Η Νεκροφιλημένη (Κεφάλαιο 33 - Δεν ξέρουμε τίποτα)

Ύστερα από λίγο ο Λαχάρ άφησε τα χείλη μου ελεύθερα και ανάγκασα τον εαυτό μου να ανοίξει τα μάτια. Τα άφησα να κοιτούν τα απαλά του χείλη και έφερα τα ακροδάχτυλα μου πάνω τους. Δάγκωσα το κάτω χείλος μου ελαφρά. Έκλεισα για λίγο τα μάτια μου και απλά άφησα τον εαυτό μου να απορροφήσει το συναίσθημα της ασφάλειας και της πληρότητας που γέμιζε κάθε εκατοστό του κορμιού μου. Ο Λαχάρ ακούμπησε το κούτελό του πάνω στο δικό μου και άνοιξα τα παράξενα μάτια μου για να δω ένα πλατύ χαμόγελο να απλώνεται στα χείλη που πριν λίγο φιλούσα. Κοκκίνισα ελαφρώς και εκείνος έσφιξε τα χέρια του γύρω από τη μέση μου, φέρνοντάς με ακόμη πιο κοντά.

Ανασήκωσα αργά-αργά το κεφάλι μου χωρίς να χάσουμε την επαφή μας. Έκλεισα μέσα στις παλάμες μου το πρόσωπό του, χαϊδεύοντας με τους αντίχειρες τα θερμά μάγουλά του. Ήθελα να τον φιλήσω ξανά, να τον νιώσω και να συνεχίσω να τον αγγίζω χωρίς κανείς να μας διακόψει. Μα ζητούσα πολλά. Ήδη ακούγονταν γρήγορα βήματα από τον διάδρομο πίσω μας.

Ο Λαχάρ ξέπλεξε τα χέρια του από τη μέση μου και ίσιωσε τον κορμό του. Εγώ από την άλλη έκανα λίγα βήματα πίσω, προσπαθώντας να συγκρατήσω το χέρι που άπλωσα προς το μέρος του για να το τραβήξω σχεδόν αμέσως.

Η Ρίνα και η Σέρι δεν άργησαν να φανούν. Κρατούσαν τα φορέματα τους ψηλά για να μπορούν να τρέξουν και πριν μιλήσουν πήραν μερικές γρήγορες ανάσες.

«Νομίζαμε πως μαλώνατε!» είπε λαχανιασμένα η Ρίνα και στηρίχθηκε πάνω στον ώμο της Σέρι, η οποία μας κοιτούσε εξεταστικά. Εγώ γύρισα να κοιτάξω τον Λαχάρ, ο οποίος δεν είχε σταματήσει να με παρατηρεί. Τα δυο κορίτσια χτύπησαν ξαφνικά τα χέρια τους μεταξύ τους.

«Πέτυχε!» ζητωκραύγασαν και άρχισαν να χοροπηδούν ξανά. Είχε έρθει πάλι η ώρα να αναρωτηθώ που έβρισκαν την τόση ενέργεια. Μα είχα να λύσω μια άλλη απορία πρώτα.

«Τι ακριβώς πέτυχε;» ρώτησα σταυρώνοντας τα χέρια μου μπροστά από το στήθος μου. Τα κορίτσια πάγωσαν στη θέση τους και άρχισαν να γελούν νευρικά. Η Ρίνα μάλιστα, πίσω-πάτησε έτοιμη να φύγει.

«Λοιπόν;» ξερόβηξα.

«Ε...» έκανε η Σέρι και τύλιξε μια μικρή τούφα από τα μαλλιά της γύρω από το δάχτυλό της «Να... Επειδή ξέραμε ότι και οι δυο έχετε συναισθήματα ο ένας για τον άλλο, αλλά εσύ Αλιάνα δεν τολμούσες να τα παραδεχτείς, ζητήσαμε τη βοήθεια του βασιλιά Σιάρλ».

Έγειρα το κεφάλι μου στο πλάι και στένεψα το βλέμμα μου «Μην μου πείτε ότι η μονομαχία αυτή ήταν δικιά σας ιδέα» γρύλισα και έφερα τα χέρια μου στη ζώνη του κορσέ μου «Τα κάνατε όλα εσείς Για αυτό θέλατε να πάω χτες το βράδυ σε εκείνον!».

«Εμ…» συνέχισε η Ρίνα «Να... Ίσως;».

Ξεφύσησα και έφερα την παλάμη μου πάνω στο πρόσωπό μου. Ένα σιγανό γελάκι ξέφυγε από τα χείλη μου και λίγο μετά μετατράπηκε σε κανονικό, τρανταχτό και ολοζώντανο γέλιο. Είχα ξεχάσει πως είναι να γελάς. Άνοιξα τα χέρια μου και αγκάλιασα τα δυο κορίτσια, σφίγγοντας ελαφρώς τα μπράτσα μου γύρω από το λαιμό τους. «Ευχαριστώ» ψιθύρισα και αμέσως εκείνες ανταπέδωσαν την γερή αγκαλιά. Είχα καιρό να νιώσω τη ζεστασιά κάποιου άλλου ανθρώπου και να που τώρα ένιωθα ξανά εκείνα που είχα ξεχάσει. Πόσο λυτρωτικό ήταν αυτό το ευχαριστώ. Πόσο λυτρωτικό ήταν να αφήνομαι επιτέλους ελεύθερη. Μπορούσα να ελπίζω σε κάτι καλύτερο πλέον. Σε ένα μέλλον που δεν μπορώ να φανταστώ, αλλά έχω τη δυνατότητα να το ονειρεύομαι.

«Δηλαδή, εγώ ξύπνησα χωρίς να υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος;» αναρωτήθηκε φωναχτά ο Λαχάρ, διακόπτοντας την τρυφερή μας στιγμή. Γυρίσαμε να τον κοιτάξουμε και ανασήκωσα το ένα μου φρύδι. Ο πρίγκιπας της Ινάλ είχε φτιάξει την πουκαμίσα του και έδενε τα μακριά μαλλιά του στο πλάι, με ένα λεπτό σκοινάκι.

«Αυτό ήθελα να ρωτήσω και εγώ» δήλωσα αυτάρεσκα. Ο Λαχάρ κάγχασε και έστρεψε τα καταγάλανα μάτια του πάνω μου. Του χάρισα ένα στραβό χαμόγελο και το πρόσωπό του έλαμψε. Μας πλησίασε και τα κορίτσια έφυγαν από το πλάι μου, κάνοντας στην άκρη. Στάθηκε μπροστά μου και σήκωσα το κεφάλι μου για να τον κοιτάξω.

«Α, ώστε έτσι;» στερέωσε τα χέρια του στη μέση του.

Μιμήθηκα τις κινήσεις του, αλλά δεν μπόρεσα να κρατήσω το ύφος μου σοβαρό. Ένα ελαφρύ και σιγανό γελάκι ξέφυγε από τα χείλη μου για να μείνει καρφωμένο ως χαμόγελο στο πρόσωπό μου.

«Ω ναι!» κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου.

Κόλλησε σχεδόν το σώμα του επάνω μου και έσκυψε λίγο το κεφάλι του, ώστε να μου κόψει την ανάσα και να κάνει την καρδιά μου χίλια κομμάτια. Τα δάχτυλά του χάρασσαν μικρά μονοπάτια πάνω στους καρπούς μου ως τους αγκώνες, κάνοντάς με να ξεροκαταπιώ.

«Αυτές δεν είναι φράσεις που λέγονται έξω από κρεβατοκάμαρες, Αλιάνα» ψιθύρισε και αφού έκανε ένα βήμα πίσω, ίσιωσε πάλι τον κορμό του. Υποκλίθηκε σε εμένα και ύστερα στα κορίτσια που παρακολουθούσαν την σκηνή με ανοιχτό το στόμα και μάτια που έλαμπαν. Είχαν πλέξει τα χέρια του κάτω από το σαγόνι τους και νομίζω πως τις άκουσα να αναστενάζουν. Ύστερα γύρισε να με κοιτάξει πάλι.

«Θα σε δω αργότερα» υποσχέθηκε και πήρε το δρόμο προς το δωμάτιό του.

Και κάπως έτσι εμείς οι τρεις, μείναμε να κοιτάζουμε την περήφανη φιγούρα του να απομακρύνεται.

«Με την συμμαχία να έχει υπογραφεί και εσένα, Αλιάνα, να είσαι σε πολύ καλό δρόμο με τον έλεγχο της Κάλιντα, δε νομίζω πως έχουμε κάποιο λόγο να σας κρατήσουμε παραπάνω στο βασίλειό μας» ανακοίνωσε ο Σιάρλ, κατά το μεσημεριανό τραπέζι.

Μας είχε καλέσει σε μια πιο προσωπική και απομονωμένη τραπεζαρία, μακριά από άλλους περισπασμούς, για να μπορούμε να συζητήσουμε με την ησυχία μας.

«Αυτό που με ανησυχεί, είναι πως κάποιος προσπαθεί να μας σκοτώσει και κάνουν την εμφάνισή τους παράξενα αντικείμενα. Τίποτα δεν είναι τυχαίο. Μα φοβάμαι πως ο ένοχος, παίζει μαζί μας» είπε ο Κάιν, σταυρώνοντας τα χέρια του κάτω από το σαγόνι του και ακουμπώντας τα πάνω στο τραπέζι.

«Παράξενα αντικείμενα;» ρώτησε ο βασιλιάς των Σιάρλ.

Ο Κάιν μου έκανε νόημα και έβγαλα από το θηκάρι μου τις λίγες βελόνες που είχα μαζέψει, εκτός από τις δυο της Κάλιντα, και τις ακούμπησα επάνω στο τραπέζι σε κοινή θέα. Ο Σιάρλ πήρε μια στα χέρια του. Το πρόσωπό του έχασε το χρώμα του. Με κοίταξε και ακούμπησε ξανά τη βελόνα πάνω στο τραπέζι.

«Αυτά είναι τελετουργικά όπλα των Γκεθίν. Ήταν από τις πιο γνωστές φυλές και έχουν μείνει στα βιβλία ως η πιο αιματηρή φυλή. Αυτά εδώ,» είπε και έδειξε τις απλωμένες στο τραπέζι βελόνες, «τα χρησιμοποιούσαν για να σφάξουν τις θυσίες τους και να φυλακίσουν μέσα τους τις πιο γερές ψυχές. Η φυλή των Γκεθίν συνδεόταν με την λατρεία των θεών των νεκρών. Που τα βρήκες; Αυτά έπρεπε να έχουν εξαφανιστεί εδώ και αιώνες!».

Αιματηρή φυλή; Θεοί των νεκρών;

«Αναγνωρίζεις τον άντρα και το παιδί σου;»

Μόνο σιωπή επικρατούσε. Είχα να ακούσω την Κάλιντα αρκετές μέρες και είχα αγχωθεί. Που ήταν; Τι σκαρφιζόταν; Ήταν καλά; Όσο και να ήθελα να την μισήσω, δεν μπορούσα. Εκείνη με φρόντιζε από μικρή. Χωρίς εκείνη δε θα έφτανε ως εδώ σήμερα. Δε θα ζούσα. Ήθελα να βγει από μέσα μου και να χωριστούν οι ψυχές μας, μα αυτό δε σήμαινε ότι ήθελα να την δω να κλειδώνεται για πάντα στο σκοτάδι. Βαθιά μέσα μου τα πίστευα αυτά που ένιωθα. Αισθανόμουν αδύναμη χωρίς εκείνη. Σα να έλειπε ένα κομμάτι μου.

«Τα κρατούσε ο αρχηγός των Όγκρε που παλέψαμε λίγες εβδομάδες πριν»

Σιωπή έπεσε ανάμεσά μας, ώσπου τη διέκοψε ο Λαχάρ:

«Η Κάλιντα τις αναγνώρισε αυτές τις βελόνες. Είπε πως ήταν από την φυλή της».

Ο Σιάρλ με κοίταξε ξανά.

«Η Κάλιντα είναι από την φυλή των Γκεθίν; Επέζησε;» αναρωτήθηκε και έσκυψε το κεφάλι του ώστε να κοιτάζει τα πόδια του «Γι’ αυτό κυκλοφορούσε τόσους αιώνες στη γη. Τώρα δένουν όλα. Μα φυσικά! Ανήκει στη μόνη φυλή που ετοίμαζε των στρατό των νεκρών. Αυτό μπορεί να σημαίνει ένα πράγμα. Η φυλή δεν καταστράφηκε όπως γράφτηκε στα βιβλία και στα λιθάρια της ιστορίας. Κάποιος από τη φυλή της ήρθε μαζί της σε αυτό τον κόσμο. Και δεν μπορώ να πω με σιγουριά πως δεν έχει φέρει και άλλους μαζί του. Τα πράγματα είναι χειρότερα από όσο νομίζαμε αν ισχύει αυτό. Εδώ μιλάμε για στρατιά νεκρών. Νεκρών που μαζεύονται επί αιώνες».

Όσο πιο πολύ το ανέλυε ο Σιάρλ, τόσο πιο χάλια ακούγονταν όλα. Τουλάχιστον τώρα ξέραμε τι είχαμε να αντιμετωπίσουμε. Το ζήτημα ήταν, ξέραμε το πώς;

«Μα δεν έχει ακουστεί τίποτα για άτομα σαν την Αλιάνα. Έψαξα σε όλα τα βασίλεια. Δεν υπάρχει κάποια μαρτυρία για τέτοιους ανθρώπους!» πρόλαβε να δηλώσει ο Κάιν. Μπορούσα να δω το φόβο στα μάτια του και το άγχος που τον κατέλαβε. Πάλευε για πολλά πράγματα και έπρεπε να του αναγνωρίσω τον αγώνα του. Δεν ήταν εύκολο να είναι βασιλιάς. Μόνος του κατάφερε τα πάντα.

«Επειδή δεν βρήκες και δεν άκουσες τίποτα, δε σημαίνει πως δεν υπάρχουν. Η βιβλιοθήκη του βασιλείου μας είναι πιο εξελιγμένη από την δικιά σας. Το παρατήρησες και εσύ. Χάρις σε αυτή μπορούμε και γνωρίζουμε την αρχαιότητα» είπε και ξεφύσησε «Επιπλέον αν έχουν ήδη καταλάβει το σώμα που κατείχαν, τότε δεν μπορείς να τους καταλάβεις από το χρώμα των ματιών τους. Θα περνούν απαρατήρητοι. Λαχάρ, οι γέροντες της Ινάλ τι λένε;» έδωσε το λόγο στον πρίγκιπα της που στεκόταν σκεφτικός στα αριστερά μου.

«Ξέρουν πως κάτι μεγάλο έρχεται, μα δεν μπορούν να προσδιορίσουν το είδος της απειλής. Κάτι δεν τους αφήνει να καθαρίσουν την ομίχλη που τους τυφλώνει. Αν είναι έτσι όπως τα λες, τότε αυτό αποτελεί πολύ σημαντική πληροφορία και πρέπει να πάμε το ταχύτατο δυνατόν στην Ινάλ. Με το ζόρι μας μένει ένας μήνας προετοιμασίας!».

Ο Σιάρλ κούνησε καταφατικά το κεφάλι του και το κλίμα ανάμεσά μας ψυχράθηκε. Το στόμα μου είχε στεγνώσει και έβλεπα τα πάντα να γκρεμίζονται ξανά. Κάναμε ένα βήμα και κάτι μας έστελνε δέκα πίσω. Ο Κάιν ίσιωσε τον κορμό του και στήριξε την πλάτη του στην καρέκλα.

«Φεύγουμε αύριο, με την Ανατολή του ηλίου».

Η σιωπή μας ήταν και η απάντησή μας.

Περπατούσαμε οι τρεις μας, αμίλητοι, στο διάδρομο. Είχαν περάσει αρκετές ώρες με την συζήτηση που κάναμε με τον βασιλιά των Θραχάρ. Όλο το μεσημέρι και ύστερα το απόγευμα προσπαθούσαμε να σκεφτούμε τρόπους αντιμετώπισης μιας στρατιάς νεκρών και δεν είχαμε καταλήξει πουθενά. Το μυαλό μου πήγαινε να σπάσει από τις θεωρίες που έβγαζε και τα πιθανά αποτελέσματα. Κανένα δεν είχε την επιθυμητή έκβαση.

Είχα αφαιρεθεί εντελώς και δεν πρόσεξα ότι είχαμε φτάσει στο δωμάτιο των δυο αντρών. Συνέχισα να περπατάω με σκυφτό το κεφάλι και μόνο όταν μου φώναξε ο Λαχάρ, βγήκα από το χάος που επικρατούσε στο κεφάλι μου. Γύρισα πίσω, έτοιμη να τους καληνυχτίσω, μα ο πρίγκιπας με τα πανέμορφα λευκόξανθα μαλλιά χαιρέτησε τον Κάιν και έτρεξε κοντά μου. Καληνύχτισα τον κουρασμένο Κάιν και περίμενα τον Λαχάρ.



Μόλις έκλεισε η πόρτα του δωματίου, εντελώς απροειδοποίητα ο πρίγκιπας της Ινάλ επιτέθηκε στα χείλη μου και με τράβηξε πάνω του, πιάνοντας γερά το πρόσωπό μου. Ακούμπησα τα χέρια του και τον σταμάτησα δαγκώνοντας τα χείλη μου.

«Λαχάρ, δεν ξέρουμε τίποτα. Περπατάμε στα τυφλά και πατάμε πάνω σε ελπίδες φανταστικές αν όχι μακρινές. Δεν ξέρουμε τίποτα για την Κάλιντα και για το ποιον ή τι έχουμε να αντιμετωπίσουμε».

«Αλιάνα...» ψιθύρισε.

«Φοβάμαι» πέταξα χωρίς δεύτερη σκέψη και κανένα ενδοιασμό.

Ο Λαχάρ απομάκρυνε το πρόσωπό του από το δικό μου και με κοίταξε «Και εγώ φοβάμαι» ξεροκατάπιε και πέρασε τα δάχτυλά του μέσα στα μαλλιά μου.

Χαμογέλασε στραβά και έκλεισε φευγαλέα τα μάτια του, κρύβοντας τους καταγάλανους ωκεανούς πίσω από τα πανέμορφα βλέφαρά του και τις ξανθές βλεφαρίδες του.

«Δε φοβάμαι μην πεθάνω, μην χάσω το λαό μου και την οικογένειά μου, μην χαθούμε από το πρόσωπο της γης. Φυσικά, δεν το θέλω αυτό. Μα φοβάμαι περισσότερο για εσένα. Μην χάσω εσένα. Αλιάνα, δεν έχεις ιδέα πως ένιωσα όταν μας είπε ο Σιάρλ για την φυλή της Κάλιντα. Η πρώτη μου σκέψη πέταξε σε εσένα. Για το τι περνάς και το πως πρέπει εσύ να αισθάνεσαι. Για την μάχη που έχεις ακόμη να παλέψεις. Φοβάμαι για εσένα. Δεν θέλω να πάθεις τίποτα. Αυτό θέλω να το ξέρεις. Δε θα αφήσω να πάθεις τίποτα. Δε θα σε εγκαταλείψω, δε θα σε απομακρύνω, δε θα σε παρατήσω μόνη σου. Θα είμαι δίπλα σου σε κάθε σου βήμα. Θα στέκομαι στο φως να σε περιμένω. Θα είμαι εκεί για εσένα. Σου δίνω το τώρα και το πάντα μου».

Τα λόγια του έφεραν δάκρυα στα μάτια μου. Τι είχα κάνει για να τον αξίζω; Μήπως ήταν κόλπο των θεών και θα τον έπαιρναν μακριά μου με τους δόλους του; Ω θεοί, λυπηθείτε με. Δάκρυα που δεν μπόρεσα και δεν έκανα τον κόπο να σταματήσω, τα άφησα να κυλήσουν στα μάγουλά μου και έπεσα επάνω στον Λαχάρ, αγκαλιάζοντας τον σφιχτά. Έθαψα το πρόσωπό μου στο στέρνο του και έσφιξα τα χέρια μου πάνω στην πλάτη του. Τα δικά του χάιδευαν απαλά το κεφάλι μου και έπαιζαν με τα μαλλιά μου, ενώ τα χείλη του ακουμπούσαν την κορυφή του κεφαλιού μου. Με άφηνε να κλαίω χωρίς να μιλά. Η σιωπή του τα έλεγε όλα. Δε χρειαζόταν τίποτε άλλο για να με καθησυχάσει. Μου αρκούσε που ήταν εκεί και...

«Είμαι ερωτευμένος μαζί σου, Αλιάνα. Για τώρα και για πάντα».

Τράβηξα το κεφάλι μου πίσω και τον κοίταξα βαθιά μέσα στα μάτια. Ο Λαχάρ μου χαμογέλασε και έκανε στην άκρη λίγα μαλλιά που έπεφταν μπροστά στο πρόσωπό μου. Έπειτα με τους αντίχειρές του σκούπισε τα δάκρυά μου και φίλησε το μέτωπό μου.

«Θα σε περιμένω» ψιθύρισε πάνω στο δέρμα μου, αφήνοντας τη γλυκιά του ανάσα να με χαϊδέψει και με άφησε να χαθώ πάλι στην αγκαλιά του «Δε σε αφήνω τώρα που σε βρήκα».


Ella Sarlot