Αυγούστα Θεοφανώ η Λάκαινα (Κεφάλαιο 15 - Ἐκακώθην καὶ ἐταπεινώθην ἕως σφόδρα...)

«Ἐκακώθην καὶ ἐταπεινώθην ἕως σφόδρα[1]…»

Το χιόνι έπεφτε πυκνό από νωρίς, κείνο το βράδυ της Παρασκευής 10 Δεκεμβρίου 969, σκεπάζοντας τη Βασιλεύουσα Πόλη με τη λευκή του σιγαλιά.

Ο βασιλέας Νικηφόρος Φωκάς είχε τολμήσει να κατέλθει σ’ ένα από τα παρεκκλήσια των ανακτόρων για να παρακολουθήσει τον Εσπερινό. Την ώρα που οι ψάλτες μελωδούσαν τα απόστιχα, ένας ιερέας τον πλησίασε, και του επέδωσε εμπιστευτικά ένα σημείωμα, λέγοντάς του ότι ήτανε για κείνον.
«Ποιος σου το ενεχείρισε; Σου είπε τι γράφει;» ρώτησε ο Νικηφόρος, γροικώντας μια κρυφή ταραχή.
«Ένας μοναχός, δέσποτα, δε μου ανέφερε το όνομά του… Πάντως μου ζήτησε να σ’ το δώσω γρήγορα…»
«Ο Αθανάσιος…» συλλογίστηκε και ταυτόχρονα ψέλλισε σιγανά, και μια παγωμάρα έπιασε την καρδιά του, η οποία εντάθηκε, άμα ξεδίπλωσε το τεμάχιο του χάρτου και διάβασε τις φράσεις πάνω του: «βασιλιά, μάθε ότι αυτή τη νύκτα σου μέλλεται να χαθείς με τρόπο φοβερό… ερεύνησε το δωμάτιο και θα δεις ότι είναι αλήθεια, εκεί είναι κρυμμένοι αυτοί που θα διαπράξουν τη σφαγή σου»… Έσφιξε τις χούφτες του, ρίγος τον διαπέρασε, και με το που απέλυσε η ακολουθία – αιώνας του φάνηκε – έσπευσε στον κοιτωνίσκο του, κάλεσε τον δούλο του τον ευνούχο Μιχαήλ, που τον είχε καταστήσει στην επίβλεψη των ανακτορικών θαλάμων, του αφηγήθηκε το περιεχόμενο του σημειώματος και τον πρόσταξε να κάνει αυτό που επέτασσε ο συντάκτης του, περί του οποίου ήταν πεπεισμένος ότι επρόκειτο για τον Αθανάσιο.
«Κύριέ μου, μην ανησυχείς άδικα… Κανένας δεν κρύβεται στο Παλάτι, που να είναι έτοιμος να επιβουλευτεί τη ζωή σου» αποκρίθηκε καθησυχαστικά ο Μιχαήλ, νιώθοντας στιγμιαία να τον καψαλίζουν στη λώπη του χιτώνα του τα αργύρια που είχε λάβει από τον Ιωάννη. «Μην πιστεύεις τα λόγια ενός χαρτίου που δεν ξέρεις καν σίγουρα την προέλευσή του… Ηρέμησε, αφιερώσου στη μελέτη των ιερών κειμένων, όπως πράττεις καθ’ εκάστην τέτοια ώρα, και άσε έπειτα τον ύπνο να σου κλείσει λυτρωτικά τα βλέφαρα…»
Έτσι μίλησε ο υπηρέτης, και έφυγε, κι ο Νικηφόρος βυθίστηκε σε περισυλλογή. Βαριά ένιωθε την ψυχή του, σκοτεινιασμένη, τις πράξεις όλες της ζωής του, καλές ή λιγότερο καλές, να στροβιλίζονται στο αγαθό κεφάλι του. Κατέφυγε στο βιβλίο των Ψαλμών για απολύτρωση, και ανοίγοντας τυχαία σ’ ένα φύλλο του κώδικα, πήρε να αναγινώσκει χαμηλόφωνα, κάνοντας συχνά – πυκνά σταυρούς και βαθιές μετάνοιες…


«Άναψε τον πύραυνο, Αναστασώ μου, να θερμανθούμε» γύρεψε η Θεοφανώ της ψυχοκόρης της, ενώ βρισκόταν στο κουβούκλι της. «Χειμωνιά σωστή απόψε…»
«Αμέσως, κυρά μου» προθυμοποιήθηκε το κορίτσι, και τάισε μπόλικα κάρβουνα το όρθιο και κλειστό πήλινο κυλινδρικό μαγκάλι, φλογίζοντάς τα μ’ ένα αναμμένο κερί. Η Θεοφανώ μειδίασε αχνά με την επιδεξιότητά της, κι ύστερα πάλι ευθύς επικέντρωσε το βλέμμα της έξω απ’ το παράθυρο, όπου είχε αφήσει λιγάκι ανοιχτό το μικρό βήλο το οποίο χρησίμευε για κουρτίνα.
«Σκυθρωπή σε θωρώ απόψε, μάνα μου αυγούστα» παρατήρησε η Αναστασία, και ήρθε κοντά της, θέτοντας το χέρι της το δεξί στον αντίστοιχο ώμο της. «Μην έχεις κάτι;»
«Όχι, κόρη μου» προσποιήθηκε η Θεοφανώ, σχηματίζοντας με κόπο ένα τρυφερό χαμόγελο στα χείλη της, κι έψαυσε χαϊδολογητά τα δάχτυλα της αθώας θηλυκής ύπαρξης, έφηβης πλέον, που είχε πάρει υπό την προστασία της. «Απλώς, να… Θαρρώ πως είμαι λιγάκι κουρασμένη ακόμα, από τη γιορτή για τα ονομαστήρια της Αννιώς μας χθες…»
«Δίκιο έχεις, καλή μου μητέρα. Τόσες αρχόντισσες περάσανε να σου ευχηθούνε για τη θυγατέρα σου, λογικό το βρίσκω κι εγώ η ίδια να κουράστηκες…»
Χάιδεψε μελαγχολική η Θεοφανώ τα μαύρα σγουρά μαλλιά της μικρής, και μέσα της αναστέναξε. Άραγε, ο Ιωάννης, όταν ανέβαινε στον θρόνο και τη νυμφευόταν, όπως της είπε, θα της επέτρεπε να κρατήσει πλάι της την αγαπημένη ψυχοκόρη της και να την αποκαταστήσει με τη σειρά της δεόντως;
«Χρήζεις κάτι, μάνα;» ρώτησε τώρα η Αναστασία. «Να με συμπαθάς, αλλά σαν να νύσταξα κι εγώ, και λέω να πάω προς την κλίνη μου…»
Και της ξέφυγε ένα χασμουρητό. «Φυσικά και να πας, εγώ θα πλαγιάσω αργότερα» της έδωσε την άδεια η Θεοφανώ, φιλώντας της το μάγουλο, και μόλις έφτασε στη θύρα, τη σταμάτησε:
«Αναστασία…»
«Τι είναι;»
«Δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι που με αποκαλείς μάνα και μητέρα σου! Αλήθεια…»
«Μα αφού είσαι, αυγούστα!» έκανε η Αναστασία, και τρέχοντας μια στιγμή κοντά της, ανταπέδωσε το φίλημα. «Είσαι η μάνα μου της καρδιάς, και σ’ αγαπώ το ίδιο, όπως και τη μάνα που με γέννησε…»
Αυτά τα λόγια της κοπελίτσας, μαζί με την όλο αγάπη χειρονομία της, έσταξαν δυο σταγόνες βάλσαμο στην ψυχή της Θεοφανώς, τη βαρυφορτωμένη από το άχθος της συνωμοσίας και του δυσάρεστου ρόλου του μεσάζοντα που ανέλαβε να παίξει. Σε λίγο, ο γνώμονας του παλατιανού ωρολογίου θα σήμαινε την πέμπτη ώρα της νυκτός, έντεκα δηλαδή το βράδυ, μιας κι ήτανε χειμώνας και ο ήλιος έδυε νωρίς, και όλα έπρεπε να συμβούν κατά γράμμα. Με το στήθος πλακωμένο, λοιπόν, σηκώθηκε, έσιαξε δυο τρεις ασήμαντες πτυχώσεις της εσθήτας της, για να ξεκλέψει απειροελάχιστο χρόνο που ήξερε ωστόσο καλά ότι τίποτα δε θα της προσέφερε, και κίνησε για το παραδιπλανό δωμάτιο, όπου συνήθιζε εδώ και τέσσερα έτη να χαμοκοιμάται μοναχός του ο Νικηφόρος…


…Μπήκε, και σαν τον είδε έτσι μες το μισοσκόταδο, μπρος στο καντήλι και τις εικόνες του Χριστού, της Παναγιάς και του Προδρόμου, γονατιστό, ταπεινό, ήσυχο κι ανυπεράσπιστο, όλον απορροφημένο και αφοσιωμένο στη μελέτη των θείων Γραφών, για μια στιγμούλα τον λυπήθηκε, ένιωσε οίκτο για τον αναγκαστικό της σύζυγο, που έμελλε σύντομα το σαρκίο του τόσο ανηλεώς να σφαγιαστεί, και σκέφτηκε να κλωτσήσει, να αποσκιρτήσει απ’ τη φρικτή πλεκτάνη και να του τα αποκαλύψει όλα, να σώσει τη ζωή του… Μα σύγκαιρα φοβήθηκε την οργή του Ιωάννη, λογίστηκε το συμφέρον της που της είχε τάξει να προασπίσει, και άλλωστε χρόνος κανένας δεν υπήρχε για μετάνοια, οι Μοίρες έστηναν τα πνιγηρά τους βρόγχια παντού ολόγυρά τους, γύρω από το αταίριαστο ζεύγος, τη βασίλισσα Θεοφανώ τη Λάκαινα και τον βασιλέα Νικηφόρο τον Φωκά…
«Κύριε, μη τω θυμώ σου ελέγξης με, μηδέ τη οργή σου παιδεύσης με. Ότι τα βέλη σου ενεπάγησάν μοι, και επεστήριξας επ’ εμέ την χείρα σου. Ουκ έστιν ίασις εν τη σαρκί μου από προσώπου της οργής σου· ουκ έστιν ειρήνη εν τοις οστέοις μου από προσώπου των αμαρτιών μου…» διάβαζε εκείνος τότε την αρχή του τριακοστού έβδομου Ψαλμού. «Θάρρος, Θεοφανώ» είπε με τον νου της, και τον προσέγγισε αργά, αν και τα λόγια της έφεραν υπόκωφα μια δυσοίωνη ανατριχίλα.
«Εκακώθην και εταπεινώθην έως σφόδρα, ωρυόμην από στεναγμού της καρδίας μου... Οι φίλοι μου και οι πλησίον μου εξ εναντίας μου ήγγισαν και έστησαν, και οι έγγιστά μου από μακρόθεν έστησαν» συνέχιζε την ανάγνωση του ψαλμού ο αυτοκράτορας. Και δίχως να το ξέρει, το σημείο αυτό ήταν προφητικό, τόσο για τον ίδιο, όσο και για τη νεαρή γυναίκα του…
«Νικηφόρε» τον προσφώνησε τελικά, μία και δεύτερη φορά, ώσπου ο καλλίνικος να δεηθεί να αποσπάσει τη ματιά του από τον χάρτινο σκληρόδετο και σταχωμένο τόμο που βαστούσε ανά χείρας.
«Τι θέλεις, Θεοφανώ; Γιατί με διακόπτεις την ώρα που μελετώ τους Ψαλμούς;» τη συνέτυχε απότομος.
«Μη με αποπαίρνεις, σύζυγε… Να, ήθελα να σε ρωτήσω αν χρειάζεσαι καμιά κουβέρτα, καμιά χοντρή μπατανία… Κάνει παγωνιά απόψε…»
«Όχι… Όποιος βούλεται ν’ αρνηθεί τη σάρκα του, δεν πρέπει να τη θάλπει…»
«Όπως θες» ψιθύρισε συγκαταβατικά σε απάντηση. «Εγώ απλά… νοιάστηκα για σένα…»
«Η ψυχή μου πάσχει απόψε» μονολόγησε ο Νικηφόρος, αφού για λίγο σιώπησε. «Νιώθω σαν να ’ναι η τελευταία νύχτα της επίγειας ζωής μου, σαν να ζύγωσε το τέλος μου…»
«Να… ζύγωσε το τέλος σου; Γιατί το λες αυτό;» άρθρωσε η Θεοφανώ, κι ένα ρίγος απαίσιο διέτρεξε την πλάτη της.
«Δεν ξέρω… Κάτι σαν προαίσθημα, πώς να το πω, σαν θεϊκός προάγγελος… Απόψε, την ώρα του εσπερινού, έλαβα κι ένα μικρό ανώνυμο γράμμα που με αναστάτωσε…»
«Τι γράμμα; Τι ανέφερε;»
«Ότι μες το Παλάτι είναι οι εχθροί μου, που θα επιχειρήσουν να με ξεκάνουν αυτή τη νύχτα! Το είπα στον Μιχαήλ, τον διέταξα να ερευνήσει, αλλά με παρότρυνε να μην πιστεύω ανοησίες…»
Σώπασε πάλι ο Νικηφόρος, κι ύστερα στρεφόμενος στη Θεοφανώ: «Εσύ, αγαπητή;» τη ρώτησε. «Εσύ… μήπως γνωρίζεις κάτι επί τούτου; Μήπως έχεις υποψιαστεί τίποτα;»
«Όχι, βασιλιά μου» του αποκρίθηκε, και πάσχιζε υπεράνθρωπα να μην τρέμει το σώμα και η φωνή της. «Αν γνώριζα, αν είχα υποψιαστεί, δε θα σ’ το έλεγα; Μη φοβάσαι λοιπόν άδικα, κανείς δε σ’ επιβουλεύεται…»
«Ο Ιωάννης… Γιατί πήγε στο Πέραν; Γιατί σήμερα;»
«Ίσως ήθελε να συναντήσει κάποιον φίλο… Μην ταράζεσαι άλλο, και μη βάζεις κακό στο νου σου για τον ανιψιό σου, που είμαι σίγουρη ότι ποτέ δε θα ήθελε να σε βλάψει» τον ορμήνεψε μαλακά, και προχωρώντας ένα βήμα έσκυψε και γονάτισε στο πλάι του. «Εγώ θα πάω τώρα στις μικρές μέλλουσες νύφες μου τις Βουλγάρες, να τις περιποιηθώ πριν τον ύπνο, και μετά θα πλαγιάσω κι εγώ στο κρεβάτι μου… Άσε την πόρτα ξεκλείδωτη όμως, ώστε αν θελήσεις κάτι, να φωνάξεις και να σ’ ακούσω. Δώσε μου και τα κλειδιά να τα κρατάω, να μη σου είναι βάρος…»
Χωρίς καμιά αντίδραση από πλευράς του Νικηφόρου, έτεινε το χέρι της στην τρίχινη ζώνη του, κι αφού τη βρήκε, ξεκρέμασε αργά τη σιδερένια αρμαθιά των κλειδιών και την έκλεισε στη χούφτα της. Κι όπως τα χείλη της σφράγισαν ψηλά το μετώπι του, που είχε αρχίσει να αραιώνει από μαλλιά ένεκα της ηλικίας, έμοιαζε ο ασπασμός της με το φιλί του Ιούδα στον Χριστό στη Γεθσημανή, τη νύχτα της προδοσίας…
«Καλή σου νύχτα, βασιλιά, ύπνον ελαφρό και απονήρευτο να έχεις» του ευχήθηκε, και με τα κλειδιά πάντα σφιχτά πιασμένα, που ένιωθε να της τρυπούν το δέρμα με χιλιάδες ενοχλητικές βελόνες, εξήλθε η αυτοκράτειρα του υπνωτηρίου του ανδρός της. Τότε ακριβώς σήμανε κι η ενδεκάτη, ήχησαν πένθιμα οι βαριοί μεταλλικοί χτύποι του ωρολογίου, και η Θεοφανώ ακινητοποιήθηκε σ’ έναν τοίχο, βαστώντας την ανάσα της και αγροικώντας τα φυλλοκάρδια της να τυμπανίζουνε γοργά, ανταριασμένα. «Ο τι είναι να γίνει, ας γίνει», σκέφτηκε, και έγειρε πίσω το κεφάλι της, έκλεισε τα μάτια, και πήρε να μουρμουρά αργόσυρτα, σαν το βάδισμα της χελώνας ή του σάλιαγκα, την προσευχή:
«Πάτερ ημών, ο εν τοις ουρανοίς… αγιασθήτω το όνομά Σου… ελθέτω η βασιλεία Σου… γενηθήτω το θέλημά Σου… ως εν ουρανώ και επί της γης…»


…Την καθορισμένη ώρα, έφυγαν ο Ιωάννης, ο Μιχαήλ Βούρτζης και ο Λέων Βαλάντης από τον οικίσκο που είχαν καταστήσει αρχηγείο τους στο Πέραν, και μέσα σε μια λέμβο έφθασαν στο λιμάνι του Βουκολέοντα, κάτω και δίπλα απ’ το Παλάτι. Ξύριζε ο παγερός βοριάς, περόνιαζε τα κόκαλα, όμως αυτό δεν εμπόδισε τα κρυμμένα από τη Θεοφανώ τσιράκια τους να πηδήξουν στα υπερώα του βασιλικού οίκου και να αναμένουν την άφιξη των αρχηγών τους, μόλις το ρολόι χτύπησε, βιγλίζοντας με αδημονία τη θάλασσα προς τα νότια, στη μεριά του ναού των Αγίων Σεργίου και Βάκχου. Προσέγγισε κάποτε η βαρκούλα στον λιμένα, και ο Ιωάννης στάθηκε ορθός και σφύριξε συνθηματικά, υψώνοντας τον αυχένα του. Τον άκουσαν οι βαλτοί του, και μια και δυο, κατέβασαν με σκοινιά ως το έδαφος ένα μεγάλο κοφίνι, ικανό να χωρέσει έναν ενήλικα άνδρα, και έτσι ανύψωσαν πρώτα τον Τσιμισκή και ξοπίσω του τους άλλους δύο πρωτεργάτες του επικείμενου εγκλήματος και τους έμπασαν στα ανάκτορα.
«Πού είναι ο βρομόσκυλος, ο παλιοπροδότης;» βρυχήθηκε ο Βούρτζης, κραδαίνοντας το σπαθί του, και χίμηξε πρώτος στην κρεβατοκάμαρα της αυγούστας. Δε βρήκαν όμως κανέναν, ούτε τον Νικηφόρο, και η πιθανότητα να τους ξεγλίστρησε προς στιγμήν τους γέμισε με απόγνωση και ένοχο φόβο.
«Αν μας πούλησε αυτή η κούρβα, θα τη σφάξω!» μούγκρισε ο Ιωάννης, σείοντας τις γροθιές του, αναφερόμενος φυσικά στη Θεοφανώ. «Δε φεύγω από δω απόψε, εάν δεν ίδω αυτόν που με ατίμασε να κείτεται άπνοος στο χώμα!»
«Αυθέντες μου, τον βασιλέα ψάχνετε; Ελάτε από δω» εμφανίστηκε μπροστά τους τότε ως από μηχανής θεός και τους είπε με τη λεπτή, κοριτσίσια σχεδόν, φωνή του ένα ευνουχόπουλο, αστράπτοντας τα πονηρά ματάκια του, καθώς προσδοκούσε ανταμοιβή για τη δόλια συμβολή του, και τους οδήγησε ως τη θύρα του κοιτωνίσκου του Νικηφόρου, που είχε μείνει ξεκλείδωτη και αφύλαχτη. Λαμπύρισαν και των τριών συνωμοτών τα μάτια, σαν λύκων που εντοπίζουν θήραμα μοναχικό και ανύποπτο, ότι είδαν τον Νικηφόρο ξαπλωμένο κατάχαμα πάνω στη δορά του πάνθηρα και σκεπασμένο με τον κόκκινο σάκο και το ράσο του ασκητή θείου του, και πλησιάζοντάς τον νυχοπατητά, ο Ιωάννης του κατάφερε το πρώτο ισχυρό λάκτισμα στην πλευρά του…
«Προδότη!» έκανε, και η σφοδρότητα του κτυπήματος αφύπνισε βίαια τον Φωκά. Άνοιξε διάπλατα τα λαγοϋπνισμένα μάτια του, ανασήκωσε λίγο τον κορμό του, κι αντίκρισε έντρομος να τον έχουν περικυκλώσει ο ανιψιός του κι οι δυο παλιοί του έμπιστοι, ο Βούρτζης κι ο Βαλάντης, με όψη άγρια, απειλητική, και βλέμματα σκοτεινά όπως η νύχτα που πετούσαν σπίθες…
«Ιωάννη…» ψέλλισε εμβρόντητος, θωρώντας τον πρώτο, μα οι απανωτές κλωτσιές που δέχτηκε αμέσως από τον ίδιο και τους άλλους δύο του έκοψαν την πνοή και τη λαλιά μαζί.
«Ναι, θείε μου και βασιλιά, εγώ είμαι!» ειρωνεύτηκε με τόνο τρομακτικό ο Τσιμισκής. «Κι ήρθα να πάρω την εκδίκηση που μου αξίζει, μετά από όσα μου έκανες…»
Πέτρωσε ο Νικηφόρος, τα μάτια του είχαν στυλωθεί περιδεή στον Ιωάννη. Τώρα αντιλαμβανόταν ότι η προειδοποίηση που είχε λάβει από τον Αθανάσιο τον Νοέμβρη ήταν αληθινή, το ίδιο και το σημείωμα του εσπερινού… Έκανε να πεταχτεί απάνω, να τρέξει, να διαφύγει, όμως σύγκαιρα μια δυνατή σπαθιά του Βαλάντη που τον έπληξε στο μέσο του μετώπου τον συγκλόνισε, κι ένιωσε το οστό της μύτης του να θραύεται.
«Δεν έχεις να πας πουθενά, τύραννε!» ξεστόμισε συνάμα γρυλίζοντας ο Λέων. «Τώρα θα πληρώσεις για όλα σου τα κρίματα!»
«Θεοτόκε, βοήθει!» ούρλιαξε πρώτα ο Νικηφόρος, κι ύστερα πάλι και πάλι τη Θεοτόκο επικαλέστηκε ψελλίζοντας αδύναμα, καθώς τον έσερναν πίστομα, αιμόφυρτο απ’ την ακατάσχετη ρινορραγία, στο πάτωμα ο Βούρτζης κι ο Βαλάντης προς τη μεριά του Ιωάννη.
«Ανόητε! Ούτε η Θεοτόκος, ούτε ο Θεός ο ίδιος δε μπορεί πια να σε γλυτώσει από τα χέρια μου!» κάγχασε εκείνος, μόλις τον έφεραν κοντά του και όρθωσε το σώμα του δίνοντάς του μια κυριαρχική κλίση προς τα πίσω, έτσι που το μικρό του ανάστημα έμοιαζε τώρα να έχει μεταμορφωθεί σε πελώριο και γιγάντιο. «Τόσο αχάριστος και ύπουλος φάνηκες λοιπόν, που τόλμησες να καθαιρέσεις εμένα, εμένα που σε βοήθησα να ανέβεις στον ρωμαϊκό θρόνο, και μ’ έστειλες να χασομερώ στους αγρούς με τους γεωργούς; Εμένα που είμαι δέκα φορές καλύτερος από σένα, που με τρέμουν οι εχθροί και που τώρα θα σε κάνω ο τι θέλω; Μίλα, λοιπόν, προδότη, μίλα, που να σε πάρει ο διάολος, μανιακέ και τυφλωμένε από τον φθόνο, αν σου ’χει μείνει τίποτα να πεις, αχρείε!»
Κατακόκκινος από θυμό ο Ιωάννης, φώναζε, και αφού ο τυφώνας της οργής του υπερκέρασε κάθε λογική και δεν έφτανε πια να ξεσπάσει μόνο με την αδυσώπητη κίνηση του λαρυγγιού και της γλώσσας, έφτυσε πρώτα τον θείο του κατάμουτρα, και μετά τον άρπαξε από τα πυκνά του μούσια και του ξερίζωσε με βία πολλές τρίχες. Ρίχτηκαν κατόπιν κι οι τρεις απάνω του, και σαν άγρια τσακάλια τον ξυλοκοπούσαν, τον έβριζαν σκαιότατα, και σφάδαζε αβοήθητος ο Νικηφόρος με οδύνη. Ήρθαν κι οι λαβές των σπαθιών τους να του πολτοποιήσουνε τις γνάθους, να σπάσουνε τα δόντια του ένα – ένα μες τα ούλα τους, και ο καλλίνικος, που τώρα είχε καταντήσει ένα θλιβερό ράκος, ένιωσε τη στυφή σιδερένια γεύση του αίματος να πλημμυρίζει το στόμα του, να τον μπουκώνει, να τον πνίγει. Ένα άλλο λάκτισμα του Ιωάννη στο στέρνο του δυσχέρανε τελείως την αναπνοή, και ευθύς ο ίδιος προσγείωσε το ξίφος του στη μέση του κρανίου του και του το έλιωσε, αφήνοντάς τον ξερό.
«Αποτελειώστε τον!» διέταξε στυγνά τους συνεργούς του, και ο πενηνταεφτάχρονος θείος του και αυτοκράτορας της Ρωμανίας για έξι έτη και τρεις μήνες μοναχά, αυτός που τόσες πόλεις και κάστρα των Αράβων κυρίευσε αλώβητος και χάλασε, βρήκε με τρόπο φρικτότατο τον θάνατο, όταν, μες τους κατασπαθισμούς του άμοιρου σαρκίου του που ακολούθησαν, το μακρύ, κυρτό και αιχμηρό ακούφιο χώθηκε ξάφνου από το χέρι ενός τέταρτου συνωμότη, του Ατζυποθεόδωρου ή Γυφτοθόδωρου, στο μετάφρενό του, μεταξύ πλάτης και μέσης, και του κατέσχισε διαμπερώς τα σπλάχνα. Κοίταξε για μια στιγμή τον ουρανό ο Νικηφόρος, με τα μάτια του τα μελανά στρογγυλεμένα και ακίνητα σαν γυάλινα, κι έπειτα βρόντηξε χάμω άψυχος, με το αίμα να χοχλακίζει από το στόμα του και το κεφάλι του, βάφοντας ωσάν μακάβρια κοχυλογέννητη πορφύρα τα αφρόντιστα ψαρά πλέον μαλλιά και την κατάμαυρη ακόμα γενειάδα του…


Η Θεοφανώ είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου, γερμένη στον τοίχο απάνω. Δεν ήξερε αν καθόλου αποκοιμήθηκε ή αν ήταν ξύπνια, αν ζούσε στην πραγματικότητα ή μες σ’ ένα θολό και ζοφώδες όνειρο… Τα αισθητήριά της είχαν αδρανήσει, και μόνο την καρδιά της αφουκρόταν πού και πού να δίνει τον αδιάκοπο ζωτικό παλμό της στο κορμί της. Την επανέφερε ένας ήχος μεταλλικός, κλαγγή σπαθιού αιματοβαμμένου τούτη τη φορά, που το κρατούσε το χέρι του Ιωάννη και το έκρουσε συνθηματικά στον παραστάτη του κοιτώνα του Νικηφόρου. Αναπήδησε, και τον διέκρινε να της νεύει με το κεφάλι. «Όλα τέλειωσαν» στοχάστηκε, και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, να χορτάσουνε αέρα τα πνιγμένα από την αγωνία σωθικά της, έτρεξε στην κάμαρη των παιδιών της, να ξυπνήσει τα αγόρια και να κατέβουνε μαζί στον Χρυσοτρίκλινο, όπως της είχε παραγγείλει εκείνος.
«Βασίλη μου… Κωνσταντή… Ξυπνήστε!» ψιθύρισε, σκουντώντας τα απαλά και χαϊδεύοντάς τους τα μαλλάκια. «Σηκωθείτε να ’ρθετε μαζί μου, είναι ανάγκη…»
«Μη, μανούλα μου, νυστάζω» παραπονέθηκε ο εννιάμισι ετών Κωνσταντίνος, τρίβοντας τη βρύση του ματιού του. «Πάρε τον Βασίλη κι άσε με εμέ να κοιμηθώ…»
«Χρειάζεστε κι οι δύο, Κωνσταντή μου» είπε μονάχα η Θεοφανώ, που το αθώο παράπονο του μικρού της γιου είχε μπηχτεί στα στήθια της τρίβολος χιλιάγκαθος, δεν ήταν όμως ώρα, αλίμονο, για μητρικές φροντίδες και τρυφερότητες…
«Μάνα, τι έγινε; Γιατί να ’ρθουμε μαζί σου;» ρώτησε κι ο Βασίλειος, που σε λιγότερο από μήνα θα γινόταν δώδεκα, και εξέπεμπαν φόβο τα γαλανά ματάκια του. Μα δε μπόρεσε η αυγούστα μητέρα του να του απαντήσει καθαρά, να του φανερώσει τέτοιο γεγονός με τα λόγια, μονάχα τον κοίταξε με τα δικά της ολόμαυρα μάτια μια στιγμή, και καθρέφτισε μέσα στις ενήλικες κόρες της τα ίδια περίπου συναισθήματα…
«Μανίτσα, εγώ;» ψέλλισε κι η μικρούλα η Άννα, που από τη φασαρία είχε ανασηκωθεί στο κρεβατάκι της, βλεφαρίζοντας απορημένη.
«Αννιώ μου, αστέρι μου, εσύ κάλλιο να μείνεις εδώ» αποκρίθηκε η Θεοφανώ στην κόρη της, αγκαλιάζοντας με τις κρυωμένες από αγωνία χούφτες της το προσωπάκι της και θωπεύοντάς το αδέξια, και τη φίλησε δυνατά με σπλάχνος στο μετωπάκι της, σφαλώντας μια στιγμή ερμητικά τα βλέφαρα, σαν για να αντέξει πόνο ξαφνικό. «Θα ξανάρθω, πέσε να κοιμηθείς, ψυχίτζα μου, γλυκό μου…»
Με τους δυο αθώους και ανύποπτους γιους της κρατημένους απ’ τα χέρια της, στο δεξί τον Βασίλειο, στο αριστερό τον Κωνσταντίνο, τους μικρούς συμβασιλείς του πατέρα τους και μετά του αναδόχου τους, ροβόλησε η Θεοφανώ τις σκάλες του Παλατιού, και έφτασαν οι τρεις τους στον Χρυσοτρίκλινο, στο κέντρο του οποίου καθόταν ήδη ο Ιωάννης, φέροντας στα πόδια του τα σκουροκόκκινα αυτοκρατορικά τσαγγία και τις περικνημίδες. Μια ομάδα ανδρών, από αυτούς που είχε υποχρεωθεί να κρύψει στον οίκο της η νεαρή αυτοκράτειρα, στέκονταν τριγύρω του και επευφημούσαν ως βασιλέα τον Ιωάννη προσθέτοντας και τα ονόματα των τέκνων της, ενώ την ίδια ακριβώς ώρα, οι υπόλοιποι μαζί με έτερους «λογάδες[2]» περιέτρεχαν τις ρύμες της Βασιλεύουσας, με προεξάρχοντα τον Βασίλειο Λεκαπηνό τον Νόθο, πράττοντας το αυτόν με τους συντρόφους τους. Ο πονηρός ευνούχος, λέρα σκέτη, που σαν χαμαιλέοντας ήξερε να προσαρμόζεται φοβερά επιτήδεια στις καταστάσεις, τις υστερνές ημέρες, όπως αποδείχτηκε, του βίου και της βασιλείας του Νικηφόρου προσποιούτανε τον άρρωστο, μόλις όμως πληροφορήθηκε ότι το πραξικόπημα επέτυχε, εγκατέλειψε αυτοστιγμεί τα ίδια και ενώθηκε περιχαρής και χαιρέκακος με τον ευρύτερο κύκλο των συνωμοτών, κατά πώς είχε διαβεβαιώσει πρόθυμα τον Ιωάννη…
«Νονέ!» ξεφώνισε τώρα ο συνονόματος μικρανεψιός του, αντικρίζοντας τον Τσιμισκή. «Πού είναι ο νονός μου; Τι του κάνατε;»
«Πάψε, Βασίλειε!» τον τσίμπησε έντρομη η Θεοφανώ, και ο Ιωάννης αγριοκοίταξε συνάμα το άνηβο παιδί, που ξενισμένο κι απ’ των δύο τις κινήσεις τραβήχτηκε και μούλωξε.
«Πολλά τα έτη Ιωάννου, του βασιλέως Ρωμαίων!» ανέκραξε τότε η μητέρα του η αυγούστα, καταπίνοντας τον βρόγχο που της είχε σταθεί μέσα στον περήφανο στητό λαιμό, και ο δολοφόνος εραστής την ατένισε με βλέμμα ικανοποίησης. Και πάνω που ήταν έτοιμος να αρχίσει να διανέμει προφορικά τίτλους και αξιώματα, να σου παρουσιάστηκε μπροστά του ο μαυροτσούκαλος Θεόδωρος, εξ ου και το παρανόμι του, Γυφτοθόδωρος, βαστώντας στο ένα χέρι του ωσάν άλλος Περσέας την κομμένη κεφαλή του Νικηφόρου, την οποία είχε προ μικρού επιδείξει σατανικά στους πιστούς υπασπιστές του, όταν πολέμαγαν να παραβιάσουν τις πύλες και να ορμήσουν στο Παλάτι, αρνούμενοι την είδηση του θανάτου του δεσπότη τους, κι αυτοί τρομοκρατημένοι από το θέαμα έπτυξαν, και ανακήρυξαν επιτόπου με οιμωγές σαν λωλοί και ξέφρενοι τον Ιωάννη βασιλέα τους.
«Ορίστε, για να μην αμφισβητεί κανείς ότι ο Νικηφόρος πέθανε!» σάρκασε ο Τσιμισκής, δίχως να μαρμαρώσει κι αυτός όπως ο μυθικός Πολυδέκτης, και ο Ατζυποθόδωρος χαμογελώντας μοχθηρά έσεισε για λίγο στον αέρα το ανόσιο λάφυρο. Αναγούλα της ήρθε της Θεοφανώς, έπνιξε μια κραυγή στο λαρύγγι, τίναξε αλλού τον αυχένα της και βιάστηκε να καλύψει με τα χέρια της τα ματάκια των αγοριών της.
«Νονέ! Νονέ μου!» σκλήρισε αδύναμα ο Βασίλειος, που είχε προλάβει να δει, και λύθηκε σε σιγανά αναφιλητά στο στήθος πάνω της μανούλας του, της οποίας έτρεμαν τα γόνατα, κι η οποία τώρα με τη θέα της καρατομημένης κεφαλής του Νικηφόρου καταλάβαινε πλήρως το μέγεθος του κακουργήματος στο οποίο προέβη ο εραστής της, μπλέκοντας με τρόπο και την ίδια…
«Κάνε το μούλικό σου να σταματήσει τις κλάψες!» της πέταξε με ένα πλάγιο μουγκρητό ο Ιωάννης, κεραυνοβολώντας την προειδοποιητικά μια στιγμή με τον κανθό του δεξιού οφθαλμού του. Σκούπισε η Θεοφανώ τα δάκρυα του κανακάρη της, τον φίλησε παρήγορα στο μελαχρινό του κεφαλάκι με διάκριση, και για να ξορκίσει ίσως το θεομίσητο κακό, συλλογιότανε, η δύσμοιρη:
«Θα με παντρευτεί… Θα με παντρευτεί σίγουρα, όπως μου υποσχέθηκε, και γρήγορα, κι όλα θα σιάξουν, θα είμαι μάνα και βασίλισσα στο πλάι του, και δε θα κινδυνεύω από κανέναν… Ο Νικηφόρος πάει, ο Ιωάννης είναι τώρα ο βασιλεύς και κύριος!»


Μέσα σε μια βδομάδα, ο Τσιμισκής διευθέτησε όλες τις υποθέσεις και τα πράγματα του κράτους προς το συμφέρον του, αφού πρώτα έστειλε να θάψουν την επόμενη της πραξικοπηματικής ανάρρησής του στους Αγίους Αποστόλους το κουφάρι του θείου του, που το είχαν ρίξει με τους συνεργούς του σαν τσουβάλι και σαν ψόφιο ζώο από το παράθυρο της μικρής του κάμαρης πάνω στο φρέσκο χιόνι. Κατ’ αρχάς, μαζί με τη συμβολή του Λεκαπηνού, τον οποίο θα όριζε σύντομα παρακοιμώμενό του, απέστειλε σε κάθε γωνιά της Πόλης διατάγματα που απειλούσαν με καρατόμηση όποιον θα επιχειρούσε εξέγερση ή λεηλασίες στη διάρκεια του περάσματος αυτού από τον έναν δεσπότη στον άλλο. Μουδιασμένος ωστόσο ο λαός και από την απότομη μεταβολή και από τους τραμπουκισμούς του ευνούχου και των πιστών του Ιωάννη, δεν αντέδρασε καθόλου· ο μόνος που κάτι θα μπορούσε να πράξει ενάντια στον νέο αυτοκράτορα, με τον χρυσό και τα πλούτη που είχε συγκεντρώσει, ο αδελφός του μακαρίτη Νικηφόρου δηλαδή ο Λέων Φωκάς ο κουροπαλάτης, σαλεμένος από τη συμφορά αυτή και την αντιστροφή της Τύχης, πήρε άρον – άρον τον έναν από τους δύο πατρικίους γιους του, τον συνονόματο του νεκρού, και κατέφυγε στον πάνσεπτο ναό της Σοφίας του Θεού ικέτης. Ο Ιωάννης όμως δεν του χαρίστηκε ιδιαίτερα: μες το «ξεκαθάρισμα» που έκανε των υψηλών συνεργατών και των συγγενών του προκατόχου του, ξηλώνοντας τους μεν απ’ τις θέσεις που κατείχαν και διώχνοντας τους δε μακριά από τη Βασιλεύουσα, εξόρισε και τον Λέοντα με τον Νικηφόρο τον νεώτερο στη Μήθυμνα, παρέχοντάς τους πάντως τα εχέγγυα ότι θα έμεναν απαθείς και ασφαλείς, και κατά την αντικατάσταση των τοπαρχών με δικούς του ξαπόστειλε στην Αμάσεια τον άλλο γιο του Λέοντα, τον δούκα Βάρδα, συνονόματο του συγχωρεμένου του παππού του. Κατ’ απαίτηση του Πολύευκτου, έσκισε ύστερα ενώπιόν του και τον Τόμο με την εκκλησιαστική νομοθεσία που είχε συντάξει και υπογράψει έτι ζων ο Νικηφόρος, εκείνη η οποία όριζε ότι οι εκλογές των επισκόπων θα έπρεπε να ανατεθούν αποκλειστικά και μόνο στα χέρια του.
«Ευχαριστώ σε, άρχοντα Ιωάννη, για αυτή την ευεργεσία σου προς εμέ και την Εκκλησία» του είπε ο γηραλέος, κατάκοιτος σχεδόν και με το ένα πόδι στον τάφο πατριάρχης, ο οποίος είχε δυσαρεστηθεί σφόδρα με τον νεωτερισμό αυτό του Νικηφόρου, πολλώ δε μάλλον δυσανασχετήσει και εξοργιστεί με την επιθυμία του να ανακηρύσσονται μάρτυρες οι θνήσκοντες στα πεδία των μαχών στρατιώτες του, που στο τσακ την πρόλαβε να μη γίνει νόμος. «Προτού, όμως, δεχτώ να σε στέψω, εκτός από το ότι πρώτον θα μου ορκιστείς ότι δεν είσαι αυτουργός, και δεύτερον θα μου υποδείξεις και θα τιμωρήσεις τον πρωτεργάτη της συνωμοσίας, θα διώξεις τη χήρα πλέον και μοιχαλίδα Θεοφανώ, της οποίας η συμμετοχή στο έγκλημα είναι αναμφισβήτητη και στο οποίο αναμφίβολα σε παρέσυρε με κόλπα και υποσχέσεις, το κολασμένο γύναιο, και έτσι θα σου συγχωρήσω την αμαρτία ταύτη χάριν της θεοκατεύθυντης ανάγκης, αλλά και της ικανοποίησης που μου έδωσες. Αν όμως αρνηθείς και δεν το κάνεις, δείχνοντας ατιμωτική για έναν άνδρα σαν εσένα αδυναμία προς τα θελήματα της γυναικός, ούτε το τίμιο στέφος θα λάβεις εκ των χειρών μου, ούτε και την άφεση…»
Πρόσθεσε ο Πολύευκτος με κάποια αυστηρότητα, και εκεί για μια ελάχιστη στιγμή ο Ιωάννης κώλωσε κι αισθάνθηκε δίλημμα. Αφού έσυρε που έσυρε τη Θεοφανώ ο ίδιος στη μοιχεία, δε θα έπρεπε τουλάχιστον να τηρήσει τα προσχήματα απέναντί της και να τη νυμφευτεί, καθώς της έταξε; Μα από την άλλη, γιατί να ρισκάρει τον θρόνο και το στέμμα που του προσφέρονταν απλόχερα, εάν την πούλαγε, ποιος ο λόγος να παρατήσει τη λεία την πλουσιοπάροχη οικτίροντας το πειθήνιο δόλωμα που τον έφερε σ’ αυτήν;
«Ο Αδάμ έχασε τον Παράδεισο της θείας τρυφής εξαιτίας της Εύας, Ιωάννη» έριξε τον άσσο που είχε στο μανίκι του ως κληρικός ο Πολύευκτος, βλέποντάς τον συλλογισμένο. «Μη χάσεις κι εσύ τη θεόπεμπτη βασιλεία και τον θρόνο, στον οποίο ήδη επέβης, για μια γυναίκα, και δη μια πόρνη, μια μοιχαλίδα…»
Δε θέλησε και πολύ για να πειστεί ο Τσιμισκής, διότι η απόφασή μέσα του ήταν κιόλας ειλημμένη. Επέρριψε λοιπόν αυθόρμητα στον Βαλάντη την όλη ευθύνη ως ενορχηστρωτή και εκτελεστή του σχεδίου και της καθαυτό πράξης της δολοφονίας του θείου του, και τον εξόρισε, ενώ ο αξιωματικός τον έβριζε και τον καταριόταν για την αχαριστία του και του φώναζε πως δε διέφερε καθόλου από τον μακαρίτη. Και αφού ξεμπέρδεψε με αυτό το σκέλος των απαιτήσεων του γέρου πατριάρχη, προχώρησε δίχως χρονοτριβή στο δεύτερο, να απαλλαγεί της άχρηστης πια για κείνον ερωμένης του…
Ανίδεη η Θεοφανώ για όσα άσπλαχνα ο Ιωάννης της μαγείρευε, αντί για παντρειά, τριγύριζε ανήσυχη στον κοιτώνα της. Ένιωθε ότι αργούσε πολύ η στέψη του, κι όσο αργούσε, τόσο κι εκείνη παρέμενε εκτεθειμένη. Κι η αγωνία της μεγέθυνε τον χρόνο, έκανε τα λεπτά να φαντάζουν αιώνες και τις ώρες χιλιετίες, και της πιλάτευε τον νου η υποψία μην κάτι δεν πήγαινε καλά, μήπως εκείνος είχε μετανιώσει, και τότε…
«Γυναίκα, ετοιμάσου να μας ακολουθήσεις» της πέταξαν κατάμουτρα κείνο το πρωί τρεις άνδρες, παραβιάζοντας τη θύρα του κουβουκλίου της και αφήνοντας την κάσα να βροντήξει στον τοίχο, και της έκοψαν τα ήπατα με τον θόρυβο. Έτσι, με θράσος περισσό και αγένεια, δίχως αυγούστα να την καλέσουν, μήτε δέσποινα…
«Τι θέλετε; Πού να σας ακολουθήσω;» τους ρώτησε, προτάσσοντας ελαφρά τα στήθη της, μα η ταραχή της δεν έσωνε να κρυφτεί ολότελα. «Ποιοι είστε εσείς, και ποιος σας έδωσε την εξουσία να διατάζετε έτσι εμένα, τη βασίλισσα;»
«Ο αυτοκράτορας Ιωάννης Κουρκούας ο Τσιμισκής, ο αφέντης και φίλος μας» δήλωσε ο ένας, φορώντας σαρκαστικό μειδίαμα. «Ο οποίος κελεύει να πάρουμε την πόρνη και μοιχαλίδα Θεοφανώ, τη χήρα του Νικηφόρου Φωκά, εσένα δηλαδή, να την κουρέψουμε και να κλειστεί στο μοναστήρι!»
Και χασκογελώντας υποχθόνια, βάδισε απειλητικός προς το μέρος της.
«Αποκλείεται!» αντέδρασε εκείνη, παγωμένη. «Δεν είπε τέτοιο πράγμα ο Ιωάννης, εσείς μονάχοι ετοιμάζεστε να πράξετε! Εκείνος όπου να ’ναι θα με νυμφευτεί, θα…»
«Χαχαχα! Ηλίθια σκύλα!» σχολίασε ο προλαλήσας, μ’ ένα χάχανο κακό, περιγελαστικό. «Τι νόμισες; Ότι ο βασιλιάς, αυτός ο έντιμος άνθρωπος, θα κάλυπτε τις πομπές σου; Κούρβα, μαγαρισμένη! Εσύ σχεδίασες τα πάντα, εσύ τον έσυρες στη δολοφονία, έτσι μας είπε κι εμείς που του είμαστε πιστοί και ξέρουμε τον χαρακτήρα του το ίδιο θεωρούμε, και την εντολή του θα την εκτελέσουμε με χαρά!»
«Ψέματα!» ούρλιαξε η Θεοφανώ. «Είναι ψεύτης, ψεύτης αισχρός και άθλιος! Αυτός, αυτός τα συνέλαβε όλα, αυτός ήθελε να σκοτώσει τον θείο του, κι εμένα μ’ έβαλε στη μέση…»
«Βούλωσ’ το, πόρνη! Η μόνη ψεύτρα είσαι εσύ!» την έβρισε έτερος της κουστωδίας, και χωρίς καμιά ντροπή προσγείωσε έναν κόλαφο ισχυρό στην όψη της. Σαστισμένη όπως ήταν απ’ το ράπισμα, οι άλλοι δυο ευθύς της άδραξαν σφιχτά τα μπράτσα, της έβγαλαν με το ζόρι και έσκισαν το πέπλο της, την έσπρωξαν ώστε να πέσει στα γόνατα και ο ένας τους γράπωσε στη χούφτα του μια χοντρή τούφα απ’ τα μαλλιά της και έφερε πάνω της το μαχαίρι που βαστούσε στον ζωστήρα του, έτοιμος μ’ ένα χραπ να της την αφαιρέσει, ενώ ο τρίτος που την κολάφισε έτεινε τη λόγχη του ως το πιγούνι της, μην τύχει και κάνει κίνημα αντίστασης.
«Μη! Μη, σας παρακαλώ!» όρμηξε ως διά μαγείας στη σκηνή η Ευφροσύνη, περασμένα τα πενήντα πλέον, και άρπαξε τον φρουρό αυτόν του Ιωάννη απ’ τον μανδύα του, ταρακουνώντας τον και εκλιπαρώντας για την κυρά της, και σκίρτησε η καρδιά της Θεοφανώς θωρώντας την. «Πάρτε με εμένα, αν πρέπει κάποιος να πληρώσει, και κόψτε μου τα μαλλιά και φυλακίστε με, όχι εκείνη, όχι την αυγούστα και θυγατέρα μου!..»
«Σκάσε κι εσύ, παλιόγρια! Το ξεύρουμε δα ποιά είσαι!» μούγκρισε ο άντρας, και ευθύς αντέστρεψε το δόρυ του και το ’μπηξε εν ψυχρώ στα σπλάχνα της πατρικίας ζωστής. Έβγαλε έναν απελπισμένο ρόγχο η κακόμοιρη μεσόκοπη γυναίκα, και μονομιάς σωριάστηκε ξέπνοη στο δάπεδο, μπροστά στα έντρομα μάτια της νεώτερης Σπαρτιάτισσας αυγούστας, που την είχε αγαπήσει και πονέσει σαν παιδί της…
«Ευφροσύνη! Μάνα μου Ευφροσύνη!» σπάραξε η Θεοφανώ, και στιγμιαία βρήκε τη δύναμη, ξέφυγε τους δεσμώτες της κι έφτασε το πτώμα της κηδεμόνα της, το οποίο αγκάλιασε σφιχτά, θρηνώντας.
«Έλα δω, βρομοθήλυκο!» την άρπαξε γοργά ωστόσο ο ίδιος που είχε στερήσει τη ζωή από την Ευφροσύνη, την έσυρε από το μαλλί της που στεκόταν ακόμα ατόφιο και την έριξε στη μέση του δωματίου. Ο άλλος του σύντροφος έπιασε πάλι αποφασιστικά το μαχαίρι του, κι οι μακριές εβένινες πλεξούδες της οι βαριές, οι μοσχομυρισμένες, κατρακύλησαν σφαγμένες από τη λεπίδα του στο πάτωμα, όπου ήταν γονατισμένη κλαίγοντας σιωπηλά. Κι έπειτα, την έγδυσαν τα ιμάτιά της, κουρελιάστηκαν η μπλε δαλματική και η πράσινη μεταξωτή χλαμύδα με τα θαμπωτικά τα ξόμπλια, το κουρεμένο της κεφάλι κουκουλώθηκε κάτω απ’ τη μοναχική μαντήλα που κουβάλησαν μαζί τους, και το κορμί το διπλωμένο στα δύο, το γυμνωμένο τώρα πια από κάθε τιμή και δόξα, το σκέπασε βαρύ το μαύρο ράσο. Έτσι ντυτή, ταπεινωμένη, την έστησαν άγαρμπα στα πόδια της οι εκτελεστές της προσταγής του Ιωάννη και την έσυραν έξω στους διαδρόμους του Παλατιού, κρατώντας τη σφιχτά πισθάγκωνα, ξένη μέσα στο ίδιο της το σπίτι, έως την αίθουσα του θρόνου, όπου εκείνος ήδη περίμενε ν’ απολαύσει τη νίκη του στη θέα της, πως δεν έχασε τούτη την ισχυρή καθέδρα για χατίρι μιας γυναίκας…
«Καταραμένε!» άρθρωσαν τα χείλη της, όταν τον είδε. «Με πρόδωσες, με πούλησες! Ανακάλεσε τώρα αμέσως την απόφασή σου, αλλιώς θα μαρτυρήσω όλη την αλήθεια, και αλίμονό σου…»
«Αφελέστατη κι αβέλτερη!» την κορόιδεψε ανερυθρίαστα ο πολυμήχανος κοντός, γελώντας άσχημα. «Πες τη λοιπόν! Θαρρείς πως θα σε πιστέψουν; Όχι βέβαια! Εγώ είμαι ο άνδρας και ο κυρίαρχος, όλοι από δω και στο εξής θα μάθουν ότι εσύ σχεδίασες το έγκλημα, εσύ προμελέτησες τον φόνο του Νικηφόρου, και η δικιά μου φήμη δε θα αμαυρωθεί καθόλου, ενώ το δικό σου όνομα θα ηχεί στα αυτιά των όντων και εσόμενων συνώνυμο της άπληστης και τυχοδιώκτρας πόρνης!»
Φλόγες πετούσαν τα κάρβουνα μάτια της Θεοφανούς, τα δακρυσμένα, σπαρταρούσε ολόκληρη από οργή σαν το παγιδευμένο αγρίμι, και αν δεν τη βαστούσαν πάντα γερά οι φύλακες, θα είχε χιμήξει να κατασπαράξει τον Ιωάννη. Εκείνος, όμως, ξέροντας ότι διόλου δεν κινδύνευε, την ατένισε απλώς περιφρονητικά με το γλαυκό του παγερό βλέμμα.
«Φέρτε τα παιδιά της» πρόσταξε τον Βασίλειο Λεκαπηνό και τους φρουρούς, και αυτοί οδήγησαν εντός της αίθουσας τα τρία βασιλόπουλα. Δεν το έπραττε αυτό, βέβαια, ωθημένος από καμιά ελάχιστη φιλάνθρωπη διάθεση ο Τσιμισκής, αλλά μόνο και μόνο για να δουν τη μάνα τους σε τούτη την κατάσταση, και να χαραχτεί βαθιά στο τρυφερό μυαλό τους ποιος ήταν ο αρχηγός του παιχνιδιού, που θα όριζε και τις δικές τους τις ζωούλες…
«Μάνα μας! Μανούλα μας!» φώναξαν όλα μαζί με κλάματα, άμα την είδαν σ’ αυτό το χάλι, και ρίχτηκαν απεγνωσμένα στην αγκάλη της. Δεν ήξερε ποιο να πρωτοσφίξει απάνω της η δόλια, ποιο να φιλήσει και να χαϊδέψει τούτη την τραγική την ώρα, κι έτσι άπλωσε τα ραδινά της χέρια κάτω απ’ τα φαρδιά μανίκια του ράσου, τα περιλαμπάστηκε και τα τρία τους, τους πρίγκιπες και την πριγκιπέσα της, και βάσταξε τα κεφαλάκια τους στον κόρφο της, ολολύζοντας πικρά:
«Παιδάκια μου! Μικρά μου! Σπλάχνα μου, κλωνάρια μου… Πώς σας αποχωρίζομαι έτσι, γιατί με παίρνουν μακριά σας; Ώχου, Βασίλη μου, καμάρι μου, και αχ, Αννούλα μου εσύ, λιογέννητη, και Κωνσταντή μου! Δε θα τα ξαναδώ ποτέ μου τα ματάκια σας, δε θ’ αγκαλιάσω τα κορμάκια σας που γέννησα απ’ τη μήτρα μου, μόνα σας θα μεγαλώσετε στον οίκο μας, με αυτόν τον άθλιο προδότη πάνω απ’ τις κορφούλες σας! Οίμι, εγώ, η άμοιρη, ωιμέ κι εσείς, ήλιοι μου και φεγγάρι μου και φως των ομματιών μου!»
«Φτάνει πια» είπε ο Ιωάννης, ανυπόμονος. «Βαρέθηκα την κλάψα της… Πάρτε την να τελειώνουμε, να μην τη βλέπω και να μην την ακούω, την άτιμη!»
Υπάκουσαν στο θέλημά του οι φρουροί, και μια και δυο χώρισαν με το ζόρι τα τέκνα του Ρωμανού από τη μάνα τους. Κοίταξε για άλλη μια φορά έντονα τον Τσιμισκή η Θεοφανώ, καθώς την τραβούσαν έξω, που παρακολουθούσε αγέρωχος και ατάραχος, σχεδόν αδιάφορος, να εκτυλίσσεται μπροστά του το δράμα της που ο ίδιος συνέθεσε και σκηνοθέτησε. Μα βέβαια, τι ανάγκη είχε αυτός; Θα καθόταν πλέον αναπαυτικά στα πούπουλα του θρόνου, χωρίς καμιά τύψη για τον δολοφονημένο θείο του, έχοντας έτσι κορέσει την εκδικητικότητά του, για να θρέψει από δω και στο εξής περίσσια τη μεγαλομανία του, ενώ αυτή, η μέχρι πριν λίγο αυγούστα, θα μαράζωνε έγκλειστη στο μοναστήρι, μακριά από τα αγγελούδια της, την Πόλη και το Μέγα Παλάτιο...


«Την κατάρα μου να ’χεις, Ιωάννη!» ξεστόμισε όλο μίσος τα τελευταία της λόγια ενάντια στον άντρα που εκμεταλλεύτηκε την αδυναμία της σάρκας της, έπαιξε πονηρά μαζί της κάνοντάς την συνεργό σ’ ένα αποτρόπαιο έγκλημα, και τώρα πια που του ήταν εμπόδιο την παραπέταγε σαν ξεσκισμένο ρούχο. «Λιγόχρονος και κακοθάνατος να είσαι, κι είθε να καείς στην Κόλαση για το κακό που μου ’κανες...»




…Χαράματα της Γέννησης του Χριστού. Η νύχτα, που σε λίγες ώρες θα ’φευγε, ήτανε ξάστερη, ήρεμη πολύ, χωρίς βοριά να λυσσομανάει, προμηνύοντας μέρα καθαρή και λαμπερή. Οι γερόντισσες στο μοναστήρι των Πριγκιποννήσων ετοιμάζονταν για τον Όρθρο, το τάλαντο τις καλούσε με τον οξύ μελωδικό του ήχο. Το άκουσε στο λαγοΰπνι της η Θεοφανώ, μες το κελί της που την είχαν απομονωμένη, και κουκουλώθηκε πεισματικά με την προβιά που της χρησίμευε για σκέπασμα. Όχι, δε θα πήγαινε μαζί τους. Μπορεί να γεννιότανε ο Θεός της αγάπης, μα εκείνη ένιωθε άδεια από κάθε είδους αγάπη. Μισούσε αυτό το μέρος, και πιο πολύ αυτόν που την έστειλε εκεί, της έλειπε το Παλάτι, το σπίτι της, που θα ’ταν τώρα στολισμένο δάφνες και μυρτιές και χειμωνανθούς, μα πάνω απ’ όλα της έλειπαν τα παιδιά της, ο Βασίλης της, η μικρή η Άννα, ακόμη κι αυτός ο Κωνσταντής, που μετάνιωνε που τον είχε κάπως παραμελημένο...


Τα παιδιά της, τα σπλάχνα της... Θυμόταν τα κλαμένα προσωπάκια τους, τις φωνές τους που την έκραζαν σπαραχτικά «μανούλα», τα χέρια τους που την αγκάλιαζαν σφιχτά με απόγνωση και γαντζώνονταν απάνω της, όταν πριν λίγες μόλις μέρες την έβγαλαν με τη βία απ’ τα ανάκτορα και την έριξαν εδώ μέσα. Πώς θα περνούσαν φέτος μακριά της, ποιός θα τα ’παιρνε απ’ το χέρι να τα πάει στην εκκλησιά να λειτουργηθούν και να κοινωνήσουν, ποιός θα τους έκανε δώρα να χαρούν; Ο Τσιμισκής; Χα! Ούτε να τα βλέπει δε θα ήθελε, ο άθλιος προδότης!..


«Καταραμένε!» μούγκρισε, σφίγγοντας τις παγωμένες γροθιές της, και δάκρυα πικρά ήρθαν να σταθούν στις κόγχες των ματιών της. Λίγες ώρες αργότερα, την ώρα της Θείας Λειτουργίας, ο Ιωάννης, το «λαμπρό κόκκινο σανδάλι»[3], φορώντας τα πέδιλα τα βασιλικά τα πορφυρά, θα ανέβαινε στον άμβωνα της Αγίας Σοφίας και θα λάμβανε το αυτοκρατορικό στέμμα από τον πατριάρχη Πολύευκτο[4], με το αίμα της κομμένης κεφαλής του Νικηφόρου ακόμη ζεστό στα χέρια του...


Την πρώτη εκείνη άνοιξη της βασιλείας του, κι ενώ ετοιμαζόταν να επιτεθεί στους Ρώσους, με μπροστάρηδες τον κουνιάδο του Βάρδα Σκληρό[5] και τον στρατοπεδάρχη Πέτρο, που είχε καταλάβει μαζί με τον Βούρτζη την Αντιόχεια, τους οποίους απέστειλε επικεφαλής πολλού στρατού στη Βουλγαρία, μιας και ο Σβιατοσλάβ απέρριψε την πρόταση που του έκανε ο νέος αύγουστος των Ρωμαίων να παραλάβει τη συμφωνημένη με τον Νικηφόρο Φωκά αμοιβή για την επιδρομή του εναντίον των Βουλγάρων και να αναχωρήσει ειρηνικά για την πατρίδα του, κομπάζοντας μάλιστα ότι στον γυρισμό θα πολιορκήσει τη Βασιλεύουσα, ξέσπασε η πρώτη στάση των Φωκάδων, που δε μπορούσαν να καταπιούν αμάσητη την τόσο βίαιη μεταβολή των πραγμάτων και την απώλεια του συγγενούς τους. Πρωτοστάτησαν ο Βάρδας Φωκάς στην Καππαδοκία, ο γιος του Λέοντα, συγκεντρώνοντας κόσμο έτοιμο για δράση κι αναταραχές που τον προσφώνησε αυτοκράτορα, αλλά και ο ίδιος ο αδελφός του δολοφονημένου Νικηφόρου του πρεσβύτερου μαζί με τον ομώνυμο έτερο γιο του, από τη φυλακή τους στη Λέσβο, υποκινώντας μέσω του επισκόπου Αβύδου Στεφάνου τους Μακεδόνες σε επανάσταση. Ο Τσιμισκής συνέλαβε και τιμώρησε τους πρωτεργάτες, με καθαίρεση τον επίσκοπο, με καυτηριασμό των βλεφαρίδων αντί για ολική τύφλωση τον Λέοντα Φωκά και τον άλλο του γιο τον Νικηφόρο, και τον Βάρδα Φωκά που παρέμεινε αμετανόητος, ενώ του υποσχόταν αμνηστία, τον κανόνισε στέλνοντάς του τον κουνιάδο του που έφερε το ίδιο όνομα να τον πολεμήσει, κάτι που επιτεύχθηκε γρήγορα, και ο μεν πρώτος και ηττημένος διατάχθηκε από τον Ιωάννη να πάει στη Χίο και να γίνει κληρικός, ενώ ο δεύτερος και νικητής να περάσει στην ευρωπαϊκή ακτή και να παρασκευάζεται για την εκστρατεία κατά των Ταυροσκυθών. Κι ενόσω βρισκόταν σε εξέλιξη το κίνημα, η Θεοφανώ, που το πληροφορήθηκε από τη φυλακή της, κατόρθωσε να δραπετεύσει μια νύχτα, ναυλώνοντας στανικά ένα μικρό πλοιάριο, επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη και απαιτούσε να συναντήσει τον Τσιμισκή, να του γυρέψει έστω και διά εκβιασμού τα δίκια της.


«Θέλω να τον δω! Αφήστε με! Αλλιώς θα βάλω να πυρπολήσουν το Παλάτι, να καεί κι αυτός μαζί του, ο σκύλος!» έσκουζε σαν αλλοπαρμένη, σπρώχνοντας και βρίζοντας τους φρουρούς που την απωθούσαν. Να την αντικρίσει έτσι μανιασμένη ο Ιωάννης, που είχε παραξενευτεί με τη φασαρία και σίμωσε, χλόμιασε, κι ας ήταν πάντα του ατρόμητος και υψαύχην.


«Τι θες εσύ εδώ;» άρθρωσε επιθετικά. «Απέδρασες; Φρουροί, διώξτε την αμέσως!»


«Ναι, σκύλε μαύρε, απέδρασα!» γρύλισε εκείνη, όμοια με λύκαινα και λέαινα. «Απέδρασα κι ήρθα να σου ζητήσω όσα μου ’ταξες, θεοκατάρατε, αυτά που μου υποσχόσουν, άτιμε, όταν τα βράδια άλωνες την κλίνη μου και με παρακινούσες να σε βοηθήσω, για να σφάξετε τον θείο σου τον Νικηφόρο!»
«Πάψε! Κλείσε το στόμα σου, αφορισμένη» την πρόσταξε ο Ιωάννης και της γράπωσε τα μπράτσα ασφυκτικά σφιχτά με τις παλάμες του, σαν μέγγενες.


«Μη μ’ αγγίζεις!» τον επέπληξε άγρια η Θεοφανώ και του χτύπησε το στέρνο με τις δικές της χούφτες ανοιχτές τόσο δυνατά, ώστε εκείνος παραπάτησε πίσω του δυο τρία βήματα, έκπληκτος. «Δε σ’ αρέσει η αλήθεια, ε; Δε σ’ αρέσει να το μολογούν τα χείλη μου και να το καταγγέλλουν! Φοβάσαι μην το ακούσουν τα τσιράκια σου… Όταν μου τα ’κανες, όμως, ήτανε καλά, το απολάμβανες να χώνεσαι στο κουβούκλι μου κι εγώ να σου δίνομαι σαν το άμαθο κοριτσόπουλο, πιστεύοντας ακράδαντα στο τέλος ότι εσύ ήσουν η λύση! Άτιμε κι αδίστακτε, αν ήξερα ότι είσαι τόσο αφερέγγυος…»


«Εσύ είσαι ανόητη, γυναίκα, κολλημένη και δε μπορείς να παραδεχτείς την αλήθεια και να κάτσεις φρόνιμα εκεί που σε περιόρισα!» πέρασε στην αντεπίθεση ο Ιωάννης, υψώνοντας το κοκκινοτρίχικο πιγούνι του. «Τι πίστευες άραγε; Ότι θα φρόντιζα να σε αποκαταστήσω, και θα έχανα τον θρόνο που εγώ ο ίδιος έβαλα στόχο να κερδίσω; Το ήξερα, το είχα προβλέψει κάπως με τον νου μου τον αλάθητο ότι θα υπήρχε μεγάλη πιθανότητα ο μακαριστός πλέον Πολύευκτος να μου ζητήσει κάτι τέτοιο, κι είχα αποφασίσει ότι αν χρειαζόταν θα το έκανα… Το όργανό μου ήσουνα, «αυγούστα», που τώρα πια δεν είσαι τίποτα και πουθενά δε με εμποδίζεις, ναι, σ’ το λέω απροκάλυπτα, και θα εισηγηθώ να εξοριστείς ξανά, πόρρω πολύ της Πόλεως αυτή τη φορά, για να μη μπορέσεις ποτέ να ξεφύγεις και να έρθεις να με απειλήσεις!»


«Σκύλε! Σκύθη! Βάρβαρε!» πέταξε τις βρισιές απανωτά η Θεοφανώ, και χίμηξε τρέμοντας πατόκορφα στον Τσιμισκή, γρονθοκοπώντας τον. «Θα σου βγάλω τα μάτια, και θα σου ξεριζώσω μαζί κι αυτά που έχεις, τομία θα σε κάνω σαν τον κολαούζο σου τον Λεκαπηνό, που τόλμησες να εκπορθείς με τούτα το κορμί μου και να με κοροϊδεύεις!»


Και θα τον είχε αφήσει αόμματο στα αλήθεια, τόση ήταν η λύσσα της, μα το μόνο που κατάφερε ήταν να του δώσει δυο γρατζουνιές βαθιές σε κάθε μάγουλο, προτού εισβάλει στον χώρο ο Λεκαπηνός για να υπερασπιστεί τον κύριό του.


«Άσε ήσυχο τον βασιλέα, πόρνη, και ξεκουμπίσου από δω… Δεν είσαι πια αυτή που ήσουν» την κατσάδιασε αλαζονικός, αλλά η Θεοφανώ μες την οργή της δε μάσαγε.


«Σκάσε, παλιοευνούχε, φίδι, γιατί θα βγάλω τα δικά σου μάτια, αντί για αυτού του σκύλου! Διμούτσουνη οχιά, που δε δίστασες να συνεργαστείς με τον προδότη!» μούγκρισε, κι έκανε να του ορμήξει, όμως εκείνος τραβήχτηκε πίσω κι αστραπιαία ο Ιωάννης ένευσε στους φρουρούς να την αδράξουν.


«Αρκετά! Πάρτε την έξω, και τούτη τη φορά θα εκτοπιστεί στη Μονή του Χριστού Δαμιδείας, στα μέρη της Αρμενίας, να είναι όσο γίνεται πιο μακριά από την πρωτεύουσα!»


«Τα παιδιά μου! Φέρε μου τα παιδιά μου, να τα δω!» φώναξε, με βόγκο λυγμικό, καθώς την έπιαναν. «Δε φεύγω, αν δε μου φέρετε έστω κι ένα να το δω, να το αγκαλιάσω, να του φιλήσω τα ματάκια του! Τον Βασίλη μου, τον κανακάρη μου, αυτόν τουλάχιστον, σκυλιά…»


«Φερ’ της τον, να ησυχάσει» παρήγγειλε τελικά ο βασιλιάς στον παρακοιμώμενό του, και όσην ώρα περίμεναν να φανεί με τον μικρό δωδεκάχρονο πρίγκιπα στο πλάι του, επιτηρούσε άγρυπνος τη Θεοφανώ, κι αυτή πάλι τον κεραυνοβολούσε αδυσώπητα με το βλέμμα της.


«Μανούλα!» έκραξε ο Βασίλειος, άμα τον έφερε ο συνονόματος μεγαλοθείος του ομπρός της, και τρέχοντας την απόσταση που τους χώριζε έριξε με λαχτάρα το κοντούλικο και παχουλούτσικο ήδη σωματάκι του στην αγκαλιά της.


«Βασίλη μου!» αναφώνησε με πόνο κι η Θεοφανώ, τον έσφιξε απάνω της θερμά και τον κανάκεψε, καταφιλώντας τον, μουσκεύοντας με δάκρυα πολλά το πρόσωπο και τα μαλλάκια του. Το αγόρι τέντωσε κρυφά το λαιμουδάκι του, κάτι της ψιθύρισε στο αυτί, και έπειτα τη φίλησε γλυκά στην παρειά της και κάπως σαν να της χαμογέλασε, σκουπίζοντας τα βουρκωμένα του ματάκια τα γαλάζια, καθώς ο Λεκαπηνός τον υποχρέωνε να βγει απ’ την αγκάλη της.


«Έχε γεια, μητερούλα…» ψέλλισε, κι η όμορφη Λάκαινα αυτοκράτειρα των είκοσι εννιά ετών, η νυν ταπεινωμένη, στου κανακάρη της το πρόσωπο εβάσταξε τα δικά της τα θολά από τα δάκρυα ομμάτια, τα κατάμαυρα, όσο την οδηγούσαν έξω. Και αγροικούσε πόνο βαρύ και σκότος πηχτό μες την καρδιά της, μα της τον γλύκαινε συνάμα και της αχνόφεγγε, δειλά - δειλά, μία κρυφή ελπίδα, που τη γεννούσε αυτό που ο γιος της τής είπε μυστικά στο αυτί, όσο τον είχε αγκαλιά:


«Μανούλα, εγώ θα σε ελευθερώσω, όταν γίνω βασιλιάς... Σ’ το ορκίζομαι...»


Χρειάστηκε να διαβούν στα αλήθεια έξι χρόνοι, μέχρι ο Βασίλειος να καταστεί ικανός να εκπληρώσει τον παιδικό του όρκο. Η Θεοφανώ, όμως, πιάστηκε τότε από τα λόγια τα υποσχετικά του κανακάρη της, τα αγνά, γεμάτα θέληση και αγάπη, γαντζώθηκε και βαστάχτηκε γερά απάνω σε κάθε λέξη και κάθε φθόγγο που πρόφερε το στοματάκι του όπως ο ναυαγός επάνω στο ακριβό, σωτήριο κολυμπηθρόξυλο σανίδι, και τα κρατούσε φυλαχτό στο νου και την καρδιά της, τα ’κανε παρηγοριά κι απαντοχή της, αντλώντας απ’ αυτά δύναμη κι υπομονή για την τιμωρία της. Και περίμενε...

Λίνα Δώρου




[1] Ψαλμός ΛΖ΄ (37ος), στίχος 9: «ἐκακώθην καὶ ἐταπεινώθην ἕως σφόδρα, ὠρυόμην ἀπό στεναγμοῦ τῆς καρδίας μου» (μτφρ κατά λέξη: τραυματίστηκα και ταπεινώθηκα πάρα πολύ, ούρλιαζα από τον στεναγμό της καρδιάς μου)

[2] Δηλαδή ευγενικής καταγωγής (αρχ.)

[3] Κατά μία άλλη εκδοχή, την οποία παραδίδει και ο Κ. Παπαρρηγόπουλος, έτσι ερμηνεύεται το παρατσούκλι Τζιμισκής του Ιωάννη, εκτός από αυτήν που το θέλει να αναφέρεται στο ύψος του. Παράλληλα, ο «εθνικός μας ιστορικός» αναφέρει ότι το ίδιο σήμαινε και το όνομα της αρμενικής πόλης Tschemeschgigh (Ιεράπολη), απ’ όπου φέρεται να καταγόταν ο Ιωάννης.



[4] Ο Πολύευκτος απεβίωσε τελικά τον Ιανουάριο του 970 και νέος πατριάρχης ορίστηκε από τον Τσιμισκή ο αναχωρητής Βασίλειος Σκαμανδρηνός.



[5] Ο Βάρδας ήτανε αδελφός της πρώτης συζύγου του Ιωάννη, της Μαρίας, και του Κωνσταντίνου Σκληρού, πατέρα της Θεοφανώς της Σκλήραινας..