Η Νεκροφιλημένη (Κεφάλαιο 26 - Η περγαμηνή)

Φεύγοντας από τους στάβλους σχεδόν τρέχοντας, όρμησα στο νυχτερινό κρύο σφίγγοντας επάνω μου το γούνινο μανδύα μου. Ένα απαλό αεράκι ανακάτεψε τα μαλλιά μου και έστειλε παγωμένα ρίγη σε όλο μου το σώμα. Σήκωσα το βλέμμα μου από το έδαφος και στράφηκα προς την πόρτα. Έξι φιγούρες την έφρασσαν μαζεμένες γύρω της. Μόλις άκουσαν τα βήματά μου γύρισαν απότομα προς το μέρος μου με τα σπαθιά στα χέρια τους. Ήταν όλοι άντρες, γύρω στα τριάντα πέντε με σαράντα και φορούσαν μακριούς μαύρους μανδύες που ταίριαζαν με τον εβένινο εσωτερικό ρουχισμό τους.

«Θα σας πρότεινα να μην προχωρήσετε άλλο, κυρία» είπε ο ένας και η βραχνή του φωνή έφτασε σπασμένη στα αυτιά μου και ανατριχιαστική.

Έβαλα διακριτικά το χέρι μου στο θηκάρι γύρω από τη μέση μου και κράτησα τη λαβή του στιλέτου μου. Παρατηρούσα την κάθε τους κίνηση, εντοπίζοντας αδύνατα σημεία και τρόπο εξόντωσης. Χαμογέλασα όσο καλύτερα μπορούσα και ανασήκωσα λίγο το κεφάλι μου.

«Θα μπορούσα να μάθω το γιατί;» ρώτησα με την πιο γλυκιά μου φωνή.

Οι άντρες γέλασαν και κοίταξαν ο ένας τον άλλο. Εκείνος που μου μίλησε πριν, έκανε λίγα βήματα μπροστά ξεχωρίζοντας από τους υπόλοιπους.

«Το πεδίο μάχης δεν είναι για γυναίκες. Και πόσο μάλλον ευαίσθητα λουλούδια, όπως εσείς».

Έτριξα τα δόντια μου και ετοιμάστηκα να τον ξεσκίσω. Δεν ήξερε που έμπλεκε. Το μόνο που κατάφερνε ήταν να με εκνευρίσει περισσότερο. Αποφάσισα να τον αφήσω τελευταίο για να υποφέρει περισσότερο. Δε θα τον άφηνα να με υποτιμήσει. Έσυρα το πόδι μου αθόρυβα στο έδαφος και έβγαλα το στιλέτο από τη θήκη του. Με ένα γρήγορο τίναγμα μπροστά θα τους καθάριζα έναν προς έναν.

Οι άντρες κοίταξαν πίσω μου και μόνο τότε άκουσα τα βήματα κάποιου άλλου. Ανάθεμα! Πως δεν τον είχα καταλάβει; Είχαν και άλλον μαζί; Ο άγνωστος κάλυψε τα μάτια μου με την παλάμη του και κόλλησε το σώμα του πάνω μου. Η γλυκιά μυρωδιά πορτοκαλιού και ανθών γιασεμιού χτύπησε τη μύτη μου και αμέσως ηρέμησα.

«Λατρεμένη μου γυναίκα, τι κάνεις εδώ έξω; Δεν ήθελα να σε ταράξω. Μα μόνο να ξεκλέψω λίγες στιγμές μαζί σου. Νιώθω λίγο παραμελημένος» γουργούρισε ο Λαχάρ με ένα παιχνιδιάρικο τόνο να χρωματίζει τη καθαρή και βαθιά φωνή του. Το άλλο του χέρι βρέθηκε γύρω από την κοιλιά μου και έφερε τα χείλη του κοντά στο λαιμό μου.

«Ακολούθησέ με» ψιθύρισε στο αυτί μου. Τα χείλη μου μισάνοιξαν και άφησα μια ανάσα να σχηματίσει σύννεφο στο κρύο.

Οι άντρες σφύριξαν και άρχισαν να γελάνε πάλι.

«Ε, μορφονιέ, πάρε τη γυναίκα σου και φύγετε από εδώ. Τα πράγματα θα γίνουν λίγο άσχημα. Δε θέλετε να μπλεχτείτε» είπε ένας άλλος από τους άντρες.

Ήταν σίγουρα μισθοφόροι. Και κάτι μου έλεγε πως δεν είχαν έρθει για να σκοτώσουν κάποιον αδιάφορο χωρικό ή πλούσιο μεγαλοκτηματία. Ο Κάιν ήταν μέσα στο πανδοχείο μαζί με τους ιππότες του. Δεν μπορεί να ήταν τόσο ηλίθιοι ώστε να πιστεύουν πως μόνο έξι από αυτούς θα κατάφερναν να τους βγάλουν από την μέση. Σίγουρα είχαν και άλλους μέσα.

Ο Λαχάρ έπιασε το χέρι στο οποίο κρατούσα το στιλέτο και το έσφιξε επάνω στο μηρό μου, σέρνοντάς το προς τα επάνω, φτάνοντας ως τη βάση της κοιλιάς μου. Οι κινήσεις του ήταν αδιάκριτες, φορτισμένες με έναν αισθησιασμό που με έκανε να αφήσω έναν μικρό αναστεναγμό. Τα μάτια μου ήταν ακόμη κλειστά και ένιωθα τα πάντα πιο έντονα. Ο πρίγκιπας με γύρισε στην αγκαλιά του και έκανε λίγα βήματα προς τα πίσω τραβώντας με μαζί του.

«Δε θέλουμε να αναμειχθούμε σε κάτι βίαιο. Δεν είναι πολύ του χαρακτήρα μας» είπε χαρωπά και δε κατάφερα να συγκρατήσω ένα καγχασμό. Ο Λαχάρ πίεσε το κεφάλι μου στο στήθος του, προσπαθώντας να με σιωπήσει. Έφερα το χέρια μου πάνω του και προσπάθησα να τον απωθήσω.

«Θες να μας καταστρέψεις, γλυκιά μου;» με ρώτησε ψιθυριστά μέσα από τα δόντια του, τονίζοντας ειρωνικά τον τελευταίο του χαρακτηρισμό.

«Λοιπόν, αγαπητοί κύριοι, εμείς να σας αφήσουμε να κάνετε τη δουλειά σας ανενόχλητοι» απευθύνθηκε στους άντρες και με έσπρωξε προς τους στάβλους.

«Ναι, ναι φυσικά, πρίγκιπα Λαχάρ» έφτυσε τη φράση του ο πρώτος άντρας. Γύρισα το κεφάλι μου προς εκείνον και τον είδα να χαράσσει ένα μονοπάτι πάνω στην αιχμή του σπαθιού του, ως την κοφτερή μύτη του «Η μικρή, θα πρέπει να έρθει μαζί μας» είπε και με έδειξε με την κορυφή του σπαθιού.

Πέταξα το χέρι του Λαχάρ από πάνω μου και κατέβασα την κουκούλα του μανδύα μου. Γύρισα προς τους άντρες και έβγαλα το στιλέτο μου από την κρυψώνα του. «Φοβερό σχέδιο, Λαχάρ» τον ειρωνεύτηκα, μιμούμενη τον προηγούμενο τόνο του.

«Μάλλον φταίει η εξωτική μου εμφάνιση που μας πρόδωσε» είπε, αποφεύγοντας το θυμωμένο μου βλέμμα.

«Ή το ότι κάποιος τους πληροφόρησε για όλους μας και οι περιγραφές μας γυρίζουν στον υπόκοσμο» .

Οι άντρες απλώθηκαν στο χώρο και πήραν θέσεις επίθεσης. Έφερα το στιλέτο μπροστά από τα μάτια μου και ετοιμάστηκα.

Κάλιντα, είπα από μέσα μου.

«Για λίγο μόνο» με προειδοποίησε η ψυχή.

Χαμογέλασα και έβγαλα την καλύπτρα του ματιού μου.

Καθάρισα το στιλέτο στον μανδύα ενός από τους νεκρούς και το στριφογύρισα στα χέρια μου. Ένας από τους άντρες κειτόταν μισοπεθαμένος στο έδαφος, ενώ οι υπόλοιποι είχαν σταλεί στον κάτω κόσμο. Δεν είχα ακουστεί καθόλου. Ήταν, η πιο γρήγορη μάχη που είχα δώσει ποτέ. Ο ένας έπεσε μετά τον άλλο, χωρίς κανένα ουρλιαχτό. Μόνο οι επιθανάτιοι ρόγχοι τους έφταναν ως μελωδίες στα αυτιά μου. Είχα δέσει την καλύπτρα στο μάτι μου και ο Λαχάρ πλησίασε τον ετοιμοθάνατο. Δεν τον είχα χρειαστεί σε αυτή τη συμπλοκή και έτσι έκατσε πίσω να περιμένει να αποτελειώσω τους άντρες.

«Ποιος σας έστειλε;» γονάτισα δίπλα από τον άντρα και τον ρώτησα με σταθερή και ήρεμη φωνή.

Ο άντρας γέλασε και λίγες σταγόνες αίματος πετάχτηκαν μέσα από το στόμα του «Ακόμη δεν ξέρεις...» ψέλλισε με δυσκολία.

Ξεφύσησα και ετοιμάστηκα να τον αποτελειώσω, μα με σταμάτησε με την βραχνή φωνή του:

«Άνοιξε την τσέπη μου. Μας είπε...» έκανε ένα διάλειμμα για να βήξει «Μας είπε να στο δώσουμε».

«Ποιος; Απάντησέ μου!».

Τα μάτια του άντρα τρεμόπαιξαν και ύστερα έμειναν ανοιχτά, με την τελευταία ανάσα του να φεύγει από μέσα του. Έγειρε το κεφάλι του και αυτό ήταν. Είχε πεθάνει. Άφησα μια απεγνωσμένη κραυγή και αμέσως έφερα το χέρι μου στην τσέπη του. Έβαλα το χέρι μου μέσα και ένιωσα κάτι να με τσιμπάει.

«Α!» αναφώνησα και ο Λαχάρ με κοίταξε ανήσυχος.

Έβγαλα έξω αυτό που είχε κρυμμένο ο νεκρός. Ήταν μια κιτρινισμένη περγαμηνή, σκισμένη σε πολλά σημεία, δεμένη με ένα στέλεχος τριαντάφυλλου. Τα αγκάθια ήταν ακόμη επάνω σε αυτό. Το απομάκρυνα προσεκτικά και άνοιξα την περγαμηνή αφήνοντας να πέσει χάμω μια λεπτή βελόνα, όμοια με εκείνες που είχε ο αρχηγός των Όγκρε και τις οποίες είχα πάρει. Την έφερα στα χέρια μου και την περιεργάστηκα. Δεν διέφερε από τις άλλες. Μα σε αυτή, η χάντρα της ήταν πιο γαλανή και το γκριζόλευκο υγρό που κυλούσε μέσα της, μπλεκόταν με άλλο ένα πιο φωτεινό, ένα ζεστό πράσινο. Ξετύλιξα την περγαμηνή ξανά και τότε μόνο είδα την πρόταση που ήταν γραμμένη στο κέντρο της.

«Αναγνωρίζεις τον άντρα και το παιδί σου;».

Η Κάλιντα μέσα μου ούρλιαξε γοερά και το κεφάλι μου πήγε να σπάσει. Χωρίς να καταφέρω να συγκρατηθώ άρπαξα την καλύπτρα και την πέταξα στο έδαφος.

Η ψυχή είχε καταλάβει αμέσως το σώμα της και έπιασε με τρεμάμενα χέρια την βελόνα. Την ακούμπησε και έφερε τα λεπτά της δάχτυλά πάνω στην χάντρα. Το υγρό μέσα ακούμπησε τα τοιχώματά της και ακολουθούσε το απαλό της άγγιγμα. Το κορμί της δονούνταν βίαια από τους λυγμούς της και έφερε το κεφάλι της πάνω στην δροσερή λεπίδα. Οι δυο της ήλιοι και τα δυο της φεγγάρια. Επιτέλους τους είχε βρει. Μετά από αιώνες ατέλειωτης αναζήτησης, κατάφερε να τους έχει στα χέρια της

Ο Λαχάρ την σκούντηξε και την έβγαλε από τις σκέψεις της.

«Βάλε την καλύπτρα στο μάτι σου. Δε με ενδιαφέρει τι βρήκες, μα αν την πειράξεις δε θα κάτσω άπραγος. Πήγαινε πίσω!» της είπε άγρια.

«Ω μα σε ενδιαφέρει, πρίγκιπα» του είπε κόβοντας τα δάκρυα και τους λυγμούς της «Γιατί όποιος στέλνει αυτούς, έχει σχέδια για εμένα. Ποια είναι, δε γνωρίζω, μα το ένστικτό μου λέει πως δε θα μας αρέσουν καθόλου. Επίσης, μέσα ο φίλος σου μόλις σκότωσε τον τελευταίο μάρτυρα. Μέχρι εδώ μυρίζει το αίμα τους. Αυτός που τους πλήρωσε έχει γερά μέσα για να τους ενημερώνει και να τους βρίσκει ανά πάσα στιγμή. Ήξεραν που είμαστε. Και ξέρουν που θα πάμε. Πλέον, δεν αφορά μόνο εμένα αυτό. Μα όλους σας. Τούτο…» συνέχισε και του έδειξε την βελόνα στα χέρια της «Είναι κειμήλιο της φυλής μου. Μια φυλή που δόξαζε τους νεκρούς και άνοιξε την Πύλη τους. Κάποιος γύρισε μαζί μου σε αυτό τον κόσμο. Και δεν νομίζω πως είναι ο μόνος. Να φοβάστε πρίγκιπα. Δεν είμαι μόνο εγώ το πρόβλημα τελικά».

Χωρίς να χάνει άλλο χρόνο, πήρε την καλύπτρα στα χέρια της και την έφερε πάνω στο καταραμένο μάτι της.

«Αλιάνα, πρόσεχε την βελόνα. Μην την χάσεις, μην την πετάξεις και μην την σπάσεις. Αλλιώς να προσεύχεσαι να μη σε σκοτώσω πριν την ώρα σου» είπε από μέσα της, σίγουρη πως η κοπέλα την άκουγε.

Μπήκα μαζί με τον Λαχάρ στο πανδοχείο, την ώρα που οι ιππότες μάζευαν τα πτώματα και τα έφερναν προς την είσοδο. Ο Κάιν μιλούσε έντονα με τον πανδοχέα και ήμουν σίγουρη πως τον ρωτούσε αν ήξερε για τους άντρες και για την έφοδο αυτή. Ο πανδοχέας, ένας γεράκος που με δυσκολία στεκόταν όρθιος προσπαθούσε να ηρεμήσει τον πρίγκιπα και φοβισμένος τον διαβεβαίωνε πως δεν ήξερε τίποτα. Όταν η πόρτα άνοιξε οι ιππότες ετοίμασαν τα σπαθιά τους, μα μόλις κατάλαβαν πως ήμασταν εμείς, τα έβαλαν συγχρονισμένα στα θηκάρια τους. Ο πρίγκιπας της Σεβέλ ήρθε γρήγορα προς το μέρος μας ζητώντας εξηγήσεις.

«Που στο διάολο ήσασταν;».

«Και εμείς χαιρόμαστε που σε βλέπουμε ζωντανό, παλιόφιλε» απάντησε ο Λαχάρ.

«Λαχάρ…» τον προειδοποίησε ο Κάιν, ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής του.

«Κάιν, ήταν άλλοι έξι έξω έτοιμοι να μπουν στο πανδοχείο. Μας βρήκαν και παλέψαμε εναντίον τους. Δηλαδή η Αλιάνα πάλεψε. Δεν πρόλαβαν καν να της επιτεθούν».

Ο Κάιν γύρισε προς τα εμένα. Δεν τον είδα, αλλά κατάλαβα πως με κοιτούσε. Κρατούσα το κεφάλι μου σκυμμένο και δε μιλούσα. Ένιωθα περίεργα με την προηγούμενη αλλαγή. Η Κάλιντα είχε ξεφύγει από τον έλεγχό μου. Ένιωθα ότι ένιωθε. Τα πάντα. Ένα κομμάτι μου ήθελε να θρηνήσει μαζί της, χωρίς να καταλαβαίνω απόλυτα το λόγο. Η περγαμηνή την είχε ταράξει. Για ποιο σύζυγο και ποιο γιο μιλούσε; Τι συνέβαινε; Και γιατί αισθανόμουν τόσο αδύναμη και αβέβαιη για το μέλλον;

Αναμνήσεις διάσπαρτες περνούσαν από το μυαλό μου και βάραιναν τη σκέψη μου. Μνήμες ενός άντρα που κρατούσε ένα μωρό στα χέρια του. Ήταν ίδιος εκείνος. Ίδιος με τον Κάιλαν; Κάιλαν; Ποιος ήταν εκείνος; Γιατί γνώριζα το όνομά του; Φλόγες δαυλών εναλλάσσονταν με μαύρους καπνούς και φωνές σκοτεινές, που δεν ανήκαν στον κόσμο των ζωντανών. Και ύστερα αίμα, αίμα και άλλο αίμα. Τόσο που νόμιζα πως πλημμύριζε το στόμα μου. Κοίταξα το στομάχι μου και είδα καρφωμένες πολλές βελόνες σαν αυτές που είχα. Πορφυρό υγρό έτρεχε από τις πληγές μου και άνοιξα το στόμα μου να ουρλιάξω. Μα κάτι δε με άφηνε.

Έπεσα πίσω με φόρα, αναποδογυρίζοντας ένα τραπέζι. Έμεινα καθισμένη στο κρύο πάτωμα και προσπαθούσα να βγάλω τις βελόνες πάνω από το κορμί μου. Το μόνο που έπιανα ήταν αέρας. Οι χάντρες έχασαν το χρώμα τους και η καρδιά μου σταμάτησε να χτυπά. Ένα χέρι απλώθηκε προς το μέρος μου και ένα σιχαμένο χαμόγελο με χρυσά δόντια, απλώθηκε στο οπτικό μου πεδίο.

Χτύπησα το χέρι και άρχισα να ουρλιάζω δυνατά, προσπαθώντας να πάω και άλλο πίσω.

«Όχι, μείνε μακριά μου! Μην με ακουμπάς!» φώναζα και έπιασα τα μαλλιά μου δυνατά με τα δάχτυλά μου να μπλέκονται μέσα τους.

«Αλιάνα!» με αποκάλεσε «Εγώ είμαι. Ο Λαχάρ».

«Μην με ακουμπάς!» βρυχήθηκα και ο γέρος άντρας μπροστά μου απομακρύνθηκε. Στεκόταν εκεί και γελούσε. Με έβλεπε που υπέφερα και γελούσε σα να ήταν κάτι αστείο.

Σφάλισα τα βλέφαρά μου και πήρα μια βαθιά ανάσα. Ακολούθησαν και άλλες πιο σπαστές και πιο βίαιες.

«Αλιάνα...» είπε κάποιος. Η φωνή του ήταν γνωστή και ζεστή. Η χροιά του με ηρεμούσε και ένιωθα ασφαλής. Ένα πρόσωπο ήρθε μπροστά μου. Ένα τόσο όμορφο και γνώριμο πρόσωπο. Τα μάτια του ήταν ίδια με του Κάιλαν. Γεμάτα προσδοκίες, όνειρα και ανησυχία. Ποιος ήταν ο Κάιλαν; Γονάτισε και έπιασε το χέρι μου με προσοχή.

«Όλα είναι μια χαρά. Δεν θα σε πειράξει κανείς. Ηρέμησε».

Το άλλο μου χέρι κατέβηκε από το κεφάλι μου και ακούμπησα το στήθος του άντρα μπροστά μου.

«Συγγνώμη... Συγγνώμη...» άρχισα να ψιθυρίζω και δάκρυα έτρεξαν από τα μάτια μου. Γιατί έκλαιγα; Έπνιξα ένα λυγμό μου και καθάρισα την όρασή μου.

Ο Κάιν βρισκόταν γονατιστός μπροστά μου και με κοιτούσε εξεταστικά. Οι ιππότες πίσω του είχαν σπάσει σε δυάδες και χτένιζαν το δωμάτιο, ενώ ο Λαχάρ στεκόταν πιο πέρα και μας κοιτούσε συνοφρυωμένος. Μόλις τα βλέμματά μας συναντήθηκαν έστριψε το κεφάλι του και κοίταξε αλλού. Επέστρεψα ξανά στα σμαραγδένια μάτια του Κάιν.

«Τι έγινε;» ρώτησα σιγανά.

«Δεν ξέρω Αλιάνα. Δεν ήσουν εσύ πια. Φερόσουν παράξενα και άρχισες να ουρλιάζεις. Το μάτι σου άλλαξε και ήταν σα να κολυμπούσε μπλε καπνός μέσα του. Τι έπαθες;» ανταπάντησε περίεργος.

«Αναμνήσεις... Δεν ήταν δικές μου. Έβλεπα διάφορα πράγματα, μα δε μπορώ να τα φέρω πάλι στο νου μου. Κάιν, ήταν μνήμες μιας άλλης ζωής. Δεν ήταν δικές μου και όλα ξεκίνησαν μόλις άνοιξα την περγαμηνή» κατάπια και πνίγηκα με το πόσο ξερός ήταν ο λαιμός μου. Έβηξα ελαφρά και προσπάθησα να θυμηθώ τι είχε γίνει.

«Περγαμηνή; Αλιάνα τι έγινε έξω;».

Έκανα κίνηση να σηκωθώ και ο Κάιν με βοήθησε αμέσως, βαστώντας το χέρι μου γερά. Έφερα το τραπέζι που είχα ρίξει στη θέση του και τίναξα πρόχειρα τα ρούχα μου.

«Κάιν, δεν είναι μόνο η Κάλιντα και η άλλη αθάνατη ψυχή που γύρισαν πίσω από τους νεκρούς. Έχουν φέρει και άλλους μαζί τους».
Ella Sarlot