Αυγούστα Θεοφανώ η Λάκαινα (Κεφάλαιο 11 - Νικηφόρον καλλίνικον, Νικηφόρον βασιλέα…)

Έφυγε ο δομέστικος Νικηφόρος Φωκάς κάποτε απ’ το Παλάτι, όμως η συνομιλία του η κρυφή με την αυγούστα Θεοφανώ παρέμενε γαντζωμένη στο μυαλό του, τα αυτιά του αντηχούσανε ακόμα την κάθε λέξη της, και τα μάτια του φέρνανε μπροστά τους αδιάλειπτα τη μορφή της.
Την είχε ακούσει να του μιλά, χωρίς καθόλου να τη διακόψει, για τους φόβους της, για τον Βρίγγα που τον αντιπαθούσε από την πρώτη στιγμή και που τώρα τον έτρεμε κιόλας, τι μπορούσε ύπουλο να πράξει ενάντια στην ίδια και τα αγόρια της, και κυμάτιζε η γλυκιά φωνή της με αγωνία, κι έσφιγγε μηχανικά στον κόρφο της τον μαρμαρένιο την παιδούλα της που ήτανε στα σπάργανα… Κι η ομολογία της έκανε και τον ίδιο τον στρατηγό να θορυβηθεί, χώρια που έτρεφε κι αυτός παρόμοια έχθρα για τον ευνούχο παρακοιμώμενο.

«Πρέπει κάπως να δράσω… Να εξασφαλίσω ότι οι μικροί βασιλείς και η μητέρα τους, με τους οποίους δεσμός άρρηκτος με συνδέει πνευματικός, και αυτή η αρτιγέννητη αδελφή τους ακόμα, δε θα μείνουν έρμαιο στα χέρια του αφερέγγυου αυτού υποκειμένου…» συλλογιζόταν, πασπατεύοντας νευρικά τη μαύρη πυκνή γενειάδα του που αραίωνε στο πιγούνι, και το χρέος που του υπαγόρευε η βαθιά ιπποτική αγάπη προς τη Θεοφανώ και η πατρική του σχεδόν έγνοια για τον Βασίλειο και τον Κωνσταντίνο δεν τον άφηναν να κλείσει μάτι εκείνη τη νύχτα, μες το οίκημα που του είχαν παραχωρήσει προσωρινά κοντά στο ανάκτορο. Τέλεσε ωστόσο θρίαμβο ξανά στον Ιππόδρομο με τα λάφυρα που συγκέντρωσε, κατατροπώνοντας τους Άραβες, γέμισε τα δημόσια ταμεία με τον πλούτο αυτόν και ετοιμαζόταν να αποσυρθεί για να σκεφτεί το επόμενο βήμα του, όταν μια επιστολή του Βρίγγα που τον καλούσε εκ νέου στο Παλάτι, δήθεν προς μια κίνηση συμφιλίωσης, άλλαξε τα σχέδιά του. Πονηρεύτηκε αμέσως ο Νικηφόρος, δεν ήταν άλλωστε κουτός διόλου και ήξερε να βολιδοσκοπεί τους ανθρώπους, και δεν υπήρχε περίπτωση ο Εβραίος να μετέβαλε τόσο ξαφνικά τη γνώμη και να ήθελε πράγματι να συνδιαλλαγεί μαζί του. Μάλλον να τον βλάψει είχε σκοπό, και συναισθανόμενος ο τροπαιούχος την απειλή μηχανεύτηκε κάτι ευφυέστατο, που θα έριχνε μια και καλή στάχτη στα μάτια του πανούργου Ιωσήφ, όπερ και εγένετο. Πήγε στο μέγαρό του απρόσκλητος, συνοδεία ενός υπασπιστή του, την ώρα του γεύματος, και ζήτησε να δει τον παρακοιμώμενο. Σηκώθηκε ο Βρίγγας καχύποπτος και ξιπασμένος από την τράπεζα, σαν να τον κέντρισε σφήκα, ενοχλημένος από πάνω που του χάλαγαν και το γεύμα, και υποδέχτηκε τον Νικηφόρο σαν να αντίκριζε το χειρότερο μίασμα, έτοιμος να τον αποπέμψει χωρίς μισή κουβέντα. Δεν πτοήθηκε όμως ο εξολοθρευτής των Αράβων μπροστά του, αντίθετα τον πήρε παράμερα με θάρρος και με τέχνη πειστική του είπε:
«Αλήθεια, ω έντιμε εσύ, δια τι με εχθρεύεσαι και με υποβλέπεις; Πιστεύεις μήπως ότι θα μπορούσα όντως να επιβουλευτώ τη θέση τη δικιά σου ως πρωθυπουργού του κράτους και να σφετεριστώ τον θρόνο των νηπίων βασιλέων; Μάθε, λοιπόν, έξυπνε και λογικέ άνθρωπε, ότι ουδεμία πρόθεση έχω να προβώ σε τέτοια ενέργεια, διότι εγώ από καιρό τώρα λογάριαζα να εγκαταλείψω τον κόσμο και να ενδυθώ το αγγελικό σχήμα, αμφιταλαντευόμουν όμως και ποτέ δεν το αποφάσισα, καθότι με συγκρατούσε η έγνοια για την ασφάλεια της Ρωμανίας και η αφοσίωσή μου στους μακαρίτες αυτοκράτορες Κωνσταντίνο και Ρωμανό, τους οποίους και εσύ υπηρέτησες πιστώς…»
Και λέγοντας αυτά, παραμέρισε τα στρατιωτικά του ιμάτια και άφησε να φανεί μπρος στα κιτρινισμένα μάτια του Ιωσήφ το τρίχινο ράσο του θείου του, που το φορούσε πάντοτε κατάσαρκα, προς επίρρωση των λεγομένων του. Ο εκτομίας το κοίταζε, δύσπιστος ακόμα, αλλά με μιαν αλλαγή στη διάθεσή του.
«Θεωρείς τοίνυν, μέγιστε, τι είδους άνδρα έχεις προ των οφθαλμών σου;» μίλησα ξανά ο Νικηφόρος, παίρνοντας ύφος ταπεινό και μισοκακόμοιρο. «Πώς θα μπορούσα εγώ να υφαρπάξω την εξουσία οποιουδήποτε, όταν είμαι δούλος και φίλος του Θεού του Υψίστου, που κελεύει την ακτημοσύνη και την εγκράτεια και με καλεί συνεχώς να του αφιερωθώ, ασχέτως εάν εγώ ως τώρα απαναινόμουν το κέλευσμά του; Μην αμφιβάλλεις συνεπώς για όσα μόλις σου είπα και μη με υποπτεύεσαι αβάσιμα, εμένα μου αρκεί μονάχα η αρχηγία του στρατεύματος της Ανατολής, ήνπερ και νυν έχω, έως ότου νιώσω την κλήση τη μοναστική τόσο ισχυρή, που να αναθέσω στα έμπειρα χέρια και τις πολύπειρες φρένες σου την εκλογή νέου και ικανότερου από μένα ίσως δομεστίκου…»
Τι διεργασίες έγιναν στο νου του Βρίγγα εκείνη τη στιγμή, δεν ήμουν εκεί για να σας το πω, ούτε κι αυτός διάφανος. Πάντως, κολακεύτηκε θαρρώ από του Νικηφόρου τις προσφωνήσεις, μα περισσότερο πείστηκε πως όντως αυτό το μεσόκοπο σαρκίο ενώπιόν του ήταν πλήρως ακίνδυνο, αφού με τόση ζέση μιλούσε για τον μοναστικό βίο που έμελλε κάποτε να ασπαστεί (η φιλία του με τον μοναχό Αθανάσιο τον μετέπειτα Αθωνίτη του ήταν άλλωστε γνωστή του παρακοιμώμενου), και του αποκρίθηκε προσκυνώντας τον:
«Δομέστικε, πλέον κατανοώ ότι είχα άδικο και λάθος να σε υποβλέπω, και χαίρομαι για την εκτίμηση που φανέρωσες ότι τρέφεις τελικά για μένα… Είσαι άγιος άνθρωπος, και οφείλω να σου το αναγνωρίσω! Ύπαγε τώρα στην ευχή του Θεού, και να είσαι σίγουρος ότι δε θα πιστέψω ξανά όποιον σε διαβάλει, ούτε θα διαλείπω βέβαια να πράττω τα δέοντα για τους μικρούς βασιλείς, τους αναδεξιμιούς σου, και για το βασίλειο ολόκληρο, ως συγκηδεμόνας τους…»
«Ο Θεός να σ’ έχει καλά, Βρίγγα, για να συνεχίζεις το εμπνευσμένο από Εκείνον έργο σου!» του αντευχήθηκε ο Νικηφόρος, καθώς τον ξεπροβόδιζε στο κατώφλι του μεγάρου του, και το στέρνο του γέμιζε ικανοποίηση που τόσο επιδέξια κατάφερε να θολώσει τα νερά. Ήθελε ωστόσο να έχει τον νώτο του και τον νώτο του Βασίλη και του Κωνσταντή ασφαλισμένους ο στρατηγός, και έτσι την επόμενη κιόλας μέρα επιδίωξε να συναντηθεί με τον πατριάρχη Πολύευκτο, στον οποίο παραπονέθηκε για τις μηχανορραφίες του Βρίγγα εις βάρος του, «εμένα που πλάτυνα τα όρια του Ρωμαϊκού κράτους με τη θεία βούληση, και ποτέ δεν έβλαψα το δημόσιο συμφέρον, αλλά αντίθετα, ωφέλησα πιο πολύ απ’ όλους, και πέρασα δια πυρός και μαχαίρας τις χώρες των Αγαρηνών και τις κατερείπωσα, και πώς πιστεύει ότι θα διαφύγει τον μεγάλο οφθαλμό του Θεού με τα άδικα και φθονερά που καταστρώνει;», και του ζήτησε να τον δικαιώσει. Με χαρά μεγάλη κατόπιν ο υπέργηρος πατριάρχης, που κι αυτός τις ελπίδες του στον Νικηφόρο είχε, τον παρότρυνε να τον ακολουθήσει στα ανάκτορα, και οι δύο άνδρες εμφανίστηκαν μαζί στη Σύγκλητο, όπου ο σώφρων ποιμένας της εκκλησίας εξεφώνησε έναν πύρινο συμβουλευτικό λόγο, εφάμιλλο των αρχαίων Αθηναίων ρητόρων, τους οποίους θα είχε σε βάθος μελετήσει. Τους τόνισε εξόχως ότι θα έπρεπε να τιμούν και να δοξάζουν όσους με αυταπάρνηση δαπάνησαν τον εαυτό τους στον αγώνα κατά των βαρβάρων και ευεργέτησαν τους ομοφύλους τους, αντί να τους ατιμάζουν και να τους προπηλακίζουν, και τους υπενθύμισε το χρέος που είχαν ως Ρωμαίοι υπήκοοι και πρωτεύοντες του κράτους απέναντι στα δυο νήπια βασιλόπουλα, τα τέκνα του πρόωρα χαμένου Ρωμανού, που ήταν ήδη στεμμένοι αυτοκράτορες.
«Επειδή όμως οι Άραβες και οι λοιποί βάρβαροί δε σταματούν τις επιδρομές και τις λεηλασίες», κατέληξε ο αγορητής Πολύευκτος δείχνοντας τον Νικηφόρο, «προτείνω σ’ αυτόν εδώ τον άνδρα, τον δομέστικο Νικηφόρο Φωκά, ο οποίος τόσες νίκες πέτυχε για χάρη μας και τόσα τρόπαια έστησε, να αναθέσουμε την αρχιστρατηγία των στρατευμάτων της Ανατολής, για να αναχαιτίζει τις εφόδους των υπεναντίων, και ταυτόχρονα να τον ανακηρύξουμε στρατηγό αυτοκράτορα, και να μην πράττουμε τίποτα στη διοίκηση του κράτους χωρίς τη δική του θέληση, ούτε να προβιβάσουμε αξιωματούχο σε θέση υψηλότερη, αφού τον δεσμεύσουμε πρώτα με όρκους ότι δε θα σχεδιάσει και δε θα επιχειρήσει ποτέ κάτι άτοπο και παράλογο ενάντια στους γιους του Ρωμανού και τη Σύγκλητο… Αυτή είναι η άποψή μου, και ευελπιστώ όλοι όσοι λογίζεστε το συμφέρον να συνταχθείτε μαζί της!»
«Εύγε, δέσποτα άγιε! Εγώ πρώτος συντάσσομαι!» επικρότησε ο μάγιστρος Γεώργιος, η σοφή πολιά, και αναστήθηκε, κλίνοντας τον αυχένα με σεβασμό απέναντι στον Νικηφόρο.
«Ο βασιλέας Ρωμανός, δομέστικε, αυτό το αξιαγάπητο σε μένα και εύστροφο κατά τη γνώμη μου παλληκάρι, αν και του έλειπε κάπως η δύναμη να πράττει κιόλας, και που τόσο νωρίς το θέρισε ο μαύρος θάνατος, στο νεκροκρέβατό του απάνω, μες τους αφόρητους πόνους που τον βασάνιζαν, μας άφησε διαθήκη να μη σε μετακινήσουμε από το αξίωμα που ο ίδιος σου απένειμε, ως αρχιστράτηγου της Ανατολής… Και εμείς αυτή του την επιθυμία εκτελούμε ολόχαροι, και στα χέρια σου πρώτος εγώ αναθέτω το πηδάλιο της βασιλείας των Ρωμαίων, εγώ που ενώπιον του νεαρού αυτοκράτορα, όταν μας σύναξε για να διαβουλευτούμε περί της Κρήτης, δείλιασα και προέταξα τη σωτηρία των εξ αίματος συγγενών μου, αντί να εννοήσω τη χρησιμότητα της εκστρατείας αυτής! Στη δόξα σου, λοιπόν, και στην αξιοσύνη σου την άμετρη την ταιριασμένη με τη σύνεση και τη δεξιότητα την πολεμική, που μας είναι αναγκαία και ο μαλθακός ευνούχος Βρίγγας δε διαθέτει στο ελάχιστο, πρόμαχε και υπέρμαχε των ευσεβών και τροπαιούχε Νικηφόρε, μετανοώ και αναθέτω την πάσα ελπίδα μου και θαρρεύω, και δούλος σου γράφομαι σε ό, τι κι αν ειπείς!»
«Άρχοντα Γεώργιε, σοφή η κεφαλή σου και ο λόγος σου σωστός και μετρημένος!» απάντησε ο Νικηφόρος, μειδιώντας τερπνά. «Θα πρέπει να είναι ανόητος και διεστραμμένος, όποιος διαφωνήσει μαζί σου… Και να το έχετε ως δεδομένο, σεβαστοί αυθέντες και συγκλητικοί, ότι δε θα πειράξω τα δίκαια των αυτοκρατόρων Βασιλείου και του Κωνσταντίνου, και της μητρός τους της αυγούστης Θεοφανούς, στον θρόνο που δικαιωματικά τους ανήκει, αλλά θα τους υπηρετήσω όπως ακριβώς έκανα με τον πατέρα τους τον Ρωμανό, και οι πρόγονοί μου με τους δικούς τους προγόνους, και κυρίως θα τους νοιαστώ, ώσπου να ενηλικιωθούν και να αναλάβουν τους οίακες της βασιλείας, διότι με τις χείρες μου τις ίδιες εξέχεα στις τρυφερές κορυφές αμφοτέρων τους το έλαιο της κολυμβήθρας, όθεν και έχω επιπλέον χρέος ως πατήρ τους εν πνεύματι!..»
«Όλοι μαζί σου συντασσόμαστε, και με τη γνώμη του πατριάρχου και του σεβαστού Γεωργίου! Χαίροις, Νικηφόρε καλλίνικε, ελπίς Ρωμαίων!» αναφώνησε έτερος συγκλητικός, και έπειτα οι υπόλοιποι επευφήμησαν, κι αφού έπραξαν τα συμφωνηθέντα, λύθηκε η συνεδρίαση, και ο Νικηφόρος σύντομα διαπεραιώθηκε στην Ασία, στον οίκο του και το στράτευμά του, ενώ η Θεοφανώ, μαθαίνοντας τις αποφάσεις της συγκλήτου, ένιωσε για πρώτη φορά μετά τη θανή του Ρωμανού ότι δεν ήτανε ξεκρέμαστη, και τέτοια αγαλλίαση πλημύρισε τα σωθικά της και ευγνωμοσύνη για τον στρατηγό, σαν να ’χε έρθει αντιμέτωπη με θηρία λυσσασμένα της πείνας μες σε τόπο δύσβατο κι αμφιλαφή, και να βρέθηκε στα χέρια της με τρόπο θαυματουργικό σπαθί ακονισμένο κοφτερό και ασπίδα σιδερένια, άτρωτη.
«Δόξα σοι ο Θεός! Θα μας βοηθήσει στα αλήθεια ο Νικηφόρος!» μονολογούσε. «Μόνο που να… φοβάμαι πως δε φτάνει, δεν αρκεί… Όσο δεν απαλλασσόμαστε οριστικά απ’ αυτό το ανθρωπάριο τον Βρίγγα και τριγυρνά στα δώματά μου, κοντά σ’ εμέ και τα παιδιά μου, μέσα μου δε θα παύει να φωλεύει η αγωνία…»
Δε συμμερίστηκε όμως τα αισθήματά της, φυσικά, κι ο Ιωσήφ, όταν πληροφορήθηκε τι συμφώνησαν οι συγκλητικοί και ο Νικηφόρος πίσω από την πλάτη του. Το κεφάλι του στον τοίχο του ήρθε να χτυπήσει που ξεγελάστηκε και δεν τον έβγαλε απ’ τη μέση, «είχα το θήραμα στην απόχη μου και το ελευθέρωσα, το άφησα να μου φύγει, πιστεύοντας τα επιτήδεια λόγια του; Μα τι ανόητος που είμαι, τι ανόητος!» Και όσο πληροφορούταν, κατά τη διάρκεια της υπόλοιπης άνοιξης, ότι ο στρατηγός είχε μαζέψει ξανά και εκγύμναζε συστηματικά το στράτευμά του στην Καππαδοκία, τόσο γιγαντωνόταν η οργή του, ο φόβος του και το τυφλό του πάθος να ξεπαστρέψει με κάθε τρόπο τον Φωκά. Έπιασε λοιπόν πρώτα τον Μαριανό Αργυρό, τον πατρίκιο και διοικητή των στρατιών των κατωϊταλικών βυζαντινών κτήσεων, και αποπειράθηκε με το λέγε – λέγε να τον δελεάσει να συγκρουστεί με τον Νικηφόρο, προσφέροντάς του ως έπαθλο τη βασιλεία. Ο Μαριανός αρνήθηκε να αναλάβει τέτοια επιχείρηση ο ίδιος, φοβούμενος το μέγεθος της ανδρείας του δομέστικου, αλλά πρότεινε απεναντίας στον Βρίγγα την εναλλακτική του Ιωάννη Κουρκούα του Τσιμισκή, που ήταν βέβαια ανιψιός του Νικηφόρου από την αδελφή του, αλλά τον γνώριζε ορμητικό και φίλαρχο και ριψοκίνδυνο, και πίστευε ότι οι στρατιώτες θα τον ακολουθούσαν. Ευχαριστήθηκε ο Ιωσήφ με την αντιπρόταση του Μαριανού, και μια και δυο, αφού καθαίρεσε από τα αξιώματά τους όλους τους συγγενείς του Νικηφόρου και τους άλλους υποστηρικτές του και τους εξόρισε, έπιασε και έγραψε στον Ιωάννη, λέγοντάς του πάνω – κάτω ότι επειδή φοβάται την κακόνοια και κακοήθεια του θείου του, σκέφτηκε να ανακοινώσει σ’ εκείνον το σχέδιο εξόντωσής του, διότι θεωρούσε ότι θα τον λάμβανε συνεργό του, ειδάλλως θα το επιχειρούσε μόνος του, και νομίζοντας ότι έτσι θα τον γαλβανίσει περισσότερο, του υποσχέθηκε το ίδιο που έταξε και στον Μαριανό, να τον κάνει δηλαδή αυτοκράτορα, αν τον συλλάμβανε και τον παρέδιδε στα χέρια του, βάζοντας ως υστερόγραφο απειλές κατά του στρατηγού. Έγραψε ο δόλιος ευνούχος, και ανέμενε τη θετική ανταπόκριση του Ιωάννη, και γέμιζε μοχθηρή ηδονή εικονίζοντας τον αντίπαλό του νεκρό και τον εαυτό του να ζει και να παραδυναστεύει…
Εις μάτην, ωστόσο, έσκαβε τον λάκκο του Νικηφόρου ο Βρίγγας, και του έμελλε να πέσει ο ίδιος μέσα. Μόλις ο Ιωάννης έλαβε την επιστολή από τον γραμματοκομιστή και ανέγνωσε το περιεχόμενό της, δεν έχασε καιρό· έδραμε προς τον θείο του, αφήνοντας το δικό του στρατόπεδο, έφτασε τη σκηνή του και ζήτησε επειγόντως να του μιλήσει. Μια ασθένεια ταλαιπωρούσε εκείνες τις ημέρες τον στρατηγό, και τον είχε αδυνατίσει, όμως στην αναγγελία της έλευσης του ανιψιού του σηκώθηκε μονομιάς όρθιος. Η μέρα με τη νύχτα έμοιαζαν οι δύο άνδρες όπως στέκονταν πλάι – πλάι: μελαχρινός και μαυρομάτης ο Νικηφόρος, ξανθός και κοκκινογένης ο Ιωάννης με μάτια ανοιχτόχρωμα, σχεδόν γαλάζια, τους ένωνε όμως η στιβαρή σωματική διάπλαση και το γενναίο φρόνημα, μόλο που ο τριανταοκτάχρονος ανιψιός του Αραβοφάγου υπολειπόταν στο ανάστημα πιότερο κι από κείνον.
«Τι συμβαίνει, ανιψιέ; Τι νέα μου φέρνεις;» θέλησε να μάθει ο Νικηφόρος, βλέποντας την όψη του Ιωάννη σοβαρή.
«Ότι καθεύδεις τον ύπνο του δικαίου, σεβαστέ μου θείε, κι όσο εσύ κοιμάσαι, ο καλός σου ο Ιωσήφ Βρίγγας που θεώρησες ότι αποπλάνησες βυσσοδομεί εναντίον σου!» ξεστόμισε εν μια ριπή ο Τσιμισκής, και ο θείος του έσμιξε δυσάρεστα ξαφνισμένος τα δασιά του φρύδια. «Μου έστειλε και μια επιστολή, αλλά διστάζει το χέρι μου και δειλιά να σου τη δώσει, με αυτά που είδαν τα μάτια μου να γράφει…»
«Φερ’ τη! Δώσε μου να τη δω!» πρόσταξε απότομα ο Νικηφόρος, ταραγμένος, και ο Ιωάννης έβγαλε από τον κόρφο του και του ενεχείρισε την περγαμηνή απρόθυμα, την οποία άδραξε με τις χερούκλες του και ξεδίπλωσε, και μόλις διάβασε κι αυτός, το πρόσωπό του έγινε ακόμα πιο ωχρό, κρύος ιδρώτας τον έκοψε, και ίσα που πρόλαβε να στηριχτεί στον ώμο του Ιωάννη.
«Ιωάννη…» του είπε αγκομαχώντας, σαν να ’χε τρέξει μίλια ολόκληρα. «Τι είναι αυτά; Πες μου πως… πως δε σου πέρασε στιγμή απ’ το μυαλό να συναινέσεις στις φονικές βουλές του!»
«Και βέβαια όχι, και αν διανοούμουν να το κάνω, να με έκαιγε ο Θεός! Σου είμαι πιστός και αφοσιωμένος, στρατηγέ μου, και ο δεσμός του αίματός μας ιερός για μένανε…»
«Και τι θα κάνουμε; Δε γίνεται να τον αφήσουμε…»
«Ρωτάς τι θα κάνουμε, θείε; Θα τα διακινδυνεύσουμε όλα, παραμερίζοντας τις δεσμεύσεις που συνήψες με τη Σύγκλητο, γιατί η κατάσταση είναι έκτακτη και πρέπει να εκριζώσουμε το πονηρό ζιζάνιο που λέγεται Βρίγγας μια για πάντα! Μαζί οι δυο, με το δικό σου πρόσταγμα, θα συναθροίσουμε τους άνδρες μας, θα βαδίσουμε ενάντια στον δολοπλόκο και τρισάθλιο μουνούχο που έχει αγκιστρωθεί στην εξουσία και θα του δώσουμε μια και καλή ένα γερό μάθημα… Πήγαινε τώρα όμως να πλαγιάσεις ξανά στην τέντα σου, ώστε να ανανήψεις γρήγορα, για να επιτύχει η αντεπίθεσή μας, και να μην υποστείς μαρτύρια φοβερά και θανατωθείς άδικα!»
«Ευχαριστώ σε, ανιψιέ. Ευχαριστώ για όλα…» πρόφερε ο Νικηφόρος και υπάκουσε στη συμβουλή του, μα η αναστάτωση δεν τον άφηνε πια να κατακλιθεί. Τουναντίον, σαν να τον γιάτρεψε, και πριν περάσουν λίγες ημέρες, ξεσήκωσε τους γενναίους του πνέοντας μένεα κατά του Ιωσήφ για όσα είχε πληροφορηθεί, και μαζί με τον Ιωάννη πήγαν και στρατοπέδευσαν στην Καισάρεια, όπου μαζεύτηκαν σταδιακά όλα τα φουσάτα της Μικράς Ασίας. Ξημέρωνε πια η 2α Ιουλίου, και μόλις ρόδισε η αυγή και ανέτειλε θριαμβευτικός ο ήλιος, οι διοικητές του στρατού υπό την εντολή του Τσιμισκή κύκλωσαν τη σκηνή του Νικηφόρου, συνεννοημένοι, με γυμνά τα ξίφη τους, κι άρχισαν ομόφωνα τις επευφημίες:
«Χαίροις, Νικηφόρε, αὐτοκρᾶτορ Ῥωμαίων, κραταιέ ἂναξ, βασιλεῦ δυνατέ! Πολλά σου τὰ ἕτη, πολυχρόνιον καὶ μέγα σου τὸ κράτος! Ζήτω Νικηφόρος, ζήτω Νικηφόρος ὁ Φωκάς!»
«Εγείρου συ, μακάριε!» έκραξε ο Ιωάννης, εισβάλλοντας στη σκηνή του θείου του. «Σήκω και εκτίναξε από τα βλέφαρά σου τον ύπνο, γιατί ο στρατός σου θέλει να γρηγορήσεις και να επιληφθείς των Ρωμαϊκών σκήπτρων, Νικηφόρε, στρατηγέ μας και αυτοκράτορα!»
«Αυτοκράτορας; Ποιος, εγώ;» μουρμούρισε ο Νικηφόρος, που είχε αφυπνιστεί απότομα, σαστισμένος απ’ τη φασαρία. «Τι λες, Ιωάννη; Μάλλον κοιμάμαι ακόμα και βλέπω όνειρο παράξενο, κι όπου να ’ναι θα ξυπνήσω…»
Κι έβαλε τη χερούκλα του στο φαρδύ ψιλορυτιδιασμένο κούτελο, προσπαθώντας να εννοήσει τι συνέβαινε.
«Όχι, δεν κοιμάσαι, τροπαιούχε και στεφανηφόρε! Όλος έξυπνος είσαι ήδη, κι όσα σου είπα εγώ και άκουσες είναι πέρα για πέρα αληθινά… Ο στρατός σου άπας, οι στρατιώτες κι οι αξιωματικοί όλων των βαθμίδων, είναι έτοιμοι να σε ανακηρύξουν βασιλέα, και για αυτό τώρα στέκονται κύκλω της σκηνής σου και κραυγάζουν σε! Βγες κι εσύ λοιπόν έξω, παρουσιάσου μπροστά τους και πρόσδεξαι την επιθυμία τους, που είναι και για το κράτος των Ρωμαίων συμφέρουσα και για εσένα τιμητική!»
«Όχι, όχι, Ιωάννη, ανιψιέ μου! Δε μου πρέπει εμέ τέτοια τιμή… Εγώ το μεσοστράτι της ζωής το πέρασα, εσύ είσαι ο νέος έτι και ακμαίος άνδρας, εσύ να αποδεχτείς τον θρόνο…»
«Μη με κελεύεις, αγαθέ, να οικειοποιηθώ εγώ αυτό που σου προσφέρεται, και να ξέρεις ότι κατανοώ πως αυτά τα λόγια σ’ τα υπαγορεύει η ταραχή σου… Ο στρατός σου όμως εσένα θέλει, κι εγώ που πρώτος τους παρακίνησα σε αυτό, σου δηλώνω ότι κι η δική μου επιθυμία είναι να σε δω ενδεδυμένο την πορφύρα, και να εξολοθρεύεις τον υπερφίαλο τομία που σε επιβουλεύτηκε, ατιμάζοντας και τους συγγενείς μας!»
«Τέτοια θέση γεννάει φθόνο και εγκυμονεί τη ματαιοδοξία, ανιψιέ… Εγώ έχω χάσει επιπλέον γυναίκα και παιδί, κι έχω υποσχεθεί να απαρνηθώ τον κόσμο… Έδωσα άλλωστε όρκους στη Σύγκλητο και τον πατριάρχη πως δε θα επιχειρήσω τίποτα εναντίον των μικρών βασιλέων…»
«Μα τον Θεό, δεν πρόκειται να ανεχθώ άλλο τις δικαιολογίες σου! Ο άτυχος ξάδελφός μου ο Βάρδας κι η αείμνηστη θεία μου η Στεφανώ μετράνε έξι χρόνους και πλέον θαμμένοι μες τη γη, και το μοναστικό σχήμα κατάλαβέ το πια πως δε σου ταιριάζει, θείε, εσύ είσαι γεννημένος να άρχεις! Κι όσο για τους όρκους σου στη Σύγκλητο, αυτοί τώρα είπαμε ότι θα πατηθούν, αν χρειαστεί… Λοιπόν, μην καθυστερείς άλλο, σήκω αμέσως και βγες απ’ τη σκηνή σου, να αποδεχτείς την αυτοκρατορική εξουσία, γιατί, μάρτυς μου ο Θεός, εάν δεν το κάνεις και δεν υπακούσεις στο θέλημά Του, είμαι ικανός να σε σφάξω με τα ίδια μου τα χέρια!»
Αναμετρήθηκαν για δυο στιγμές με τα μάτια οι δύο άνδρες, σιωπηλοί. Σκέφτηκε ο Νικηφόρος αστραπιαία τους βαφτισιμιούς του, τη Θεοφανώ, τον Βρίγγα τον άσπονδο και της Τύχης τις μεταβολές, και έπειτα, ως σε μια έκλαμψη μέσα, αναστήθηκε αργά και μίλησε στον ανιψιό του:
«Κι ο άγιος φοβέρα θέλει, που λένε, Ιωάννη! Ο λόγος σου αυτός ο σκληρός ήταν καταλύτης στο νου και στην ψυχή μου, για να με κάνει να αποδεχθώ την υπέρτατη εξουσία που μου δίνεται! Εμπρός, λοιπόν, πάμε, να παρουσιαστώ στο στράτευμα, να τους ανακοινώσω ότι η βουλή τους είναι και δική μου και να περιβληθώ τα διάσημα…»
«Νικηφόρε βασιλεύ! Νικηφόρε σεβαστέ!» ανέκραζαν οι στρατιώτες κι οι αξιωματούχοι, και μια ιαχή θαυμαστική μεταδόθηκε σε όλα τα στόματα, μόλις τον είδαν να βγαίνει από τη σκηνή του πλάι στον Ιωάννη, που του είχε φορέσει τα ερυθρά πέδιλα, σημάδι αναμφισβήτητο πως θα ήταν πλέον αυτός ο αυτοκράτορας, ζωσμένον το κοντό σπαθί του και στη χούφτα του να βαστά σφιχτά το δόρυ, το οποίο ύψωσε και τους χαιρέτησε. Και αφού έγινε μια σχετική ησυχία, ανέβηκε σ’ ένα πλάτωμα, απ’ όπου σαν πατέρας καλός και ως ηγέτης άξιος μαζί τους μίλησε, στερεώνοντας και χαλυβδώνοντας το φρόνημά τους:
«Παιδιά μου! Το ξέρετε πως δε στασίασα, για να ενδυθώ τα σύμβολα αυτά της βασιλικής δόξας, αλλά η δική σας εύνοια με ώθησε σε αυτό, και η μέριμνα του να υπερασπιστώ τον εαυτό μου… Εγώ για σας τη ζωή μου θα θυσίαζα, και θα κάνω τα πάντα για να εκπληρώσω τον υψηλό τούτο σκοπό, στον οποίο κι εσείς συγκατανεύετε, μη θέλοντας να διοικεί τα πράγματα ο παράφρονας και αλαζόνας Βρίγγας, δια τούτο και με εξελέξατε βασιλέα σας. Γνώριζα να άρχομαι, τώρα ξέρω και να άρχω δίκαια και άσφαλτα! Κι εσείς, σαν παιδιά καλά και μετρημένα που αγαπούνε τον πατέρα τους, να είστε αξιοπρεπείς, εγκρατείς και νηφάλιοι, διότι τώρα δεν πάμε να πολεμήσουμε βαρβάρους, αλλά θα βαδίσουμε κατά της Κωνσταντινούπολης της ίδιας, της βασιλίδας των πόλεων, που είναι γερά οχυρωμένη, περίκλειστη από θάλασσα, πάμπλουτη και με λαό πολύ ευημερούντα… Κι ο Μεγαλοδύναμος Θεός θα καταστεί συνεργός μας, γιατί δεν είμαστε εγώ κι εσείς επίορκοι, αλλά ο κακόπιστος Ιωσήφ που δολοπλοκούσε εναντίον μου και ετοίμαζε για μένα σκευωρία θανάσιμη! Πάρτε θάρρος, λοιπόν, ψυχωθείτε, οπλιστείτε με την ανδρεία που σας οδήγησε σε κατορθώματα αρίφνητα υπό τη δική μου δοξασμένη αρχηγία, και η Θεία Πρόνοια ας είναι βοηθός και συνεργάτης μας, για να προστρέξουμε όπου αυτή μας οδηγεί!»
Ζητωκραύγασαν οι στρατιώτες και οι αξιωματικοί, και ύστερα έφεραν ένα σκουτάρι μεγάλο, έβαλαν τον Νικηφόρο να πατήσει επάνω του και το σήκωσαν ψηλά, επευφημώντας τρις. Κι αφότου απόλαυσε ο καλλίνικος τη δόξα του στρατού του, πορεύτηκε στην εκκλησία της Καισάρειας, για να ζητήσει τη βοήθεια του Θεού, και γυρνώντας στο στρατόπεδο τίμησε τον Ιωάννη με το αξίωμα του μαγίστρου, παραχωρώντας του τη θέση του ως δομέστικου της Ανατολής. Διέταξε έπειτα πολλούς στρατηγούς να σπεύσουν τάχιστα να κλείσουν τις καίριες θαλασσοποριές στον Εύξεινο, τα μικρασιατικά παράλια και την Άβυδο, για να έχει την τύχη με το μέρος του, εξόπλισε τις φάλαγγές του συνασπίζοντάς τες, και ξεκίνησε να πορεύεται ακάθεκτος προς την Κωνσταντινούπολη, ενώ τέλευε πια ο Ιούλιος και έμπαινε ο Αύγουστος. Συνέταξε μάλιστα και επιστολή, την οποία παρέδωσε στον μητροπολίτη Ευχαΐτων Φιλόθεο, με την εντολή να την προωθήσει στον Πολύευκτο, τη Σύγκλητο και τον Βρίγγα· και στην οποία επιστολή παράγγελνε και τους προειδοποιούσε να τον δεχτούν ως αυτοκράτορα, προστάτη και τροφέα και εκπαιδευτή των παιδιών του Ρωμανού ώσπου να γίνουν άντρες, αλλιώς τα πράγματα θα κανονίζονταν με το σίδερο και τη σφαγή, και τότε ουαί της αβελτηρίας πάντων αυτών, για την οποία οικτρά θα μετανοούσαν, εάν δε συγκατένευαν ειρηνικά σε ο τι ο Νικηφόρος τους έλεγε με σύνεση και λογιάζοντας το κοινό συμφέρον…


«Κυρά, φέρνω σου μαντάτα» είπε η Ευφροσύνη στη Θεοφανώ, μπαίνοντας φουριόζα στην κάμαρά της. «Ο δομέστικος Νικηφόρος Φωκάς…»
«Ο Φωκάς;» πετάχτηκε εκείνη. «Τι έκανε, τι συμβαίνει;»
«Ήρθε απ’ την Καππαδοκία, κυρά μου, και κάθισε στη Χρυσούπολη, αγνάντια στη Βασιλεύουσα! Θαρρώ η ώρα του γλυτωμού σου, που καρτερούσες, έφτασε… Έμαθα λέει πως μήνυσε και στους άρχοντες, τον πατριάρχη και αυτόν τον Βρίγγα, να τον δεχτούν για αυτοκράτορα και προστάτη των παιδιών σου! Ο Θεός να δώσει να φανούν συνετοί και να το κάνουν, μη στασιάσει εκείνος και έχουμε δράματα!»
«Ο Νικηφόρος! Ο Νικηφόρος είναι εδώ!» μουρμούρισε κι η Θεοφανώ με τη σειρά της. «Μα εδώ είναι κι ο Βρίγγας… ακόμα… Άραγε τι θε να γίνει; Θεέ μου, βόηθα, πράξε το καλό για με και τα παιδιά μου, και ευνόησε τον Νικηφόρο που τόσο σε δόξασε στα πεδία των μαχών!»
Ο Ιωσήφ είχε σκυλιάσει. Μούγκριζε, λύσσαγε σαν θεριό παγιδευμένο, και του ερχόταν να γκρεμίσει το ίδιο του το λουσάτο μέγαρο, το Παλάτι κι ο τι άλλο κτίσμα υπήρχε μες την Πόλη. Δεν έφταναν τα σούρτα – φέρτα του υπηρέτη του Νικηφόρου στο ανάκτορο, του Μιχαήλ, και τα κρυφομιλήματα με την αυγούστα που τον είχανε κάνει να κάθεται σ’ αναμμένα κάρβουνα και να αυτομουντζώνεται που άφησε τον πονηρό του αντίπαλο να του ξεφύγει, ήρθε τώρα και η επιστολή αυτού να τον βαρέσει δυνατά σαν πετριά και να τον τσιμπήσει σαν κεντρί. Ήθελε να γίνει βασιλιάς το κάθαρμα, ο μαυροπίθηκος, να του αρπάξει την εξουσία! Λυσσομανώντας, το λοιπόν, διέταξε τη σύλληψη και τη φυλάκιση του επισκόπου Φιλοθέου, και αφού προσεταιρίστηκε τους δύο αδίστακτους πατρίκιους, τον γνωστό μας Μαριανό Αργυρό και τον πρώην συνωμότη κατά του Ρωμανού Πασχάλιο, οι οποίοι διοικούσαν τις στρατιωτικές φάλαγγες του θέματος Μακεδονίας, τους έβαλε να ξεχυθούν μες τη Βασιλεύουσα με τα τάγματά τους και να περιπολούν, φοβίζοντας τον κόσμο, ενώ παράλληλα αποδύθηκε σ’ έναν αγώνα δρόμου για να αποτειχίσει την είσοδο του Νικηφόρου στην πόλη. Κι ενώ ο στρατηγός είχε κονέψει στο παλάτι του Ηρίου ή της Ιέρειας, είχε ανασυντάξει τον στρατό του και ανέμενε την κατάλληλη ώρα για να κινηθεί, ήλθε προς αυτόν νυκτός ο αδελφός του ο Λέων, απρόοπτα.
«Αδελφέ! Τι έκπληξη ήταν αυτή; Τι κάνεις εδώ, πώς ξεγλίστρησες; Δε σε απέπεμψε ο δόλιος ευνούχος;» αναφώνησε ερωτηματικά βλέποντάς τον, κι ο Λέων αποκρίθηκε σύνταχα:
«Η τύχη και η εύνοια του Θεού με φέρνουνε δίπλα σου τούτη την ώρα, Νικηφόρε! Φορώντας αυτό το βάναυσο αμπέχονο, που δανείστηκα από έναν εργάτη, τρύπωσα στον υπόνομο του τείχους, βρήκα ένα πλοιάριο και να ’μαι εδώ, μπροστά σου! Κι ήρθα να σε ειδοποιήσω να βιαστείς, διότι ο τομίας έχει ξαμολήσει στη θεόσωστη Πόλη τους Μακεδόνες των τσιρακιών του, του Μαριανού και του Πασχάλιου, και ο σεβαστός λευκόμαλλος πατέρας μας από τον τρόμο του έχει καταφύγει ικέτης αξιολύπητος μες το ναό της Σοφίας του Θεού, κι οι λοιποί συγγενείς μας τίποτα δεν πράττουν για να εκμεταλλευτούν την περίσταση… Μην αργείς, λοιπόν, όμαιμε δικέ μου και στρατηγέ γενναίε, αλλά μαζεύοντας όλες τις δυνάμεις σου έλα να μας σώσεις από τις διαθέσεις του γύναιου του τεχνητού και των ομοίων του, και η Βασιλεύουσα θα σε δεχτεί για κύριό της μετά βαΐων και κλάδων, υμνώντας και δοξολογώντας σε!»
Ο λαός της Κωνσταντινουπόλεως όμως δεν έμελλε να υπομείνει για πολύ την τρομοκρατία και την αυθαιρεσία των φίλων του παρακοιμώμενου, και έτσι στις 9 Αυγούστου, Κυριακή ημέρα, σημειώθηκε η εξέγερση. Έξαλλοι βγήκαν στις ρύμες, τα σοκάκια και τις πλατείες οι Κωνσταντινουπολίτες, αλαλάζοντας κατά του Μαριανού και του Πασχάλιου και επευφημώντας τον Νικηφόρο, καλλίνικον και βασιλέα καλώντας τον συνέχεια. Οι δυο πανούργοι προσπάθησαν με κάθε τρόπο να καταστείλουν το κίνημα, αλλά μια ευλογημένη πήλινη γλάστρα, καθώς λένε, από τα χέρια μιας γυναίκας, έπληξε κατακέφαλα τον Μαριανό σπάζοντάς του το καύκαλο, και σε δυο μέρες τον έστειλε στους κόρακες, ενώ ο Πασχάλιος και οι Μακεδόνες του σαν παιδάκια φοβητσιάρικα και γυναικούλες μυγιάγγιχτες έσπευσαν να ταμπουρωθούν έξω από τα τείχη. Μες σ’ αυτή την αναμπουμπούλα, αυτόκλητος, αλλά συνεννοημένος μάλλον κρυφά με τον Νικηφόρο, εμφανίστηκε τότε αρχηγός ο Βασίλειος ο Λεκαπηνός ο νόθος, και αρματώνοντας πάνω από τρεις χιλιάδες άνδρες υπηρέτες του με όπλα, πελέκια, ασπίδες, θώρακες, ακόντια και ξίφη, με τη συνδρομή και όσου λαού τον υποστήριζε, ίδιος με άγριο γέρο λύκο χίμηξε να εκδικηθεί, ισοπεδώνοντας πρώτα το μέγαρο του Βρίγγα και έπειτα τα σπίτια των οπαδών του. Επειδή, ωστόσο, μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά, ο εξαγριωμένος όχλος δε δίστασε να στραφεί και κατά των περιουσιών των συμπολιτών του, δίχως λόγο και αιτία, απλά το μένος του για να ξεσπάσει, και τρεις ημέρες η Βασιλεύουσα έκαιγε και έβραζε σαν καζάνι, κι άκουγες παντού μες την αναρχία συναρμοσμένες τις ζητωκραυγές με τις κατάρες και τους θρήνους…
Όλα αυτά τα μάθαινε η Θεοφανώ, αγγελιαφόροι της κουβαλούσαν αράδα τις είδησες στο Παλάτι, και μάγκωσε η καρδιά της όταν πληροφορήθηκε τις ταραχές και αγωνία φοβερή την κυρίευσε, μην υπερισχύσει ο Βρίγγας με τους δικούς του, γιατί τότε την είχε βάψει… Σαν της ήρθε, όμως, τη Δευτέρα, στις 10 του μηνός, η αγγελία πως ο κομπαστής και τρομοκράτης ευνούχος, που λίγο πριν ωρυόταν ενώπιον του λαού και κουνούσε το δάχτυλο λέγοντας: «θα την καταπαύσω εγώ την ιταμότητα και την αναισχυντία σας! Θα κάνω ώστε το σιτάρι που αγοράζετε με ένα νόμισμα να είναι τόσο όσο μπορείτε να κουβαλήσετε στον κόλπο σας!», στερημένος απ’ όλους τους σωματοφύλακες και δορυφόρους του, που είχαν αυτομολήσει στον Νικηφόρο, αυτός που λόγιαζε ως πρόσφατα τον εαυτό του αήττητο, βλέποντας άνδρες του Νικηφόρου να κατευθύνονται προς το Παλάτι, είχε τρέξει να βρει άσυλο μες στην Αγιά – Σοφιά, ικέτης ελεεινός ο ίδιος τώρα στη θέση του γέροντα Βάρδα Φωκά, ο οποίος ελεύθερος πια έσπευσε να συνταχθεί με τον γιο του, ανέκτησε τα θάρρη της η νεαρή αυγούστα, και σκέφτηκε κι αυτή να τιμωρήσει κάποιον, ένα πρόσωπο που είχε σχέση στενή με τον Ιωσήφ. Μόλις, λοιπόν, οι εντεταλμένοι από τον Νικηφόρο κατέλαβαν τη βασιλική εστία, εκμεταλλεύτηκε τη συγκυρία και διέταξε αμέσως να εισβάλουν στο διαμέρισμα της Ραχήλ, της Εβραίας αρχιράφτρας και πρωτεξαδέλφης του τέως πλέον παρακοιμώμενου, να τη συλλάβουν και να τη ρίξουνε στα ανήλιαγα μπουντρούμια.
«Αυγούστα, λυπήσου με! Δείξε έλεος!» έκραξε η γυναίκα, όταν οι άνδρες που τη συνέλαβαν την οδηγούσαν δια μέσου της αίθουσας του θρόνου, και ξεφεύγοντας μια στιγμή από τα χέρια τους έπεσε στα γόνατα μπροστά στη Θεοφανώ. «Δεν έχω κάνει τίποτα, στ’ ορκίζομαι, καμιά ανάμειξη δεν είχα στις ραδιουργίες του εξαδέλφου μου!»
«Βούλωσ’ το, σιχαμένη Εβραία, όχεντρα διπρόσωπη!» την έβρισε ωστόσο η νέα αυτοκράτειρα, και τη χαστούκισε με όλη της τη δύναμη. «Δε σε πιστεύω ο, τι και να λες, το ίδιο μολεμένο αίμα κουβαλάς, το αντίχριστο, και ποιος ξέρει τι θα σκάρωνες πίσω από την πλάτη μου, μαζί με τον άθλιο Ιωσήφ! Τώρα όμως θα μοιραστείς κι εσύ παρόμοια τύχη…»
«Έλεος, αυγούστα! Έλεος!» ούρλιαξε η Ραχήλ, τραβώντας της τα ιμάτια, αλλά η Θεοφανώ δε χαριζότανε.
«Ω, πάψε πια, βρομιάρα!» της αντιγύρισε, δίνοντάς της μια σπρωξιά με το καλάμι του ποδιού της, και είπε στους άνδρες του Νικηφόρου, κροτώντας μια φορά τα χέρια της:
«Δεσμεύστε την, με σχοινί χοντρό, και εκβάλετέ την πάραυτα από τον οίκο μου! Στο πιο σκοτεινό κελί να την κλειδαμπαρώσετε, ώσπου να σαπίσει ολόκληρη και να πεθάνει…»
Κι απέμεινε να γροικά ευχαριστημένη τις τσιρίδες της αρχιράφτρας, καθώς την έσερναν έξω. Ανήμερα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, υπάντησαν οι άρχοντες τον Νικηφόρο στη απέναντι μικρασιατική ακτή, καθοδηγημένοι από τον Βασίλειο Λεκαπηνό, και την επόμενη ο στρατηγός επιβιβάστηκε στον βασιλικό δρόμωνα, συνοδευόμενος από τις πυρφόρες τριήρεις που εξόπλισε ο Βασίλειος, και πέρασε στην Κωνσταντινούπολη. Τι πανηγύρι και τι πάνδημη χαρά στήθηκε και επικράτησε τότε, όταν ο τροπαιούχος και λαοφιλής άνδρας, αφού ξεκουράστηκε στη μονή των Αβραμιτών, τη λεγόμενη και Αχειροποίητο, διάβηκε στις εννέα το πρωί την άλλη μέρα τη Χρυσή την Πύλη, και εισήλθε στην Επτάλοφη, καβάλα σε άλογο άσπρο διαλεχτό με φάλαρα χρυσοποίκιλτα και κόκκινες εφεστρίδες στη σέλα του, ντυμένος την πορφυρή χλαμύδα, αυτοκράτορας κιόλας σωστός! Ευωδίασε ο τόπος απ’ τα θυμιάματα, φωταγωγήθηκε περισσώς η λαμπροφόρα θερινή ημέρα με το φως των λαμπάδων που άναψαν για χάρη του, και δονήθηκε χαρμόσυνα ο αέρας από τα άσματα, τις μουσικές των οργάνων και τις δοξολογίες που βγαίνανε από τα στόματα όλων, και τις υμνητικές επευφημίες των Δήμων. Κατόπιν, η πομπή προχώρησε ως τον Φόρο του Κωνσταντίνου, όπου ο Νικηφόρος ξεκαβαλίκεψε ασπάστηκε την εικόνα της Παναγίας στο εκεί τέμενός της, την οποία τόσο έσεβε, ευχαριστώντας τη θερμά για την έκβαση των γεγονότων και ζητώντας της να του παράσχει δύναμη και βοήθεια. Πεζός στο εξής, πορεύτηκε προς τη Μεγάλη Εκκλησία, μα πριν μπει μέσα, οι Δήμοι κι ο λαός τον υποχρέωσαν να σταθεί στο ωρολόγιο, και εκεί ακούστηκαν για τον στρατηγό τα λόγια που έμελλε να μείνουν στην Ιστορία:
«Νικηφόρον βασιλέα το πρᾶγμα το δημόσιον αἰτεῖ… Οι νόμοι, το παλάτι τον Νικηφόρο περιμένουν να υποδεχτούν. Αυτές είναι οι ευχές του παλατιού και του στρατού, οι ευχές της συγκλήτου και του λαού. Τον Νικηφόρο ο κόσμος περιμένει κι ο στρατός αναδεικνύει. Το κοινό καλό τον περιμένει, το κοινό καλό, ο Νικηφόρος ας βασιλεύσει… Άκουσέ μας, Θεέ, σε παρακαλούμε, δώσε ζωή στον Νικηφόρο! Νικηφόρε αὒγουστε, συ εὐσεβής, συ σεβαστός… Ο Θεός σε έδωσε και θα σε περιφρουρήσει, και τον Χριστό σεβόμενος νικάς. Πολλούς χρόνους θα βασιλεύσει ο Νικηφόρος, και το βασίλειο των Χριστιανών ο Θεός θα περιφρουρήσει!..»
Άκουγε ο Νικηφόρος σοβαρός και συγκρατημένος, έχοντας πάντα στο νου του πως, ο τι έκανε, το έκανε για τα παιδιά του Ρωμανού και της Θεοφανούς και για αυτή την ίδια, να μην παρασυρθεί από τους επαίνους και αφεθεί στη φιλαυτία. Κι όταν τελείωσαν αυτοί, εισήλθε πλέον στον σεπτό ναό του Θεού, έλαβε στην πενήντα ενός ετών κεφαλή του το αυτοκρατορικό στέφος από τον Πολύευκτο, και προχώρησε στα ανάκτορα, να κάτσει στον θρόνο που ο στρατός του και ο λαός τού παραχώρησαν…
Μπροστά σ’ ένα παράθυρο του γυναικωνίτη είχε σταθεί κι ανέμενε η Θεοφανώ, η χήρα μάνα και βασίλισσα και κοπέλα των είκοσι δύο ετών, έχοντας στα δυο της πλάγια τους μικρούς της γιους, τον Βασίλειο και τον Κωνσταντίνο, γαντζωμένους στα φουστάνια της, και στην αγκάλη της την κόρη της την Άννα, εφόσον έφτασε στα αυτιά της η στέψη η οριστική του Νικηφόρου. Τι αισθανόταν άραγε; Σημάδι κανένα δεν έδειχνε το ωραίο πρόσωπό της, μονάχα βαστούσε τα μάτια της τα κάρβουνα στυλωμένα στο πλακόστρωτο προαύλιο του Παλατιού, το Αυγουσταίον, που φαινόταν καθαρά από το σημείο αυτό, το οποίο επίτηδες είχε διαλέξει. Μα ο τι και να αισθανόταν η Σπαρτιάτισσα τότε ή να συλλογιόταν, σίγουρα κατάλαβε ότι ήταν ανάγκη όντως να εκπληρωθεί ο χρησμός κι η προφητεία, που κάποτε είχε αναγελάσει, όταν άκουσε το βουητό από τις τυμπανοκρουσίες και τις δοξολογίες, και σκύβοντας λαφρά στο περβάζι, είδε εκείνον, τον μεσήλικα Αρμένιο πορθητή της Κρήτης και εξολοθρευτή των Αράβων, τον Νικηφόρο τον Φωκά, που στα χέρια του τα τραχιά είχε εμπιστευτεί την τύχη τη δική της και των αθώων σπλάχνων της, να προβάλλει στο Αυγουσταίο, με όλη τη βασιλική εξάρτυση περιβεβλημένος και στην κορφή του το τίμιο στέμμα, δεσπότης αναμφισβήτητος της Ρωμανίας και αυτοκράτορας, εκείνη την Κυριακή, 16 Αυγούστου 963, και ένιωσε τη σκιά της Μοίρας βαριά και πηχτή, ψηλαφητή σχεδόν, αγκιστρωμένη επάνω της, να την πλακώνει…




Λίνα Δώρου