Ο Οίκος των Δράκων (Κεφάλαιο 3)

Ορόρα

«Θα σκοτώσω τον αδελφό σου!» φώναξε η Ορόρα στην Κάλικ.

«Θα σε βοηθήσω» αποκρίθηκε απλά η μικρή κοκκινομάλλα «Αν θες, σκότωσέ τους όλους, εκτός από τον Έντγκαρ. Τον αγαπάω τον Έντγκαρ».

«Ηρέμησε, ξαδέλφη» της είπε ο Νάριαν που ήταν ξαπλωμένος, με το κεφάλι του να ακουμπάει αναπαυτικά στην ποδιά της αδελφής του. «Με το να ξεκληρίσεις τη μισή οικογένεια δε θα πετύχεις κάτι».

«Μην τον ακούς, σκότωσέ τους» επενέβη η Νερίσσα. «Έχουμε μαζευτεί πάρα πολλοί, καιρός να αραιώνουμε».

«Τι καλή που είσαι» την ειρωνεύτηκε ο Νάριαν.

«Είναι όλοι εγωιστές, μεγαλομανείς και ψεύτες που νομίζουν ότι ο κόσμος τους ανήκει επειδή είναι άντρες. Θα είμαστε καλύτερα χωρίς αυτούς».



«Κι εγώ είμαι άντρας».

Η Νερίσσα έσκυψε προς τα μπρος, οι χρυσές της μπούκλες σχημάτισαν μια κουρτίνα γύρω από το κεφάλι του αδελφού της. «Ναι, αλλά εσύ είσαι αδελφός μου και αυτό σου προσδίδει άλλη αξία».

Ο Νάριαν έπιασε μια τούφα της και τράβηξε απαλά. Μια αγανακτισμένη κραυγή ξέφυγε μέσα από τον λαιμό της Ορόρα.

«Δεν μπορώ απλά να κάθομαι εδώ, όσο ο Κλάους κυνηγάει τον Ντέβαν». Σχεδόν οι μισοί Ντρόγκομιρ είχαν βγει για κυνήγι απόψε. Ο πατέρας της την είχε διατάξει να μείνει στο δωμάτιό της λες και ήταν κανένα παιδάκι. Σε άλλη περίπτωση θα τον είχε παρακούσει, αλλά ήταν βράδυ και όλοι μπορούσαν να μεταμορφωθούν, οπότε δεν μπορούσε να φέρει αντίρρηση.

Σηκώθηκε από το κρεβάτι και άρχισε να περπατάει νευρικά πάνω κάτω στο δωμάτιο. Αγαπούσε τον αδελφό της, θα έδινε και τη ζωή της για χάρη του, αλλά ήταν ένας ανόητος. Θα μπορούσε να έχει όποια κοπέλα ήθελε, και πήγε και ερωτεύτηκε τη μοναδική που η οικογένειά του είχε πρώτη στη λίστα με τους πιθανούς φόνους.

Κλασσικός Ντέβαν.

Η αλήθεια ήταν πως η Ορόρα δεν ενδιαφερόταν για τη Θυσία. Αν η κατάρα λυνόταν έχε καλώς. Αν όχι, δεν υπήρχε διαφορά για εκείνη. Και στο κάτω κάτω υπήρχαν αρκετές Ντρόγκομιρ για να κρατάνε την τάξη και τη μέρα, δε χρειάζονταν παραπάνω εξουσία. Οι άντρες ήταν άπληστοι, όσοι δύναμη κι αν είχαν, ήθελαν πάντα περισσότερη. Και πάλι, αν ήθελαν τη Θυσία, η Ορόρα δε θα έμπαινε στη μέση. Το κορίτσι δεν έφταιγε βέβαια, αλλά δεν της ήταν κάτι για να τη νοιάζει.

Όλα θα ήταν ωραία και καλά αν ο Ντέβαν δεν είχε δημιουργήσει όλο αυτό το χάος. Μόνο ένα ήταν απόλυτα ξεκάθαρο μέσα στο μυαλό της. Δε θα έχανε τον Ντέβαν. Είχε ήδη χάσει τη μητέρα της εξαιτίας της απληστίας του πατέρα και του θείου της, αρνούταν να χάσει και τον αδελφό της.

«Πρέπει να βρούμε τον Ντέβαν πριν από τον πατέρα και τον Κλάους» είπε η Νερίσσα.

«Επειδή υποστηρίζεις την αγάπη;» κορόιδεψε ο Νάριαν.

«Ακριβώς» απάντησε με ανάλογο ύφος. «Θέλω να βοηθήσω ένα μέλος της οικογένειας αναστατώνοντας όλα τα υπόλοιπα. Τα κίνητρά μου είναι απόλυτα αλτρουιστικά».

Ναι, ακριβώς αυτό, σκέφτηκε η Ορόρα στριφογυρίζοντας ειρωνικά τα γαλάζια μάτια της. Η Νερίσσα δεν κυνηγούσε τη δύναμη, αλλά δεν ήθελε και να τη μοιράζεται. Η ολοκλήρωση της Θυσίας σήμαινε ακριβώς αυτό.

«Και πες ότι τους βρίσκετε» είπε ο Νάριαν και ανασηκώθηκε «Τι θα κάνετε; Ο μισός Οίκος θέλει να σκοτώσει το κορίτσι. Αργά ή γρήγορα θα συμβεί».

«Αυτό είναι ένα πρόβλημα του μέλλοντος που θα σκεφτώ όταν έρθει η ώρα» είπε η Ορόρα. Προς το παρόν το μόνο που ήθελε ήταν να βρει τον αδελφό της, να δει αν ήταν καλά, αν ήταν ασφαλής.

Στον νου της ήρθαν μνήμες από όταν ήταν μικρά παιδιά και έπαιζαν κρυφτό. Ο Ντέβαν έβρισκε πάντα τις καλύτερες κρυψώνες, μπορούσες να τον ψάχνεις για μέρες ολόκληρες και να μην τον βρεις. Έτσι τουλάχιστον έλεγε, γιατί στην πραγματικότητα πάντα έκλεβε αλλάζοντας κρυψώνα με κάθε ευκαιρία, και η μόνη πιθανότητα που είχες να τον βρεις ήταν αν τον έπιανες τη στιγμή που μετακινούταν. Η Ορόρα τον έβρισκε και του φώναζε, και οι δυο τους πάντα κατέληγαν να γελούν. Ήταν η δίδυμή του, ήξερε τι σκόπευε να κάνει, σαν να υπήρχε ένας βαθύς δεσμός ανάμεσα στο μυαλό του και το δικό της. Ο πατέρας, ο θείος και τα ξαδέλφια της μπορούσαν να ψάξουν όλη τη Ναβίντια αν ήθελαν, αλλά η Ορόρα μπορούσε σχεδόν να αισθανθεί τις προθέσεις του.

Προφανώς δεν μπορούσε να αλλάζει κρυψώνες τώρα. Η κοπέλα, αν ήταν ακόμα ζωντανή, θα ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση. Χρειαζόταν ένα μέρος όπου θα ήταν ασφαλείς, όπου θα μπορούσαν να κρυφτούν, και όπου θα μισούσαν τους Ντρόγκομιρ αρκετά, ώστε να μην τους αφήσουν να πλησιάσουν.

Τα χείλη της κύρτωσαν σε ένα μικρό αυτάρεσκο χαμόγελο. Ήξερε ακριβώς πού θα πήγαινε ο Ντέβαν. 

Φαίη