλάβουμε σύντομα. Το πλοίο τους έχει μεγάλο βύθισμα και θα κολλήσει στους υφάλους. Μπορούμε, να ξεκινήσουμε, όταν είστε έτοιμος».

Ανάθεμά σε πειρατή. Αν δεν μας είχε απασχολήσει, τώρα ίσως και να είχαμε αντιμετωπίσει τον πρίγκιπα Άλμπερτ και τον δούκα. Ποιο είναι το σχέδιό του και μας κρατάει στο Έστρελ; Δεν το πιστεύω, ότι μας απαγόρεψε την διαφυγή κάποιος, που παράτησε τον λαό του, για να ζήσει την ζωή του, πόσο μάλλον για να γίνει πειρατής και να λεηλατεί τις πόλεις για τον χρυσό τους, να παρανομεί και να βλάπτει αθώους ανθρώπους. Όποια και αν είναι τα κίνητρά του για την Σελέστ και την Κρήνη, δεν τον εμπιστεύομαι.

«Πάμε στο πλοίο». Τους διατάζω, όμως η Σελέστ με σταματάει.

«Ο Μπράιντεν είπε…»

«Δεν με νοιάζει, τι είπε. Φεύγουμε. Τώρα!» την σπρώχνω μπροστά και οι άντρες μου με ακολουθούν πιστά.

Τα βήματα της Σελέστ είναι διστακτικά, σαν να προσπαθεί, να κερδίσει χρόνο. Διακριτικά τραβάει το χέρι της από το δικό μου και οπισθοχωρεί, όμως πάντα κάποιος υπάρχει, για να την αποτρέψει, να το σκάσει. Σφίγγει τα χείλη της και αποφεύγει το βλέμμα μου σε όλη την διαδρομή προς το λιμάνι, όπου μας περιμένει το νέο πλοίο. Το Τίβερτον θα παραμείνει στο νησί Έστρελ, ωσότου τελειώσει η αναζήτηση της Κρήνης και έπειτα θα μας μεταφέρει στην πατρίδα. Εκνευρισμένος με την συμπεριφορά της Σελέστ την αρπάζω από το μπράτσο και την τραβάω κοντά μου. Τα μάτια της γουρλώνουν από έκπληξη και τρόμο και κοιτάζουν ολόγυρα ζητιανεύοντας υποστήριξη.

«Ποιο είναι το πρόβλημά σου;» την ρωτάω με κοφτερή φωνή.

«Απλά δεν εγκρίνω την απόφασή σου». Απαντάει με τον ίδιο τρόπο. «Ο Μπράιντεν προστατεύει πολύ καιρό την Κρήνη και αν πιστεύει, ότι δεν είναι ώρα, να πάμε στο νησί… τον πιστεύω».

«Το ότι ο Μπράιντεν ίσως και να δουλεύει για λογαριασμό του Φρεντέρικο ή να έχει απώτερους σκοπούς, που δεν συμπεριλαμβάνεσαι, δεν σου λέει κάτι;» γρυλίζω με την αθωότητά της. Για να επιβιώσει σε αυτόν τον κόσμο, πρέπει, να μάθει, να σκέφτεται τα πράγματα απ’ όλες τις πλευρές τους. «Μην είσαι ανόητη. Και από την άλλη ποιος νομίζει, ότι είναι και διατάζει έναν πρίγκιπα του Στάρενιθ; Τι σου είναι και τον υπακούς;»

«Ένας φίλος. Φρόντισε την μητέρα μου και εμένα, όταν τον είχαμε ανάγκη και τώρα του χρωστάω την ζωή μου». Υψώνει τον τόνο της φωνής της κάνοντάς με, να θυμώσω ακόμα περισσότερο.

«Μήπως είναι κάτι παραπάνω από ένας απλός φίλος; Μήπως η διαταγή του σε βολεύει, για να βρίσκεσαι μαζί του; Μήπως έχεις σκοπό, να βγάλεις από τη μέση όλα τα εμπόδια, για να κυβερνήσεις εσύ με την Κρήνη ή είσαι απλά η πόρνη του;» της φωνάζω.

Η Σελέστ μένει με ανοιχτό το στόμα, ώσπου να συλλάβει σε βάθος τα λόγια μου και έπειτα σηκώνει το χέρι της και με χαστουκίζει. Τόσο δυνατά που στο μάγουλό μου αποτυπώνεται η παλάμη της. Οι στρατιώτες μου σαστίζουν γύρω μας και κάποιοι θυμώνουν με την συμπεριφορά της σχολιάζοντάς την αρνητικά. Το να σηκώσεις χέρι πάνω σε άντρα, μπορεί, να γίνει λόγος, για να χάσεις το κεφάλι σου. Τα μάτια της είναι υγρά, γεμάτα πόνο και απογοήτευση, αλλά σε καμία περίπτωση δε χάνουν το θάρρος τους.

«Εσύ είσαι ο ανόητος σε όλο αυτό. Η εκδίκησή σου σε έχει τυφλώσει τόσο πολύ, που δεν βλέπεις τον πόνο και το κακό, που θα προκαλέσεις με το να πάρεις την Κρήνη και η θέση σου έχει κάνει τόσο αλαζόνα, που δε δέχεσαι μια δεύτερη γνώμη». Σφίγγει τα χείλη της πικαρισμένη. «Είναι πολύ κρίμα».

«Φόστερ, οδήγησε την δεσποινίδα Κίλμπορν στο πλοίο και κλείδωσέ την στην καμπίνα του καπετάνιου. Θα βγει μόνο, όταν το αποφασίσω εγώ!» διατάζω τον ιππότη μου και εκείνος σπεύδει, να υπακούσει στην εντολή μου.

Ρίχνει ένα παρηγορητικό βλέμμα στη Σελέστ, η οποία του γνέφει καθησυχαστικά και την παίρνει μακριά από την μικρή μας ομάδα. Αποφεύγω, να την κοιτάξω και βρίζω άηχα για την τροπή των πραγμάτων. Δεν εμπιστεύομαι τον Μπράιντεν και δε θα τον υπακούσω μην ξέροντας, τι πραγματικά σχεδιάζει. Κάποιος που έχει πρόσβαση σε μια τέτοια δύναμη και προέρχεται από την Μπουργκότζια, δε θα διστάσει, να την χρησιμοποιήσει, για να αφανίσει το Στάρενιθ την μεγαλύτερη απειλή της. Και αν τον νοιάζουν μόνο τα χρήματα και προσφέρει την Κρήνη στον Φρεντέρικο, τα πράγματα θα είναι πολύ χειρότερα.


Ηλιάνα Κλεφτάκη