Ματωμένη Λονδρέζικη Βροχή (Κεφάλαιο 3)

Όταν έφτασα στο αστυνομικό τμήμα, κατευθύνθηκα στο γραφείο μου. Καθώς πήγαινα, μια γυναίκα ψηλή με μακριά μαύρα μαλλιά, κίτρινο αδιάβροχο μπουφάν και πατερίτσες έμπαινε στο δωμάτιο καταθέσεων. Από πίσω τη συνόδευε ένας συνάδελφός μου.
Πλησίασα διακριτικά και τον ρώτησα «Ποια είναι η κυρία;».
«Η Στέφανι Σουίζ είναι η αδερφή της Αντζέλικα». «Αλήθεια; Καλά, που ήταν δύο μέρες τώρα;».
«Είπε πως είχε ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα και νοσηλευόταν στο νοσοκομείο Λάμπεθ. Θέλω να πάρεις τηλέφωνο να επιβεβαιώσεις ότι όντως νοσηλεύτηκε εκεί» είπε και μπήκε στο δωμάτιο μαζί της. Εγώ αμέσως επικοινώνησα με το νοσοκομείο. Μια γιατρός επιβεβαίωσε ότι η Στέφανι νοσηλευόταν εδώ και τρεις μέρες με σοβαρό κάταγμα στο πόδι. Γι’ αυτό δεν μπορούσαμε να την εντοπίσουμε από την ημέρα της δολοφονίας. Ο Τόμας μου έστειλε ένα αρχείο που έγραφε «Ο Πολ Λε Μπλανκ, πατέρας του Γκρέγκορι, δήλωσε το φορτηγό κλεμμένο. Δόθηκε σε όλα τα τμήματα σήμα ότι ψάχνουμε ένα κόκκινο Μερσέντες Μπενζ Άκτρος». Μετά το τέλος της κατάθεσης ζήτησα από τον συνάδελφό μου να μου δώσει το φάκελο με όσα είχε καταγεγραμμένα. Η Στέφανι φαίνεται να οδηγούσε ένα μπλε Πεζό Σαβ 208 και τράκαρε με ένα διερχόμενο ταξί. Το αμάξι το έχει πάρει ο γερανός, μιας και η σύγκρουση είχε ως αποτέλεσμα να καταστραφεί η δεξιά του πλευρά. Γύρισα το φύλλο που έλεγε σχετικά με το ατύχημα. Έψαχνα να βρω κάτι που να είχε σχέση με τον θάνατο της αδερφής της. Το μόνο που διάβασα είναι πως είχαν πολύ καλές σχέσεις και επικοινωνούσαν συχνά. Η Στέφανι είχε ένα μαγαζί και πωλούσε μικροέπιπλα, καθρέφτες και πίνακες στην οδό Γκόσλινγκ Γουέι και συνεργαζόταν με τον Γκρέγκορι για να τα μεταφέρει στους πελάτες. Επίσης, τη βοηθούσε στην αποθήκη και στη μεταφορά των νέων παραγγελιών. Μου έκανε εντύπωση η δήλωση της πως δεν γνώριζε που βρίσκεται το φορτηγό του Γκρέγκορι, αφού εκείνη τον έστελνε στους πελάτες της. Είχα μάθει όσα χρειαζόμουν και παρέδωσα στον αρχηγό μου τον φάκελο για αρχειοθέτηση. Έτσι και αλλιώς όσα είπε η Στέφανι δεν μου φάνηκαν ιδιαίτερα χρήσιμα. Επιστρέφοντας στο γραφείο μου, γεύτηκα μερικά κομμάτια από την αγαπημένη μου σοκολάτα με αμύγδαλα και άρχισα να βάζω κάτω όλες μου τις σημειώσεις. Δεν είχα κάτι απτό στα χέρια μου να με οδηγήσει στο δολοφόνο, ούτε κάποιο κίνητρο να με οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι ο φόνος ήταν από πρόθεση. Αυτό έφερνε καινούριο "πονοκέφαλο" στον ειρμό της σκέψης μου, καθώς δεν ήμουν σίγουρη αν η δολοφονία ήταν προσχεδιασμένη από τον δράστη ή όχι.



2 Απριλίου 2019

Οι μέρες στο γραφείο έμοιαζαν μονότονες τις επόμενες ημέρες. Μικροκλοπές, τσακωμοί και μηνύσεις για διάφορους λόγους. Η υπόθεση της δολοφονίας είχε μείνει στάσιμη, καθώς δεν μπορέσαμε να βρούμε δακτυλικά αποτυπώματα στο σπίτι των Λε Μπλανκ και το φορτηγό παρέμενε εξαφανισμένο. Έτσι, με μηδέν στοιχεία η υπόθεση έμπαινε στο συρτάρι. Εκείνη τη μέρα είχα ρεπό και επέλεξα να περάσω το πρωινό μου δημιουργικά. Αγόρασα μια παλέτα και χρώματα και ξεκίνησα να φτιάχνω ένα προσχέδιο. Οι πρώτες πινελιές με κόκκινο χρώμα έδωσαν ζωή στον άχρωμο πίνακα. Καθώς ανακάτευα τα χρώματα, άκουγα κλασική μουσική από ένα δίσκο που είχα βρει παλιότερα σε τοπική εφημερίδα. Στον ήχο της μουσικής ένιωθα απόλυτη χαλάρωση και ηρεμία και άφηνα τον εαυτό μου να εκφραστεί ελεύθερα πάνω στον καμβά. Το σχέδιο μου είχε αρχίσει να παίρνει μορφή. Στο κέντρο ήταν μια γυναίκα με μακρύ κόκκινο φόρεμα και μακριά μαύρα μαλλιά περπατούσε με την πλάτη της στραμμένη σε εμένα. Πήγαινε κάπου. Δεν είχα αποφασίσει ακόμη τι τοπίο θέλω να ζωγραφίσω γύρω της. Πήρα μια ανάσα και συνέχισα. Έκανα έναν βαθύ μπλε ουρανό με αστέρια και βροχή να την τριγυρίζει και ένα πλακόστρωτο σοκάκι την οδηγούσε κάπου. Ίσως στον αγαπημένο της που τόσο της είχε λείψει. Ίσως πάλι ήταν μόνη και έψαχνε να βρει την αγάπη, όπως εγώ...




Δέσποινα Τ.