Ματωμένη Λονδρέζικη Βροχή (Κεφάλαιο 4)

Εγώ μένω μόνη μου στην οδό Μπίνφιλντ. Οι γονείς μου, Λεονάρντο και Μεγκ, έχουν μετακομίσει μία ώρα μακριά από εδώ, στο Πόρτσμουθ. Έχουν εγκατασταθεί τα τελευταία δύο χρόνια μόνιμα στο πατρικό σπίτι της μητέρας μου. Ήμουν ελεύθερη εδώ και ενάμιση χρόνο, με την τελευταία μου σχέση να έχει κρατήσει πέντε μήνες.

Τον είχα γνωρίσει μέσω μιας παλιάς μου συμμαθήτριας από το σχολείο, αλλά δεν μου φέρθηκε όπως ήθελα. Εξαφανιζόταν συνεχώς λέγοντας πως δουλεύει στο βενζινάδικο. Με δυσκολία βρισκόμασταν και δεν τον εμπιστευόμουν αρκετά για να τον πάω στο σπίτι μου. Άρχισε να λιγοστεύει ο χρόνος που καθόμασταν μαζί, καθώς και τα τηλέφωνα μέσα στην ημέρα μειώθηκαν, με αποκορύφωμα βέβαια τον τελευταίο μήνα. Έφτασε σε σημείο να μην τον έχω δει δύο βδομάδες και να μην έχουμε μιλήσει τρεις μέρες.

Εγώ ήμουν άρρωστη τη μία βδομάδα και ακόμη δεν είχα αναρρώσει εντελώς, όταν εμφανίστηκε. Χωρίς να ενδιαφερθεί πως είμαι, ζήτησε να πάμε σε ξενοδοχείο... Φυσικά αρνήθηκα και το τέλος ήρθε λίγες μέρες αργότερα που ήταν πάλι εξαφανισμένος και δεν σήκωνε ούτε το τηλέφωνο πια. Απαντούσε μόνο με μηνύματα και συνεχώς έλεγε πως δεν προλαβαίνει, πως δεν μπορεί να κρατήσει έτσι μια σχέση και θα ήταν καλύτερο να το αφήσουμε, αλλά δεν ήθελε να πει εκείνος τη λέξη χωρίζουμε. Αγανακτισμένη το είπα εγώ και δεν επικοινώνησα ξανά μαζί του.
Λίγες εβδομάδες αργότερα, έμαθα από τη συμμαθήτριά μου ότι είχε αφιερώσει ένα ρομαντικό τραγούδι από το προσωπικό του προφίλ σε μια άλλη κοπέλα και εκείνη είχε σχολιάσει ανάλογα από κάτω από το βίντεο. Είχα καταλάβει ότι κάτι δεν πηγαίνει καλά, αλλά δεν ήθελα να τον αφήσω, νομίζοντας ότι μου λέει την αλήθεια πως βρίσκεται συνεχώς στη δουλειά του. Όμως πλέον πιστεύω πως βρισκόταν μαζί της και με κορόιδευε από την πρώτη στιγμή.

Ποτέ δεν πρόκειται να μάθω την αλήθεια και ούτε με απασχολεί. Τον έχω σβήσει από το μυαλό μου και υπάρχουν στιγμές που εύχομαι να μην τον είχα γνωρίσει ποτέ. Μέσα μου, όμως, πιστεύω πως όλα για κάποιον λόγο γίνονται.


Μόλις τελείωσα τον πίνακά μου, έκανα ένα ζεστό μπάνιο και πήγα να βρω τον Τόμας στο Λέιλας Κόρνερ. Βγαίνοντας από το διαμέρισμά μου, παρατήρησα τον συννεφιασμένο καιρό. Ευτυχώς δεν έπεφτε ούτε μια στάλα βροχής και έτσι μπόρεσα να φορέσω το αγαπημένο μου σακάκι.

Πήγα οδηγώντας να βρω τον Τόμας στην καφετέρια. Πάρκαρα το ασημί Φόρντ Φιέστα απέναντι και μπήκα στο μαγαζί. Στο αριστερό μου χέρι καθόταν ο Τόμας σε ένα ξύλινο τραπέζι δίπλα στην τζαμαρία. Παραγγείλαμε από μια μπολονέζ, που τη σερβίρουν μαζί με σαλάτα και τυρί.

Ο Τόμας και εγώ ήμασταν πολύ καλοί φίλοι από τη Σχολή της Αστυνομίας, όπου κάναμε τις σπουδές μας. Εκείνος μένει χρόνια τώρα με τους γονείς του, Γκάρι και Μαίρη, στην οδό Στάντλεϊ. Έχει σχέση με μια όμορφη Περουβιανή κοπέλα, τη Ραφαέλλα. Τη γνώρισε στο εστιατόριο του Τίτο, όπου είναι μαγείρισσα. «Πόσο όμορφα περνάω δίπλα της! Με φροντίζει πολύ και με νοιάζεται όσο καμία άλλη» είπε και έλαμψαν τα μάτια του από χαρά. «Σκέφτομαι να της κάνω πρόταση να συγκατοικήσουμε». «Αλήθεια; Χαίρομαι πολύ! Δηλαδή, εσύ το βλέπεις σοβαρά;» είπα χωρίς να συγκρατήσω τον ενθουσιασμό μου. «Θα το ήθελα να γίνει γυναίκα μου, πραγματικά. Μόνο που κοιτάζω τα μελαμψά της μάτια χαλαρώνω από την κούραση όλης της μέρας. Φροντίζω να μην της λείψει τίποτα, μα και εκείνη είναι πολύ δοτικός άνθρωπος» απάντησε και αναστέναξε απαλά. Ξαφνικά μια θλίψη ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του. «Τι έγινε; Τι έπαθες;» απόρησα. «Οι γονείς μου δεν θέλουν να γίνει γάμος μεταξύ μας. Μου πάνε κόντρα σε αυτή την σχέση από την πρώτη μέρα που το έμαθαν». «Μα γιατί;». «Δεν ξέρω, δεν μου έχουν εξηγήσει» απάντησε νευριασμένος. Ήθελα πολύ να τον βοηθήσω να ξεπεράσει αυτό το πρόβλημα μα δεν ήξερα τον τρόπο που μπορούσα να φανώ χρήσιμη. «Ίσως να βρίσκατε ένα μέρος να μείνετε μαζί για αρχή και μετά θα πάει μόνο του το πράγμα» είπα ελπίζοντας να λύσω το πρόβλημα. «Το σπίτι μπορεί να βρεθεί, δεν θα είναι τόσο δύσκολο. Θα ψάξουμε να βρούμε ένα το συντομότερο δυνατό» δήλωσε αποφασιστικά.




Δέσποινα Τ.